Archive for Μαΐου 2022

Κυριακή του Τυφλού (Ιωάν. 9,1-38)

28 Μαΐου, 2022

Τῷ καιρῷ ἐκείνω, παράγων ὁ Ἰησοῦς

1. εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς.

2. καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ῥαββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ;

3. ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ.

4. ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι.

5. ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου.

6. ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ

7. καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων.

8. Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν;

9. ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι.

10. ἔλεγον οὖν αὐτῷ· πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί;

11. ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα.

12. εἶπον οὖν αὐτῷ· ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; λέγει· οὐκ οἶδα.

13. Ἄγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν.

14. ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς.

15. πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω.

16. ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. ἄλλοι ἔλεγον· πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς.

17. λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν.

18. οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος

19. καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει;

20. ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη·

21. πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει.

22. ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται.

23. διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε.

24. ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλός, καὶ εἶπον αὐτῷ· δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν.

25. ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω. 26. εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς;

27. ἀπεκρίθη αὐτοῖς· εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι;

28. ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί.

29. ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν.

30. ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς.

31. οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ’ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει.

32. ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου.

33. εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν.

34. ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω.

35. Ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ;

36. ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν;

37. εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν.

38. ὁ δὲ ἔφη· πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.

ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ ΤΥΦΛΟΝ

28 Μαΐου, 2022

ΑΓΙΟΥ ΑΣΤΕΡΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΜΑΣΕΙΑΣ

tyflou

Μόλις ἀκούσαμε τὸν «υἱὸ τῆς βροντῆς», τὸν Ἰωάννη, ἢ μᾶλλον τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ ἀπὸ ἁλιέα καὶ χειροτέχνη τὸν ἔκαμε συγγραφέα καὶ κήρυκα Θείων ὄντως καὶ ὑψηλῶν ὑποθέσεων, νὰ μᾶς ἐκθέτει τὸ θαῦμα τῆς σωματικῆς καὶ πνευματικῆς ἀναβλέψεως τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ.

Στὸ προηγούμενο κεφάλαιο ἀνέλυσε τὴν πολλὴ καὶ ἐκτεταμένη διάλεξη τοῦ Κυρίου, μὲ τὴν ὁποία καθωδηγοῦσε τὸν ἀπειθῆ καὶ δύστροπο ἑβραϊκὸ λαὸ στὴ θεογνωσία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ, ἀπομακρύνοντας τὸν νοῦ τους ἀπὸ τὴν ἔννοια τῆς μοναρχίας·

τοὺς ἄνοιγε τὴν πόρτα γιὰ νὰ περάσουν ἀπὸ τὴν νομικὴ παράδοση στὴ Χάρη, ὁδηγώντας τους ὁμαλά ἀπὸ τὴν Παλαιὰ στὴν Καινὴ Διαθήκη, ὅπως κάποτε ἀπὸ τὴν ἔρημο πρὸς τὴν πλούσια καὶ εὔφορη γῆ.

Ἀλλὰ, ἂν καὶ φανέρωνε ποικιλοτρόπως καὶ τὴν δικὴ του προΰπαρξη, ὅτι δηλαδὴ ὑπάρχει προαιώνια καὶ βρίσκεται πάντοτε σὲ συνάφεια μὲ τὸν Πατέρα, καὶ φώναζε μὲ σαφήνεια στὰ ὦτα τῶν κωφῶν:

«Πρὶν Ἀβραὰμ γενέσθαι ἐγὼ εἰμι», ἐκεῖνοι δὲν ἀντιλήφθηκαν τὴ δύναμη τοῦ λόγου, οὔτε ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο δὲν παρεδέχθηκαν, ἔλεγξαν μὲ κάποια ἐπιστημονικὴ ἀντίρρηση· ἀλλὰ ἀντὶ γιά λόγια πῆραν πέτρες καὶ ἐνῶ βρίσκονταν ἀκόμη μακριὰ ἀπὸ τὸ σταυρό, γύμναζαν τὰ φονικά τους χέρια γιὰ τὴ δολοφονία.

Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ πάντοτε προέκρινε τὴν μακροθυμία ἐμπρὸς στὸν ὑβριστὴ καὶ βλάσφημο λαό, ἀπέφυγε τὴν ὀργὴ καὶ τὴν ὀχλαγωγία τους· ἀπέδρασε, ὄχι ὅμως μὲ τρόπο ταπεινό, ἀλλὰ θεϊκό· στάθηκε μεταξύ τους, τόσο κοντὰ ὥστε νὰ τὸν φθάνουν μὲ τὰ χέρια τους, ἀλλὰ δὲν τὸν ἔβλεπαν, καὶ ἐνῶ ἄγγιζε τοὺς ἐξοργισμένους, δὲν φαινόταν.

Εἶχαν μείνει τότε ἐμβρόντητοι, φονεύοντας μὲ τὴν προαίρεση, χωρὶς ὅμως νὰ βρίσκουν τρόπο νὰ ἐκτονώσουν τὴν ὀργή τους· ὅμοιοι μὲ τοὺς ἄπειρους κυνηγούς, οἱ ὁποῖοι, ἐὰν φοβίσουν καὶ διώξουν τὸ κυνήγι παράκαιρα καὶ ἔτσι τὸ ἐλάφι βρεῖ διέξοδο σὲ κάποιο δάσος καὶ διαφύγει κρυφά, περιπλανιῶνται χωρὶς λόγο στὴν κοιλάδα περιφέροντας τὰ δίκτυα ἄσκοπα, τραβώντας μαζί τους καὶ τὰ σκυλιὰ χωρίς ἀποτέλεσμα.

Ἐγὼ δέ, ἂν καὶ κατὰ τὰ ἄλλα εἶμαι ἀχρεῖος, δὲν λησμόνησα πὼς εἶμαι δοῦλος καὶ ὀφείλω νὰ ἐξεγερθῶ κατὰ τῶν ὑβριστῶν ὑποστηρίζοντας τὸν Δεσπότη μου.

Γι’ αὐτὸ καὶ θὰ φωνάξω στοὺς Ἑβραίους σὰν νὰ εἶναι σήμερα παρόντες καὶ ἔχουν καταληφθεῖ ἀπὸ μανία: Λιθοβολεῖτε, ἀχάριστοι, τὸν Εὐεργέτη; Καὶ ποιὸς σᾶς ξεδίψασε κάποτε ἀπὸ μιά πέτρα; Πετᾶτε πέτρες σ’ αὐτὸν πού νομοθέτησε τὴ ζωή σας μὲ τὶς λίθινες πλάκες;

Στὸ λίθο τὸν ἐκλεκτὸ καὶ πολύτιμο πού προφήτευσε ὁ Ἠσαΐας; Στὸ λίθο τὸν νοητὸ πού ἀποσχίσθηκε ἀπὸ τὸν ἀπότομο βράχο χωρὶς ἀνθρώπινο χέρι, ὅπως ὁ θεσπέσιος Δανιὴλ σᾶς δίδαξε; Λιθοβολεῖτε τὸν «λίθον τὸν ἀκρογωνιαῖον», ὁ ὁποῖος συνένωσε τήν Καινή καὶ τήν Παλαιά Διαθήκη; Καὶ ἂν ἐσεῖς δὲν πιστέψετε, «δυνατὸς ὁ Θεὸς ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ Ἀβραὰμ»·δηλαδὴ νὰ συνάξει στὸν Χριστὸ λαὸ περιούσιο, τοὺς ἀπερίτμητους ἐθνικούς.

Αὐτὴ τὴν ἐπαγγελία δέχθηκε καὶ ὁ Ἀβραάμ, ὅταν ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε ὅτι «εὐλογηθήσονται ἐν σοί πάντα τὰ ἔθνη»· διότι βλέποντας ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἀπόρρητη πρόγνωσή του τὸ μέλλον, χάρισε στὸν ἀρχηγὸ τῆς πίστεως ὡς τέκνα ὅλους ἐκείνους ποὺ ἐπρόκειτο στὸ μέλλον νὰ πιστέψουν.

Ἐπειδὴ προέβλεπε τὴν ἐπανάσταση τῶν Ἑβραίων, ἀλλὰ καὶ τοὺς λίθους ποὺ θὰ σήκωναν ἐναντίον του τὰ ψευδώνυμα τέκνα του, τὰ εἶχε συμπεριλάβει στοὺς ἀποκηρυγμένους. Καὶ ἐπειδὴ κηρύττοντάς τους τὴν ἀλήθεια, δὲν τοὺς ἔπειθε νὰ εὐσεβοῦν, ἐνῶ ἦταν παρών, κρύφθηκε καὶ ἐνῶ βρισκόταν μπροστά στά μάτια τους, ἐξαφανίσθηκε, ὥστε μὲ αὐτὴ τὴ θαυματουργία του νὰ τοὺς κάνει νὰ ἀποδεχθοῦν καί νά ὁμολογήσουν ὅτι, πράγματι, ἦταν ὁ Χριστὸς καὶ Θεὸς ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ παλαιότερος.

Ἔτσι παρελογίζονταν οἱ ἀνόητοι Ἑβραῖοι, καὶ ὁ Κύριος καὶ Σωτήρας μας σὰν σοφὸς καὶ ἐπιμελής γιατρός, ἀφοῦ τὸ πάθος δὲν ὑποχώρησε μὲ τὴν πρώτη ἐπέμβαση, μεταχειρίζεται ἄλλο τρόπο θεραπείας.

Θέλει νὰ θεραπεύσει αὐτούς πού ἦταν διανοητικά τυφλοί διὰ μέσου ἑνὸς σωματικά τυφλοῦ ποὺ ἔτυχε νὰ βρίσκεται ἐκεῖ, ὁ ὁποῖος δὲν τυφλώθηκε ἀπὸ κάποια ἀρρώστεια, ἀλλὰ εἶχε ἔλθει ἔτσι στὴ ζωή, ἀπὸ λάθος τῆς φύσεως. Βλέποντας, λοιπόν, αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο στάθηκε, ἕτοιμος νὰ τὸν θεραπεύσει μὲ τρόπο ποὺ ξεπερνᾶ τὴν ἀνθρώπινη λογικὴ καὶ τέχνη.

Ἐπειδὴ ἡ ἰατρικὴ καὶ ἡ θεραπευτική της ἀσχολεῖται μὲ τὰ νοσήματα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα παρουσιάζονται, ὅταν ἤδη ἡ φύση ἔχει φέρει στὸ φῶς ἕναν ἄρτιο ὀργανισμό, καὶ μετὰ ἀπὸ κάποιο χρονικὸ διάστημα ἀρρωσταίνουν, δὲν ἀσχολεῖται ὅμως μὲ τὴν θεραπεία μιᾶς σωματικῆς βλάβης ἡ ὁποία ἔχει γεννηθεῖ μαζὶ μὲ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ οὔτε ὅλα τὰ νοσήματα ποὺ συμβαίνουν ἀργότερα μπορεῖ νὰ θεραπεύσει. Καὶ τὸ μαρτυροῦν αὐτὸ οἱ ἀκρωτηριασμένοι ἄνθρωποι, τῶν ὁποίων κανείς γιατρός δέν μπόρεσε να ἀποκαταστήσει τὴ στέρηση τῶν μελῶν.

Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ οἱ μαθητές βλέποντας ἕναν ἄνθρωπο ποὺ δὲν εἶχε δοκιμάσει τὴ μεγαλύτερη ἀπ’ ὅλες ἀπόλαυση τοῦ φωτός, καὶ συμπονώντας τον γιὰ τὸ πάθημα προσπαθοῦσαν νὰ ἀνακαλύψουν τὴν αἰτία αὐτῆς τῆς κάκωσης· ρώτησαν λοιπὸν τὸν Κύριο μὲ ἁπλότητα, γιὰ νὰ μάθουν ἐὰν ἀπὸ δικὴ του ἁμαρτία ἢ ἀπὸ εὐθύνη τῶν γονέων του ἦλθε ἔτσι στὴ ζωή.

Καὶ τὰ δύο ὅμως σκέλη τῆς ἐρώτησης ἔχουν κάτι τὸ ἐπιλήψιμο· διότι δὲν θὰ κατεκρινόταν ἐξαιτίας τῶν γονέων του, ἀφοῦ ὁ Θεὸς δὲν τιμωρεῖ ἄλλον ἀντ’ ἄλλου· οὔτε βέβαια πλήρωνε γιὰ δικὰ του ἁμαρτήματα, ἀφοῦ γεννήθηκε ἔτσι τυφλός. Ἐπειδὴ κανεὶς δὲν ἁμαρτάνει πρὶν ἀπὸ τὴ γέννηση. Ἡ ἐρώτηση λοιπὸν δὲν ἦταν τόσο ἐπιτυχής.

Νὰ δοῦμε ὅμως πῶς ἀποκρίθηκε ἡ Ἀλήθεια, ὁ Κύριός μας, στὴν ἐρώτηση. Αὐτὸ τὸ πάθος, μαθηταί μου, λέγει, δὲν προῆλθε ἀπὸ ἁμαρτίες, ἀλλὰ ἀποτελεῖ πρόγευση μελλοντικῆς οἰκονομίας, ὥστε αὐτὸς ποὺ θεωρεῖται κοινὸς ἄνθρωπος νὰ ἐνεργήσει ὑπεράνθρωπα καὶ ὁ Κτίστης τῶν ὅλων, μετὰ τὴν πρώτη δημιουργία νὰ βρεῖ ἀφορμὴ γιὰ νέα.

Ἔτσι ἀπὸ τὸ μερικὸ νὰ ἐπιβεβαιώσει τὸ γενικὸ καὶ ὁ σκληρὸς καὶ δύστροπος λαὸς νὰ πεισθεῖ νὰ τὸν προσκυνάει ἀντὶ νὰ τὸν πετροβολεῖ.

 Ἂς φωτισθοῦν λοιπὸν μάτια ποὺ δὲν βλέπουν, γιὰ νὰ λάμψει στὶς ψυχὲς τῶν ἀσύνετων ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης. Ἂς γίνει αὐτὸ τὸ παράδοξο, νὰ πλασθοῦν μάτια, γιὰ νὰ μάθουν οἱ ἐπαναστάτες ὅτι ὁ λεγόμενος υἱὸς τοῦ Ἰωσήφ, ἐὰν πράγματι εἶχε πατέρα τὸν ξυλουργό, θὰ μποροῦσε μὲν νὰ διορθώσει ἕνα σπασμένο σκαμνὶ ἢ νὰ κολλήσει τὰ ξύλα ποὺ ξεκόλλησαν ἢ νὰ στερεώσει κάποια σπασμένη δοκὸ.

Δέν θὰ μποροῦσε ὅμως ἄλλος, ἐκτός ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ἔχει ἐξ ἀρχῆς τὴν ἐξουσία πάνω στὴ φύση, νὰ φτιάξει ἕνα μέλος ἀνθρώπου καὶ μάλιστα τὸ ὀμορφότερο, τά μάτια, τά ὁποῖα δημιουργοῦνται ἀπὸ τὴ φύση μὲ τὸν πιὸ προσεκτικὸ καὶ πολύπλοκο τρόπο.

Καὶ ἐὰν κάποιος θελήσει νὰ ἐρευνήσει μὲ προσοχὴ τὰ ἀνθρώπινα μέλη, ἰδιαίτερα σ’ αὐτὸ τὸ μέρος τοῦ σώματος θὰ διαπιστώσει τὴν παντοδύναμη καὶ πολυποίκιλη σοφία τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τίμησε τὴ μικρὴ περιοχὴ ποὺ καταλαμβάνει αὐτὸ τὸ μέλος, τόσο περίτεχνα. Διότι πέρα ἀπ’ ὅλα τὰ ἄλλα, αὐτὸ τὸ μέλος τὸ διακρίνει μία ἰδιαίτερη χάρη·καὶ εἶναι ἁπαλώτατο καὶ ἄσαρκο, θὰ ἔλεγε κανείς, συνδυάζοντας τὸ τρυφερὸ μὲ τὸ στερεὸ καὶ τὸ μαλακὸ μὲ τὸ σκληρό.

Εἶναι διανθισμένο καὶ μὲ διάφορα χρώματα· τὸ κέντρο του εἶναι ζωγραφισμένο μαῦρο· διασπᾶ ὅμως τὴν μονοχρωμία ἕνας συνδυασμὸς ἀπὸ ποικιλόχρωμους ὁμόκεντρους κύκλους ποὺ τὸ περιβάλλει· ὥστε τὸ κεντρικὸ τμῆμα ἔχει καὶ τὸ βαθύτερο χρῶμα, ἐνῶ ἡ περιφέρεια προχωρεῖ βαθμιαίως πρὸς μία ξανθότερη ἀπόχρωση.

Αὐτοὺς τοὺς κύκλους τοὺς περιβάλλει ἕνας λευκός χιτώνας γυαλιστερὸς καὶ λαμπερός, ποὺ ἔχει ὅμως καὶ κάτι γιὰ νὰ μειώνει τὴ λευκότητα, μοιάζει δὲ μὲ κρύσταλλο καθαρό. Τὸ κόκκινο βρίσκεται στὴν ἄκρη, ἐκεῖ ποὺ ἀναβλύζει τὸ δάκρυ, ὥστε νὰ δίνει χάρη στὸ λευκὸ καὶ στὸ μαῦρο.

Ἐπίσης, εἶναι ἐσωτερικά, τόσο λεῖος καὶ διαφανής καὶ ὁμοιογενὴς ὡς πρὸς τὴν πυκνότητα, ὥστε νὰ δημιουργεῖ εἴδωλα τῶν μορφῶν ποὺ βρίσκονται ἐμπρός του καὶ νὰ ἀποτυπώνει σὰν ἀκριβὴς καθρέπτης τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν συνομιλητῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ κεντρικὸς κύκλος ὀνομάζεται κόρη, ἀφοῦ στὸ μάτι ποὺ βλέπει τὸν ἀπέναντί του σχηματίζεται ἀνθρώπινη μορφή.

Ὅπως δὲν εἶναι δυνατὸν σ’ αὐτὸν ποὺ βλέπει σὲ καθρέπτη νὰ μὴν δεῖ μέσα στὸ ὑλικὸ τὰ δικὰ του χαρακτηριστικά, ἔτσι καὶ σ’ ἐκεῖνον ποὺ βλέπει κατὰ πρόσωπο ἕναν ἄνθρωπο εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴ σχηματίσει στὸ μάτι τὴ μορφή του. Οἱ ἄνθρωποι λοιπὸν καθὼς βλέπονται μεταξύ τους γίνονται ὁ ἕνας καθρέπτης τοῦ ἄλλου.

Ἀξιοθαύμαστο κτίσμα λοιπὸν τό μάτι. Αὐτό μοῦ ἀποκαλύπτει τὸν Θεό, ἐξετάζοντας μὲ ἀκρίβεια ὅλη τὴν κτίση καταδείχνοντας ἀπὸ τὰ ἔργα τὸν τεχνίτη. Αὐτὸ ἀπὸ τὰ ὁρατὰ ἐξηγεῖ τὰ ἀόρατα. Μὲ αὐτὸ γνώρισα τὸν ἥλιο καὶ ἔμαθα τὴ διακόσμηση τοῦ οὐρανοῦ, ζωγράφησα τὴν ὀμορφιὰ τῶν ἀστεριῶν, τὴν ὑπόσταση τῆς γῆς, τὴ φύση τῆς θάλασσας, τῶν σπόρων τὴ διαφορά, τῶν φυτῶν τὴν ποικιλία καὶ τῶν χρωμάτων τὴ διαφορετικὴ χροιά· τοῦ σκότους τὴν κατήφεια καὶ τοῦ φωτὸς τὴ λαμπρότητα, καὶ ὅλα γενικά ὅσα ὁ Θεὸς ἔκτισε ἐπαινώντας τα ὡς «καλὰ λίαν».

Ὥστε, ἐὰν δὲν ὑπῆρχαν τά μάτια, ἡ κτίση θὰ γήρασκε, χωρὶς νὰ τήν ἔχει δεῖ κανείς, ἀφοῦ κανείς δὲν θὰ ἔβλεπε καὶ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ ποὺ ὑπάρχει μέσα της.

Ἐξ αἰτίας λοιπὸν αὐτῆς τῆς θαυμαστῆς λειτουργίας τῆς ὁράσεως κτίστηκαν καὶ τώρα ἐξ ἀρχῆς μάτια, ὥστε νὰ ἀπομακρύνουμε ἐμεῖς τὶς μικροπρεπεῖς σκέψεις μας, σχετικά μέ τή Θεανθρώπινη ὑπόσταση τοῦ Κυρίου, ἀποβάλλοντας ἀπὸ τὴν ψυχὴ, μὲ τὴ μεγαλειώδη αὐτὴ ἐνέργεια, κάθε ταπεινὴ καὶ γήινη ἀντίληψη γιά Ἐκεῖνον.

Γιά νὰ μάθουμε, ἐπίσης,ὅτι τὸ μακάριο φῶς καὶ κάλλος τῆς Θεότητας τὸ δέχθηκε ἕνα πήλινο σκεῦος, διακονώντας ὅπως ὁ λύχνος διακονεῖ τὸ φῶς.

Πραγματοποιεῖ δὲ ὁ Κύριος μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια τὴ θεραπεία καὶ δὲν χρησιμοποιεῖ τὸ λόγο μόνο γιὰ νὰ ἐνεργήσει, αὐτὸς ποὺ μὲ πρόσταγμα μόνον δημιούργησε ὅλο τὸν κόσμο καὶ μὲ δύο μικρὲς λέξεις θεράπευσε τὸν παράλυτο. Ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ στόμα καὶ μὲ τὰ χέρια καὶ μὲ πολλὴ φροντίδα θεραπεύει τὴν τυφλότητα, ὥστε ἀπὸ τὶς ἐνέργειές του νὰ προξενήσει στοὺς ἄπιστους τὴ βεβαία πίστη.

Ἔφτυσε στὸ ἔδαφος καὶ ἔφτιαξε λάσπη, χρησιμοποιώντας καὶ τὴ γῆ γιὰ τὴ θεραπεία, ὥστε νὰ δείξει πὼς μὲ ἐκεῖνο τὸ χῶμα ἀπὸ τὸ ὁποῖο εἶχε πλασθεῖ ἀρχικά ὁλόκληρο τὸ σῶμα δημιουργεῖται τώρα καὶ τὸ μέρος αὐτὸ ποὺ λείπει. Τὸ ἀναμιγνύει δὲ μὲ σάλιο καὶ κολλᾶ ἔτσι τοὺς διάχυτους κόκκους, ὥστε νὰ ἔχουν συνοχή, γιὰ νὰ μᾶς δείξει φανερὰ ὅτι μὲ τὴ δύναμη τοῦ στόματός του ὁ Θεός-Λόγος κατώρθωσε τὰ πάντα.

Ἐπειδὴ «τῷ λόγω Κυρίου οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν καὶ τῷ πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ πάσα ἡ δύναμις αὐτῶν».

Ἀλλὰ καὶ γιὰ ἕναν ἄλλο λόγο θεραπεύει μὲ φτύμα: γιὰ νὰ συνεφέρει σέ κατάνυξη καὶ φόβο αὐτοὺς ποὺ λίγο ἀργότερα πρόκειται νὰ τὸν βρίζουν φτύνοντάς τον. Καὶ ὅμως δὲν μείωσε τὸ θράσος τῶν μαινομένων, ἀλλὰ ὑπέμεινε ἐμπτυσμοὺς πολλοὺς ἐκεῖνος ποὺ τὰ κατώρθωσε ὅλα αὐτὰ μὲ τὸ φτύμα. Μὲ τὴν πρώτη αὐτὴ λοιπὸν ἐνέργεια φανερώνει τὴ δημιουργική του δύναμη.

Καὶ προστάζοντας τὸν τυφλὸ νὰ πλυθεῖ στοῦ Σιλωὰμ τὴν κολυμβήθρα μᾶς ὑποδεικνύει τὴ σωτηρία διὰ τοῦ ὕδατος, τὴν ὁποία χάρισε ὁ ἀπεσταλμένος (Σιλωὰμ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος).

Διότι τότε μόνο βλέπουμε ἀληθινά, ὅταν βγοῦμε ἀπὸ τὸ ἁγιασμένο νερό τοῦ βαπτίσματος. Τότε μᾶς λαμπρύνει τὸ φῶς τῆς χάριτος, ὅταν ἡ δύναμη αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου ἀποπλύνει τὴν ἀκαθαρσία καὶ τὶς κηλίδες τῶν ἁμαρτιῶν. Καὶ ὅλοι ὅσοι μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Σιλωὰμ βαπτιζόμαστε, βλέπουμε τὸ πνευματικὸ φῶς «τὸ φωτίζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον».

Ὢ τοῦ θαύματος καὶ τῆς μεγάλης εὐεργεσίας! Ἔφυγε ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα ὁ πρὸ ὀλίγου τυφλός, στολισμένος στὸ πρόσωπο μὲ τὴν προσθήκη τῶν ματιῶν, βλέποντας καθαρὰ ττόν ἥλιο. Μὲ ἔκπληξη εἶδαν οἱ γείτονες καὶ οἱ γνωστοὶ τὸ γεγονός.

Θορυβήθηκαν ἀπὸ τὸν πρωτοφανῆ τρόπο τῆς θεραπείας. Περιφερόταν στὴν πόλη ὁ ἄνθρωπος βλέποντας, γιὰ νὰ βλέπεται ἀπὸ ὅλους τὸ πρωτάκουστο καὶ παράδοξο ἔργο Ἐκείνου ποὺ γεννήθηκε στὴ Βηθλεέμ, τοῦ μικροῦ βρέφους τὸ ὁποῖο στὴ φάτνη τυλίχθηκε μὲ σπάργανα. Ἐπειδὴ αὐτὰ εἶναι ποὺ ἔκαναν τοὺς Ἰουδαίους νὰ ἀπιστοῦν στὴν Θεότητα.

Ὤ, σεῖς, λοιπόν, ἀνόητοι καὶ παχυκάρδιοι, βάλετε στὸ νοῦ σας ὅλους τούς ἀνθρώπους τῶν αἰώνων. Ἀρχίστε ἀπ’ τὸν Ἀδὰμ καὶ ἐρευνῆστε ὅλους τούς μεταγενεστέρους. Βρίσκετε νὰ ἔγινε σὲ κάποιον ἄλλο αὐτὸ πού συνέβηκε τώρα; Ὑπάρχει στὸν κόσμο παράδειγμα παρόμοιας θεραπείας; Ἀλλὰ σεῖς ἐπιμένετε νὰ διασύρετε τὸν Κύριό μου καὶ τὸν ἀποκαλεῖτε τέκνο τοῦ ξυλουργοῦ –«οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός;»- τοῦ ὁποίου γνωρίζετε τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τὴν κατοικία.

Ἀπαριθμῆστε ὅλα τὰ ταπεινά, φιλονικῆστε, ὑποτιμῆστε τον, ὅσο θέλετε. Ἂν ὅμως τίποτε παρόμοιο δὲν ἔγινε ποτὲ ἀπὸ ἄνθρωπο, οὔτε ὁ κόσμος γνώρισε ἄλλο περιστατικό, τότε ἀνοίξτε τὰ μάτια σας καὶ ἀντικρύστε τὴν ἀλήθεια, κατακρίνοντας τὴν ἄγνοιά σας. Νιφθῆτε καὶ σεῖς στὸν Σιλωὰμ γιὰ νὰ μὴν πεθάνετε τυφλοί.

Ἀλλὰ ἀπὸ ὅ,τι φαίνεται, καθόλου δὲν συνῆλθαν. Οὔτε μὲ τὰ λόγια θέλησαν νὰ μάθουν, οὔτε ἡ πράξη τοὺς δίδαξε, οὔτε τὰ θαύματα τοὺς προξένησαν σεβασμό. Ἀντίθετα, ἀπὸ τὴν ὑπερήφανη ἀχαριστία τους ἐπιχειροῦσαν μὲ μύριους τρόπους ὅλα νὰ τὰ ἐξαφανίσουν καὶ νὰ τὰ διασύρουν. Ἀλλὰ ἡ κακουργία ἀντιστρεφόταν κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ τους.

Διότι ὅσο ἀπιστοῦσαν καὶ μὲ τὶς ἐρωτήσεις τους προσπαθοῦσαν νὰ ἀνατρέψουν τὰ γεγονότα, τόσο περισσότερο ἐπιβεβαιωνόταν ἡ ἀλήθεια. Ἔπαθαν ὅ,τι καὶ τὰ θηρία ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα πληγώθηκαν ἀπὸ κάποιον, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν ἔχει εἰσχωρήσει βαθειὰ στὰ σπλάγχνα τους τὸ μαχαίρι, ὁρμοῦν ἐξαγριωμένα στὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο, ἀποτελειώνοντας μόνα τους τὴν σφαγή.

Τὴν ἐριστικότητά τους τὴν ἔδειξαν ἀρχικά ψάχνοντας νά ἐπιβεβαιώσουν κατά πόσον τοὺς παρουσιάσθηκε ὁ ἴδιος ὁ τυφλὸς ἢ ἄλλος ἀντὶ γιὰ ἐκεῖνον.

Γι’ αὐτὸ σαφῶς τοὺς διεβεβαίωνε ὁ ἄνθρωπος ἐξηγώντας τους καὶ τὴ διαδικασία τῆς θεραπείας, ὅτι δηλαδὴ, τὸ φάρμακο τῆς τυφλώσεως ἦταν ὁ πηλός, μὲ τὸν ὁποῖο τὸν ἔχρισε ὁ Ἰησοῦς· καὶ ὅτι, ὅταν ἐξέπλυνε τὸν πηλὸ στὴν κολυμβήθρα, βρῆκε τὸ φῶς του. Αὐτὰ περιεργάζονταν οἱ γείτονες καὶ τὰ ἔμαθαν, τὰ ἀναζητοῦσαν καὶ οἱ Φαρισαῖοι, ἀλλά αὐτοί δὲν πείθονταν.

Δεύτερο τέχνασμα μὲ τὸ ὁποῖο ἀποπειράθηκαν νὰ διαστρεβλώσουν τὸ γεγονὸς ἦταν ἡ προσπάθειά τους νὰ ἀποδείξουν ὅτι δὲν ἦταν ὁ Χριστὸς ἐκεῖνος ποὺ τὸν θεράπευσε. Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἄνθρωπος ἀνεκήρυττε τὸν Σωτήρα καὶ μὲ τὴν ὁμολογία τοῦ κηρύγματος ἀνταπέδιδε τὴ χάρη διαφημίζοντας τὸν εὐεργέτη, ἐκεῖνοι τοῦ ἔκλειναν τὸ στόμα καὶ μὲ τὸ μυαλὸ ζαλισμένο, ἐπειδὴ δέν εἶχαν τί νὰ κάνουν, ἐπανέρχονται πάλι στὴν ἴδια συζήτηση.

Περιεργάζονται ἐὰν ἦταν τυφλὸς ἐκ γενετῆς, ἀναζητοῦν τοὺς γονεῖς τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐξετάζουν καθετί μὲ ἀκρίβεια, ὄχι γιὰ νὰ βεβαιώσουν τὸ γεγονός, ἀλλὰ γιὰ νὰ βροῦν κάποια ἀφορμὴ νὰ διαψεύσουν τὸ θαῦμα· καὶ ἔτσι, κατασκευάζοντας κάποια ψεύτικη σκευωρία νὰ ἀνατρέψουν τὴν ὁρμητικότητα τοῦ πλήθους ποὺ πίστευσε.

Τί ὑπερβολὴ κακίας! Νὰ πολεμοῦν τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ διασύρουν, ἀντὶ νὰ προσκυνοῦν τὸν εὐεργέτη· ἀντὶ νὰ θαυμάζουν τὴν δύναμί του, προσπαθοῦν νὰ παρουσιάσουν σὰν ἀσήμαντα τὰ γεγονότα. Πεισθῆτε καὶ ἀπὸ τοὺς γονεῖς, Φαρισαῖοι, γιὰ τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος γεννήθηκε τυφλός. Τρέξτε πάλι στὸν τυφλὸ καὶ δεύτερη καὶ τρίτη φορά, γιὰ νὰ σᾶς ἀποκαλύψει ἐκεῖνος τὴν κακία καὶ τὴν ἐπιβουλὴ ποὺ κρύβουν αὐτὰ τὰ ἐπιχειρήματα.

Ἀλλὰ σεῖς ὅταν δοκιμάσετε τὴν πρώτη ἀπογοήτευσι, προχωρεῖτε στὴ δεύτερη· ὅταν δοκιμάσετε τὴ δεύτερη, στὴν τρίτη, καὶ οὕτω καθεξῆς. Ἀκολουθεῖτε τὴν πορεία τῆς κακούργου ἀλεποῦς. Εἶστε ἀπὸ παντοῦ περικυκλωμένοι μὲ τὰ δίκτυα τῆς ἀληθείας.

Ἀδυνατεῖτε νὰ ἀρνηθῆτε τὸ θαῦμα, δὲν ὑπάρχει ἄλλη διέξοδος. Παρ’ ὅλα αὐτά δὲν ἀμελεῖτε μὲ κάθε τρόπο νὰ περιπλέκετε τὸ πράγμα, ὑφαίνοντας ἱστὸ ἀράχνης μὲ ὅλη σας τὴν τέχνη· ἀνίσχυρη ὅμως καὶ ἀνώφελη εἶναι ἡ ἐπιβουλή σας. Προγονικὴ ἡ ἀρρώστια σας. Ἀπίστων πατέρων ὅμοια τέκνα.

 Ἔτσι ἀντιμετώπιζαν κι ἐκεῖνοι τὰ θαύματα τῆς Αἰγύπτου. Σώζονταν ἀπὸ πολέμους παράδοξα καὶ ἀνέλπιστα καὶ ἀπιστοῦσαν σ’ αὐτὸν ποὺ χάριζε τὴν σωτηρία. Τρέφονταν μὲ ὑπερφυσικές τροφὲς καὶ ἦσαν πιὸ ἀχάριστοι κι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ λιμοκτονοῦν.

Ὑποδέχονταν τὸ μάννα ποὺ τοὺς ἀποστελλόταν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ποθοῦσαν τὴ δυσωδία τῶν σκόρδων καὶ τῶν κρεμμυδιῶν τῆς Αἰγύπτου. Μὲ στήλη νεφέλης σκεπάζονταν τὴν ἡμέρα γιὰ νὰ μὴ ταλαιπωροῦνται ἀπὸ τὸ κάψιμο τοῦ ἥλιου καὶ μὲ στήλη φωτεινὴ φωτίζονταν τὴ νύκτα, ἀπολαμβάνοντας ἄλλο, νέο φωστήρα ἐκτὸς ἀπὸ τὴ σελήνη.

Καὶ σὰν νὰ μὴν εἶχαν εὐεργετηθεῖ μὲ καμμιά θεϊκὴ ἐνέργεια, ὅταν ὁ Μωϋσῆς εἶχε ἀνεβεῖ στὸ ὅρος γιὰ νὰ τοῦ δοθεῖ ὁ νόμος καὶ καθυστεροῦσε νὰ ἐπιστρέψει, αὐτοὶ ζητοῦσαν καὶ εὕρισκαν νέους καὶ ἀνύπαρκτους θεούς.

Εἶστε ὄντως κληρονόμοι τῆς ἀχαριστίας τους· καὶ τὸν νόμο δὲν ἀγαπήσατε, καὶ τὴν χάρη μισεῖτε. Σᾶς χρειάζεται ράβδος, φτιαγμένη ὄχι ἀπὸ καρυδιά, γιὰ ἐπιστασία, ἀλλὰ ἀπὸ σίδηρο. Βλέπετε ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἂν καὶ τὸν εἶδε τὸ φῶς, αὐτὸς βρίσκεται στὸ σκοτάδι μέχρι τέτοια ἡλικία. Δὲν ξέρει τί εἶναι ἡ δημιουργία καὶ ὁδηγεῖται ἀπὸ ξένα μάτια.

Κάθε μέρα κάθεται μπροστά στὸ ναὸ φανερώνοντας τὴν συμφορά του, γιὰ νὰ προσελκύσει πολλοὺς σὲ ἐλεημοσύνη καὶ ἔχει ὅλη τὴν πόλι μάρτυρα τοῦ πάθους του. Σὲ μιά στιγμὴ τὸν βλέπετε νὰ θεραπεύεται καὶ νὰ βρίσκει το φῶς του, ὄχι μὲ συνδυασμὸ διαφόρων φαρμάκων, οὔτε μὲ χρῆση χειρουργικῶν ἐργαλείων, ἀλλὰ μόνο μὲ λάσπη κι αὐτὴ ἀπὸ φτύμα.

Καὶ πῶς δὲν θαμπωνόσαστε, δὲν ἐκφράζετε τήν ἔκπλξή σας, δὲν πέφτετε στὴ γῆ νὰ προσκυνήσετε, ἀπό σεβασμό στὴ θεϊκὴ ἐνέργεια, αὐτὸν πού ἀπὸ τὴ γῆ ἔπλασε τά μάτια;

Ἀντίθετα, σεῖς κινδυνεύετε νὰ διαρραγῆτε ἀπὸ τὸν φθόνο καὶ ζηλεύετε τὸν Θεὸ σὰν ἀντίζηλο, σὰν νά εἴσαστε σεῖς δημιουργοὶ τοῦ Δημιουργοῦ· ζηλεύετε σὰν κοινὸ ἄνθρωπο τὸν Θεάνθρωπο. Διαβάζετε τὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅσα γράφθηκαν ἐκεῖ γιὰ νὰ οἰκονομήσουν τὸ λαό, καὶ ὅσα διδάσκουν γιά τούς βασιλεῖς καὶ τήν ἱστορία τους καὶ παραδέχεσθε ὅσα γράφουν γιὰ τὸν καθένα.

Ὅτι, για παράδειγμα, τὸν Μωϋσῆ λίγο ἔλειψε νὰ τὸν ἐκλάβουν ὡς Θεὸ καὶ τὸν Ἐλισσαῖο τὸν ὑπερεθαύμαζαν, καθώς καὶ τὸ δάσκαλό του τὸν Ἠλία πολὺ τὸν ἐξυμνοῦσαν· τιμᾶτε ὡς ἀγγέλους ὅλους τούς ἁγίους κάθε γενεᾶς, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καὶ πραγματοποίησαν τὰ μεγάλα καὶ πασίγνωστα θαύματα. Σὲ τίποτε δὲν ἀμφισβητεῖτε τοὺς ἀρχαίους, οὔτε ἀπιστεῖτε στὶς διηγήσεις τῶν πατέρων σας, μολονότι οἱ ἄνθρωποι ἐκ φύσεως δίδουν λιγότερη πίστη στὴν ἀκοή.

Αὐτὸ ὅμως ποὺ συνέβηκε στὶς ἡμέρες σας μὲ τά μάτια ἐκείνου καὶ τὸ εἴδατε μὲ τά δικά σας μάτια, καί μπορεῖτε μὲ τὰ δάκτυλα νὰ τὸ ψηλαφήσετε καὶ νὰ ἀκούσετε μὲ ἀκρίβεια τὴν ἐξιστόρησή του, αὐτὸ μὲ τόση ἀπιστία καὶ ἀχαριστία κακότροπα τὸ ἐπιβουλεύεσθε, καταπατώντας τὶς προφητεῖες καὶ προσπαθώντας νὰ διαψεύσετε τὴν ἐκπλήρωσή τους.

Ἀφοῦ ὅσα βλέπουμε τώρα νὰ πραγματοποιοῦνται, εἶχε προφθάσει ὁ Ἠσαΐας νὰ μᾶς τὰ διδάξει λέγοντας: «Ἰδοὺ ὁ Θεὸς ἡμῶν κρίσιν ἀναταποδίδωσι καὶ ἀνταποδώσει, αὐτὸς ἥξει καὶ σώσει ἡμᾶς. τότε ἀνοιχθήσονται ὀφθαλμοὶ τυφλῶν, καὶ ὦτα κωφῶν ἀκούσονται. τότε ἁλεῖται ὡς ἔλαφος ὁ χωλός, τρανὴ δὲ ἔσται γλῶσσα μογιλάλων» (τότε θὰ πηδᾶ σάν ἐλάφι ὁ κουτσὸς καὶ θὰ γίνει τρανὴ ἡ γλώσσα τῶν κωφαλάλων).

Αὐτὰ δὲν εἶναι λόγια τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Ἰωάννη οὔτε κάποιου ἀπὸ τὰ πρόσωπα ποὺ ὑποπτεύεσθε, ὥστε νὰ ἀπιστήσετε στὴν ἀλήθεια ὑποθέτοντας ὅτι χαρίζονται στὸν Κύριο καὶ κάνουν διαφήμιση.

Εἶναι λόγια τῆς δικῆς σας προφητείας ‒ἐὰν βέβαια ἀναγνωρίζετε τοὺς Προφῆτες σας‒ καὶ μάλιστα τὸν μεγαλύτερο ἀπὸ τοὺς Προφῆτες καὶ διδασκάλους τοῦ Νόμου.

«Τῷ δὲ Θεῶ δόξα, κράτος, τιμὴ καί προσκύνηση νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων». Ἀμὴν.

Μηχανὴ τοῦ χρὸνου – Ἡ ἃλωση τῆς Πὸλης-

28 Μαΐου, 2022

Οσιος Ευμενιος ο νεος ο απο λεπρων

23 Μαΐου, 2022

Κυριακή της Σαμαρείτιδος (Ιωάν. 4,5-42)

21 Μαΐου, 2022

Τῷ καιρῷ ἐκείνω ἔρχεται Ἰησοῦς

5. εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου ὃ ἔδωκεν Ἰακὼβ Ἰωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ·

6. ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ Ἰακώβ. ὁ οὖν Ἰησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ· ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη.

7. ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· δός μοι πιεῖν.

8. οἱ γὰρ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι.

9. λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνὴ ἡ Σαμαρεῖτις· πῶς σὺ Ἰουδαῖος ὢν παρ’ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; οὐ γὰρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις.

10. ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν.

11. λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν;

12. μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἰακώβ, ὃς ἔδωκεν ἡμῖν τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμματα αὐτοῦ;

13. ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν·

14. ὃς δ’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον.

15. λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυνή· Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν.
16. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθὲ ἐνθάδε.

17. ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπεν· οὐκ ἔχω ἄνδρα. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω·

18. πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας.

19. λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ.

20. οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν· καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν Ἱεροσολύμοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν.

21. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· γύναι, πίστευσόν μοι ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν Ἱεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ πατρί.

22. ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν.

23. ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν.

24. πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν.

25. λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα.

26. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι.

27. καὶ ἐπὶ τούτῳ ἦλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθαύμασαν ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει· οὐδεὶς μέντοι εἶπε, τί ζητεῖς ἢ τί λαλεῖς μετ’ αὐτῆς;

28. Ἀφῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις·

29. δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός;

30. ἐξῆλθον οὖν ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτόν.

31. Ἐν δὲ τῷ μεταξὺ ἠρώτων αὐτὸν οἱ μαθηταὶ λέγοντες· ῥαββί, φάγε.

32. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐγὼ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε.

33. ἔλεγον οὖν οἱ μαθηταὶ πρὸς ἀλλήλους· μή τις ἤνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν;

34. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον.

35. οὐχ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἔτι τετράμηνός ἐστι καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται; ἰδοὺ λέγω ὑμῖν, ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη.

36. καὶ ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ θερίζων.

37. ἐν γὰρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστὶν ὁ ἀληθινός, ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων.

38. ἐγὼ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν ὃ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε· ἄλλοι κεκοπιάκασι, καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε.

39. Ἐκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν τῶν Σαμαρειτῶν διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικός, μαρτυρούσης ὅτι εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα.

40. ὡς οὖν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ’ αὐτοῖς· καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας.

41. καὶ πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ,

42. τῇ τε γυναικὶ ἔλεγον ὅτι οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν· αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν, καὶ οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός.

Η ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΣ

21 Μαΐου, 2022

π.Ἀλέξανδρος Σμέμαν

18[1]

Τέσσερις ἑβδομάδες μετὰ τὸ Πάσχα τὸ εὐαγγέλιο πού διαβάζεται στὶς ἐκκλησίες εἶναι ἡ ἀφήγηση τοῦ εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη γιὰ τὴν ἐκπληκτικὴ συζήτηση τοῦ Χριστοῦ μὲ μιὰ Σαμαρείτισσα. Σύμφωνα μὲ τὸ εὐαγγέλιο, ὁ Χριστὸς σταματᾶ σ’ ἕνα πηγάδι κοντὰ στὴν πόλη Σιχάρ. ἐνῶ οἱ μαθητὲς Του πᾶνε στὴν πόλη γιὰ νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα. Μιὰ γυναίκα ἔρχεται στὸ πηγάδι γιὰ νὰ πάρει νερό, καὶ ὁ Χριστὸς τῆς ζητεῖ νὰ πιεῖ. Ἀρχίζουν μιὰ συζήτηση, καὶ κάποια στιγμὴ ἡ γυναίκα ἐρωτᾶ τὸν Χριστό, οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτω προσεκύνησαν καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν Ἱεροσολύμοις ἐστὶν τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν (Ἰωάν. 4, 20).

Τὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἀφορᾶ μιὰ πολύχρονη ἀντιδικία μεταξὺ Ἰουδαίων καὶ Σαμαρειτῶν, πού εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν ὀρθόδοξο Ἰουδαϊσμό. Γιὰ τοὺς Ἰουδαίους τὸ θρησκευτικὸ κέντρο ἦταν ἡ Ἱερουσαλήμ· γιὰ τοὺς Σαμαρεῖτες ἕνα βουνὸ στὴ Σαμάρεια. Εἶναι σαφὲς πώς ἦταν μιὰ διαμάχη γιὰ τὰ ἐξωτερικά, τελετουργικὰ χαρακτηριστικά τῆς θρησκείας.

Ἀπαντώντας της ὁ Χριστὸς τῆς λέει: «γύναι, πίστευσόν μοι ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν ῾Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ πατρί. ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων ἐστίν. ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν». (Ἰωάν. 4, 21-24).

Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία πώς οἱ στίχοι αὐτοὶ ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννη εἶναι κρίσιμοι στὴν κατανόηση τοῦ Χριστιανισμοῦ. Αὐτὰ τὰ λόγια ἐκφράζουν καὶ αἰώνια διακηρύσσουν μιὰ γνήσια θρησκευτικὴ ἐπανάσταση, μιὰ ἐπανάσταση στὴν ἔννοια τῆς θρησκείας· σ’ αὐτὲς τὶς λίγες γραμμὲς βλέπουμε τὴ γέννηση τοῦ Χριστιανισμοῦ.

“Ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ”. Ἡ θρησκεία μέχρι τότε καὶ γιὰ αἰῶνες ἀποτελεῖτο ἀπὸ κανόνες, νόμους καὶ διατάξεις, καὶ ἔτσι ἡ τήρηση τῆς θρησκείας συνίστατο ἀποκλειστικὰ ἀπὸ μιὰ τυφλή, ἀναντίρρητη ὑποταγὴ σ’ αὐτοὺς τοὺς κανόνες. Ὄχι σ’ αὐτὸ τὸ βουνὸ ἀλλά στὰ Ἱεροσόλυμα· ὄχι ἐδῶ, ἀλλά ἐκεῖ· ὄχι μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀλλά μ’ ἐκεῖνον.

Ἔτσι προσφέροντας στὸν Θεὸ χιλιάδες τέτοιες συνταγές, οἱ ἄνθρωποι προστατεύονταν ἀπό τούς μπελάδες, ἀπὸ τὸ φόβο καὶ ἀπὸ τὴν ἐπώδυνη ἀναζήτηση. Εἶχαν κατασκευάσει ἕνα κλουβὶ στὸ ὁποῖο τὸ καθετί ἦταν προσεκτικὰ καὶ σαφῶς καθορισμένο καὶ δὲν ὑπῆρχε ἄλλη ἀπαίτηση ἀπὸ τὴν ἀκριβῆ τήρησή του. Ὅλα αὐτὰ τώρα σβήνονται καὶ ἀνατρέπονται μὲ λίγες λέξεις. Ἡ προσκύνηση δὲν γίνεται σ’ αὐτὸ τὸ βουνό, οὔτε στὰ Ἱεροσόλυμα, ἄλλα “ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ”. Μ’ ἄλλα λόγια ὄχι μὲ φόβο καὶ στὰ τυφλά, ὄχι μὲ ἀγωνία καὶ στενοχώρια, ἀλλά μὲ γνώση καὶ ἐλευθερία, μὲ ἐλεύθερη ἐπιλογὴ καὶ ἀγάπη, ὅπως ἡ ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ γιὰ τὸν πατέρα του.

Τώρα στὸ κέντρο τῆς θρησκείας, στὴν καρδιά της, δὲν βρίσκεται ὁ νόμος, ἡ ὑποταγή, ἡ συνταγή, ἀλλά ἡ ἀλήθεια: “γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν”, εἶπε ὁ Χριστός, “καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς” (Ἰωάν. 8, 32). Στὴν καρδιὰ της τώρα βρίσκεται ἡ διαδικασία τῆς ἀναζήτησης: “ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε” (Ματθ. 7, 7). Ὄχι καθησυχασμός, ἀλλά δίψα: “μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην” (Ματθ. 5, 6). Ὄχι δουλεία, ἀλλά ἐλευθερία: “οὐκέτι ὑμᾶς λέγω δούλους, ὅτι ὁ δοῦλος οὐκ οἶδε τί ποιεῖ αὐτοῦ ὁ κύριος” (Ἰωάν. 15, 15). Ὄχι φιλονομία ἀλλά ἀγάπη: “ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν” (Μάτθ. 9, 13)· “ἐντολήν καινὴν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα καὶ ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους” (Ἰωάν. 13, 34).

Φυσικὰ στὴν Ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ οἱ ἄνθρωποι συχνὰ ξέχασαν τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ἀλήθεια καὶ ἐπέστρεψαν στὴ θρησκεία τοῦ φόβου καὶ τῆς τυπολατρίας, στὴ διαμάχη γιὰ τὸ βουνὸ καὶ τὴν Ἱερουσαλήμ.

Ἀπ’ ἔξω δὲ ὁ Χριστιανισμὸς πολὺ συχνὰ φαίνετει νὰ εἶναι μόνο νόμοι καὶ συνταγές. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ κριθεῖ ἀπὸ τὰ ἐξωτερικά, οὔτε ἀπὸ τὶς ἧττες καὶ τὶς παραμορφώσεις, ἀλλά ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ θεία φώτιση. Πρέπει νὰ κριθεῖ ἐπὶ τῇ βάσει αὐτῶν πού δέχθηκαν σοβαρὰ καὶ χωρὶς καμιὰ ἐπιφύλαξη αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ἀλήθεια, καὶ πού ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τους ἔχει γίνει μιὰ συνεχὴς πτήση ἀγάπης, ἐλευθερίας, χαρᾶς καὶ πνευματικῆς μεταμόρφωσης.

Παρ’ ὅλες τὶς ἱστορικὲς πτώσεις καὶ ἀποτυχίες του, ὁ Χριστιανισμὸς ποτὲ δὲν ἔσβησε αὐτὰ τὰ λόγια ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο, καὶ γι’αὐτὸ κρίνεται μὲ βάση αὐτά.

Ἡ ἀντιθρησκευτικὴ προπαγάνδα, μὲ πολὺ πιὸ τραγικὰ ἀποτελέσματα, μὲ τὸ τυφλὸ μίσος της πρὸς τὴ θρησκεία, ἀγνοεῖ αὐτὰ τὰ λόγια σὰν νὰ μὴν εἰπώθηκαν ποτέ, καὶ γιὰ νὰ ξεμπερδέψει μὲ τὴ θρησκεία μὲ τὴ μεγαλύτερη εὐκολία, τὴν ἐξισώνει μὲ τὰ ἐξωτερικὰ χαρακτηριστικά, τὶς προλήψεις καὶ τὸ φόβο.

Ὁ Χριστιανισμὸς ὅμως κατεξοχὴν εἶναι ὁ Χριστός, καὶ ἡ διδασκαλία Του, τὸ εὐαγγέλιο. Τὸ εὐαγγέλιο ἀφηγεῖται πώς οἱ ἄνθρωποι προτίμησαν τὴ δική τους γνώμη, τὴ δική τους ἰδεολογία, τὸ δικό τους νόμο ἀπὸ τὸ “ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ”, καὶ πόσο ἀφόρητη ἦταν αὐτή ἡ πρόσκληση γιὰ ἀπελευθέρωση. Ἐδῶ, σ’ αὐτὴ τὴν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων πού ἀπέρριψαν Αὐτὸν πού τοὺς κάλεσε νὰ ζήσουν “ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ”, βρίσκεται ὁλόκληρο τὸ νόημα τοῦ εὐαγγελίου.

Ἔτσι τὸ ἴδιο τὸ εὐαγγέλιο μᾶς δίνει μιὰ ἐξήγηση γιὰ τὸ μίσος ἐνάντια στὸν Χριστό, τὸ ἴδιο μίσος πού σήμερα ἀναγκάζει τοὺς ἀνθρώπους νὰ ψεύδονται, νὰ συκοφαντοῦν καὶ σιωπηλὰ νὰ Τὸν ἀγνοοῦν.

Ἀκόμη καὶ τώρα ἡ ἀπειλή πού θέτει ὁ Χριστιανισμὸς σὲ κάθε ἰδεολογία εἶναι αὐτὸ τὸ “ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ”. Αὐτὰ τὰ λόγια εἶναι μιὰ αἰώνια χειρονομία περιφρόνησης κάθε εἰδώλου, θρησκευτικοῦ ἢ ἰδεολογικοῦ·

ὅσο δὲ αὐτὲς οἱ λέξεις δὲν ἔχουν ἐντελῶς ξερριζωθεῖ ἀπὸ τὴ μνήμη, ὁ ἄνθρωπος ποτὲ δὲν θὰ δεχθεῖ ὁλοκληρωτικὰ μιὰ διδασκαλία πού τὸν σκλαβώνει στὴν ὕλη καὶ πού τὸν μετατρέπει σὲ ἕναν ὀδοντωτὸ τροχὸ μίας ἀπρόσωπης πορείας, σὲ ἕναν ὑπηρέτη μιᾶς ἀπρόσωπης συλλογικότητας. Ὅταν λοιπὸν οἱ ὀπαδοὶ τέτοιων ἰδεολογιῶν προσβάλλουν τὴ θρησκεία μὲ τὴ δικαιολογία πώς ξερριζώνουν τὴν πρόληψη, αὐτὸ γίνεται μόνο γιὰ ἐπίδειξη.

Ὄχι, ἡ θρησκεία ὡς πρόληψη, ὡς νόμος, ὡς δουλεία τοὺς εἶναι ἀκόμη χρήσιμη, ἐπειδὴ ἐπαληθεύει τὰ ἐπιχειρήματά τους. Αὐτὸ πού τοὺς φοβίζει περισσότερο ἀπὸ καθετί ἄλλο στὸν κόσμο, εἶναι μήπως κάποιος ἀνακαλύψει τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς πίστεως, αὐτὰ τὰ ἐκπληκτικὰ καὶ ἀπελευθερωτικὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: “ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ”.

Ἡ δύναμη βρίσκεται τώρα μὲ τὸ πλευρὸ τῆς στρατευμένης ἀθεΐας. Ἡ πίστη ἔχει φιμωθεῖ. Καὶ μόνο αὐτὸ ὅμως ἀποδεικνύει τὴ δύναμή της. Ἡ φωνὴ της εἶναι φιμωμένη ἀκριβῶς ἐπειδὴ μέσα στὰ βάθη της συντηρεῖ ἀκόμη τὴ διδασκαλία τοῦ “ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ”, πού σημαίνει πώς δίχως τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ἀλήθεια ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει, πώς τὸ πνεῦμα καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι ἰσχυρότερα ἀπ’ ὁτιδήποτε ἄλλο πάνω στὴ γῆ.

Ἡ συζήτηση πού ἄρχισε δίπλα ἀπὸ τὸ πηγάδι ἐκεῖνο τὸ ζεστὸ μεσημέρι ἀκόμη συνεχίζεται, ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι ποτὲ δὲν θὰ σταματήσουν νὰ ψάχνουν, νὰ ἀναζητοῦν, νὰ διψοῦν καὶ νὰ ἀνακαλύπτουν ξανὰ καὶ ξανὰ πώς αὐτὴ ἡ δίψα, αὐτὴ ἡ ἀναζήτηση, αὐτή ἡ πνευματικὴ πείνα δὲν μπορεῖ νὰ ἱκανοποιηθεῖ μὲ τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο μὲ τὸ Θεό, πού εἶναι Πνεῦμα καὶ Ἀλήθεια, Ἀγάπη καὶ Ἐλευθερία, αἰώνια Ζωὴ καὶ πληρότητα τῶν πάντων.

Ἀπό τό βιβλίο:ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ

ἐκδ. Ἀκρίτας

ΣΤΗΝ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΑ

21 Μαΐου, 2022

  Ἀρχιμ. Ἀνανία Κουστένη,

74e937b1f40334bd13733b8565b690cb_Generic[1]

         Προοίμιον

Ὅταν ὁ Κύριος ἦρθε στὸ πηγάδι,

ἡ Σαμαρείτις τὸν Σπλαχνικὸ παρακαλοῦσε:

«Δῶσε μου τὸ νερὸ τῆς πίστεως,

καὶ θὰ βαπτισθῶ στῆς κολυμπήθρας τὰ νάματα

καὶ θὰ λάβω

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία».

                               Οἶκοι

Α΄ Τὰ χαρίσματα, ψυχή μου, πού σοῦ δόθηκαν, μὴν τὰ

παρατήσης δίχως καλλιέργεια,

γιὰ νὰ μὴν τραβήξης τὴν ντροπὴ τῆς τεμπελιᾶς

στὴν ἡμέρα ἐκείνη ποὺ θὰ κρίνη ὁ Θεὸς τὴν οἰκουμένη.

Γιατί τότε ἐρχόμενος ἀμέσως θὰ σὲ κρίνη ἀπαιτητικά.

Θὰ κάνη τὸ λογαριασμὸ καὶ θὰ σὲ φορολογήση μὲ βάση

ὅσο κέρδισες καὶ ὄχι ὅσο ἔλαβες.

Γιατί παίρνει μὲ τόκο τὸ δάνειο ἀπ’ τὸν καθένα.

Ψυχή μου, μὴν τεμπελιάζης, ψυχή μου, γίνε ἔμπορος,

ψυχή μου, δῶσε καὶ πάρε,

γιὰ νὰ σοῦ δώση σὰν ἔρθη ὁ βασιλιάς σου ἀνταμοιβή,

γιὰ τὴ φιλότιμη προσπάθεια καὶ τὸν κόπο,

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.

β΄ Δὲν σοῦ πρέπει νὰ ἔχης, ψυχή μου, καὶ ὅσα ἔχεις καὶ

βαστᾶς

τὰ χρωστᾶς στὴ Χάρι Ἐκείνου πού σοῦ τάδωκε. Μὴν

παραμελῆς, λοιπόν, νὰ διαμοιράζης

τὰ καλά σου σὲ ὅσους τὰ ζητοῦνε, ὅπως τὰ διέδωσε

κάποτε ἡ Σαμαρείτις.

Γιατί ἐνῶ ἄντλησε μόνη πρόσφερε καὶ στοὺς ἄλλουτς ἀπὸ

αὐτὸ ποὺ ἔλαβε.

Κανεὶς δὲν τῆς ἐγύρευε καὶ σ’ ὅλους δῶρο πρόσφερνε

ἁπλόχερα ἀπ’ τὸ χάρισμα.

Διψᾶ καὶ ὁλόγυρα σκορπίζει, δίχως νὰ πιῆ ποτίζει.

Ἀκόμα δὲν καλογεύτηκε καὶ σὰν μεθυσμένη στοὺς

συμπατριῶτες της φωνάζει:

«Ἐλᾶτε καὶ δεῖτε νερὸ ποὺ εὑρῆκα. Μήπως Αὐτὸς εἶναι

πράγματι

Ἐκεῖνος ποὺ δίνει

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία;»

γ΄ Ἀπὸ τ’ ἀθάνατα νερὰ λοιπόν, ἀπ’ τὰ ὁποῖα ἡ πιστὴ

Σαμαρείτις

χόρτασε καθὼς τὰ βρῆκε, τώρα ἐμεῖς μὲ λαχτάρα

ἀφοῦ ἤπιαμε ἂς ψάξουμε καλὰ ὅλες τὶς φλέβες τους.

Λιγάκι δὲ καὶ τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου νὰ μελετήσουμε,

βλέποντας τὸ Φῶς, τὸν Χριστό, τὸ Νερὸ ποὺ τότε ἤπιε ἡ

Σαμαρείτις,

καὶ πῶς αὐτὴ ἀπὸ νερὸ ἄλλο νερὸ ἐπρόσφερε,

καὶ γιὰ ποιὸ λόγο τότε δὲν ἔδωκε νερὸ στὸν Ἰησοῦ ποὺ

δίψαγε καὶ ποιὸ ἦταν τὸ ἐμπόδιο.

Γιατί ὅλα αὐτὰ τὰ μεγαλεῖα ἡ Ἁγία Γραφὴ περιέχει

καὶ προσφέρει

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.

δ΄ Τί, λοιπόν, μᾶς διδάσκει ἡ Βίβλος; Ὁ Χριστός, λέει,

πού δίνει

τὴ ζωὴ στοὺς ἀνθρώπους, ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία

ἐπειδὴ κουράστηκε καθότανε κοντὰ στὸ πηγάδι τῆς

Σαμάρειας.

Καὶ τὸ λιοπύρι ἔκαιγε, γιατί ἐμεσημέριαζε, καθὼς ἡ

Βίβλος γράφει.

Ἔτσι καταμεσήμερο ἔφτασεν ὁ Μεσσίας γιὰ νὰ φωτίση

τῆς νύχτας τὰ παιδιά.

Ἔπιασε τὸ πηγάδι ἡ Πηγὴ τῆς ἀγάπης ὄχι γιὰ νὰ πιῆ

ἀλλὰ γιὰ νὰ ξεπλύνη.

Ὄντας Πηγὴ ἀθάνατου Νεροῦ στ’ αὐλάκι τῆς ταλαίπωρης

ἀνθρωπότητος παρουσιάστηκε σὰν

ἀναγκεμένος.

Κουράζεται ποὺ περπατᾶ Αὐτὸς ποὺ βάδισε στὴ θάλασσα

χωρὶς κόπο,

Ἐκεῖνος ποὺ προσφέρει

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.

ἐ΄ Τὴν ὥρα ποὺ ὁ Εὔσπλαχνος βρισκόταν, ὅπως εἶπα, στὸ

πηγάδι

νὰ καὶ μία γυναίκα ἀπ’ τὴ Σαμάρεια ποὺ στὸν ὦμο τὴ

στάμνα της

ἐπῆρε καὶ ἦρθε βγαίνοντας ἀπ’ τὴν Συχάρ, τὴν πατρίδα

της.

Καὶ ποιὸς δὲν καλοτυχίζει τὴν ἔξοδο ἐκείνης καὶ τὴν

εἴσοδο;

Βγῆκε κριματισμένη καὶ μπῆκε σφραγισμένη σὰν

καθαρὴ ἐκκλησιά.

Ἐβγῆκε κι ἐρούφηξε τὴ ζωὴ σὰν τὸ σφουγγάρι.

Βγῆκε νερὸ νὰ πάρη κι ἐμπῆκε κουβαλώντας τὸν Θεό.

Καὶ ποιὸς δὲ μακαρίζει

ἐτούτη τὴ γυναίκα; ἢ καλλίτερα ποιὸς δὲν σέβεται αὐτὴ

τὴν ἐθνική, ποὺ τὸ βάπτισμα

ἔλαβε

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία;

στ΄ Ἦρθε, λοιπόν, στὸν Χριστὸ ἡ ἁγιασμένη κι ἐφέρθηκε μὲ

φρονιμάδα.

Καθὼς εἶδε δηλαδὴ τὸν Κύριο κατάκοιτο καὶ διψασμένο

καὶ νὰ λέει: «Γυναίκα, δῶσε μου νὰ πιῶ», δὲν φέρθηκε

μ’ ἀγένεια,

μὰ ἔπιασε κουβέντα καὶ εἶπε: «Καὶ πῶς ἐσύ μοῦ ζήτησες

νερὸ ὄντας Ἰουδαῖος;»

Τοῦ θύμισε τὴ θρησκευτικὴ διαφορά, κι ὕστερα τὸ πιοτὸ

μὲ φρονιμάδα τοῦ ἔταξε.

Δὲν τοῦπε δηλαδή: «Δὲν δίνω σὲ Σένα τὸν ἀλλόφυλο νερό»,

ἀλλ’ εἶπε: «Πῶς ἐζήτησες;» Ὅπως κάποτε στὸν Ἄγγελο

ἀποκρίθηκεν ἡ Θεοτόκος:

«Πῶς θὰ συμβῆ αὐτό, πῶς Ἐκεῖνος ποὺ μάνα δὲν ἔχει

ἐμένα μητέρα θὰ κάνη,

Αὐτὸς ποὺ προσφέρει

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία;»

ζ΄ Ἔχω τὴ γνώμη πὼς δύο εἰκόνες ἡ Σαμαρείτις

ἐζωγράφισε,

στὴ Συχὰρ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Μαρίας.

Γι’ αὐτὸ ἂς μὴν τὴν προσπεράσουμε, γιατί χαρὰ προσφέρει.

Ἂς πῆ λοιπὸν ἡ γυναίκα καὶ πάλι στὸ Δημιουργό: «Πῶς

μοῦ ἐζήτησες;

Ἄν σοῦ δώσω θὰ πιῆς, καὶ πίνοντας θ’ ἀφήσης τὸ

Ἰουδαϊκὸ δόγμα,

καὶ θὰ σὲ φέρω στὴ δική μου πίστι ἀπ’ τὸ νερὸ ποὺ

γύρεψες.»

Πόσο μ’ ἀρέσουνε τὰ λόγια της Σαμαρείτιδας,

ἐξεικονίζουνε

τὴν κολυμπήθρα στὸ πηγάδι, ἀπ’ τὴν ὁποία κάνει δούλη

Του τὴ γυναίκα

Ἐκεῖνος ποὺ παρέχει

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.

ἡ΄ «Τώρα ἄκουσέ με, γυναίκα», ἔλεγεν ὁ Ἰησοῦς:

«τί προσφέρω ἂν ἤξερες, καὶ ποιὸς εἰν’ Αὐτὸς πού σοῦ

εἶπε

‘δῶσε μου νερό’, ἐσὺ θὰ Τοῦ ζητοῦσες ἀληθινὸ νερό,

γιατί Αὐτὸς προσφέρει ἀθάνατο νερό.» Ἀπάντησε σὲ

τοῦτα αὐτὴ μ’ ἀμφιβολία:

«Δὲν ἔχεις δοχεῖο νὰ βγάλης νερό, κι εἶν’ βαθὺ τὸ

πηγάδι, κι ἀπὸ ποῦ θὰ βρῆς τὸ νερὸ πού μοῦ

λές;

Μήπως εἶσαι μεγαλύτερος ἢ πιὸ καλὸς ἀπ’ τὸν πατέρα

μας τὸν Ἰακώβ;

Γιατί αὐτὸς μᾶς ἔδωκε παλιὰ ἐτοῦτο τὸ πηγάδι. :Καὶ

πῶς τώρα Ἐσὺ λές:

‘μπορῶ νὰ σοῦ δώσω νερὰ ἀθάνατα ποὺ δὲν στερεύουν

καὶ δίνουν

σὲ ὅποιον τὰ ζητάει

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία’;»

θ΄ «Δὲν ἐκατάλαβες καλά, γυναίκα, αὐτὸ ποὺ λέω· δὲν

ἔφτασες ἐκεῖ ποὺ θέλω·

γι’ αὐτὸ σκύψε ν’ ἀκούσης κι ἄνοιξέ μου τὸν νοῦ σου

μέσα γιὰ νὰ μπῶ καὶ νὰ μείνω, ἀφοῦ αὐτὸ μ’ εὐχαριστεῖ·

γιατί ἀπ’ τὸ νερὸ αὐτὸ αὐτὸς ποὺ πίνει κάθε μέρα θὰ

διψάση ξανά,

ὅμως τὸ Νερὸ ποὺ θὰ δώσω Ἐγὼ σ’ ὅσους διαθέτουν

πίστι φλογερὴ σίγουρα θὰ τοὺς ξεδιψάση.

Ἀφοῦ ὅσοι τὸ πίνουν θὰ τρέξη ἀπὸ μέσα τους

πηγὴ ἀθάνατου νεροῦ ποὺ θὰ πηδᾶ καὶ θ’ ἀναβρύζη τὴν

αἰώνια ζωή.

Αὐτὸ τὸ νερὸ βέβαια παλιὰ στὴν ἔρημο οἱ Ἑβραῖοι τὸ

δοκίμασαν

ἀλλὰ δὲ βρήκανε

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.»

ι΄ Μ’ αὐτὰ τὰ λόγια πρὸς τὴ δίψα ἔφτασε ἡ Σαμαρείτις

χωρὶς νὰ καταλάβη.

κι ἄλλαξε ἡ τάξι τῶν πραγμάτων. Γιατί αὐτὴ ποὺ λίγο

πρὶν ἐπρόσφερνε νερὸ

τώρα διψοῦσε κι Αὐτὸς ποὺ πρωτοδίψασε τώρα ποτίζει.

Καὶ πέφτει μπρὸς στὰ πόδια Του ἡ γυναίκα καὶ λέει:

«Δῶσε μου, Κύριε, αὐτὸ τὸ νερό,

γιὰ νὰ μὴν ἔρχομαι πιὰ σ’ αὐτὸ τὸ πηγάδι, πού μοῦ ’δωκεν

ὁ Ἰακώβ.

Αὐτὰ ποὺ γέρασαν νὰ φύγουν καὶ τὰ καινούργια ν’

ἀνθίσουν.

Τὰ πρόσκαιρα ἂς πάρουν πόδι. Γιατί ἦρθε πράγματι ἡ

ὥρα τοῦ Νεροῦ ποὺ διαθέτεις.

Αὐτὸ ἂς ἀναβρύζη κι ἂς ποτίζη ἐμένα κι ὅσους μὲ πίστι

θερμὴ

ζητᾶνε

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.»

ια΄ «Ἄφθονα νερὰ καθάρια, ἐὰν θέλης νὰ σοῦ δώσω,

πήγαινε, φώναξε τὸν ἄντρα σου. Δὲν μιμοῦμαι τὸν τρόπο

σου,

δὲν θὰ σοῦ πῶ: ‘Σαμαρείτιδα εἶσαι καὶ πῶς νερὸ

ἐγύρεψες;’

Δὲν σὲ ταλαιπωρῶ μὲ τὴ δίψα, ἀφοῦ ἐγὼ πρὸς τὴ δίψα

μὲ τὴ δίψα μου σὲ ἔφερα.

Παράστησα τὸ διψασμένο κι ὅτι ἀπόκαμα γιὰ νερὸ γιὰ

νὰ σὲ κάμω νὰ διψάσης.

Πήγαινε τὸ λοιπόν, φώναξε τὸν ἄντρα σου κι ἔλα.»

Καὶ ἡ γυναίκα εἶπε: «Ἀλοίμονο δὲν ἔχω ἄντρα.» Κι

ὁ Πλάστης πρὸς ἐκείνη:

«Σίγουρα δὲν ἔχεις; Γιατί εἶχες πέντε, καὶ τὸν ἕκτο θὰ

ἀφήσης

γιὰ νὰ κερδίσης

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.»

ιβ΄ Ὢ τί σοφοὶ ὑπαινιγμοί, τί ταιριαστὰ χαρακτηριστικά.

Ὅλα τὰ γνωρίσματα τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν πίστι τῆς

ἁγιασμένης

ἐξεικονίζονται μὲ χρώματα ζωντανά, ἁπαλαίωτα.

Δηλαδὴ μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἡ γυναίκα μὲ τοὺς πολλοὺς

ἄντρες ἀρνήθηκε τὸν ἄντρα,

ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία ποὺ σὰν ἄντρες εἶχε τοὺς πολλοὺς

θεοὺς τοὺς ἀρνήθηκε καὶ τοὺς ἄφησε

καὶ ἐμνηστεύθηκε μὲ τὸ βάπτισμα τὸν Ἕνα Θεό.

Ἡ Σαμαρείτις πέντε ἄντρες ἀπόχτησε καὶ τὸν ἕκτο

παράνομο εἶχε. Ἡ δὲ Ἐκκκλησία τοὺς πέντε

ἄντρες

τῆς ἀσεβείας τώρα ἄφησε τὸν ἕκτο μὲ τὸ βάπτισμα

Ἐσένα παίρνει,

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.

ιγ΄ Ἂς μισήσουμε τὰ εἴδη τῆς εἰδωλολατρίας.

Ἡ Ἐκκλησία ποὺ ἔλαβε Νυμφίο τὸν Χριστὸ τὴν

ἀποστρέφεται

καὶ τὴν ἀπαρνιέται γιατί εἶναι μισητή, κι ἔτσι

ἀποχτάει ρίζα γλυκειά.

Καὶ ἴσως ρωτήσει κάποιος: «Ποιὰ εἶναι αὐτὰ τὰ πέντε

εἴδη τῆς εἰδωλολατρίας;»

Ἡ εἰδωλολατρικὴ πλάνη εἶναι πολλῶν εἰδῶν καὶ ἔχει

πέντε κέρατα:

τὴν ἀσέβεια, τὴν ἀκολασία καὶ τὴν πορνεία,

κι ἀκόμα τὴν ἀσπλαχνία καὶ τὴν παιδοκτονία, ὅπως μᾶς

λέει καὶ ὁ Δαβίδ:

«Ἐθυσίασαν στοὺς δαίμονες γιοὺς καὶ θυγατέρες

καὶ δὲ βρήκανε

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.»

ιδ΄ Ἀρνήθηκε λοιπὸν τὰ τόσο μεγάλα κακὰ ἡ Ἐκκλησία ποὺ

μνηστεύθηκε

κι ἀπὸ ’κει πέρα τρέχει στῆς κολυμπήθρας τὸ πηγάδι,

καὶ ἀπαρνιέται τὰ παλιά, ὅπως ἔκανε τότε ἡ Σαμαρείτις.

Δηλαδή, δὲν ἔκρυψε τίποτα αὐτὴ ἀπὸ Κεῖνον ποὺ ξέρει τὰ

πάντα ἀκόμα καὶ πρὶν νὰ γίνουν,

μονάχα εἶπε: «Δὲν ἔχω». Δὲν εἶπε φυσικά· «Δὲν εἶχα»,

καὶ νομίζω πὼς ἐννοοῦσε τὸ ἑξῆς:

«Κι ἂν εἶχα προηγουμένως ἄντρες, τώρα δὲν θέλω νὰ ἔχω

ἐκείνους τοὺς ὁποίους εἶχα, γιατί τώρα Ἐσένα ἔχω

ἐξουσιαστή, ποὺ μὲ ἐσήκωσες καὶ μ’ ἔβγαλες

ἀπὸ τὴ λάσπη τῶν κακῶν μου, γιατί μὲ πίστι ἄντλησα

γιὰ νὰ λάβω

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.»

ιε΄ Καθὼς ἡ ἁγιασμένη κατανόησε τοῦ Σωτήρα τὴν ἀξία,

ἀπὸ αὐτὰ ποὺ τῆς φανέρωσε, λαχταροῦσε περισσότερο

νὰ μάθη καλὰ τί καὶ Ποιὸς εἶναι Αὐτὸς ποὺ κάθεται

κοντὰ στὸ πηγάδι.

Καὶ πιθανὸν μὲ τὸ δίκιο της τέτοιες σκέψεις νὰ ἔκανε:

«Εἶναι ἄραγε Θεὸς ἢ ἄνθρωπος Αὐτὸς πού βλέπω;

Οὐράνιος ἢ γήινος;

Γιατί νὰ καὶ τὰ δύο μοῦ τὰ γνωρίζει μὲ τὸν Ἕνα

Θεάνθρωπο,

πού διψάει μαζὶ καὶ ποτίζει, ποὺ μαθαίνει καὶ προφητεύει

καὶ πάλι μὲ καλεῖ κοντά Του

τὴν παράνομη, καὶ μοῦ φανερώνει ὅλα τὰ σφάλματα,

γιὰ νὰ λάβω

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.

ιστ΄ Εἶναι λοιπὸν οὐράνιος καὶ φέρνει ἐπίγεια φύση;

Ἂν λοιπὸν εἶναι Θεάνθρωπος, σὲ μένα σὰν ἄνθρωπος

παρουσιάστηκε,

κι ἐνῶ σὰν ἄνθρωπος δίψασε, σὰν Θεὸς μὲ ποτίζει καὶ

μοῦ προφητεύει.

Γιατί στὸν οὐρανὸ δὲν ἤτανε σὰν ἄνθρωπος γιὰ νὰ ξέρη

τὴ ζωή μου κι ὅλα νὰ τὰ θυμᾶται,

ἀφοῦ αὐτὸ ’ναι γνώρισμα τοῦ Ἀόρατου ποὺ τώρα Τὸν

ἔχω μπροστά μου, νὰ μοῦ δείξη καὶ νὰ μὲ

ἐλέγξη.

Αὐτὸς εἶναι σὲ θέσι νὰ ξέρη ἐμένα καὶ νὰ φανερώση ποιὰ

εἶμαι.

Αὐτοῦ θὰ πάρω τὴ σοφία, Αὐτοῦ θὰ ρουφήξω τὴ γνῶσι,

μ’ Αὐτοῦ τὰ λόγια θὰ πλύνω

ὅλων τῶν σφαλμάτων μου τὴν ἀσχήμια ὥστε μὲ καθαρὴ

ψυχὴ

ν’ ἀποκτήσω

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.

ιζ΄ Υἱὲ ἀνθρώπου καθὼς σὲ βλέπω, Υἱὲ Θεοῦ καθὼς Σὲ

νοιώθω,

Ἐσὺ τὸ νοῦ φώτισέ μου, καὶ μάθε μου

Ποιὸς εἶσαι;» εὐγενικὰ παρακαλοῦσε τὸ Χριστὸ ἡ

Σαμαρείτις:

«Νὰ καθαρὰ Σὲ βλέπω καὶ μὲ τὴν πίστι Σὲ αἰσθάνομαι

καὶ νὰ μὴ μοῦ τὸ κρύψης.

Μήπως λοιπὸν εἶσαι Σὺ ὁ Χριστός, τὸν Ὁποῖο

προανήγγειλαν οἱ προφῆτες πώς θὰ ἔρθη;

Ἂν εἶσαι Σύ, καθὼς εἶπαν, πὲς το μου καθαρά.

Διαπιστώνω σίγουρα ὅτι ὄντως ξέρεις τὰ ὅσα ἔπραξα,

καθὼς καὶ τῆς καρδιᾶς μου

ὅλα τὰ μυστικά. Καὶ γι’ αὐτὸ μ’ ὅλη μου τὴν ψυχὴ

παρακαλῶ,

γιὰ νὰ πάρω

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.»

ιη΄ Κι ὅταν διάβασεν ὁ Παντογνώστης τὰ λόγια τῆς

συνετῆς γυναίκας

καὶ τὴν πίστι τῆς καρδιᾶς, αὐτοστιγμῆς ἀπάντησε

σ’ αὐτήν: «Αὐτόν, ποὺ ἀποκαλεῖς Μεσσία, αὐτὸν ποὺ οἱ

προφῆτες προεῖπαν ὅτι τώρα ἔρχεται, Αὐτὸν βλέπεις

μπροστά σου καὶ τὴ λαλιὰ Του ἀκοῦς.

Ἐγὼ εἶμαι ποὺ βλέπεις, Ἐγὼ εἶμαι ποὺ μ’ ἔχεις στὴ

μέση τῆς καρδιᾶς σου.

Ἐγὼ ἦρθα ποὺ λαχτάραγα κοντά μου νὰ σὲ φέρω νὰ σωθῆς.

Τώρα διαλάλησε σὲ ὅλους ὅσους θέλουν νὰ σωθοῦνε μέσα

στὴν πόλη τῆς Συχάρ,

στοὺς συγγενεῖς καὶ συμπατριῶτες σου, κι ἐλᾶτε ’δῶ

ὅλοι μαζὶ

ὅσοι διψᾶτε

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.

ιθ΄ Τώρα, γυναίκα, λευτερώθηκες ἀπ’ τοῦ κακοῦ τὸ λάκκο

τὸν ἀβάσταχτο.

Ἐγώ, ὁ Ὁποῖος δὲν ἔχω οὔτε κουβὰ νὰ βγάλω νερό, τὴν

καρδιά σου καθάρισα

δίχως νερὸ καὶ ξελαμπικάρισα τὸν νοῦ σου καὶ νερὸ δὲ

χρειάστηκα.

Τόθελα καὶ σ’ ἔκαμα κατοικία μου καὶ σοῦ φανέρωσα

Ποιὸς εἶμαι καὶ νερὸ δὲν ἤπια.»

Πάνω στὴν ὥρα ποὺ λεγόντουσαν καὶ συνέβαιναν αὐτὰ

ἔφτασαν οἱ μαθητές.

Γιατί δὲν ἦσαν, ὅπως λέει ἡ γραφή, στὸ πηγάδι ἐνῶ

γινόντουσαν τὰ παραπάνω,

ἀλλὰ ἦρθαν τὸ κατόπιν καὶ καθὼς τὰ πληροφορήθηκαν

μὲ θαυμασμὸ ἐφώναξαν:

«Ὢ τῆς φιλανθρωπίας τῆς ἀνείπωτης, καταδέχτηκε

καὶ κατέβηκε τὴ γυναίκα νὰ βοηθήση,

Ἐκεῖνος ποὺ παρέχει

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.»

κ΄ Ἐνίσχυσι καὶ δύναμι ἐπῆρε ἡ Σαμαρείτις καὶ τρέχει

στοὺς Σαμαρεῖτες

ἀφοῦ ἄφησε τὴ στάμνα κι ἔλαβε στοὺς ὤμους

τῆς καρδιᾶς της Ἐκεῖνον ποὺ γνωρίζει τὶς καρδιὲς καὶ

τὶς ἐπιθυμίες τῶν ἀνθρώπων.

Καὶ καθὼς ἔφτασε στὴν πόλι ἐδιαλάλησε παντοῦ μὲ

τέτοια λόγια:

«Γέροντες καὶ παιδιά, νεαροὶ καὶ κορίτσια, στὸ πηγάδι

τρέξτε γρήγορα.

Ξεχείλισε τὸ νερὸ καὶ ἄφθονο χύνεται γιὰ ὅλους.

Ἐκεῖ εὑρῆκα ἄνθρωπο, ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τὸν λέω

ἄνθρωπο, γιατί ἔχει ἔργα Θεοῦ,

ὅλα τὰ προλέγει καὶ τὰ προφητεύει, Αὐτὸς ποὺ θέλει

ὅλους νὰ σώση

καὶ παρέχει

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.»

κα΄ Δὲν εἶπαν ἀπολύτως τίποτα οἱ ἀπόστολοι τοῦ Σωτῆρος

πού βρῆκαν νὰ συνομιλῆ μὲ τὴ γυναίκα Ἐκεῖνον ποὺ

ἦρθε

κι ἐγεννήθηκε στὴ γῆ ἀπ’ τὴν Παρθένο ἀπὸ μέριμνα

στοργικὴ παρακινούμενος.

Γιατί ἐνῶ ἐπῆγαν τρόφιμα γιὰ νὰ φέρουν, Τὸν βρῆκαν

φαγητὸ ὑπερφυσικὸ

νὰ δίνη σ’ ὅσους τὸ ζητοῦν, τροφὴ π’ ἀθανάτους τούς

κάνει. Κι ἀπάντησε στοὺς ἀποστόλους:

«Δικό μου φαγητὸ ποὺ μὲ χορταίνει εἶναι νὰ κάμνω

πάντοτε τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα μου.

Γι’ αὐτὸ τρώω φαγητὸ Ἐγὼ ποὺ σεῖς δὲν τὸ γνωρίζετε,

τὸ ὁποῖο ὅσοι τρῶνε

τοὺς προσφέρει τέλεια ζωὴ καὶ πίστι ἀναφαίρετη

πού δίνει

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.»

κβ΄ Συγκεντρώθηκε κοντὰ στὸν Πλάστη ὁ λαός τῆς

Σαμάρειας,

ἄφησε τὰ σπίτια του κι ἔγινε μὲ τὴν πίστι

σὰν σπίτια Ἐκείνου ποὺ εἶπε στὶς θεόπνευστες Γραφές:

«Θὰ κατοικήσω μέσα τους καὶ θὰ περπατήσω ἀνάμεσά

τους», καθὼς εἶναι γραμμένο.

Σὲ τέτοια σπίτια, στοὺς πιστούς, ποὺ ἄφησαν τὰ πάντα,

γονεῖς, χωράφια κι ὅ,τι ἄλλο ἀγαπημένο,

Θεὸς τους θά ’μαι καὶ Σωτήρας ἀπ’ τὶς παγίδες τοῦ κακοῦ.

Κι αὐτοὶ θὰ μοῦ εἶναι λαὸς ἁγιασμένος καὶ θὰ προσφέρουν

κατοικία

στὴν ἄναρχη κι ἀχώριστη Ἁγία Τριάδα, ποὺ

πλουσιοπάροχα

πηγάζει

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο, Ρωμανοῦ Μελωδοῦ «Ὕμνοι»,

ἀπόδοση στὰ νέα ἑλληνικὰ Ἀρχιμ. Ἀνανία Κουστένη, τ. Α΄

Οι Αγιοι Ισαποστολοι και Θεοστεπτοι βασιλεις Κωνσταντινος και Ελενη (συγχρονη εικονα του ζωγραφου Ανδρεα Φωκα)

21 Μαΐου, 2022

ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

18 Μαΐου, 2022
Ο Κυριος διδ.

Σέ λίγους πιστούς εἶναι γνωστή ἡ ἑορτή, μέ τήν ὁποία θά ἀσχοληθοῦμε τώρα. Ἐκτός ἀπό τούς ἱερεῖς καί μερικούς ἄλλους χριστιανούς, πού ἔχουν ἕνα στενότερο σύνδεσμο μέ τήν Ἐκκλησία μας, οἱ περισσότεροι δέν γνωρίζουν κἄν τήν ὕπαρξί της.

Λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι πού ἐκκλησιάζονται κατ᾽ αὐτή καί περισσότεροι δέν ὑποπτεύονται κἄν ὅτι τήν Τετάρτη μετά τήν Κυριακή τοῦ Παραλύτου πανηγυρίζει ἡ Ἐκκλησία μία μεγάλη δεσποτική ἑορτή, τήν ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς.

Καί ὅμως κάποτε ἡ ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς ἦταν ἡ μεγάλη ἑορτή τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί συνέτρεχαν κατ᾽ αὐτή στόν μεγάλο ναό πλήθη λαοῦ.

Δέν ἔχει κανείς παρά νά ἀνοίξῃ τήν Ἔκθεσι τῆς Βασιλείου Τάξεως (Κεφ. 26) τοῦ Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου γιά νά ἰδῇ τό ἐπίσημο τυπικό τοῦ ἑορτασμοῦ, ὅπως ἐτελεῖτο μέχρι τήν Μεσοπεντηκοστή τοῦ ἔτους 903 στόν ναό τοῦ ἁγίου Μωκίου στήν Κωνσταντινούπολι, μέχρι δηλαδή τήν ἡμέρα πού ἔγινε ἡ ἀπόπειρα κατά τῆς ζωῆς τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος ΣΤ’ τοῦ Σοφοῦ (11 Μαΐου 903).

Ἐκεῖ ὑπάρχει μία λεπτομερής περιγραφή τοῦ λαμπροῦ πανηγυρισμοῦ, πού καταλαμβάνει ὁλόκληρες σελίδες καί καθορίζει μέ τήν γνωστή παράξενη βυζαντινή ὁρολογία, πῶς ὁ αὐτοκράτωρ τό πρωΐ τῆς ἑορτῆς μέ τά ἐπίσημα βασιλικά του ἐνδύματα καί τήν συνοδεία του ξεκινοῦσε ἀπό τό ἱερό παλάτιο γιά νά μεταβῇ στόν ναό τοῦ ἁγίου Μωκίου, ὅπου θά ἐτελεῖτο ἡ θεία λειτουργία.

Σέ λίγο ἔφθανε ἡ λιτανεία μέ ἐπί κεφαλῆς τόν πατριάρχη, καί βασιλεύς καί πατριάρχης εἰσήρχοντο ἐπισήμως στόν ναό. Ἡ θεία λειτουργία ἐτελεῖτο μέ τήν συνήθη στίς μεγάλες ἑορτές βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Μετά ἀπό αὐτήν ὁ αὐτοκράτωρ παρέθετε πρόγευμα, στό ὁποῖο παρεκάθητο καί ὁ πατριάρχης.

Καί πάλι ὁ βασιλεύς ὑπό τίς ἐπευφημίες τοῦ πλήθους «Εἰς πολλούς καί ἀγαθούς χρόνους ὁ Θεός ἀγάγει τήν βασιλείαν ὑμῶν» καί μέ πολλούς ἐνδιαμέσους σταθμούς ἐπέστρεφε στό ἱερό παλάτιο.

Ἀλλά καί στά σημερινά μας λειτουργικά βιβλία, στό Πεντηκοστάριο, βλέπει κανείς τά ἴχνη τῆς παλαιᾶς της λαμπρότητος.

Παρουσιάζεται σάν μία μεγάλη δεσποτική ἑορτή, μέ τά ἐκλεκτά της τροπάρια καί τούς διπλοῦς της κανόνες, ἔργα τῶν μεγάλων ὑμνογράφων, τοῦ Θεοφάνους καί τοῦ Ἀνδρέου Κρήτης, μέ τά ἀναγνώσματά της καί τήν ἐπίδρασί της στίς πρό καί μετά ἀπό αὐτήν Κυριακές καί μέ τήν παράτασι τοῦ ἑορτασμοῦ της ἐπί ὀκτώ ἡμέρες κατά τόν τύπο τῶν μεγάλων ἑορτῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους.

Ποιό ὅμως εἶναι τό θέμα τῆς ἰδιορρύθμου αὐτῆς ἑορτῆς; Ὄχι πάντως κανένα γεγονός τῆς εὐαγγελικῆς ἱστορίας. Τό θέμα της εἶναι καθαρά ἑορτολογικό καί θεωρητικό. Ἡ Τετάρτη τῆς Μεσοπεντηκοστῆς εἶναι ἡ 25η ἀπό τοῦ Πάσχα καί ἡ 25η πρό τῆς Πεντηκοστῆς ἡμέρα.

Σημειώνει τό μέσον τῆς περιόδου τῶν 50 μετά τό Πάσχα ἑορτασίμων ἡμερῶν. Εἶναι δηλαδή ἕνας σταθμός, μία τομή. Ὡραῖα τό τοποθετεῖ τό πρῶτο τροπάριο τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς:

«Πάρεστιν ἡ μεσότης ἡμερῶν, τῶν ἐκ σωτηρίου ἀρχομένων ἐγέρσεως Πεντηκοστῇ δέ τῇ θείᾳ σφραγιζομένων, καί λάμπει τάς λαμπρότητας ἀμφοτέρωθεν ἔχουσα καί ἑνοῦσα τάς δύο καί παρεῖναι τήν δόξαν προφαίνουσα τῆς δεσποτικῆς ἀναλήψεως σεμνύνεται».

Χωρίς δηλαδή νά ἔχῃ δικό της θέμα ἡ ἡμέρα αὐτή συνδυάζει τά θέματα, τοῦ Πάσχα ἀφ᾽ ἑνός καί τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀφ᾽ ἑτέρου, καί «προφαίνει» τήν δόξαν τῆς ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, πού θά ἑορτασθῇ μετά ἀπό 15 ἡμέρες.

Ἀκριβῶς δέ αὐτό τό μέσον τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν ἔφερνε στό νοῦ καί ἕνα ἑβραϊκό ἐπίθετο τοῦ Κυρίου, τό «Μεσσίας». Μεσσίας στά ἑλληνικά μεταφράζεται Χριστός. Ἀλλά ἠχητικά θυμίζει τό μέσον. Ἔτσι καί στά τροπάρια καί στό συναξάριο τῆς ἡμέρας ἡ παρετυμολογία αὐτή γίνεται ἀφορμή νά παρουσιασθῇ ὁ Χριστός σάν Μεσσίας – μεσίτης Θεοῦ καί ἀνθρώπων, «μεσίτης καί διαλλάκτης ἡμῶν καί τοῦ αἰωνίου αὐτοῦ Πατρός».

«Διά ταύτην τήν αἰτίαν τήν παροῦσαν ἑορτήν ἑορτάζοντες καί Μεσοπεντηκοστήν ὀνομάζοντες τόν Μεσσίαν τε ἀνυμνοῦμεν Χριστόν», σημειώνει ὁ Νικηφόρος Ξανθόπουλος στό συναξάριο.

 Σ᾽ αὐτό βοήθησε καί ἡ εὐαγγελική περικοπή, πού ἐξελέγη γιά τήν ἡμέρα αὐτή (Ἰω. 7, 14-30). Μεσούσης τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Πάσχα ὁ Χριστός ἀνεβαίνει στό ἱερό καί διδάσκει. Ἡ διδασκαλία Του προκαλεῖ τόν θαυμασμό, ἀλλά καί ζωηρά ἀντιδικία μεταξύ αὐτοῦ καί τοῦ λαοῦ καί τῶν διδασκάλων. Εἶναι Μεσσίας ὁ Ἰησοῦς ἤ δέν εἶναι;

Εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ ἐκ Θεοῦ ἤ δέν εἶναι; Νέο λοιπόν θέμα προστίθεται: ὁ Χριστός εἶναι διδάσκαλος. Αὐτός πού ἐνῷ δέν ἔμαθε γράμματα κατέχει τό πλήρωμα τῆς σοφίας, γιατί εἶναι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ ἡ κατασκευάσασα τόν κόσμον. Ἀκριβῶς ἀπό αὐτόν τόν διάλογο ἐμπνέεται μεγάλο μέρος τῆς ὑμνογραφίας τῆς ἑορτῆς.

Ἐκεῖνος πού διδάσκει στόν ναό, στό μέσον τῶν διδασκάλων τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, στό μέσον τῆς ἑορτῆς, εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ Χριστός, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτός πού ἀποδοκιμάζεται ἀπό τούς δῆθεν σοφούς τοῦ λαοῦ Του εἶναι ἡ τοῦ Θεοῦ Σοφία.

Ἐκλέγομε ἕνα ἀπό τά πιό χαρακτηριστικά τροπάρια, τό δοξαστικό τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ πλ. δ΄ ἤχου:

Μεσούσης τῆς ἑορτῆς διδάσκοντός σου, Σωτήρ, ἔλεγον οἱ Ἰουδαῖοι· Πῶς οὗτος οἶδε γράμματα, μή μεμαθηκώς; ἀγνοοῦντες ὅτι σύ εἶ ἡ Σοφία ἡ κατασκευάσασα τόν κόσμον. Δόξα σοι».

Λίγες σειρές πιό κάτω στό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου, ἀμέσως μετά τήν περικοπή πού περιλαμβάνει τόν διάλογο τοῦ Κυρίου μέ τούς Ἰουδαίους «Τῆς ἑορτῆς μεσούσης», ἔρχεται ἕνας παρόμοιος διάλογος, πού ἔλαβε χώραν μεταξύ Χριστοῦ καί τῶν Ἰουδαίων «τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς», δηλαδή κατά τήν Πεντηκοστή.

Αὐτός ἀρχίζει μέ μία μεγαλήγορο φράσι τοῦ Κυρίου.«Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω.ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθώς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. 7, 37-38). Καί σχολιάζει ὁ Εὐαγγελιστής.«Τοῦτο δέ εἶπε περί τοῦ Πνεύματος, οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν» (Ἰω. 7, 39). Δέν ἔχει σημασία ὅτι οἱ λόγοι αὐτοί τοῦ Κυρίου δέν ἐλέχθησαν κατά τήν Μεσοπεντηκοστή, ἀλλά λίγες ἡμέρες ἀργότερα.

Ποιητικῇ ἀδείᾳ μπῆκαν στό στόμα τοῦ Κυρίου στήν ὁμιλία Του κατά τήν Μεσοπεντηκοστή. Ταίριαζαν ἐξ ἄλλου τόσο πολύ μέ τό θέμα τῆς ἑορτῆς. Δέν μποροῦσε νά βρεθῇ πιό παραστατική εἰκόνα γιά νά δειχθῇ ὁ χαρακτήρ τοῦ διδακτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ.

Στό διψασμένο ἀνθρώπινο γένος ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἦλθε σάν ὕδωρ ζῶν, σάν ποταμός χάριτος πού ἐδρόσισε τό πρόσωπο τῆς γῆς.

 Ὁ Χριστός εἶναι ἡ πηγή τῆς χάριτος, τοῦ ὕδατος τοῦ ἁλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον, πού ξεδιψᾷ καί ἀρδεύει τίς συνεχόμενες ἀπό βασανιστική δίψα ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Πού μεταβάλλει τούς πίνοντας σέ πηγές. «Ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσι ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. 7, 38). «Καί γενήσεται αὐτῷ πηγή ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον», εἶπε στήν Σαμαρείτιδα (Ἰω. 4, 14).

Πηγή πού μετέτρεψε τήν ἔρημο τοῦ κόσμου σέ θεοφύτευτο παράδεισο ἀειθαλῶν δένδρων φυτευμένων παρά τάς διεξόδους τῶν ὑδάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τό γόνιμο αὐτό θέμα ἔδωσε νέες ἀφορμές στήν ἐκκλησιαστική ποίησι καί στόλισε τήν ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς μέ ἐξαιρέτους ὕμνους. Διαλέγομε τρεῖς, τούς πιό χαρακτηριστικούς:

Τό κάθισμα τοῦ πλ. δ΄ ἤχου πρός τό «Τήν Σοφίαν καί Λόγον», πού ψάλλεται μετά τήν γ΄ ᾠδή τοῦ κανόνος στήν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου:

«Τῆς σοφίας τό ὕδωρ καί τῆς ζωῆς ἀναβρύζων τῷ κόσμῳ, πάντας, Σωτήρ, καλεῖς τοῦ ἀρύσασθαι σωτηρίας τά νάματα· τόν γάρ θεῖον νόμον σου δεχόμενος ἄνθρωπος, ἐν αὐτῷ σβεννύει τῆς πλάνης τούς ἄνθρακας. Ὅθεν εἰς αἰῶνας οὐ διψήσει, οὐ λήξει τοῦ κόρου σου δέσποτα, βασιλεῦ ἐπουράνιε. Διά τοῦτο δοξάζομεν τό κράτος σου, Χριστέ ὁ Θεός, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν αἰτούμενοι καταπέμψαι πλουσίως τοῖς δούλοις σου».

Τό ἀπολυτίκιο καί τό κοντάκιο τῆς ἑορτῆς, τό πρῶτο τοῦ πλ. δ΄ καί τό δεύτερο τοῦ δ΄ ἤχου:

 «Μεσούσης τῆς ἑορτῆς διψῶσάν μου τήν ψυχήν εὐσεβείας πότισον νάματα· ὅτι πᾶσι, Σωτήρ ἐβόησας· Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω. Ἡ πηγή τῆς ζωῆς, Χριστέ ὁ Θεός, δόξα σοι».

«Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης ὁ τῶν ἁπάντων ποιητής καί δεσπότης πρός τούς παρόντας ἔλεγες, Χριστέ ὁ Θεός· Δεῦτε καί ἀρύσασθαι ὕδωρ ἀθανασίας. Ὅθεν σοι προσπίπτομεν καί πιστῶς ἐκβοῶμεν· Τούς οἰκτιρμούς σου δώρησαι ἡμῖν, σύ γάρ ὑπάρχεις πηγή τῆς ζωῆς ἡμῶν».

Καί τέλος τό ἀπαράμιλλο ἐξαποστειλάριο τῆς ἑορτῆς:

«Ὁ τόν κρατῆρα ἔχων τῶν ἀκενώτων δωρεῶν, δός μοι ἀρύσασθαι ὕδωρ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν· ὅτι συνέχομαι δίψῃ, εὔσπλαγχνε μόνε οἰκτίρμον».

Αὐτή μέ λίγα λόγια εἶναι ἡ ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Ἡ ἔλλειψις ἱστορικοῦ ὑποβάθρου τῆς στέρησε τόν ἀπαραίτητο ἐκεῖνο λαϊκό χαρακτῆρα, πού θά τήν ἔκανε προσφιλῆ στόν πολύ κόσμο. Καί τό ἐντελῶς θεωρητικό της θέμα δέν βοήθησε τούς χριστιανούς, πού δέν εἶχαν τίς ἀπαραίτητες θεολογικές προϋποθέσεις, νά ξεπεράσουν τήν ἐπιφάνεια καί νά εἰσδύσουν στήν πανηγυριζόμενη δόξα τοῦ διδασκάλου Χριστοῦ, τῆς Σοφίας καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, τῆς πηγῆς τοῦ ἀκενώτου ὕδατος.

Συνέβη μέ αὐτή κάτι ἀνάλογο μέ ἐκεῖνο πού συνέβη μέ τούς περιφήμους ναούς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, πού ἀντί νά τιμῶνται στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ὡς Σοφίας τοῦ Θεοῦ, πρός τιμήν τοῦ ὁποίου ἀνηγέρθησαν, κατήντησαν, γιά τούς ἰδίους λόγους, νά πανηγυρίζουν στήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς ἤ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἤ τῆς ἁγίας Τριάδος ἤ τῶν Εἰσοδίων ἤ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἤ καί αὐτῆς τῆς μάρτυρος Σοφίας καί τῶν τριῶν θυγατέρων της Πίστεως, Ἐλπίδος καί Ἀγάπης.

Κυριακή του Παραλύτου (Ιωάν. 5,1-15)

15 Μαΐου, 2022

Τῷ καιρῷ ἐκείνω

1. ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα.

2. ἔστι δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη Ἑβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα.

3. ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὑδατος κίνησιν.

4. ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρα, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὑδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧ δήποτε κατείχετο νοσήματι.

5. ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ·

6. τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;

7. ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει.

8. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει.

9. καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. ἦν δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ.

10. ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ· σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον.

11. ἀπεκρίθη αὐτοῖς· ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει.

12. ἠρώτησαν οὖν αὐτόν· τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; 13. ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ γὰρ Ἰησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ.

14. μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται.

15. ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ.