Η δυσπιστία τοῦ Θωμᾶ καί οἱ ἀναλλοίωτοι μαθητές

11 Μαΐου, 2024

METR. ΑΝΤΗΟΝΥ ΒLΟΟΜ

Incredintarea-lui-Toma

Σήμερα εἶναι ἡ Κυριακή τοῦ ᾿Αποστόλου Θωμᾶ. Πολύ συχνά τόν θεωροῦμε δύσπιστο καί ὄντως εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀμφισβήτησε τό μήνυμα τῶν ᾿Αποστόλων, ὅταν τοῦ εἶπαν: «῾Εωράκαμεν τόν Κύριον».

Τόν εἴδαμε ζωντανό!

῾Ο Θωμᾶς ὅμως δέν παρέμεινε δύσπιστος σέ ὅλη του τή ζωή οὔτε ἄπιστος πρός τό πλήρωμα τῆς θείας ἀποκαλύψεως τοῦ Χριστοῦ.

Μήν ξεχνᾶμε ὅτι ὅταν οἱ ᾿Απόστολοι καί ὁ Κύριος ἔμαθαν γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, ὁ Χριστός εἶπε: «῎Ας ἐπιστρέψουμε στήν ῾Ιερουσαλήμ».

Οἱ ἄλλοι εἶπαν: «Μά οἱ ᾿Ιουδαῖοι σέ ἀναζητοῦν γιά νά σοῦ κάνουν κακό.

Γιατί πρέπει νά ἐπιστρέψουμε;». Καί μόνον ὁ ᾿Απόστολος Θωμᾶς ἀπάντησε: «῎Ας πᾶμε μαζί Του καί ἄς πεθάνουμε μαζί μ’ Αὐτόν» (᾿Ιωάν. 11, 1-44).

῏Ηταν προετοιμασμένος ὄχι μόνο νά εἶναι μαθητής Του στά λόγια, ὄχι μόνο νά Τόν ἀκολουθεῖ ὅπως ἀκολουθεῖ κανείς ἕνα δάσκαλο, ἀλλά καί νά πεθάνει μαζί Του, ὅπως πεθαίνει κανείς μέ ἕνα φίλο ἤ καί γιά χάρη ἑνός φίλου, ἄν χρειαστεῖ.

 ῎Ας θυμόμαστε λοιπόν τό μεγαλεῖο του, τήν πιστότητα καί τήν ἀκεραιότητά του.

Τί συνέβη ὅμως ὅταν, μετά τήν ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ, οἱ ᾿Απόστολοι εἶπαν στόν Θωμᾶ πού ἦταν ἀπών ἀπό τή συντροφιά τους, ὅτι εἶχαν δεῖ τόν ᾿Αναστημένο Χριστό;

Γιατί δέν δέχθηκε τή μαρτυρία τους; Γιατί τήν ἀμφισβήτησε; Γιατί εἶπε ὅτι ἤθελε χειροπιαστές, ἁπτές ἀποδείξεις; ᾿Επειδή κοιτάζοντάς τους, τούς εἶδε μέν χαρούμενους γι’ αὐτό πού εἶχε συμβεῖ, χαρούμενους πού ὁ Χριστός δέν ἦταν νεκρός, πού ὁ Χριστός ἦταν ζωντανός, χαρούμενους πού ἡ νίκη εἶχε κερδηθεῖ, ἀλλά δέν εἶδε καμία διαφορά σ’ αὐτούς, καμία ἀλλοίωση…

῏Ηταν οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι, μόνο πού ἦταν χαρούμενοι καί ὄχι φοβισμένοι.

 Καί ὁ Θωμᾶς εἶπε: «῎Αν δέν τό δῶ, ἄν δέν πιστοποιήσω τήν ᾿Ανάσταση, δέν μπορῶ νά σᾶς πιστέψω». Μά τό ἴδιο δέν θά ἔλεγε καί σέ μᾶς καθένας πού θά μᾶς συναντοῦσε;

Πρίν ἀπό λίγες μέρες διακηρύξαμε τήν ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ μέ πάθος, μέ εἰλικρίνεια, μέ βεβαιότητα. Πιστεύουμε σ’ Αὐτήν μέ ὅλο μας τό εἶναι· ὅταν ὅμως συναντοῦμε τούς ἀνθρώπους στό σπίτι μας, στόν δρόμο, στή δουλειά, ὁπουδήποτε, ἄραγε λένε ὅταν μᾶς βλέπουν·

Ποιοί εἶναι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι; Τί τούς ἔχει συμβεῖ; Οἱ ᾿Απόστολοι εἶχαν δεῖ τόν ᾿Αναστημένο, ἀλλά ἡ ᾿Ανάσταση δέν εἶχε γίνει μέρος τῆς δικῆς τους ἐμπειρίας. Δέν εἶχαν περάσει ἀπό τόν θάνατο στήν αἰώνια ζωή.

Τό ἴδιο κι ἐμεῖς· ἐκτός ἀπό τούς ἁγίους, τούς ὁποίους ὅταν τούς βλέπουμε, ξέρουμε ὅτι τό μήνυμά τους εἶναι ἀληθινό. Τί ὑπάρχει στό μήνυμά μας πού δέν ἀκούγεται

Εἶναι ὅτι μιλᾶμε, ἀλλά δέν εἴμαστε. Θά ἔπρεπε νά εἴμαστε τόσο διαφορετικοί ἀπό τούς ἀνθρώπους πού δέν ἔχουν γευθεῖ τήν ἐμπειρία τοῦ ζωντανοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀναστημένου, πού μοιράστηκε τή ζωή Του μαζί μας, πού μᾶς ἔστειλε τό ῞Αγιο Πνεῦμα!

῞Οπως κάποιος λόγιος ἔλεγε,  ἕνας ζωντανός ἄνθρωπος διαφέρει ἀπό ἕνα ἄγαλμα. Τό ἄγαλμα μπορεῖ νά εἶναι ὄμορφο, μεγαλόπρεπο, λαμπρό, ἀλλά εἶναι πέτρα. ῞Ενας ἄνθρωπος μπορεῖ νά εἶναι λιγότερο ἐντυπωσιακός ἐξωτερικά, ἀλλά εἶναι ζωντανός, ἀποτελεῖ μαρτυρία ζωῆς.

 ῎Ας ἐξετάσουμε λοιπόν τόν ἑαυτό μας καί ἄς τόν ρωτήσουμε ποῦ βρίσκεται. Πῶς γίνεται καί οἱ ἄνθρωποι πού μᾶς συναντοῦν δέν αἰσθάνονται ποτέ ὅτι εἴμαστε μέλη τοῦ ᾿Αναστημένου Χριστοῦ, ναοί τοῦ ῾Αγίου Του Πνεύματος; Γιατί ἄραγε; ῾Ο καθένας μας πρέπει νά δώσει τή δική του ἀπάντηση στό ἐρώτημα.

῎Ας ἀναρωτηθοῦμε ὅμως καί ἄς εἴμαστε ἕτοιμοι νά ἀπαντήσουμε ἐνώπιον τῆς συνειδήσεώς μας καί ἄς κάνουμε αὐτό πού χρειάζεται, ὥστε ἡ ζωή μας νά ἀλλάξει μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε ὅποιος μᾶς συναντᾶ, νά μπορεῖ νά μᾶς βλέπει καί νά λέει· Τέτοιους ἀνθρώπους δέν ἔχουμε ξαναδεῖ.

῾Υπάρχει κάτι σ’ αὐτούς πού δέν τό ἔχουμε δεῖ σέ κανέναν.

Τί εἶναι αὐτό; Καί νά μποροῦμε νά ἀπαντήσουμε. Εἶναι ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ πού τήν ἀπολαμβάνουμε ἄφθονη. Εἴμαστε μέλη Του. Εἶναι ἡ ζωή τοῦ Πνεύματος μέσα μας.

Εἴμαστε ναός Του!

Ἀπό τό βιβλίο: “Στό φῶς τῆς Κρίσης τοῦ Θεοῦ”

Ἐκδόσεις  “ἐν πλῷ”

Πρός Ἐμμαούς

8 Μαΐου, 2024

proseyxi papaIsaak meros[1]


«…Καὶ ἰδοὺ δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν πορευόμενοι ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ εἰς κώμην ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα ἀπὸ ῾Ιερουσαλήμ, ᾗ ὄνομα ᾿Εμμαούς …

Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὁμιλεῖν αὐτοὺς καὶ συζητεῖν καὶ αὐτὸς ὁ ᾿Ιησοῦς ἐγγίσας συνεπορεύετο αὐτοῖς…» (Λουκ. κδ΄, 13-15)

ξίζει πράγματι νὰ μελετήσουμε, νὰ ἐξετάσουμε καλύτερα τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς πλησίασε τὸν Κλεόπα καὶ τὸν ἄλλο μαθητὴ καθ’ ὁδὸν πρὸς Ἐμμαούς.

Τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια περιγράφουν πολλοὺς τρόπους, μὲ τοὺς ὁποίους πλησίαζε ὁ Χριστὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἢ οἱ ἄνθρωποι ἔσπευδαν νὰ πλησιάσουν τὸν Χριστό.

Κάποιες φορές, οἱ ἄνθρωποι πηγαίνουν πρὸς τὸν Χριστό. Κάποιες ἄλλες, ὁ Χριστὸς πηγαίνει πρὸς τοὺς ἀνθρώπους· τοὺς πλησιάζει κατὰ πρόσωπο, ἄμεσα.

Ἄλλοτε, ὁ Χριστὸς προχωρεῖ μὲ δική του πρωτοβουλία, εἰσέρχεται, παρεμβάλλεται στὸ δρόμο τους, στὴν πορεία τῆς ζωῆς τους, καὶ τοὺς περιμένει. Ἔτσι ὁ Ἰησοῦς, καθήμενος «ἐπὶ τοῦ φρέατος τοῦ Ἰακὼβ» προσκαρτεροῦσε, ἀνέμενε τὴν Σαμαρείτιδα νὰ ἔλθει.

Στὴ περίπτωση τῶν μαθητῶν, ποὺ «ἐπορεύοντο εἰς Ἐμμαούς», ἡ προσέγγιση εἶναι διαφορετική. Ἡ περικοπὴ τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου δίνει τὴν ἐντύπωση ὅτι ὁ Κύριος δὲν ἦλθε νὰ τοὺς πλησιάση κατὰ πρόσωπο, ἐμπρός τους· ὅτι δὲν βάδιζε πρός ἀντίθετη κατεύθυνση, ὥστε νὰ ἔλθη πρὸς συνάντησή τους.

Ἔτσι, οἱ μαθητές δὲν τὸν εἶδαν νὰ ἔρχεται πρὸς αὐτοὺς ἀπὸ κάποια ἀπόσταση. Φαίνεται σαφῶς ὅτι ὁ Χριστός, βαδίζοντας πίσω τους σέ κάποια ἀπόσταση, τελικά ἐπετάχυνε τὸ βῆμα του καὶ τοὺς πλησίασε.

Ἀρχικά, βάδιζε δίχως νὰ ἀντιληφθοῦν οἱ μαθητές ὅτι τοὺς συνώδευε, ἕως ὅτου τοὺς πλησίασε τόσο, ὅσο νὰ ἀκούει τὸν ἦχο τῆς συνομιλίας τους.

Τέλος, τοὺς πρόφθασε καί, φθάνοντας στό πλευρό τους, ἔλαβε εὐθὺς μέρος στὸ διάλογο, στὴ συζήτηση ποὺ εἶχαν.

Ἡ προσέγγισή Του δὲν ἦταν μόνο τοπική, ἀλλὰ καὶ πνευματική. Ὅπως τοὺς πλησίαζε, ὁ Ἰησοῦς ἀντελήφθη ὅτι ἦσαν «σκυθρωποί», θλιμμένοι δηλαδὴ καὶ στενοχωρημένοι.

Νομίζω ὅτι, τὶς περισσότερες φορές, ὁ Χριστὸς πλησιάζει ὄχι τόσο τὰ σώματα ἀλλὰ τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων· καὶ τὶς πλησιάζει μὲ ἕνα τρόπο ἀνάλογο ἐκείνου, ποὺ πλησίασε τοὺς μαθητές κατὰ τὴν πορεία τους πρὸς Ἐμμαούς.

Κάποιοι ἄνθρωποι συναντοῦν τὸν Ἰησοῦν «κατὰ πρόσωπον»· Τὸν γνωρίζουν λίγο ἕως πολύ· γνωρίζουν πῶς νὰ ἀπευθυνθοῦν πρὸς Αὐτόν, καὶ ἔχουν μάθει νὰ ἀντιλαμβάνωνται πότε Ἐκεῖνος ἀπευθύνεται πρὸς αὐτούς. Ὅμως σήμερα, γιὰ τὸν περισσότερο κόσμο, ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνας ἄγνωστος.

Ἔτσι, ὡς ἕνας ἄγνωστος λοιπόν, τοὺς πλησιάζει προφθάνοντάς τους καθ’ ὁδόν, ὅπως καὶ τοὺς μαθητές πρὸς Ἐμμαούς. Τοὺς πλησιάζει μὲ τέτοιο τρόπο, ὡς νὰ εἶναι κάποιος ἄγνωστος σʼ αὐτούς, ἀλλὰ ἄγνωστος συγγενής τους.

Συνήθως, σκεπτόμαστε τοῦτο ἢ ἐκεῖνο, δίχως νὰ ἔχουμε τὴν παραμικρή πρόθεση νὰ ἀναμείξουμε τὸν Χριστὸ στοὺς συλλογισμούς μας. Καὶ νά, ποὺ ὁ Χριστὸς παρεμβάλλεται στὴ σκέψη μας χωρὶς νὰ τὸ παρατηρήσουμε. Εἰσχωρεῖ στὸ νῆμα τῶν συλλογισμῶν μας, στὰ κύματα τῶν συναισθημάτων μας.

Δὲν γνωρίζουμε πῶς βρέθηκε ἐκεῖ, ἀλλὰ λίγο – λίγο συνειδητοποιοῦμε ὅτι ἕνας καινούριος παράγοντας συμμετέχει στὴ δραστηριότητα τῆς ψυχῆς μας, τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου.

Εἴτε γνωρίζουμε εἴτε δὲν γνωρίζουμε πῶς λέγεται ὁ παράγοντας αὐτός, μᾶς ἐπιβάλλεται· ἀκόμη καὶ ἂν ἀρνούμαστε νὰ δεχθοῦμε ὅσα μᾶς ὑποβάλλει, δὲν μποροῦμε νὰ μὴ τὸν ὑπολογίσουμε.

Μία σκέψη ἢ μία αἴσθηση, ὁποὺ ὁ Χριστὸς μᾶς ἐμπνέει, ἀνοίγουν νέες προοπτικές. Οἱ μαθητές πρὸς Ἐμμαοὺς ἦσαν σκυθρωποὶ καὶ τεθλιμμένοι, ὅση ὥρα βρίσκονταν ἀπορροφημένοι στὶς σκέψεις καὶ τοὺς συλλογισμούς τους.

Ὅμως, ὅταν ὁ Κύριος βρέθηκε μεταξύ τους καὶ ἄρχισε τὴν ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν, ὅλα ἔγιναν φωτεινά, ὅλα τὰ προβλήματα λύθηκαν, ὅλα εἰρήνευσαν. Ἐκεῖνοι, ὁποὺ προηγουμένως συζητοῦσαν καὶ ἐπιχειρηματολογοῦσαν ἀτέρμονα, ἔπαυσαν τώρα.

Ὅλες οἱ περιπλοκὲς λύθηκαν, ὅλοι οἱ λαβύρινθοι βρῆκαν διέξοδο, ἐμπρὸς στὴν ἤρεμη βεβαιότητα, τὴν ὁποίαν παρέχει ὁ μόνος διδάσκαλος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός.

Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ ἐμᾶς. Ὅλοι, κάποιες στιγμές, εἴμαστε προσκυνητές πρὸς Ἐμμαούς, βαδίζοντας μέσα στὸ πνευματικὸ σκοτάδι τῆς νύκτας, ὁποὺ ἄρχισε νὰ πέφτει, μὲ τὶς ἀμφιβολίες μας, τὰ ἄγχη μας, τὶς ἀγωνίες μας, τὶς ἀντιζηλίες μας, τὶς διεκδικήσεις μας, τὴ νοησιαρχία μας, τὶς καχυποψίες μας, τὶς ἐσωτερικὲς καὶ ἐξωτερικές μας συγκρούσεις.

Ὅμως κάποιος, ποὺ μᾶς παρακολουθεῖ στὴν πορεία τῆς ζωῆς μας, τρέχει, μᾶς προφθάνει, καὶ «συνεμπαίνει» στὶς σκέψεις καὶ τὰ συναισθήματά μας.

Καὶ τότε, μία μεγάλη διαύγεια, μία μεγάλη σαφήνεια καὶ καθαρότητα εἰσβάλλει στὸ νοῦ καὶ στὴ σκέψη μας· μία μεγάλη ἡσυχία κυριαρχεῖ στὴν ψυχή μας.

Δὲν γνωρίζουμε ἴσως τὴν ὑπέρτατη ζωντανὴ παρουσία Ἐκείνου, ποὺ διεβεβαίωσε ὅτι Αὐτὸς εἶναι ἡ Ἀνάστασις, ἀλλά, ὅπως καὶ οἱ μαθητές πρὸς Ἐμμαούς, οἱ ὁποῖοι πίεζαν τὸν Κύριο νὰ μὴ φύγει, ἀλλὰ νὰ μείνει μαζί τους, ἡ ψυχή μας ὁλόκληρη κραυγάζει πρὸς τὸν ἄγνωστο αὐτὸν Παντοδύναμο:

«Μεῖνον μεθ’ ἡμῶν»…

Fr. Lev Gillet

Κανὼνας Πὰσχα καὶ Ἁγὶου Γεωργὶου (π.Παντελεὴμων Κὰρτσωνας)

5 Μαΐου, 2024

“Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν”

5 Μαΐου, 2024

«Χαίρετε ἄνθρωποι»

Aὐτὸ εἶπε ὁ ἄγγελος· αὐτὸ εἶδαν καὶ οἱ γυναῖκες·

αὐτὸ μαρτυροῦν καὶ οἱ σφραγίδες τοῦ Πιλάτου· ὁ ἄδειος τάφος τὸ φωνάζει δυνατά· τὸ μαρτυρεῖ ὁ κυλισμένος λίθος· οἱ φύλακες ἐλέγχονται μὲ τὴν φυγή τους·

ἡ κουστωδία (φρουρὰ) τὸ ὁμολογεῖ καὶ λαμβάνει τὰ χρήματα· οἱ ἀρχιερεῖς (Ἄννας καὶ Καϊάφας) ἀποδεικνύονται ἔνοχοι· ὁ Πιλάτος αἰσθάνεται ἐντροπή·

ὁ κεντυρίων (ἑκατόνταρχος), μὲ τὸ σχίσιμο τοῦ καταπετάσματος, πιστεύει· ὁ ἥλιος τὸ ἐδίδαξε (ἔδειξε) πρίν, σκοτεινιάζοντας εἰς τὸν Σταυρό·

τὰ ἀναστημένα σώματα τῶν νεκρῶν τὴν ἀλήθεια διετράνωσαν· ὅλη ἡ φύσι τὴν Ἀνάστασι ἐμαρτύρησε, ποὺ ἔγινε εἰς τὸ τέλος τοῦ Σαββάτου πρὸς τὴν ἀρχὴ τῆς πρώτης ἡμέρας.

Χαίρετε ἄνθρωποι· Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν· ἡ μαρτυρία εἶναι παναληθής· ἀγαλλιάσθε, ἐλευθερωθήκατε· ὁ Ἅδης ἐδεσμεύθη εὐφραίνεσθε·

Ἀναστάσεως ἡμέρα, ὑψώσατε τὴν φωνή· ὁ ἀρχηγὸς τῆς σωτηρίας μας ἀνέστη ἐκ νεκρῶν· χαῖρε ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ· ἰδού, ἁρμονία μεταξὺ ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων, διὰ τῆς Ἀναστάσεως·

χαίρετε τὰ φυτά· ἡ νέκρωσι τοῦ Χριστοῦ ἔγινε εἰς τὸν Σταυρό, ἀλλὰ δι’ αὐτοῦ συνετελέσθη ἡ Ἀνάστασι· συνανέστησε τὸν Ἀδάμ·

ἡ Εὔα ἐλύθη ἀπὸ τὰ δεσμά της· οἱ προφῆτες προπορεύονται ἀπὸ τὸν Δεσπότη· οἱ βασιλεῖς, Σολομῶν καὶ Δαυίδ, προσφέρουν τοὺς ἐπινίκιους ὕμνους.

Χαίρετε ἄνθρωποι· ἐμειώθη τὸ σκότος, εἰσῆλθε τὸ φῶς· ἔφυγε τροχάδην ἡ σκιά, ἐπῆλθε ἡ χάρις· τὸ ἔαρ (ἄνοιξι) τῆς ζωῆς ἀνέτειλε.

Μήπως κανεὶς πρέπει νὰ διδάξη τὸν Κύριο; μά, δὲν Τὸν γνωρίζουν ὅλοι ἀναστημένο ἐκ τῶν νεκρῶν; Ὁ Πιλάτος γιατί μαίνεται ὀργισμένος; ὁ Καϊάφας σκέπτεται, ποῦ νὰ λάβει χώρα τὸ συμβούλιο τῶν βουλευτῶν.

Εὐφραίνου καὶ σύ, ὁ ληστής, καὶ εἴσελθε, μὲ τὴν συνέλευσι ὅλων, εἰς τὸν παράδεισο· ἰδού, ἡ φλογίνη ρομφαία ἔστρεψε τὰ νῶτα· ὁ προπάτωρ ἐλευθερώθη· τὰ παιδιά του, εὐφραίνεσθε.

Ἀπὸ τὴν προμήτορα Εὔα προῆλθε ἡ πτῶσι, ἀπὸ τὴν ἁγνὴ Θεομήτορα ἡ ἀνόρθωσι· μὲ τὴν παρακοὴ ἐπῆλθε ὁ θάνατος, μὲ τὴν ταπείνωσι τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἐδόθη, ὡς βραβεῖο, ἡ Ἀνάστασι.

Καὶ πάλι λέγω: Χαίρετε ἄνθρωποι· ἐδεσμεύθη ὁ Ἅδης· πρὸς τὰ ἄνω τρέχετε γρήγορα· κάθε φιλόθεος καὶ φιλάρετος ἂς τρέξει νὰ ἰδεῖ τὴν Ἀνάστασι·

ἂς μὴ νικήσει ἡ ὀλιγωρία τῶν γυναικῶν, ἀλλ’ ἂς προλάβει ἡ ἀνδρεία· οἱ γυναῖκες κραυγάζουν: Χαίρετε εἰς τὸ ἑξῆς· σὰν θερμοτέρες εἰς τὸν ζῆλο, κινοῦνται· κι ἐμεῖς, ἂς μὴ ναρκωθοῦμε·

γιατί δὲν εἶναι χάριν τοῦ θεάτρου ἡ ὁδοιπορία, ἀλλὰ χάριν τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ὁ ἦχος τῶν σαλπίγγων· εἰς τὶς πανηγύρεις ἤδη ἀντηχεῖ τῶν γυναικῶν ὁ λόγος, ποὺ ἐλέχθη πρὶν εἰς τὴν Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ γυναίκα προῆλθε ἡ πτῶσι καὶ μὲ γυναίκα κηρύσσεται ἡ Ἀνάστασι.

Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν· οἱ νεφέλες ἂς ράνουν (ραντίσουν) μὲ νερὸ ἀγαλλιάσεως, τὰ φυτὰ ἂς φέρουν χλωρὰ φύλλα κι ἂς δώσει ἡ γῆ τὸν καρπό της· ὁ Δημιουργὸς τῶν πάντων ἀνέστη ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ σεῖς βλαστήσατε· τῆς ἀρετῆς οἱ κλάδοι ἀνθήσατε, γιατί ὁ Ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν.

Ποιὸς δὲν χαίρει σήμερα; ποιὸς δὲν ἐνθουσιάζεται; ποιὸς δὲν τέρπεται; καὶ ποιός, γιὰ νὰ τὸ εἰπῶ ἔτσι, δὲν εὐφραίνεται;

Ἀνέστη ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ τοῦ Ἅδου τὸ βασίλειο κατέλυσε· ἀνέστη, καὶ τὸν διάβολο κατήργησε· ἀνέστη, καὶ τὴν ἁμαρτία ἐξήλειψε· ἀνέστη, καὶ τὴν εἰδωλομανία ἐμείωσε· ἀνέστη, καὶ τὴν πλάνη ἀπεδίωξε· ἀνέστη, καὶ τὸν Ἀδὰμ διέσωσε·

ἀνέστη καὶ τοὺς ἀγγέλους ἔκαμε ἀμετακίνητους πρὸς τὸ κακό· ἀνέστη, καὶ τὸν ἄνθρωπο ἔσωσε· ἀνέστη, καὶ τὰ οὐράνια συνέδεσε μὲ τὰ ἐπίγεια, ὑποδεικνύοντας τὸν Ἑαυτὸ Του παγκόσμιο βασιλέα καὶ ὑπέρτατο Δεσπότη ὅλων: τῶν ἀγγέλων, τῶν ἀνθρώπων, τῶν στοιχείων, τῶν στοιχειωτῶν καί, πρωτοφανές, τῶν δαιμόνων.

Χαίρετε, λοιπόν, μὲ ἀνεκλάλητη χαρά· ὅσοι ἀκούετε ὅτι, ὁ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, εὐφραίνεσθε· ποιὸς δὲν προσκυνεῖ τὸν Πρῶτο καὶ τὸν Ἔσχατο, κατὰ τὴν θεηγόρο φωνή·

ποιὸς δὲν Τὸν δοξάζει; Διελύθη τὸ σκοτάδι· ἐλευθερωθήκαμε ἀπὸ τὰ δεσμά· πρὸς τὴν ἄνω βασιλεία ὑψωθήκαμε.

Ἀναστάσεως ἡμέρα· καὶ ποιὸς δὲν θὰ λάβει πνευματικὴ κινύρα (κιθάρα) γιὰ νὰ ψάλει ἐπαναλαμβανόμενο μέλος (ἄσμα), μὲ ὠδὲς καὶ ψαλμοὺς καὶ ἀγαλλίασι μεγάλη, καὶ μὲ διαπεραστικὴ μελωδία νὰ ἀλαλάξει καὶ νὰ βοήσει τό, ἀνέστη ἐκ τῶν νεκρῶν;

Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν. Φύγε μακριὰ μας κάθε δαιμονικὴ φάλαγγα· κι ὁ ἀρχηγὸς τοῦ σκότους, μὲ τὴν στρατιά σου κάτελθε πρὸς τὰ τάρταρα· γιατί ἀνέστη ὁ Ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς καὶ τὸ βασίλειό σου ἐσκύλευσε·

Κανείς, ὢ πιστοί, μὲ πενιχρὰ ἐνδύματα ἂς μὴ συνδράμει (συντρέξει) εἰς τὴν ἑορτή· ἂς λαμπροφορήσωμε, οἱ ὀρθόδοξοι, στὶς αἰσθητὲς αἰσθήσεις μας καὶ στὶς νοητές, τῶν ἀρετῶν· ἂς λαμπροφορήσωμε, οἱ ὀρθόδοξοι·

ὁ ἀντικείμενος (διάβολος) ἀπέθανε· ὁ Δεσπότης ἀνέστη· ἡ χθεσινὴ λύπη, ἀπὸ χαρὰ διεβιβάσθη πρὸς χαρά· τί μᾶς ἐμποδίζει νὰ συμψάλωμε μὲ τοὺς μαθητές; νὰ ψάλωμε τὰ ἐπινίκια μαζὶ μὲ τὶς Μαρίες; Ἡ θεία οἰκονομία συνετελέσθη·

ἡ συγκατάβασι, ἡ σύλληψι, ὁ τόκος ὁ ἐκ Παρθένου, τὸ Βάπτισμα, οἱ θεοσημεῖες, τὰ Πάθη καὶ ἡ Ἀνάστασι, Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν· χαίρετε λαοὶ καὶ ἀγαλλιάσθε.

Ἔτσι, λοιπόν, κι ἐμεῖς κατὰ τὸ Μέγα Σάββατο, μὲ θεῖο ὕμνο μελωδοῦμε τὸν Δεσπότη Χριστόν, τὸν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν· τὸν ἀληθῶς ἀναστάντα·

τὸν ἀληθῶς καὶ πέραν πάσης ἀμφισβητήσεως.

Θεοδώρου Δούκα τοῦ Λάσκαρι

“ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΜΕΓΑ ΣΑΒΒΑΤΟΝ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ”

ΜΕΓΑ ΣΑΒΒΑΤΟΝ-Ὑμνολογικά

3 Μαΐου, 2024

῾Η εἰς Ἅδου Κάθοδος

«ὅτι καὶ Χριστός ἅπαξ περὶ ἁμαρτιῶν ἔπαθε, δίκαιος ὑπὲρ ἀδίκων, ἵνα ἡμᾶς προσαγάγῃ τῷ Θεῷ, θανατωθεὶς μὲν σαρκί, ζωοποιηθείς δὲ πνεύματι· ἐν ᾧ καὶ τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι πορευθεὶς ἐκήρυξεν» (Α´ Πέτρ. γ´ 18-19).

Κατά τό ῞Αγιο καί Μέγα Σάββατο, ἡ ᾿Εκκλησία μνημονεύει τήν εἰς ῞ᾼδου κάθοδον τοῦ Κυρίου μας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ῞Οτι δηλαδή, κατά τίς τρεῖς ἡμέρες μετά τόν θάνατό Του καί μέχρι τῆς ἀναστάσεώς Του, ὁ Κύριος κατῆλθε στόν ῞Αδη, στόν τόπο, ὅπου εὑρίσκονταν φυλακισμένες οἱ ψυχές τῶν ἀνθρώπων, κήρυξε καί, στή συνέχεια, μέ θεϊκή ἐξουσία ἀνέστησε καί ἐλευθέρωσε τίς ψυχές καί κυριολεκτικά «ἐκένωσε» τά ταμεῖα τοῦ ζοφεροῦ αὐτοῦ τόπου.

1. ῾Η προσδοκία τοῦ διαβόλου ἦταν, ὅτι τελικά θά μποροῦσε νά κρατήσει ἕνα μέρος τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ ὑπό τήν ἐξουσία του. Αὐτός ἦταν ὁ ῞ᾼδης. ῾Ο ῞ᾼδης δέν εἶναι τόπος, ἀλλά τρόπος ζωῆς τῶν πνευμάτων. Εἶναι δέ ὡς τρόπος καί κατάστασις ζωῆς ἀντίθετος τοῦ Παραδείσου.

᾿Εάν στόν Παράδεισο ὁ ἄνθρωπος εἶναι εὐτυχισμένος ἐπειδή ζεῖ μέ τόν Θεό, στόν ῞ᾼδη ζεῖ δυστυχισμένος ἐπειδή ζεῖ μέ τούς διαβόλους. Στόν ῞ᾼδη κατέρχονταν ὅλοι οἱ ζῶντες. ᾿Εκεῖ δέν μποροῦσαν νά αἰνοῦν πιά τόν Θεό, νά ἐλπίζουν στήν δικαιοσύνη Του, στήν πιστότητά Του. Πρόκειται γιά μία ὁλοκληρωτική ἐγκατάλειψι.

 Σ᾿ αὐτόν τόν τραγικό χῶρο τῆς δυστυχίας καὶ ἀπελπισίας, κατέβηκε ὁ Χριστός γιά νά ἐλευθερώσει τούς αἰωνίους αἰχμαλώτους, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονταν ἐκεῖ παρά τήν θέλησί τους. Αὐτό δέ ἀποτελοῦσε τήν δύναμι καί τήν χαρά τοῦ διαβόλου, ὅτι εἶχε τήν δύναμι, μποροῦσε, νά ἐμποδίσει τούς δικαίους νά ζήσουν μέ τόν Θεό. Αὐτή τήν ἀδικία ἐπισημαίνει ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος ὅταν γράφει·

«᾿Αλλ᾿ ἐβασίλευσεν ὁ θάνατος ἀπὸ ᾿Αδὰμ μέχρι Μωσέως καὶ ἐπὶ τοὺς μὴ ἁμαρτήσαντας» (Ρωμ. ε´ 14).

῾Ο ῞ᾼδης δέν ταυτίζεται μέ τήν κόλασι. ῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστός κατέβηκε στόν ῞ᾼδη, ὁ καταδικασμένος πηγαίνει στήν κόλασι. Οἱ θύρες τοῦ ῞ᾼδη, ὅπου κατέβηκε ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός, ἄνοιξαν, γιά νά μπορέσουν νά διαφύγουν οἱ αἰχμάλωτοί του, ἐνῶ, ὅταν ὁ κολασμένος κατεβαίνει στήν κόλασι, ἡ πόρτα της κλείνει πίσω του αἰωνίως καί δέν θά ἀνοίξει ποτέ.

῾Ο ῞ᾼδης καί ἡ κόλασις εἶναι τό βασίλειο τοῦ θανάτου καί, χωρίς τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό, δέν θά ὑπῆρχε στόν κόσμο παρά μιά μόνο κόλασις καί ἕνας μόνο θάνατος, ὁ θάνατος μέ τήν ἀπεριόριστη δύναμί του. ᾿Εάν ὑπάρχει «δεύτερος θάνατος» (᾿Αποκ. κα´ 8),

ξεχωριστός ἀπό τόν πρῶτο, εἶναι ἐπειδή ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός συνέτριψε μέ τό θάνατό Του «τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ᾿ ἔστι τὸν διάβολον, καὶ ἀπαλλάξῃ τούτους, ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας» (῾Εβρ. β´ 14-15).

Τήν κάθοδο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ στόν ῞ᾼδη ἑορτάζει καί πανηγυρίζει ἡ ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ κατά τό ῞Αγιο καί Μέγα Σάββατο. «Τοῦτό ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον Σάββατον». ῾Η θεολογία τῆς ᾿Εκκλησίας μας φωτίζει ἐπαρκῶς τό θέμα αὐτό, τό ὁποῖο ἀφορᾶ ὅλους μας.

2. ῾Η κάθοδος τοῦ Χριστοῦ στόν ῞ᾼδη εἶναι ἕνα ἄρθρο πίστεως, καί εἶναι πράγματι ἕνα βέβαιο δεδομένο τῆς Καινῆς Διαθήκης. ῾Ο χριστολογικός κανόνας τοῦ ῎Ορθρου τοῦ Μεγάλου Σαββάτου εἶναι ὕμνος, τραγούδι γιὰ τόν νεκρωμένο Θεό.

᾿Εάν «ὁ Θεὸς ἀνέστησε τὸν ᾿Ιησοῦν λύσας τὰς ὠδῖνας τοῦ θανάτου» (Πράξ. β´ 24), εἶναι ἐπειδή τόν βύθισε ἀρχικά στόν ῞ᾼδη, ἀλλά χωρίς ποτέ νά τόν ἐγκαταλείψει ἐκεῖ (πρβλ. Πράξ. β´ 31). ᾿Εάν ὁ Χριστός, στό μυστήριο τῆς ᾿Αναλήψεως, «ἀνέβη ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν», εἶναι ἐπειδή «κατέβη πρῶτον εἰς τὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς».

῎Επρεπε νά γίνει αὐτή ἡ φοβερή κάθοδος, γιά νά μπορέσει ὁ Χριστός νά «πληρώσῃ τὰ πάντα» καί νά βασιλεύσει ὡς Κύριος στό Σύμπαν (πρβλ. ᾿Εφεσ. δ´ 6).

῾Η χριστιανική πίστις ὁμολογεῖ, ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστὸς εἶναι Κύριος στόν οὐρανό μετά τήν ἀνάβασί Του ἀπό τούς νεκρούς (Ρωμ. ι´ 6-10). «῞Ινα σου τῆς δόξης, τὰ πάντα πληρώσῃς, καταπεφοίτηκας, ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆςϜ », ψάλλουμε τήν λαμπρά καί φωταυγῆ νύκτα τοῦ Μ. Σαββάτου.

Τό τίμημα τῆς ταφῆς τοῦ Κυρίου γιά τόν ἄνθρωπο ἦταν ἡ ἀφθαρσία καί ἡ καινοποίησι τῆς φύσεώς του. ῞Οπως ἡ φθορά ὑπῆρξε τό τίμημα τῆς ἁμαρτίας, ὡς νέκρωσις καί χωρισμός ἀπό τόν Θεό, ἔτσι ἡ ἀνακαίνισις καί ἡ ἀφθαρσία ὑπῆρξαν ὁ εἰδικός καρπός τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως.

῾Ο Χριστός μέ τόν θάνατο καί τήν ταφή Του ἀφαίρεσε τά ράκη τῆς φθορᾶς, τά ὁποῖα εἶχαν στοιβαχθεῖ σ᾿ αὐτήν ἀπό τήν παράβασι τοῦ ᾿Αδάμ καί ἔσβηναν τήν ὀμορφιά της· καί μέ τό αἷμα Του ἔπλυνε τό πλάσμα Του ἀπό τό μίασμα τῆς ἀρχαίας παρακοῆς, ἀφάνισε τήν δυσωδία τοῦ θανάτου, τήν ὁποία ἀπέπνεε τό πτῶμα τῆς ἁμαρτίας, ἐκούφισε τό γένος τῶν ἀνθρώπων,

ἀπό τό βάρος τῆς ἀποστασίας του καί ἔκαμε ν᾿ ἀστράψει καί πάλι ἡ φύσις, νά ζωντανέψουν οἱ θεοειδεῖς χαρακτῆρες, νά λάμψει καί πάλι ἡ ἀρχέγονος ὀμορφιά της, ἐνδεδυμένη τήν ἄφθαρτη δόξα τοῦ Θεοῦ.

Αὐτό τό ὑπέρτατο λυτρωτικό ἀγαθό, τήν ἀφθαρσία δηλαδή καὶ τήν ἀθανασία, τό ὁποῖο κορυφοῦται στήν ἔνδοξη ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ, ψάλλει μέ ρίγη ἱερᾶς συγκινήσεως καί ἀνεκλάλητης χαρᾶς ἡ ᾿Ορθοδοξία.

3. ῾Η κάθοδος τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ στόν ῞ᾼδη ὑπῆρξε θεοπρεπής καί ἔνδοξος. ῾Ο Κύριος πραγματοποίησε δύο καθόδους. Κατῆλθε ἀπό ψηλά ἀπό τόν οὐρανό στήν γῆ, τό πρῶτον. Καί κατῆλθε μέ ταπείνωσι καί πτωχεία. Δεύτερον, κατῆλθε ἀπό τήν γῆ στά βασίλεια τοῦ ῞Αδη.

᾿Εκεῖ ὅμως κατέβηκε παντοκρατορικά, μέ ὅλη τήν «ἄστεκτη» δυναστεία Του, ἐξουσιαστικῶς. Τόν εἶδαν οἱ δαίμονες καί τρόμαξαν. Τόν εἶδαν οἱ δίκαιοι καί ἀναπήδησαν μέ χαρά καί ἀγαλλίασι.

῾Ο ἅγιος ᾿Επιφάνιος, ᾿Επίσκοπος Κωνσταντίας τῆς Κύπρου, στόν θεολογικώτατο λόγο του «Τῶ ἁγίῳ καί μεγάλῳ Σαββάτῳ» περιγράφει αὐτόν τόν θεοπρεπέστατο τρόπο τῆς καθόδου τοῦ Χριστοῦ στόν ῞Αδη· «Χθὲς (ἐννοεῖ τήν Μεγ. Παρασκευή) συνέβαινον τὰ τῆς οἰκονομίας, σήμερον τὰ τῆς ἐξουσίας.

Χθὲς τὰ τῆς ἀσθενείας, σήμερον τὰ τῆς αὐθεντίας. Χθὲς τὰ τῆς ἀνθρωπότητος, σήμερον τὰ τῆς θεότητος ἐνδείκνυται. Χθὲς ἐρραπίζετο, σήμερον τῇ ἀστραπῇ τῆς θεότητος τὸ τοῦ ῞ᾼδου ραπίζει οἰκητήριον. Χθὲς ἐδεσμεῖτο, σήμερον ἀλύτοις δεσμοῖς καταδεσμεῖ τὸν τύραννον.

Χθὲς κατεδικάζετο, σήμερον τοῖς καταδίκοις ἐλευθερίαν χαρίζεται. Χθὲς ὑπουργοὶ τοῦ Πιλάτου αὐτῷ ἐνέπαιζον, σήμερον οἱ πυλωροὶ τοῦ ῞ᾼδου ἰδόντες αὐτὸν ἔφριξαν… ῾Ο χθὲς τοίνυν οἰκονομικῶς τὰς λεγεῶνας τῶν ᾿Αγγέλων παραιτούμενος· σήμερον θεοπρεπῶς ὁμοῦ τε καὶ πολεμικῶς, καὶ δεσποτικῶς κάτεισι κάτω τοῦ ῞ᾼδου καὶ θανάτου.

῾Ως γοῦν τὰ παντόθυρα, καὶ ἀνήλια, καὶ ἀνέσπερα τοῦ ῞ᾼδου δεσμωτήρια καὶ οἰκητήρια ἡ θεόδημος τοῦ Δεσπότου κατέλαβεν αἰγληφόρος παρουσία, προφθάνει πάντας Γαβριήλ ἀρχιστράτηγος καὶ βοᾶ τό ῎Αρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν. Καὶ ἐπάρθητε πύλαι αἰώνιοι.

῞Αμα αἱ ἀγγελικαί δυνάμεις ἐβόησαν, ἅμα αἱ πύλαι ἐπάρθησαν, καὶ αἱ ἁλύσεις ἐλύθησαν, ἅμα οἱ μοχλοὶ κατεκλάσθησαν, ἅμα τὰ κλεῖθρα ἐξέπεσαν, ἅμα τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου ἐδονήθησαν, ἅμα αἱ ἐνάντιαι δυνάμεις εἰς φυγὴν ἐτράπησαν, ἔφριξαν, ἐσαλεύθησαν, κατεπλάγησαν, ἐταράχθησαν, ἠλλοιώθησαν, ἐθροήθησαν, ἔστησαν ὁμοῦ καὶ ἐξέστησαν, ἠπόρησαν ὁμοῦ καὶ ἐτρόμαξανϜ ᾿Εκεῖ γὰρ τότε διέκοψε Χριστός ἐν ἐκστάσει κεφαλὰς δυναστῶν» (ΒΕΠΕΣ 77, σελ. 151 & ἑξῆς, ἐκδ. ᾿Αποστολικῆς Διακονίας).

«᾿Εδεήθημεν Θεοῦ σαρκουμένου καί νεκρουμένου», θεολογεῖ ἡ ποικίλη μοῦσα τῆς δικῆς μας αὐλῆς, τῆς ᾿Εκκλησίας, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος, γιά νά μπορέσουμε νά ζήσουμε. Αὐτός μᾶς ζύμωσε μέ τήν θεότητά Του, μᾶς ἐνέδυσε τήν θεία εὐπρέπεια, μᾶς λάμπρυνε μέ τήν τριαδική δόξα Του, μᾶς χάρισε τήν ἀνάστασι καί τήν ζωή.

«῾Ως ζωηφόρος, ὡς Παραδείσου ὡραιότερος ὄντως καὶ παστάδος πάσης βασιλικῆς, ἀναδέδεικται λαμπρότερος Χριστὲ ὁ τάφος σου, ἡ πηγὴ τῆς ἡμῶν ἀναστάσεως».

Ὁ θάνατος σὰν νίκη

3 Μαΐου, 2024

π. Κάλλιστος Ware, Ἐπίσκοπος Διοκλείας

0[1]

 «…Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὑπέφερε «ἕως θανάτου», ὄχι γιὰ ν’ ἀπαλλαγοῦμε ἐμεῖς ἀπ’ τὴν ὀδύνη, ἀλλὰ γιὰ νὰ εἶναι ἡ ὀδύνη μας σὰν τὴ δική του. Ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς προσφέρει ἕνα δρόμο ποὺ παρακάμπτει τὴν ὀδύνη, ἀλλὰ ἕνα δρόμο μέσα ἀπ’ αὐτήν· ὄχι ὑποκατάσταση, ἀλλὰ λυτρωτικὴ συμπόρευση…».

 Η ΣΤΑΥΡΩΣΗ ΝΙΚΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ

Ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ πάνω στὸ Σταυρὸ δὲν εἶναι μία ἀποτυχία ποὺ ἀποκαταστάθηκε κάπως μετὰ τὴν Ἀνάστασή του. Ὁ ἴδιος ὁ θάνατος πάνω στὸ Σταυρὸ εἶναι μία νίκη.

Νίκη τίνος πράγματος; Μόνο μία ἀπάντηση μπορεῖ νὰ ὑπάρξει: Ἡ νίκη τῆς ὀδυνώμενης ἀγάπης. «Κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη…ὕδωρ πολὺ οὐ δυνήσεται σβέσαι τὴν ἀγάπην» (Ἆσμα Ἀσμ. 8, 6-7).

Ὁ Σταυρὸς μᾶς δείχνει μίαν ἀγάπη ποὺ εἶναι δυνατὴ σὰν τὸ θάνατο, μίαν ἀγάπη ἀκόμη πιὸ δυνατή.

Ὁ ἅγ. Ἰωάννης κάνει τὴν εἰσαγωγὴ τῆς διήγησής του γιὰ τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο καὶ τὸ Πάθος μ’ αὐτὰ τὰ λόγια: «…ἀγαπήσας τοὺς ἰδίους τούς ἐν τῷ κόσμω, εἰς τέλος ἠγάπησεν αὐτοὺς» (Ἰω. 13, 1). Τὸ ἑλληνικὸ κείμενο λέει εἰς τέλος, ποὺ σημαίνει «ὡς τὸ τέλος», «ὡς τὸ ἔσχατο σημεῖο».

Κι αὐτὴ ἡ λέξη τέλος ἐπαναλαμβάνεται ἀργότερα στὴν τελευταία κραυγὴ τοῦ Χριστοῦ πάνω στὸ Σταυρό: «Τετέλεσται» (Ἰω. 19, 30). Αὐτὸ πρέπει νὰ ἐννοηθεῖ ὄχι σὰν κραυγὴ αὐτοεγκατάλειψης ἢ ἀπόγνωσης, ἀλλὰ σὰν κραυγὴ νίκης: Τελείωσε, κατορθώθηκε, ἐκπληρώθηκε!

Τί ἐκπληρώθηκε; Ἀπαντᾶμε: Τὸ ἔργο τῆς ὀδυνώμενης ἀγάπης, ἡ νίκη τῆς ἀγάπης πάνω στὸ μίσος. Ὁ Ἰησοῦς, ὁ Θεός μας, ἀγάπησε τοὺς δικούς του ὡς τὸ ἔσχατο σημεῖο.

Ἀπὸ ἀγάπη δημιούργησε τὸν κόσμο, ἀπὸ ἀγάπη γεννήθηκε σὰν ἄνθρωπος μέσα σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο, ἀπὸ ἀγάπη πῆρε πάνω του τὴ διασπασμένη ἀνθρώπινη φύση μας καὶ τὴν ἔκανε δική του.

Ἀπὸ ἀγάπη ταυτίστηκε μ’ ὅλη μας τὴν ἀπελπισία. Ἀπὸ ἀγάπη πρόσφερε τὸν ἑαυτὸ του θυσία, διαλέγοντας στὴ Γεθσημανῆ νὰ πάει ἑκούσια πρὸς τὸ Πάθος του: «…τήν ψυχήν μου τίθημι ὑπὲρ τῶν προβάτων… οὐδεὶς αἴρει αὐτὴν ἀπ’ ἐμοῦ, ἀλλ’ ἐγὼ τίθημι αὐτὴν ἀπ’ ἐμαυτοῦ» (Ἰω. 10: 15, 18).

Ἦταν θεληματικὴ ἀγάπη κι ὄχι καταναγκασμὸς αὐτὸ ποὺ ἔφερε τὸν Ἰησοῦ στὸ θάνατό του. Στὴν ἀγωνία του μέσα στὸν κῆπο καὶ στὴ Σταύρωσή του οἱ σκοτεινὲς δυνάμεις τοῦ ἐπιτίθενται μ’ ὅλη τους τὴν ὁρμή, ἀλλὰ δὲν μποροῦν ν’ ἀλλάξουν τὴ συμπόνια του σὲ μίσος· δὲν μποροῦν νὰ ἐμποδίσουν τὴν ἀγάπη του νὰ συνεχίσει νὰ εἶναι ἡ ἴδια.

Ἡ ἀγάπη του δοκιμάζεται ὡς τὸ ἔσχατο σημεῖο, ἀλλὰ δὲν καταπνίγεται. «Τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτία φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν» (Ἰω. 1, 5. Στὴ νίκη τοῦ Χριστοῦ πάνω στὸ Σταυρὸ θὰ μπορούσαμε νὰ ἐφαρμόσουμε τὰ λόγια ποὺ εἰπώθηκαν ἀπὸ κάποιο Ρῶσο ἱερέα, ὅταν ἀπελευθερώθηκε ἀπὸ τὸ στρατόπεδο συγκεντρώσεως: «Ὁ πόνος ἔχει καταστρέψει τὰ πάντα. Ἕνα μόνο πράγμα ἔχει μείνει σταθερό, ἡ ἀγάπη» .

Ο Σταυρὸς σὰν νίκη μᾶς θέτει τὸ παράδοξο τῆς παντοδυναμίας τῆς ἀγάπης. Ὁ Dostoevsky πλησιάζει τὴν ἀληθινὴ ἔννοια τῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ μὲ μερικὰ λόγια, ποὺ βάζει στὸ στόμα τοῦ στάρετς Ζωσιμᾶ:

Μπροστὰ σὲ μερικὲς σκέψεις ὁ ἄνθρωπος στέκεται μπερδεμένος, ἰδίως μπροστὰ στὴ θέα τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας, καὶ ἀναρωτιέται ἂν θὰ τὴν πολεμήσει μὲ βία ἢ μὲ ταπεινὴ ἀγάπη.

Πάντα ν’ ἀποφασίζεις: «Θὰ τὴν πολεμήσω μὲ ταπεινὴ ἀγάπη» . Ἂν ἀποφασίσεις πάνω σ’ αὐτὸ μία γιὰ πάντα, μπορεῖς νὰ κατακτήσεις ὁλόκληρο τὸν κόσμο.

Ἡ γεμάτη ἀγάπη ταπείνωση εἶναι μία τρομερὴ δύναμη: εἶναι τὸ πιὸ δυνατὸ ἀπ’ ὅλα τὰ πράγματα καὶ δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο σὰν κι αὐτή.

Ἡ γεμάτη ἀγάπη ταπείνωση εἶναι μία τρομερὴ δύναμη· ὁπότε θυσιάζουμε κάτι ἢ ὑποφέρουμε ὄχι μ’ αἴσθηση ἐπαναστατικῆς πίκρας, ἀλλὰ μὲ τὴ θέλησή μας καὶ ἀπὸ ἀγάπη, αὐτὸ μᾶς κάνει πιὸ δυνατοὺς κι ὄχι πιὸ ἀδύνατους. Αὐτὸ σημαίνει προπάντων στὴν περίπτωση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Ἡ ἀδυναμία του ἦταν ἀπὸ δύναμη», λέει ὁ ἅγ. Αὐγουστίνος.

Ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ φαίνεται ὄχι τόσο πολὺ μέσα στὴ δημιουργία τοῦ κόσμου ἢ μέσα στὰ θαύματά του, ὅσο στὸ γεγονὸς ὅτι ἀπὸ ἀγάπη ὁ Θεὸς «ἐκένωσεν ἑαυτὸν» (Φιλ. 2, 7), πρόσφερε τὸν ἑαυτό του, μὲ γενναιόδωρη αὐτοδιάθεση, μὲ τὴ δική του ἐλεύθερη ἐκλογὴ συγκατανεύοντας νὰ ὑποφέρει καὶ νὰ πεθάνει. Κι αὐτὸ τὸ ἄδειασμα τοῦ ἑαυτοῦ εἶναι συνάμα μία πλήρωση: ἡ κένωση εἶναι πλήρωση.

Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ποτὲ τόσο δυνατός, ὅσο ὅταν βρίσκεται στὴν ἔσχατη ἀδυναμία.

Ἡ ἀγάπη καὶ τὸ μίσος δὲν εἶναι ἁπλῶς ὑποκειμενικὰ συναισθήματα ποὺ ἐπηρεάζουν τὸ ἐσωτερικὸ σύμπαν αὐτῶν ποὺ τὰ αἰσθάνονται, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἀντικειμενικὲς δυνάμεις ποὺ ἀλλάζουν τὸν κόσμο ἔξω ἀπό μᾶς. Ἀγαπώντας ἢ μισώντας τὸν ἄλλο, τὸν κάνω, ὡς ἕνα σημεῖο, νὰ γίνει αὐτὸ ποὺ ἐγὼ βλέπω μέσα του. Ὄχι μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό μου, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς ζωὲς ὅλων γύρω μου, ἡ ἀγάπη μου εἶναι δημιουργική, ἔτσι ὅπως τὸ μίσος μου εἶναι καταστροφικό.

Κι ἂν αὐτὸ ἀληθεύει γιὰ τὴ δική μου ἀγάπη, ἀληθεύει σὲ ἀσύγκριτα μεγαλύτερη ἔκταση γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ νίκη τῆς γεμάτης πόνο ἀγάπης τοῦ πάνω στὸ Σταυρὸ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα παράδειγμα γιὰ μένα πού μοῦ δείχνει τί θὰ μποροῦσα νὰ πετύχω ἐγὼ ὁ ἴδιος ἂν μποροῦσα νὰ τὸν μιμηθῶ μὲ τὶς δικές μου δυνάμεις.

Πολὺ περισσότερο ἀπ’ αὐτό, ἡ πονεμένη του ἀγάπη ἔχει πάνω μου ἕνα δημιουργικὸ ἀποτέλεσμα, μεταμορφώνοντας τὴν καρδιά μου καὶ τὴ θέλησή μου, ἐλευθερώνοντάς με ἀπὸ τὰ δεσμά, ὁλοκληρώνοντάς με, κάνοντας δυνατὸ γιὰ μένα ν’ ἀγαπῶ μ’ ἕνα τρόπο ποὺ θὰ ἦταν τελείως περ’ ἀπὸ τὶς δυνάμεις μου, ἂν πρῶτα δὲν εἶχα ἀγαπηθεῖ ἀπ’ αὐτόν.

Γιατί μέσα στὴν ἀγάπη ταυτίστηκε μαζί μου· καὶ ἡ νίκη τοῦ εἶναι νίκη μου. Κι ἔτσι ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ πάνω στὸ Σταυρὸ εἶναι πράγματι, ὅπως τὸν περιγράφει ἡ Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου, ἕνας «ζωοποιὸς θάνατος».

Ἑπομένως ἡ ὀδύνη τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ θάνατος ἔχουν ἀντικειμενικὴ ἀξία· ἔκανε γιὰ μᾶς κάτι ποὺ θὰ ἤμασταν τελείως ἀνίκανοι νὰ κάνουμε δίχως αὐτόν. Ταυτόχρονα δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ λέμε ὅτι ὁ Χριστὸς ὑπέφερε «ἀντὶ γιά μᾶς», ἀλλ’ ὅτι ὑπέφερε γιὰ χάρη μας.

Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὑπέφερε «ἕως θανάτου», ὄχι γιὰ ν’ ἀπαλλαγοῦμε ἐμεῖς ἀπ’ τὴν ὀδύνη, ἀλλὰ γιὰ νὰ εἶναι ἡ ὀδύνη μας σὰν τὴ δική του. Ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς προσφέρει ἕνα δρόμο ποὺ παρακάμπτει τὴν ὀδύνη, ἀλλὰ ἕνα δρόμο μέσα ἀπ’ αὐτήν· ὄχι ὑποκατάσταση, ἀλλὰ λυτρωτικὴ συμπόρευση.

Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀξία τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ γιά μᾶς. Ἂν τὴ συνδέσουμε μὲ τὴν Ἐνσάρκωση καὶ τὴ Μεταμόρφωση ποὺ προηγήθηκε, καὶ μὲ τὴν Ἀνάσταση ποὺ τήν ἀκολουθεῖ -γιατί ὅλ’ αὐτὰ εἶναι ἀχώριστα μέρη μίας μοναδικῆς πράξης ἢ «δράματος»- ἡ Σταύρωση πρέπει νὰ κατανοηθεῖ σὰν ὕψιστη καὶ τέλεια νίκη, θυσία καὶ πρότυπο.

Καὶ σὲ κάθε περίπτωση ἡ νίκη, ἡ θυσία καὶ τὸ πρότυπο εἶναι τῆς ἀγάπης ποὺ πάσχει

Ἔτσι βλέπουμε τὸ Σταυρό: τὴν τέλεια νίκη τῆς ταπείνωσης ποὺ ξέρει ν’ ἀγαπάει πάνω στὸ μίσος καὶ τὸ φόβο· τὴν τελεία θυσία ἢ τὴν ἑκούσια αὐτοπροσφορὰ τῆς συμπόνιας ποὺ ξέρει ν’ἀγαπάει· τὸ τέλειο πρότυπο τῆς δημιουργικῆς δύναμης τῆς ἀγάπης.

Εἰς τὸ Πάθος τοῦ Κύριου καὶ εἰς τὸν Θρῆνον τῆς Θεοτόκου

2 Μαΐου, 2024

Ἅγ. Ῥωμανὸς ὁ Μελωδός 

                                     Mτφρ.  π. Ἀνανίας Κουστένης  

                                               Προοίμιον

ed-1

 Τὸν δι᾿ ἡμᾶς σταυρωθέντα δεῦτε πάντες ὑμνήσωμεν, αὐτὸν γὰρ κατεῖδε Μαρία ἐπὶ ξύλου καὶ ἔλεγεν, «Εἰ καὶ σταυρὸν ὑπομένεις, σὺ ὑπάρχεις  ὁ υἱὸς καὶ θεός μου»    

                                   Προοίμιον   

Ἐκεῖνον ποὺ σταυρώθηκε γιὰ μᾶς, ὅλοι, ἐλᾶτε, ἂς δοξολογήσουμε. Αὐτόν, λοιπόν, ἀντίκρυσε πάνω στὸ Ξύλο ἡ Μαρία κι ἔλεγε: «Στὸ Σταυρὸ ἂν καὶ κρέμεσαι, γιὰ μένα εἶσαι ὁ Υἱὸς καὶ Θεὸς μου».           

                                          Οἶκοι

                                             α´

Τὸν ἴδιον ἄρνα ἡ ἀμνὰς θεωροῦσα πρὸς σφαγὴν ἑλκόμενον ἠκολούθει ἡ Μαρία τρυχομένη μεθ᾿ ἑτέρων γυναικῶν ταῦτα βοῶσα, «Ποῦ πορεύῃ, τέκνον; τίνος χάριν τὸν ταχὺν δρόμον τελέεις; μὴ ἕτερος γάμος πάλιν ἐστὶν ἐν Κανᾷ, κἀκεῖ νυνὶ σπεύδεις, ἵν᾿ ἐξ ὕδατος αὐτοῖς οἶνον ποιήσῃς;

 συνέλθω σοι, τέκνον, ἢ μείνω σε μᾶλλον; δός μοι λόγον, Λόγε, μὴ σιγῶν παρέλθῃς με, ὁ ἁγνὴν τηρήσας με, ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».          

                                                             Οἶκοι

                                                                 α´

Τὸ παιδί Της ἡ Μητέρα καθὼς ἔβλεπε νὰ Τὸ πηγαίνουν στὸ θάνατο, κατάκοπη ἀκολουθοῦσεν ἡ Μαρία μαζὶ μ᾿ ἄλλες γυναῖκες καὶ τοῦτα ἔλεγε: «Ποῦ πορεύεσαι, Τέκνο; Γιὰ ποιὸ λόγο βιαστικὸς τὸ δρόμο τρέχεις; 

Μήπως κι ἄλλος γάμος εἶναι στὴν Κανᾶ, καὶ γιὰ ῾κεῖ τραβᾶς ἐτώρα, κρασὶ ἀπ᾿ τὸ νερὸ γιὰ νὰ τοὺς φτιάξης; Νὰ ῾ρθῶ μαζί Σου, Τέκνο μου, ἢ νὰ Σὲ περιμένω; Ἕνα λόγο πές μου, Λόγε, ἐμένα ἀμίλητος μὴν προσπεράσης, Ἐσὺ π᾿ Ἁγνὴ μὲ φύλαξες, ὁ Υἱὸς καὶ Θεὸς μου».             

                                                                β´

Οὐκ ἤλπιζον, τέκνον, ἐν τούτοις ἰδεῖν σε οὐδ᾿ ἐπίστευόν ποτε ἕως τούτου τοὺς ἀνόμους ἐκμανῆναι καὶ ἐκτείναι ἐπὶ σὲ χεῖρας ἀδίκως, ἔτι γὰρ τὰ βρέφη τούτων κράζουσί σοι τὸ «εὐλογημένος»· ἀκμὴν δὲ βαΐων πεπλησμένη ἡ ὁδὸς μηνύει τοῖς πᾶσι τῶν ἀθέσμων τὰς πρὸς σὲ πανευφημίας·

καὶ νῦν τίνος χάριν ἐπράχθη τὸ χεῖρον; γνῶναι θέλω, οἴμοι, πῶς τὸ φῶς μου σβέννυται, πῶς σταυρῷ προσπήγνυται ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                              β´

Δὲν τὸ περίμενα, Παιδί μου, σὲ τέτοια νὰ Σὲ δῶ, καὶ ποτὲ δὲν ἐπίστευα πὼς θά ῾φταναν οἱ ἄνομοι σὲ τέτοια μανία καὶ χέρια θ᾿ ἅπλωναν ἄδικα ἐπάνω Σου. Ἀφοῦ ἀκόμα τ᾿ ἀθῷα τους βρέφη Σοῦ κράζουν τὸ «Εὐλογημένος»,  κι ἀπ᾿ τὰ βάγια ἀκόμη γεμάτος ὁ δρόμος καὶ διαλαλεῖ στὸν καθένα τὰ παινέματα ποὺ Σοῦ ῾πλεξαν οἱ ἄνομοι.

 Καὶ τώρα γιὰ ποιὸ λόγο ἔγινε τὸ κακό; Θέλω νὰ μάθω, ἀλλοίμονο, πῶς χάνεται τὸ φῶς μου; Πῶς στὸ Σταυρὸ καρφώνεται Ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.           

                                                               γ´

Ὑπάγεις, ὢ τέκνον, πρὸς ἄδικον φόνον καὶ οὐδεὶς σοὶ συναλγεί, οὗ συνέρχεται σοὶ Πέτρος ὁ εἰπῶν σοι, «οὐκ ἀρνοῦμαί σε ποτέ, κἂν ἀποθνῄσκω»· ἔλιπέ σε Θωμᾶς ὁ βοήσας, «μετ᾿ αὐτοῦ θάνωμεν πάντες»· 

οἱ ἄλλοι Δὲ πάλιν, οἱ οἰκεῖοι καὶ γνωστοὶ  καὶ μέλλοντες κρίνειν τὰς φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ, ποῦ εἰσιν ἄρτι; οὐδεὶς ἐκ τῶν πάντων, ἀλλ᾿ εἰς ὑπὲρ πάντων θνῄσκεις, τέκνον, μόνος, ἀνθ᾿ ὧν πάντας ἔσωσας, ἀνθ᾿ ὧν πᾶσιν ἤρεσας, ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                                    γ´

Πηγαίνεις, Παιδί μου, σὲ ἄδικο φόνο καὶ κανεὶς δὲν Σὲ πονεῖ. Ὁ Πέτρος δὲν ἔρχεται μαζί Σου, ποὺ Σοῦ εἶπε: «Ποτὲ δὲν Σ᾿ ἀρνοῦμαι κι ἂν χρειαστῇ νὰ πεθάνω». Σ᾿ ἄφησε ὁ Θωμᾶς ποὺ ἐδήλωσε: «Ἂς πεθάνουμε ὅλοι μαζί Του». 

Καὶ οἱ ἄλλοι ἀκόμα, οἱ φίλοι καὶ γνωστοὶ καὶ ποὺ πρόκειται νὰ κρίνουν τὶς φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ, τώρα ποῦ βρίσκονται; Κανένας ἀπ᾿ ὅλους καὶ Ἕνας γιὰ ὅλους. Πεθαίνεις, Τέκνο μου, Μόνος, μιᾶς καὶ ὅλους τοὺς ἔσωσες,  μιᾶς καὶ φέρθηκες ὄμορφα σ᾿ ὅλους, Σὺ ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».   

                                                                  δ´

Τοιαῦτα Μαρίας ἐκ λύπης βαρείας  καὶ ἐκ θλίψεως πολλῆς κραυγαζούσης καὶ κλαιούσης,  ἐπεστράφη πρὸς αὐτὴν ὁ ἐξ αὐτῆς οὕτω βοήσας, «Τὶ δακρύεις, μήτηρ; τὶ ταῖς ἄλλαις γυναιξὶ συναποφέρῃ; μὴ πάθω; μὴ θάνω;

πῶς οὖν σώσω τὸν Ἀδάμ; μὴ τάφον οἰκήσω; πῶς ἑλκύσω πρὸς ζωὴν τοὺς ἐν τῷ ᾍδῃ; καὶ μὴν καθὼς οἶδᾳς ἀδίκως σταυροῦμαι, τὶ οὖν κλαίεις, μήτηρ; μᾶλλον οὕτω κραύγασον ὅτι «θέλων ἔπαθεν, ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                                    δ´

Ἐνῷ τέτοια ἡ Μαρία μὲ λύπη μεγάλη καὶ θλῖψι πολλὴ ἔλεγε καὶ ἔκλαιγε, Τὴν κοίταξε ὁ Γιός Της καὶ Τῆς μίλησε: «Γιατί σὲ πῆραν, Μητέρα, τὰ κλάματα; Γιατί Σὲ παρασύρουν οἱ ἄλλες γυναῖκες;  Μὴν πάθω, φοβᾶσαι; Μὴν ἀποθάνω; Μὰ πῶς θὰ σώσω τὸν Ἀδάμ; Μὴν κατέβω στὸν τάφο;

Πῶς θὰ φέρω στὴ ζωὴ τοὺς  πεθαμένους; Κι ὅπως πράγματι βλέπεις σταυρώνομαι ἄδικα. Γιατί κλαῖς, λοιπόν, Μητέρα; Μᾶλλον φώναξε καὶ λέγε πῶς «θέλοντας ἔπαθεν  ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».            

                                                                     ε´

Ἀπόθου, ὦ μῆτερ, τὴν λύπην ἀπόθου, οὐ γὰρ πρέπει σε θρηνεῖν, ὅτι κεχαριτωμένη ὠνομάσθης, τὴν οὖν κλῆσιν τῷ κλαυθμῷ μὴ συγκαλύψῃς, μὴ ταῖς ἀσυνέτοις ὁμοιώσῃς ἑαυτήν, πάνσοφε κόρη, ἐν μέσῳ ὑπάρχεις τοῦ νυμφῶνος τοῦ ἐμοῦ· 

μὴ οὖν ὥσπερ ἔξω ἱσταμένη τὴν ψυχὴν καταμαράνῃς· τοὺς ἐν τῷ νυμφῶνι ὡς δούλους σου φώνει, πᾶς γὰρ τρέχων τρόμῳ ὑπακούσει σου, σεμνή, ὅταν εἴπῃς, «ποῦ ἐστιν ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                                         ε´

Μὴ λυπᾶσαι, Μητέρα, μὴ λυπᾶσαι. Μιᾶς καὶ ὁ θρῆνος δὲν Σοῦ πρέπει, ἀφοῦ Σὲ εἶπαν «Κεχαριτωμένη». Μὴν ἐπισκιάσης, λοιπόν, τὸ ὄνομα αὐτὸ μὲ τὸ θρῆνο. Μὴν κατατάξης, πρόσεξε, τὸν Ἑαυτό Σου μὲ τὶς ἄμυαλες, Πάνσοφη Κόρη. Βρίσκεσαι μέσα στὸ Νυμφῶνα τὸ δικό μου.

 Μή, λοιπόν, καταμαράνης τὴ ψυχή, σὰν νὰ βρίσκεσαι ἀπέξω. Ὅσους εἶναι μέσα στὸ Νυμφῶνα δικούς Σου νὰ τοὺς ὀνομάζῃς. Μιᾶς καὶ καθένας π᾿ ἀγωνίζεται περίφοβος θὰ Σὲ ἀκούση, Ἁγιασμένη, ὅταν εἰπῇς: «ποὺ βρίσκεται ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.            

                                                                   στ´

Πικρὰν τὴν ἡμέραν τοῦ πάθους μὴ δείξῃς, δι᾿ αὐτὴν γὰρ ὁ γλυκὺς οὐρανόθεν νῦν κατῆλθον ὡς τὸ μάννα, οὐκ ἐν ὄρει τῷ Σινᾷ, ἀλλ᾿ ἐν γαστρί σου· ἔνδοθεν γὰρ ταύτης ἐτυρώθην, ὡς Δαυὶδ προανεφώνει, τὸ τετυρωμένον ὄρος νόησον, σεμνή, ἐγὼ γὰρ ὑπάρχω,

ὅτι λόγος ὧν ἐν σοὶ σὰρξ ἐγενόμην, ἐν ταύτη οὖν πάσχω, ἐν ταύτῃ καὶ σῴζω, μὴ οὖν κλαίης, μῆτερ, μᾶλλον κράξον ἐν χαρᾷ, «θέλων πάθος δέχεται ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                                     στ´

Πικρὴ τοῦ Πάθους τὴν ἡμέρα μὴ τὴ κάνῃς, μιᾶς κι ὁ Γλυκὸς Ἐγὼ γι᾿ αὐτὴν τώρα ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ κατέβηκα σὰν τὸ Μάννα, ὄχι στὸ ὄρος τὸ Σινᾶ, ἀλλὰ μέσ᾿ στὴν κοιλιά Σου. Μέσα της δηλαδὴ σαρκώθηκα, ὅπως τὸ πρόβλεψ᾿ ὁ Δαβίδ. Θυμήσου, Κόρη, τὸ Βουνὸ τὸ δυνατὸ καὶ πλούσιο, εἶμαι Ἐγὼ ἀληθινά, γιατὶ Λόγος ὑπάρχων μέσα Σου ἄνθρωπος ἔγινα. Πάσχω, λοιπόν, ὡς ἄνθρωπος καὶ μὲ ἐτοῦτο σῴζω. Μητέρα πιὰ Ἐσὺ μὴν κλαίς. Φώναξε μᾶλλον μὲ χαρά: «δέχεται θεληματικᾶ τὸ Πάθος ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».

                                                                    ζ´

«Ἰδού», φησί, «τέκνον, ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν μου τὸν κλαυθμὸν ἀποσοβῶ, τὴν καρδίαν μου συντρίβω ἐπὶ πλεῖον, ἀλλ᾿ οὐ δύναται σιγᾶν ὁ λογισμός μου, τό μοι λέγεις, σπλάγχνον, «εἰ μὴ θάνω, ὁ Ἀδὰμ οὐχ ὑγιαίνει»;

 καὶ μὴν ἄνευ πάθους ἐθεράπευσας πολλούς, λεπρὸν γὰρ καθήρας καὶ οὐκ ἤλγησας οὐδέν, ἀλλ᾿ ἠβουλήθης,  παράλυτον σφίγξας οὐ κατεπονήθης, πῆρον πάλιν λόγῳ ὀμματώσας, ἀγαθέ, ἀπαθὴς μεμένηκας, ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                                           ζ´      

«Ναί, Τέκνο», ἀπαντάει, «ἀπὸ τὰ μάτια μου· Τὸ κλάμα σταματῶ καὶ σφίγγω τὴν καρδιά μου ἀκόμα πιὸ πολύ, ὁ λογισμός μου ὅμως νὰ σωπάση δὲν μπορεῖ. Σπλάχνο, τί μου λές: «Ἂν δὲν πεθάνω, ὁ Ἀδὰμ δὲ γιατρεύεται;». Κι ὅμως δίχως Πάθος ἐθεράπευσες πολλούς. 

Τὸ λεπρό, γιὰ παράδειγμα, καθάρισες καὶ καθόλου δὲν πόνεσες, τὸ θέλησες κι ἔγινε. Τὸν παράλυτο στέριωσες καὶ κούραση δὲν ἔνοιωσες.Καὶ στὸν ἀνάπηρο ἔδωκες μάτια, Καλέ μου, μὲ λόγο καὶ δὲν ἔπαθες τίποτα, Σὺ ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.   

                                                                            η´      

Νεκροὺς ἀναστήσας νεκρὸς οὐκ ἐγένου, οὐδ᾿ ἐτέθης ἐν ταφῇ, υἱέ μου καὶ ζωή μου, πῶς οὖν λέγεις, «εἰ μὴ πάθω, ὁ Ἀδὰμ οὐχ ὑγιαίνει»; κέλευσον, σωτήρ μου, καὶ ἐγείρεται εὐθὺς κλίνην βαστάζων· εἰ δὲ καὶ ἐν τάφῳ κατεχώσθη ὁ Ἀδάμ, 

ὡς Λάζαρον τάφου ἐξανέστησας φωνή, οὕτως καὶ τοῦτον, δουλεύει σοι πάντα ὡς πλάστῃ τῶν πάντων, τὶ οὖν τρέχεις, τέκνον; μὴ ἐπείγου πρὸς σφαγήν, μὴ φιλῇς τὸν θάνατον, ὁ υἱὸς καὶ θεός μου.

                                                                        η´  

Πεθαμένους ἀνάστησες, μὰ Νεκρὸς δὲν θὰ γίνῃς, καὶ ταφὴ δὲν θὰ λάβης, Παιδί μου καὶ Ζωή μου. Καὶ πῶς λές, «ἂν δὲν πεθάνω ὁ Ἀδὰμ γιατρειὰ δὲ βρίσκει»; Σωτῆρα μου, διάταξε καὶ ἀμέσως σηκώνεται τὸ κρεββάτι βαστώντας. 

Ἂν καὶ μέσα στὸν τάφο ὁ Ἀδὰμ καταχώθηκε, ὅπως τὸ Λάζαρο ἀπ᾿ τὸ μνῆμα μὲ φωνὴ ἔβγαλες ἔξω, ἔτσι καὶ τοῦτον ἀνάστησε. Ὅλα Σὲ ὑπηρετοῦνε, ὡς Δημιουργὸ τῶν πάντων. Τί, λοιπόν, Παιδί μου, τρέχεις; Νὰ σφαγῆς μὴν ἐπείγεσαι, τὸ θάνατο μὴν ἀγαπᾷς, Σὺ ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.»

                                                                                 θ´      

«Οὐκ οἶδᾳς, ὦ μῆτερ, οὐκ οἶδᾳς ὃ λέγω, διὸ ἄνοιξον τὸν νοῦν καὶ εἰσοίκισοιν τὸ ῥῆμα ὃ ἀκούεις, καὶ αὐτὴ καθ᾿ ἑαυτὴν νόει ἃ λέγω, οὗτος, ὃν προεῖπον, ὁ ταλαίπωρος Ἀδάμ, ὁ ἀρρωστήσας οὐ μόνον τὸ σῶμα ἀλλὰ γὰρ καὶ τὴν ψυχήν, ἐνόσησε θέλων, οὐ γὰρ ἤκουσεν ἐμοῦ καὶ κινδυνεύει,

      γνωρίζεις ὁ λέγω, μὴ κλαύσης οὖν, μῆτερ, μᾶλλον τοῦτο κράξον, «τὸν Ἀδὰμ ἐλέησον καὶ τὴν Εὕαν οἰκτεῖρον, ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                                            θ´      

«Δὲν κατάλαβες, Μητέρα, δὲν κατάλαβες τί λέω. Ἄνοιξε, λοιπόν, τὸν νοῦ καὶ τὰ λόγια βάλε μέσα, ποὺ σὺ ἀκούεις,  καὶ ἡ Ἴδια ὅσα λέγω κᾶμε τρόπο νὰ νοήσης. Αὐτὸς ποὺ προανέφερα, ὁ ταλαίπωρος Ἀδάμ, ποὺ ἔπεσεν ἄρρωστος  ὄχι στὸ σῶμα μοναχὰ ἀλλὰ καὶ στὴν ψυχή, ἀρρώστησε μὲ τὴ θέλησί Του, μιᾶς καὶ δὲν ἄκουσεν Ἐμένα καὶ βρίσκεται σὲ κίνδυνο. Καταλαβαίνεις αὐτὸ ποὺ λέω.

Μὴν κλάψης, λοιπόν, Μητέρα, καλλίτερα ἔτσι φώναξε: «σπλαχνίσου τὸν Ἀδὰμ καὶ λυπήσου τὴν Εὕα, Σὺ  ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».             

                                                                                 ι´      

 Ὑπὸ ἀσωτίας, ὑπ᾿ ἀδηφαγίας ἀρρωστήσας ὁ Ἀδὰμ κατηνέχθη ἕως ᾍδου κατωτάτου καὶ ἐκεῖ τὸν τῆς ψυχῆς πόνον δακρύει. Εὕα δὲ ἡ τοῦτον ἐκδιδάξασά ποτε τὴν ἀταξίαν σὺν τούτῳ στενάζει, σὺν αὐτῷ γὰρ ἀρρωστεῖ, ἵνα μάθωσιν ἅμα τοῦ φυλάττειν ἰατροῦ παραγγελίαν, συνῆκας κἂν ἄρτι;

ἐπέγνως ἃ εἶπον; πάλιν, μήτηρ, κράξον, «τῷ Ἀδὰμ εἰ συγχωρεῖς, καὶ τῇ Εὔᾳ, σύγγνωθι, ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                                                ι´      

Ἀπὸ ἀσωτία, ἀπὸ λαιμαργία ὁ Ἀδὰμ ἀρρώστησε καὶ γκρεμίστηκε ὡς τοῦ Ἅδη τὰ κατάβαθα κι ἐκεῖ τὸν πόνο τῆς ψυχῆς τοῦ κλαίει. Καὶ ἡ Εὕα ποὺ τὸν δίδαξε τότε τὴν ἁμαρτία μαζί του στενάζει. Καὶ μαζί του εἶναι ἄρρωστη, γιὰ νὰ μάθουνε κι οἱ δυό του Γιατροῦ τὴν ὁδηγία νὰ κρατᾶνε.

Τώρα τουλάχιστον κατάλαβες; Ἀντελήφθης τὰ ὅσα εἶπα; Πάλι, Μητέρα, φώναξε: «τὸν Ἀδὰμ ἂν συγχωρᾷς  καὶ τὴν Εὕα συγχώρεσε, Σὺ ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».  

                                                                           ια´  

Ῥημάτων δὲ τούτων ὣς ἤκουσε τότε ἡ ἀμώμητος ἀμνάς, ἀπεκρίθη πρὸς τὸν ἄρνα, «Κύριέ μου, ἔτι ἅπαξ ἂν εἴπω, μὴ ὀργισθῇς μοι, λέξω σοι ὃ ἔχω, ἵνα μάθω παρὰ σοῦ πάντως ὃ θέλω, ἂν πάθῃς, ἂν θάνῃς, ἀναλύσεις πρὸς ἑμέ; ἂν περιοδεύσης σὺν τῇ Εὕᾳ τὸν Ἀδάμ, βλέψω σε πάλιν; 

αὐτὸ γὰρ φοβοῦμαι, μήπως ἐκ τοῦ τάφου  ἄνω δράμῃς, τέκνον, καὶ ζητοῦσα σὲ ἰδεῖν κλαύσω, κράξω, «ποῦ ἐστιν  ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                                     ια´

Τοῦτα τὰ λόγια καθὼς ἄκουσεν τότε ἡ ἀψεγάδιαστη Μητέρα στὸ Παιδὶ Τῆς ἀπάντησε: «Κύριέ μου, ἂν ἀκόμα μιὰ φορᾷ Σου μιλήσω, μὴ μοῦ θυμώσης. Αὐτὸ ποὺ νοιώθω θὰ Σοῦ πῶ γιὰ νὰ μάθω στὰ σίγουρα  αὐτὸ ποὺ θέλω ἀπὸ Σένα. 

Ἂν σταυρωθῆς, ἂν πεθάνης, θὰ ξαναρθῇς σὲ μένα; Ἂν πᾷς γιὰ νὰ γιατρέψης τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὕα θὰ Σὲ ξαναδῶ; Ἕνα φοβᾶμαι στ᾿ ἀλήθεια, μήπως, Παιδί μου, ἀπὸ τὸν Τάφο γιὰ τὸν οὐρανὸ τραβήξης κι Ἐγὼ ποὺ θέλω νὰ Σὲ δῶ, θὰ κλάψω καὶ θὰ κράξω: «Ποὺ εἶναι ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».

                                                                        ιβ´    

 Ὡς ἤκουσε ταῦτα ὁ πάντα γινώσκων πρὸ γενέσεως αὐτῶν, ἀπεκρίθη πρὸς Μαρίαν, «Θάρσει, μῆτερ,  ὅτι πρώτη μὲ ὁρᾷς ἀπὸ τοῦ τάφου, ἔρχομαι σοὶ δεῖξαι πόσων πόνων τὸν Ἀδὰμ ἐλυτρωσάμην  καὶ πόσους ἱδρῶτας ἔσχον ἕνεκεν αὐτοῦ,

 δηλώσω τοῖς φίλοις τὰ τεκμήρια δείκνυς ἐν ταῖς χερσί μου, καὶ τότε θεάσῃ τὴν Εὔαν, ὢ μῆτερ, ζῶσαν ὥσπερ πρῴην καὶ βοήσεις ἐν χαρᾷ, «τοὺς γονεῖς μου ἔσωσεν ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                                             ιβ´      

 Μόλις ἄκουσεν ἐτοῦτα Ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει τὰ πάντα πρὶν νὰ γίνουν, ἀπεκρίθη στὴ Μαρία: «Ἔχε θάρρος, Μητέρα, Γιατὶ Πρώτη θὰ μὲ δῇς μετὰ τὴν Ἀνάστασι. Θάρθω νὰ Σοῦ δείξω μὲ τί ἄμετρους πόνους τὸν Ἀδὰμ ἐλευθέρωσα  καὶ πόσους ἱδρῶτες γιὰ χάρι τοῦ ἔχυσα.

 Θὰ φανερώσω στοὺς φίλους τὰ τεκμήρια στὰ χέρια μου. Καὶ θ᾿ ἀντικρύσης τὴν Εὕα ἐτότες, Μητέρα, ζωντανὴ σὰν καὶ πρῶτα καὶ γεμάτη χαρὰ θὰ φωνάξης: «Τοὺς γονεῖς μου ἔσωσεν ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».   

                                                                        ιγ´

Μικρὸν οὖν, ὦ μῆτερ, ἀνασχοῦ καὶ βλέπεις,  πῶς καθάπερ ἰατρὸς ἀποδύομαι καὶ φθάνω ὅπου κεῖνται, καὶ ἐκείνων τὰς πληγὰς περιοδεύω, τέμνων ἐν τῇ λόγχῃ τὰ πωρώματα αὐτῶν καὶ τὴν σκληρίαν, λαμβάνω καὶ ὄξος,

καὶ ἐπιστύφω τὴν πληγήν, τῇ σμίλῃ τῶν ἥλων ἀνευρύνας τὴν τομὴν χλαίνη μοτώσω, καὶ δὴ τὸν σταυρόν μου ὡς νάρθηκα ἔχων τούτῳ χρῶμαι, μῆτερ, ἵνα ψάλλῃς συνετῶς, «πάσχων πάθος ἔλυσεν ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                                      ιγ´

Λιγάκι γιὰ περίμενε, Μητέρα, καὶ θὰ δῇς, πῶς σὰν Γιατρὸς τρέχω καὶ φτάνω στὸν τόπο  ὅπου εὑρίσκονται  καὶ τὶς πληγὲς τοὺς θεραπεύω  καὶ μὲ τὴ Λόγχη κόβω τὴν ἀναισθησία τους καὶ τὴ σκληροκαρδία. Παίρνω καὶ ξύδι καὶ ἀπολυμαίνω τὴν πληγή. 

Καὶ μὲ ἰατρικὸ μαχαῖρι τὰ Καρφιὰ θὰ πλατύνω τὴν τομή, βάζοντας γάζα τὸν Χιτῶνα. Κι ἔχοντας τὸ Σταυρό μου μάλιστα σὰν ἄλλη θήκη γιὰ τὰ φάρμακα·  Αὐτὸν μεταχειρίζομαι, Μητέρα, γιὰ νὰ μπορῇς νὰ ψέλνῃς ταπεινά: «Πάσχοντας γιάτρεψε τὰ πάθη ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».             

                                                                    ιδ´

Ἀπόθου οὖν, μῆτερ, τὴν λύπην ἀπόθου, καὶ πορεύου ἐν χαρᾷ, ἐγὼ γὰρ δι᾿ ὃ κατῆλθον ἤδη σπεύδω ἐκτελέσαι τὴν βουλὴν τοῦ πέμψαντός με, τοῦτο γὰρ ἐκ πρώτης δεδογμένον ἦν ἑμοὶ καὶ τῷ πατρί μου, καὶ τῷ πνεύματί μου οὐκ ἀπήρεσέ ποτε τὸ ἐνανθρωπῆσαι καὶ παθεῖν με διὰ τὸν παραπεσόντα,

 δραμοῦσα οὖν, μῆτερ, ἀνάγγειλον πᾶσιν ὅτι «πάσχων πλήττει τὸν μισοῦντα τὸν Ἀδὰμ καὶ νικήσας ἔρχεται ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                                    ιδ´

 Ἀπόθεσε πλέον τὴ λύπη, Μητέρα, καὶ πορέψου μὲ χαρά, μιᾶς κι Ἐγὼ γι᾿ αὐτὸ ποὺ κατέβηκα τώρα βιάζομαι  νὰ ἐκτελέσω τοῦ Πατέρα τὴν ἀπόφασι. Ἀφοῦ αὐτὸ ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ εἴχαμε ἀποφασίσει ἐγὼ καὶ ὁ Πατέρας μου καὶ ποτὲ δὲν ἀπαρνηθῆκε τὸ πνεῦμα μου ἄνθρωπος νὰ γίνω καὶ νὰ πάθω γιὰ τὸν ἀποπλανημένο. 

Λοιπόν, τρέξε, Μητέρα, καὶ μήνυσε σ᾿ ὅλους  πῶς: «Μὲ τὸ Πάθος χτυπάει τὸν Ἅδη, τοῦ Ἀδὰμ τὸν ἐχθρὸ καὶ σὰν νικήσῃ ἔρχεται ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».

                                                                      ιε´  

«Νικῶμαι, ὦ τέκνον, νικῶμαι τῷ πόθῳ καί οὐ στέγω ἀληθῶς, ἵν᾿ ἐγὼ μὲν ἐν θαλάμῳ, σὺ δ᾿ ἐν ξύλῳ, καὶ ἑγὼ μὲν ἐν οἰκίᾳ, σὺ δ᾿ ἐν μνημείῳ, ἄφες οὖν συνέλθω, θεραπεύει γὰρ ἑμὲ τὸ θεωρεῖν σε, κατιδῷ τὴν τολμᾶν τῶν τιμώντων τὸν Μωσῆν, 

αὐτὸν γὰρ ὡς δῆθεν ἐκδικοῦντες οἱ τυφλοὶ κτείναι σὲ ᾖλθον. Μωσῆς δὲ τοιοῦτο τῷ Ἰσραὴλ εἶπεν ὅτι, «μέλλεις βλέπειν ἐπὶ ξύλου τὴν ζωήν» ἡ ζωὴ δέ τίς ἐστιν; ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                                       ιε´      

«Νικιέμαι, Παιδί μου, ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη νικιέμαι  καὶ στ᾿ ἀλήθεια δὲν ἀντέχω, ἐγὼ νὰ βρίσκομαι στὸ σπίτι καὶ Σὺ ἀπάνω στὸ Σταυρό, ἐγὼ μέσα στὸ οἴκημα κι Ἐσὺ μέσα στὸ Μνῆμα. Ασε μὲ τὸ λοιπὸν κοντά Σου. Μοῦ κάνει πράγματι καλὸ τὸ νὰ Σὲ βλέπω. 

Νὰ δῶ τὸ τόλμημα αὐτῶν, ποὺ τιμοῦν τὸν Μωυσῆ, μιᾶς καὶ μὲ πρόσχημα πὼς αὐτὸν ὑποστηρίζουν ἔρχονται  οἱ τυφλοὶ Ἐσένα νὰ φονέψουν. Κι αὐτὸ ὁ Μωυσῆς γιὰ τοὺς Ἑβραίους τὸ προφήτεψε πῶς «κάποτε θὰ δεῖτε τὴ Ζωὴ πάνω στὸ Ξύλο». Καὶ ποιὸς εἶναι ἡ Ζωή; Ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».           

                                                                 ιστ´  

«Οὐκοῦν εἰ συνέρχει, μὴ κλαύσῃς, ὦ μῆτερ, μηδὲ πάλιν πτοηθῇς, ἐὰν ἴδῃς σαλευθέντα τὰ στοιχεῖα, τὸ γὰρ τόλμημα δονεῖ πᾶσαν τὴν κτίσιν, πόλος ἐκτυφλοῦται καὶ οὐκ ἀνοίγει ὀφθαλμόν, ἕως ἂν εἴπω, ἡ γῆ σὺν θαλάσσῃ τότε σπεύσουσι φυγεῖν,

 ναὸς τὸν χιτῶνα ῥήξει τότε κατὰ τῶν ταῦτα τολμώντων, τὰ ὄρη δονοῦνται, οἱ τάφοι κενοῦνται, ὅταν ἴδῃς ταῦτα, ἐὰν πτήξης ὡς γυνή, κράξον πρὸς μέ, «φεῖσαί μου, ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                               ιστ´ 

Λοιπόν, ἂν μείνης μαζί μου, μὴν κλάψης, Μητέρα, οὔτε καὶ νὰ φοβηθῇς, ἂν ἰδῆς νὰ σαλεύουν τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου, γιατὶ τοῦτο τὸ τόλμημα συγκλονίζει τὴν πλάσι. Χάνει τὸ φῶς ὁ οὐρανὸς καὶ δὲν ἀνοίγει μάτι μέχρι νὰ τοῦ πῶ. 

Ἡ γῆ καὶ ἡ θάλασσα τότε θὰ τρέξουν νὰ φύγουν. Τότε ὁ Ναὸς τὸ καταπέτασμα θὰ σχίσει γιὰ ἐκείνους ποὺ αὐτὰ τολμοῦν. Τὰ ὄρη τραντάζονται, οἱ τάφοι ἀδειάζουν. Ὅταν ἐτοῦτα ἀντικρίσῃς, ἂν σὰν γυναῖκα φοβηθῆς, κρᾶξε σὲ μένα: «Γλύτωσέ με, Σύ, ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».  

                                                              ιζ´

Υἱὲ τῆς παρθένου, θεὲ τῆς παρθένου καὶ τοῦ κόσμου ποιητά, σὸν τὸ πάθος, σὸν τὸ βάθος τῆς σοφίας, σὺ ἐπίστασαι ὁ ἧς καὶ ὁ ἐγένου, σὺ παθεῖν θελήσας κατηξίωσας ἐλθεῖν ἀνθρώπους σῶσαι, σὺ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἦρας ὡς ἀμνός,

σὺ ταύτας νεκρώσας τῇ σφαγῇ σου, ὁ σωτήρ, ἔσωσας πάντας, σὺ εἶ ἐν τῷ πάσχειν καὶ ἐν τῷ μὴ πάσχειν, σὺ εἶ θνῄσκων, σῴζων, σὺ παρέσχες τῇ σεμνῇ  παρρησίαν κράζειν σοι, «Ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                               ιζ´

 Υἱὲ τῆς Παρθένου, Θεὲ τῆς Παρθένου  καὶ Δημιουργὲ τοῦ κόσμου, δικό Σου τὸ Πάθος καὶ τὸ βάθος τῆς σοφίας. Ἐσὺ ξέρεις αὐτὸ ποὺ ἤσουν κι αὐτὸ ποὺ ἔγινες. Ἐσὺ τὸ θέλησες νὰ πάθῃς καὶ καταδέχθηκες νἀρθῆς νὰ σώσῃς τοὺς ἀνθρώπους.

Σὺ τὰ δικά μας κρίματα ὡσὰν Ἀρνὶ ἐσήκωσες. Ἐσὺ αὐτὰ θανάτωσες μὲ τὴ σφαγή Σου, Λυτρωτῆ, καὶ ὅλους ἐλευθέρωσες.  Εἶσαι ὁ ἴδιος καὶ ὅταν πάσχῃς καὶ ὅταν δὲν πάσχῃς. 

Ἐσύ ῾σαι ποὺ πεθαίνεις καὶ σῴζεις. Ἐσὺ ἔδωκες στὴ Σεμνὴ τὸ θάρρος νὰ σοῦ φωνάζει: «Ὦ Υἱὲ καὶ Θεέ μου».

« Εἰρήνην τὴν ἐµὴν δίδωµι ὑµῖν »

30 Απριλίου, 2024

Fr Lev Gillet

images[2]

Ὁ Λυτρωτὴς δίνει τὴν εἰρήνη του στούς µαθητὲς του τή στιγµή πού πρόκειται νά µπῆ στήν περιοχή τοῦ Πάθους του.

Ἔχοντας µπροστὰ του τὴν τροµακτικὴ ὀδύνη τοῦ Σταυροῦ καὶ τὸν ἄµεσο θάνατο µιλάει γιά τὴν εἰρήνη του καὶ µεταγγίζει τὴν εἰρήνη του.

Ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς, σ’ αὐτὴν ἀκριβῶς τή στιγµή παραµένει ὁ κύριος τῆς εἰρήνης, ἡ δύναµή της δέν θὰ ἐγκαταλείψη τὸ µαθητή στίς µικρότερες θύελλες πού θ’ ἀντιµετώπιση.

«Ἐγὼ δὲ λέγω µὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ» (Ματθ. 5, 39). Λόγος σκανδαλώδης καὶ πολὺ παράξενος στά µάτια τῶν ἀνθρώπων — τῶν ἀνθρώπων γενικὰ κι ὄχι µόνο τῶν ἀπίστων.

Τὸ ἀριστερὸ µάγουλο πού πρέπει νά στρέψωµε σ’ αὐτόν πού µᾶς ἐρράπισε τὸ δεξιό.

Τὸ ἱµάτιο πού πρέπει ν’ ἀφήσουµε σ’ αὐτόν πού µᾶς πῆρε καὶ τὸ χιτώνα. Τὰ δύο µίλια πού πρέπει νά περιπατήσουµε µ’ ἐκεῖνον πού µᾶς ἀγγάρεψε ἕνα µίλι. Ἡ εὐλογία πού πρέπει νά δώσουµε στόν ἄλλο πού µᾶς καταράσθηκε.

Τὶ ὑποδοχὴ βρίσκουν οἱ ἐντολὲς αὐτὲς µεταξὺ ἐκείνων πού θὰ ἔπρεπε πρῶτοι νά τὶς δεχθοῦν καί νά τὶς καταλάβουν;

Ἡ ὁδὸς τῆς ἀγάπης τοῦ ἐχθροῦ, τόσο στό πεδίο τῆς διεθνοῦς, ὅσο καὶ στό ἐπίπεδο τῆς προσωπικῆς ζωῆς, ἔχει ἄραγε ἐπαρκῶς ἐξερευνηθῆ;

«Οὐκ οἴδατε ποίου πνεύµατος ἐστε…» (Λουκ. 9, 55).

Εὐαγγελικὴ «µή-ἀντιστάση».

Ἡ ἐκλογὴ δέν ἔγκειται στό νά διαλέξουµε µεταξὺ τοῦ νά πολεµήσουµε καὶ νά µὴν πολεµήσουµε.

Ἀλλὰ µεταξὺ τοῦ νά πολεµήσουµε καὶ τοῦ νά ὑποφέρουµε καὶ διὰ τοῦ πόνου νά νικήσουµε.

Οἱ µάχες δηµιουργοῦν τὶς φαινοµενικὲς νίκες, ποὺ δέν εἶναι παρὰ αὐταπάτη καὶ µαταιότης, ἐφόσον ὑψίστη πραγµατικότης εἶναι ὁ Ἰησοῦς.

Ὁ πόνος τοῦ µὴ ἀντισταµένου ἀναγγέλλει καὶ τονίζει αὐτὴν τὴν ὑπέρτατη πραγµατικότητα τοῦ Ἰησοῦ. Τέτοια εἶναι ἡ πραγµατικὴ νίκη. «Ἱκανόν ἐστι» (Λουκ. 22, 38), λέει ὁ Ἰησοῦς, ὅταν οἱ µαθηταὶ του τοῦ παρουσιάζουν δύο µάχαιρες.

Οἱ µαθηταὶ δέν εἶχαν καταλάβει τὸ νόηµα ἐκείνης τῆς ἄλλης φράσεως: «ὁ µὴ ἔχων (βαλάντιον) πωλησάτω τὸ ἱµάτιον αὐτοῦ καὶ ἀγορασάτω µάχαιραν» (Λουκ. 22, 36).

Ὁ Ἰησοῦς εἶχε θελήσει νά πῆ: Ὑπάρχουν ἐποχές πού πρέπει νά θυσιάσουµε ἀκόµη κι αὐτό πού φαίνεται τελείως ἀναγκαῖο.

Γιά νά µπορέσουµε ἔτσι νά συγκεντρώσουµε τὴν ἐπαγρύπνησή µας στίς ἐφόδους τοῦ κακοῦ. Μὰ τόσο ἡ ἐπίθεση, ὅσο καὶ ἡ ὑπεράσπιση ἀνήκουν στόν κόσµο τοῦ πνεύµατος.

Ὁ Ἰησοῦς προχωρεῖ µπροστὰ πρὸς συνάντηση τῆς σπείρας πού ἐρχόταν νά τὸν συλλάβη «µετὰ φανῶν καὶ λαµπάδων καὶ ὅπλων» (Ἰωαν. 18, 3). Προχωρεῖ ἐλεύθερα, αὐθόρµητα πρὸς τὸ Πάθος του.

Ὁ Ἰησοῦς θεραπεύει τὸ δοῦλο τοῦ ὁποίου ὁ Πέτρος εἶχε ἀποκόψει τὸ ἕνα αὐτί. Ὄχι µόνο δέν θέλει νά τὸν ὑπερασπισθοῦν οἱ µαθηταὶ του χρησιµοποιώντας βία — «ἐᾶτε ἕως τούτου» (Λουκ. 22, 51) λέει — ἀλλά καὶ θεραπεύει τὸ κακό πού εἶχε προκαλέσει ἡ µάχαιρα τοῦ Πέτρου.

Εἶναι τὸ µόνο θαῦµα πού ἐνήργησε ὁ Ἰησοῦς κατὰ τή διάρκεια τοῦ Πάθους του.

Ἡ µή ἀντιστάση, τῆς ὁποίας ὁ Ἰησοῦς δίνει τὸ παράδειγµα, δέν εἶναι ἀποδοχὴ τοῦ κακοῦ ἤ καθαρή παθητικότης. Εἶναι θετικὴ ἀντίδραση.

Ἀπάντηση τὴν ὁποία ἡ ἀγάπη, αὐτὴ ἡ ἀγάπη πού ἐνσαρκώνει ὁ Ἰησοῦς, ἀντιθέτει τίς ἐπιθέσεις τῶν κακῶν. Ὡς ἄµεσο ἀποτέλεσµα φαίνεται ἡ νίκη τοῦ κακοῦ.

Μὰ στή µακρὰ συνέχεια ἡ δύναµη τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ πιὸ ἰσχυρή. Ἡ ἀνάσταση ἀκολούθησε τὸ Πάθος. Ἡ µή-ἀντιστάση τῶν µαρτύρων ἔκαµψε καὶ σαγήνευσε τοὺς διῶκτες.

Τὸ αἷµα πού χύθηκε ἐξασφάλισε τή διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου. Εἰρηνιστικὴ κινήση ἀδύναµη καὶ γεµάτη ἀοριστία; Ὄχι! Φλόγα πού καίει καὶ νικᾶ.

Ἐὰν ὁ Ἰησοῦς στή Γεσθηµανῆ εἶχε ζητήσει ἀπὸ τὸν Πατέρα τή βοήθεια δώδεκα λεγεώνων ἀγγέλων, δέν θὰ ὑπῆρχε οὔτε Πάσχα οὔτε Πεντηκοστή.

Ἀπό τό βιβλίο:  «Ἰησοῦς», ἐκδ. Δόμος

Ἀπό τήν Μ.Δευτέρα μέχρι καί τήν Μ.Τετάρτη

29 Απριλίου, 2024

Πρωτ. Αλεξάνδρου Σμέμαν

_1_~4

Αὐτὲς οἱ τρεῖς ἡμέρες, τὶς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία ὀνομάζει Μεγάλες καὶ Ἅγιες, ἔχουν, μέσα στὸ λειτουργικὸ κύκλο τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, ἕναν καθοριστικὸ σκοπό.

Τοποθετοῦν ὅλες τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες στὴν προοπτική του Τέλους· μᾶς ὑπενθυμίζουν τὸ ἐσχατολογικὸ νόημα τοῦ Πάσχα. Συχνὰ ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα χαρακτηρίζεται σὰν περίοδος γεμάτη μὲ «ὡραιότατες παραδόσεις» καὶ «ἔθιμα», σὰν ξεχωριστὸ τμῆμα τοῦ ἑορτολογίου μας.

Τὰ ζοῦμε ὅλα αὐτὰ ἀπὸ τὴν παιδική μας ἡλικία σὰν ἕνα ἐλπιδοφόρο γεγονὸς ποὺ γιορτάζουμε κάθε χρόνο, θαυμάζουμε τὴν ὀμορφιὰ τῶν ἀκολουθιῶν, τὶς ἐπιβλητικὲς πομπὲς καὶ προσβλέπουμε μὲ κάποια ἀνυπομονησία στὸ Πασχαλινὸ τραπέζι… Καὶ ὑστέρα, ὅταν ὅλα αὐτὰ τελειώσουν, ξαναρχίζουμε τὴν κανονική μας ζωή.

Ἀλλὰ ἄραγε καταλαβαίνουμε πὼς ὅταν ὁ κόσμος ἀρνήθηκε τὸν Σωτήρα του, ὅταν ὁ Ἰησοῦς «ἤρξατο ἀδημονεῖν» καὶ ἔλεγε: «περίλυπος ἐστὶν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου», καὶ ὅταν πέθανε στὸ Σταυρό, τότε ἡ «κανονικὴ ζωὴ» σταμάτησε;

Δὲν εἶναι πιὰ δυνατὸν νὰ ὑπάρξει «κανονικὴ ζωὴ» γιατί ἀκριβῶς αὐτοὶ ποὺ φώναζαν «Σταὺρωσον Αὐτόν!», αὐτοὶ ποὺ Τὸν ἔφτυναν καὶ Τὸν κάρφωναν στὸ Σταυρὸ ἦταν… «κανονικοὶ ἄνθρωποι». Τὸν μισοῦσαν καὶ Τὸν σκότωσαν ἀκριβῶς γιατί τοὺς τάραξε, τοὺς χάλασε τὴν «κανονικὴ» ζωή τους. Καὶ ἦταν πραγματικὰ ἕνας τέλεια «κανονικὸς» κόσμος αὐτὸς ποὺ προτίμησε τὸ σκοτάδι καὶ τὸ θάνατο ἀπὸ τὸ φῶς καὶ τὴ ζωή…

Μὲ τὸ θάνατο ὅμως τοῦ Χριστοῦ ὁ «κανονικὸς» κόσμος καὶ ἡ «κανονικὴ» ζωὴ καταδικάστηκαν ἀμετάκλητα. Ἢ μᾶλλον, θὰ λέγαμε ὅτι ἀποκαλύφθηκε ἡ ἀληθινή, ἡ ἀνώμαλη φύση τους, ἡ ἀνικανότητά τους νὰ δεχθοῦν τὸ Φῶς· ἀποκαλύφθηκε ἡ τρομερὴ δύναμη τοῦ κακοῦ μέσα τους. «Νῦν κρίσις ἐστὶν τοῦ κόσμου τούτου· νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω» (Ἰω. 12, 31).

Τὸ Πάσχα σημαίνει τὸ τέλος «αὐτοῦ τοῦ κόσμου». Μὲ τὸν Θάνατο καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ συντελέστηκε αὐτὸ τὸ τέλος, ποὺ μπορεῖ νὰ διαρκέσει ἑκατοντάδες αἰῶνες, χωρὶς νὰ ἀλλοιώνει τὴ φύση τοῦ χρόνου τὸν ὁποῖο ζοῦμε σὰν «ἔσχατο καιρό». «Καὶ οἱ χρώμενοι τῷ κόσμῳ τούτῳ ὡς μὴ καταχρώμενοι· παράγει γὰρ τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου» (Α’ Κορ. 7, 31).

Ἡ λέξη Πάσχα σημαίνει πέρασμα, διάβαση. Ἡ γιορτὴ τῆς Διάβασης (Πάσχα) ἦταν γιὰ τοὺς Ἑβραίους ἡ ἐτήσια ἀνάμνηση ὅλης τῆς ἱστορίας τῆς σωτηρίας τους  τῆς σωτηρίας σὰν πέρασμα ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῶν Αἰγυπτίων στὴν ἐλευθερία, ἀπὸ τὴν ἐξορία στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας.

Ἦταν ἐπίσης ἡ προσδοκία τῆς τελικῆς διάβασης στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἔγινε ἡ ἐκπλήρωση αὐτοῦ τοῦ Πάσχα, ἔγινε τὸ Πέρασμα. Αὐτὸς πραγματοποίησε τὴν τελικὴ διάβαση ἀπὸ τὸ θάνατο στὴ ζωὴ ἀπὸ τοῦτο τὸν «παλαιὸ κόσμο» στὸν «καινὸ κόσμο», στὸν «καινὸ χρόνο» τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Χριστὸς ἔδωσε καὶ σὲ μᾶς τὴ δυνατότητα γιὰ μία τέτοια διάβαση. Ζώντας «ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ» μποροῦμε ταυτόχρονα νὰ μὴν εἴμαστε «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», δηλαδὴ νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ στὸ θάνατο καὶ τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ συμμετέχουμε στὸν «ἐπερχόμενο αἰώνα». Γιὰ νὰ γίνει αὐτὸ θὰ πρέπει καὶ ἐμεῖς ἐπίσης νὰ πραγματοποιήσουμε τὴ δική μας, τὴν προσωπικὴ διάβαση· νὰ καταδικάσουμε τὸν παλαιὸ Ἀδὰμ μέσα μας, νὰ «ἐνδυθοῦμε» τὸν Χριστὸ -αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ γίνεται στὸ βάπτισμα μὲ τὴν τριπλῆ κατάδυση καὶ ποὺ εἶναι σύμβολο θανάτου- καὶ νὰ ζήσουμε τὴν ἀληθινὴ ζωὴ ἐν Θεῷ…

Μόνον ἔτσι τὸ Πάσχα δὲν γίνεται μία ἐτήσια ἀνάμνηση -ἱεροπρεπὴς καὶ ὡραία- γεγονότων τοῦ παρελθόντος. Ἀλλὰ εἶναι τὸ γεγονὸς ποὺ μᾶς προσφέρθηκε καὶ ἀποτελεσματικά μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ παρὼν κόσμος μας, ὁ χρόνος μας, ἡ ζωὴ μας ἔφτασαν στὸ Τέλος τους καὶ ταυτόχρονα μᾶς ἀναγγέλλει τὴν Ἀρχὴ τῆς νέας ζωῆς…

Οἱ τρεῖς, λοιπόν, πρῶτες ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας ἔχουν σὰν σκοπὸ νὰ μᾶς παρουσιάσουν, σὰν πρόκληση, αὐτὸ τὸ ἐσχατολογικὸ νόημα τοῦ Πάσχα καὶ νὰ μᾶς προετοιμάσουν νὰ τὸ καταλάβουμε καὶ νὰ τὸ ἀποδεχτοῦμε.

  1. Ἡ ἐσχατολογικὴ αὐτὴ πρόκληση ἀποκαλύπτεται πρῶτα-πρῶτα μὲ τὸ κοινὸ καὶ γιὰ τὶς τρεῖς ἡμέρες, τροπάριο: «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέςῳ τῆς νυκτὸς καὶ μακάριος ὁ δοῦλος, ὅν εὑρήσει γρηγοροῦντα ἀνάξιος δὲ πάλιν, ὅν εὑρήσει ραθυμοῦντα. Βλέπε οὖν ψυχή μου, μὴ τῷ ὕπνῳ κατενεχθῆς, ἵνα μὴ τῷ θανάτῳ παραδοθῆς, καὶ τῆς Βασιλείας ἔξω κλεισθῆς· ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα· Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ὁ θεὸς διὰ τῆς Θεοτόκου, ἐλέησον ἡμᾶς» Τὸ «μέσον τῆς νυκτὸς» (μεσονύκτιο) εἶναι ἡ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ἡ ἡμέρα φτάνει στὸ τέλος της καὶ μία νέα ἡμέρα ἀρχίζει. Ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ τὸ μεσονύκτιο γίνεται τὸ σύμβολο τοῦ χρόνου στὸν ὁποῖο ζοῦμε σὰν χριστιανοί. Γιατί ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ ζεῖ μέσα σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο συμμετέχοντας στὶς ἀδυναμίες του καὶ σ’ ὅλες τὶς τραγωδίες.
  2. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ἡ ἀληθινή της ὕπαρξη δὲν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», γιατί εἶναι ἡ Νύμφη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀποστολὴ της εἶναι νὰ ἀναγγείλει καὶ νὰ ἀποκαλύψει τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν «καινὴ ἡμέρα». Ἡ ζωὴ της εἶναι μία αἰώνια ἀναμονή, μία συνεχὴς καὶ ἄγρυπνη προσδοκία αὐτῆς τῆς νέας Ἡμέρας…

Ἀλλὰ ἐμεῖς ξέρουμε πολὺ καλὰ πόσο ἰσχυρὸς εἶναι ὁ δεσμός μας μὲ τὴν «παλαιὰ ἡμέρα», μὲ τὸν κόσμο, μὲ τὰ πάθη του καὶ τὶς ἁμαρτίες. Ξέρουμε πόσο βαθιὰ ἀκόμα ἀνήκουμε στὸν «κόσμο τοῦτο». Εἴδαμε τὸ φῶς, γνωρίσαμε τὸν Χριστό, ἀκούσαμε γιὰ τὴν εἰρήνη, τὴ χαρά, τὴ νέα «ἐν Χριστῷ ζωὴ» καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ κόσμος μᾶς κρατάει σκλάβους του.

Αὐτὴ ἡ ἀδυναμία, αὐτὴ ἡ συνεχὴς προδοσία τοῦ Χριστοῦ, αὐτὴ ἡ ἀνικανότητα νὰ δώσουμε ὁλόκληρη τὴν ἀγάπη μας στὸ μόνο πραγματικὸ ἀντικείμενο ἀγάπης, ἐκφράζονται τέλεια στὸ ἐξαποστειλάριο τῶν τριῶν αὐτῶν ἡμερῶν: «Τὸν νυμφῶνά σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω, ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς, Φωτοδότα καὶ σῶσον με»

  1. Τὸ ἴδιο θέμα παρουσιάζεται στὰ Εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα αὐτῶν τῶν ἡμερῶν. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα ὁλόκληρο τὸ κείμενο τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων (ὡς τὸ Ἰω. 13, 31) διαβάζεται στὶς Ὧρες (πρώτη, τρίτη, ἕκτη καὶ ἐννάτη). Αὐτὴ ἡ ἀνακεφαλαίωση δείχνει ὅτι ὁ Σταυρὸς εἶναι ἡ ὁλοκλήρωση τῆς ζωῆς καὶ τῆς διακονίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δίνει τὸ κλειδὶ γιὰ τὴ βαθύτερη κατανόηση αὐτῆς τῆς ζωῆς. Καθετὶ στὸ Εὐαγγέλιο ὁδηγεῖ σ’ αὐτὴ τὴν ἔσχατη ὥρα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ὅλα γίνονται κατανοητὰ μέσα σ’ αὐτὸ τὸ φῶς. Γι’ αὐτὸ κάθε ἀκολουθία αὐτῶν τῶν ἡμερῶν ἔχει εἰδικὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα:

Μεγάλη Δευτέρα:

Στὸν Ὄρθρο διαβάζεται ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου (21, 18- 43) ἡ ἱστορία τῆς «ξηρανθείσης συκῆς». Ἡ συκιὰ ἐδῶ εἶναι τὸ σύμβολο τοῦ κόσμου ποὺ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ φέρει πνευματικοὺς καρποὺς καὶ ἀπέτυχε ν’ ἀνταποκριθεῖ στὸ Δημιουργό του. Στὴν Ἀκολουθία τῶν Προηγιασμένων Δώρων διαβάζονται ἀπὸ τὸ 24ο κεφάλαιο τοῦ Ματθαίου οἱ στίχοι 3-35 οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται στὰ σημεῖα τῆς ἔλευσης τοῦ Κυρίου καὶ τῆς συντέλειας τοῦ κόσμου.

Εἶναι μία ἐσχατολογικὴ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴν ἐρώτηση τῶν μαθητῶν Του, καὶ προαναγγέλλει τὸ Τέλος, τὰ Ἔσχατα. «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι…».

Μεγάλη Τρίτη:

Στὸν Ὄρθρο διαβάζεται ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου (22, 15-23,39) ἡ καταδίκη τῶν Φαρισαίων. Τὰ πολλὰ «οὐαὶ» γιὰ τὴν τυφλὴ καὶ ὑποκριτικὴ θρησκεία αὐτῶν oἱ ὁποῖοι νομίζουν ὅτι εἶναι ἀρχηγοὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ἀλλὰ στὴν οὐσία «κλείουν τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων…».

Στὴν Ἀκολουθία τῶν Προηγιασμένων Δώρων συνεχίζεται ἡ ἀνάγνωση ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου στὰ κεφάλαια 24 (36) 25 καὶ 26 (2). Καὶ ἐδῶ πάλι γίνεται λόγος γιὰ τὰ Ἔσχατα, γιὰ τὸ Τέλος. Γι’ αὐτὸ μιλοῦν καὶ οἱ παραβολὲς ποὺ χαρακτηρίζονται «παραβολὲς τῶν Ἐσχάτων».

Εἶναι ἡ παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων. «Πέντε ἐξ αὐτῶν ἦσαν φρόνιμοι» καὶ εἶχαν πάρει μαζὶ μὲ τὶς λαμπάδες τους καὶ ἀρκετὸ λάδι, «πέντε ἦσαν μωραί», οἱ λαμπάδες τους ἔσβυσαν καὶ δὲν ἔγιναν δεκτὲς στὸ γαμήλιο δεῖπνο. Ἡ ἄλλη παραβολὴ εἶναι τῶν ταλάντων.

Δὲν χρησιμοποιοῦνται τὰ τάλαντα ποὺ ἔδωσε στὸν καθένα ὁ Κύριος. «…Γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥραν ἐν ᾗ ὁ Υἱὸς τοῦ ἄνθρωπου ἔρχεται». Καὶ τέλος διαβάζουμε γιὰ τὴν ἡμέρα τῆς μέλλουσας κρίσης.

Μεγάλη Τετάρτη:

Στὸν Ὄρθρο τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα εἶναι ἀπὸ τὸν Ἰωάννη (12, 17-50). Ἀναφέρεται σ’ αὐτοὺς ποὺ ἀρνήθηκαν τὸν Χριστὸ καὶ κάνει τὴν ἐσχατολογικὴ προειδοποίηση: «Νῦν κρίσις ἐστι τοῦ κόσμου… Ὁ ἀθετῶν ἐμὲ καὶ μὴ λαμβάνων τὰ ρήματά μου, ἔχει τὸν κρίνοντα αὐτὸν· ὁ λόγος ὅν ἐλάλησα, ἐκεῖνος κρίνει αὐτὸν ἐν τὴ ἐσχάτη ἡμέρα».

Στὴν Ἀκολουθία τῶν Προηγιασμένων Δώρων διαβάζεται στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου (26, 6-16) ἡ ἱστορία τῆς γυναίκας ποὺ μὲ πολύτιμα μύρα ἔλουσε τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ ἡ γυναίκα μὲ τούτη τὴν πράξη της εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς μετάνοιας, μοναδικὰ μέσα γιὰ τὴν ἕνωσή μας μὲ τὸν Χριστό.

3. Τὰ Εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα βρίσκουν τέλεια ἑρμηνεία καὶ ἀνάπτυξη στὴν ὑμνολογία αὐτῶν τῶν ἡμερῶν. Τὰ στιχηρὰ καὶ τὰ τριώδια (σύντομοι κανόνες ἀπὸ τρεῖς ὠδὲς ποὺ ψάλλονται στὸν Ὄρθρο) ἀναλύουν τὰ Εὐαγγελικὰ νοήματα.

Μία προειδοποίηση, προτροπὴ διατρέχει ὅλους αὐτοὺς τοὺς ὕμνους: τὸ τέλος, ἡ κρίση ἔρχεται… ἂς προετοιμαστοῦμε ἀνάλογα…

«Ἐρχόμενος ὁ Κύριος πρὸς τὸ ἑκούσιον Πάθος, τοῖς ἀποστόλοις ἔλεγεν ἐν τὴ ὁδῷ· ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα, καὶ παραδοθήσεται ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, καθὼς γέγραπται περὶ αὐτοῦ. Δεῦτε οὖν καὶ ἡμεῖς κεκαθαρμέναις διανοίαις, συμπορευθῶμεν αὐτῷ καὶ συσταυρωθῶμεν καὶ νεκρωθῶμεν δι’ αὐτὸν ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς· ἴνα καὶ συζήσωμεν αὐτῷ καὶ ἀκούσωμεν βοῶντος αὐτοῦ· Οὐκέτι εἰς τὴν ἐπίγειον Ἱερουσαλήμ, διὰ τὸ παθεῖν, ἀλλὰ ἀναβαίνω πρὸς τὸν Πατέρα μου καὶ Πατέρα ὑμῶν, καὶ Θεόν μου, καὶ Θεὸν ὑμῶν. Καὶ συνανυψῶ ὑμᾶς εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἐν τῇ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν» (Στιχηρὸ ἀπὸ τοὺς Αἴνους τοῦ Ὄρθρου τῆς Μεγάλης Δευτέρας).

«Ἰδοὺ σοὶ τὸ τάλαντον ὁ Δεσπότης ἐμπιστεύει, ψυχή μου· φόβῳ δέξαι τὸ χάρισμα, δάνεισαι τῷ δεδωκότι, διάδος πτωχοῖς καὶ κτῆσαι φίλον τὸν Κύριον, ἵνα στῆς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, ὅταν ἔλθη ἐν δόξη καὶ ἀκούσης μακαρίας φωνῆς·

Εἴσελθε δοῦλε, εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου. Αὐτῆς ἀξίωσόν με, Σωτήρ, τὸν πλανηθέντα, διὰ τὸ μέγα σου ἔλεος» (Δοξαστικὸ τῶν Αἴνων στὸν Ὄρθρο τῆς Μεγάλης Τρίτης).

4. Στὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς τὰ δύο βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ποὺ διαβάζονται στοὺς Ἑσπερινοὺς εἶναι ἡ Γένεση καὶ οἱ Παροιμίες.

Μὲ τὴν ἀρχὴ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας ἀντὶ γι’ αὐτὰ ἔχουμε τὰ βιβλία «Ἔξοδος» καὶ «Ἰώβ», πάλι ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἡ Ἔξοδος εἶναι ἡ ἱστορία τῆς σωτηρίας τοῦ Ἰσραήλ, τῆς ἐλευθερίας του ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῶν Αἰγυπτίων, ἡ ἱστορία δηλαδὴ τῆς Διάβασης τῶν Ἑβραίων.

Αὐτὴ ἡ ἱστορία προετοιμάζει καὶ μᾶς νὰ κατανοήσουμε τὴν ἔξοδο τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν Πατέρα Του, τὴν ὁλοκλήρωση δηλαδὴ τοῦ ἔργου τῆς σωτηρίας μας. Ὁ Ἰώβ, ὁ πολύπαθος, εἶναι ἡ προεικόνιση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη.

Αὐτὰ τὰ ἀναγνώσματα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἰὼβ προαναγγέλλουν τὸ μεγάλο μυστήριο τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου, τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς θυσίας Του.

5. Ἡ λειτουργικὴ πορεία αὐτῶν τῶν ἡμερῶν ἔχει ἀκόμα τὸ ρυθμὸ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Λέγεται ἀκόμα ἡ προσευχὴ τοῦ Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου,

(«Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας, μὴ μοὶ δῶς. Πνεῦμα δὲ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ. Ναὶ Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμά πταίσματα, καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου· ὅτι εὐλογητὸς εἶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμὴν»)

καὶ γίνονται οἱ ἀνάλογες μετάνοιες.

Ἐπίσης ἔχουμε ἐκτεταμένα ἀναγνώσματα ἀπὸ τὸ Ψαλτήρι καὶ βέβαια κάθε πρωὶ τὴν Ἀκολουθία τῶν Προηγιασμὲνων Δώρων, μὲ τοὺς ὕμνους τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς.

Βρισκόμαστε ἀκόμα στὴν περίοδο τῆς μετανοίας, γιατί μόνο ἡ μετάνοια μᾶς ἐξασφαλίζει τὴ συμμετοχή μας στὸ Πάσχα τοῦ Κυρίου μας καὶ μᾶς ἀνοίγει τὶς θύρες στὸ Πασχάλιο δεῖπνο.

Τελικὰ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Τετάρτη ὅταν ἡ τελευταία πιὰ Ἀκολουθία τῶν Προηγιασμένων Δώρων φτάνει στὸ τέλος, ἀφοῦ τὰ Τίμια Δῶρα ἔχουν μεταφερθεῖ ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, ὁ ἱερέας λέει, γιὰ τελευταία φορά, τὴν προσευχὴ τοῦ Ἁγίου Ἐφραίμ.

Σ’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ σημεῖο ἡ προετοιμασία φτάνει στὸ τέλος. Ὁ Κύριος μᾶς καλεῖ τώρα στὸ τελευταῖο Του δεῖπνο.

Ἀπό τό βιβλίο: Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ,

Ἔκδ. Ἀκρίτας

ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ

29 Απριλίου, 2024

Ἀπόστιχα ἰδιόμελα.

 «Δεῦτε, πιστοί, ἐπεργασώμεθα προθύμως τῷ Δεσπότῃ· νέμει γάρ τοῖς δούλοις τόν πλοῦτον καί ἀναλόγως ἕκαστος, πολυπλασιάσωμεν τό τῆς χάριτος τάλαντον· ὁ μέν σοφίαν κομιείτω δι᾽ ἔργων ἀγαθῶν·

ὁ δέ λειτουργίαν λαμπρότητος ἐπιτελείτω· κοινωνείτω δέ τοῦ λόγου πιστός τῷ ἀμυήτῳ καί σκορπιζέτω τόν πλοῦτον πένησιν ἄλλος·

οὕτω γάρ τό δάνειον πολυπλασιάσομεν καί ὡς οἰκονόμοι πιστοί τῆς χάριτος δεσποτικῆς χαρᾶς ἀξιωθῶμεν· αὐτῆς ἡμᾶς καταξίωσον, Χριστέ ὁ Θεός, ὡς φιλάνθρωπος».

Ἐλᾶτε, πιστοί, νά δουλέψουμε πρόθυμα στό Δεσπότη·

διότι μοιράζει ἀπό ἀγαθότητα τόν πλοῦτο στούς δούλους, καί ὁ καθένας ἀνάλογα μέ τίς δυνατότητές του ἄς πολλαπλασιάσουμε τό τάλαντον τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.

Ὁ ἕνας ἄς παρουσιάσει σοφία μέ ἔργα ἀγαθά, ὁ ἄλλος ἄς προσφέρει (στό σύνολο) ὑπηρεσίες λαμπρές· ὁ πιστός ἄς μεταδίδει τό θεῖο λόγο σ᾽ αὐτόν πού τόν ἀγνοεῖ καί ὁ ἄλλος ἄς σκορπίζει τόν ὑλικό πλοῦτο του στούς φτωχούς.

Διότι ἔτσι, ὡς πιστοί οἰκονόμοι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, θ᾽ ἀξιωθοῦμε νά λάβουμε τή δεσποτική θεία χαρά. Αὐτή ἀξίωσέ μας ν᾽ ἀποκτήσουμε, Χριστέ ὁ Θεός, ὡς φιλάνθρωπος.

Ἡ καλλιέργεια τῶν ταλάντων πού δίνει ὁ Θεός στούς ἀνθρώπους, γίνεται κατά πολλούς τρόπους ἀνάλογα μέ τήν προθυμία, τίς ἰδιαίτερες συνθῆκες καί τίς δυνατότητες πού διαθέτουν οἱ ἄνθρωποι. Ὅλοι δέν εἴμαστε τό ἴδιο.

Ὁ καθένας μας φέρει τή δική του ἀτομικότητα, τό δικό του χαρακτήρα, τίς δικές του δεξιοτεχνίες καί τίς ἰδιαίτερες κοινωνικές συνθῆκες, στίς ὁποῖες βρίσκεται καί λειτουργεῖ.

Τό ἰδιόμελο κάνει θαυμάσια τήν ἐξειδίκευση.

Τονίζει ποικίλες μορφές τοῦ ἔργου στό ὁποῖο οἱ πιστοί μποροῦν νά ἐκτελέσουν τό χρέος, ὡς οἰκονόμοι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, καί δέν εἶναι ἀνάγκη νά ἔχουν πάντοτε ἐμφανή χαρίσματα καί κλίσεις γιά νά εἶναι διάκονοι τοῦ Χριστοῦ, νά εἶναι λόγου χάρη διάσημοι θεολόγοι καί ἱεράρχες. Καί μέ τό λίγο πού διαθέτουν μποροῦν νά ὑπηρετήσουν τόν Κύριο.

Τό λίγο τό ἀποδέχεται ὁ Θεός, τό εὐλογεῖ καί τό πολλαπλασιάζει μέ τήν ἄφατη χρηστότητά του. Μπορεῖ κάποιος νά ἐκπέμπει σοφία πνευματική, μέ τή συνετή διαγωγή του καί τά ἐνάρετα ἔργα του διδάσκοντας τούς ἀνθρώπους νά δοξάζουν τό Θεό.

Ἄλλος πάλι μπορεῖ νά ὑπηρετήσει τό κοινωνικό σύνολο μέ τή φωτεινή δραστηριότητά του. Ἐνῶ ἄλλος μπορεῖ νά μεταδώσει τήν πίστη σ᾽ αὐτούς πού δέν τή γνωρίζουν, νά λέγει λόγια καλά καί ἐποικοδομητικά στό περιβάλλον του.

Τέλος διά τῆς ἐλεημοσύνης μπορεῖ ὁ πλούσιος πιστός νά ὑπηρετήσει τόν Κύριο, σκορπίζοντας τόν πλοῦτο του στούς ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ, αὐτούς πού δέν ἔχουν νά φᾶνε.

Ὅλοι οἱ δουλευτές τῆς ἀρετῆς εἶναι οἰκονόμοι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Εἶναι διαπιστευμένοι στήν ὑπηρεσία τοῦ Κυρίου. Τό ἀξίωμά τους εἶναι πολύ μεγάλο.

Σάν δοῦλοι τῆς χάριτος, ἔχουν ἀμοιβή ἀπό τή χάρη. Ὄχι βέβαια ὅτι δουλεύουν γιά τήν ἀνταμοιβή. Ἐπιτελοῦν ἐλεύθερα τό χρεός καί ἡ Χάρη ἀνταμείβει πλούσια τούς δουλευτές της.

Εἶναι δέ ἡ ἀνταμοιβή αὐτή ἡ δεσποτική χαρά, στήν ὁποία θά εἰσέλθουν ὅσοι δούλεψαν παραγωγικά τά τάλαντά τους, ἡ ἄυλη μακαριότητα στούς φωτεινούς κόλπους τῆς Ἁγίας Τριάδας, ἡ αἰώνια εὐφροσύνη στό νυμφώνα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτῆς ἀξιώσέ μας, Χριστέ, ὡς φιλάνθρωπος.

«Ὅταν ἔλθῃς ἐν δόξῃ μετ᾽ ἀγγελικῶν δυνάμεων καί καθίσῃς ἐν θρόνῳ, Ἰησοῦ, διακρίσεως, μή με, Ποιμήν ἀγαθέ, διαχωρίσῃς· ὁδούς δεξιάς γάρ οἶδας, διεστραμμέναι δέ εἰσίν αἱ εὐώνυμοι· μή οὖν ἐρίφοις με τόν τραχύν τῇ ἁμαρτίᾳ συναπολέσῃς, ἀλλά τοῖς ἐκ δεξιῶν συναριθμήσας προβάτοις, σῶσον με, ὡς φιλάνθρωπος».

Ὅταν ἔλθεις ἐνδόξως (κατά τή Δευτέρα Παρουσία) συνοδευόμενος ἀπό ἀγγελικές δυνάμεις καί καθίσεις σέ θρόνο κρίσεως, Ἰησοῦ, μή μέ διαχωρίσεις ἀπό κοντά σου, Ποιμήν ἀγαθέ· διότι γνωρίζες ὅτι εἶναι καλές οἱ δεξιές ὁδοί, ἐνῶ οἱ ἀριστερές εἶναι κακές καί διαστραμμένες.

Μή λοιπόν, καταστρέψεις μαζί μέ τά (πονηρά) ἐρίφια ἐμένα, πού ἡ ἁμαρτία μέ ἔχει κάνει σκληρό καί ἄγριο, ἀλλά ἀφοῦ μέ συναριθμήσεις μέ τά πρόβατα, πού βρίσκονται στά δεξιά σου, σῶσε με, ὡς φιλάνθρωπος.

Ἡ ὑπόθεση τῶν ταλάντων εἶναι συνδεδεμένη μέ τή μέλλουσα κρίση.

Τότε θά γίνει ἡ ὁριστική ἀνταπόδοση. Ὁ Χριστός θά ἔλθει στή γῆ μέ δύναμη καί λαμπρότητα, συνοδευόμενος ἀπό τά φωτεινά λειτουργικά του πνεύματα. Θά καθίσει πάνω σέ λαμπρό θρόνο καί θά διαχωρίσει τούς ἀνθρώπους, τούς ὁποίους θά κρίνει, σέ δύο ὁμάδες, στά πρόβατα (τούς καλούς) πού θά εἶναι στά δεξιά τοῦ θρόνου, καί τά ἐρίφια, τούς κακούς, πού θά βρίσκονται στ᾽ ἀριστερά.

Θά τούς κρίνει μέ βάση τά ἔργα τους. Οἱ πονετικοί πρός τό συνάνθρωπο, ὅσοι καλλιέργησαν τό τάλαντο τῆς ἀγάπης, θά εἰσέλθουν στή χαρά τῆς θείας Βασιλείας.

Ἀντίθετα οἱ σκληροί καί ἀνάλγητοι, ὅσοι ἔχωσαν τό τάλαντο τῆς φιλανθρωπίας στή γῆ καί ἔζησαν ἀδιάφοροι γιά τόν πόνο καί τήν κακοπάθεια τοῦ πλησίον, θά ριχθοῦν στήν αἰώνια κόλαση, στό πὺρ τό ἄσβεστο.

Πολλοί γκρινιάζουν γι᾽ αὐτά τά πράγματα.

Εἶναι δυνατόν ὁ ἀγαθός Θεός νά τιμωρήσει αἰώνια τά πλάσματά του; Ναί, εἶναι δυνατόν, γιατί οἱ ἄνθρωποι εἶναι ὄντα ἐλεύθερα καί λογικά, εἶναι πλάσματα τοῦ Θεοῦ, καί κανένα πλάσμα δέν μπορεῖ νά σταθεῖ ἀποκομμένο ἀπό τόν Πλάστη του.

Μπορεῖ νά σταθεῖ ἕνας καρπός δέντρου, νά ζήσει καί ν᾽ ἀναπτυχθεῖ ἄσχετα ἀπό τή ρίζα του; Ὁ ὅποιος ἄνθρωπος ζεῖ καί κινεῖται στό χῶρο τοῦ Δημιουργοῦ του. Δέ γίνεται νά τόν ἀποφύγει. Ἡ σχέση ὅμως μέ τό Θεό δημιουργεῖ κατάσταση ἔλλογη καί ἠθική.

Εἶναι φυσικό. Ὅποιος ζεῖ στό χῶρο τοῦ ἁγίου Θεοῦ, πρέπει νά μιμεῖται κι αὐτός τήν ἁγιότητα ἐκείνου. Ἀλλιώτικα δέν εἶναι ἄνθρωπος σωστός, εἶναι καρικατούρα ἀνθρώπου. Αὐτό δυστυχῶς συμβαίνει στή βάση τῆς λογικῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά πεῖ ὄχι στό Θεό, νά φύγει ἀπό τή φυσικότητά του καί νά γίνει ἕνα κινούμενο λάθος. Αὐτή τήν ἔννοια ἔχει ἡ ἁμαρτία. Εἶναι μιά μεγάλη κατάχρηση, μιά διαστροφή, ἕνα ψέμα. Εἶναι κάτι πού φθείρει τή φύση. Ὡς κακό δέ γίνεται νά μείνει ἀτιμώρητο ἀπό τό Θεό.

Νά σκεφτεῖτε ὅτι γιά τήν κατάργησή του καί τόν ἀφανισμό τῆς τιμωρίας πέθανε ὁ Θεός ἐπάνω στό σταυρό. Στή διάσταση τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἄνθρωπος λυτρώνεται ἀπό τήν ἁμαρτία καί τήν ποινή τήν ὀφειλόμενη σ᾽ αὐτή, διά τῆς μετανοίας.

Ἄν ὅμως καί μετά ταῦτα ὁ ἄνθρωπος ἐξακολουθήσει πεισματικά νά μή θέλει τό Θεό καί ν᾽ ἀγαπᾶ τήν ἁμαρτία, τότε περιέρχεται ὁριστικά στά χέρια τῆς θείας δικαιοσύνης. Καμιά θεραπεία δέν ὑπάρχει πιά. Μήπως τό ξερόκλαδο πού κόβεται ἀπό τό δέντρο, μπορεῖ νά ζωογονηθεῖ καί νά βλαστήσει;

Ἡ δικαιοκρισία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπόλυτα δίκαιη, τόσο περισσότερο ὅσο ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τίς ἀλήθειες αὐτές. Σέ περίπτωση πού τίς ἀγνοεῖ θά ἔχει ἐλαφρυντικά.

Ἄν πάλι μοῦ πεῖτε, γιατί ὁ Θεός δέν ἀφανίζει τούς ἁμαρτωλούς ἤ γιατί ἐπέτρεψε νά γεννηθοῦν, γνωρίζοντας ἐκ τῶν προτέρων τήν τελική κατάντια τους, δέν μπορῶ νά σᾶς ἀπαντήσω. Δέ γνωρίζω τά μυστικά τοῦ Θεοῦ. Γνωρίζω μόνο ὅ,τι μᾶς φανέρωσε ὁ Πατήρ μέ τήν ἀποκάλυψη τοῦ Υἱοῦ του.

«Ὁ Νυμφίος ὁ κάλλει ὡραῖος παρά πάντας ἀνθρώπους, ὁ συγκαλέσας ἡμᾶς πρός ἑστιάσιν πνευματικήν τοῦ νυμφῶνός σου, τήν δυσείμονά μου μορφήν τῶν πταισμάτων ἀπαμφίασον τῇ μεθέξει τῶν παθημάτων σου, καί στολήν δόξης κοσμήσας τῆς σῆς ὡραιότητος, δαιτυμόνα φαιδρόν ἀνάδειξον τῆς Βασιλείας σου ὡς εὔσπλαγχνος».

Ἐσύ, Νυμφίε Χριστέ, πού εἶσαι πιό ὄμορφος ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους καί ὁ ὁποῖος μᾶς κάλεσες ὅλους νά μετάσχουμε στό πνευματικό συμπόσιο τοῦ νυμφώνα σου, ἀφαίρεσέ μου διά τῆς συμμετοχῆς στά παθήματά σου τήν ἄσχημη μορφή τῶν πταισμάτων μου, καί, ἀφοῦ μέ ντύσεις μέ τήν ἔνδοξη στολή τῆς ὡραιότητάς σου, ἀνέδειξέ με χαρούμενο συνδαιτυμόνα τῆς βασιλείας σου, ὡς εὔσπλαχνος.

Ἡ στροφή τῆς ψυχῆς γίνεται πρός τό Χριστό.

Σέ ποιόν τάχα ἄλλον; Εἶναι Νυμφίος ἐράσμιος, πιό ὄμορφος ἀπό ὅλους τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Νά ἦταν ἄραγε πιό ὄμορφος καί κατά τήν ἐξωτερική σωματική του ἐμφάνιση; Τίποτε δέν μπορεῖ ν᾽ ἀποκλειστεῖ, ἄν καί δέν ἔχουμε εἰδήσεις γιά τούς σωματικούς χαρακτῆρες του.

Τό βέβαιο εἶναι ὅτι ἡ πνευματική ὀμορφιά τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀσύγκριτη καί ἀπαράμιλλη. Εἶχε ἀστραφτερή ψυχή καί σῶμα ὁλοκάθαρο. Καμιά κηλίδα ἁμαρτίας δέν κάθισε στήν ὑπόστασή του. Ἦταν ὁ ἕνας καί μοναδικός, στό πρόσωπο τοῦ ὁποίου ἄστραφτε στό πλήρωμά της ἡ ὀμορφιά τοῦ Θεοῦ, ἑνωμένη μέ τήν καθαρότητα τοῦ ἀνθρώπου στήν ὑπέρτατη λαμπρότητά της .

Ἦταν τό ἀσπάσιο κάλλος τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παρθένου, ἡ συντριπτική ὀμορφιά καί καλλονή τοῦ Θεανθρώπου!

Ἡ πιστεύουσα ψυχή θέλγεται ἀπό τήν καλλονή τοῦ ἐπουράνιου Νυμφίου της. Σιγοτρέμει μπροστά στή γλυκύτητά του. Θέλγεται, ἀναπολούσα τήν μετ᾽ Ἐκείνου ἕνωση!

Τόν ἐρωτεύεται παράφορα καί μυστικά. Σκέφτεται τό συμπόσιο, τίς ἡδύτητες καί τούς γλυκασμούς, στούς ὁποίους τήν προσκαλεῖ Ἐκεῖνος στήν ἐπουράνια χαρά του, καί ἐκστασιάζεται. Ἐντούτοις σκέφτεται τό δικό της πνευματικό κατάντημα, τή δική της ἀσχήμια.

Βλέπει ὅτι δέν εἶναι καθαρή. Ὅτι ἡ στολή της εἶναι κακόμορφη καί μελανή, βουτηγμένη στούς ρύπους καί τίς σπιλάδες τῆς ἀκαθαρσίας. Ἀλήθεια, πῶς εἶναι δυνατόν αὐτή, ἡ ἐναγής καί ἄσχημη, νά ἑνωθεῖ μέ τόν καθαρότατο καί ἄσπιλο;

Ἡ μόνη της δυνατότητα εἶναι νά πέσει στά πόδια τοῦ Κυρίου της, νά τόν παρακαλέσει νά τῆς ἀφαιρέσει τήν ἀκάθαρτη στολή της, νά τήν ντύσει μέ μιά ἄλλη ἀστραφτερή καί ἔνδοξη, κι ἔτσι νά τήν καταστήσει ἄξια τῆς θείας εὐωχίας τοῦ νυμφώνα, ἄξια τῆς ἑστιάσεως τῆς πνευματικῆς, τῆς θείας Βασιλείας!

«Ἰδού σοι τό τάλαντον ὁ Δεσπότης ἐμπιστεύει, ψυχή μου· φόβῳ δέξαι τό χάρισμα, δάνεισαι τῷ δεδωκότι, διάδος πτωχοῖς καί κτῆσαι φίλον τόν Κύριον·

ἵνα στῇς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ ὅταν ἔλθῃ ἐν δόξη, καί ἀκούσῃς μακαρίας φωνῆς· Εἴσελθε, δοῦλε, εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου. Αὐτῆς ἀξίωσόν με, Σωτήρ, τόν πλανηθέντα, διά τό μέγα σου ἔλεος».

Ἰδού, ψυχή μου, ὁ Δεσπότης σοῦ ἐμπιστεύεται τό τάλαντο· μέ φόβο δέξε τό χάρισμα δάνεισε αὐτόν πού σοῦ τό ἔδωσε· δῶσε στούς φτωχούς (ἀπό τά ἀγαθά σου) καί κάνε φίλο σου τόν Κύριο, γιά νά σταθεῖς στά δεξιά του, ὅταν ἔλθει (στή γῆ) μέ δόξα καί ἀκούσεις τή μακαρία του φωνή:

Εἴσελθε, δοῦλε, στή χάρη τοῦ Κυρίου σου. Αὐτῆς ἀξίωσε κι ἐμένα, Σωτήρα μου, τόν πλανηθέντα, διά τό μέγα σου ἔλεος.

Ἀπό τό νυμφώνα ὁ ὑμνωδός περνᾶ στά τάλαντα. Αὐτά τά δύο εἶναι ἀλληλένδετα. Ἡ αὔξηση καί ὁ πολλαπλασιασμός τῶν ταλάντων εἶναι ἡ βασική προϋπόθεση εἰσόδου στό νυμφώνα τοῦ Χριστοῦ.

Οἱ ράθυμες καί ἀμελεῖς ψυχές δέν ἔχουν πρόσβαση στή μυστική θεία εὐχωχία. Γιαυτό ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέχεται ἀπό τόν Θεό τό τάλαντο, πρέπει νά φοβᾶται.

Πρέπει νά ἔχει αἴσθηση τῆς σπουδαιότητας τῆς ὑποθέσεως καί ἀπόφαση νά δουλέψει γιά τή σωτηρία του, νά φανεῖ ἄξιος τῆς μεγάλης δωρεᾶς, ν᾽ ἀνταποκριθεῖ στήν ἐμπιστοσύνη καί τήν προσδοκία τοῦ Κυρίου του. Πρέπει νά δώσει στούς φτωχούς ἀπό τά ἀγαθά του, γιά νά ἔχει φίλο του τόν Κύριο.

Νά δανείσει αὐτόν (τό Θεό) πού τοῦ ἔδωσε τά πάντα, τή ζωή, τίς δεξιότητες καί τά χαρίσματα. Γιατί οἱ φτωχοί καί καταφρονεμένοι εἶναι πολύ τιμημένοι –ἔστω κι ἄν δέν τό γνωρίζουν–, εἶναι ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ. Κι ἐκεῖνος πού βοηθεῖ τό φτωχό, δανείζει τόν ἴδιο τό Θεό.

Ἔτσι θά κάνει φίλο του τό Χριστό. Κι ὅταν Ἐκεῖνος ἐπιστρέψει ἔνδοξος στή γῆ γιά νά κρίνει τόν κόσμο, ὁ πιστός δοῦλος δέ θ᾽ ἀντικρίσει πρόσωπο ἀπότομο καί αὐστηρό, ἀλλά φιλική φωνή τοῦ Κυρίου, πού θά τοῦ λέγει:

Φίλε, πιστέ καί καλέ, εἴσελθε στή χαρά τοῦ Κυρίου σου. Αὐτῆς εἴθε ν᾽ ἀξιώσει ὁ Σωτήρας ὅλους τούς πλανηθέντας ἁμαρτωλούς. Αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας!

Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀνδρέα Θεοδώρου

“Πρός τό ἑκούσιον Πάθος’