«Σώζεις, Ἰησοῦ καὶ τελώνας σοὶ χάρις».
Οὕτω βοᾶ Ματθαῖος ἐκ πυρὸς μέσου.
Ἀκάματον Ματθαῖον πῦρ δεκάτη κτάνεν ἕκτη.
Ὁ Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, πρὶν γίνει μαθητὴς τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὀνομαζόταν Λευίς. Ὁ πατέρας τοῦ λεγόταν Ἀλφαῖος καὶ ἦταν ἀπὸ τὴ Γαλιλαία.
Ὁ Ματθαῖος ἔκανε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ τελώνη, καὶ ὁ Ἰησοῦς τὸν βρῆκε νὰ κάθεται στὸ τελωνεῖο ἔξω ἀπὸ τὴν Καπερναούμ. Καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν: «Ἀκολούθει μοί». Ὁ Ματθαῖος, χωρὶς καμιὰ καθυστέρηση, ἀμέσως τὸν ἀκολούθησε. Καὶ ὄχι μόνο ἐγκατέλειψε τὸ ἁμαρτωλὸ – γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη – ἐπάγγελμα τοῦ τελώνη, ἀλλὰ καὶ μὲ χαρὰ φιλοξένησε τὸν Κύριο στὸ σπίτι του. Ἐκεῖ, μάλιστα, ἦλθαν καὶ πολλοὶ τελῶνες καὶ ἄλλοι ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι, μὲ τοὺς ὁποίους ὁ Ἰησοῦς συνέφαγε καὶ συζήτησε.
Οἱ φαρισαῖοι, ὅμως, ποὺ εἶχαν πωρωμένη συνείδηση, ὅταν εἶδαν αὐτὴ τὴν ἐνέργεια τοῦ Κυρίου, ἀμέσως τὸν κατηγόρησαν ὅτι συντρώγει μὲ τελῶνες καὶ ἁμαρτωλούς. Ὁ Ἰησοῦς τὸ ἄκουσε καὶ εἶπε ἐκεῖνα τὰ θαυμάσια λόγια: «Οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν» (Ματθαίου, θ’ 13). Δηλαδή, λέει ὁ Κύριος, δὲν ἦλθα γιὰ νὰ καλέσω ἐκείνους ποὺ νομίζουν τοὺς ἑαυτοὺς τοὺς δίκαιους, ἀλλὰ ἦλθα νὰ καλέσω τοὺς ἁμαρτωλούς, γιὰ νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ σωθοῦν.
Στὸ Ματθαῖο ὀφείλει ἡ Ἐκκλησία μας τὸ πρῶτο κατὰ σειρὰ στὴν Καινὴ Διαθήκη Εὐαγγέλιο, ποὺ γράφτηκε τὸ 64 μ.Χ.
Ὁ Ματθαῖος κατὰ τὴν παράδοση κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Αἰθιοπία, ὅπου καὶ πέθανε μαρτυρικά.