Archive for Μαρτίου 2023
Κανονας Ἀκαθὶστου Ὓμνου (Στανὶτσας)
31 Μαρτίου, 2023Κυριακή Δ΄ Νηστειών (Μάρκ. 9,17-31)
26 Μαρτίου, 2023Τῷ καιρῷ ἐκείνω, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ, γονυπετῶν αὐτῷ καὶ λέγων·
17. διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον.
18. καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ῥήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν.
19. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν.
20. καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων.
21. καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· παιδιόθεν.
22. καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ’ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ’ ἡμᾶς.
23. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι.
24. καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ.
25. ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος, ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν.
26. καὶ κράξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν.
27. ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη.
28. Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτὸν κατ’ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό.
29. καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ.
30. Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ·
31. ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.
Εἰς τὴν Δ΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν
26 Μαρτίου, 2023Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς
ὅπου γίνεται λόγος καὶ γιὰ τὴν ἐπιμέλεια τῶν ἐσωτερικῶν λογισμῶν
1. Πολλὲς φορὲς ὡμίλησα πρὸς τὴν ἀγάπη σας περὶ νηστείας καὶ προσευχῆς, ἰδιαιτέρως μάλιστα αὐτὲς τὶς ἱερὲς ἡμέρες· ἐναπέθεσα ἀκόμη στὶς φιλοθέες ἀκοὲς καὶ ψυχὲς σας ποιὰ δῶρα προσφέρουν στοὺς ἐραστές των καὶ πόσων ἀγαθῶν πρόξενοι γίνονται σʼ αὐτοὺς ποὺ τὶς ἀσκοῦν, πράγμα ποὺ ἐπιβεβαιώνεται γιʼ αὐτὲς κυρίως ἀπὸ τὴν φωνὴ τοῦ Κυρίου ποὺ ἀναγινώσκεται σήμερα στὸ εὐαγγέλιο.
Ποιὰ δὲ εἶναι αὐτά; Εἶναι μεγάλα, τὰ μεγαλύτερα ὅλων θὰ λέγαμε· διότι ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα μποροῦν νὰ παράσχουν καὶ ἐξουσία κατὰ πονηρῶν πνευμάτων, ὥστε νὰ τὰ ἐκβάλλουν καὶ νὰ τὰ ἀπελαύνουν, καὶ τοὺς δαιμονισμένους νὰ τοὺς ἐλευθερώνουν ἀπὸ τὴν ἐπήρειά τους.
Ὅταν πραγματικὰ οἱ μαθηταὶ εἶπαν πρὸς τὸν Κύριο περὶ τοῦ ἀλάλου καὶ κωφοῦ δαιμονίου, ὅτι «ἐμεῖς δὲν μπορέσαμε νὰ τὸ ἐκβάλουμε», εἶπε πρὸς αὐτοὺς ὁ Κύριος· «τοῦτο τὸ γένος δὲν ἐκδιώκεται, παρὰ μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία».
2. Ἴσως γιʼ αὐτό, μετὰ τὴν προσευχὴ ἐπάνω στὸ ὅρος καὶ τὴν κατʼ αὐτὴν ἐμφάνισι τῆς θεϊκῆς αὐγῆς, κατέβηκε ἀμέσως καὶ ἦλθε στὸν τόπο, ὅπου εὑρισκόταν ὁ κατεχόμενος ἀπὸ τὸν δαίμονα ἐκεῖνον. Λέγει δηλαδὴ ὅτι, ἀφοῦ παρέλαβε τοὺς ἐγκρίτους μαθητάς, ἀνέβηκε στὸ ὅρος νὰ προσευχηθῆ καὶ ἔλαμψε σὰν ὁ ἥλιος, καὶ ἰδοὺ ἐφάνηκαν νὰ συνομιλοῦν μὲ αὐτὸν ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας, οἱ ἄνδρες ποὺ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον ἄσκησαν τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία, δεικνύοντας καὶ διὰ τῆς παρουσίας των στὴν προσευχὴ τὴν συμφωνία καὶ ἐναρμόνισι μεταξὺ προσευχῆς καὶ νηστείας, ὥστε κατὰ κάποιον τρόπο ἡ νηστεία νὰ συνομιλῆ μὲ τὴν προσευχὴ ὁμιλώντας πρὸς τὸν Κύριο.
Ἐὰν ἡ φωνὴ αἵματος τοῦ φονευθέντος Ἄβελ βοᾶ πρὸς τὸν Κύριο, καθὼς λέγει αὐτὸς πρὸς τὸν Κάιν, ὅπως ἐμάθαμε ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Μωυσέως, πάντως καὶ ὅλα τὰ μέρη καὶ μέλη τοῦ σώματος, κακοπαθοῦντα μὲ τὴν νηστεία, θὰ βοήσουν πρὸς τὸν Κύριο καί, συνομιλώντας μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ νηστεύοντος καὶ περίπου συμπροσευχόμενα, δικαίως θὰ τὴν καταστήσουν εὐπροσδεκτικώτερη καὶ θὰ δικαιώσουν αὐτὸν ποὺ ὑφίσταται ἑκουσίως τὸν κόπο τῆς νηστείας.
Μετὰ λοιπὸν τὴν προσευχὴ καὶ τὴν κατὰ θεῖο τρόπο λάμψι, ἀφοῦ ὁ Κύριος κατέβηκε ἀπὸ τὸ ὅρος, ἔρχεται πρὸς τὸν ὄχλο καὶ τοὺς μαθητές, στοὺς ὁποίους ὡδηγήθηκε ἐκεῖνος ὁ κατειλημμένος ἀπὸ τὸ δαιμόνιο, ὥστε, ὅπως ἔδειξε ἐπάνω στὸ ὄρος ὅτι ἐκεῖνο ἦταν βραβεῖο νηστείας καὶ προσευχῆς, ὄχι μόνο μεγάλο ἀλλὰ καὶ ἐπάνω ἀπὸ τὸ μεγάλο (πραγματικὰ ἔδειξε ὅτι ἡ θεία λαμπρότης ὑπῆρξε ἄθλον αὐτῶν), ἔτσι, ἀφοῦ κατεβῆ, θὰ ἐπιδείξη ὅτι ἔπαθλο τούτων εἶναι καὶ ἡ ἰσχὺς κατὰ τῶν δαιμόνων.
3. Ἀλλά, ἐπειδὴ κατὰ τὴν παροῦσα Κυριακὴ τῶν ἱερῶν νηστειῶν εἶναι συνήθεια νʼ ἀναγινώσκεται στὴν ἐκκλησία ἡ διήγησις περὶ τοῦ θαύματος τούτου, ἂς ἐξετάσουμε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὅλη τὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ τὸ περιγράφει. Μόλις λοιπὸν ἦλθε ὁ Ἰησοῦς πρὸς τοὺς μαθητάς καὶ τοὺς παρευρισκομένους μὲ αὐτοὺς κιʼ ἐρώτησε, τί συζητεῖτε, κάποιος ἀπὸ τὸ πλῆθος εἶπε· «διδάσκαλε, ἔφερα σὲ σένα τὸν υἱό μου ποὺ ἔχει πνεῦμα ἄλαλο καὶ ὅπου τὸν καταλάβη, τὸν συγκλονίζει καὶ αὐτὸς ἀφρίζει καὶ τρίζει τὰ δόντια του καὶ ξηραίνεται».
4. Πῶς λοιπὸν ἄφριζε αὐτὸς κιʼ ἔτριζε τὰ δόντια κιʼ ἐξηραινόταν; Τοῦ δαιμονισμένου πάσχει πρῶτο καὶ περισσότερο ἀπὸ ὅλα τὰ μόρια τοῦ σώματος ὁ ἐγκέφαλος· διότι ὁ δαίμων χρησιμοποιεῖ ὡς ὄχημα τὸ ψυχικὸ πνεῦμα ποὺ εὑρίσκεται σʼ αὐτὸν καὶ ἀπὸ αὐτὸ σὰν ἀκρόπολι καταδυναστεύει ὅλο τὸ σῶμα.
Ὅταν δὲ πάσχη ὁ ἐγκέφαλος, ἀφήνεται ἀπὸ ἐκεῖ μία ροὴ πρὸς τὰ νευρὰ καὶ τοὺς μῦς τοῦ σώματος ἀφρώδης καὶ φλεγματώδης, ποὺ φράσσει τὶς διεξόδους τοῦ ψυχικοῦ πνεύματος· καὶ ἀπὸ αὐτὸ προκαλεῖται κλονισμὸς καὶ ρῆξις καὶ ἀκουσία κίνησις σὲ ὅλα τὰ αὐτόβουλα μόρια, μάλιστα δὲ στὶς γνάθους, ποὺ πλησιάζουν περισσότερο στὸ μόριο ποὺ ἔπαθε πρῶτο.
Καθὼς τὸ ὑγρὸ ρέει περισσότερο πρὸς τὸ στόμα λόγω τῆς χωρητικότητος τῶν πόρων καὶ τῆς ἐγγύτητος πρὸς τὸν ἐγκέφαλο, ἐπειδὴ ἐξ αἰτίας τῆς ἄτακτης κινήσεως τῶν ὀργάνων ἡ ἀναπνοὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἐκπνευσθῆ ἀθρόα, ἀλλὰ καὶ ἀνακατεύεται μὲ τὸ πλῆθος τοῦ ὑγροῦ, δημιουργεῖται στοὺς πάσχοντας ἀφρός. Ἔτσι ὁ δαίμων ἐκεῖνος ἄφριζε καὶ ἔτριζε τὰ δόντια, ποὺ προσέκρουαν μεταξύ τους φοβερὰ κι ἔσφιγγαν μὲ μανία. Ἐξηραινόταν δὲ ἔπειτα ἀπὸ τὴν σφοδροτέρα ἐπήρεια τοῦ δαιμονίου.
Ὅπως οἱ ἀτμοὶ ποὺ κινοῦνται ἀπὸ τὴν θέρμη τῆς ἡλιακῆς ἀκτίνας, ἂν αὐτὴ εἶναι σφοδροτέρα, πάλι ἀφανίζονται ἀπὸ αὐτὴν διασκορπιζόμενοι τελείως, ἔτσι καὶ ἡ ὑγρότης ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὰ σπλάγχνα μὲ τὴν ἐπήρεια τοῦ δαίμονος, ἂν αὐτὴ εἶναι σφοδρότερα, σὲ λίγο δαπανᾶται καὶ ἡ ἔμφυτη ὑγρασία τῆς σάρκας κι ἐκεῖνος ὁ δαιμονισμένος καταξηραίνεται.
5. Ὁ πατέρας τοῦ δαιμονισμένου προσέθεσε πρὸς τὸν Κύριο, ὅτι εἶπε στοὺς μαθητές νὰ τὸ ἐκβάλουν καὶ δὲν κατώρθωσαν· ὁ δὲ Κύριος, ἀποτεινόμενος ὄχι πρὸς αὐτὸν ἀλλὰ καὶ πρὸς ὅλους, λέγει, «ὢ γενεὰ ἄπιστη, ἕως πότε θὰ εἶμαι μέ σᾶς, ἕως πότε θὰ σᾶς ἀνεχθῶ;». Μοῦ φαίνεται ὅτι οἱ παρόντες τότε Ἰουδαῖοι, λαμβάνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν μπόρεσαν νὰ ἐκβάλουν τὸν δαίμονα οἱ μαθηταί, θὰ ἐβλασφήμησαν κάπως.
Τί δὲν θὰ ἔλεγαν, ἀφοῦ εὐρῆκαν ἀφορμή, αὐτοὶ πού, καὶ ὅταν ἐτελοῦνταν θαύματα, δὲν ἄφηναν τὶς βλασφημίες; Γνωρίζοντας λοιπὸν ὁ Κύριος τούς γογγυσμοὺς καὶ τοὺς ὀνειδισμοὺς τούτων, τοὺς ἐξελέγχει καὶ τοὺς καταισχύνει, ὄχι μόνο μὲ λόγους ἐπιτιμητικούς, ἀλλὰ καὶ μὲ πράξεις καὶ λόγια γεμάτα φιλανθρωπία.
Πραγματικὰ προστάσσει, φέρετε τὸν ἐδῶ σʼ ἐμένα, καὶ τὸν ἔφεραν, καὶ μόλις τὸ δαιμόνιο εἶδε τὸν Κύριο ἐσπάραξε τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔπεσε κι ἐκυλιόταν ἀφρίζοντας· διότι τοῦ ἐπιτρεπόταν νὰ καταστήση φανερὰ τὴν κακία του.
6. Ὁ δὲ Κύριος ἐρώτησε τὸν πατέρα τοῦ παιδιοῦ, «ἀπὸ πόσον χρόνο τοῦ συνέβηκε τοῦτο;». Αὐτὴν τὴν ἐρώτησι τὴν κάμει ὁ Κύριος, γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήση πρὸς τὴν πίστι καὶ τὴν μὲ πίστι παράκλησι. Τόσο ἀπεῖχε ἀπὸ τὴν πίστι ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ὥστε νὰ μὴ παρακαλῆ οὔτε ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τοῦ παιδιοῦ. Γιʼ αὐτὸ δὲν παρακάλεσε καθόλου οὔτε τοὺς μαθητάς· «τοὺς εἶπα», λέγει, «νὰ τὸν ἐκβάλουν»· δὲν ἐγονάτισε, δὲν ἱκέτευσε, δὲν παρακάλεσε. Ἀλλὰ δὲν φαίνεται οὔτε τὸν Κύριο νὰ παρακάλεσε ἀκόμη.
Γιʼ αὐτὸ ὁ Κύριος, ἀφήνοντας τὸ παιδὶ ποὺ ἦταν ἐλεεινῶς ξαπλωμένο ἐμπρὸς στὰ μάτια του, συζητεῖ μʼ ἐκεῖνον, ἐρωτώντας τὸν χρόνο τοῦ πάθους καὶ προκαλώντας τὸν πρὸς τὴν παράκλησι. Αὐτὸς δὲ ἀποκρίνεται ὅτι τοῦ συμβαίνει ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία καὶ ὅτι πολλὲς φορὲς τὸν ἔβαλε στὴ φωτιὰ καὶ στὰ ὕδατα, γιὰ νὰ τὸν ἀφανίση, καὶ προσθέτει· «ἀλλʼ ἂν μπορῆς, λυπήσου μας καὶ βοήθησέ μας».
7. Βλέπετε, πόση εἶναι ἡ ἀπιστία τοῦ ἀνθρώπου; Διότι αὐτὸς ποὺ λέγει, ‘ἂν μπορῆς’, φυσικὰ φανερώνει ὅτι δὲν πιστεύει ὅτι μπορεῖ ὁ ἄλλος. Ὁ δὲ Κύριος εἶπε, «ἂν μπορῆς νὰ πιστεύσης, ὅλα εἶναι δυνατὰ στὸν πιστεύοντα»· τὸ λέγει δὲ τοῦτο ὄχι ἀγνοώντας τὴν ἀπιστία ἐκείνου, ἀλλὰ προβιβάζοντάς τον βαθμιαίως στὴν πίστι καὶ συγχρόνως δεικνύοντας ὅτι αἰτία ποὺ δὲν ἔβγαλαν οἱ μαθηταὶ τὸν δαίμονα εἶναι ἡ ἀπιστία του.
Πρόσεξε δὲ τὸν εὐαγγελιστή· δὲν λέγει ὅτι ὁ Κύριος εἶπε πρὸς τὸν πατέρα τοῦ παιδιοῦ «ἂν μπορῆς νὰ πιστεύσης», διότι πάντοτε ὁ Κύριος ἀπαιτεῖ τὴν πίστι ἀπὸ τοὺς ζητοῦντας τὶς θεραπεῖες· ἀφοῦ ἦταν δεσπότης καὶ κηδεμὼν καὶ τῶν ψυχῶν, ἐφρόντιζε νὰ θεραπευθοῦν κιʼ αὐτὲς διὰ τῆς πίστεως· ἀλλʼ ἐκεῖνος ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ, μόλις ἄκουσε ὅτι στὴν πίστι του ἀκολουθεῖ ἡ ἴασις, ἔλεγε μὲ δάκρυα· «πιστεύω, Κύριε, βοήθησε τὴν ἀπιστία μου».
Βλέπετε ἀρίστη προκοπὴ ἠθῶν; Διότι ὄχι μόνο ἐπίστευσε περὶ τῆς θεραπείας τοῦ παιδιοῦ, ἀλλʼ ὅτι ὁ Κύριος μπορεῖ νὰ κατανικήση καὶ τὴν ἀπιστία του, ἂν θελήση. Ἐνῶ δὲ ὁ ὄχλος ἐπάνω σʼ αὐτὰ τὰ λόγια συνέρρεε, ἐπετίμησε, λέγει, ὁ Κύριος τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα, λέγοντάς του· «τὸ ἄλαλο καὶ κωφὸ πνεῦμα, ἐγὼ σὲ διατάσσω, ἔξελθε ἀπὸ αὐτὸν καὶ νὰ μὴ εἰσέλθης ποτὲ πάλι σʼ αὐτόν».
8. Τὸ δαιμόνιο τοῦτο φαίνεται ὅτι εἶναι φοβερώτατο καὶ θρασύτατο· τὴν δὲ θρασύτητά του ἀποδεικνύει ἡ σφοδρότης τῆς ἐπιτιμήσεως καὶ ἡ παραγγελία νὰ μὴ εἰσέλθη ἄλλη φορά πλέον διότι, ὅπως φαίνεται, χωρὶς τὴν παραγγελία αὐτὴ μποροῦσε νὰ ἐπιστρέψη πάλι μετὰ τὴν ἐκβολή.
Ἐξ ἄλλου εἶχε κατεξουσιάσει σὲ μεγάλη ἔκτασι τὸν ἄνθρωπο, ἦταν δυσκολοαπόσπαστο, ἔμενε κωφὸ καὶ ἄλαλο, ὥστε νὰ μνὴ ἐπαρκῆ ἡ φύσις νὰ ἐξυπηρετῆ τὴν ὑπερβολική του μανία, γιʼ αὐτὸ καὶ εἶχε καταντήσει τελείως ἀναίσθητη, διότι λέγει, «ἀφοῦ ἔκραξε καὶ τὸν ἐσπάραξε δυνατά, ἐξῆλθε· ὁ δὲ ἄνθρωπος ἔγινε σὰν νεκρός, ὥστε πολλοὶ νὰ λέγουν ὅτι ἀπέθανε».
Ἡ δὲ κραυγὴ δὲν ἀντίκειται πρὸς τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ δαιμόνιο ἦταν ἄλαλο· διότι ἡ μὲν λαλιὰ εἶναι φωνὴ σημαντικὴ κάποιας ἐννοίας, ἡ δὲ κραυγὴ εἶναι ἄσημη φωνή. Ἀφήνεται δὲ τὸ δαιμόνιο νὰ σπαράξη τὸν ἄνθρωπο τόσο πολὺ καὶ νὰ τὸν καταστήση σὰν νεκρό, γιὰ νὰ φανερωθῆ ὅλη ἡ κακία του.
Ὁ Κύριος λοιπόν, πιάνοντας τὸ χέρι τοῦ ἀνθρώπου, τὸν ἀνήγειρε, ὥστε ἐσηκώθηκε, δεικνύοντας ἔτσι ὅτι ἔχει πολλὴ ἐνέργεια· τὸ ὅτι τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι ἦταν ἐκδήλωσις τῆς κτιστῆς ἰδικῆς μας ἐνεργείας, τὸ δὲ ὅτι τὸν ἀνέστησε ἀπηλλαγμένο ἀπὸ πάθη ἦταν ἐκδήλωσις τῆς ἄκτιστης καὶ θείας καὶ ζωαρχικὴς ἐνεργείας.
9. Ὅταν δὲ ἔπειτα οἱ μαθηταὶ ἐρώτησαν ἰδιαιτέρως, «γιατί ἐμεῖς δὲν μπορέσαμε νὰ τὸ βγάλουμε;», εἶπε πρὸς αὐτοὺς ὅτι τοῦτο τὸ δαιμόνιο «δὲν μπορεῖ νὰ ἐξέλθη μὲ τίποτε ἄλλο, πλὴν τῆς προσευχῆς καὶ τῆς νηστείας». Λέγουν λοιπὸν μερικοὶ ὅτι αὐτὴ ἡ προσευχὴ καὶ ἡ νηστεία πρέπει νὰ γίνονται ἀπὸ τὸν πάσχοντα·
δὲν εἶναι ὅμως σωστὸ αὐτό, διότι ὁ ἐνεργούμενος ἀπὸ πονηρὸ πνεῦμα, καὶ μάλιστα τόσο φοβερό, ἀφοῦ εἶναι ὄργανο ἐκείνου καὶ καταδυναστεύεται ἀπὸ ἐκεῖνο, πῶς θὰ μποροῦσε νὰ προσευχηθῆ ἢ νηστεύση ἐπωφελῶς γιὰ τὸν ἑαυτό του;
10. Φαίνεται ὅτι τὸ δεινότατο τοῦτο δαιμόνιο εἶναι τῆς ἀκολασίας, ἀφοῦ ἄλλοτε μὲν ρίπτει τὸν κατειλημμένο στὴ φωτιὰ (διότι τέτοιοι εἶναι οἱ ἀλλόκοτοι καὶ ἀναίσθητοι ἔρωτες), ἄλλοτε δὲ τὸν βυθίζει στὰ ὕδατα διὰ τῆς ἀδηφαγίας καὶ τῶν ἀμέτρων καὶ ἀφθόνων πότων καὶ συμποσίων.
Εἶναι δὲ καὶ σʼ αὐτοὺς κωφὸ καὶ ἄλαλο τὸ δαιμόνιο τοῦτο, διότι αὐτὸς ποὺ πείθεται στὶς ὑποβολὲς τοιούτου δαιμονίου δὲν ὑποφέρει εὔκολα νʼ ἀκούη καὶ νὰ λαλῆ τὰ θεῖα. Ἀλλʼ ὅμως ὅταν κανεὶς δὲν ἔχη ἐνοικισμένο τὸ πονηρὸ αὐτὸ πνεῦμα, ἀλλὰ φέρεται ἀπὸ τὶς ὑποβολὲς ἐκείνου, ὅταν ἀνασηκωθῆ πρὸς ἐπιστροφὴ (διότι ἔχει τὸ αὐτεξούσιο), χρειάζεται προσευχὴ καὶ νηστεία, ὥστε μὲ τὴν νηστεία μὲν νὰ χαλινώση τὸ σῶμα καὶ καταστείλη τὶς ἐπαναστάσεις του, διὰ τῆς προσευχῆς δὲ νὰ ἀδρανοποιήση καὶ κατευνάση τὶς προλήψεις τῆς ψυχῆς καὶ τοὺς λογισμοὺς ποὺ ἐρεθίζουν πρὸς τὸ πάθος· κι ἔτσι, ἀπελαύνοντας μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία τὴν σατανικὴ προσβολὴ καὶ ἐπήρεια, νὰ κυριαρχήση τὸ πάθος.
Ὅταν ὅμως δὲν ἐνεργῆται ἁπλῶς ἀπὸ τὴν ὑποβολὴ τοῦ δαίμονος, ἀλλʼ ἔχει ἔνοικο τὸν ἴδιον τὸν δαίμονα, οὔτε κατὰ τὰ ἀνθρώπινα πλέον πάσχει οὔτε ὁ ἴδιος μπορεῖ νὰ πράξη κάτι πρὸς θεραπεία του, ἀλλʼ ὅ,τι θὰ ἔπραττε ἐκεῖνος, ἂν εἶχε ἐλεύθερο νοῦ, τοῦτο, πραττόμενο ὑπὲρ αὐτοῦ ἀπὸ τοὺς ἐλευθέρους, καὶ μάλιστα κατόχους θείου Πνεύματος, θὰ συντέλεση μεγάλως πρὸς τὴν ἐκβολὴ τοῦ δαίμονος.
11. Ἀλλὰ βέβαια δὲν μᾶς ζητεῖται νʼ ἀπελαύνουμε δαίμονες, καὶ ἂν μπορέσουμε ν’ ἀπελάσουμε, κανένα ὄφελος δὲν θὰ προέλθη γιά μᾶς, ἂν ἔχουμε ἀκατάστατο βίο. Διότι, λέγει, «πολλοὶ θὰ μοῦ εἰποῦν ἐκείνη τὴν ἡμέρα· Κύριε, δὲν προφητεύσαμε στὸ ὄνομά σου καὶ δὲν ἐκβάλαμε δαιμόνια στʼ ὄνομά σου; Καὶ θὰ τοὺς ἀπαντήσω· δὲν σᾶς γνωρίζω, ἀπομακρυνθῆτε ἀπὸ κοντά μου ὅσοι ἐργάζεσθε τὴν ἀνομία».
Ἑπομένως πολὺ ἐπωφελέστερο εἶναι νὰ σπεύσουμε νʼ ἀπελάσουμε τὸ πάθος τῆς πορνείας καὶ τῆς ὀργῆς, τοῦ μίσους καὶ τῆς ὑπερηφανείας, ἀπὸ τὸ νὰ ἐκβάλλουμε δαιμόνια. Πραγματικά, δὲν ἀρκεῖ μόνο νʼ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴ σωματικὴ ἁμαρτία, ἀλλὰ πρέπει νὰ καθάρωμε καὶ τὴν ἐνέργεια ποὺ οἰκουρεῖ μέσα στὴν ψυχή. Διότι οἱ κακοὶ διαλογισμοὶ ἐκπορεύονται ἀπὸ τὴν καρδιά μας, μοιχεῖες, πορνεῖες, φόνοι, κλοπές, πλεονεξίες καὶ τὰ παρόμοια (αὐτὰ δὲ εἶναι ποὺ κινοῦν τὸν ἄνθρωπο), καὶ «αὐτὸς ποὺ κυττάζει γυναίκα μὲ πόθο, ἤδη τὴν ἐμοίχευσε στὴν καρδιά του».
Ὅταν ἀπρακτῆ τὸ σῶμα εἶναι δυνατὸ νὰ ἐνεργῆται ἡ ἁμαρτία νοερῶς· ὅταν δὲ ἡ ψυχὴ ἀποκρούη ἐσωτερικῶς τὴν προσβολὴ τοῦ πονηροῦ διὰ προσευχῆς καὶ προσοχῆς καὶ μνήμης θανάτου, διὰ τῆς κατὰ τὸν Θεὸ λύπης καὶ τοῦ πένθους, τότε τῆς ἁγιωσύνης συμμετέχει καὶ τὸ σῶμα, ἀποκτώντας τὴν ἀπραξία στὰ κακά. Κι αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ λέγει ὁ Κύριος ὅτι αὐτὸς ποὺ ἐκαθάρισε τὸ ἀπʼ ἔξω τοῦ ποτηριοῦ, δὲν καθάρισε καὶ τὸ ἐσωτερικό, ἀλλὰ καθαρίσατε τὸ ἐσωτερικό του ποτηριοῦ, κι ἔτσι θὰ εἶναι καθαρὸ ὁλόκληρο.
Πραγματικὰ καταβάλλοντας κάθε φροντίδα ὥστε νὰ εἶναι κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἡ ἐσωτερική σου ἐργασία, θὰ νικήσης τὰ ἐξωτερικὰ πάθη· διότι ἐὰν ἡ ρίζα εἶναι ἁγία καὶ οἱ κλάδοι θὰ εἶναι ἅγιοι, ἐὰν εἶναι ἡ ζύμη, θὰ εἶναι καὶ τὸ φύραμα. «Νὰ περιπατῆτε κατὰ τὸ πνεῦμα», λέγει ὁ Παῦλος, «καὶ νὰ μὴ ἐκτελῆτε ἐπιθυμία σαρκός».
12. Γιʼ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς δὲν κατήργησε τὴν Ἰουδαϊκὴ περιτομή, ἀλλὰ τὴν ἐτελείωσε· διότι αὐτὸς εἶναι ποὺ λέγει, «δὲν ἦλθα νὰ καταλύσω τὸν νόμο, ἀλλὰ νὰ τὸν συμπληρώσω». Πῶς λοιπὸν τὸν συμπλήρωσε; Ὁ νόμος ἐκεῖνος ἦταν σφραγὶς καὶ ὑπόδειγμα καὶ συμβολικὴ διδαχὴ περὶ τῆς περιτομῆς τῶν πονηρῶν λογισμῶν στὴν καρδιά.
Οἱ Ἰουδαῖοι ποὺ δὲν φρόντιζαν γιʼ αὐτὴν ὠνειδίζονταν ἀπὸ τοὺς προφῆτες ὡς ἀπερίτμητοι στὴν καρδιά, ἐμισοῦνταν ἀπὸ τὸν βλέποντα στὴν καρδιὰ καὶ στὸ τέλος ἔγιναν ἀπόβλητοι· διότι ὁ ἄνθρωπος βλέπει στὸ πρόσωπο, ὁ Θεὸς στὴν καρδιά, κι ἐὰν αὐτὴ εἶναι γεμάτη ρυπαροὺς ἢ πονηροὺς λογισμούς, ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος γίνεται ἄξιος θείας ἀποστροφῆς. Γιʼ αὐτὸ πάλι ὁ ἀπόστολος παραινεῖ νὰ κάμωμε τὶς εὐχὲς χωρὶς ὀργὴ καὶ διαλογισμούς.
13. Ὅταν δὲ ὁ Κύριός μας διδάσκη νὰ φροντίσουμε γιὰ τὴν πνευματικὴ περιτομὴ τῆς καρδιᾶς, μακαρίζει τοὺς καθαροὺς στὴν καρδιὰ καὶ τοὺς πτωχοὺς στὸ πνεῦμα καὶ τῆς μὲν καθαρότητος αὐτῆς τονίζει ὅτι ἔπαθλο εἶναι ἡ θεοπτία, στοὺς πτωχοὺς δὲ ὑπόσχεται τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν· πτωχοὺς δὲ λέγει αὐτοὺς ποὺ ζοῦν σὲ ἔνδεια καὶ εὐτέλεια.
Δὲν μακαρίζει δὲ ἁπλῶς τοὺς τοιούτους ἀνθρώπους, ἀλλὰ τοὺς κατὰ τὸ φρόνημα τοιούτους, δηλαδὴ αὐτοὺς πού, ἐξ αἰτίας τῆς ἐσωτερικῆς στὴν καρδιὰ ταπεινώσεως καὶ ἀγαθῆς προαιρέσεως, διαθέτουν ἀναλόγως καὶ τὰ ἐξωτερικά. Ἀπαγορεύει δὲ ὄχι μόνο τὸν φόνο, ἀλλὰ καὶ τὴν ὀργή, καὶ προτάσσει νὰ συγχωροῦμε ἀπὸ καρδιὰ αὐτοὺς ποὺ μᾶς πταίουν καὶ δὲν δέχεται τὸ προσφερόμενο ἀπὸ μᾶς δῶρο, ἂν δὲν συνδιαλλαγοῦμε προηγουμένως κι ἀφήσουμε τὴν ὀργή.
14. Τὸ ἴδιο διδάσκει καὶ γιὰ τὰ πορνικὰ πάθη· διότι καὶ αὐτὴν τὴν ἀπὸ περιέργεια θέα καὶ τὴν ἀπὸ αὐτὴν ἐπιθυμία ἐδίδαξε ὅτι εἶναι μοιχεία στὴν καρδιά· καὶ ἐξετάζοντας αὐτὰ τὰ θέματα γενικώτερα λέγει, ἐὰν τὸ φῶς ποὺ ἔχης μέσα σου, δηλαδὴ ὁ νοῦς καὶ ἡ διάνοια, εἶναι σκότος, γεμάτα ἀπὸ τὶς ἀφώτιστες προσβολὲς τῶν ἀρχόντων τοῦ σκότους, πόσο μᾶλλον τὸ σκότος, δηλαδὴ τὸ σῶμα καὶ ἡ αἴσθησις, τὰ ὁποία δὲν ἔχουν δικό τους νοερὸ φέγγος, γεννητικὸ ἀληθείας καὶ ἀπαθείας;
Ἐὰν δὲ τὸ μέσα σου φῶς εἶναι καθαρό, σὲ περίπτωσι ποὺ δὲν σκοτίζουν τὰ σαρκικὰ φρονήματα, θὰ εἶσαι τελείως φωτεινὸς κατὰ τὴν ψυχή, ὅπως ὅταν σὲ φωτίζη τὸ λυχνάρι μὲ τὴν λάμψι του. Τέτοια εἶναι ἡ περιτομὴ τῆς καρδίας κατὰ τὸ πνεῦμα, διὰ τῆς ὁποίας ὁ Κύριος συμπλήρωσε τὴν κατὰ τὸν νόμο περιτομὴ στὴν σάρκα, ποὺ δόθηκε στοὺς Ἰουδαίους, γιὰ νὰ ὑποσημαίνη ἐκείνην καὶ νὰ ὁδηγῆ πρὸς ἐκείνην.
Ἐπειδὴ δὲ αὐτοὶ δὲν ἐφρόντισαν νὰ τὴν ἀποκτήσουν, ἡ περιτομή τους, ὅπως λέγει ὁ Παῦλος, ἔγινε ἀκροβυστία καὶ ἀποξενώθηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ ποὺ δὲν βλέπει στὸ πρόσωπο, δηλαδὴ στὰ φανερὰ δικαιώματα τῆς σαρκός, ἀλλὰ στὴν καρδιά, δηλαδὴ στὰ ἀφανῆ καὶ μέσα μας κινήματα τῶν λογισμῶν.
15. Ἂς προσέχουμε λοιπὸν κι ἐμεῖς, ἀδελφοί, παρακαλῶ, κι ἂς καθαρίσουμε τὶς καρδιές μας ἀπὸ κάθε μολυσμό, γιὰ νὰ μὴ συμπαρασυρθοῦμε μʼ ἐκείνους ποὺ κατακρίθηκαν. Ἂν ὁ νόμος ποὺ ἐκτέθηκε διὰ τοῦ Μωυσέως «ἐπιβεβαιώθηκε καὶ κάθε παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβε δικαία ἀνταπόδοσι, πῶς θὰ ξεφύγωμε ἐμεῖς ποὺ ἀμελήσαμε γιὰ τὴν σωτηρία μας, ἡ ὁποία ἀρχίζοντας νὰ διακηρύσσεται ἀπὸ τὸν Κύριο διαβιβάσθηκε πρὸς ἐμᾶς ἐγκύρως ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἄκουσαν, ἐνῶ ὁ Θεὸς συνεπεκύρωνε μὲ σημεῖα καὶ τέρατα καὶ ποικίλες δυνάμεις καὶ μὲ διαμερισμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος;».
Ἂς φοβηθοῦμε λοιπὸν τὸν διερευνώντα καρδιὰ καὶ νεφρούς· ἂς ἐξιλεώσουμε τὸν Κύριο τῶν ἐκδικήσεων· ἂς βάλουμε μέσα μας ἔνοικο τὴν εἰρήνη, τὸν ἁγιασμό, τὴν προσευχὴ μὲ κατάνυξι, χωρὶς τὰ ὁποῖα κανεὶς δὲν θὰ ἰδῆ τὸν Κύριο· ἂς ποθήσουμε γεμάτοι πίστι τὴν ὑπεσχημένη ἐκείνη στοὺς καθαροὺς στὴν καρδιὰ θέα, καὶ ἂς πράξουμε τὰ πάντα, γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε αὐτήν, μὲ τὴν ὁποία μαζὶ εἶναι ἡ αἰωνία ζωή, τὸ ἄφθαρτο κάλλος, ὁ ἀδαπάνητος πλοῦτος, ἡ ἀναλλοίωτη καὶ ἀπέραντη τρυφὴ καὶ δόξα καὶ βασιλεία.
16. Αὐτὰ εἴθε νὰ ἐπιτύχουμε ὅλοι ἐμεῖς σʼ αὐτὸν τὸν βασιλέα τῶν αἰώνων Χριστό· στὸν ὁποῖο μόνο πρέπει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ πνεῦμα, στοὺς ἀπεράντους αἰῶνες.
Γένοιτο.
Ευαγγελισμός της Θεοτόκου (έργο του ζωγράφου Α.Φωκα)
24 Μαρτίου, 2023
Ἐσπερινὸς Εὐαγγελισμοῦ Θεοτὸκου (πατριαρχικὸς ναὸς Κωνσταντινοὺπολη)
24 Μαρτίου, 2023Στὸν Στὸν εὐαγγελισμὸ τῆς πανυπέραγνης Δέσποινάς μας Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας
24 Μαρτίου, 2023Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς
1. O ψαλμωδὸς προφήτης, ἀπαριθμώντας τὰ εἴδη τῆς δημιουργίας καὶ καθορώντας τὴν ἀποτεθειμένη σʼ αὐτὰ σοφία τοῦ Θεοῦ, γεμάτος θαυμασμὸ ὁλόκληρος, ἐκεῖ ποὺ ἔγραφε ἀνεφώνησε· «πόσο μεγαλοπρεπῆ εἶναι τὰ ἔργα σου, Κύριε, ὅλα τὰ ἔπλασες μὲ σοφία!».
Σʼ ἐμένα τώρα, πού ἐπιχειρῶ νὰ ἐξαγγείλω κατὰ δύναμι τὴν σαρκικὴ ἐπιφάνεια τοῦ Λόγου πού ἔκτισε τὰ πάντα, ποιὸς λόγος θὰ μοῦ ἀρκέση γιὰ ἐξύμνησι; Ἐὰν πραγματικὰ τὰ ὄντα εἶναι γεμάτα θαῦμα καὶ τὸ ὅτι αὐτὰ προῆλθαν στὴν ὕπαρξι ἀπὸ μὴ ὄντα εἶναι θεῖο καὶ πολυύμνητο, πόσο θαυμασιώτερο καὶ θειότερο εἶναι καὶ πόσο ἀναγκαιότερο εἶναι νὰ ὑμνῆται ἀπὸ μᾶς τὸ νὰ γίνη κάποιο ἀπὸ τὰ ὄντα θεός, καὶ ὄχι ἁπλῶς θεός, ἀλλὰ ὁ ὄντως ὧν Θεός, καὶ μάλιστα ἡ φύσις μας ποὺ δὲν μπόρεσε ἢ δὲν θέλησε οὔτε τὸν χαρακτήρα κατὰ τὸν ὁποῖο ἔγινε νὰ φυλάξη καὶ γιʼ αὐτὸ δικαίως ἀπωθήθηκε στὰ κατώτατα μέρη τῆς γῆς;
Διότι τόσο μεγάλο καὶ θεῖο, τόσο ἀπόρρητο καὶ ἀκατανόητο εἶναι τὸ ὅτι ἡ φύσις μας ἔγινε ὁμόθεος καὶ ὅτι δι’ αὐτῆς μᾶς χαρίσθηκε ἡ ἐπάνοδος στὸ καλύτερο ὥστε τοῦτο καὶ στοὺς ἁγίους ἀγγέλους καὶ στοὺς ἀνθρώπους, ἀκόμη καὶ στοὺς προφῆτες, ἂν καὶ αὐτοὶ βλέπουν διὰ Πνεύματος, νὰ μένη στὴν πραγματικότητα ἀνεπίγνωστο, μυστήριο ποὺ εἶναι κρυμμένο ἀπὸ τὸν αἰώνα.
Καὶ γιατί ἀναφέρω μόνο πρὶν πραγματοποιηθῆ; Διότι καὶ ὅταν ἔγινε, πάλι μένει μυστήριο, ὄχι βέβαια ὅτι ἔγινε ἀλλὰ πῶς ἔγινε· μυστήριο πιστευόμενο ἀλλὰ μὴ γινωσκόμενο, προσκυνούμενο, ἀλλὰ μὴ πολυπραγμονούμενο, προσκυνούμενο δὲ καὶ πιστευόμενο διὰ μόνου τοῦ Πνεύματος· «διότι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ εἰπῆ Κύριον Ἰησοῦ, παρὰ στὸ ἅγιο Πνεῦμα», καὶ τὸ Πνεῦμα εἶναι αὐτὸ διὰ τοῦ ὁποίου προσκυνοῦμε καὶ διὰ τοῦ ὁποίου προσευχόμαστε, λέγει ὁ ἀπόστολος.
2. Ὅτι δὲ τὸ μυστήριο τοῦτο εἶναι ἀκατανόητο, ὄχι μόνο στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀρχαγγέλους, ἀποδεικνύει σαφῶς καὶ τὸ γεγονὸς ποὺ ἑορτάζεται ἀπὸ ἐμᾶς σήμερα. Ὁ ἀρχάγγελος εὐαγγελίσθηκε στὴν Παρθένο τὴ σύλληψι· ὅταν δὲ αὐτὴ ἀναζητοῦσε τὸν τρόπο κι εἶπε πρὸς αὐτόν, «πῶς θὰ μοῦ συμβῆ τοῦτο, ἀφοῦ δὲν γνωρίζω ἄνδρα;», μὴ μπορώντας νὰ ἑρμηνεύση τὸν τρόπο κατὰ κανένα τρόπο ὁ ἀρχάγγελος, κατέφυγε καὶ αὐτὸς πρὸς τὸν Θεό, λέγοντας «Πνεῦμα ἅγιο θὰ ἔλθη σʼ ἐσὲ καὶ δύναμις Ὑψίστου θὰ σὲ ἐπισκιάση».
Ὅπως δηλαδή, ἂν κανεὶς ἐρωτοῦσε τὸν Μωυσῆ, πῶς κατασκευάζεται ἀπὸ γῆ ἄνθρωπος, πῶς ἀπὸ χῶμα προέρχονται ὀστᾶ καὶ νεῦρα καὶ σάρκα, πῶς αἰσθητήρια ἀπὸ ἀναίσθητη ὕλη, πῶς πάλι ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ἀδαμιαία πλευρά, πῶς τὸ ὀστοῦν διαπλώθηκε καὶ διαιρέθηκε, ἑνώθηκε καὶ συνδέθηκε, πῶς ἀπὸ τὸ ὀστοῦν προῆλθαν σπλάγχνα καὶ χυμοὶ διάφοροι καὶ ὅλα τὰ ἄλλα; Ὅπως λοιπόν, ἂν κάποιος ἐρωτοῦσε αὐτὰ τὸν Μωυσῆ, δὲν θὰ ἔλεγε τίποτε περισσότερο πλὴν τοῦ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ποὺ ἔλαβε χῶμα ἀπὸ τὴ γῆ καὶ ἔπλασε τὸν Ἀδάμ, καὶ μία ἀπὸ τὶς πλευρὲς τοῦ Ἀδὰμ καὶ κατασκεύασε τὴν Εὔα, ὥστε θὰ ἔλεγε μὲν ποιὸς εἶναι ὁ κτίστης, ἀλλὰ τὸν τρόπο κατὰ τὸν ὁποῖο ἔγιναν ἐκεῖνα δὲν θὰ τὸν ἔλεγε· ἔτσι καὶ ὁ Γαβριήλ, ὅτι τὸν ἄσπορο τόκο θὰ κατασκευάσουν τὸ ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἡ δύναμις τοῦ Ὑψίστου, τὸ εἶπε, τὸ πῶς ὅμως, δὲν τὸ εἶπε.
Ἂν μάλιστα, ὅταν ἐμνημόνευσε προηγουμένως τὴν Ἐλισάβετ, ὅτι συνέλαβε σὲ γηρατειὰ ἐνῶ ἦταν στεῖρα, δὲν εἶχε νὰ εἰπῆ τίποτε παραπάνω πλὴν τοῦ ὅτι δὲν εἶναι τίποτε ἀδύνατο γιὰ τὸν Θεό, πῶς θὰ μποροῦσε νὰ εἰπῆ τὸν τρόπο στὴν περίπτωσι αὐτῆς πού συνέλαβε κι ἐγέννησε παρθενικά;
3. Ἔχει ὅμως καὶ κάτι περισσότερο τὸ λεγόμενο ἀπὸ τὸν ἀρχάγγελο πρὸς τὴν Παρθένο, ποὺ ἐνέχει μεγαλύτερο μυστήριο· «θὰ ἔλθη», λέγει, «ἅγιο Πνεῦμα σʼ ἐσὲ καὶ δύναμις Ὑψίστου θὰ σʼ ἐπισκιάση». Γιατί; Διότι καὶ τὸ γεννώμενο δὲν εἶναι προφήτης οὔτε ἁπλῶς ἄνθρωπος, ὅπως ὁ Ἀδάμ, ἀλλὰ θὰ ὀνομασθῆ υἱὸς τοῦ Ὑψίστου, σωτὴρ καὶ λυτρωτὴς τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ βασιλεὺς αἰώνιος.
Ὅπως τοὺς λίθους ποὺ ἐξέπεσαν ἀπὸ κορυφὴ ὅρους καὶ κινοῦνται ἕως τὸ τέλος τῆς ὑπωρείας τοὺς διαδέχονται πολλοὶ κρημνοί, ἔτσι κι ἐμᾶς, ἀφοῦ ἐξεπέσαμε ἀπὸ τὴ θεία ἐντολὴ στὸν παράδεισο κατεβήκαμε ἕως τὸν ἅδη, πολλὰ δεινά μας εὑρῆκαν διαδοχικά. Διότι δὲν εἶναι μόνο ἡ γῆ ποὺ ἀνέπτυξε ἀγκάθια καὶ τριβόλια αἰσθητά, κατὰ τὴν κατάρα πρὸς τὸν προπάτορα, ἀλλὰ ἐσπαρθήκαμε κι ἐμεῖς μὲ τὰ πολυειδὴ ἀγκάθια τῶν πονηρῶν παθῶν καὶ τὰ φοβερὰ τριβόλια τῆς ἁμαρτίας. Καὶ δὲν ἔλαβε τὸ γένος μας ἐκείνη μόνο τὴ λύπη τὴν ὁποία ἐκληροδότησε ἡ προμήτωρ διὰ τῆς πρὸς αὐτὴν κατάρας, ποὺ τὴν κατεδίκασε νὰ γεννᾶ μὲ λύπη, ἀλλὰ καὶ ὅλος ὁ βίος μας ἔγινε σχεδὸν ὀδύνη καὶ λύπη.
4. Ὁ Θεὸς ὅμως ποὺ μᾶς ἔπλασε ἀπὸ εὐσπλαγχνία ἐπέβλεψε πρὸς ἐμᾶς φιλανθρώπως καὶ ἀφοῦ ἔκλινε τοὺς οὐρανοὺς κατέβηκε καὶ παίρνοντας ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο τὴ φύσι μας τὴν ἀνακαίνισε καὶ τὴν ἐπανέφερε, μᾶλλον δὲ τὴν ἀνεβίβασε σὲ θεῖο καὶ οὐράνιο ὕψος. Θέλοντας λοιπὸν νὰ πραγματοποιήση αὐτό, μᾶλλον δὲ νὰ φέρη σὲ πέρας τὴν προαιώνια βουλὴ του σήμερα, στέλλει τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ, ὅπως λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, «στὴ Ναζαρὲτ πρὸς Παρθένο μνηστευμένη μὲ ἄνδρα, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἦταν Ἰωσήφ, ἀπὸ τὸ γένος καὶ τὴν πατριὰ τοῦ Δαβίδ, καὶ τὸ ὄνομα τῆς Παρθένου ἦταν Μαριάμ».
5. Στέλλει λοιπὸν ὁ Θεὸς τὸν ἀρχάγγελο πρὸς Παρθένο καὶ τὴν καθιστᾶ μητέρα του μὲ μόνη τὴν προσφώνησι ἂν καὶ μένει παρθένος, ἐπειδὴ βέβαια, ἂν συλλαμβανόταν ἀπὸ σπέρμα, δὲν θὰ ἦταν νέος ἄνθρωπος οὔτε θὰ ἦταν ἀναμάρτητος καὶ σωτὴρ τῶν ἁμαρτωλῶν διότι ἡ κίνησις τῆς σαρκὸς γιὰ γέννησι, ἀφοῦ μένει ἀνυπότακτη πρὸς τὸν νοῦ ποὺ εἶναι ταγμένος νὰ ἡγεμονεύη τῶν λειτουργιῶν μας, δὲν εὑρίσκεται ἐντελῶς ἔξω ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Γιʼ αὐτὸ καὶ ὁ Δαβὶδ ἔλεγε, «μὲ ἀνομίες συνελήφθηκα καὶ μὲ ἁμαρτίες μ’ ἐκυοφόρησε ἡ μητέρα μου».
Ἐὰν λοιπὸν ἡ σύλληψις τοῦ Θεοῦ ἦταν ἀπὸ σπέρμα, δὲν θὰ ἦταν νέος ἄνθρωπος οὔτε ἀρχηγὸς τῆς νέας καὶ μὴ παλαιουμένης καθόλου ζωῆς. Ἂν ἦταν τῆς παλαιᾶς μερίδος καὶ κληρονόμος ἐκείνου τοῦ πταίσματος, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ φέρη στὸν ἑαυτὸ του τὸ πλήρωμα τῆς ἄφθαρτης θεότητος καὶ νὰ κάμη τὴν σάρκα τοῦ ἀνεξάντλητη ἁγιασμοῦ, ὥστε καὶ τῶν προπατόρων ἐκείνων νʼ ἀποπλύνη τὸν μολυσμὸ μὲ περίσσεια δυνάμεως καὶ στοὺς ἐπιγόνους ὅλους νὰ ἐπαρκῆ γιʼ ἁγιασμό. Γι’ αὐτὸ δὲν ἦλθε ἄγγελος οὔτε ἄνθρωπος, ἀλλʼ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἦλθε καὶ μᾶς ἔσωσε, ποὺ συνελήφθηκε καὶ ἐσαρκώθηκε σὲ μήτρα Παρθένου κι ἔμεινε ἀναλλοιώτως Θεός.
6. Ἔπρεπε δὲ νὰ ἔχη καὶ μάρτυρα τῆς ἄσπορης συλλήψεως τὴν Παρθένο καὶ συνεργὸ σὲ ὅσα ἐπρόκειτο νὰ τελεσθοῦν κατʼ οἰκονομία. Ποιὰ εἶναι αὐτά; Ἡ ἄνοδος στὴ Βηθλεέμ, ὅπου θὰ ἐτελεῖτο καὶ ὁ ἐξαγγελλόμενος καὶ δοξαζόμενος τοκετός· ἡ προσέλευσις στὸ ἱερό, ὅπου τὸ βρέφος μαρτυρεῖται Κύριος ζωῆς καὶ θανάτου ἀπὸ τὸν Συμεὼν καὶ τὴν Ἄννα· ἡ φυγὴ στὴν Αἴγυπτο ἐμπρὸς στὸν Ἡρώδη καὶ ἡ ἐπάνοδος ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο κατὰ τὶς ἱερὲς προφητεῖες καὶ τὰ ἄλλα ποὺ δὲν εἶναι εὔκολο τώρα νὰ ἀπαριθμήσω.
Γιʼ αὐτὰ παρελήφθηκε ὡς μνηστὴρ ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἐστάλθηκε ὁ ἄγγελος σὲ παρθένο μνηστευμένη μὲ ἄνδρα ὀνομαζόμενο Ἰωσήφ. Τὴν δὲ φράσι «ἀπὸ τὸν οἶκο καὶ τὴν πατριὰ τοῦ Δαβὶδ» θὰ τὴν ἐννοήσης καὶ γιὰ τοὺς δύο· διότι τόσο ἡ Παρθένος ὅσο καὶ ὁ Ἰωσὴφ ἀνέφεραν τὴν γενεά τους στὸν Δαβίδ.
7. Καὶ τὸ ὄνομα, λέγει, τῆς Παρθένου ἦταν Μαριάμ, ποὺ ἑρμηνεύεται Κυρία. Τοῦτο δεικνύει καὶ τὸ ἀξίωμα τῆς Παρθένου καὶ τὸ βέβαιό της παρθενίας, καὶ τὸ ἀλλοιώτικο καὶ προσεκτικὸ καὶ κατὰ κάποιον τρόπο παναμώμητό του βίου της· διότι, ἐπειδὴ ἦταν κυρίως παρθένος φερωνύμως, εἶχε τὴν πλήρη κατοχὴ τῆς ἁγνείας, ὄντας παρθένος καὶ στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή, καὶ κατέχοντας τὶς ψυχικὲς δυνάμεις καὶ ὅλες τὶς αἰσθήσεις τοῦ σώματος ὑπεράνω κάθε μολυσμοῦ, καὶ μάλιστα τόσο κυρίως καὶ βεβαίως καὶ ἐγκύρως καὶ καθʼ ὅλα ἱερῶς ὅλον τὸν χρόνο, ὅπως ἡ κλεισμένη πύλη διατηρεῖ τοὺς θησαυροὺς καὶ τὸ σφραγισμένο βιβλίο διατηρεῖ τὰ γραπτὰ ἀνέγγικτα ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς· διότι περὶ αὐτῆς ἔχει γραφή, τοῦτο εἶναι τὸ σφραγισμένο βιβλίο καὶ αὐτὴ ἡ πύλη θὰ εἶναι κλεισμένη, καὶ κανεὶς δὲν πρόκειται νὰ περάση ἀπὸ αὐτήν.
8. Ἀλλὰ καὶ μὲ ἄλλον τρόπο πάλι εἶναι Κυρία ἡ Παναγία κατʼ ἀξία, ὡς δεσπόζουσα τῶν ὅλων, ἐπειδὴ συνέλαβε σὲ παρθενία κι ἐγέννησε θείως τὸν κατὰ φύσι δεσπότη τοῦ παντός. Ἐπίσης βέβαια εἶναι Κυρία ὄχι μόνο ὡς ἐλευθέρα ἀπὸ δουλεία καὶ μέτοχος θείας κυριότητος, ἀλλὰ καὶ ὡς πηγὴ καὶ ρίζα τῆς ἐλευθερίας τοῦ γένους, καὶ μάλιστα μετὰ τὴν ἀπόρρητη καὶ χαρμόσυνη γέννα. Διότι αὐτὴ ποὺ συζεύχθηκε μὲ ἄνδρα εἶναι μᾶλλον κυριευμένη παρὰ κυρία, καὶ μάλιστα μετὰ τὴν περίλυπη καὶ ὀδυνηρὴ γέννα, κατὰ τὴν ἀρά ἐκείνη πρὸς τὴν Εὔα, «θὰ γεννήσης τέκνα μὲ λύπη, θὰ ἐξαρτᾶσαι ἀπὸ τὸν ἄνδρα σου καὶ αὐτὸς θὰ σὲ αὐθεντεύη»· γιὰ νὰ ἐλευθερώση ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀρά τὸ ἀνθρώπινο γένος ἡ παρθενομήτωρ, λαμβάνει τὴν χαρὰ καὶ τὴν εὐλογία διὰ τοῦ ἀγγέλου· διότι ὁ ἄγγελος, λέγει, ἀφοῦ εἰσῆλθε εἶπε πρὸς τὴν Παρθένο,
«Χαῖρε κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου, εἶσαι εὐλογημένη ἀνάμεσα στὶς γυναῖκες»· Ὁ ἀρχάγγελος δὲν τῆς προαγγέλλει τὸ μέλλον λέγοντας, ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου, ἀλλὰ ἐξαγγέλλει ὅ,τι ἔβλεπε τότε ἀοράτως νὰ τελῆται. Καὶ ἀντιλαμβανόμενος ὅτι αὐτὴ εἶναι τόπος θείων καὶ ἀνθρωπίνων χαρισμάτων καὶ στολισμένη μὲ ὅλα τὰ χαρίσματα τοῦ θείου Πνεύματος, κυριολεκτικῶς τὴν ἀναγόρευσε κεχαριτωμένη, βλέποντας δὲ ὅτι ἤδη ἔλαβε ἔνοικο αὐτὸν στὸν ὁποῖο εὑρίσκονται οἱ θησαυροὶ ὅλων τούτων καὶ προορώντας τὴν ἀνώδυνη κυοφορία καὶ τὴν γέννα ποὺ θὰ ἐγινόταν χωρὶς ὠδίνες, τῆς ἀπηύθυνε τὸ «χαίρειν» κι ἐβεβαίωσε ὅτι εἶναι ἡ μόνη εὐλογημένη καὶ εὐλόγως δοξασμένη ἀνάμεσα στὶς γυναῖκες· διότι κατὰ τὴν ὑπερβολὴ τῆς δόξας τῆς θεομήτορος Παρθένου δὲν ὑπάρχει ἄλλη δοξασμένη, κι ἂν ἐδοξάσθηκε.
9. Ἀλλὰ ἡ Παρθένος, καθὼς εἶδε κι ἐφοβήθηκε μήπως εἶναι κάποιος ἀπατηλὸς ἄγγελος, ποὺ παραπλανᾶ τὶς ἀπερίσκεπτες κατὰ τὸ παράδειγμα τῆς Εὔας, δὲν δέχθηκε ἀνεξετάστως τὸν χαιρετισμό· καὶ μὴ γνωρίζοντας ἀκόμη καθαρῶς τὸν σύνδεσμο πρὸς τὸν Θεὸ ποὺ εὐαγγελιζόταν αὐτός, ταράχθηκε, λέγει, μὲ τὸν λόγο του, ἐπιμένοντας σταθερὰ στὴν παρθενία, «καὶ διαλογιζόταν τί εἴδους ἀσπασμὸς εἶναι αὐτός»· Γιʼ αὐτὸ ὁ ἀρχάγγελος διαλύει ἀμέσως τὸν θεοφιλῆ φόβο τῆς χαριτωμένης Παρθένου, λέγοντάς της· «μὴ φοβῆσαι, Μαρία· διότι ἐπέτυχες τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ». Ποιὰ χάρι; Αὐτὴ ποὺ εἶναι δυνατὴ μόνο σʼ αὐτὸν ποὺ δύναται τὰ ἀδύνατα καὶ φυλάχθηκε πρὸ τῶν αἰώνων σὲ σένα μόνη. «Ἰδοὺ θὰ συλλάβης τέκνο».
Ἀκούοντας δὲ σύλληψι, λέγει, μὴ σκεφθῆς καμμιὰ ἀφαίρεσι τῆς παρθενίας, μὴ στενοχωρῆσαι καὶ μὴ ταράσσεσαι γιʼ αὐτό· διότι τοῦτο τὸ «ἰδοὺ θὰ συλλάβης», λεγόμενο τότε πρὸς αὐτὴν ποὺ ἦταν παρθένος, ὑπεδείκνυε πλέον τὴ σύλληψι ὡς συνοδοιπόρο μὲ τὴν παρθενία.
10. «Ἰδοὺ λοιπὸν θὰ συλλάβης καὶ θὰ γεννήσης υἱόν»· δηλαδὴ παραμένοντας ὅπως εἶσαι σήμερα καὶ διατηρώντας ἀνέπαφη τὴν παρθενία σου, θὰ συλλάβης ἔμβρυο καὶ θὰ γεννήσης τὸν υἱὸν τοῦ Ὑψίστου. Τοῦτο προβλέποντας καὶ ὁ Ἠσαΐας πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ἔλεγε, «ἰδοὺ ἡ Παρθένος θὰ κυοφορήση καὶ θὰ γεννήση υἱόν», καὶ «προσῆλθα πρὸς τὴν προφήτιδα. Πῶς λοιπὸν ὁ προφήτης προσῆλθε πρὸς τὴν προφήτιδα;
Ὅπως τώρα ὁ ἀρχάγγελος πρὸς αὐτὴν διότι αὐτὸ ποὺ εἶδε τώρα αὐτός, τοῦτο προεῖδε καὶ προεῖπε ἐκεῖνος. Ὅτι δὲ ἡ Παρθένος ἦταν προφήτις, ποὺ εἶχε προφητικὴ χάρι, θὰ τὸ δείξη στὸν θέλοντα ἡ ὠδή της ποὺ περιέχεται στὸ εὐαγγέλιο.
11. Προσῆλθε λοιπόν, λέγει, ὁ Ἠσαΐας πρὸς τὴν προφήτιδα, ἀσφαλῶς μὲ τὸ προβλεπτικὸ πνεῦμα καὶ συνέλαβε τέκνο, πρὶν ἔλθη ὁ πόνος τῶν ὠδίνων, ἐξέφυγε καὶ ἐγέννησε ἀρσενικὸ τέκνο· ὁ δὲ ἀρχάγγελος λέγει τώρα πρὸς αὐτήν, «θὰ γεννήσης υἱὸν καὶ θὰ τὸν ὀνομάσης Ἰησοῦν, ποὺ ἑρμηνεύεται Σωτήρ· θὰ εἶναι δὲ μέγας». Εἶπε λοιπὸν πάλι ὁ Ἠσαΐας, «θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Ὁμοίως μὲ αὐτὸν τώρα λέγει καὶ ὁ ἀρχάγγελος, «αὐτὸς θὰ εἶναι μέγας καὶ θὰ ὀνομασθῆ υἱὸς Ὑψίστου» (πῶς δὲ δὲν εἶπε, εἶναι μέγας καὶ υἱὸς Ὑψίστου, ἀλλὰ θὰ εἶναι καὶ θὰ ὀνομασθῆ;
Τοῦτο συμβαίνει διότι ὡμιλοῦσε περὶ τοῦ ἀνθρωπίνου προσλήμματος τοῦ Χριστοῦ), ἐνῶ συγχρόνως δηλώνει ὅτι καὶ θὰ γνωσθῆ σὲ ὅλους καὶ ἀπὸ αὐτοὺς θὰ κηρυχθῆ ὅτι εἶναι τέτοιας λογῆς, ὥστε ὕστερα νὰ μπορῆ καὶ ὁ Παῦλος νὰ λέγη, «ὁ Θεὸς φανερώθηκε σὲ σάρκα, κηρύχθηκε στὰ ἔθνη, πιστεύθηκε στὸν κόσμο». Ἀλλὰ λέγει ἐπίσης, «θὰ τοῦ δώση ὁ Κύριος τὸν θρόνο τοῦ πατρὸς του Δαβίδ, καὶ θὰ βασιλεύση στὸ γένος τοῦ Ἰακὼβ ἐπὶ αἰῶνες καὶ τῆς βασιλείας του δὲν θὰ ὑπάρξη τέλος»· αὐτὸς δέ, τοῦ ὁποίου ἡ βασιλεία ὡς αἰωνία δὲν ἔχει τέλος, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
Ἀλλʼ αὐτὸς ἔχει καὶ πατέρα τὸν Δαβίδ, ἑπομένως εἶναι ὁ ἴδιος καὶ ἄνθρωπος, ὥστε αὐτὸς ποὺ θὰ γεννηθῆ νὰ εἶναι συγχρόνως Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, υἱὸς ἀνθρώπου καὶ υἱὸς Θεοῦ, ποὺ ὡς ἄνθρωπος λαμβάνει τὴν ἀδιάδοχη βασιλεία ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα, ὅπως εἶδε καὶ προεξήγγειλε ὁ Δανιήλ· «παρατηροῦσα», λέγει, «ἕως ὅτου τοποθετήθηκαν θρόνοι κι κάθησε ὁ Παλαιὸς τῶν ἡμερῶν καὶ ἰδοὺ κάποιος ὡς υἱὸς ἀνθρώπου ἐρχόταν ἐπάνω στὶς νεφέλες τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἔφθασε μέχρι τῶν Παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν, κι ἐδόθηκε σʼ αὐτὸν ἡ τιμὴ καὶ ἡ ἐξουσία· καὶ ἡ βασιλεία του εἶναι βασιλεία αἰώνιος καὶ δὲν θὰ δοθῆ σὲ ἄλλον βασιλέα».
12. Θὰ καθήση δὲ στὸν θρόνο τοῦ Δαβὶδ καὶ θὰ βασιλεύση στὸ γένος τοῦ Ἰακώβ· ἐπειδὴ βέβαια ὁ μὲν Ἰακὼβ εἶναι πατριάρχης ὅλων τῶν θεοσεβῶν, ὁ δὲ Δαβὶδ εἶναι ὁ πρῶτος ἀπὸ ὅλους ποὺ ἐβασίλευσε θεοσεβῶς μαζὶ καὶ θεαρέστως σὲ τόπο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος συνήνωσε σὲ μία ἀρχὴ οὐράνια καὶ αἰώνια τὴν πατριαρχία καὶ τὴν βασιλεία. Ἡ δὲ χαριτωμένη Παρθένος, μόλις ἄκουσε ἀπὸ τὸν ἀρχάγγελο τὰ τόσο ἐξαίσια καὶ θεία λόγια, ὅτι ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου, καὶ ἰδοὺ θὰ συλλάβης καὶ θὰ γεννήσης υἱό, λέγει, «πῶς θὰ μοῦ συμβῆ τοῦτο; Διότι δὲν ἔχω σχέσεις μὲ ἄνδρα».
Διότι ἂν καὶ μοῦ μεταφέρεις πολὺ πνευματικὸ καὶ ἀνώτερο σαρκικῶν παθῶν μήνυμα, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος μου ἀναφέρεις σύλληψι στὴν γαστέρα καὶ κυοφορία καὶ τοκετό, προσθέτεις δὲ γιὰ τὴ σύλληψι καὶ τὸ ἰδού· πῶς λοιπὸν θὰ μοῦ συμβῆ τοῦτο; Διότι, λέγει, δὲν ἔχω σχέσεις μὲ ἄνδρα.
13. Λέγει δὲ τοῦτο ἡ Παρθένος, ὄχι ἀπὸ ἀπιστία, ἀλλʼ ἐπειδὴ ζητοῦσε νὰ μάθη κατὰ τὸ δυνατὸ πῶς ἔχει τὸ πράγμα· γιʼ αὐτὸ καὶ ὁ ἀρχάγγελος λέγει πρὸς αὐτή, «Πνεῦμα ἅγιο θὰ ἔλθη σʼ ἐσένα καὶ δύναμις τοῦ Ὑψίστου θὰ σʼ ἐπισκιάση· γιʼ αὐτὸ καὶ τὸ ἅγιο ποὺ θὰ γεννηθῆ θὰ ὀνομασθῆ Υἱὸς Θεοῦ». Ἁγία βέβαια εἶσαι ἐσύ, λέγει, καὶ χαριτωμένη, Παρθένε· Πνεῦμα δὲ πάλι ἅγιο θὰ ἔλθη σʼ ἐσένα, ποὺ θὰ ἑτοιμάση καὶ καταρτίση τὴν θεουργία μέσα σου μὲ ὑψηλότερα προσθήκη ἁγιασμοῦ· καὶ θὰ σὲ ἐπισκιάση δύναμις Ὑψίστου, ἡ ὁποία συγχρόνως θὰ σὲ ἐνδυμαμώνη καὶ διὰ τῆς ἐπισκιάσεως σʼ ἐσένα καὶ τῆς συνάφειας μὲ τὸν ἑαυτό της θὰ μορφώνη τὴν ἀνθρωπότητα, ὥστε τὸ γεννώμενο νὰ εἶναι ἅγιο, Υἱὸς Θεοῦ καὶ δύναμις Ὑψίστου μορφωμένη κατὰ ἄνθρωπο.
Διότι ἐξ ἄλλου ἰδοὺ καὶ ἡ Ἐλισάβετ ἡ συγγενής σου, ποὺ πέρασε ὅλον τὸν βίο τῆς στείρα, τώρα μὲ τὴν βούλησι τοῦ Θεοῦ σὲ γηρατειὰ παραδόξως κυοφορεῖ, διότι κανένα πράγμα δὲν εἶναι ἀδύνατο γιὰ τὸν Θεό.
14. Τί πράττει λοιπὸν πρὸς αὐτὰ ἡ χαριτωμένη Παρθένος, ἡ θεία κατὰ τὴν σύνεσι καὶ ἀπαράμιλλη; Πάλι τρέχει πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἀπευθύνεται πρὸς αὐτὸν μὲ εὐχὴ λέγοντας πρὸς τὸν ἀρχάγγελο· ἄν, ὅπως λέγεις, ἔλθη σʼ ἐμένα ἅγιο Πνεῦμα, γιὰ νὰ μὲ καθαρίση περισσότερο καὶ νὰ μὲ δυναμώση νὰ δεχθῶ τὸ σωτήριο ἔμβρυο, ἂν μʼ ἐπισκιάση δύναμις τοῦ Ὑψίστου ποὺ θὰ μορφώση μέσα μου κατὰ τὸν ἄνθρωπο αὐτὸν ποὺ φέρει τὴν μορφὴ τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ δημιουργήση ἄσπορη λοχεία, ἂν τὸ γεννώμενο θὰ εἶναι ἅγιο καὶ Υἱὸς Θεοῦ καὶ Θεὸς καὶ βασιλεὺς αἰώνιος, βέβαια τίποτε δὲν εἶναι ἀδύνατο γιὰ τὸν Θεό, «ἰδοὺ ἐγὼ ἡ δούλη τοῦ Κυρίου, ἂς γίνη σύμφωνα μὲ τὸ λόγο σου».
Κι ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ ὁ ἄγγελος, ἀφοῦ ἄφησε στὴν γαστέρα της τὸν ποιητὴ τοῦ σύμπαντος συνημμένο μὲ σῶμα καὶ ἀφοῦ μὲ τὴν συνάφεια αὐτή, ποὺ ἐξυπηρέτησε, προξένησε τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου. Ἔτσι καὶ ὁ Ἠσαΐας προεικόνισε ἐναργῶς μὲ ὅσα ἀξιώθηκε ἤδη μακαρίως νὰ πάθη. Διότι αὐτὸς δὲν εἶδε τὸ Σεραφεὶμ νὰ παίρνη ἀμέσως τὸν ἄνθρακα ἀπὸ τὸ νοητὸ θυσιαστήριο τοῦ οὐρανοῦ· τοῦτον τὸν ἐπῆρε τό Σεραφεὶμ μὲ τὴν λαβίδα, μὲ τὴν ὁποία ἔγγισε καὶ τὰ χείλη του, δίδοντας τὴν κάθαρσι. Αὐτὴ ἡ ἐμπειρία τῆς λαβίδας ἦταν τὸ ἴδιο μʼ ἐκεῖνο τὸ μεγάλο θέαμα ποὺ εἶδε ὁ Μωυσῆς, μία βάτο ποὺ ἦταν ἀναμμένη μὲ πῦρ καὶ δὲν κατακαιόταν.
15. Ποιὸς δὲν γνωρίζει ὅτι ἐκείνη ἡ βάτος καὶ αὐτὴ ἡ λαβίδα ἤσαν σὰν ἡ παρθενομήτωρ, ποὺ συνέλαβε μέσα της τὸ θεῖο πῦρ ἀπυρπολήτως, ἀφοῦ καί. ἐδῶ ἀρχάγγελος ἐμεσίτευε στὴν σύλληψι καὶ συνήνωνε δι’ αὐτῆς τὸν αἴροντα τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου μὲ τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ μὲ τὴν ἀπόρρητη συνάφεια μᾶς ἐξάγνισε; Ἑπομένως αὐτὴ ἡ παρθενομήτωρ εἶναι ἡ μόνη μεθόριο κτιστῆς καὶ ἄκτιστης φύσεως· ὅσοι βέβαια γνωρίζουν τὸν Θεὸ θὰ ἀναγνωρίσουν καὶ αὐτὴν ὡς χώρα τοῦ ἀχωρήτου καὶ αὐτὴν θὰ ὑμνήσουν μετὰ τὸν Θεὸ ὅσοι ὑμνοῦν τὸν Θεό.
Αὐτὴ εἶναι καὶ αἰτία τῶν πρὶν ἀπὸ αὐτὴ καὶ προστάτις τῶν μετὰ ἀπὸ αὐτὴ καὶ πρόξενος τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν. Αὐτὴ εἶναι ὑπόθεσις τῶν προφητῶν, ἀρχὴ τῶν Ἀποστόλων, ἑδραίωμα τῶν μαρτύρων, κρηπίδα τῶν διδασκάλων. Αὐτὴ εἶναι ἡ δόξα τῶν ἐπὶ γῆς, ἡ τερπνότης τῶν οὐρανίων, τὸ ἐγκαλλώπισμα ὅλης τῆς κτίσεως. Αὐτὴ εἶναι ἡ καταρχή, ἡ πηγὴ καὶ ἡ ρίζα τῆς ἀποθησαυρισμένης γιὰ μᾶς ἐλπίδος στοὺς οὐρανούς.
16. Αὐτὴν τὴν ἐλπίδα εἴθε νʼ ἀποκτήσουμε ὅλοι ἐμεῖς μὲ τὶς δικές της προσβεῖες γιά μᾶς, σὲ δόξα τοῦ πρὸ αἰώνων γεννηθέντος ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ σαρκωθέντος κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες ἀπὸ αὐτὴν Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας. Σʼ αὐτὸν πρέπει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.
Θεοτόκος ἡ ἀειπάρθενος
24 Μαρτίου, 2023π. Δημήτριος Staniloae
Ὑπάρχουν δύο ἰδιότητες πού προσιδιάζουν στή Μητέρα τοῦ Θεοῦ: ἀειπάρθενος καί ταυτόχρονα Θεοτόκος. Καί αὐτές οἱ δύο ἰδιότητες ἀπορρέουν ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πού γεννήθηκε ἀπό αὐτήν σάν ἄνθρωπος, εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Μονογενής. Νά διακηρύττεις ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός γεννήθηκε ἀπό αὐτήν, σύμφωνα μέ τούς φυσικούς νόμους, ἀπό τήν ἕνωση μιᾶς γυναίκας καί ἑνός ἄντρα, σημαίνει νά τόν ὑποτάσσεις σ᾿ αὐτούς τούς νόμους, ἑπομένως, νά μήν τόν ἀναγνωρίζεις ὡς Υἱό τοῦ Θεοῦ, ἀλλά νά τόν θεωρεῖς ὡς καθαρά ἀνθρώπινη φανέρωση μέσα στα ὅρια τούτου τοῦ κόσμου.
Ὁ πολύ γνωστός προτεστάντης θεολόγος Karl Barth ὑποστήριξε, ἐνάντια σ᾿ ἕναν ἄλλον προτεστάντη τόν Emil Brunner (Der Mittler) τήν γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν Παρθένο Μαρία, λέγοντας ὅτι ὁ γεννημένος ἐκ τῆς Παρθένου Ἰησοῦς μᾶς ἀποκαλύπτεται ὡς ἄνθρωπος καί ταυτόχρονα ὡς κάτι διαφορετικό ἀπό μᾶς. Ἡ παρθενία τῆς Μητέρας τοῦ Χριστοῦ μᾶς βεβαιώνει πώς στό πρόσωπό Του ἔχουμε ἀνάμεσά μας τόν Ἀσύλληπτο Θεό.
Ἐκτιμώντας αὐτή τήν ἀναγνώριση τοῦ Barth ὀφείλουμε πάρ᾿ ὅλα αὐτά νά παρατηρήσουμε ὅτι δέν βλέπει στή σύλληψη τοῦ Χριστοῦ νά ὑπεισέρχεται μιά προετοιμασία τῆς Μητέρας Του ἐν ὄψει τῆς σύλληψης, προετοιμασία βοηθημένη ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό τό λόγο ὁ Barth δέν βγάζει κανένα συμπέρασμα σχετικά μέ τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἐκ τῆς Παρθένου γιά τή σημασία πού ἔχει ἡ Παρθένος μέσα στό Χριστιανισμό. Μένει ἔτσι αὐστηρά μέσα στά πλαίσια τοῦ Προτεσταντισμοῦ.
Οἱ Βυζαντινοί συγγραφεῖς ὑπογράμμισαν αὐτήν τήν προετοιμασία τῆς Παρθένου, μέσα στήν ὁποία ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἑνώθηκε μέ τήν ἐνέργεια Ἐκείνης πού θά γινόταν καί πραγματικά ἔγινε ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, καθώς καί τό γεγονός ὅτι αὐτή ἡ προετοιμασία ἦταν μιά νίκη πάνω στά πάθη πού θά μποροῦσαν νά παρουσιαστοῦν καί νά ἀναπτυχθοῦν μέσα της καί ἑπομένως, νά τήν ἐμποδίσουν νά παραμείνει συλλαμβάνοντας τόν Χριστό, στήν κατάσταση τῆς ἄσπιλης Παρθενίας καί νά διατηρήσει τήν Παρθενία της γιά πάντα.
Ἑπομένως ἡ γέννηση τοῦ Σωτήρα ἀπό τήν Παρθένο δέν σημαίνει μόνο νίκη πάνω στούς φυσικούς νόμους ἀλλά ἀκόμη τή δική της νίκη πάνω στά πάθη στά ὁποῖα ὑποτάσσεται γενικά ὁ ἄνθρωπος. Χάρη σ᾿ αὐτό τό γεγονός ὑπηρέτησε τή σύλληψη τοῦ Χριστοῦ «μή φύσει σώματος μόνον, ἀλλά καί νῷ καί θελήσει». Καί αὐτή ἡ συνεργασία ἐμψυχώθηκε ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ γι᾿ Αὐτήν καί τή δική Της ἀγάπη γιά Κεῖνον.
Ἀλλά σ᾿ αὐτό τό θέμα θά ἐπανέλθουμε διεξοδικότερα σέ ἑπόμενες σελίδες.
Πρός τό παρόν σημειώνουμε ὅτι ὑπάρχουν δύο πράξεις πού ὑψώνουν τό Χριστό πάνω ἀπό τούς νόμους πού βασιλεύουν στόν κόσμο: Ἡ γέννηση ἐκ τῆς Παρθένου καί ἡ Ἀνάσταση. Καί αὐτοί πού μαρτυροῦν γιά τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἐκ τῆς Παρθένου ἀνήκουν στήν ἴδια ὁμάδα μ᾿ αὐτούς πού μαρτυροῦν γιά τήν Ἀνάστασή Του. Συνεπῶς καί οἱ μέν καί οἱ δέ εἶναι τῆς ἴδιας ἀξιοπιστίας.
Στήν πρώτη ὁμάδα εἰδικά, πηγή τῆς γνώσης γιά τή γέννηση ἐκ τῆς Παρθένου εἶναι ἡ μαρτυρία τῆς Μητέρας τοῦ Χριστοῦ. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτήν τήν ὁμάδα, ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, μετέφερε καί μάλιστα γραπτά τόν διάλογο ἀνάμεσα σ᾿ αὐτήν καί τόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ γιά τό γεγονός τῆς Γέννησης.
Ἐπειδή καί οἱ δύο πράξεις στηρίζονται στή μαρτυρία τῆς ἴδιας ὁμάδας δέν ἔχουμε κανένα λόγο νά πιστέψουμε τή μαρτυρία τους γιά τήν Ἀνάσταση καί νά ἀρνηθοῦμε τή μαρτυρία τους γιά τή γέννηση ἐκ τῆς Παρθένου. Καί μάλιστα, ἄν θεωρήσουμε ὅτι καί οἱ δύο πράξεις ἔχουν ὡς θεμέλιο τή θεία δύναμη πού ξεπερνᾶ τούς φυσικούς νόμους, καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ νά μᾶς ὑψώσει πάνω ἀπό τό ἀπόλυτο καθεστώς τῆς φύσης, κατά τόν ἴδιο τρόπο δέν ἔχουμε κανένα λόγο νά δεχτοῦμε πώς ὁ Χριστός ἀναστήθηκε ἀλλά δέν γεννήθηκε ἐκ τῆς Παρθένου.
Ἀσφαλῶς στήν πράξη τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ δέν βλέπουμε τή συνεργασία ἑνός ἄλλου. Ἀλλά πάρ᾿ ὅλα αὐτά εἶναι τό ἀποτέλεσμα μιᾶς συμφωνίας τῆς ἐνέργειας τῆς ἀνθρωπίνης φύσης Του μέ τή θεία Του ἐνέργεια πού ἐμπεριέχει κι αὐτή ἐπίσης μιά ἀγάπη αὐτῆς τῆς φύσης γιά τό Θεό πού ἔγινε ὑπόστασή της· ἀγάπη ὅμοια μ᾿ αὐτή πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στήν ψυχή μας καί στό σῶμα μας.
Ἀλλά αὐτή ἡ ἀγάπη πρός τό Θεό καί ἡ ἀγάπη Του πρός αὐτήν νοιώθονται ἀπό τήν ἀγάπη Του πού φανερώθηκε ἀνάμεσα στήν Παρθένο καί τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ στό διάστημα τῆς προετοιμασίας τῆς Παρθένου γιά τήν παρθενική σύλληψη Ἐκείνου ὡς ἀνθρώπου καί μάλιστα μέσα στήν πράξη αὐτῆς τῆς σύλληψης.
Ἡ ἀγαπητική ἕνωση ἀνάμεσα στήν Παρθένο καί τόν Χριστό πού κορυφώθηκε στήν παρθενική σύλληψη τοῦ Χριστοῦ, πραγματοποίησε τήν συγκεκριμένη στιγμή τήν κάθαρση τῆς Παρθένου ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα, κάθαρση πού συνέπεσε μέ τήν ἀναμάρτητη σύλληψη τοῦ Χριστοῦ. Τό γεγονός αὐτό συνετέλεσε στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, καθ᾿ ὅσον ὁ θάνατός Του δέν προκλήθηκε ἀπό ἕνα ἁμάρτημά Του ἀλλά ἀπό τά ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων πού τά σήκωσε πάνω Του ἀπό ἀγάπη γι᾿ αὐτούς. Βέβαια ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἐλευθερία Του ἀπό τήν ἁμαρτία ὀφείλονται κατά πρῶτο λόγο στή θεία Του ὑπόσταση, ἀλλά αὐτή ἡ ὑπόσταση συνάντησε μέσα στήν ἀγάπη Του γιά τήν ἀνθρωπότητα τήν ἀγάπη τῆς μητέρας Του καί τῆς ἀνθρώπινης φύσης, πού πῆρε ἀπό αὐτήν, ἀγάπη πού μπόρεσε νά δεχτεῖ τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τήν ἁμαρτία.
Ὅπως καί νἆναι, τόσο ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἐκ τῆς Παρθένου ὅσο καί ἡ Ἀνάστασή Του ἀποδεικνύουν πώς εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί πώς γιά νά πραγματωθεῖ ἡ πρώτη πράξη συνέβαλε καί ἡ μητέρα Του. Ἔτσι ἡ πράξη τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ πού ἀποτελεῖ τή βάση γιά τή μελλοντική μας Ἀνάσταση δέν θά εἶχε γίνει ἄν προηγουμένως δέν εἶχε συλληφθεῖ ἀπό τήν Παρθένο, κι αὐτή ἡ σύλληψη πραγματώθηκε διά τῆς θείας ὑπόστασης τοῦ Χριστοῦ, στήν ὁποία ὅμως συνέβαλε καί ἡ προετοιμασία τῆς μητέρας Του.
Γιατί ἄν ὁ Χριστός δέν εἶχε ἀρχίσει τήν ἀνθρώπινη ζωή Του ἀπό τή σύλληψη τῆς Παρθένου γιά τήν ὁποία εἶχε προετοιμασθεῖ ἡ ἁγία Μητέρα Του δέν θά εἶχε ἀποδειχτεῖ ὅτι εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἤ ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ εἰσῆλθε στόν κόσμο, καί σ᾿ αὐτήν τήν περίπτωση δέν θά εἶχε γίνει ἡ Ἀνάσταση.
Ἀπό αὐτές τίς δύο πράξεις ἀλλά καί ἀπό τίς δύο μαζί διαπεράστηκαν τά τείχη τοῦ κόσμου μας· ἀπό αὐτές τίς δύο, ἀλλά καί ἀπό τίς δύο μαζί ἀποδείχτηκε ὅτι αὐτός ὁ κόσμος δέν ἔχει καταδικαστεῖ νά μένει κλεισμένος στόν ἑαυτό του. Χωρίς αὐτές τίς δύο πράξεις μέ τίς ὁποῖες ὁ Χριστός ἄρχισε καί τέλειωσε τήν ἐπίγεια ζωή Του δέν θά εἴχαμε καμμία ἀπόδειξη συγκεκριμένη καί μαρτυρημένη γιά τήν ὕπαρξη ἑνός Θεοῦ πάνω ἀπό τόν κόσμο, πού μπορεῖ νά εἰσχωρήσει μέσα στόν κόσμο καί μπορεῖ νά ὑψώσει αὐτούς πού εἶναι μέσα του πάνω ἀπό τόν κόσμο.
Αὐτός πού ἀρχιζει τή ζωή του ὡς ἄνθρωπος ὑποταγμένος στούς φυσικούς νόμους, δέν ἀποδεικνύεται πώς εἶναι Θεός καί ἑπομένως δέν μπορεῖ οὔτε νά ἀναστήσει. Καί ἀκόμη ἐκείνη πού τόν γέννησε σύμφωνα μέ τούς φυσικούς νόμους δέν θά ἦταν ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ ἀποδεικνύει πώς εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἀπό τό γεγονός ὅτι τόν γέννησε ὄντας Παρθένος.
Ἀλλά ἡ ρίζα τῆς γέννησης τοῦ Χριστοῦ ἐκ τῆς Παρθένου καί τῆς σέ σύνδεσμο μ᾿ αὐτήν Ἀνάστασής Του, πού δείχνουν ὅτι ὑπάρχει ἕνας Θεός ὑπεράνω τούτου τοῦ κόσμου καί ἑπομένως ὅτι δέν εἴμαστε καταδικασμένοι νά μᾶς λιώσει ὁ θάνατος μέσα στόν κόσμο, βρίσκεται μιά σχέση τοῦ Θεοῦ γενικά μέ τή δημιουργία καί εἰδικά μέ τόν ἄνθρωπο, σχέση πού ἀπαιτεῖ νά γίνει πιό ρητά περιγραπτή.
Αὐτός ὁ κόσμος φαίνεται, μέ τίς σοβαρές ἐλλείψεις του ἤ μέ τά ὅριά του στό ἠθικό καί ὀντολογικό πεδίο τά ἀξεπέραστα ἀπό τίς δικές του ἐσωτερικές δυνάμεις, ὅτι δέν μπορεῖ νά εἶναι ἡ μόνη μορφή ὕπαρξης. Οἱ ἄνθρωποι δέν μποροῦν γενικά νά ὑψωθοῦν μόνοι τους σέ μιά πλήρη καί ὁριστική ἠθική καθαρότητα καί κανείς δέν μπορεῖ νά διαφύγει τό θάνατο.
Ἀλλά μ᾿ αὐτές τίς δύο ἐλλείψεις ἤ ὅρια εἶναι συνδεδεμένες καί ἄλλες, πού φαίνονται στήν ἀδυναμία τῆς φύσης νά ἱκανοποιήσει πλήρως τίς ἀνθρώπινες φιλοδοξίες. Ἕνα αἴσθημα κενοῦ συνοδεύει πάντα τόν ἄνθρωπο. Ὅσα κι ἄν ἔχει ἀγαθά, ὅσο καλή κοινωνική θέση, ὅσες γνώσεις κι ἄν κατέχει, μένει πάντα ἀνικανοποίητος. Ἀλλά ἀκόμη καί μέσα στήν ἐμπειρία τοῦ κενοῦ, τοῦ ὁρίου, τῆς ἔλλειψης, συνοδευομένων ἀπό τήν τάση τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν ὁλοκλήρωσή του, ὑπάρχει ἡ συνείδηση πώς πέρα ἀπό αὐτό τόν κόσμο πρέπει νά ὑπάρχει ἕνα εἶδος πραγματικότητας πού μπορεῖ νά γεμίσει τό κενό, πού μέσα της δέν αἰσθάνεσαι τήν ἐμπειρία τοῦ ὁρίου, δέν νοιώθεις ποτέ τήν ἔλλειψη.
Ἔτσι ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ κόσμος αὐτός δέν ἀποτελεῖ τήν τελική πραγματικότητα, πώς δέν εἶναι τό Ἀπόλυτο πού μπορεῖ νά ἐξηγηθεῖ ἀπό μόνο του. Αὐτή ἡ πραγματικότητα ἡ ὑπεράνω τῆς ἐγκοσμιότητας τῶν ἐλλείψεων καί τῶν ὁρίων εἶναι αὐτό πού ὀνομάζουμε Θεό.
Ἡ ἀγιάτρευτη ἔλλειψη, ἔλλειψη ὀντολογική, ἀπό τήν ὁποία πάσχει αὐτός ὁ κόσμος, πού δείχνει ταυτόχρονα τήν ὁλοκληρωτική του ἐξάρτηση, μαζί μέ τήν τάση πρός τήν ἀπόλυτη ὕπαρξη, εἶναι τόσο ὁλική πού αὐτός ὁ κόσμος πρέπει νά θεωρεῖται ὅτι δέν ἔχει μέσα του τό θεμέλιο τῆς ὕπαρξής του, ἀλλά δέχεται τήν ὕπαρξη ἀποκλειστικά ἀπό τό θέλημα ἑνός ἀπολύτου ὑποκειμένου. Μέ ἄλλα λόγια, αὐτός ὁ κόσμος φαίνεται δημιουργημένος ἐκ τοῦ μηδενός ἀπό τό ἀπόλυτο ὑποκείμενο πού ἔχει τήν ἐξουσία γι᾿ αὐτό.
Ἄν ἀναγνωρίζαμε στόν κόσμο, σέ κάποιο μέτρο, ἕνα δικό του θεμέλιο ὕπαρξης θά σήμαινε ὅτι δέν βλέπουμε πάνω ἀπό αὐτόν κανένα ἀπόλυτο ὑποκείμενο, ἀλλά θεωροῦμε τήν πραγματικότητα αὐτοῦ τοῦ ὑποκειμένου ὡς τό ἥμισυ μιᾶς δύναμης, ἑπομένως θεωροῦμε ὅτι κι αὐτή ὑποφέρει ἀπό ἀγιάτρευτη ἔλλειψη.
Σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση ἡ ἔλλειψη θά ἦταν συνδεδεμένη ἀνεπανόρθωτα μέ ὅλες τίς ὑπάρξεις, πράγμα πού θά σφράγιζε κάθε ὕπαρξη μέ μιά ἀπουσία νοήματος. Μόνο ἄν θεωρήσουμε ὅτι αὐτός ὁ κόσμος λαμβάνει τήν ὕπαρξή του ἀπό μιά ἀπόλυτη πραγματικότητα, ἑπομένως δέν ἔχει κανένα θεμέλιο μέσα του, οἱ ἐλλείψεις του μποροῦν νά ἐξηγηθοῦν ὡς προερχόμενες ἀπό μιά ἠθελημένη ἐξασθένιση τοῦ δεσμοῦ μέ τήν ἀπόλυτη πραγματικότητα πού τόν δημιούργησε καί πού τόν συντηρεῖ.
Ὁ κόσμος εἶναι τόσο στενά ἐξαρτημένος ἀπό τήν ὑπερβατική πραγματικότητα, πού δέν μπορεῖ νά ἔχει ἔλθει στήν ὕπαρξη παρά ὡς καθαρό ἀντικείμενο (pur objet), χωρίς καμμία πρωτοβουλία τῆς τάξεως τοῦ ὑποκειμένου κατά τήν ἔλευσή του στήν ὕπαρξη, παρ᾿ ὅλο πού τά ἐνσυνείδητα ὄντα τοῦ κόσμου ἀπό τή στιγμή πού δημιουργήθηκαν δείχνουν τήν ἐλευθερία μέ τήν ὁποία εἶναι προικισμένα ἀπό τήν πράξη τῆς δημιουργίας ἤ πού δυνάμει ἔχει ἐγχαραχτεῖ μέσα τους.
Στήν πράξη τῆς δημιουργίας ἡ ὑπερβατική πραγματικότητα πρέπει νά ἔχει ἕνα χαρακτήρα ἀπολύτου ὑποκειμένου, πού δέν ἐξαρτᾶται καθόλου στή δημιουργική του πράξη οὔτε ἀπό μιά ἀνώτερη πραγματικότητα οὔτε ἀπό κάποιο πράγμα τούτου τοῦ κόσμου, πού δίνει στόν κόσμο ὕπαρξη ἐκ τοῦ μηδενός μ᾿ ἕνα τρόπο ἀπόλυτα κυριαρχικό. Ὁ κόσμος δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει ἀπό τή μιά μεριά κάθ᾿ ἑαυτόν καί ἀπό τήν ἄλλη νά εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς πράξης μιᾶς ἀνώτερης πραγματικότητας.
Αὐτό θά σχετικοποιοῦσε καί τήν ἀνώτερη πραγματικότητα, κάνοντάς την νά ἐξαρτᾶται ἀπό μιά ἄλλη ἤ ἀπό τόν κόσμο ἤ ἀπό ἕναν νόμο στόν ὁποῖο θά ἦταν ὑποταγμένη. Ὁ κόσμος δέν μπορεῖ σέ κανένα ποσοστό νά εἶναι ἀπόρροια τῆς ὑπερβατικῆς πραγματικότητας. Αὐτό δέν θά ἐξηγοῦσε τίς ἐλλείψεις του καί θά τόν καθιστοῦσε ἀνίκανο νά λευτερωθεῖ ἀπ᾿ αὐτές. Σέ κάθε ἄλλη περίπτωση παρεκτός ἀπό ἕνα ὑπερβατικό ἀπόλυτο ὑποκείμενο ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξη θά εἶχε ἕναν πανθεϊστικό χαρακτήρα, αἰώνια σχετικοποιημένο· ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξη θά εἶχε σφραγισθεῖ μέ τίς ἀνεπανόρθωτες ἐλλείψεις καί ἑπομένως μέ τήν ἀπουσία νοήματος.
Δέν θά ὑπῆρχε ἕνα ἀπόλυτο ὑποκείμενο πάνω σέ κάθε ἔλλειψη ἱκανό νά ὑψώσει καί τόν κόσμο σέ μιά κατάσταση τελειότητας, ἄν ἕνα τέτοιο ὑποκείμενο δέν μποροῦσε νά δημιουργήσει κάτι ἐκ τοῦ μηδενός. Ἡ δύναμη αὐτῆς τῆς πραγματικότητας θά εἶχε ἕνα ὅριο ἀφοῦ θά βρισκόταν κλεισμένη στόν ἑαυτό της. Ἄν ὅμως ὁ κόσμος δημιουργήθηκε ἐκ τοῦ μηδενός ἀπό ἕνα ἀπόλυτο ὑποκείμενο, ἀποκλειστικά μέ τό θέλημά του, ἑπομένως ὄχι ἐξαναγκασμένο ἀπό κάτι ἄλλο‒αὐτό τό ὑποκείμενο πρέπει νά ἔχει ἐπιλέξει ἐλεύθερα ἕνα αἴτιο γιά τή δημιουργία τοῦ κόσμου. Γιατί διαφορετικά αὐτό τό ὑποκείμενο θά εἶχε ὁδηγηθεῖ ἀπό μιά δύναμη στή δημιουργία τοῦ κόσμου, μιά ἐσώτερη τυφλή δύναμη, ἑπομένως δέν θά ἦταν κυριολεκτικά ὑποκείμενο.
Γιατί ἀνήκει στήν ἐλευθερία νά ἀποφασίσει ἀνάμεσα στά διαφορετικά αἴτια πού παρουσιάζονται στή σκέψη. Δέν ὑπάρχει ἐλευθερία χωρίς τή σκέψη, ἤ χωρίς τό λογικό πού σκέπτεται. Μέ τή σειρά του τό λογικό χωρίς τήν ἐλευθερία δέν ἔχει καμμιά «λογικότητα».
Αὐτό διδάσκει ὁ χριστιανισμός βεβαιώνοντας ὅτι ὁ Πατήρ δημιούργησε τόν κόσμο μέ τό Ρῆμα Του ἤ μέ τό Λόγο Του.
Ἀλλά αὐτός ὁ λόγος ἔχει χαρακτήρα ὑπόστασης ἤ Προσώπου, πού οἱ Πατέρες ὀνομάζουν σύμφωνα μέ τή Γραφή (Φιλιπ. 2, 6) καί «Μορφή» τοῦ Πατρός. Σκέπτονται ἑπομένως ὅτι μέσα σ᾿ αὐτή τήν ἴδια τήν «Μορφή» ὁ Πατέρας ἀναγνωρίζει τόν ἑαυτό Του γιατί ἡ αὐτογνωσία ἤ ἡ αὐτοσυνειδησία ἑνός Προσώπου δέν εἶναι δυνατή, ἀκόμη κι ὅταν πρόκειται γιά τό Θεό, ἄν δέν καθρεφτίζεται σ᾿ ἕνα ἄλλο Πρόσωπο.
Γι᾿ αὐτό ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά δημιουργήσει οὔτε τόν κόσμο ἐκ τοῦ μηδενός χωρίς τό Ρῆμα Του ἤ τόν Λόγο Του, χωρίς νά διακριθεῖ ἀπό ἕναν κόσμο πού εἶναι δυνατό νά δημιουργηθεῖ διά μιᾶς Αὐτογνωσίας καί Ζωῆς καθ᾿ Ἑαυτήν. Διαφορετικά ὁ κόσμος δέν θά ἦταν παρά μιά ἀσυνείδητη ἀπόρροια τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλά τό Ρῆμα μέ τό ὁποῖο ὁ Πατέρας δημιουργεῖ τόν κόσμο ἐκ τοῦ μηδενός εἶναι ταυτόχρονα ὁ Υἱός Του. Καί ἡ αἰτία γιά τήν ὁποία ὁ Πατέρας δημιουργεῖ τόν κόσμο εἶναι ἡ θέληση νά ἁπλώσει τήν πατρική ἀγάπη Του καί σέ ἄλλους γιούς. Ὁ Υἱός καλεῖται ταυτόχρονα Λόγος γιατί δέν ὑπάρχει ἀληθινή σοφία στό Θεό πού νά μήν ἐμπνέεται ἀπό τήν ἀγάπη καί γιατί ἡ λογικότητα πού ἀντανακλᾶται μέσα στόν κόσμο σκοτίζεται καί ἡ κατανόηση ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους ἐλαττώνεται ἐκεῖ ὅπου δέν εἶναι παρούσα ἡ ἀγάπη.
Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Θεός, δημιουργώντας τόν κόσμο ἐκ τοῦ μηδενός διά τοῦ Λόγου Του πού εἶναι ὁ Υἱός Του, τόν δημιουργεῖ μέ μιά σκέψη πού εἶναι ταυτόχρονα ἡ ἀγάπη πρός αὐτόν τόν κόσμο. Ἔδειξε πιό ἄμεσα τήν ἀγάπη του γιά τόν κόσμο δημιουργώντας τόν ἄνθρωπο. Βέβαια, ἐφ᾿ ὅσον δημιούργησε καί ἕναν κόσμο φυσικό γιά νά χρησιμοποιεῖται ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἅπλωσε τήν ἀγάπη του καί πρός αὐτόν. Ἀλλά δημιουργώντας εἰδικά τόν ἄνθρωπο, κατ᾿ εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ Του, δέν μποροῦσε νά μή βάλει τήν ἄμεση ἀγάπη Του πρός τόν ἄνθρωπο μέσα στήν πράξη αὐτῆς τῆς δημιουργίας.
Ἄλλωστε, ἀκόμη καί μέσα στά λόγια πού ἀπευθύνει στό Υἱό Του ἐν ὄψει τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου: «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν» ἐκδηλώνεται αὐτή ἡ ἀγάπη πρός τόν Υἱόν ὡς σημεῖο ἀφετηρίας γιά τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, γιά τή δημιουργία ἑνός ἄλλου ἀγαπημένου υἱοῦ. Ἡ ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο συμπεριλαμβάνεται ἀκόμα καί μέσα στήν πρόσκληση πού ἀπευθύνεται στό Υἱό γιά νά δημιουργήσουν μαζί αὐτό τό ὄν μέ ἀποτυπωμένη πάνω του τήν Εἰκόνα Του πού καθρεφτίζεται στόν Μονογενή Υἱό Του. Μέσα στήν ἀγάπη ἐκδηλώνεται ἡ πιό θετική δύναμη, ἡ πιό δημιουργική δύναμη τοῦ Θεοῦ πού μπορεῖ νά κάνει νά ἐξέλθει ἀκόμη καί ἐκ τοῦ μηδενός αὐτό πού ἀγαπάει.
Ἡ ἀγάπη μέ τήν ὁποία ὁ Θεός δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπο συνεχίζεται ἀκόμη, ὅταν διακηρύττοντας ὅτι δέν εἶναι καλό νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος μόνος (Γεν. 2, 18), τοῦ παρέχει «βοηθό κατ᾿ αὐτόν», δίνοντας ὕπαρξη στή γυναίκα ὄχι ἐκ τοῦ μηδενός τούτη τή φορά, ἀλλά ἀπό τήν πλευρά τοῦ Ἀδάμ.
Ἡ ἀγάπη δέν φαίνεται σ᾿ αὐτή τήν πράξη ἐκδηλωμένη μέσα στό διάλογο τοῦ Θεοῦ μέ τόν Ἀδάμ, γιατί αὐτό θά τοποθετοῦσε τή γυναίκα σέ κατώτερη θέση ὡς πρός τόν Ἀδάμ ἀκόμη καί σ᾿ αὐτή τήν πράξη τῆς ἔλευσής τους στήν ὕπαρξη. Ὁ Θεός τήν φέρνει κι αὐτήν στήν ὕπαρξη μόνο μέ τήν ἀγάπη πού ἐκδηλώνει συνομιλώντας κάτ᾿ ἰδίαν μέ τόν Ἑαυτό Του, τό ἴδιο ὅπως ἔκανε καί μέ τόν Ἀδάμ. Ἀλλά ὁ φυσικός δεσμός καί ταυτόχρονα ἡ συμπληρωματικότητα μεταξύ τοῦ ἄντρα καί τῆς γυναίκας, πού εἶναι προορισμένοι ἀπό κοινοῦ νά συγκρατήσουν τήν ἀγάπη μέσα στήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη ἀποτυπώθηκε στή γυναίκα ἀπ᾿ τό Θεό καθώς τήν ἔφτιαξε ἀπό τήν πλευρά τοῦ Ἀδάμ πού βρισκόταν σέ ὕπνωση (Γεν. 2, 21).
Ἡ γυναίκα δέν ἔρχεται στήν ὕπαρξη μέ ἐνσυνείδητη πρωτοβουλία τοῦ Ἀδάμ, ὅπως ἕνα ἀντικείμενο ἀπ᾿ ἕνα ὑποκείμενο. Ἡ ἑνότητα πού συγκρατεῖ ἡ ἀγάπη μεταξύ τοῦ ἄντρα καί τῆς γυναίκας ἔγινε αἰσθητή ἀπό τό ἀνθρώπινο ζευγάρι ὡς προερχόμενη ἀπό τόν Θεό ἤδη στήν πρώτη στιγμή τῆς ἐνσυνείδητης ὕπαρξής τους ὡς ζευγαριοῦ ἤ τῆς ἐμφάνισης τῆς γυναίκας μπροστά στόν Ἀδάμ καί ἐκφράστηκε ἀπό αὐτόν μέ τά λόγια: «ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τόν πατέρα αὐτοῦ καί τήν μητέρα καί προσκολληθήσεται πρός τήν γυναίκα αὐτοῦ καί ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν» (Γεν. 2, 24).
Ἀλλά τά ἀνθρώπινα ὄντα πού δέν ἦρθαν στήν ὕπαρξη μέ μιά ἀγάπη ἐκφρασμένη διά λόγου ἀνάμεσα στό Θεό καί σ᾿ αὐτά, ἐπειδή δέν ὑπῆρχαν ἀκόμη τή στιγμή πού ὁ Θεός κατευθυνόταν στήν πράξη τῆς δημιουργίας τους, ἀλλά μέ μιά ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐμπνεόμενη ἀπό τήν προσμονή τῆς ἐλεύθερης ἀπάντησής τους στήν ἀγάπη Του, ἀποτυπωμένη δυνάμει μέσα τους–δέν ἀπάντησαν στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἀγάπη τους ἀλλά μέ τήν ἀνυπακοή τους, πράγμα πού ἐξασθένησε καί τήν μεταξύ τους ἀγάπη.
Γι᾿ αὐτό ὁ Θεός κατέφυγε σέ μιά ἀναδημιουργία τῶν ἀνθρώπων μέ τήν ὁποία ἔδωσε μιά νέα ἀρχή στήν ὕπαρξή τους κάνοντας χρήση αὐτή τή φορά τῆς διά λόγου ἀγάπης ἀνάμεσα σ᾿ αὐτόν καί κείνους, ἀφοῦ τώρα ὑπῆρχαν. Αὐτό φέρνει μιά ἑνότητα ἀνώτερη ἀνάμεσα στό Θεό καί τούς ἀνθρώπους.
Ὁ Υἱός καί τό Ρῆμα τοῦ Θεοῦ δέν ἔμεινε πιά τώρα στή θέση Ἐκείνου διά τοῦ ὁποίου ὁ Θεός δημιούγησε τό ἀνθρώπινο γένος, ἀλλά ἔγινε ὁ Ἴδιος ἄνθρωπος, μένοντας ὡστόσο καί Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὥστε ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρός πρός Αὐτόν νά μπορεῖ νά συμπεριλάβει καί τήν ἀγάπη του πρός τόν ἄνθρωπο καί ἀκόμη ἡ ἀγάπη τοῦ Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα νά συμπεριλαμβάνει καί τήν ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου προς τόν Πατέρα.
Ἑπομένως ἔθεσε σέ ἐνέργεια πολύ μεγαλύτερη ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο ἀπ᾿ ὅτι στήν πρώτη δημιουργία, ὅπου ἐκδήλωνε μόνο ἐξωτερικά τή δημιουργική του δύναμη στόν ἄνθρωπο. Ὁ Υἱός καί τό Ρῆμα τοῦ Θεοῦ δέν ἔμειναν πιά ἐξωτερικά στόν ἄνθρωπο ἀλλά ἐσωτερικεύτηκαν μέσα του. Ἔτσι ἡ ἀνθρωπότητα δέν θά μπορεῖ πιά νά χωριστεῖ ἀπό Αὐτόν ὁλοσχερῶς στήν αἰωνιότητα. Ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ ἀγάπη τοῦ Υἱοῦ πρός τήν ἀνθρωπότητα θά μείνει στήν αἰωνιότητα γιατί ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ θά μείνει παντοτινά καί ἄνθρωπος καί κάθε φορά πού αὐτό ἤ ἐκεῖνο τό πρόσωπο θά ἐκπέσει στήν ἐπίγεια ζωή του ἀπό τόν δεσμό ἀγάπης μέ Ἐκεῖνον, θά μπορεῖ νά ἐπιστρέψει εὔκολα σ᾿ αὐτό τό δεσμό, χάρη στή φυσικήν κοινωνία (communion) πού ὑπάρχει μεταξύ τοῦ κάθε ἀνθρώπου καί τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ πού ἔγινε ἄνθρωπος στήν αἰωνιότητα.
Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος λέει: «Εἰ διά τό δυνατόν εἰρήκει, καί ἐλέλυτο ἡ κατάρα· τοῦ μέν κελεύσαντος ἡ δύναμις ἐπεδείκνυτο, ὁ μέντοι ἄνθρωπος τοιοῦτος ἐγίνετο, οἷος ἦν λαβών τήν χάριν, καί μή συνηρμοσμένην ἔχων, αὐτήν τῷ σώματι· τοιοῦτος γάρ ὤν καί τότε τέθειτο ἐν τῷ παραδείσῳ· τάχα δέ καί χείρων ἐγίνετο, ὅτι καί παραβαίνειν μεμάθηκεν. Ὤν τοίνυν τοιοῦτος, εἰ καί παραπέπειστο ὑπό τοῦ ὄφεως, ἐγίνετο πάλιν χρεία· προστάξαι τόν Θεόν καί λῦσαι τήν κατάραν· καί οὕτως εἰς ἄπειρον ἐγίνετο ἡ χρεία, καί οὐδέν ἧττον οἱ ἄνθρωποι ἔμενον ὑπεύθυνοι, δουλεύοντες τῇ ἁμαρτίᾳ· ἀεί δέ ἁμαρτάνοντες, ἀεί ἐδέοντο τοῦ συγχωροῦντος, καί οὐδέποτε ἠλευθεροῦντο, σάρκες ὄντες καθ᾿ ἑαυτούς, καί ἀεί ἡττώμενοι τῷ νόμῳ διά τήν ἀσθένειαν τῆς σαρκός. …
Ἵνα οὖν μηδέ τοῦτο γένηται, πέμπει τόν ἑαυτοῦ Υἱόν, καί γίνεται υἱός ἀνθρώπου, τήν κτιστήν σάρκα λαβών· ἵν᾿, ἐπειδή πάντες εἰσίν ὑπεύθυνοι τῷ θανάτῳ, ἄλλος ὤν τῶν πάντων, αὐτός ὑπέρ πάντων τό ἴδιον σῶμα τῷ θανάτῳ προσενέγκῃ καί λοιπόν, ὡς πάντων δι᾿ αὐτοῦ ἀποθανόντων,
ὁ μέν λόγος τῆς ἀποφάσεως πληρωθῇ (πάντες γάρ ἀπέθανον ἐν Χριστῷ)· πάντες δέ δι᾿ αὐτοῦ γένωνται λοιπόν ἐλεύθεροι μέν ἀπό τῆς ἁμαρτίας καί τῆς δι᾿ αὐτήν κατάρας, ἀληθῶς δέ διαμείνωσιν, εἰσαεί ἀναστάντες ἐκ νεκρῶν, καί ἀθανασίαν καί ἀφθαρσίαν ἐνδυσάμενοι.
Τοῦ γάρ Λόγου ἐνδυσαμένου τήν σάρκα, καθώς πολλάκις δέδεικται, πᾶν μέν δῆγμα τοῦ ὄφεως δι᾿ ὅλου κατεσβέννυτο ἀπ᾿ αὐτῆς· εἴ τι ἐκ τῶν σαρκικῶν κινημάτων ἀνεφύετο κακόν, ἐξεκόπτετο, καί συνανῃρεῖτο τούτοις ὁ τῆς ἁμαρτίας ἀκόλουθος θάνατος, ὡς αὐτός ὁ Κύριός φησιν… Τούτων δέ λυθέντων ἀπό τῆς σαρκός, πάντες οὕτω κατά τήν συγγένειαν τῆς σαρκός ἠλευθερώθημεν καί λοιπόν συνήφθημεν καί ἡμεῖς τῷ Λόγῳ».
Αὐτή ἡ μέγιστη ἀγάπη, βαλμένη ἀπ᾿ τό Θεό μέσα στήν ἀνάπλαση τοῦ ἀνθρώπου, φάνηκε στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος. Δημιουργεῖται τώρα ὡς ἄνθρωπος, ὄχι ἀπό μιά ἀγάπη φανερωμένη μόνο ἀπό Αὐτόν ὅπως στήν περίπτωση τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας, ἀλλά ἀπό μιά ἀγάπη διαλεγόμενη μέ τήν θηλυκή ὕπαρξη ἀπό τήν ὁποία θά σχημάτιζε τό σῶμα Του. Δέν δημιουργεῖ τήν ἀνθρωπότητά του ἐκ τοῦ μηδενός γιατί ἐκτιμοῦσε τήν ὑπάρχουσα ἀνθρωπότητα πού ἤθελε νά τή σώσει κρατώντας τή φυσική συνέχεια μαζί της.
Καί αὐτή ἡ ἀνθρωπότητα ὑψώθηκε στήν κορφή τῆς ἀγάπης της γι᾿ Αὐτόν μέσα στήν Παρθένο πού εἶχε ζήσει προσμένοντας μόνον Ἐκεῖνον. Οὔτε ὅμως ἤθελε νά σχηματίσει τό σῶμα του ἀρχίζοντας ἀπό μιά ἐμπαθή ἕνωση ἄνδρα καί γυναίκας, ἀλλά τό σχηματίζει ἀπό μιά γυναίκα, ὄχι χωρίς τήν ἐνσυνείδητη συναίνεσή της, ὅπως ὅταν ἐλήφθη τό σῶμα τῆς Εὔας ἀπό τόν Ἀδάμ, ἀλλά μέ τή συναίνεσή της ὑψωμένη σέ κορύφωση ἀγάπης, πού τήν δείχνει ἡ ἄσπιλη παρθενία της, παρθενία πού τήν κράτησε καί τήν βάθυνε μέσα ἀπό μιά ζωή ὁλοκληρωτικά δοσμένη στό Θεό, ὁδηγημένη μέ ὅλα τά κινήματα τῆς ψυχῆς της ἀποκλειστικά πρός Αὐτόν.
Ὅμως σ᾿ αὐτή τή ζωή τῆς Παρθένου δέν συγκεντρωνόταν μόνο ἡ ἐνέργειά της ἀλλά συνοδευόταν καί ἐνισχυόταν ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ Ρήματος. Ἡ ἀγάπη της γι᾿ Αὐτόν συναντοῦσε τή δική Του ἀγάπη γι᾿ αὐτήν, ἀγάπη πού στήριζε καί θέρμαινε τήν ἀγάπη της γι᾿ Αὐτόν.
Ὁ Θεός μποροῦσε κι αὐτή τή φορά νά δημιουργήσει ἕνα σῶμα μέ μόνη τήν ἐξουσία Του. Καί μάλιστα ἀκόμη περισσότερο τώρα πού ἐπρόκειτο γιά ἕνα σῶμα δημιουργημένο γι᾿ Αὐτόν τόν ἴδιο. Ἀλλά δέν τό κάνει, καί προτιμάει νά θέσει σέ ἐνέργεια τή μέγιστη ἀγάπη Του γιά τό ἄνθρωπο καί νά βοηθήσει Αὐτήν πού θά τόν γεννοῦσε νά αὐξήσει τήν ἀγάπη της γι᾿ Αὐτόν γιατί ἤθελε νά θέσει στήν ἀρχή αὐτῆς τῆς νέας βαθμίδας τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης τήν ἀγάπη, πού γίνεται πλήρης ὅταν φανερώνεται ὄχι μόνον ἀπό μέρους Του ἀλλά καί ἀπό μέρους τοῦ ἀνθρώπου.
Γιατί ἡ νέα ἀνθρώπινη ὕπαρξη δέν μπορεῖ νά εἶναι τέλεια ἤ νά φθάσει στήν τελειότητα παρά μόνο ἄν θεμελιώνεται στήν ἀγάπη. Ἄν ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μπόρεσε νά δημιουργήσει τόν κόσμο ἐκ τοῦ μηδενός, αὐτή ἡ ἀγάπη μπόρεσε νά δημιουργήσει τώρα ἕνα νέο ξεκίνημα τῆς ἀνθρωπότητας γιά μιά ὕπαρξη ὁλότελα ἀνώτερη πάνω ἀπό τούς φυσικούς νόμους.
Νά πώς περιγράφει ὁ Νικόλαος Καβάσιλας τήν ἀπαρχή τῆς νέας σχέσης τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἀνθρωπότητα, ἀπαρχή πού ἐγκαινιάζεται μέ τή σύλληψη τῆς Παρθένου Μαρίας: «Ἀλλά τό ἀκόμη πιό θαυμαστό εἶναι τό ἑξῆς: Ὁ Θεός οὔτε προειδοποίησε τόν Ἀδάμ οὔτε τόν ἔπεισε νά τοῦ δώση τήν πλευρά, ἀπό τήν ὁποία ἔπρεπε νά δημιουργηθῆ ἡ Εὔα. Τόν κοίμισε κι ἔτσι, ἔχοντάς του ἀφαιρέσει τίς αἰσθήσεις, τοῦ ἀπέσπασε τό μέλος. Ἐνῶ γιά νά προχωρήση στή δημιουργία τοῦ Νέου Ἀδάμ ἐδίδαξε προηγουμένως τήν Παρθένο καί περίμενε τήν πίστη καί τήν παραδοχή της. Γιά τή δημιουργία τοῦ Ἀδάμ πάλι συσκέπτεται μέ τόν μονογενῆ
του Υἱό λέγοντας: «ποιήσωμεν ἄνθρωπον». Ὅταν ὅμως χρειάσθηκε νά «εἰσαγάγῃ τόν πρωτότοκον» -αὐτόν τόν «θαυμαστόν Σύμβουλον»- «εἰς τήν οἰκουμένην», ὅπως λέγει ὁ Παῦλος (Ἑβρ. 1, 6), καί νά πλάση τόν δεύτερο Ἀδάμ, παίρνει στήν ἀπόφασή του αὐτή συνεργάτη τήν Παρθένο…
Καί μέ αὐτόν τόν τρόπο ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου ἦταν τό ἔργο ὄχι μόνο τοῦ Πατρός, πού «εὐδόκησε», καί τῆς Δυνάμεώς του, πού «ἐπεσκίασε», καί τοῦ Πνεύματος, πού «ἐπεδήμησε», ἀλλά καί τῆς θελήσεως καί τῆς πίστεως τῆς Παρθένου».
Ὑπῆρξε πάντα τόσο ὁλοκληρωτικά ἀφοσιωμένη στό Θεό, πού ὁ Θεός δέν μποροῦσε νά μήν τῆς ἀπαντήσει δίνοντάς της ὅ,τι εἶχε καλύτερο. Προετοιμάστηκε τόσο δυναμικά γιά νά γίνει νύμφη Του πού δέν μποροῦσε νά τῆς τό ἀρνηθεῖ. «Γιατί, ἄν ἡ Πανάμωμη τήρησε ὅλα ἐκεῖνα πού εἶχε ὑποχρέωση νά τηρήση, ἄν ἀποδείχθηκε ἄνθρωπος τόσο εὐγνώμων καί δέν παρέλειψε τίποτε ἀπ᾿ ὅσα τοῦ χρωστοῦσε, πῶς εἶναι δυνατόν νά μή φερόταν ἐξίσου δίκαια καί ὁ Θεός;
Ἄν ἡ Παρθένος δέν παρέλειψε τίποτε ἀπό αὐτά πού μποροῦν νά ἀναδείξουν τή Μητέρα τοῦ Θεοῦ καί Τόν ἀγάπησε μέ τόσο σφοδρό ἔρωτα, θά ἦταν βέβαια ἐντελῶς ἀπίθανο νά μή θεωρήση ὁ Θεός ὑποχρέωσή Του νά τῆς δώση ἰσάξια ἀμοιβή, νά γίνει υἱός της». Καί πλάθεται ἔτσι μέ λόγο μητρικό ὁ τοῦ Πατρός Λόγος. Καί κτίζεται μέ τήν φωνήν τοῦ κτίσματος ὁ Δημιουργός».
Ἡ πνευματική ἕνωση μέ τό Υἱό τοῦ Θεοῦ μέσα σέ ὅλο της τό εἶναι τήν κατέστησε ἕνα εἶδος νύμφης Του. Αὐτή ἡ ἕνωση μέσα στήν ἀγάπη δημιούργησε μέσα της μιά τόσο δυνατή παρουσία τοῦ Ρήματος μέ τό ἅγιό Του πνεῦμα καί ἡ ἀγάπη Του γιά τήν ἀνθρωπότητα ἐντάθηκε τόσο πολύ, πού ἄρχισε νά σχηματίζεται ὡς ἄνθρωπος μέσα σ᾿ αὐτήν, ἕλκοντάς την μέσα στήν σχηματιζόμενη ὑπόστασή Του σά νἆταν ἡ ἴδια της ἡ φύση: ἀνθρώπινη εἰκόνα τῆς Θεότητας.
Ἀλλά εὑρισκόμενη σ᾿ ἕνα τέτοιο βαθμό ἀγαπητικῆς ἕνωσης μέ τόν Υἱόν πού λαμβάνει τήν ἀνθρώπινη φύση Του ἀπ᾿ αὐτή – αὐτήν πού τόν ἀγαπᾶ τόσο δυνατά καί πού μέ τή σειρά Του τήν ἀγαπᾶ– δέν μπορεῖ νά ἐκπέσει ἀπό αὐτήν τήν ἀγάπη πού τήν ἔκανε νά Τόν προσμένει μένοντας Παρθένος, ἀλλά ταυτόχρονα καί ὄντας νύμφη, καί ἀκόμη μετά πού ἔγινε μητέρα Του.
Ἡ καθαρή καί τέλεια ἀγάπη της γι᾿ Αὐτόν τήν ἔκανε νά ἑνώσει μέσα της τή μητρότητα καί τήν παρθενία, πράγμα ἀδύνατο διά τίς ἄλλες γυναῖκες. Ἡ ἀγάπη της γιά τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, γεμάτη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ γιά αὐτήν, ἑνώνει τήν παρθενία μέ τή γέννηση, ἐξηγώντας αὐτό τό μυστήριο πού δέν κατανοεῖται ἀπό μιά λογική πού τῆς λείπει ἡ ἀγάπη· αὐτή ἡ ἀγάπη ἐξηγεῖ ἀκόμη τό γεγονός ὅτι μένει πάντα Παρθένος, ἄν καί ἔγινε Μητέρα καί δέ σκέφτηκε ποτέ παρά μόνο τό Υἱό της. Γι᾿ αὐτό εἰκονίζεται πάντα μέ τό Υἱό της στά χέρια ἤ πλάι στό Υἱό της σέ στάση προσευχῆς.
Γι᾿ αὐτό ἀπευθύνουμε σ᾿ αὐτήν περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο σέ ὅλους τούς ἁγίους, τίς προσευχές μας, πεπεισμένοι ὅτι ἡ ἕνωση μέ τό Υἱό της, βασισμένη σέ μιά ἀγάπη πολύ μεγαλύτερη ἀπό τήν ἕνωση καί τήν ἀγάπη ἀνάμεσα σέ κάθε ἄλλο δημιούργημα καί Ἐκεῖνον, τήν κάνει νά εἰσακούγεται περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον ἅγιο ἤ ἄγγελο ἀπό τό Υἱό της, ὅταν προσεύχεται γιά μᾶς.
Κυριακή Γ´ νηστειών (Σταυροπροσκυνήσεως)
18 Μαρτίου, 2023
Κυριακή Γ΄ Νηστειών (Μάρκ. 8,34-9,1)
18 Μαρτίου, 2023Εἶπεν ὁ Κύριος·
34. ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι.
35. ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ’ ἂν ἀπολέσει τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν.
36. τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;
37. ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;
38. ὃς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων.
1. Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει.
Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΚΑΘΕ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
18 Μαρτίου, 2023Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΚΑΘΕ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνωφ
Ὁ Κύριος εἶπε στούς μαθητές Του: «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι» (Ματθ. ιστ’ 24). Τί σημαίνει «ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου»; Καί γιατί αὐτός «ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου», δηλαδή ὁ ἰδιαίτερος σταυρός τοῦ καθενός μας, ὀνομάζεται συνάμα καί «Σταυρός τοῦ Χριστοῦ»;
«Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου» εἶναι οἱ θλίψεις καί τά βάσανα τῆς γήινης ζωῆς, πού γιά τόν καθένα μας εἶναι δικά του. «Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου» εἶναι ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία καί ἄλλα εὐλαβῆ κατορθώματα, μέ τά ὁποῖα ταπεινώνεται ἡ σάρκα καί ὑποτάσσεται στό πνεῦμα. Τά κατορθώματα αὐτά πρέπει νά εἶναι ἀνάλογα μέ τίς δυνάμεις τοῦ καθενός καί στόν κάθε ἄνθρωπο εἶναι δικά του.
«Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου» εἶναι τά ἁμαρτωλά ἀσθενήματα, ἤ πάθη, πού – στόν κάθε ἄνθρωπο – εἶναι δικά του! Μέ ἄλλα ἀπ᾽ αὐτά τά πάθη γεννιόμαστε καί μ᾽ ἄλλα μολυνόμαστε στήν πορεία τοῦ γήινου βίου μας.
«Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ» εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Μάταιος καί ἄκαρπος εἶναι «ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου» – ὅσο βαρύς καί ἄν εἶναι – ἐάν δέν μεταμορφωθεῖ σέ «Σταυρό τοῦ Χριστοῦ» μέ τό ν᾽ ἀκολουθοῦμε τόν Χριστό.
«Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου», γιά τόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ γίνεται «Σταυρός τοῦ Χριστοῦ», γιατί ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ εἶναι στερρά πεπεισμένος, ὅτι πάνω ἀπ᾽ αὐτόν (τόν μαθητή) ἀγρυπνάει ἀκοίμητος ὁ Χριστός. Πιστεύει ὅτι ὁ Χριστός ἐπιτρέπει νά τοῦ ἔρθουν θλίψεις σάν μιά ἀναγκαία καί ἀναπόφευκτη προϋπόθεση τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. Καμιά θλίψη δέν θά τόν πλησίαζε, ἄν δέν τό εἶχε ἐπιτρέψει ὁ Χριστός, καί ὅτι μέ τίς θλίψεις πού τοῦ συμβαίνουν, ὁ Χριστιανός γίνεται οἰκεῖος τοῦ Χριστοῦ καί καθίσταται κοινωνός τῆς μοίρας Του στή γῆ καί – γιά τόν λόγο αὐτό – καί στόν οὐρανό.
«Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου» γίνεται γιά τόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ «Σταυρός τοῦ Χριστοῦ», γιατί ὁ ἀληθινός μαθητής Του σέβεται καί θεωρεῖ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ σάν τόν μόνο σκοπό τῆς ζωῆς του. Αὐτές οἱ πανίερες ἐντολές γίνονται γι᾽ αὐτόν σταυρός, πάνω στόν ὁποῖο συνεχῶς σταυρώνει τόν παλαιό του ἄνθρωπο «σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις» του (Γαλ. ε’ 24).
Ἀπ᾽ αὐτά εἶναι φανερό γιατί, γιά νά λάβουμε τόν σταυρό μας, εἶναι ἀνάγκη ν᾽ ἀπαρνηθοῦμε προηγουμένως τόν ἑαυτό μας μέχρι καί ν᾽ ἀπολέσουμε ἀκόμα καί τή ζωή μας. Τόσο βαθιά καί τόσο πολύ ἔχει συνηθίσει στήν ἁμαρτία καί οἰκειώθηκε σ᾽ αὐτήν ἡ πεσμένη στήν ἁμαρτία φύση μας, πού ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ δέν παύει νά ἀποκαλεῖ αὐτή τή φύση ψυχή τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου.
Γιά νά δεχτοῦμε τόν σταυρό στούς ὤμους μας, πρέπει πρῶτα νά πάψουμε νά ἱκανοποιοῦμε τό σῶμα στίς ἰδιότροπές του ἐπιθυμίες παρέχοντάς του μονάχα ὅ,τι εἶναι ἀναγκαῖο γιά τήν ὕπαρξή του. Πρέπει νά ἀναγνωρίσουμε ὅτι ἡ ἀλήθειά μας εἶναι ἕνα σκληρότατο ψέμα μπροστά στόν Θεό καί ἡ λογική μας εἶναι μιά τέλεια ἀνοησία. Τέλος: ἀφοῦ παραδοθοῦμε στόν Θεό μ᾽ ὅλη τή δύναμη τῆς πίστης μας καί ριχτοῦμε στή μελέτη τοῦ Εὐαγγελίου, πρέπει νά ἀπαρνηθοῦμε τό δικό μας θέλημα.
Ὅποιος πραγμάτωσε μιά τέτοια ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ του εἶναι ἱκανός νά λάβει τόν σταυρό του. Αὐτός μέ ὑπακοή καί ὑποταγή στόν Θεό καί ἐπικαλούμενος τή βοήθειά Του γιά νά ἐνισχυθεῖ ἔναντι τῆς ἀδυναμίας του, ἀτενίζει δίχως φόβο καί ἀμηχανία τή θλίψι πού προσεγγίζει. Ὅποιος ἀπαρνήθηκε τόν ἑαυτό του προετοιμάζεται μεγαλόψυχα καί γενναῖα νά τήν ὑπομείνει, ἐλπίζει ὅτι μέσω αὐτῆς τῆς θλίψεως θά γίνει κοινωνός καί συμμέτοχος τῶν παθῶν τοῦ Χριστοῦ καί φτάνει τή μυστική ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ, ὄχι μόνο μέ τό νοῦ καί τήν καρδιά του, ἀλλά καί μέ τήν ἴδια τήν πράξη, τήν ἴδια τή ζωή του.
Ὁ σταυρός εἶναι καί παραμένει βαρύς καί καταθλιπτικός, ἐνόσω παραμένει ὁ σταυρός μας. Ὅταν ὅμως μεταμορφωθεῖ σέ Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, τότε γίνεται ἀσυνήθιστα ἐλαφρός. «Ὁ ζυγός μου», εἶπε ὁ Κύριος, «χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν» (Ματθ. ια’ 30).
Ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ λαμβάνει τόν σταυρό στούς ὤμους του, ὅταν παραδέχεται πώς εἶναι ἄξιος τῶν θλίψεων πού ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ τοῦ καταπέμπει. Ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ τότε φέρει καί ὑπομένει τόν σταυρό του σωστά, ὅταν ἀναγνωρίζει ὅτι οἱ θλίψεις πού τοῦ στάλθηκαν εἶναι ἀκριβῶς -αὐτές καί ὄχι ἄλλες- εἶναι ἀναγκαῖες γιά τήν ἐν Χριστῷ μόρφωσή του καί τή σωτηρία του. Τότε φέρουμε καρτερικά τόν σταυρό μας, ὅταν ἀληθινά ἀντιλαμβανόμαστε καί ἀνα γνωρίζουμε τό ἁμάρτημά μας. Σ᾽ αὐτή τή συναίσθηση τοῦ ἁμαρτήματός μας δέν ὑπάρχει καμιά αὐταπάτη. Ὡστόσο, ὅποιος παραδέχεται τόν ἑαυτό του ἁμαρτωλό καί ταυτόχρονα γογγύζει καί μοιρολογάει ἀπό τό ὕψος τοῦ σταυροῦ του, ἀποδεικνύει μ᾽ αὐτό ὅτι μέ τό νά παραδέχεται τήν ἁμαρτία του ἐπιφανειακά, κολακεύει μονάχα τόν ἑαυτόν του καί τόν ξεγελᾶ.
Τό νά ὑπομένουμε καρτερικά τόν σταυρό μας ἀποτελεῖ ἀληθινή μετάνοια. Ἐσύ, ἀδελφέ, πού εἶσαι σταυρωμένος στόν σταυρό, ἐξομολογήσου στόν Κύριο μέσα στή δικαιοσύνη καί τή χρηστότητα τῶν κριμάτων Του. Μέ τήν αὐτοκατάκριση δικαίωσε τήν κρίση τοῦ Θεοῦ καί θά λάβεις ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν σου.
Ἐσύ, πού εἶσαι σταυρωμένος στόν σταυρό, γνώρισε τόν Χριστό – καί θά σοῦ ἀνοιχτεῖ ἡ πύλη τοῦ Παραδείσου. Ἀπό τόν σταυρό σου δοξολόγησε τόν Κύριο, ἀποκρούοντας ἀπό τόν ἑαυτό σου κάθε λογισμό μεμψιμοιρίας καί γογγυσμοῦ, ἀπορρίπτοντάς τον σάν ἔγκλημα καί σάν βλασφημία ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τήν κορυφή τοῦ σταυροῦ σου εὐχαρίστησε τόν Κύριο γιά τήν ἀνεκτίμητη δωρεά – γιά τόν σταυρό σου. Εὐχαρίστησε γιά τό πολύτιμο προνόμιό σου, τό προνόμιο νά μιμεῖσαι τόν Χριστό μέ τά βάσανα καί τό μαρτύριό σου.
Ἀπό τό σταυρό, ὅπου εἶσαι σταυρωμένος, θεολόγησε, γιατί ὁ σταυρός εἶναι τό ἀληθινό καί μόνο σχολεῖο, φυλακτήριο καί ἁγία τράπεζα τῆς ἀληθινῆς Θεολογίας.
Ἔξω ἀπό τόν σταυρό, δίχως τόν σταυρό, δέν ὑπάρχει ζῶσα γνώση Χριστοῦ. Μή ἀναζητᾶς τή Χριστιανική τελείωση στίς ἀνθρώπινες ἀρετές. Ἐκεῖ δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ τελείωση. Αὐτή εἶναι κρυμμένη στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου μετατρέπεται σέ Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ φέρει τόν σταυρό του μέ ἐνεργό τή συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς του, ἡ ὁποία ἔχει ἀνάγκη κολασμοῦ.
Φέρνει κανείς τό σταυρό του, ὅταν σηκώνει τόν σταυρό του μέ εὐχαριστία πρός τόν Χριστό καί μέ δοξολόγησή Του. Σάν ἀποτέλεσμα αὐ ῆς τῆς δοξολογίας καί εὐχαριστίας μέσα στόν βασανισμένο ἄνθρωπο ἐμφανίζεται ἡ πνευματική παρηγοριά. Ἡ εὐχαριστία καί ἡ δοξολογία αὐτή γίνονται πλουσιώτατη πηγή ἀσύλληπτης καί αἰώνιας χαρᾶς, πού ξεπηδάει μέ χάρη ἀπό τήν καρδιά, ξεχύνεται στήν ψυχή καί στό ἴδιο τό σῶμα.
Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ, μονάχα στήν ἐξωτερική του ὄψη, γιά τούς σαρκικούς ὀφθαλμούς, εἶναι πεδίο καί χῶρος σκληρός καί δύσκολος. Γιά τόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ, πού Τόν ἀκολουθεῖ, ὁ σταυρός εἶναι πεδίο καί χῶρος ὑψίστης πνευματικῆς ἡδονῆς καί ἀπολαύσεως. Τόσο μεγάλη εἶναι αὐτή ἡ ἡδονή καί ἀπόλαυση, ὥστε ἡ θλίψη πνίγεται καί σβήνει ὁλότελα ἀπό τήν ἀπόλαυση. Καί ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ, πού τόν ἀκολουθεῖ, αἰσθάνεται μονάχα ἡδονή τήν ὥρα πού βρίσκεται ἀνά μεσα στά πιό σκληρά βάσανα. Ἔλεγε ἡ νεαρή Μαύρα στόν νεαρό σύζυγό της Τιμόθεο, ὁ ὁποῖος ὑπέμενε φοβερά βασανιστήρια καί πόνους καί τήν καλοῦσε νά δεχτεῖ καί ἐκείνη τό μαρτύριο: «Φοβοῦμαι, ἀδελφέ μου, μήπως τρομάξω, ὅταν θά δῶ τά φοβερά βασανιστήρια καί τόν ἐξοργισμένο ἡγεμόνα, μήπως ἀποκάμω σέ καρτερία καί ὑποκύψω ἐξαιτίας τῆς νεανικῆς μου ἡλικίας». Ὁ μάρτυρας Τιμόθεος τῆς ἀπάντησε τότε: «Ἔλπιζε στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό καί τά βασανιστήρια θά εἶναι γιά σένα λάδι, πού ξεχύνεται ἀπάνω στό σῶμα σου καί πνεῦμα δρόσου στά κόκκαλά σου, πού θά ἀνακουφίζει ὅλες σου τίς ἀσθένειες».
Ὁ Σταυρός εἶναι ἡ ἰσχύς καί ἡ δόξα ὅλων τῶν ἀπ᾽ αἰῶνος Ἁγίων. Ὁ Σταυρός εἶναι ἰατήρας τῶν παθῶν, ἐξολοθρευτής τῶν δαιμόνων. Θανάσιμος εἶναι ὁ σταυρός γιά ἐκείνους, πού τόν σταυρό τους δέν τόν μεταμόρφωσαν σέ Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, πού ἀπό τόν σταυρό τους γογγύζουν κατά τῆς Πρόνοιας τοῦ Θεοῦ. Σταυρός εἶναι γιά ἐκείνους πού τόν μέμφονται καί τόν βλασφημοῦν καί παραδίδονται στήν ἀπελπισία καί τήν ἀπόγνωση.
Οἱ ἁμαρτωλοί, πού δέν ἐξομολογοῦνται καί δέν μετανοοῦν, πεθαίνουν πάνω στόν σταυρό τους μέ θάνατο αἰώνιο. Μέ τό νά μήν ὑπομένουν καρτερικά ἀποστεροῦνται τήν ἀληθινή ζωή, τή ζωή μέσα στόν Θεό. Τούς ἀποκαθηλώνουν ἀπό τόν σταυρό τους, γιά νά κατέβουν σάν ψυχές στόν αἰώνιο τάφο.
Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἀνυψώνει ἀπό τή γῆ τόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ πού ‘ναι σταυρωμένος ἀπάνω του. Ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ, πού ‘ναι σταυρωμένος πάνω στό σταυρό του, φρονεῖ τά ἄνω, μέ τόν νοῦ καί τήν καρδιά του ζεῖ στόν οὐρανό καί καθορᾶ τά μυστήρια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν», εἶπε ὁ Κύριος, «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι».