Archive for Μαρτίου 2019

Γ᾽Κυριακὴ Νηστειῶν

30 Μαρτίου, 2019

Αποτέλεσμα εικόνας για γ κυριακη νηστειων

(Μάρκ. 8,34-9,1)

Εἶπεν ὁ Κύριος·

34. ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι.

35. ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ’ ἂν ἀπολέσει τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν.

36. τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;

37. ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;

38. ὃς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων.

1. Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει.

 

π. Schmemann Alexander: Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως

30 Μαρτίου, 2019
Αποτέλεσμα εικόνας για γ κυριακη νηστειων Εκτύπωση
π. Αλέξανδρος Σμέμαν Από τα παμπάλαια χρόνια, το βράδυ του Σαββάτου της τρίτης εβδομάδας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ο σταυρός μεταφέρεται στο κέντρο της εκκλησίας, και ολόκληρη η ακόλουθη εβδομάδα είναι γνωστή ως εβδομάδα του Σταυρού.

Ξέρουμε πως η Μεγάλη Τεσσαρακοστή αποτελεί μια προετοιμασία για τη Μεγάλη Εβδομάδα, τότε που η Εκκλησία θα ανακαλέσει στη μνήμη της τον πόνο, τη σταύρωση και το θάνατο του Ιησού Χριστού πάνω στο σταυρό.

Η προβολή του σταυρού στη μέση της Σαρακοστής μάς υπενθυμίζει το σκοπό της βαθύτερης και εντατικότερης εκκλησιαστικής ζωής κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής.

Έτσι είναι ο κατάλληλος τόπος εδώ για να σκεφτούμε το ρόλο του σταυρού, αυτού του σημαντικότατου και χαρακτηριστικότατου όλων των Χριστιανικών συμβόλων.

Το σύμβολο αυτό έχει δύο στενά αλληλένδετες σημασίες. Αφενός είναι ο σταυρός του Χριστού, αυτό το αποφασιστικό όργανο με το οποίο ολοκληρώθηκε η επίγεια ζωή και διακονία του Χριστού.

Είναι η ιστορία ενός φοβερού και τρομακτικού μίσους ενάντια σ’ Αυτόν που ολόκληρη η διδασκαλία Του επικεντρώθηκε στην εντολή της αγάπης, και που ολόκληρο το κήρυγμά Του ήταν μια κλήση σε αυτοθυσία στο όνομα της αγάπης.

Ο Πιλάτος, ο Ρωμαίος κυβερνήτης στον οποίο μεταφέρθηκε ο Χριστός, αφού Τον συνέλαβαν, Τον εκτύπησαν και Τον έφτυσαν, λέει, «εν αυτώ ουδεμίαν αιτίαν ευρίσκω» (Ιωάν. 19, 4).

Αυτό όμως προκάλεσε ένα ισχυρότερο ξέσπασμα: «Σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν!» φωνάζει το πλήθος. Έτσι ο σταυρός του Χριστού θέτει ένα αιώνιο πρόβλημα που σκοπεύει στο βάθος της συνείδησης: γιατί η καλωσύνη ξεσήκωσε όχι μόνο αντίθεση, αλλά και μίσος;

Γιατί η καλωσύνη σταυρώνεται πάντοτε σ’ αυτόν τον κόσμο; Συνήθως αποφεύγουμε να δώσουμε απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα επιρρίπτοντας την ευθύνη σε κάποιον άλλο: αν ήμασταν εκεί, αν ήμουν εκεί εκείνη την τρομερή νύχτα, δε θα είχα συμπεριφερθεί όπως οι άλλοι.

Αλλοίμονο όμως, κάπου βαθιά στη συνείδησή μας γνωρίζουμε πως αυτό δεν είναι αλήθεια. Ξέρουμε πως οι άνθρωποι που βασάνισαν, σταύρωσαν και μίσησαν τον Χριστό δεν ήταν κάποιου είδους τέρατα, κατεχόμενα από κάποιο ιδιαίτερο και μοναδικό κακό.

Όχι, ήταν «όπως όλοι μας». Ο Πιλάτος προσπάθησε ακόμη και να υπερασπιστεί τον Ιησού, να μεταπείσει το πλήθος, προσφέρθηκε ακόμη και να απελευθερώσει το Χριστό ως κίνηση καλής θέλησης χάριν της εορτής, όταν κι αυτό απέτυχε, στάθηκε μπροστά στο πλήθος και ένιψε τα χέρια του, δείχνοντας τη διαφωνία του σ’ αυτό το φόνο.

Με λίγες πινελιές το ευαγγέλιο σχεδιάζει την εικόνα αυτού του παθητικού Πιλάτου, του τρόμου του, της γραφειοκρατικής του συνείδησης, της δειλής του άρνησης να ακολουθήσει τη συνείδησή του.

Δε συμβαίνει όμως ακριβώς το ίδιο στη δική μας ζωή και στη ζωή γύρω μας; Δεν είναι αυτή η πιο κοινότοπη, η πιο τυπική ιστορία; Δεν είναι παρών συνεχώς μέσα μας κάποιος Πιλάτος;

Δεν είναι αλήθεια πως όταν έρθει η στιγμή να πούμε ένα αποφασιστικό, αμετάκλητο όχι στο ψεύδος, στην αδικία, στο κακό και στο μίσος, ενδίδουμε στον πειρασμό να «νίψουμε τας χείρας μας»;

Πίσω από τον Πιλάτο ήταν οι Ρωμαίοι στρατιώτες, οι οποίοι όμως υπερασπιζόμενοι τον εαυτό τους θα μπορούσαν να πουν: εκτελέσαμε απλώς διαταγές, μάς είπαν να «ουδετεροποιήσουμε» κάποιον ταραχοποιό που προκαλούσε αναστάτωση και αταξία, για ποιο πράγμα μιλάτε λοιπόν;

Πίσω από τον Πιλάτο, πίσω από τους στρατιώτες ήταν το πλήθος, οι ίδιοι άνθρωποι που έξι μέρες πριν φώναζαν «Ωσαννά», καθώς υποδέχονταν θριαμβευτικά το Χριστό κατά την είσοδό του στην Ιερουσαλήμ, μόνο τώρα η κραυγή τους ήταν «Σταύρωσον αυτόν!»

Έχουν όμως και γι’ αυτό μια εξήγηση. Δεν είναι οι ηγέτες τους, οι διδάσκαλοί τους και οι κυβερνήτες τους αυτοί που τους έλεγαν πως ο άνθρωπος αυτός ήταν ένας εγκληματίας που κατέλυσε τους νόμους και τις συνήθειες, και γι’ αυτό βάσει του νόμου, «πάντοτε βάσει του νόμου, πάντοτε σύμφωνα με το υπάρχον καταστατικό», πρέπει να πεθάνει…;

Έτσι κάθε συμπαίκτης σ’ αυτό το τρομακτικό γεγονός είχε δίκαιο «από την πλευρά του», όλοι δικαιώθηκαν. Όλοι μαζί όμως δολοφόνησαν έναν άνθρωπο στον οποίον «ουδέν ευρέθη αίτιον».

Η πρώτη σημασία του σταυρού συνεπώς είναι η κρίση του κακού, ή μάλλον της ψευδοκαλωσύνης αυτού του κόσμου, μέσα στον οποίο πανηγυρίζει αιώνια το κακό, και ο οποίος προωθεί τον τρομακτικό θρίαμβο του κακού πάνω στη γη.

Αυτό μας μεταφέρει στη δεύτερη σημασία του σταυρού. Μετά το σταυρό του Χριστού ακολουθεί ο δικός μας σταυρός, για τον οποίο ο Χριστός είπε, «ει τις θέλει οπίσω μου έρχεσθαι,… αράτω τον σταυρόν αυτού καθ’ ημέραν και ακολουθείτω μοι» (Λουκ. 9, 23).

Αυτό σημαίνει πως η επιλογή που είχε να κάνει ο καθένας εκείνη τη νύχτα –ο Πιλάτος, οι στρατιώτες, οι αρχηγοί, το πλήθος κι ο καθένας μέσα στο πλήθος – είναι μια επιλογή που τίθεται συνεχώς και σε καθημερινή βάση μπροστά μας. Εξωτερικά, η επιλογή έχει να κάνει με κάτι φαινομενικά ασήμαντο για μας, ή δευτερεύον.

Για τη συνείδηση όμως τίποτε δεν είναι πρώτο ή δεύτερο, αλλά το καθετί μετράται αν είναι αληθινό ή ψεύτικο, καλό ή κακό.

Το να σηκώνεις λοιπόν το σταυρό σου καθημερινά δεν είναι απλώς το να αντέχεις τα φορτία και τις μέριμνες της ζωής, αλλά πάνω απ’ όλα το να ζεις αρμονικά με τη συνείδησή σου, το να ζεις μέσα στο φως της κρίσεως της συνειδήσεως.

Ακόμη και σήμερα, με όλο τον κόσμο να κοιτάζει, ένας άνθρωπος στον οποίο «ουδέν ευρέθη αίτιον» μπορεί να συλλαμβάνεται, να βασανίζεται, να κτυπιέται, να φυλακίζεται ή να εξορίζεται.

Όλα αυτά δε «επί τη βάσει του νόμου», χάριν της υπακοής και πειθαρχίας, όλα στο όνομα της τάξης, για το καλό όλων.

Πόσοι Πιλάτοι δε νίπτουν τα χέρια τους, πόσοι στρατιώτες σε σπεύδουν να εκτελέσουν τις διαταγές της στρατιωτικής ιεραρχίας, πόσοι άνθρωποι υπάκουα, δουλόπρεπα δεν τους χειροκροτούν, ή τουλάχιστον δεν κοιτάζουν σιωπηλά το κακό που θριαμβεύει;

Καθώς μεταφέρουμε το σταυρό, καθώς τον προσκυνούμε, καθώς τον ασπαζόμαστε, ας σκεφτούμε τη σημασία του.

Τι μάς λέει, σε τι μάς καλεί; Ας θυμηθούμε το σταυρό ως επιλογή από τη οποία κρέμονται τα πάντα στον κόσμο, και που χωρίς αυτόν όλα στον κόσμο γίνονται θρίαμβος του κακού και του σκότους.

Ο Χριστός είπε, «εις κρίμα εγώ εις τον κόσμον τούτον ήλθον» (Ιωαν. 9, 39). Σ’ αυτή την κρίση, μπροστά στο δικαστήριο της σταυρωμένης αγάπης, της αλήθειας και της καλωσύνης δικάζεται ο καθένας μας.

———-

Από το βιβλίο, «Εορτολόγιο- Ετήσιος Εκκλησιαστικός Κύκλος», Αλέξανδρου Σμέμαν, Εκδ. Ακρίτας

 

Λήθη(Λούλη Τσαμαντανη-Στον Τόπο του Τι-Γαβριηλίδου)

30 Μαρτίου, 2019

E2965C06-8890-4107-B7D3-BC2F1BD1C669.jpeg

Άνθος…

30 Μαρτίου, 2019

D473B8C2-4B02-4F52-8C9E-ED63AD2A810B.jpeg

Τῇ Ὑπερμὰχῳ…

29 Μαρτίου, 2019

Κανὸνας Ἀκαθὶστου Ὓμνου (Θ.Στανὶτσας)

29 Μαρτίου, 2019

Ληξιαρχείο δακρύων (Σ.Σ.Χαρκιανακη)

28 Μαρτίου, 2019

7B9944D1-7F88-4489-9AAA-A020CBD1B2DB.jpeg

Στον ουρανό…

28 Μαρτίου, 2019

D080A6E9-13D4-4FDD-ABF3-31597A76F2FF

ΑΝΗΡ ΑΛΗΘΩΣ ΜΕΓΑΣ ΚΕΚΟΙΜΗΤΑΙ ΕΝ ΚΥΡΙ- Ὀφειλετική ἀναφορά μνήμης Μητροπολίτου Φιλαδελφείας κ. Μελίτωνος- (ἀπὸ Γιὰννη)

28 Μαρτίου, 2019

Αποτέλεσμα εικόνας για σ.σ.χαρκιανακης

Τήν ὥρα αὐτή τήν μεγάλη τῆς ἀπολύτου σιγῆς καί τῆς προσευχητικῆς ἱκεσίας γιά τόν μεγάλο ἐκκλησιαστικό ἡγέτη, τόν πολιό Ἱεράρχη, τόν λαμπρό Ποιμένα, τόν περίφημο Ὀρθόδοξο θεολόγο, τόν γλαφυρό ποιητή, τόν χαλκέντερο συγγραφέα, τό καύχημα τῆς Μητρός μας Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τήν ὑπερηφάνεια τῆς Ἁγιοτόκου μεγαλονήσου Κρήτης, τόν πιστό φίλο καί ἐκλεκτό πρεσβύτερο ἀδελφό ἐν Χριστῷ, τόν Ἀρχιεπίσκοπο Αὐστραλίας Στυλιανό Χαρκιανάκι, ὅστις ἐγκατέλειψε μόλις πρό ὀλίγου τά γήϊνα καί μετέβη ἀπό τῶν λυπηροτέρων ἐπί τά χρηστότερα καί θυμηδέστερα, καταθέτω αὐτά τά ὀλίγα ψελλίσματα εὐγνωμοσύνης.
Ἀπευθύνομαι ἐκ βαθέων καί ἐκ καρδίας στήν πολυσέβαστη καί πολυτίμητη Μορφή του, προκειμένου νά προσθέσω ἄσημη, καρδιακή ὅμως, ψηφίδα στήν εἰκόνα του, τήν ὁποίαν ἔζησα ἐμπειρικά καί βιωματικά κατά τήν μακρά περίοδο τῆς γνωριμίας μας, ἀπό τά φοιτητικά μου χρόνια καί ἀργότερα κατά τήν εἰλικρινῆ, ἀνιδιοτελῆ, καί μόνον πρός τό συμφέρον τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, ἀποβλέπουσα πολυετῆ νυχθήμερο συνεργασία μου μαζί του, ἐκ τῆς ὁποίας ὄχι μόνον ἐμορφώθην καί ἐδιδάχθην προσωπικῶς τό ἦθος καί τό φρόνημά του, ὡς σοφοῦ Ἱεράρχου τῆς Κωνσταντινουπολίτιδος Ἐκκλησίας μας, ἀλλά κυρίως ἐμαθήτευσα κυριολεκτικά εἰς τήν μαρτυρία καί τήν ἀφειδώλευτη κενωτική ἀγαπητική προσφορά του πρός τόν πολύπλαγκτο Θεσμό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μας.
Βεβαίως, οὐδεμίαν σημασίαν θά ἔχουν ἀσφαλῶς τά ἐκφραζόμενα πηγαῖα αἰσθήματα αὐτά στήν ἰδική του εἰκόνα παγκοσμίου ἀκτινοβολίας καί ἀφωσιωμένης καί πιστῆς διακονίας καί προσφορᾶς του στήν Μητέρα Ἐκκλησία, στήν Ὀρθοδοξία εὐρύτερα, στήν Θεολογία της – μέ τήν συγγραφή περισπουδάστων μελετῶν καί ἄρθρων, ἀλλά καί μέ τό ἐκλεκτό καί παραμόνιμο «παιδί» του, τήν Θεολογική Σχολή τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου τοῦ Σύδνεϋ-, στήν ἀνασύστασι ἐκ τῶν «ἐρειπίων» σχεδόν τῆς Ἐπαρχίας του, στά ἑλληνικά γράμματα, καί ἰδιαιτέρως στόν σοφό καί διδακτικό του πάντοτε ποιητικό λόγο,
Ὅμως θεωρῶ ὀφειλετικό χρέος καί ἀδελφική εὐθύνη εὐγνωμοσύνης καί εὐχαριστίας πρός τό ἱερόν πρόσωπόν τοῦ ἀποιχομένου μακαριστοῦ Ἱεράρχου νά ἐκφράσω ἐν ἀδραῖς γραμμαῖς -θά ἀπητοῦντο, ἄλλωστε, τόμοι ὁλόκληροι διά νά λεχθοῦν ὅσα θά ἔδει-, αὐτά πού ἔζησα καί πού μέχρι σήμερα αἰσθάνομαι βιωματικά γιά τήν σεπτή Προσωπικότητά του, νά τά ἐκφράσω μάλιστα αὐτή τήν ἱερά στιγμή καί νά καταθέσω τήν καρδιακή μου ἐκτίμησι γιά τήν ποιμαντική, ἐκκλησιαστική καί εὐρυτέρα δραστηριότητα καί προσφορά στήν ἐν Αὐστραλίᾳ Ἐπαρχία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ ἀπό Μιλητουπόλεως Ἀρχιεπισκόπου Στυλιανοῦ, ἐν μέσῳ σκοπέλων καί ὑφάλων πολλῶν, προσφορά πού προκαλεῖ καί μᾶλλον ἐπιβάλλει τόν πάγκοινο θαυμασμό.
Ὁ Ἀρχιεπἰσκοπος Στυλιανός, ὡς δόκιμος ποιητής, καίριος καί ἀκριβής, ἔχων ἰδίαν καλήν γνῶσιν τῶν ἀνθρωπείων ἔγραφε: «Ἀλλοίμονο σ’ αὐτούς πού δέν ἀμφισβητήθηκαν, γιατί θά πῆ πῶς ταυτίστηκαν μ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους». Ἡ βιωματική ποιητική ρῆσις αὐτή καί ἡ εὐγνωμοσύνη, ὡς προσωπικῶς χάριτι ἀπολαύσας πολλά ἐκ τῆς ἀγαθοδώρου ροπῆς του, ἐπιβάλλει νά ἀπευθύνω τήν γραφή αὐτή εὐχαριστίας ἐκ βαθέων, διότι ἔσχον τήν εὐλογία νά γνωρίζω καί νά βιώσω μέρος τοῦ τιτανίου εὐρυτέρου, ἐκκλησιαστικοῦ καί ἀκαδημαϊκοῦ, ἔργου του. Ἡ χειμαζομένη Ἐπαρχία πού παρἐλαβε τόν Φεβρουάριο τοῦ 1975, ἀποτελεῖ σήμερα κυψέλη θαυμαστή ἀπό κάθε πλευρά καί ὑπόδειγμα ὀργανωμένης καλῶς καί θεοπρεπῶς Ἐπαρχίας τοῦ Θρόνου, χάρις εἰς τούς ἀτρύτους κόπους καί τάς προσωπικάς θυσίας του. Ἐπάλαιψε, χωρίς ὑπερβολή, μέ ὅλα τά «στοιχεῖα» τοῦ κόσμου, δῆθεν φίλια, ἀλλά καί τά ἀλλότρια, καί ὑπερέβη «προσκόμματα» καί «τειχίσματα» ἀχαριστίας καί «ὑπονομεύσεων» πού ὑψώνοντο καθημερινά μπροστά του, καί παραδίδει σήμερον μίαν κατά πάντα ὠργανωμένην καί εὐθυδρομοῦσαν Ἐπαρχίαν. Διά τῶν ἀρετῶν καί τῆς ἐν γένει κενωτικῆς καί θυσιαστικῆς προσφορᾶς εἰς πάντας τούς τομεῖς, κατέκτησε ἀμέριστον τήν ἐκτίμησιν, τήν ἀναγνώρισιν καί τόν σεβασμόν τῆς πανορθοδόξου, ἀλλά καί τῆς εὐρυτέρας διαχριστιανικῆς συνειδήσεως, καί κατέστη μία πεφωτισμένη ἱερά προσωπικότης, ἕνας ἄριστος ἰδεολόγος καί ὁραματιστής, δεξιοτέχνης τοῦ λόγου, καί μάλιστα καί τοῦ ποιητικοῦ.

Θά περιορισθῶ προσωπικά στήν ἀναφορά μόνο, κατά τήν ἱερά αὐτή στιγμή τῆς ἀποτιμήσεως ἔργων καί λόγων: ἤτοι στήν πρόθυμη πάντοτε, ἐν ἀφανείᾳ, σύνταξι πληθύος -τόμων ὀλοκλήρων- Πατριαρχικῶν κειμένων, διά τῶν ὁποίων διηκόνησε τόν μακαριστόν Πατριάρχην τῆς ἀγάπης Δημήτριον, ἀλλά καί μετά τήν κοίμησίν του τόν νῦν Πατριάρχην μας. Ἀκόμη νά ἐνθυμηθῶ καί νά προσθέσω, ὅτι τά δίκαια τοῦ Πατριαρχείου ὑπεστηρίχθησαν, ἐν παντί καί πάντοτε, στερρῶς καί δυναμικῶς καί μέ προσωπικάς του θυσίας καί ἡ ἐν Αὐστραλίᾳ Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή ὑπερέβη δυσκολίας ἀνθρωπίνως ἀνυπερβλήτους, χάρις εἰς τούς ἰδικούς του χειρισμούς καί εἰς τήν σοφίαν καί ἐμπειρίαν του. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Στυλιανός τήν κατέστησε ἀσφαλῆ και ἀληθῶς μεγάλην Ἐπαρχίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Τέλος, νά μνημονεύσω ἁπλῶς ἐνεός καί ἐν θαυμασμῷ τήν ἰδικήν του προσωπικήν πρωτοβουλίαν νά συγκληθῇ ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριάρχου Βαρθολομαίου ἡ γνωστή Μείζων καί Ὑπερτελής ἐκείνη Σύνοδος, διά τῶν ἀποφάσεων τῆς ὁποίας περιεφρουρήθησαν τά ἀπαράγραπτα κανονικά δίκαια τοῦ Πατριαρχείου μας ἐπί τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς, ἀπό γνωστάς ἐπιβουλάς «ἡμετέρων» καί τρίτων. Ἔγραψεν ὁ ἀοίδιμος καί ἐν τούτῳ ἱστορίαν. Ἡ συμβολή τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Στυλιανοῦ ὑπῆρξε μοναδική καί ἴσως ἀνεπανάληπτος, ὅπως τήν ἐβίωσα καί πάλιν προσωπικά εἰς ὅλας τάς φάσεις, πρό καί κατά τήν σύγκλησιν τῆς Μείζονος ἐκείνης Συνόδου.
Ἡ προσφορά του, τό ἦθος, τό φρόνημά του, προσωπικά ἀπό τήν ταπεινότητά μου ἀξέχαστα, ἐφώτιζαν καί φωτίζουν τόν ἐκκλησιαστικό καί ἐν γένει βίο μας καί εἶναι διαρκῆ καί πολύτιμα διαχρονικά ἐφόδια. Κυρίως μοῦ δίδει δύναμι τό γεγονός, ὅτι ὁ μακαριστός οὐδέποτε ἐκάμφθη καί τό ἔργο του ἀνθοφορεῖ συνεχῶς καί ἀναγνωρίζεται ὑπό τῶν εὖ βεβαίως εἰδότων.
Τρεῖς στοχαστικοί στίχοι του ἐνδυναμώνουν τούς ἀδυνάτους καί ἐμψυχώνουν τούς λιποψύχους, ὅπως τήν ἐλαχιστότητά μου: «Μιά μοναχή σταγόνα ἦταν τό λάδι, πού ἁπλώθηκε στήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ, καί δέν συμβιβάστηκε».
Αὐτή τήν μοναδική στιγμή τῆς προπομπῆς σου, μετά δακρύων καί κλαυθμῶν, Γέροντά μου, εἰς τήν αἰωνιότητα, ἐπαναλαμβάνω προσωπικά τήν ἰδικήν σου ἐλεγεία στόν πολυφίλητο Πατριάρχη Δημήτριο, μεταφέροντάς την σήμερα στό ἰδικό σου πρόσωπο καί ἔργο:
«Σαράντα τέσσαρα (43 τά ἰδικά σου μακαριστέ Γέροντα) χρόνια ὄρθιος στή γέφυρα
σκάφους σεπτοῦ, μά δυσκολοκυβέρνητου
πού τήν πορεία του ἀνακόπτουν ἀδιαλείπτως
χωρίς εὐτυχῶς νά μποροῦν νά τή ματαιώσουν
κάθε τόσο αἰφνίδιοι ἄνεμοι,
δέν βαρυγκόμησες μιά μέρα
μήτε λιποψύχησες γιατί δύναμή σου ἦταν ἡ ἀγάπη» («ὁ βαθμός τῆς ἐκπλήξεως», σελ. 136).

Τό ἐπιτελεσθέν, λοιπόν, ἔργο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Στυλιανοῦ στήν πέμπτη ἤπειρο παραμένει εἰς τόν αἰῶνα ὑπόδειγμα «δημιουργίας ἔξω ἀπό τήν πατρίδα», καθότι ὅσοι δημιουργοῦν ὑπερόριοι «ἔχουν διαλέξει δυό φορές τό περιθώριο» («Ὑπερόριοι», σελ. 229). Σέ ὅλο αὐτό τό μακρό διάστημα, ἄς ἐπιτραπῇ ἡ ἐπανάληψις, «εὐηργετήσατε, μακαριστέ Γέροντα, σχεδόν ἀνώνυμα, ὅπως τό φῶς, ὁ ὕπνος, ὁ ἀέρας» καί τήν Μητέρα Ἐκκλησία καί τό Γἐνος μας καί τά Ἑλληνικά Γράμματα.

Γιά ὅλα αὐτά προσωπικά, ἀοίδιμε Γέροντα, σοῦ εἶμαι καί προσωπικά πάντοτε εὐγνώμων. «Ἀεί εὐχαριστῶ» (Ἱερός Χρυσόστομος) παρά τίς ὅποιες «σκιές» πού ἀτυχῶς παρεισέφρυσαν στήν ἀνέφελη μέχρι πρό τινων ἐτῶν σχέσι μας.
Εἶμαι, λοιπόν, βέβαιος ὅτι ἡ ἀένναος πορεία προσφορᾶς σου πρός τό Ὡραῖο, τό Μεγάλο, τό Ἀληθινό συνεχίζεται, ἀκόμη καί τώρα πού καί γιά σένα «κλείνει ἡ σκηνή τοῦ κόσμου τούτου καί
ρυθμίζονται ὅλες οἱ ἐκκρεμμότητες μέ μιά γαλήνια δικαιοσύνη,
ἐκεῖ ὅπου ὁ Θεός θά εἶναι «τά πάντα ἐν πᾶσι». («Εἰς ὦτα ἀκουόντων», ποίημα «Δικαιοσύνη», σελ. 32).
Ἔκανα μιά προσπάθεια, πολυτίμητε Ἀδελφέ καί Φίλε, μακαριστέ Ἀρχιεπίσκοπε, νά ἐκφράσω διά μέλανος καί χάρτου τά ἀνέκφραστα καί ἀνεξομολόγητα βιώματά μου. Ὅσα, δηλαδή, αἰσθάνομαι γιά τήν σεπτή Προσωπικότητά Σου, ἀλλά καί γιά τήν μακρόχρονη καταλυτική συμπαράστασή Σου σέ ἄπειρα θέματα στό μαρτυρικό Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο. Ἴσως κάποτε νά δυνηθῶ νά Σέ σκιαγραφήσω πραγματικά, ὅπως γνωρίζω ἐν χάριτι καί ὄχι ἐν ἀ-χαριστίᾳ νά κάνω πρός ὅσους μ’ εὐεργέτησαν.
Προσωπικά, τέλος, ὡς ὑπέρ πάντας εὐεργετηθείς ὑπό σοῦ ἀείμνηστε μεγάλε Στυλιανέ, ὁμολογῶ τήν Χάριν, κηρύττω τόν Ἔλεον, οὐ κρύπτω τήν Εὐεργεσίαν, μέ τήν θερμή προσευχή καί ἱκεσία νά ἀπολαύσης, Γέροντα, τήν «ἀμοιβή», κατά τόν πορσφιλῆ σοι ποιητή Πριγκηποννήσων Δωρόθεο -πού τόσο ἀδρά τόν περιγράφης στό Ποίημά σου «Πορτραῖτο Ἐπισκόπου»-, «ἀπό τούς κόλπους τῆς σιωπῆς τήν ἐντέλεια τοῦ Ἄρρητου»!, Σύ ὁ Γενναῖος, ὅπως ἐσημείωνες κατά τήν συνεργασία μας ἐδῶ στό Φανάρι, τήν δύσκολη νύκτα τῆς 1ης Αὐγούστου 1993: «πού δέν λογάριασες ποτέ, ποιοί σοῦ χρωστοῦν καί πόσα. Σύ πού καθώς ξυπνοῦσες κάθε πρωϊ, δέν ἔψαχνες γι’ ἀπομεινάρια τῆς προηγούμενης μέρας, ἀλλά προκαλοῦσες ἐκ νέου τόν ἥλιο σέ μονομαχία χωρίς προηγούμενα» (Ποίημα «Ὁ Γενναῖος», Ὑγρά Τοπία σελ. 84). Μακαρία ἡ ὁδός ἧ πορεύει σήμερον, ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, Γέροντα, ὅτι ἡτοιμάσθη σοι τόπος ἀναπαύσεως, τόπος εὐαγγελισμοῦ καί τόπος σαββατισμοῦ.

Στυλιανός ὁ Αὐστραλίας, ὁ γενναῖος καί ρηξικέλευθος Κρής, ὁ μέγας ἐν τοῖς Ἱεράρχαις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ὁ δεινός ρἠτωρ, ὁ εὐαίσθητος ποιητής, κεκοίμηται ἐν Κυρίῳ. Ἀληθῶς μυριώνυμον εὖχος σεβασμοῦ, ἀγάπης, τιμῆς, φιλίας, αἰωνίου προσευχητικῆς μνήμης.
Αἰωνία σου ἡ μνήμη, ἀείμνηστε Γέροντα!

Ὁ ποιητὴς Ἀρχιεπὶσκοπος Αὐστραλὶας Στυλιανὸς

27 Μαρτίου, 2019

Αποτέλεσμα εικόνας για στυλιανος χαρκιανακης

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Πατρίς» του Ηρακλείου τον Δεκέμβριου του 2007

Χριστούγεννα. Μέρες οικογενειακές. Μέρες περίσκεψης και περισυλλογής. Αναδρομές, επανεκτιμήσεις, προβολές για το μέλλον στο πνεύμα των ημερών. Και μέσα στο ζεστό οικογενειακό περιβάλλον, ένα βιβλίο στο χέρι συμπληρώνει την θαλπωρή του σπιτιού. Κάτι διαφορετικό από τα βιβλία της «επαγγελματικής» απασχόλησης αυτή τη φορά. Κάτι πιο ζεστό, πιο ανθρώπινο. Και τώρα τελευταία όταν αποζητώ κάτι που με τέρπει και με στρέφει σε εσωτερικές αναζητήσεις και προσμονές, προστρέχω συχνά στον μεγάλο Κρητικό ποιητή, τον Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας, Στυλιανό Χαρκιανάκη, έναν από του μεγαλύτερους νεοέλληνες ποιητές κατά την κρίση μου.

Πλούσιος ο αμητός. Πάνω από τριάντα οι ποιητικές συλλογές, στο ενεργητικό του Αρχιεπισκόπου. Και βέβαια δεν είναι μόνον η ποσότητα. Αυτό που μετρά είναι η ποιότητα. Έχω στα χέρια μου την ποιητική συλλογή «Ο Βαθμός της Εκπλήξεως» (Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, 2001). Και είναι όντως μέγας ο βαθμός της εκπλήξεως που αισθάνομαι συλλαβίζοντας προσεκτικά με όλες μου τις αισθήσεις την ποίηση του ιερωμένου ποιητή από τη μια σελίδα στην άλλη, από το ένα ποίημα στο άλλο. Ύψιστη η τελειότητα.

Ένας βαθιά ερωτικός ποιητής με έναν καθολικό Παπαδιαμαντικό ερωτισμό που, όπως και στον κυρ-Αλέξανδρο, διαχέεται παντού και διαπερνά τα έμψυχα και τα άψυχα αυτού του κόσμου και συνθέτει ποιήματα μοναδικά, για τα πάντα. Γιατί στην ψυχή του ιερωμένου ποιητή δεν φαίνεται να υπάρχουν μικρά και μεγάλα, σημαντικά και ασήμαντα. Μέσα στον δικό του κόσμο, κόσμος το κάθε πράγμα.

Ένας μικρόκοσμος το κάθε πλάσμα, καθόλου υποδεέστερος του άλλου κόσμου, του κόσμου του άπειρου. Ποιος θα μπορούσε για παράδειγμα να φανταστεί ένα ποίημα γραμμένο για «το σκοτωμένο σκυλί πάνω στην άσφαλτο» (σελ. 169), για «μια κατσαρίδα σκοτωμένη στο πάτωμα» (σελ. 73) ή για ένα παπούτσι τρύπιο, πεταμένο στο δρόμο; Κι όμως, το καθένα από αυτά είναι μια ιστορία ολόκληρη. Έτσι και το τρύπιο παπούτσι κουβαλάει μια ιστορία, έναν ολόκληρο κόσμο. Και η ευαισθησία του ποιητή μπορεί να διεισδύσει σ’ αυτόν τον κόσμο και να τον αναπλάσει, να του δώσει πνοή. Και μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο το τρύπιο παπούτσι, αυτό το ευτελές (για μας τους άλλους) αντικείμενο κι αυτό τόσο σύνηθες θέαμα, που έπαυσε να προκαλεί (σε μας τους άλλους) μια οποιαδήποτε αίσθηση, παίρνει τις δικές του διαστάσεις, αξίζει να γίνει ποίημα και γίνεται από τον Αρχιεπίσκοπο Ποιητή:

Το αειπάρθενο της ζωής
Ένα παπούτσι τρύπιο έχει μια ιστορία
το ειδύλλιο με το δρόμο
οι καθημερινοί αποχαιρετισμοί
και οι εκ νέου συναντήσεις με το πόδι
μα πάνω απ’ όλα η μακρυνή ανάμνηση
σχεδόν διαλυμένη στα υγρά της βυρσοδεψίας
πως κάποτε το δέρμα αυτό το βαμμένο
ήταν επιδερμίδα που πονούσε και κρύωνε (σελ. 31).

Έτσι το τρύπιο παπούτσι μας οδηγεί στις πρωταρχικές του ρίζες, σ’ αυτό το μακρινό ζώο, που κάποτε είχε επιδερμίδα που πονούσε και κρύωνε. Και τώρα πονάει ο ίδιος και προκαλεί και σ’ όλους εμάς αυτή την περισυλλογή για το ζώο που χάθηκε. Εκεί λοιπόν που τα πράγματα παύουν να προκαλούν τη δική μας αίσθηση, λειτουργεί η ευαισθησία του ποιητή, ανακαλύπτει τις λειτουργικές σχέσεις, τις συνέχειες και τις ασυνέχειες μεταξύ των πλασμάτων και συνθέτει ποιήματα για τα χαμένα, τα ματαιωμένα και τα απρόσμενα.

Κι όποιος διαβάζει την «Δεντρόμορφη Παναγία», δεν μπορεί παρά να αισθανθεί πως για τον ποιητή φαίνεται να κατοικεί μέσα στο κάθε πλάσμα ο ίδιος ο Δημιουργός. Αντιλαμβάνεται ο προσεκτικός αναγνώστης πως στην εσώτερη αντίληψη του ιερωμένου ποιητή Δημιουργός και δημιούργημα συμπίπτουν, γι’ αυτό δεν υπάρχουν μικρά και μεγάλα, υπάρχουν μόνο δημιουργήματα. Γιατί «οι χυμοί της ζωής κυκλοφορούνε συγχρόνως/ αλληλέγγυα σ’ όλο το σώμα της δημιουργίας» (σελ. 150). Γι’ αυτό και ο Αρχιεπίσκοπος θρηνεί για το δέντρο που κόψανε άξαφνα κι απροσδόκητα μπροστά από το παράθυρό του.

Θρηνεί την καστανιά
«που για τόσα χρόνια ήταν η φυσική κουρτίνα
στο πλατύ μεγάλο παράθυρο
ακουμπισμένη κατάσαρκα στα τζάμια» (σελ. 48).
Κι όταν ο δεσμός τους ο ιερός κόπηκε μαζί με το δέντρο που βίαια κι απροσδόκητα κόψανε είναι ως να αφαίρεσαν ένα κομμάτι από τον ίδιο τον εαυτό του, ως να σταμάτησαν οι χυμοί της ζωής του ποιητή να επικοινωνούν με τους χυμούς του δένδρου. Δημιουργείται κενό και τότε δικαίως εκείνος διαμαρτύρεται, υψώνει τη φωνή του, πλέκει τον δικό του ύμνο για την «Δεντρόμορφη Παναγία»:
«Το κόψανε το δέντρο το ιερό
ημέρα Σάββατο δώδεκα Μαϊου
…..
Θα βάλω λοιπόν να σημάνουν αργά
δεκαπέντε χτυπήματα του καθεδρικού οι καμπάνες
όσα τα χρόνια που ζήσαμε μυστικά
η Καστανιά Παντάνασσα
κι εγώ χωρίς ανάσα.
Θα βάλω ακόμη τ’ άλλα δένδρα της αυλής
να χαμηλώσουν τα κλαδιά -μεσίστιες σημαίες
και τα πτηνά να βουβαθούνε ομοθυμαδόν
ενός λεπτού σιγή για τη δεντρόμορφη Παναγία» (σελ. 50).

Αυτή η σχέση δημιουργήματος και Δημιουργού κι αυτή η οριζόντια διασύνδεση των πλασμάτων, είναι σαν να μεταφέρει ξανά τον ποιητή Αρχιεπίσκοπο στο αρχικό εκείνο παιδικό στάδιο του «ανθρωπομορφισμού» και τον κάνει να δίνει ανθρώπινη μορφή και να επικοινωνεί με τα πάντα. Έτσι, με μια παιδική/Παπαδιαμαντικήν αγνότητα, μπορεί να συνομιλεί με κάθε πλάσμα και να γίνεται ένα μαζί του, μπορεί να κατανοεί τις λειτουργικές σχέσεις μεταξύ των στοιχείων της φύσης και να περιπλέκει χαριτωμένα παιχνιδίσματα. Παραθέτω ένα μικρό μόνο τέτοιο ποίημα-παιχνίδισμα:

Διαψεύσεις
«Νομίζαμε πως φεύγοντας ο ήλιος
Θα ‘παιρνε μαζί του τις σκιές.
Μα κείνες ενωθήκαν σαν βασίλεψε
Και κάμανε τη νύχτα»… (σελ. 165)

Συναντούμε συχνά στην ποίηση του Αρχιεπισκόπου αυτήν την μοναδική ευρηματικότητα, που πηγάζει από τις αρχέγονες σχέσεις των πραγμάτων και το αειπάρθενο της ζωής. Κι αυτά είναι συνήθως μικρά ποιήματα, σύντομα επιγράμματα με μεγάλη σημασία και βαθύ νόημα. Γιατί θα ήταν αστείο να περιορίσει κανείς το νόημα του ποιήματος μόνο στις σκιές με την κυριολεκτική τους σημασία. Υπάρχουν σκιές και σκιές που προκαλούν νύχτες και … νύχτες. Κι όποιος υποτιμήσει τις σκιές, βρίσκεται συχνά μακριά … νυχτωμένος. Και η αλληγορία δεν είναι σπάνια στην ποίηση του Αρχιεπισκόπου. Φτάνει μόνο να την αναζητήσει κανείς ανάμεσα στις γραμμές και μέσα στις αποσιωπήσεις του. Η ίδια αλληγορία υποκρύπτεται και σε πολλά άλλα τέτοια μικρά, επιγραμματικά σχεδόν, ποιήματα μεγάλης σημασίας. Ένα ακόμη:

Προσανατολισμός
«Όλα τα ποτάμια που κυλούν
ορμητικά ή ράθυμα
έχουνε μια μονάχα νοσταλγία:
τη θάλασσα» (σελ. 67).

Εκεί όμως που ευαισθησία του ποιητή υπερβαίνει τα όριά της είναι η βαθιά θλίψη για τα ανθρώπινα. Και καθώς μοιάζει να πλημμυρίζει το είναι του από εσωτερική μοναξιά, αλλά και μεγάλη πληρότητα, μπορεί να διεισδύει στα εσώτερα της ανθρώπινης ψυχής και της ανθρώπινης ύπαρξης σε όλες της σχεδόν τις εκδοχές και σε όλες τις ψυχικές της διακυμάνσεις και μεταπτώσεις. Δεσπόζει βέβαια η βαθιά κατανόηση του ανθρώπου και κυρίως του μοναχικού και του πονεμένου. Ο άνθρωπος της μοναξιάς βρίσκει καταφύγιο μέσα του. Γιατί

«Αν δεν είδες άνθρωπο σε μπαλκόνι
να θαυμάζει το κενό
θα πει πως δεν εγνώρισες
τα στοιχειώδη της ζωής:
την πλήξη
την απόγνωση
τη νοσταλγία» (σελ. 171).
Και περικλείει πολλή συμπάθεια και μεγάλη αγάπη για τον μοναχικό άνθρωπο η ψυχή του: «Δεν υπάρχει πιο πένθιμο θέαμα
από το να δεις άνθρωπο να τρώει μόνος του» θα πει (σελ. 150). Κι αυτό το αίσθημα της μοναξιάς φαίνεται να είναι το φρικτότερο των αισθημάτων.
«Η μοναξιά είναι μια αρρώστια
που παραμορφώνει
όχι μονάχα πρόσωπα
αλλά και τα έπιπλα και τα σπίτια» (σελ. 167).

Και ιδού η απόδειξη από το ποίημα Καστελλόριζο:
«Τα ερειπωμένα τώρα σπίτια δεν αναπνέουν
μήτε τολμάς να ψάξεις για πορτοπαράθυρα
όμως ολόλευκοι όγκοι σιωπής
με προτεταμένα μπαλκόνια στο πέλαγο
σαν στήθη που δεν ολοκλήρωσαν το θηλασμό
επικαλούνται τα ναυαγισμένα καΐκια…» (σελ. 141)

Κρυφή επιθυμία να εξοντωθεί αυτό το απεχθές αίσθημα που εξοντώνει τα πάντα. Γι’ αυτό ο καπνιστής καθώς στρίβει το τσιγάρο του καθισμένος μόνος του στο παγκάκι …
«Κάποια στιγμή τα δάχτυλα ξεχάστηκαν
κι άρχισαν να πιέζουν ασφυκτικά το τσιγάρο
λες και ο ταλαίπωρος νόμιζε ασυναίσθητα
πως έσφιγγε της μοναξιάς το λαρύγγι» (σελ. 191).

Αυτόν λοιπόν τον άνθρωπο της μοναξιάς και της απόγνωσης προσπαθεί να περιθάλψει και ως ιερωμένος και ως ποιητής. Τον δικό του πόνο κάνει τραγούδι, σ’ αυτόν αφιερώνει μεγάλο μέρος της ζωής και της ποίησής του. Ωστόσο όταν μιλάει για θάνατο, μιλά με τον ήρεμο λόγο του αυτονόητου, του αναμενόμενου, του βέβαιου που δεν προκαλεί αρνητικά συναισθήματα, αφού

«… όσο συχνότερα πεθαίνεις
τόσο βαθύτερα ζεις» (σελ. 156).

Και, συχνά, όταν μιλάει για το θάνατο -«τη μόνη απροσποίητη χειρονομία μας»- ο λόγος του είναι λόγος για τη ζωή. Συχνά δηλαδή ζωή και θάνατος συμπλέκονται σε μια υπερβατική κατάσταση. Και φαίνεται πως αυτοί οι άνθρωποι που δεν ενδίδουν σε τέτοιες διακρίσεις είναι ακριβώς αυτοί που θαυμάζει ο ποιητής. Έτσι μιλάει με πολύ θαυμασμό για τον καπετάνιο που πίνει απ’ την ίδια κούπα κρασί (δηλαδή ζωή) και θάνατο:

«Ο καπετάνιος που πεθαίνει στη στεριά
με την ψυχή λησμονημένη στο καϊκι
ήξερε να μεθά και να κινδυνεύει
πίνοντας απ’ την ίδια κούπα κρασί και θάνατο» (σελ. 207).
Επιφυλάξεις διατηρεί μόνο όταν ο θάνατος απειλεί αυτούς που δεν γνώρισαν ακόμη τη ζωή, τα παιδιά και τους έφηβους. Κι είναι κι αυτό ακόμη μια ένδειξη της εγγύτητας του ενός με το άλλο, της ταυτότητας και της διάκρισης των εννοιών της ζωής και του θανάτου. Έτσι συμβουλεύει:
«Μην πείτε στα παιδιά πως οι μεγάλοι πεθαίνουν
γιατί θα φοβηθούν να μεγαλώσουν» (σελ. 175). Κι όταν
ο θάνατος αναφέρεται στο στον έφηβο, δηλαδή τον
«νέο άνθρωπο που δεν πρόλαβε να σταθεί
και να ριζώσει έστω για λίγο στον ρέοντα κόσμο», ο ποι
ητής θέλει απλώς να εκφράσει τη θλίψη του γιατί «ο έφη
βος κεραυνοβολήθηκε
καθώς βρισκόταν εν καλπασμώ
προς το φως…» (σελ. 167-168).

Με την ίδια άνεση τραγουδά, έστω και σπανιότερα, τις χάρες και τις χαρές της ζωής. Έτσι μιλά με τη λεβεντιά του δεξιοτέχνη χορευτή για τον «πεντοζάλη άνεμο που τρώει/ τα σωθικά του Κρητικού στην ξενιτιά» (σελ. 56). Κι ακόμη εκφράζεται με κάποια περιφρόνηση, για τους δειλούς και τους άτολμους, γι’ αυτούς που στην κρίσιμη ώρα αντί να πάρουν θέση ξεκάθαρη, κάνουν αυτό που βολεύει κάθε φορά, δηλαδή κοινώς «κάνουν την πάπια», θέλοντας να διδάξει πως πρέπει να τολμάς, να παραμένεις αταλάντευτος.
«Αλίμονο σ’ αυτούς
που δεν αμφισβητήθηκαν
γιατί θα πει πως ταυτιστήκαν
μ’ όλους τους ανθρώπους
Αλίμονο σ’ αυτούς
που δεν διώχτηκαν
γιατί θα πει πως δεν πολέμησαν
μήτε με σκιές….» (σελ. 117).

Μάνα και Παναγιά φαίνεται να συγκινούν ιδιαίτερα τον ιερωμένο ποιητή και αποτελεί αυτό ένα ακόμη κοινό σημείο με τον Μεγάλο Αλλοδαπό της Αθήνας, τον Άγιο των Ελληνικών Γραμμάτων, Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Οι δυο τους χωρίς να ταυτίζονται φαίνεται να έχουν πολλά κοινά σημεία. Κι αυτή η αδυναμία προς τη μάνα γίνεται και για τον ιερωμένο ποιητή συχνά λόγος ποιητικός. Πολλά τα ποιήματα που μιλάνε για Κείνη την φτωχιά και περήφανη μάνα, αυτήν που ήξερε να θυσιάζεται για «να θρέψει τα λιμώττοντα ορφανά Της». Τη μάνα που

«Ήτανε μαραμένα τα χέρια Της
σαν άνθη που τα κόψαν την αυγή
και τα λησμόνησαν
χωρίς νερό στο ανθογυάλι» (σελ. 37).
Ακόμη κι όταν αυτή πια δεν υπάρχει, εκείνος προσπαθεί καρτερικά μια μάταιη επικοινωνία μαζί της.
«Αν και ξέρω πως λείπεις
και το τηλέφωνό σου δεν θ’ απαντήσει
σχηματίζω αργά, τελετουργικά τον αριθμό
που μεσίτευε άλλοτε τη φωνή σου
έχοντας την ικανοποίηση του τυφλού
που χτυπά το ραβδί
και νομίζει πως βλέπει το δρόμο.
Παρόλο που έφυγες
και ξέρω πως δεν θα γυρίσεις
μιλώ στο κενό χωρίς να φοβούμαι
πως τα λόγια μου πάνε χαμένα
γιατί γνωρίζω πως συλλαβίζοντας τ’ όνομά σου
σου εξασφαλίζω μια μορφή αθανασίας
παράλληλα στη θλίψη και στο θάνατο…» (σελ. 23).

Και σε ένα άλλο ποίημα ανοίγει μαζί της άλλο διάλογο:

Επιμνημόσυνο
«Γιατί νομίζεις σου ΄βαλα το κάδρο;
απλούστατα
για να μην απλωθεί η μορφή Σου
σ’ ολόκληρο τον τοίχο
για να μην εκταθεί η μορφή Σου
μέσα κι έξω απ’ το σπίτι
και δεν μπορούν πια να Σ’ αγκαλιάζουν
τα δακρυσμένα μάτια μου …» (σελ. 40).
Ας μου επιτρέψει ο Αρχιεπίσκοπος τη δική μου έμμετρη απάντηση στο πρόσωπό του:
Στον Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας ΣΤΥΛΙΑΝΟ
Και νομίζεις θα βρεθεί στ’ αλήθεια κάδρο
να θέσει όρια στη μορφή Σου;
Απλούστατα
και με χίλια κάδρα
η μορφή Σου θ’ απλώνεται απεριόριστα στους τοίχους.
Με χίλια κι άλλα χίλια κάδρα
η μορφή Σου θα εκτείνεται μέσα κι έξω απ’ το σπίτι
και θ’ αγκαλιάζει τους ουρανούς και το Σύμπαν.
Και χίλια κι άλλα χίλια μάτια
θα Σ’ ατενίζουν βουρκωμένα
αναζητώντας ταπεινά το
έλεος και την ελπίδα στο πρόσωπό Σου.

Θα μπορούσε κανείς να πει χίλια κι άλλα χίλια λόγια για τον μεγάλο νεοέλληνα ποιητή. Και είναι μεγάλος γιατί έχει τη δική του ταυτότητα. Μπορεί κάποιοι στίχοι του να θυμίζουν καμιά φορά Καβάφη ή Βρεττάκο, αλλά ο Αρχιεπίσκοπος είναι ο εαυτός του. Έχει τη δική του ποίηση, τη δική του ποιητική ταυτότητα, όπως διαμορφώθηκε από τη μακροχρόνια ποιητική του δημιουργία. Αυτήν την ποιητική του ταυτότητα υπηρετεί με συνέπεια και συνέχεια. Έτσι ο ιερωμένος ποιητής δεν περιορίζεται μόνο να ιερουργεί από το Άγιο Βήμα, Άξιος και Πανάξιος λειτουργός του Κυρίου, αλλά το ίδιο άξια και πανάξια ιερουργεί την Τέχνη από την ωραία πύλη της ποιήσεως, γιατί όπως θα ομολογήσει ο ίδιος το ποίημα είναι οδύνη, το ποίημα είναι πάθημα.

«Το ποίημα συλλέγεται με χούφτες τρεμάμενες
όπως τα δάκρυα στο μαντήλι

το μαργαριτάρι από πληγωμένο κοχύλι» (σελ. 204).
Του ευχόμαστε να έχει υγεία για να ιερουργεί πολλά χρόνια ακόμη και στους δύο ναούς: Το ναό του Κυρίου και το ναό της ποίησης.