Κύριε, παράγων εν τή οδώ,
εύρες άνθρωπον τυφλόν εκ γενετής’
και έκθαμβοι γεγονότες οι Μαθηταί,
επηρώτων σε, λέγοντες’
Διδάσκαλε, τίς ήμαρτεν ,
ούτος,ή οι γονείς αυτού,
ίνα τυφλός γεννηθή;
Σύ δε Σωτήρ μου εβόας αυτοίς’
Ούτε ούτος ήμαρτεν,
ούτε οι γονείς αυτού,
αλλ’ ίνα φανερωθεί τα έργα του Θεού εν αυτώ’
εμέ δεί εργάζεσθαι τα έργα του πέμψαντός με,
ά ουδείς δύναται εργάζεσθαι.
Και ταύτα ειπών,πτύσας χαμαί,και πηλόν ποιήσας,
επέχρισας τους οφθαλμούς αυτού,λέξας προς αυτόν’
Ύπαγε, νίψαι εις του Σιλωάμ την κολημβήθραν.
Ο δε νιψάμενος,υγιής εγένετο,και εβόα πρός σε’
Πιστεύω Κύριε’
και προσεκύνησέ σοι.
Διό βοώμεν και ημείς’
Ελέησον ημάς.
(Δοξαστικό του εσπερινού της Κυριακής του Τυφλού,απο το βιβλίο του Πεντηκοσταρίου.)