Archive for Μαΐου 2019
Στο λιμάνι…
31 Μαΐου, 2019Χωρὶς τὶτλο (τοῦ Δ.Ραχὼνη)-ἀπὸ τὸν Παντελῆ-
31 Μαΐου, 2019Εὐφραίνου γῆ τῆς τοῦ εὐαγγελισμοῦ μονής
δέχου ἐν τοῖς κόλποις σου
εὔανδρον σῶμα Αἰμιλιανοῦ ἱερομονάχου
λαβέ γεύσιν ὁσιότητος
καί ρίγησον ἐν ἀγαλιάσει, ὃτι
ἡ ψυχή αὐτοῦ μετανάστευσε εἱς οὐρανόν
ἄστυ ἁγίων κατοικούντων
αἰνούντων καί δοξολογούντων
τόν ἐν τριάδι Θεόν
καί παρακαλούντων ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Καρποφόρησον, οὖν γῆ ἀγαθή
τοῦ σπαρέντος ἐν σοί
καί ἐκ τοῦ μνήματος αὐτοῦ,
στάχυν καί ἄμπελον καί νάδρον πειστικόν
εἰς ὁσμήν εὐωδίας καί τροφήν ἁγιασμοῦ
τῶν ἀσκουμένων ἑν τῆ μονῆ
καί πάντων τῶν προσκυνούντων
αὐτοῦ τῶ ἱερῶ μνήματι.
Δ. Ραχώνης
Κηλίδες ηλίου (Γ.Κουβαρας)
30 Μαΐου, 2019Ανάβοντας κερί…
30 Μαΐου, 2019Τραγοὺδια καὶ θρὴνοι γιὰ τὴν Ἃλωση
28 Μαΐου, 2019
Ένα κερί…
28 Μαΐου, 2019ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΘΡΥΛΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
28 Μαΐου, 2019“Πάψετε το Χερουβικό, κι ας χαμηλώσουν τ’ Άγια γιατί είναι θέλημα Θεού, η Πόλη να τουρκέψη”. “Η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες”. “Σώπασε, κυρά Δέσποινα, μην κλαις και μη δακρύζης, πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα’ ναι”.
29 Μαΐου 1453: Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ! Η χιλιόχρονη αυτοκρατορία έπεσε. Ο θρύλος λέει ότι «ήτανε θέλημα Θεού». Από τότε το φρόνημα των Ελλήνων το κρατάνε ζωντανό ακριβώς αυτοί οι θρύλοι για την επανάκτησή της. «Κάποτε η Αγιά Σοφιά θα λειτουργηθεί ξανά από τους χριστιανούς» λέει η παράδοση και ο μαρμαρωμένος βασιλιάς θα ξυπνήσει…»Πάλι με χρόνια με καιρούς…»
Μύθοι και θρύλοι από την Άλωση της Πόλης
Παραδοσιακοί και θαυμαστοί θρύλοι, αναπτύχθηκαν γύρω από την άλωση της Πόλης, για να θρέψουν τις ελπίδες και το θάρρος του εθνους επί αιώνες. “Πάλι με Χρόνους και καιρούς”
Όταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη στους Τούρκους, ένα πουλί ανέλαβε να πάει ένα γραπτό μήνυμα στην Τραπεζούντα στην Χριστιανική Αυτοκρατορία του Ποντου για την Άλωση της Πόλης. Μόλις έφτασε εκεί πήγε κατευθείαν στη Μητρόπολη που λειτουργούσε ο Πατριάρχης και άφησε το χαρτί με το μήνυμα πάνω στην Άγια Τράπεζα. Κανείς δεν τολμούσε να πάει να διαβάσει το μήνυμα. Τότε πήγε ένα παλλικάρι, γιός μιας χήρας, και διάβασε το άσχημο μαντάτο “Πάρθεν η Πόλη, Πάρθεν η Ρωμανία”.
Το εκκλησίασμα και ο Πατριάρχης άρχισαν τον θρήνο, αλλά ο νέος τους απάντησε.
“Κι αν η Πόλη έπεσε, κι αν πάρθεν η Ρωμανία, πάλι με χρόνους και καιρούς, πάλι δικά μας θα’ ναι”.
Ο μαρμαρωμένος βασιλιάς.
Ο λαοφιλέστερος θρύλος έχει να κάνει με το τελευταίο αυτοκράτορα που μαρμάρωσε μέσα στο ναό της Αγίας Σοφίας. Η παράδοση πέρασε από στόμα σε στόμα αμέσως μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης.
Όταν η Πόλη πέρασε στα χέρια των Τούρκων, ο λαός δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ένα τέτοιο κτίσμα έχει περιέλθει σε μουσουλμανικά χέρια. Διέδωσαν λοιπόν ότι ο βασιλιάς κρύφτηκε πίσω από μία κολόνα του ναού της Αγίας Σοφίας, χάθηκε μέσα στους διαδρόμους και παρέμεινε κρυμμένος εκεί.
Οι ώρες αναμονής τον “μαρμάρωσαν”. Είναι γεγονός ότι κανείς δεν βρήκε το πτώμα του τελευταίου υπερασπιστή, του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου. Χάθηκε και πίστεψαν ότι Άγγελος Κυρίου το έκρυψε και το μαρμάρωσε. Κάποτε θα έρθει η ώρα που πνοή Θεού θα του δώσει δύναμη και ζωή ξανά και όλα θα ξαναγίνουν από την αρχή. Η Πόλη θα είναι και πάλι ελεύθερη.
Στην πόρτα της Αγια-Σοφιάς, που σφράγισε / ενός αγγέλου χέρι, / διπλοσφαγμένος έπεσ’ ο Δικέφαλος / απ’ τ’ άπιστο μαχαίρι.
Ο παπάς της Αγίας Σοφίας
Ένας άλλος θρύλος ιδιαίτερα αγαπητός είναι ο θρύλος του παπά της Αγίας Σοφίας. Η παράδοση λέει ότι την ώρα που οι Τούρκοι έμπαιναν στην εκκλησία, ο παπάς διέκοψε τη λειτουργία και κρύφτηκε πίσω από το ιερό. Σε εκείνο το σημείο που κρύφτηκε ενώ υπήρχε μία πόρτα, “ως δια μαγείας” η πόρτα έγινε τοίχος τον οποίο κανείς και ποτέ δεν κατάφερε να σπάσει από τότε.
Ούτε οι Τούρκοι, ούτε οι Έλληνες μάστορες τους οποίους έφερναν για αυτό το σκοπό δεν μπόρεσαν να γκρεμίσουν τον τοίχο. Ο θρύλος καταλήγει ότι όταν η Αγία Σοφία ξαναγίνει ελληνική εκκλησία, τότε ο παπάς θα βγει από το ιερό και θα ολοκληρώσει την ημιτελή λειτουργία του.
Η κρύπτη της Αγίας Σοφίας
Eνα «μυστικό» δωμάτιο στην Aγία Σοφία της Kωνσταντινούπολης αποκαλύπτεται τώρα ως «θυρανοίξια» του κρυφού ιερού όπου είχε καταφύγει στις 29 Mαΐου 1453 ο βυζαντινός ιερέας για να συνεχίσει τη θεία λειτουργία που είχε διακοπεί στον κύριο Nαό της Aγίας Σοφίας.
H ανακάλυψη οφείλεται στον καθηγητή του Πανεπιστημίου της Bιέννης Πολυχρόνης Eνεπεκίδης. Tο ξεχασμένο δωμάτιο εντοπίστηκε όταν η νέα διευθύντρια του Mουσείου της Aγίας Σοφίας Zαλέ Nτεντέογλου ρώτησε αν υπάρχει χώρος που να μην έχει ανοιχτεί και διέταξε να παραβιάσουν την κλειδαριά του συγκεκριμένου χώρου, αφού δεν υπήρχε κλειδί της πόρτας.
Aποκαλύφθηκε τότε πως το δωμάτιο που δεν είχε ανοιχτεί από το 1968, υπήρξε εργαστήρι του Γκάσπαρο Φοσάτι (1809 – 1883), ο οποίος ακολουθώντας την εντολή του Σουλτάνου, αναστήλωσε πλήρως το μνημείο στη διάρκεια της περιόδου 1847 – 1849. H έρευνα του καθηγητή Πολυχρόνη Eνεπεκίδη καταδεικνύει ότι ο Φοσάτι είχε απλώς μετατρέψει επιδέξια σε γραφείο του την κρύπτη που του είχαν υποδείξει οι Eλληνες φίλοι του στην Πόλη.
H κρύπτη, μία από τις πολλές του μεγάλου ναού, ήταν το κρυφό εκείνο ιερό όπου συνεχίστηκε από τον ιερέα η διακοπείσα ιεροτελεστία, και όταν τελείωσε έκλεισε η πόρτα της κρύπτης και θα άνοιγε, κατά την παράδοση, όταν και πάλι Eλληνες θα ήταν οι ιερείς και το εκκλησίασμα.
Η Αγία Τράπεζα.
Η Αγία Τράπεζα ήταν κατασκευασμένη από χρυσό. Από πάνω της κρέμονταν 30 στέμματα των αυτοκρατόρων, ανάμεσα τους και αυτό του Μ. Κωνσταντίνου. Και λέγεται ότι αυτό γινόταν για να θυμίζουν στους χριστιανούς την προδοσία του Ιούδα. Τα τριάκοντα αργύρια.
Σύμφωνα με την παράδοση πριν ο Μωάμεθ ο Β΄ καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας Κων/νος διέταξε να μεταφέρουν την αγία τράπεζα και όλα τα κειμήλια της Αγίας Σοφίας μακριά από την πόλη για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Τρία καράβια Ενετικά λοιπόν ξεκίνησαν από την πόλη γεμάτα με όλα αυτά τα κειμήλια, όπως λέει και ο θρύλος, αλλά το τρίτο από αυτά που μετέφερε την αγία τράπεζα βυθίστηκε στα νερά του Βοσπόρου στην περιοχή του Μαρμαρά.
Η περιοχή του Μαρμαρά
Από τότε μέχρι σήμερα στο σημείο εκείνο που είναι βυθισμένη η αγία τράπεζα τα νερά της θάλασσας είναι πάντοτε ήρεμα και γαλήνια, ασχέτως με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην γύρω περιοχή.
Το φαινόμενο μαρτυρούν και σύγχρονοι Τούρκοι επιστήμονες, που έχουν κάνει κατά καιρούς απόπειρες να ανακαλύψουν που οφείλεται αυτό το περίεργο φαινόμενο, αλλά λόγω της λασπώδους σύστασης του βυθού, επέστησαν άκαρπες.
Στο βιβλίο του Δωροθέου Μονεμβασίας με τίτλο “Βίβλος Χρονική” (1781) διαβάζουμε:
” Οι Ενετοί την υπερθαύμαστον και εξάκουστον Αγίαν Τράπεζαν της Αγίας Σοφίας, την πολύτιμον και ωραιότατην, έβγαλαν από τον Ναό και έβαλαν εις το καράβι, και καθώς έκαναν άρμενα και επήγαιναν προς Βενετία, ω, του θαύματος!
Πλησίον της νήσου του Μαρμαρά άνοιξε το καράβι και έπεσεν εις την θάλασσαν η Αγία Τράπεζα κξαι εβούλησε και είναι εκεί ως σήμερον, και τούτο είναι φανερόν και το μαρτυρούν οι πάντες, διότι όλον το μέρος εκείνο, όταν κάμνει φουρτούνα, η θάλασσα όλη κάμνει κύματα φοβερά, εις δε τον τόπο όπου είναι η Αγία Τράπεζα είναι γαλήνη και δεν ταράσσεται η θάλασσα.
Και υπαγαίνουν τινές εκεί με περάματα, και λαμβάνουν από την θάλασσαν εκείνην, όπου είναι η Αγία Τράπεζα, και μυρίζει θαυμασιώματα μυρωδίαν, από το άγιον μύρον όπου έχει και των άλλων αρωμάτων “
Ο πατέρας της Ελληνικής λαογραφίας, Νικόλαος Πολίτης, γράφει για το περιστατικό:
“ Την ημέρα που πάρθηκεν η Πόλη έβαλαν σ’ ένα καράβι την Αγία Τράπεζα, να την πάνε στην Φραγκιά, για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων. Εκεί όμως στην θάλασσα του Μαρμαρά, άνοιξε το καράβι και η Αγία Τράπεζα εβούλιαξε στον πάτο. Στο μέρος εκείνο η θάλασσα είναι λάδι, όση θαλασσοταραχή και αν είναι γύρω. Και το γνωρίζουν το μέρος αυτό από τη γ΄λήνη που είναι πάντα εκεί και από την ευωδία που βγαίνει. Πολλοί μάλιστα αξιώθηκαν να την ιδούν στα βάθη της θάλασσας.”
Τρία καρά – κρουσταλλένια μου, τρία καρά – τρία καράβια φεύγουνι,
που μέσα που την Πόλι, κλαίει καρδιά μας, κλαίει κι αναστενάζει.
το’ να φορτώνει του Σταυρό, κι τ’ άλλο του Βαγγέλιου
του τρίτου του καλύτερου, την Άγια Τράπεζά μας,
μη μας την πάρουν τα σκυλιά, κι μας τη μαγαρίσουν
Η Παναγιά αναστέναξι, κι δάκρυσαν οι ‘κόνις………
Η Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας αναπαύεται στο βυθό της θάλασσας, πάνω στην άμμο και στα κοχύλια. Το σημείο όπου βούλιαξε το καράβι το ξέρουν καλά οι ναυτικοί και εύκολα το βρίσκουν. Πραγματικά, ακόμα κι όταν η πιο άγρια τρικυμία, φουσκώνει ολόγυρα τα κύματα και κάνει τη θάλασσα να μουγκρίζει, εκεί είναι γαλήνη και ησυχία.
Από τη λεία και λαμπρή επιφάνεια του νερού ανεβαίνουν γλυκές ευωδιές και αντίλαλος από αγγελικές ψαλμωδίες. Πολλοί άξιοι δύτες που μαζεύουν κοράλλια ή ψαρεύουν σφουγγάρια, προσπάθησαν να κατέβουν και να δουν το ναυαγισμένο καράβι.
Κανείς δεν τα κατάφερε. Η θάλασσα, πολύ βαθιά σ αυτό το μέρος, φυλάει την Αγία Τράπεζα και τα λείψανα των Αγίων από κάθε βέβηλο μάτι.
Όταν όμως θα ξαναπάρουμε την Πόλη, η Αγία Τράπεζα, που μένει στην άμμο του βυθού, θ ανέβει στην επιφάνεια όπως ανεβαίνει ο δύτης. Θ αρμενίσει μόνη της κατά το Βυζάντιο και θα την πάρουμε από κει που θ αράξει. Θα την ξαναφέρουμε στην Αγία Σοφία και με χαρούμενους ύμνους, θα την αφιερώσουμε πάλι στη Σοφία του Θεού.
Τότε, μέσα στη Βασιλική που έχτισε ο μεγάλος Ιουστινιανός, θα λάμψουν πάλι τα μωσαϊκά, οι εικόνες των Αγίων, τα λόγια του Ευαγγελίου, και ο σταυρός θα ξαναφανεί πάνω από το μαρμάρινο τραπέζι που ξέπλυναν τα κύματα.
“ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΠΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΝΑ ΚΥΛΑΕΙ“
Οι περισσότεροι τοπικοί θρύλοι για την άλωση της Κωνσταντινούπολης μοιάζουν σε ένα σημείο: όλοι δείχνουν ότι ο χρόνος σταμάτησε με την κατάληψη της ιερής πόλης της Ορθοδοξίας από τους άπιστους Τούρκους και ότι η τάξη στον κόσμο θα επανέλθει με την ανακατάληψη της Βασιλεύουσας από τους Έλληνες. Έτσι, και στην Ήπειρο υπάρχει μιααντίστοιχη λαϊκή δοξασία.
Συγκεκριμένα, ένα πουλί φέρνει την αναγγελία της πτώσης της Πόλης σε μια ομάδα βοσκών που εκείνη τη στιγμή ποτίζουν τα κοπάδια τους σε ένα ποτάμι, Ο θρύλος λέει ότι στο άκουσμα της φοβερής είδησης τα νερά του ποταμίου σταμάτησαν να κυλάνε, αφού και το φυσικό στοιχείο θεώρησε ότι η πτώση της Κωνσταντινούπολης ήταν κάτι το ανήκουστο. Το ποτάμι θα συνεχίσει και πάλι να κυλάει, μόλις απελευθερωθεί η Πόλη, συνεχίζει ο λαϊκός θρύλος…
“ΤΑ ΨΑΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΓΕΡΟΥ“
Κάποιος καλόγερος είχε ψαρέψει σε ένα ποτάμι ψάρια και τα τηγάνιζε κοντά στην όχθη του ποταμού. Τη στιγμή εκείνη ακούστηκε από ένα πουλί το μήνυμα της πτώσης της Κωνσταντινούπολης στους Τούρκους.
Ο καλόγερος σάστισε και αμέσως τα μισοτηγανισμένα ψάρια πήδησαν από το τηγάνι και ξαναβρέθηκαν στο ποτάμι.
Εκεί ζουν αιώνια μέχρι τη στιγμή της απελευθέρωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, οπότε και θα ξαναβγούν για να συνεχιστεί το τηγάνισμα τους.
“Ο Πύργος της Βασιλοπούλας”
Στα κάστρα του Διδυμότειχου ένας κυκλικός πύργος, ο ψηλότερος ονομάζεται “πύργος της βασιλοπούλας”. Η παράδοση λέει πως κάποτε ο βασιλιάς διασκέδαζε κυνηγώντας και στη θέση του άφησε την κόρη του. Όταν τον ειδοποίησαν ότι έρχονται οι Τούρκοι είχε τόση εμπιστοσύνη στην οχυρότητα του κάστρου ώστε είπε:
“αν σηκωθεί από τη χύτρα ο κόκορας και λαλήσει, θα πιστέψω ότι κυριεύτηκε η πόλη.
. Οι Τούρκοι όμως χρησιμοποίησαν δόλο και έδειξαν το χρυσοκέντητο μαντήλι του βασιλιά στην κόρη του. Αυτή μόλις το είδε, τους παρέδωσε το κλειδί του κάστρου κι έγινε αιτία της άλωσης. Όταν κατάλαβε πως την ξεγέλασαν, δεν άντεξε την ντροπή και αυτοκτόνησε πέφτοντας από τον πύργο. Από τότε ο πύργος λέγεται της βασιλοπούλας.
“0I ΚΡΗΤΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ”
Έναν από τους πύργους των τειχών της Πόλης τον υπεράσπιζαν τρία αδέρφια, άρχοντες Κρητικοί που πολεμούσαν με το μέρος των Βενετών (η Κρήτη τότε ήταν κάτω από την κυριαρχία των Βενετών). Μετά την πτώση της πόλης τα τρία αδέρφια και οι άντρες τους εξακολουθούσαν να πολεμούν και παρά τις λυσσώδεις προσπάθειες τους οι Τούρκοι δεν είχαν κατορθώσει να καταλάβουν τον πύργο.
Για το περιστατικό αυτό ενημερώθηκε ο Σουλτάνος και εντυπωσιάστηκε από την παλικαριά τους. Αποφάσισε, λοιπόν, να τους επιτρέψει να φύγουν με ασφάλεια από τον πύργο και να πάρουν ένα καράβι με τους άντρες τους και να γυρίσουν στην Κρήτη. Πραγματικά η πρόταση του έγινε δεκτή με τη σκέψη ότι έπρεπε να μείνουν ζωντανοί για να πολεμήσουν να ξαναπάρουν τη Βασιλεύουσα πίσω από τους απίστους.
Έτσι οι Κρητικοί επιβιβάστηκαν στο πλοίο τους και ξεκίνησαν για το νησί τους. Το πλοίο δεν έφτασε ποτέ στην Κρήτη και ο θρύλος λέει ότι περιπλανιούνται αιώνια στο πέλαγος μέχρι τη στιγμή που θα ξεκινήσει η μάχη για την ανακατάληψη της Πόλης από τους Έλληνες. Τότε το πλοίο των Κρητικών θα τους ξαναφέρει στην Κωνσταντινούπολη για να πάρουν και αυτοί μέρος στη μάχη και να ολοκληρώσουν την αποστολή τους και το ελληνικό έθνος να ξανακερδίσει την Πόλη.
Γιάννη Χελιδώνη: Ὁ μαρμαρωμένος βασιλιὰς καὶ οἱ μαθητευόμενοι μάγοι
27 Μαΐου, 2019![]() |
Γιάννης Χελιδώνης, ὁ ἐπίκαιρος καὶ προφητικὸς ἀναγνώστης
Ἀδελφοί μου, σὲ μερικοὺς ἀνθρώπους ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ μεγάλο χάρισμα νὰ εἶναι ἀναγνῶστες. Δηλαδή, νὰ μποροῦν νὰ διαβάζουν τὴν ἐποχή τους καὶ νὰ τὴν ἑρμηνεύουν σὲ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔχουν τὸ χάρισμα αὐτό. Οἱ ἀναγνῶστες αὐτοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ βλέπουν τὰ παρελθόντα καὶ τὰ παρόντα.
Σὲ μερικοὺς ἀπὸ αὐτούς ποὺ τοὺς ἐδόθη τὸ χάρισμα αύτό, πονοῦν ἀφόρητα γιὰ τὴν ἐποχή τους. Κάνουν τὸν πόνο τους προσευχή. Καὶ τὸ χάρισμά τους αὐξάνει καὶ βλέπουν καὶ τὰ μέλλοντα συμβαίνειν. Αὐτὸ καὶ ἂν εἶναι πόνος δυσβάστακτος, μοναξιὰ καὶ σαλότης!
Ὁ Γιάννης Χελιδώνης, παιδὶ τῆς Σαμαρίνας καὶ τὸν ἔγγαμον βίον του ἀσκήσας στὴν πόλη τῶν Ἀθηναίων, εἶναι ἕνας τέτοιος ἀναγνώστης. Βαθιὰ πονεμένος, εὐαίσθητος καὶ μοναχικός, μὲ τάλαντο συγγραφικὸ ὅσο λίγοι. Μαθητὴς καὶ υἱὸς κατὰ πνεῦμα τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτη Κεφαλληνίας κυροῦ Γερασίμου. Δικηγόρος στὸ ἐπάγγελμα, νηπτικὸς στοὺς Ὀρθοδόξους δρόμους καὶ τρόπους. Τὸ κείμενό του ποὺ ἀκολουθεῖ: «Ὁ μαρμαρωμένος βασιλιὰς καὶ οἱ μαθητευόμενοι μάγοι», εἶναι μία ἐξαίρετη ἀνατομία τοῦ ψευδο-ρωμέϊκου ποὺ ἔστησαν οἱ μαθητευόμενοι μάγοι ἡμέτεροι καὶ ξένοι, ἀλλὰ καὶ μία συγκλονιστικὴ ὅραση στὴν «ἔκβαση τοῦ νεοελληνικοῦ δράματος» μὲ τὴν Ὀρθοδοξη προσδοκία τῆς ἀνάστασης τῶν νεκρῶν. Καὶ ταῦτα πάντα θὰ γενοῦν ὑπὸ τὸ βλέμμα τοῦ μαρμαρωμένου Βασιλιᾶ… Ὁ Γιάννης Χελιδώνης ἐτελειώθη ἐν Κυρίῳ τὸ 2016. Χριστός Ἀνέστη! Ἀληθῶς Ἀνέστη!
Διάπυρος πρὸς τὸν Ἀναστάντα Κύριον εὐχέτης
ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Μόρφου Νεόφυτος
*** Ὁ μαρμαρωμένος βασιλιάς καὶ οἱ μαθητευόμενοι μάγοι
Γιάννη Ἀ. Χελιδώνη
«Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα νὰ τουρκέψῃ ἡ Πόλη, καὶ μπῆκαν μέσα οἱ Τοῦρκοι, ἔτρεξε ὁ βασιλιάς μας καβάλα ‘ς τ’ ἄλογό του νὰ τοὺς ἐμποδίσῃ. Ἦταν πλῆθος ἀρίφνητο ἡ Τουρκιά, χιλιάδες τὸν ἔβαλαν ‘ς τὴ μέση, κι ἐκεῖνος τοὺς χτυποῦσε κ’ ἔκοβε ἀδιάκοπα μὲ τὸ σπαθί του. Τότε σκοτώθη τὸ ἄλογό του κ’ ἔπεσε κι αὐτός. Κι’ ἐκεῖ ποὺ ἕνας Ἀράπης σήκωσε τὸ σπαθί του νὰ χτυπήσῃ τὸ βασιλιά, ἦρθε ἄγγελος Κυρίου καὶ τὸν ἅρπαξε, καὶ τὸν πῆγε σὲ μιὰ σπηλιὰ βαθιὰ στὴ γῆ κάτω, κοντὰ στὴ Χρυσόπορτα. Ἐκεῖ μένει μαρμαρωμένος ὁ Βασιλιάς, καὶ καρτερεῖ τὴν ὥρα νὰ ρθῇ πάλι ὁ ἄγγελος νὰ τὸν σηκώσει. (…) Καὶ θὰ σηκωθῇ ὁ βασιλιάς, καὶ θὰ μπῇ ‘ς τὴν Πόλη ἀπὸ τὴ Χρυσόπορτα, καὶ κυνηγώντας μὲ τὰ φουσσάτα του τοὺς Τούρκους, θὰ τοὺς διώξῃ ὣς τὴν Κόκκινη Μηλιά. Καὶ θὰ γίνῃ μεγάλος σκοτωμός, ποὺ θὰ κολυμπήσῃ τὸ μουσκάρι ‘ς τὸ αἷμα.» Ὁ μῦθος εἶναι ἡ πρωταρχικὴ ἔκφραση τοῦ ψυχολογικοῦ βάθους καὶ τῆς βιοθεωρίας ἑνὸς λαοῦ. Ὡς ἱστόρημα φανταστικό, δὲν ἐξαντλεῖται στὴν καταγραφὴ τῶν φαινομένων, οὔτε ὑπόκειται στοὺς νόμους τῆς λογικῆς. Ἀντίθετα κάνοντας χρήση φανταστικῶν, ἐξωλογικῶν μεταϊστορικῶν στοιχείων κατατείνει σὲ μιὰ «παράδοξη» ἑρμηνεία τοῦ πραγματικοῦ. Στὴ μυθικὴ ἐκδοχὴ τῆς ἀλήθειας ποτὲ ἕνα σὺν ἕνα δὲν κάνει δύο. Κάθε μυθικὴ ἀφήγηση ἀφορᾶ μιὰ ἀνάδυση τοῦ συλλογικοῦ ὑποσυνείδητου ἑνὸς λαοῦ, εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο αὐτὸς βιώνει τὸ ἱστορικὸ του πεπρωμένο, συνειδητοποιεῖ τὶς λανθάνουσες δυνάμεις καὶ ἀφουγκράζεται τὸ μέλλον του. Εἶναι κοινὸς τόπος πιὰ πὼς κάθε μεγάλο ἱστορικὸ κίνημα ἔχει ὡς ἀφετηρία του ἕνα μύθο καὶ κάθε συγκλονιστικὸ ἱστορικὸ γεγονὸς γεννᾶ κάποιο μύθο. Ἡ συνέχεια διαδραματίζεται στὸ καθαρτήριο τῆς ἱστορίας καὶ ἡ επιτυχία ἢ ἡ ἀποτυχία τοῦ ἱστορικοῦ πιὰ ἐγχειρήματος ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ σύμμετρη πραγμάτωση τῶν προτύπων τοῦ δοκιμαζόμενου ἱστορικὰ μύθου. Ἡ διαδρομή τῆς ἱστορίας ὡς μιὰ σειρὰ ἀτελεύτητων γεγονότων γίνεται ἀντιληπτὴ κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ μύθου, ἀντίστοιχα καὶ κάθε μῦθος μόνο στὴν ἱστορική του προοπτικὴ μπορεῖ νὰ κατανοηθεῖ. Ἡ κατάρρευση τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας προκάλεσε τὴ γέννηση δύο ἐχθρικῶν καὶ ἀσυμφιλίωτων μύθων ἡ αντιπαλότητα τῶν ὁποίων σημάδεψε καὶ σημαδεύει μέχρι καὶ σήμερα τὴ μοίρα τοῦ Νέου Ἑλληνικοῦ Ἔθνους. Ἡ ἑπόμενη μέρα τῆς Ἅλωσης τῆς Βασιλίδος τῶν πόλεων σημαδεύτηκε ἀπὸ τὴ μυθικὴ ανάδυση του ΕΛΛΗΝΑ καὶ του ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ. Το παραμύθι τῆς «Εὐρώπης» καὶ ὁ μῦθος τῆς «Ἀνατολῆς». Ὁ ἑλληνικὸς μῦθος ἐκδηλώθηκε κυρίως στὸ πρόσωπο τοῦ Πλήθωνα τοῦ Γεμιστοῦ, στὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 15ου αἰῶνος, λίγα χρόνια πρὶν τὴν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι ἡ πεμπτουσία τοῦ μυθικοῦ ἕλληνα ἐμπεριέχεται στὸ ὑπόμνημα τοῦ Πλήθωνος πρὸς τὸν Μανουήλ Γ’ ὅπου μεταξὺ ἄλλων ἔγραφε : «Ἐμεῖς ποὺ μᾶς κυβερνᾶς καὶ μᾶς ἐλέγχεις εἴμαστε ἕλληνες κατὰ τὴ φυλή, ὅπως φανερώνει ἡ γλώσσα μας καὶ ἡ παιδεία… καὶ γιὰ τοὺς ἕλληνες δὲν ὑπάρχει καταλληλότερος τόπος ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο… Γιατί φαίνεται ὅτι ὁ τόπος αὐτὸς εἶχε πάντα κατοικηθεῖ ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς ἕλληνες… Κανεὶς δὲν ἔζησε ἐδῶ πρὶν ἀπὸ αὐτούς, οὔτε μετανάστες κατέλαβαν αὐτό τὸν τόπο, ἐκδιώκοντας τοὺς κατοίκους… Οἱ ἴδιοι οἱ ἕλληνες… ὑπῆρξαν πάντοτε οἱ κάτοικοί του καὶ ποτέ δὲν τὸν ἐγκατέλειψαν…» Ἕνας μῦθος εἶχε γεννηθεῖ, ὁ μῦθος τῆς φυλετικῆς καὶ πνευματικῆς καθαρότητας τῶν ἑλλήνων, ὁ ὁποῖος ἑστιάζετο στὸν ἱστορικὰ εὐάλωτο ἰσχυρισμό, πὼς οἱ κάτοικοι τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου, ἦταν ἄμεσοι ἀπόγονοι τῶν ἀρχαίων ἑλλήνων, ἄμεση δὲ συνεπαγωγὴ αὐτοῦ ἦταν ἡ πίστη πὼς μόνη ἡ σκέψη καὶ ἡ παιδεία τῶν ἀρχαίων κλασσικῶν θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελέσει τὸν θεμέλιο λίθο τοῦ Νέου Ἑλληνικοῦ Ἔθνους. Ἡ γέννηση τοῦ ἑλληνικοῦ μύθου ἦταν καρπὸς καὶ ἄμεση συνέπεια τόσο τῆς ἐδαφικῆς συρρίκνωσης τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας ἀπὸ τὴ συνεχή ἐπέκταση τῶν Τούρκων, ὅσο καὶ τῆς πολιτικῆς καὶ πνευματικῆς αὐτονόμησης τῆς Δύσεως, ἱστορικά γεγονότα τὰ ὁποῖα συνδυαζόμενα ἔθεταν μὲ ἀμείλικτο πλέον τρόπο τὸ ἐρώτημα τῆς ἱστορικῆς ἐπιβίωσης τῆς αὐτοκρατορίας ὡς ἑνιαίου πολιτιστικοῦ καὶ πολιτικοῦ μορφώματος, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο ὅλοι οἱ λαοὶ τῆς Ρωμέϊκης οἰκουμένης ἀποτελοῦσαν ἕνα σῶμα μὲ κεφαλὴ τὸν Ρωμαῖο Αὐτοκράτορα ὡς μόνο ἀντιπρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Μὲ δεδομένο, λοιπόν, τὸν σχισματικὸ χαρακτήρα τῶν Φράγκων καὶ τὸν αἱρετικὸ τῶν Τούρκων τὰ περιθώρια τῆς πολιτικῆς καὶ θρησκευτικῆς πρωτοκαθεδρίας στένευαν ἐπικίνδυνα. Οἱ τριγμοὶ στὸ σκάφος τοῦ μακροβιότερου ἴσως θεσμοῦ στὴν πολιτικὴ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας ἦταν ἀρκετὰ ἔντονοι. Ὁ ὑπερχιλιετὴς θεσμὸς τῆς χριστιανικῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ἐσείετο συθέμελα. Ἂν ἀναλογισθεῖ κανεὶς ὅτι οἱ δυτικοὶ ὡς συμμέτοχοι στὴν ἑλληνιστική-ρωμαϊκὴ παράδοση τὴν διεκδικοῦσαν γιὰ λογαριασμό τους εὔκολα ἀντιλαμβάνεται κανεὶς γιατί ὁ πιὸ πρωτότυπος καὶ πολυμαθὴς ἀπὸ τοὺς βυζαντινοὺς λόγιους τῶν τελευταίων ἐτῶν, Γεώργιος Γεμιστός ἢ Πλήθων, ἐπινόησε ὡς σανίδα σωτηρίας τὸν μῦθο τοῦ «ἕλληνα». Στὴν οὐσία ἐπρόκειτο γιὰ τὴν διεκδίκηση μιᾶς κληρονομιᾶς, τῆς αρχαιοελληνικῆς, ἡ ὁποία δὲν μποροῦσε νὰ ἀμφισβητηθεῖ ἀπ’ τοὺς δυτικούς, καὶ ἡ ὁποία ἀφ’ ἑνὸς μὲν τόνωσε τὴν ἰδιαιτερότητα τῶν βυζαντινῶν, ἀφ’ ἑτέρου μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου εἶχε ἀρχίσει νὰ ἐκτιμᾶται γιὰ τὸν ἀτελεύτητο πλοῦτο της. Κάτω ἀπὸ αὐτές τὶς προϋποθέσεις ὁ πληθωνικὸς μῦθος, ἔριξε τὸν σπόρο του σ’ ἔδαφος ἄγονο, ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι οἱ συνθῆκες δὲν εὐνοοῦσαν τὴν ἀνάπτυξή του, καθότι ἡ πλειονότης τῶν λογίων ἀλλὰ καὶ τῶν λαϊκῶν μαζῶν, ἔμειναν πιστοὶ στὴν παράδοση τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἤθελε τὴν αὐτοκρατορία ἐπίγεια εἰκόνα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, μιᾶς βασιλείας ποὺ ἡ κυριαρχία της ἦταν βεβαία, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν φαινομενικὴ ροὴ καὶ ὄψη τῶν πραγμάτων. Μοιραία λοιπὸν ὁ πληθωνικὸς μῦθος γνώρισε τὴν μεταφύτευσή του καὶ τὴν ἀνθοφορία στὴν Ἑσπερία γιὰ νὰ ἐπανακάμψει ἀργότερα βίαιος καὶ νὰ κυριαρχήσει μὲ τὴν ὁλοκληρωτικὴ διαστροφὴ τῆς ἐξέγερσης τοῦ 1821. Ὁ μῦθος τοῦ ΕΛΛΗΝΑ ἀπαιτοῦσε ἕνα ξεκαθάρισμα λογαριασμῶν μὲ τὸ ἀπώτερο παρελθόν. Ὁ βασικὸς ὅρος καὶ ἡ ἀναγκαία συνθήκη ποὺ ἔθετε γιὰ τὴν ἀναγέννηση τοῦ ἔθνους, ἦταν ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν θρησκευτική, πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ παρακμὴ τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας τῶν τελευταίων ἐτῶν. Ὁ Πλήθων, πιστὸς στὸ μεταφυσικὸ πλατωνικὸ κοσμοείδωλο, ἑρμήνευε τὴ φθορὰ τῆς αὐτοκρατορίας, ὡς ἀνεπάρκεια τῶν μεταφυσικῶν της ἐρεισμάτων, ἤτοι τοῦ ὀρθόδοξου χριστιανισμοῦ. Ἑπομένως ἡ ἀναγέννηση τοῦ ἔθνους, πέραν τοῦ τόπου καὶ τοῦ τρόπου προϋπέθετε καὶ τὴν ἐπανεμφάνιση νέας θρησκείας γιὰ τὴν ὁποία εἶχε μεριμνήσει ὁ Πλήθων. Ἡ ἵδρυση ὅμως ἐθνικοῦ κράτους ἔστω καὶ στὰ γεωγραφικὰ ὅρια τῆς Πελοποννήσου δυναμίτιζε τὴν ἰδέα τῆς οἰκουμένης, σύμβολο τῆς ὁποίας ἦταν ὁ ἱερὸς αὐτοκράτωρ. Ἡ πεμπτουσία τοῦ πληθωνικοῦ μύθου συνίσταται στὴν διαγραφὴ μιᾶς ὑπερχιλιετοῦς πορείας τοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ τὴν ἐπανάκαμψή του σ’ ἕνα ἀμιγὲς φυλετικὰ καὶ πολιτιστικὰ κράτος. Οὐσιαστικὰ ἐπρόκειτο γιὰ μιὰν ὀπισθοδρόμηση χιλιετιῶν στὴν προαλεξανδρινὴ περίοδο, μὲ τὴν εἰδοποιὸ διαφορὰ, ὅτι πλέον θὰ ἀναβίωνε ἕνα κράτος καὶ ὄχι ἡ πόλις-κράτος. Ἡ ἀπόπειρα δημιουργίας ἐθνικοῦ κράτους, τὸ ὁποῖο θὰ ἀγνοοῦσε τὰ βυζαντινὰ ριζώματα τοῦ νέου ἑλληνισμοῦ, ἀπαιτοῦσε τὸν δρασκελισμὸ τῆς ἱστορίας πρὸς τὰ πίσω τουλάχιστον κατὰ χίλια πεντακόσια χρόνια. Τὸ ἀντικείμενο τῆς ἱστορικῆς ἀλχημείας ἦταν πλέον δεδομένο, ἁπλῶς ἔμελλε νὰ πραγματωθεῖ ὡς ἱστορικὸ ἐγχείρημα, ἔργο τὸ ὁποῖο ἐπιτέλεσαν ὡς μαθητευόμενοι μάγοι ὁ Πλήθων καὶ οἱ μαθητές του ἀλλὰ καὶ ἄλλοι ἐκλεκτοὶ στοχαστὲς ὅπως ὁ Βησσαρίων, ὁ Μάξιμος Πλανούδης, ὁ Δημήτριος Κυδώνης καὶ ἄλλοι. Οἱ μαθητευόμενοι μάγοι ἐπικέντρωσαν τὴν προσοχή τους στὸ κύριο ἔργο τῆς πληθωνικῆς μαγγανείας, ἤτοι στὴν διαδικασία μεταμόρφωσης τοῦ Ρωμιοῦ σὲ Ἕλληνα, ἡ ὁποίαστὴ συνέχεια διὰ τοῦ Κοραῆ καὶ ἄλλων ἐπιφανῶν πνευματικῶν γενίτσαρων θὰ ὁδηγήσει στὴν «ἐθνικὴ» προσπάθεια ἀλλοτρίωσης καὶ μεταβολῆς τοῦ Ἑλληνορωμιοῦ σὲ «Γραικογάλλο». Στὸ Πληθωνικὸ θέσφατο: «Ἕλληνες ἐσμὲν τὸ γένος ὧν ἡγεῖσθε καὶ βασιλεύετε ὡς ἥ τε φωνὴ καὶ πάτριος παιδεία μαρτυρεῖται» ἡ βυζαντινὴ λογιοσύνη ἀντέταξε, διὰ στόματος τοῦ μετέπειτα πατριάρχη Γεννάδιου: «Ἕλλην ὢν τῇ φωνῇ, οὐκ ἂν ποτέ φαίην Ἕλλην εἶναι διὰ τὸ μὴ φρονεῖν ὡς ἐφρόνουν ποτέ Ἕλληνες. Καὶ εἰ τὶς ἔροιτό με τὶς εἰμί, ἀποκρινοῦμαι Χριστιανὸς εἶναι». Στοὺς αντίποδες τοῦ ἑλληνικοῦ μύθου ἡ Ρωμιοσύνη ἀντέταξε τὸν θρύλο του ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ. Ὁ μῦθος θέλησε τὸν τελευταῖο βασιλιά μαρμαρωμένο καὶ ὄχι νεκρό. Εἶναι αλήθεια ὅτι οἱ τελευταίοι δύο αἰῶνες τῆς βυζαντινής αὐτοκρατορίας, οἱ ὁποῖοι ακολούθησαν τὴν φράγκικη κατάκτηση ἀποτελοῦν θλιβερὴ διήγηση ἀποσύνθεσης καὶ παρακμῆς σὲ τέτοιο βαθμό ὥστε ἡ Ἅλωση του 1453 νὰ λειτουργεῖ σὰν ἀπολύτρωση ἀπὸ μιὰ ἀνίατη ἀσθένεια. Ἤδη ἀπὸ τὸν ΙΑ ́ αἰώνα ἡ αὐτοκρατορία κατέρρεε, καθὼς πέρα ἀπὸ τὶς ἐσωτερικὲς ἀντιθέσεις, δυνάμεις βάρβαρες καὶ ἄλογες ὅπως οἱ Βούλγαροι, οἱ Τοῦρκοι, οἱ Πατσινάκες κ.ἄ. βάλθηκαν νὰ ἐκπαραθυρώσουν τὸν ἑλληνισμό ἀπὸ τὴν ἱστορία. Ἡ πρώτη πράξη του ἑλληνικοῦ δράματος ἀφοροῦσε τὸν περιορισμὸ της αὐτοκρατορίας στὴν Χερσόνησο τοῦ Αἵμου. Ἡ δεύτερη προανήγγειλε καὶ τὴν ὁριστικὴ κατάρρευση. Ἦταν ἡ πρώτη ἅλωση τῆς Πόλης ἀπὸ τοὺς Φράγκους τὸ 1204. Ἡ λατινικὴ κατάκτηση τῆς Κωνσταντινούπολης σήμαινε τὴν ἀρχὴ τοῦ τέλους τῆς χριστιανικῆς αὐτοκρατορίας, οἱ συνέπειες τῆς ὁποίας ἦταν τρομακτικὲς τόσο ἀπὸ πολιτικὴ ὅσο καὶ ἀπὸ ἠθικὴ ἄποψη. Ἡ κατάλυση τοῦ διοικητικοῦ κέντρου τῆς αὐτοκρατορίας, ἡ καταστροφὴ τῆς ὑλικῆς ὑποδομῆς καὶ ὀργάνωσής της, οἱ βαρβαρότητες καὶ οἱ εξευτελισμοὶ ἐκείνων τῶν ἡμερῶν ὁδήγησαν ἀφ’ ἑνὸς μὲν στὴν κάμψη τοῦ ἠθικοῦ καὶ ἀφ’ ἑτέρου δὲ στὴ μετακίνηση τῆς αὐτοκρατορικῆς ἐξουσίας στὴ Νίκαια, ἡ ὁποία μὲ τὴ σειρά της σήμανε τὴν γέννηση τῶν διαδόχων καὶ ἀνταγωνιστικῶν τάσεων στὴν Ἤπειρο, στὴν Τραπεζούντα, στὴν Νίκαια, οὔτως ὥστε ἡ ἀνακατάληψη τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τους Παλαιολόγους καὶ ἡ ἀποκατάσταση τῆς βασιλείας στὴν Ἱερὴ Πόλη δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἑρμηνευθεῖ ὡς μιὰ ἐπιβράδυνση τοῦ ἐπιθανάτιου ρόγχου τῆς αὐτοκρατορίας. Τὸ Βυζάντιο πλέον δὲ θύμιζε σὲ τίποτα τὴν παλαιὰ δόξα, δὲν ἀντιπροσώπευε πιὰ τὴν χριστιανικὴ Ἀνατολὴ ἀλλὰ ἡ ἐπανάκτηση τῆς Πόλης δημιουργοῦσε ἕνα ἐπιπλέον κρατίδιο στὸ χῶρο τῆς Ἀνατολῆς καὶ ὡς τέτοιο ἦταν ἐξ ὁρισμοῦ θνησιγενές. Ἡ κυρίαρχη ἀντίληψη γιὰ τὴ Χριστιανικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία πέρναγε πλέον στὸ χῶρο τοῦ μύθου, καθὼς ἡ ἀδυναμία ἐπανάκτησης ἐδαφῶν σὲ δύση καὶ ἀνατολὴ εἶχαν μεταβάλει τὴν ἄλλοτε κραταιὰ αὐτοκρατορία σὲ μιὰ νησίδα πόλεων-κρατῶν (Μυστράς, Θεσσαλονίκη, Νίκαια, κλπ) ἐν μέσῳ βαρβαρικῆς πλημμυρίδος καθιστώντας τὸ κύριο χαρακτηριστικό της, τὴν οικουμενικότητα, μόρφωμα οὐτοπικό. Μοιραία λοιπόν, ἡ ἀποφράδα Τρίτη 29 Μαΐου 1453 ἦρθε σὰν ἀπολύτρωση καὶ ἡ ὀδύνη τῆς Ἁλώσεως ἔτεξε τὴν Ρωμιοσύνη. Παρηγοριὰ καὶ βάλσαμο στὴν μακραίωνη περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας. Ἡ λαϊκὴ εὐσέβεια θέλησε τὴν τελευταία λειτουργία στὴν Ἁγία Σοφία ἡμιτελή, νὰ διακόπτεται τὴ στιγμὴ ποὺ ἐψάλλετο ὁ Χερουβικός ὕμνος καὶ ἐπρόκειτο νὰ ἐξαχθοῦν τὰ ἅγια: φωνὴ τοὺς ἦρθε ἐξ οὐρανοῦ κι ἀπ’ ἀρχαγγέλου στόμα πάψατε τὸ χερουβικὸ κι ἂς χαμηλώσουν τ’ ἅγια παπάδες, πάρτε τὰ ἱερὰ καὶ ἐσεῖς κεριὰ σβηστεῖτε γιατί εἶναι θέλημα Θεοῦ ἡ Πόλη νὰ τουρκέψει… Καὶ τὸν τελευταῖο αὐτοκράτορα μαρμαρωμένο, ὡς ὕστατη ἐλπίδα τῶν Ρωμιῶν γιὰ τὴν παλιγγενεσία. Ὅπου τὸ ξαναζωντάνεμα τοῦ βασιλιᾶ θὰ σημάνει τὴν ἐκδίωξη τῶν Τούρκων ὣς τὴν Κόκκινη Μηλιά καὶ τὴν ἀναγέννηση της αὐτοκρατορίας σὲ ὅλη τὴν παλαιά οἰκουμενικὴ μεγαλοπρέπειά της. Βεβαιότητα ἡ ὁποία ἔκαμε τοὺς Ἕλληνες ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ἁλώσεως νὰ δημιουργήσουν στίχους γιὰ τὸ πάρσιμο τῆς Πόλης καὶ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Σώπασε κυρά Δέσποινα καὶ μὴν πολυδακρύζῃς πάλι μὲ χρόνια μὲ καιρούς πάλι δικιά μας θἆναι Κάτω ἀπὸ αὐτὲς τὶς παραμέτρους καθίσταται σαφὲς πὼς οἱ Βυζαντινοὶ θεώρησαν ὡς θέλημα Θεοῦ, τὸ τούρκεμα τῆς Πόλης, ἐξ ἄλλου σύμφωνα μὲ τοὺς ὑπολογισμοὺς τῶν Βυζαντινῶν, ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου θὰ ἐπέρχετο τὸ ἔτος 1492. Ἑπομένως τὸ μόνο ζητούμενο γιὰ αὐτοὺς ἦταν ἡ ὀρθότητα τῆς πίστης. Ἐνδεικτικὸ τῆς προσήλωσης τῆς λαϊκῆς ψυχῆς στὴν ἰδιαιτερότητα τῆς πίστης εἶναι τὸ παρακάτω ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ Χρονικὸ τοῦ Μορέως, ὅπου ὁ Βιλλαρδουΐνος συγκαλεῖ τοὺς προεστοὺς γιὰ νὰ τοῦ θέσουν τοὺς ὅρους τῆς παράδοσης κι ἐκεῖνοι ἀπάντησαν ὡς ἑξῆς: Λοιπὸν ἂν θὲς ἀφέντη μου τὰ κάστρα νὰ τὰ πάρῃς. Κι ἐμεῖς τὸ γένος τῶν Ρωμιῶν, δοῦλοι σου ν’ ἀποθανοῦμε Τοῦτο ζητοῦμε, λέγουμε μεθ’ὅρκου νὰ μᾶς πείσῃς ἀπὸ τοῦ νῦν κι ἔμπροσθεν Φράγκος νὰ μὴ μᾶς βιάσῃ ν’ἀλλάξουμε τὴν πίστη μας καὶ Φράγκοι νὰ γενοῦμεν. Ἡ λαϊκὴ συνείδηση προέκρινε ὡς ἔσχατη ἐλπίδα σωτηρίας τὴν πίστη, ὄχι ὡς μιὰ ἀφηρημένη σχέση μὲ τὸ ἐπέκεινα, ἀλλὰ ὡς σχέση ζωῆς σαρκωμένη στὴ λαϊκὴ ζωγραφική, τὴν ποίηση, τὸ χορό, τὸ γλέντι, τὴ νηστεία κ.ἄ., δηλαδὴ ὡς πράξη ποὺ διαφοροποιοῦσε ριζικὰ τὸν Ἑλληνορωμιὸ ἀπὸ τὸν Φράγκο καὶ τὸν κατακτητή. Τὸ πρῶτο μέλημα τοῦ νέου Πατριάρχη Γενναδίου ἦταν ἡ ἐπεξεργασία κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίβλεψη τοῦ Μωάμεθ ἑνὸς καταστατικοῦ χάρτη, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο τὸ ὑπόδουλο γένος ἔμελλε νὰ πορευτεῖ. Ὑπὸ τὴν σκέπη τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας οἱ Ρωμιοὶ ἀκολούθησαν τοὺς δικούς τους κώδικες διοίκησης, τὰ δικά τους ἤθη κι ἔθιμα. Ὀργάνωσαν τὸν κοινωνικό τους βίο στὸ μέτρο ποὺ φυσικά δὲν εθίγετο ἡ Ὀθωμανική κυριαρχία μὲ βάση τὴν παράδοσή τους. Ὁ σχηματισμός τῶν κοινοτήτων συνέβαλλε αποφασιστικά στὴν ἀνάπτυξη καὶ τὴ συντήρηση τοῦ γένους. Ἔτσι ἄρχισε ἀργὰ καὶ συστηματικὰ ἡ σιωπηλὴ διάβρωση τοῦ κρατικοῦ καὶ οἰκονομικοῦ μηχανισμοῦ τῆς Αὐτοκρατορίας. Οἱ Ἕλληνες ἐκμεταλλευόμενοι τὴν παροιμιώδη ὀκνηρία τῶν κατακτητῶν, κυριάρχησαν σιγά-σιγά τόσο στὸ εμπόριο καὶ τὴν ναυσιπλοΐα, ὅσο καὶ στὴν ἀγροτικὴ καὶ βιομηχανικὴ ζωὴ. Οὐσιαστικὰ ὁ Ἑλληνισμός ἐπιχειροῦσε γιὰ δεύτερη φορὰ τὸ μοναδικὸ ἐγχείρημα στὴν ἱστορία τῆς ἐκ τῶν ἔνδον ἁλώσεως ἑνὸς κατακτητῆ, μιᾶς καὶ ἡ πρώτη φορά ἀποτελοῦσε ἀποκλειστικὰ ἑλληνικὴ πρωτοτυπία (Ρώμη). Ἡ ὕπαρξη της Ρωμιοσύνης ἀντιπροσώπευε ἕνα σκάνδαλο γιὰ τοὺς δυτικούς. Πῶς ἦταν δυνατόν τὸ ὑπόδουλο γένος νὰ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του, ἄμεσο κληρονόμο τῆς ἀρχαιοελληνικῆς καὶ ἑλληνορωμαϊκῆς κληρονομιᾶς, μὲ ἀποτέλεσμα κάθε προσπάθεια τῶν δυτικῶν γιὰ τὴν ἀνασύσταση τῆς Αὐτοκρατορίας νὰ μὴν ἀποτελεῖ παρὰ εὐτελισμό καὶ εἰρωνεία τῆς ἱστορίας. Ἡ Ἁγία Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία τοῦ Γερμανικοῦ Ἔθνους, δὲν ἀποτελεῖ παρὰ μιὰ κακόγουστη θεσμικὴ φάρσα, ἡ ὁποία ὅμως καταδεικνύει ὅτι ἡ Αναγέννηση τίποτα ἄλλο δὲ γέννησε παρὰ μόνο τὸ ἐκτόπλασμα τῆς εὐρωπαϊκῆς φαντασίας. Τὸ λεγόμενο εὐρωπαϊκό-ἑλληνικὸ δὲν ἀποτελεῖ παρὰ τὴν υἱοθέτηση τοῦ κλινικὰ νεκροῦ ἀρχαιοελληνικοῦ πολιτισμοῦ καὶ τὴ βίαιη ἐπανεισαγωγὴ τῆς ἀλλοτρίωσής του στὴν κοιτίδα του. Ὁ ἀντίπαλος μῦθος, λοιπόν, πορεύτηκε στὶς ἀτραποὺς τῆς Δύσης, ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι ἡ πλειονότης τῶν ἐκπροσώπων- λογίων, ξενιτεύτηκαν καὶ ὡς ἐκ τούτου κάθε σύνδεσμος μὲ τὰ τελούμενα στὰ βάθη τῆς λαϊκῆς ψυχῆς διεκόπη. Καὶ ἐνῶ τὸ μέγα σῶμα τῆς Ρωμιοσύνης σφάδαζε ἀπὸ τὰ ἀνελέητα καὶ διαδοχικὰ κτυπήματα, ἀρχικὰ τῶν Σταυροφόρων, τῶν Φράγκων, τῶν Ἑνετῶν καὶ μετέπειτα τῶν Τούρκων κατακτητῶν, οἱ ἐκπατρισθέντες λόγιοι ἀρνήθηκαν τὴν ρωμέικη ταυτότητά τους καὶ μετεβλήθησαν ἑκόντες ἄκοντες σὲ πληθωνιστές. Ἡ βασικὴ καὶ ἐπίπονη ἐνασχόλησή τους ἦταν ἡ καλλιέργεια μιᾶς ἀτέρμονης ἀρχαιολατρίας καὶ ἑνὸς φανταστικοῦ ἀρχαιολατρικοῦ ἑλληνισμοῦ. Κι ἐνῶ ἡ ἐκκλησία, ἡ κοινοτικὴ ὀργάνωση, ἡ ἀνάπτυξη τοῦ ἐμπορίου καὶ τῶν τεχνῶν ἄρχισε νὰ δρομολογεῖ τὶς ἐξελίξεις ὄχι μόνο γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ γένους τῶν Ρωμιῶν, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν δυναμικὴ ἀνασυγκρότησή του καὶ ἐπανεμφάνιση στὴν κοινωνία τῶν ἐθνῶν, οἱ «μαθητευόμενοι μάγοι» ἐξαντλήθηκαν σὲ θρηνητικὲς ἱκεσίες πρὸς τοὺς ἑκάστοτε σατραπίσκους τῶν εὐρωπαϊκῶν ἐθνῶν, γιὰ τὴ δημιουργία ἐνὸς φανταστικοῦ ἐθνικοῦ κράτους τῶν Ἑλλήνων, τὸ ὁποῖο ὡς διανοητικὸ κατασκεύασμα καὶ πλάσμα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ νοῦ, τελοῦσε σὲ παντελῆ ἀσχεσία μὲ τὰ δεδομένα ποὺ κυοφοροῦσε ἡ μακρόχρονη τουρκικὴ κατοχή, δεδομένα ποὺ στὴν κατάλληλη ἱστορικὴ στιγμὴ δημιούργησαν ἐπικὲς μορφές, τοὺς πολεμάρχους τοῦ ’21. Τὸ πεδίο ἀναμέτρησης τῶν δύο μύθων προσδιορίζεται ἱστορικὰ στὰ προεπαναστατικὰ χρόνια τῆς ἐξέγερσης τοῦ ’21 καὶ στὰ ἀμέσως ἑπόμενα, ὅπου ὁ «εἰσαγόμενος» Ἕλληνας διασταύρωσε τὸ ξίφος του μὲ τὸν Ρωμιό. Ἡ σύγκρουση αὐτὴ προσωποποιεῖται στὸ πρόσωπο τοῦ Ἀδαμαντίου Κοραῆ, τοῦ πατριάρχη τοῦ «ἐθνικοῦ» κράτους καὶ τοῦ Ἀθανασίου Πάριου. Στὴν οὐσία ἐπρόκειτο γιὰ τὴ σύγκρουση δύο διαφορετικῶν πολιτικῶν ὁραμάτων. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ἡ σύσταση «ἐθνικοῦ» κράτους, τὸ ὁποῖο νὰ ἀνταποκρίνεται στὶς ἐπιταγὲς τῆς εὐρωπαϊκῆς διανόησης καὶ ἀντίληψης καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ἡ ἐμμονὴ στὸ σχῆμα τῆς παραδοσιακῆς πολυεθνικῆς αὐτοκρατορίας, ἡ ὁποία στὴν οὐσία μετεφράζετο στὴν ἐκ τῶν ἔνδον ἅλωση τῆς δυναστείας τῶν Ὀσμανιδῶν. Μιὰ πιὸ δυναμικὴ ἀντίθεση στὴν ἰδέα τοῦ κοραϊκοῦ-ἐθνικοῦ κράτους ἀντιπροσώπευε ἡ μορφὴ τοῦ πολυεθνικοῦ δημοκρατικοῦ κράτους τὸ ὀποῖο εἶχε συλλάβει καὶ πρότεινε στὸ Σύνταγμα τοῦ 1791 ὁ Ρήγας Φερραῖος ὡς μιὰ ἀνασύσταση τῆς αὐτοκρατορίας, ἡ ὁποία θὰ ἐπραγματώνετο ὑπὸ τὴν μορφὴ τῆς ὁμοσπονδιακῆς ἑνώσεως τῶν ἐπιμέρους κοινοτήτων σὲ κράτος. Οἱ λόγοι ὅμως τῆς ἐπιβολῆς τῆς κοραϊκῆς ἐκδοχῆς μετὰ τὸ 1821, σχετίζονται ἄμεσα μὲ τὰ συμφέροντα τῶν μεγάλων δυνάμεων στὴν περιοχὴ καὶ τοῦτο διότι ἡ ἀποδοχὴ καὶ ἐφαρμογὴ τῶν ἰδεῶν τοῦ Κοραῆ σήμαινε τὴν δημιουργία ἑνὸς ἀνυπόληπτου καὶ κατ’ ἐπίφαση ἀνεξάρτητου βασιλείου, ἐνῶ ἡ ἐμπραγμάτωση τῶν ἰδεῶν τοῦ Ρήγα, οἱ ὁποῖες ἀναμφίβολα εἶχαν ὡς σημεῖο ἀναφορᾶς τὴν ἐμμονὴ στὸ σχῆμα τῆς παραδοσιακῆς πολυεθνικῆς αὐτοκρατορίας, θὰ σήμαινε τὴν ἀνασύνταξη τῆς Ρωμιοσύνης στὶς πραγματικές της διαστάσεις, πνευματικὲς καὶ πολιτικές, κάτι τὸ ὁποῖο δὲν θὰ ἦταν καὶ εὐχάριστο γιὰ τοὺς φιλέλληνες τῆς Ἑσπερίας. Ἀπὸ τὴ σύγκρουση τῶν δύο μύθων νικημένος ἐξῆλθε ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐσώκλειε τὰ γόνιμα σπέρματα τοῦ μέλλοντος, καθότι μὲ τὴν διαστροφὴ τῆς ἐξέγερσης τοῦ ’21, ἡ ὁποία ἐμπεδώθηκε καὶ πολιτικὰ μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ Καποδίστρια καὶ τὴν πραξικοπηματικὴ ἐπιβολὴ τῆς ἀπόλυτης μοναρχίας, ἡ ἐπιβαλλόμενη λύση ἦταν ὁ θεσμικὸς πιθηκισμός, ἤτοι ἠ συγκρότηση συγκεντρωτικοῦ κράτους δυτικοῦ τύπου. Τὸ τί θέλησε πραγματικὰ τὸ εἰκοσιένα προκύπτει ἀβίαστα ἀπὸ τὰ ἱστορικὰ δρώμενα κι ὄχι ἀπὸ τὶς διανοητικὲς αὐθυποβολὲς. Τὸ σπέρμα τῆς Μεγάλης Ἰδέας, ἤτοι τῆς ἀποκατάστασης τῆς Ρωμιοσύνης στὰ φυσικά της ὅρια, δὲν μᾶς προέκυψε ὡς ὄψιμος καρπὸς τῆς δύσης, ὅπως θέλουν νὰ πιστεύουν ἀρκετοὶ αἰθεροβάμονες διανοούμενοι, ἀλλὰ προαναγγέλθηκλε προφητικὰ ἀπὸ τὸν Θεόδωρο Λάσκαρι, τὸν Αὐτοκράτορα τῆς Νικαίας μετὰ τὴν Ἅλωση τῆς Πόλης ἀπὸ τοὺς Φράγκους: Καὶ νῦν τῶν πατρίδων αὖθις λαβώμεθα ὧν ἁμαρτάνοντες ἀπεστερἠθημεν· αὗται δὲ εἰσὶ τὸ ἀχαῖον καὶ πρῶτον ἡμῖν ἐνδιαίτημα, ὁ παράδεισος καὶ ἡ πρὸς τὸν Ἑλλήσποντον πόλις τοῦ Κυρίου τῶν δυνάμεων, ἡ πόλις τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, τὸ εὔρριζον ἀγαλλίαμα πάσης τῆς γῆς θὰ βρεῖ τὴν ἐπιβεβαίωσή του ἑκατοντάδες χρόνια ἀργότερα στὰ λόγια τοῦ Γέρου τοῦ Μοριᾶ: Ὁ Βασιλέας μας ἐσκοτώθη [σ.σ. ὁ Παλαιολόγος] καμμιὰ συνθήκη δὲν ἔκαμε… Καὶ παρακάτω: Εἰς τὸν πρῶτον χρόνον τῆς Ἐπαναστάσεως εἴχαμε μεγάλη ὁμόνοια… καὶ σὰν αὕτη ἡ ὁμόνοια βαστοῦσε δύο χρόνους, ἠθέλαμε κυριεύσει τὴν Θεσσαλία καὶ τὴν Μακεδονία καὶ ἴσως ἐφθάναμεν καὶ ἕως τὴν Κωνσταντινούπολιν… Ὁ θρῆνος γιὰ τὸν χαμὸ τῆς αὐτοκρατορίας ποὺ μετατράπηκε σὲ μακραίωνο λυγμὸ τοῦ γένους, δὲν ἐπεδέχετο τὸ καταπραϋντικὸ τοῦ νεοελληνικοῦ βασιλείου, ἀλλὰ καρτεροῦσε τὴν ἀνασύσταση τῆς Ρωμανίας, ποὺ κι «ἂν ἐπέρασε ἀνθεῖ καὶ φέρει κι ἄλλο». Ὁ περιορισμὸς ὄμως τοῦ Ἑλληνισμοῦ στὴν περιφέρεια τοῦ Μοριᾶ καὶ τῶν περιχώρων τῆς Ἀττικῆς, πέραν τῶν ἄλλων καταδεικνύει τὴν ἀβάσταχτη ἐλαφρότητα τῶν ἰδεῶν τοῦ Κοραῆ, οἱ ὁποῖες συνθέτουν καὶ στιχουργικὰ τὸ πολιτικό του ὅραμα: Φίλους τῆς ἐλευθερίας Τῶν γραικῶν τῆς σωτηρίας ὅταν ἔχουμε τοὺς Γάλλους τίς ἡ χρεία ἀπὸ ἄλλους Ἡ χρησιμοποίηση καὶ μόνο ἀπὸ τὸν Κοραῆ τοῦ χλευαστικοῦ ὅρου «Γραικὸς» ἀντὶ Ρωμιός, καταδεικνύει τὴν ἐθελοδουλία του πρὸς τὸν εὐρωπαϊκὸ διαφωτισμό, καὶ τὸν ραγιαδισμό του ἀπέναντι σὲ κάθε τί εὐρωπαϊκό. Ὁ Κοραῆς καλεῖ τοὺς Γραικοὺς νὰ ξεσηκωθοῦν γιὰ νὰ συμπτύξουν ἔνα ἔθνος, τὸ ἔθνος τῶν «Γραικογάλλων». Ἰδέες κωμικὲς καὶ ἀνιστόρητες, οἱ ὁποῖες ἀπετέλεσαν τὸν ἀκρογωνιαῖο λίθο τοῦ κοραϊκοῦ ἰδεολογήματος, τὸ ὀποῖο ἀπετέλεσε μετὰ τὴ διαστροφὴ κι ἀποτυχία τοῦ ’21 τὸ κυρίαρχο ἰδεολόγημα τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ γιὰ νὰ βρεῖ ἐκεῖ τὴν πλήρη δικαίωσή του ἀκόμη καὶ σήμερα στὸ «Ἑλλὰς-Γαλλία συμμαχία» τῆς δεξιᾶς παρατάξεως καὶ στὸν γαλατικὸ σοσιαλισμὸ τοῦ ΠΑΣΟΚ. Ἡ ἐπικράτηση τοῦ μύθου τοῦ Ἕλληνα στὴν κοραϊκή του ἐκδοχή, μετεπαναστατικὰ σήμαινε τὴν κατὰ μέτωπο ἐπίθεση ἐνάντια σὲ κάθε τὶ ρωμέικο, μὲ πρῶτο θύμα τὴν Ἐκκλησία. Μὲ δυὸ λόγια σὲ μιὰ σύντομη διαδρομὴ 150 ἐτῶν ἐλεύθερου βίου, ὅ,τι θύμιζε ἑλληνικότητα, ἤτοι ἡ γλώσσα, ἡ παράδοση καὶ ἡ θρησκεία, σπιλώθηκε καὶ κατασυκοφαντήθηκε, σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε καὶ ἡ παραμικρὴ ἀναφορὰ στὸν ὅρο Ρωμιοσύνη νὰ κινεῖ βλέμματα ὑποψίας. Οἱ μαθητευόμενοι μάγοι ἀνεμπόδιστα προχώρησαν στὴν μεταστοιχείωση τοῦ Ἑλληνορωμιοῦ σὲ Εὐρωπαῖο, μιὰ ἀλχημεία ἡ ὁποία σὲ πεῖσμα τῆς Ἱστορίας ἐπιβλήθηκε, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀντιδικοῦμε ἐπὶ 150 χρόνια ἐλεύθερου βίου μὲ τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό, ἔχοντας ἀπωλέσει τὸ ἱστορικό μας πρόσωπο. Αὐτόκλητοι σωτῆρες καὶ πατέρες τοῦ Ἔθνους κλήθηκαν νὰ ἀσελγήσουν στὸ μέγα σῶμα τῆς Ρωμέικης Οἰκουμένης, νομίζοντας ὅτι ἡ ἱστορία θὰ τοὺς ὀφείλει χάρες, γιατὶ ἄνοιξαν τοὺς δρόμους γιὰ τὸ ψυχορράγημα τῆς Ρωμιοσύνης καὶ τὴν ὑπερήφανη καὶ ἀπρόσκοπτη διάβαση τοῦ Ἕλληνα στὴ σημερινὴ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση. Μιὰ καὶ μόνο φράση τοῦ Ἐμμ. Ἀντωνιάδη εἶναι ἀρκετὴ γιὰ νὰ δώσει τὸ μέγεθος τοῦ πάθους των: «οἱ βυζαντινοὶ ἦταν προορισμένοι νὰ εὐνουχίσουν τὸν ἀνθρώπινο νοῦ», κατὰ συνέπεια ὁτιδήποτε θύμιζε ἑλληνισμὸ καὶ ρωμιοσύνη ἔπρεπε συλλήβδην νὰ διαγραφεῖ ὡς μίασμα ἀπὸ τὴ νεώτερη Ἱστορία, ἄποψη ἡ ὁποία ἀπετέλεσε τὸ κυρίαρχο ἰδεολόγημα τοῦ ἑλλαδικοῦ κρατιδίου. Ἡ ἐμμονὴ στὸν αἰώνα τοῦ Περικλέους, ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι ἀποκλειστικὸς μύθος τοῦ Νεοελληνικοῦ Ἔθνους ἦταν ἡ νεκρώσιμη προσήλωση στοὺς κλασικοὺς χρόνους, κατέστησε τὸ ἑλλαδικὸ κρατίδιο θύμα ἱστορικῶν παραισθήσεων, μὲ συνέπεια νὰ ἀκολουθεῖ μία διαρκῶς φθίνουσα πορεία ἡ ὁποία τὸ ὁδηγεῖ στὸν ἀφανισμό. Ἡ ἀπώλεια τοῦ Μεγάλου κόσμου τῆς ἑλληνικῆς οἰκουμένης καθὼς καὶ ἡ συνεχιζόμενη ἀμφισβήτηση τῆς Μακεδονίας καὶ τῆς Θράκης καὶ οἱ προσπάθειες ἀφελληνισμοῦ τῆς Βορείου Ἠπείρου, καθιστοῦν σαφῆ τήν, γιὰ μιὰ ἀκόμη φορά, ἐπιχειρούμενη γεωπολιτικὴ συρίκνωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἡ ὁποία κατατείνει στὴν ἐξαφάνιση τῆς κεντρικῆς ἰδιομορφίας του· ἤτοι τοῦ ἀσύμπτωτου ἔθνους καὶ κράτους. Τὰ προαναφερθέντα γεγονότα, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν «τὰ ἔργα καὶ τὶς ἡμέρες» τῶν μαθητευόμενων μάγων καθιστοῦν σαφὲς καὶ στοὺς πιὸ δύσπιστους πλέον, ὅτι 150 χρόνια συνεχοῦς ἀρχαιοπληξίας ὄχι μόνο δὲν «βελτίωσαν» τοὺς Νεοέλληνες ἀλλὰ ὁδήγησαν καὶ στὸ σημερινὸ ἐξαρτημένο καὶ ἀνυπόληπτο κρατίδιο. Ὥσπου ἔντρομοι καὶ ἔκπληκτοι οἱ διάδοχοι νεογενίτσαροι ἀπὸ τὸ διαρκῶς συρρικνούμενο δημιούργημα τῶν πνευματικῶν τους πατέρων ἀνακάλυψαν τ’ ἀπομεινάρια ἀπ’ τὸ μέγα σῶμα τῆς Ρωμέικης Οἰκουμένης, καὶ πανικόβλητοι ἔτρεξαν νὰ τὰ συνάξουν σὲ μουσεῖα, βιβλιοθῆκες, ἱδρύματα, ἀκόμη καὶ στὰ σπίτια τους τἄβαλαν σὲ περίοπτη θέση, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ τ’ ἀποθαυμάζουν χάσκοντας χαζοχαρούμενοι γραικοί. Ἡ ἐπανανακάλυψη τοῦ «Βυζαντίου» τὰ τελευταῖα χρόνια, ὡς συνέπεια τῆς ἀποσάθρωσης τοῦ μύθου τοῦ Ἕλληνα, καὶ τῆς πιστοποίησης τῆς παντελοῦς εὐτέλειας τοῦ νεοελλαδικοῦ κρατιδίου, ὁδήγησε τοὺς νεόκοπους «βυζαντινούς» σὲ ρηξικέλευθες προτάσεις, οἱ ὁποῖες κινούμενες μεταξὺ ἀστείου καὶ σοβαροῦ κατατείνουν στὴ δημιουργία μιᾶς «πολιτιστικῆς Ἑλβετίας ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς ἑλλαδικῆς ἐπικρατείας» ἢ στὴν θεμελίωση μιᾶς «σύγχρονης πολιτιστικῆς ὑπερδύναμης». Προτάσεις οἱ ὁποῖες δὲν ἔχουν καμμιὰ σχέση μὲ τὴν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή, ἀλλὰ εἶναι καρπὸς καὶ γέννημα μιᾶς δυτικότροπης Ἀνατολῆς ἡ ὁποία θάλλει καὶ εὐημερεῖ τὰ τελευταῖα χρόνια. Ἀναμφίβολα ἡ πρόκληση τῆς ἱστορίας γιὰ τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος σὲ ἐπίπεδο τουλάχιστον «μυθικὸ» εἶναι ὁ Μαρμαρωμένος Βασιλιάς, ὄχι τόσο ὡς ἀνάγκη ἐπανασύνδεσης μὲ τὸ παρελθὸν καὶ ὡς ἐπανανακάλυψη τῆς χαμένης πατρίδας καὶ τῆς συνακόλουθης νοσταλγίας ἀπολυτρώσεως ἀπὸ τὸν ἀφιλόξενο καὶ ἀνταγωνιστικὸ εὐρωπαϊκὸ κόσμο, ἀλλὰ ὡς ἔσχατη ὑπόμνηση πρὸς τοὺς μαθητευόμενους μάγους, ὅτι οἱ «ἐναπομείναντες» Ρωμιοὶ δὲν ἀποτελοῦν ἕναν ἁπλὸ λαὸ στὸ μωσαϊκὸ τῆς Εὐρώπης, ἀλλὰ δυστυχῶς τὸν ἕνα καὶ μοναδικὸ φορέα τοῦ ἄλλου κέντρου τῆς οἰκουμένης, τὸ ἀντίβαρο στὴ βαρβαρότητα τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ. Ἡ τελευταία πράξη τοῦ ἑλληνικοῦ δράματος θὰ παιχθεῖ ὑπὸ τὸ βλέμμα καὶ τὸν ἄγρυπνο ὀφθαλμὸ τοῦ Μαρμαρωμένου Βασιλιᾶ τῆς ταπεινωμένης Ρωμιοσύνης, πράξη ἡ ὁποία θὰ θέσει τέλος στὸ βρόγχο τῆς ἀλλοτρίωσης ποὺ ἐπέβαλαν στὸ ἔθνος οἱ μαθητευόμενοι μάγοι ἢ θὰ ἀποτελέσει τὴν τελευταία πράξη ἐθνικῆς αὐτοχειρίας. Ὁ τελευταῖος βασιλιὰς σύμφωνα μὲ τοὺς στίχους τοῦ ποιητῆ θὰ παρακολουθεῖ ἀμίλητος τὴν ἔκβαση τοῦ νεοελληνικοῦ δράματος. […] Ὀρθὸς μπροστὰ στὴν Πύλη κι ἄπαρτος μες στὴ λύπη του […] Πάντοτε μὲ μιὰ λέξη μὲς στὰ δόντια του ἄσπαστη κειτάμενος Αὐτὸς ὁ τελευταῖος Ἕλληνας! —- Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Γιάννη Χελιδώνη, ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΙΚΗΣ ΠΟΜΠΗΪΑΣ, ἐκδ. Ἐρουρέμ, Ἀθήνα, 2017.
|
Κυριακὴ τῆς Σαμαρεὶτιδος
26 Μαΐου, 2019(Ιωάν. 4,5-42)
Τῷ καιρῷ ἐκείνω ἔρχεται Ἰησοῦς
5. εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου ὃ ἔδωκεν Ἰακὼβ Ἰωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ·
6. ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ Ἰακώβ. ὁ οὖν Ἰησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ· ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη.
7. ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· δός μοι πιεῖν.
8. οἱ γὰρ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι.
9. λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνὴ ἡ Σαμαρεῖτις· πῶς σὺ Ἰουδαῖος ὢν παρ’ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; οὐ γὰρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις.
10. ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν.
11. λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν;
12. μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἰακώβ, ὃς ἔδωκεν ἡμῖν τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμματα αὐτοῦ;
13. ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν·
14. ὃς δ’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον.
15. λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυνή· Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν.
16. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθὲ ἐνθάδε.
17. ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπεν· οὐκ ἔχω ἄνδρα. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω·
18. πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας. 19. λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ.
20. οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν· καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν Ἱεροσολύμοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν.
21. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· γύναι, πίστευσόν μοι ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν Ἱεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ πατρί.
22. ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν.
23. ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν.
24. πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν.
25. λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα.
26. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι.
27. καὶ ἐπὶ τούτῳ ἦλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθαύμασαν ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει· οὐδεὶς μέντοι εἶπε, τί ζητεῖς ἢ τί λαλεῖς μετ’ αὐτῆς;
28. Ἀφῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις·
29. δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός;
30. ἐξῆλθον οὖν ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτόν.
31. Ἐν δὲ τῷ μεταξὺ ἠρώτων αὐτὸν οἱ μαθηταὶ λέγοντες· ῥαββί, φάγε.
32. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐγὼ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε.
33. ἔλεγον οὖν οἱ μαθηταὶ πρὸς ἀλλήλους· μή τις ἤνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν;
34. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον.
35. οὐχ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἔτι τετράμηνός ἐστι καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται; ἰδοὺ λέγω ὑμῖν, ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη.
36. καὶ ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ θερίζων.
37. ἐν γὰρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστὶν ὁ ἀληθινός, ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων.
38. ἐγὼ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν ὃ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε· ἄλλοι κεκοπιάκασι, καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε.
39. Ἐκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν τῶν Σαμαρειτῶν διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικός, μαρτυρούσης ὅτι εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα.
40. ὡς οὖν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ’ αὐτοῖς· καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας.
41. καὶ πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ,
42. τῇ τε γυναικὶ ἔλεγον ὅτι οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν· αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν, καὶ οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός.
Ἁγὶου Ἰωὰννου τοῦ Χρυσοστὸμου,στὴν Κυριακὴ τῆς Σαμαρεὶτιδος.
26 Μαΐου, 2019
Σήμερα ὁ Χριστὸς διαλαλεῖ σὲ μᾶς τοὺς ἄθλους τῆς Σαμαρείτιδος καὶ πρέπει τὸ φτωχὸ πλοιάριο τοῦ λόγου μου νὰ διαπλεύση τὸ πέλαγος τῶν κατορθωμάτων της. Βλέπω τὴν πίστη της καὶ θέλω νὰ φτιάξω τὸ ἐγκώμιό της καὶ μαζί σας νὰ ἐπαινέσω τὴν φτωχιὰ καὶ τὴν πλούσια, τὴν πόρνη καὶ τὴν ἀπόστολο, τὴν ἄσωτη καὶ τὴν πιστή, τὴν πολύγαμο καὶ πολυδύναμη, αὐτὴ ποὺ πολλοὺς ἐμόλυνε καὶ ποὺ τὸν μονογενῆ γιὸ τοῦ Θεοῦ ὑπηρέτησε. Αὐτὴ ποὺ μολύνθηκε καὶ καθαρίστηκε, ποὺ δίψασε κι ἐπιθύμησε νερὸ ζωντανό, καὶ κληρονόμησε τὰ νάματα τῆς χάρης τοὐρανοῦ.
Τί λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ποὺ βροντερὰ φανέρωσε τὰ ἄρρητα μυστήρια; Φτάνει ὁ Ἰησοῦς σὲ μιὰ πόλη τῆς Σαμαρείας, ποὺ λέγεται Συχάρ, καὶ στὸ μέρος ποὺ ὁ Ἰακώβ ἔδωσε στὸ γιό του τὸν Ἰωσήφ. Ἦταν ἐκεῖ τὸ πηγάδι τοῦ Ἰακώβ, κουρασμένος λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία κάθισε πάνω στὸ χεῖλος τοῦ πηγαδιοῦ. Ἦταν ἡ ἕκτη ὥρα περίπου. Ἦρθε μιὰ γυναῖκα ἀπ’ τὴ Σαμάρεια νὰ βγάλη νερό. Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς, δός μου νὰ πιῶ. Οἱ μαθηταί του εἶχαν φύγει στὴν πόλη γιὰ ν’ ἀγοράσουν τρόφιμα. Κουρασμένος ὁ Ἰησοῦς.
Τί λέει λοιπὸν ὁ Ἡσαΐας ὁ προφήτης; Ὁ Θεὸς, ὁ μέγας δὲν θὰ πεινάση, οὔτε θὰ διψάση οὔτε θὰ κοπιάση. Οὔτε τὸ βάθος τῆς σοφίας του θὰ βρεθῆ. Ἀλλὰ καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος γράφει γι’ αὐτὸν στὸ εὐαγγέλιό του: Κι ἀφοῦ νήστεψε σαράντα μέρες καὶ σαράντα νύχτες ἔπειτα ἐπείνασε. Ἔτσι κι ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὅπως ἄκουσες πρὶν ἀπὸ λίγο λέει. Κουρασμένος ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία κάθισε στὸ χεῖλος τοῦ πηγαδιοῦ.
Ἦταν ἡ ἕκτη ὥρα τῆς ἡμέρας. Ὁ ἕνας λέει ὅτι ἐπείνασε, ὁ ἄλλος ὅτι ἐκοπίασε κι ὁ προφήτης Ἡσαΐας ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα δηλώνει ὅτι ὁ Θεὸς ὁ μέγας οὔτε θὰ πείναση, οὔτε θὰ διψάση, οὔτε θὰ κοπιάση. Οὔτε θὰ βρεθῆ τὸ βάθος τῆς σοφίας του. Πῶς θὰ γίνη δυνατὸ νὰ διασωθῆ ἡ ὁμοφωνία τῶν Εὐαγγελίων καὶ τῆς προφητείας; Ἐπειδὴ ἡ οἰκονομία τοῦ μεγάλου Θεοῦ οἰκονομήσε γιὰ τὸ Σωτῆρα μας ἕνα διπλὸ καὶ παράδοξο συνδυασμὸ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου κατὰ τὴν εὐχαρίστηση καὶ τὸ θέλημά του, γι’ αὐτὸ ὁ προφήτης ἐξαγγέλλει τὴ δύναμη καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς θεότητας, ἐνῷ οἱ ἀπόστολοι καὶ εὐαγγελιστές δείχνουν ἀληθινὴ τὴν οἰκονομία τοῦ σώματος. Κουρασμένος λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία καθόταν ἔτσι πάνω στὸ πηγάδι.
Ἦταν περίπου ἕκτη ὥρα. Ἔρχεται μιὰ γυναῖκα ἀπὸ τὴ Σαμάρεια νὰ ἀντλήση νερὸ καὶ ὁ Ἰησοῦς τῆς λέει· δῶσε μου νὰ πιῶ. Οἱ μαθηταὶ του εἶχαν φύγει στὴν πόλη γιὰ ν’ ἀγοράσουν τρόφιμα καὶ ἡ Σαμαρείτισσα τοῦ εἶπε· Πῶς ἐσὺ ποὺ εἶσαι Ἰουδαῖος ζητεῖς νὰ πιῆς ἀπὸ μένα ποὺ εἶμαι Σαμαρείτισσα;
Εἶναι ἀνάγκη, ἀγαπητοὶ, νὰ ἐξετάσωμε γιατὶ ὥρισε καὶ τὸν τόπο καὶ τὴν ὥρα καὶ τὴν ἀπουσία τῶν μαθητῶν. Τὸν τόπο, κάθισε κοντὰ στὸ πηγάδι· τὴν ὥρα, ἦταν περίπου ἡ ἕκτη ὥρα· τὴν ἀπουσία τῶν μαθητῶν, οἱ μαθηταὶ του εἶχαν πάει στὴν πόλη γιὰ νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα. Γιὰ ποιὸν λόγο ἀνάφερε τὸν τόπο; Ἐπειδὴ ὑπῆρχε πνευματικὸ θήραμα πῆγε στὸ μέρος αὐτό, γιὰ νὰ τὸ συλλάβη. Δὲν βλέπεις τὶ κάνουν οἱ ψαράδες; Δὲν ἀνεβοκατεβαίνουν σὲ κάθε μεριὰ τῆς θάλασσας ἀλλὰ σ’ ὥρισμένο μέρος ποὺ ξέρουν ὅτι ὑπάρχουν ψάρια. Γιατὶ αὐτὰ πηγαίνουν περισσότερο σὲ ὡρισμένα σημεία.
Ἔτσι κι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς, ὁ μέγας Θεὸς τῆς προφητείας, σὰν Θεὸς ἐγνώριζε, ὅτι ἐκεῖ μποροῦσε νὰ πιάση τὸ θήραμά του, τὴ Σαμαρείτισσα. Σὰν τοὺς ψαράδες ποὺ διαλέγουν τὸν τόπο καὶ ψαρεύουν ἔτσι κι ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸ μέρος ὅπου μποροῦσε νὰ συλλάβη τὴ Σαμαρείτισσα καὶ χρησιμοποιῶνας αὐτὴ νὰ ἐπιτύχη πλούσιο ψάρεμα ἀπὸ ἀνθρώπους. Γι’ αὐτὸ ἀνέφερε τὸν τόπο. Γιατὶ ὅμως ἀνέφερε καὶ τὴν ὥρα; κουρασμένος ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία κάθισε ἔτσι στὰ χείλη τοῦ πηγαδιοῦ.
Ἦταν ἡ ἕκτη ὥρα περίπου. Ἄκουσε λοιπόν, ἀγαπητέ, καὶ γιὰ τὴν ὥρα. Μιὰ φτωχιὰ ἦταν ἡ Σαμαρείτισσα, ποὺ ζοῦσε ἀπὸ τὴ δουλειὰ τῶν χεριῶν της. Φτωχιά μὲ λίγους οἰκονομικοὺς πόρους, ὄχι ὄμως καὶ στὴν εὐσέβεια τῆς ψυχῆς. Ξυπνοῦσε λοιπὸν καὶ καταγινόταν μὲ τὸν ἀργαλειὸ γιὰ νὰ κερδίση τὴν ζωή της. Ἀλλὰ τὴν ἕκτη ὥρα ποὺ ὅλοι ξεκουράζοταν τότε ἐκείνη ἔπαιρνε τὴ στάμνα της καὶ τὴ γέμιζε. Ἤξερε λοιπὸν ὁ παντογνώστης Κύριος ὅτι τὴν ὥρα ποὺ οἱ ἄλλοι ξεκουράζοταν ἐκείνη ἦταν ἀπασχολημένη μὲ τὸ κουβάλημα τοῦ νεροῦ. Καὶ γι’ αὐτὸ τὴν ἕκτη ὥρα πῆγε ὁ Κύριος, τότε ποὺ ἤξερε ὅτι ἐρχόταν γιὰ νερὸ καὶ μποροῦσε νὰ συλλάβη αὐτὸ τὸ πνευματικὸ θήραμα.
Καὶ γιὰ ποιό λόγο ὁ Κύριος ἀπομάκρυνε τοὺς μαθητάς του; Τὸ Εὐαγγέλιο λέγει ὅτι οἱ μαθηταὶ του εἶχαν φύγει στὴν πόλη γιὰ ν’ ἀγοράσουν τρόφιμα. Ἡ γυναῖκα ἦταν φτωχιά καὶ ἀξιολύπητη, ὅπως προηγουμένως εἴπαμε καὶ δὲν θὰ εἶχε τὸ θάρρος ν’ ἀντικρύση τόσους πολλούς, ποὺ τριγύριζαν τὸν Ἰησοῦ. Κι ἄν ἔβλεπε τὸ ἀξίωμα τοῦ δασκάλου, τοὺς μαθητὰς γύρω-γύρω, τὸν δάσκαλο, τοὺς διδασκομένους, τὸν κόσμο, τὴν τάξη, τὸ ἀξίωμα, τὸ ντύσιμο, τὴν ἐπισημότητα θὰ ἔφευγε ἀμέσως καὶ θὰ χανόταν τὸ θήραμα. Δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ πλησιάση καὶ τὸ ψάρι δὲν θὰ μπλεκόταν στὰ δίχτυα, δὲ θὰ πιανόταν, θὰ ξέφευγε.
Γι’ αὐτὸ ἔστειλε τοὺς μαθητὰς στὴν πόλη. Τοὺς εἶπε, πᾶτε κι ἀγοράσετε τροφές. Σεῖς πᾶτε ν’ ἀγοράσετε. Ἐγὼ ἔχω ἄλλο φαγητό. Δική μου τροφὴ εἶναι νὰ κάνω τὸ θέλημα ἐκείνου, ποὺ μὲ ἔστειλε καὶ νὰ ὁλοκληρώσω τὸ ἔργο του. Σεῖς τὰ σαρκικά, ἐγὼ τὰ πνευματικά· σεῖς ἀγοράσετε, ἐγὼ σᾶς ἀπελευθέρωσα ἀγοράζοντάς σας.
Ὁ Χριστὸς σᾶς ἐλευθέρωσε ἀγοραζοντάς σας ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ νόμου, ἀφοῦ ἔγινε γιὰ σᾶς κατάρα, λέγει «τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς», ὁ Παῦλος. Μὲ τὸ νερὸ θέλω νὰ συλλάβω αὐτὸ τὸ πνευματικὸ ἁλίευμα. Ἔμαθες γιατὶ ἀναφέρεται καὶ ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα καὶ ἀπουσία τῶν μαθητῶν. Ἀνάγκη τώρα νὰ μιλήσωμε γιὰ τοῦτα.
Ἔρχεται μιὰ γυναῖκα ἀπὸ τὴ Σαμάρεια νὰ βγάλη νερό. Ἔρχεται ἡ Σαμαρείτισσα τὴν ἕκτη ὥρα ν’ ἀντλήση νερό, ἀφοῦ σταμάτησε τὸ ὑφάδι της, γιὰ νὰ πάρη νερὸ τὴν ὥρα τῆς ξεκούρασης καὶ ὅπως πολλὲς φορὲς ἀνάφερα τὴν ἕκτη ὥρα. Τοῦτο γιατὶ καὶ ὅταν ἡ Εὔα πάτησε τὴν ἐντολὴ ἦταν ὥρα ἕκτη περίπου. Γι αὐτὸ καὶ Σαμαρείτισσα σώθηκε στὸ πηγάδι αὐτὴν τὴν ἕκτη ὥρα. Ἦρθε ἡ Σαμαρείτισσα ν’ ἀντλήση νερὸ καὶ βλέπει τὸν Ἰησοῦ σὰν κάποιο ξένο καὶ μόνο, σὰν ὁδοιπόρο ποὺ ἤθελε ν’ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὸν κάματο, καθισμένο κοντὰ στὸ πηγάδι. Εἶδε ἕναν περιφρονημένο ἄνθρωπο καὶ δὲν τὸν λογάριασε καθόλου. Αὐτὸς ὅμως ὁ Θεός, ποὺ ὄλα τὰ γνωρίζει πρὶν δημιουργηθοῦν, ἀφοῦ εἶδε τὸν θησαυρὸ τῆς πίστης ποὺ ἔκρυβε ἡ γυναῖκα τῆς εἶπε «δῶσε μου νὰ πιῶ».
Ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, καθισμένος κοντὰ στὸ πηγάδι ζητᾶ νὰ πιῆ μὴ θέλοντας νὰ πιῆ ἀλλὰ νὰ δώση. Δῶσε μου νὰ πιῶ, γιὰ νὰ σοῦ δώσω νὰ πιῆς νερὸ ἀφθαρσίας. Γιατὶ ἐγὼ διψῶ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Διψῶ ὄχι γιὰ νὰ πιῶ ἀλλὰ γιὰ νὰ ποτίσω. Μιμήθηκα τὸν πατέρα μου· λέει ὁ Θεὸς στὸν Ἀβραάμ. Δῶσέ μου τὸ γιό σου, πρόσφερέ μου τὸν Ἰσαάκ, τὸ γιό σου τὸν ἀγαπητό, τὸ μονάκριβο. Κάνε μου τον ὁλοκαύτωμα στὸ βουνὸ ποὺ θὰ σοῦ δείξω. Δὲν τὸ εἶπε αὐτό, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ πάρη τὸ παιδὶ ἀλλὰ ἐπειδὴ ἤθελε νὰ χαρίση τὸ δικὸ του στὴν οἰκουμένη.
Γράφει ὁ γιὸς τῆς βροντῆς ὁ θεσπέσιος Ἰωάννης: Τόσον ἀγάπησε τὸν κόσμο ὁ Θεός, ὥστε ἔδωσε τὸ μονάκριβό του γιὸ γιὰ νὰ μὴ χαθῆ ὅποιος πιστέψη σ’ αὐτὸν παρὰ νὰ ζήση αἰώνια. Δῶσε μου τὸ μονογενῆ σου γιὰ νὰ χαρίσω στὸν κόσμο τὸν ἀληθινὸ Μονογενῆ. Θυσίασε τὸ γιό σου, ὄχι γιὰ νὰ τὸν θυσιάσης ἀλλὰ γιὰ νὰ θυσιάσω τὸ γιό μου τὸν Μονογενῆ γιὰ σωτηρία τοῦ κόσμου, σὲ μιὰ θυσία ζωντανή, καλόδεχτη, ἅγια. Ὅμοια κι ἐδῶ· δῶσε μου νὰ πιῶ, ὄχι γιὰ νὰ πιῶ ἀλλὰ νὰ ποτίσω.
Καὶ τοῦ λέει ἡ γυναῖκα· πῶς σὺ ποὺ εἶσαι Ἰουδαῖος ζητᾶς νὰ πιῆς ἀπὸ μένα τὴ Σαμαρείτισσα; Δὲν ὑπάρχουν σχέσεις ἀνάμεσα σὲ Ἰουδαίους καὶ Σαμαρεῖτες. Ἡ γυναῖκα μίλησε μὲ ἀκριβεια. Σ’ αὐτὰ δείχνει τὴν φιλοτιμία της ἡ πόρνη. Σ’ αὐτὰ ἀποδεικνύει τὴν τήρηση τοῦ νόμου. Τέτοιο εἶναι τὸ γένος τῶν Σαμαρειτῶν. Σὲ πορνεῖες μολύνονται καὶ μὲ τὸ νερὸ πιστεύουν καὶ νομίζουν ὅτι καθαρίζονται. Πῶς σὺ Ἰουδαῖος ζητᾶς νὰ πιῆς ἀπὸ μένα τὴν Σαμαρείτισσα. Δὲν συναναστρέφονται οἱ Ἰουδαῖοι τοὺς Σαμαρεῖτες. Τὴν ψυχὴ ὁλόκληρη τὴν κάνουν ἕνα στίγμα καὶ θαρροῦν ὅτι καθαρίζουν τὸ σῶμα.
Ἔτσι κι ἡ Σαμαρείτισσα. Τὴν ψυχή της εἶχε βουτηγμένη στὶς πορνεῖες καὶ φιλονικεῖ γιὰ τὴν πόση λίγου νεροῦ. Καὶ ὁ Ἰησοῦς δὲν τὴν ἀποστόμωσε, δὲν τῆς εἶπε ἐγὼ εἶμαι Θεὸς ἀπὸ Θεό· ἐγὼ στερέωσα τὸν οὐρανὸ καὶ θεμελίωσα τὴ γῆ καὶ φιλονικεῖς γιὰ τὸ νερὸ καὶ τὴν πόση του καὶ μάλιστα σύ, γυναῖκα μολυσμένη ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες; Τῆς εἶπε τοῦτο· Ἄν ἐγνώριζες τὴν δωρεὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ σοῦ λέει «δῶσε μου νὰ πιῶ», θὰ γύρευες ἐσὺ ἀπ’ αὐτὸν καὶ θὰ σοῦ ἔδινε νερὸ ζωντανό.
Εἶδες πῶς σιγὰ-σιγὰ τῆς ξεσήκωσε τὴν ἐπιθυμία λέγοντάς της «ἄν ἤξερες τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ και ποιός εἶναι αὐτὸς ποὺ σοῦ λέγει δῶσε μου νὰ πιῶ, θὰ τοῦ γύρευες ἐσὺ καὶ θὰ σοῦ ἔδινε νερὸ ζωντανό». Κι ἡ γυναῖκα παρατηρεῖ: Κύριε μήτε κουβὰ ἔχεις καὶ τὸ πηγάδι εἶναι βαθύ· ἀπὸ ποῦ λοιπὸν ἔχεις καὶ μάλιστα νερὸ ζωντανό; Μήπως εἶσαι σὺ πιὸ μεγάλος ἀπὸ τὸν πατέρα μας Ἰακώβ, ποὺ μᾶς ἔδωκε αὐτὸ τὸ πηγάδι, ἀπ’ ὅπου ἤπιε καὶ αὐτὸς καὶ τὰ παιδιά του καὶ τὰ κοπάδια του; Εἶχε μεγάλη φαντασία ἡ γυναῖκα γιὰ τὸν Πατριάρχη Ἰακώβ (προσέξετε μὲ ἀκρίβεια) εἶχε μεγάλο σεβασμὸ γιὰ τὸν Ἰακώβ ἡ Σαμαρείτισσα κι εἶχε μεγάλη ἰδέα γι’ αὐτὸν τὸν πατριάρχη καὶ δίκαια· γιατὶ ἦταν ὁ πατέρας τῶν δώδεκα πατριαρχῶν· γιατὶ οἱ δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ κατάγονται ἀπὸ τὸν Ἰακώβ. Ἀκόμα ἐπειδὴ πάλεψε μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἀποδείχτηκε δυνατός, ὥστε κι ὁ Θεὸς νὰ τοῦ πῆ· «Ἄφησέ με γιατὶ ἄρχισε νὰ ξημερώνη». Ὁ Θεὸς πάλευε μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ ἔλεγε. Ἄφησέ με γιατὶ εἶσαι φίλος μου κι ἄρχισε νὰ ξημερώνη. Κι αὐτὸς τοῦ εἶπε· δὲν θὰ σὲ ἀφήσω ἄν δὲ μ’ εὐλογήσης.
Τί σημαίνει αὐτὸ καὶ ποιὸ τὸ νόημα τῆς πάλης τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο παρὰ ὅτι ἔμελλε νὰ ντυθῆ τὴν ἀνθρώπινη σάρκα καὶ τί τοῦ εἶπε ὁ Θεός; Δὲν θὰ σὲ λένε πιὰ Ἰακώβ ἀλλὰ Ἰσραήλ γιατὶ ἔδειξες δύναμη στὴ πάλη σου μὲ τὸν Θεὸ καὶ θὰ φανῆς δυνατὸς στὴν πάλη σου μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Εἶχε λοιπὸν ἡ γυναίκα μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν πατριάρχη. Γι’ αὐτὸ ἔλεγε στὸν Κύριο. Μήπως εἶσαι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν πατέρα μας Ἰακώβ ποὺ μᾶς ἔδωσε τὸ πηγάδι κι ἤπιε ἀπ’ αὐτὸ καὶ ὁ ἴδιος καὶ τὰ παιδιά του καὶ τὰ κοπάδια του. Πρόσεξε τώρα τὴ σοφία τοῦ Κυρίου· πρόσεξε τὴν καλωσύνη τοῦ διδασκάλου.
Δὲν τῆς εἶπε «Ναί, ἐγὼ εἶμαι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν πατέρα σας Ἰακώβ· οὔτε τῆς εἶπε, ὅπως εἶπε στοὺς Ἰουδαίους, ἐγὼ ὑπάρχω πρὶν ἀπὸ τὴ γέννηση ὁ Ἀβραὰμ ἤ σᾶς βεβαιώνω ὅτι πολλοὶ βασιλιάδες καὶ δίκαιοι μαζὶ καὶ προφῆτες ἐπιθύμησαν νὰ δοῦν αὐτὰ ποὺ βλέπετε ἐσεῖς καὶ δὲν τὰ εἶδαν. Τίποτ’ ἀπ’ αὐτὰ δὲν λέει στὴν γυναίκα, μόνο διακόπτει τὴν πάλη τὴ σχετικὴ μὲ τὸν πατριάρχη καὶ φανερὰ κάνει τὴ μάχη ἰσχυρότερη. Γιατὶ ἄν τῆς ἔλεγε ναί, εἶμαι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Ἰακώβ, γιατὶ ἐκεῖνος ἀπὸ μένα δέχτηκε τὴν εὐλογία κι ἐγὼ τοῦ τὴν ἔδωσα ἀμέσως ἐκείνη μπορεῖ νὰ ἔπαιρνε δρόμο καθὼς δὲν θὰ μποροῦσε ν’ ἀντικρύση τέτοιο ὕψος ἀποκαλύψεων.
Τίποτε ἀπ’ αὐτὰ δὲν τῆς εἶπε, ἀλλὰ μὲ τὰ φαινόμενα κάνει τὸ πρᾶγμα σαφὲς καὶ ἀκαταμάχητο. Τῆς εἶπε καθένας ποὺ πίνει ἀπ’ αὐτὸ τὸ νερὸ θὰ διψάση πάλι· ὅποιος ὅμως πιῆ ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ θὰ τοῦ δώσω ἐγὼ δὲ θὰ διψάση στὸν αἰῶνα. Ἀλλὰ τὸ νερὸ ποὺ θὰ τοῦ δώσω ἐγώ, θὰ γίνη μέσα του πηγὴ νεροῦ ποὺ σκιρτᾶ πρὸς τὴν ἀθανασία. Ἀναφέρθηκαν τὰ πρόσωπα τοῦ Ἰακὼβ καὶ τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ ἄφησε τὴν πάλη γιὰ τὰ πρόσωπα καὶ στρέφεται στὴν πάλη ἀνάμεσα στὰ φαινόμενα νερὰ καὶ στ’ ἀφανῆ χαρίσματα.
Ἄν ἔλεγε «ναί, εἶμαι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Ἰακώβ», ἀμέσως ἐκείνη θὰ ἔφευγε καὶ θὰ πήγαινε στὴν πόλη, θὰ ξεγλυστροῦσε πρὶν ἀπὸ τὴν ἀπάντηση καὶ πρὶν μιλήση θὰ ἔφτανε στὴν πόλη λέγοντας· τοῦτος δὲν εἶναι στὰ καλά του, εἶναι δαιμονισμένος, ἕνας τρελλός, εἶναι ἕνας ξένος ποὺ τὸν χτύπησε φρενίτης, εἶν’ ἕνας καταφρονεμένος, ἰσχυρίζεται πῶς εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν πατέρα μας, πιὸ πολὺ ἀπὸ ἐκεῖνον πολὺ ἔγινε πατέρας τῶν δώδεκα φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ, ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ πῆρε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἀποδήμησε φτωχὸς καὶ γύρισε πλούσιος ἀπὸ οἰκονομία Θεοῦ.
Ἀλλὰ κατέβαινε στὸ ἐπίπεδο τῆς γυναίκας ὁ Χριστὸς καὶ ὑποχωροῦσε στὴν ἀδυναμία τῆς γυναίκας γιὰ νὰ τὴν ἀνεβάση λίγο-λίγο στὸ ὕψος τῶν δυνατῶν.
Ἄκουσε προσεκτικὰ τί κάνουν οἱ ψαράδες. Ρίχουν τὸ ἀγκίστρι στὴ θάλασσα κι ὅταν ἀντιληφθοῦν ὅτι πιάστηκε ψάρι, δὲν τὸ τραβοῦν πρὸς τὰ πάνω ἀμέσως, ἀλλὰ ὑποχωροῦν στὴν ἀρχὴ γιὰ νὰ καταπιῆ ὁλότελα κι ἀνυποψίαστα τὸ δόλωμα. Κι ὅταν καταλάβουν ὅτι ἔχει δεχθῆ τὸ ἀγκίστρι στὰ σπλάχνα μέσα καὶ στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς τότε μὲ δύναμη τραβοῦν πρὸς τὰ πάνω τὸ ψάρι αὐτοὶ ποὺ πρῶτα ἦσαν ὑποχωρητικοί. Τό ἴδιο ἔκαμε καὶ ὁ Χριστὸς μὲ τὴν γυναῖκα.
Δὲν φανέρωσε σ’ αὐτὴν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴν ὀμορφιὰ τῆς θεότητος οὔτε τῆς ἔδωσε ὑποσχέσεις γιὰ μεγάλα ἀγαθά, οὔτε τῆς ἀνακοίνωσε ὅτι ἦταν αὐτὸς ποὺ ἔπλασε τὸν Ἰακώβ. Ἀλλὰ ἄναψε τὴν ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς της, λέγοντάς της: καθένας ποὺ πίνει ἀπ’ αὐτὸ τὸ νερό, θὰ διψάση πάλι· ὅποιος ὅμως πιῆ ἀπ’ τὸ νερὸ ποὺ θὰ δώσω ἐγὼ δὲ θὰ διψάση στὸν αἰῶνα. Ἀλλὰ τὸ δικό μου νερὸ θὰ γίνη πηγὴ ποὺ σκιρτᾶ πρὸς τὴν ἀθανασία. Ἄφησε τὴν πάλη τῶν προσώπων καὶ ἦρθε στὴν ἀφθονία τῶν χαρισμάτων ἤ μᾶλλον δείχνει τὴν ὑπεροχὴ τους μέσα στὰ ἴδια τὰ πράγματα. Κι ἡ γυναίκα τοῦ λέει: Κύριε, δῶσε μου αὐτὸ τὸ νερό, νὰ μὴ διψῶ, οὔτε νὰ ἔρχωμαι νὰ βγάζω ἀπὸ τὸ πήγαδι.
Εἶδες πῶς ἀμέσως ἐπίστεψε πώς τὸ νερὸ ποὺ δίνει ὁ Χριστὸς δὲν ἐπιτρέπει τὴ γέννηση τῆς δίψας; Κύριε, δῶσε μου αὐτὸ τὸ νερὸ νὰ μὴ διψῶ οὔτε νὰ ἔρχωμαι ἐδῶ νὰ βγάζω ἀπ’ τὸ πηγάδι. Τῆς ξύπνησε λίγο-λίγο τὴν ἐπιθυμία γιὰ τὰ πνευματικὰ νάματα. Πίστεψε πώς ἦταν νερὸ ποὺ τὸ ἔπινες καὶ δὲν ξαναδιψοῦσες. Ποὺ τὸ ἔπινες καὶ ἐξαφανιζόταν τὸ χειρόγραφο τῶν ἁμαρτημάτων. Δῶσε μου Κύριε τὸ νερό, νὰ μὴ διψῶ καὶ νὰ μὴν ἔρχωμαι ἐδῶ νὰ τὸ βγάζω ἀπὸ τὸ πηγάδι. Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Πήγαινε, φώναξε τὸν ἄνδρα σου κι ἔλα. Ἄν ἔχης σύντροφο τῆς ζωῆς σου, ἄς γίνη καὶ στὴν πίστη σου σύντροφος. Μὴν παίρνης μόνη σου τὴ δωρεὰ τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων.
Πήγαινε καὶ φώναξε τὸν ἄνδρα σου κι ἔλα. Γι αὐτὸ ἦρθα στὴ γῆ, ὄχι γιὰ νὰ σώσω μόνο τὴν Εὔα στὸ πρόσωπο τῆς ἀειπάρθενης Μαρίας καὶ Θεοτόκου ἀλλὰ γιὰ νὰ ξανακαλέσω καὶ τὸν ἄνδρα πίσω στὸ παράδεισο μὲ τὸ πάθος μου. Πήγαινε, φώναξε τὸν ἄνδρα σου κι ἔλα.
Κι ὁ Παῦλος ὀ δάσκαλος τῆς οἰκουμένης μὲ τὴν ἴδια σκέψη γράφοντας στοὺς Κορινθίους ἔλεγε. «Ποῦ ξέρεις γυναῖκα ἄν δὲ σώσης τὸν ἄνδρα σου». Ἄς γυρίσουμε σ’ αὐτὰ ποὺ μᾶς ἀπασχολοῦν. Πήγαινε φώναξε τὸν ἄνδρα σου κι ἔλα. Τότε λέει ἡ γυναίκα: Δὲν ἔχω ἄνδρα. Ἄρχισε ἡ γυναίκα νὰ ξεσκεπάζη τὶς ἁμαρτίες της. Ἄρχισε νὰ ἐξομολογῆται καὶ νὰ λέη δὲν ἔχω ἄνδρα. Καλὰ εἶπες, τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς, δὲν ἔχω ἄνδρα. Εἶχες πέντε καὶ αὐτὸς ποὺ ἔχεις τώρα δὲν εἶναι ἄνδρας σου. Αὐτὸ τὸ εἶπες ἀληθινό.
Τί σημαίνει αὐτό; Εἶχες πέντε ἄνδρες κι αὐτὸ ποὺ ἔχεις τώρα δὲν εἶναι ἄνδρας σου. Ἡ γυναῖκα εἶχε κάμει πέντε συζύγους καὶ πέθαναν· ὕστερ’ ἀπ’ αὐτοὺς ἔγινε πόρνη. Γι’ αὐτὸ κανεὶς δὲν ἤθελε νὰ τὴν πλησιάση σὰ νόμιμη γυναῖκα. Κι αὐτὴ μὴ μπορῶντας νὰ χαλιναγωγίση τῆς ὁρμές της, εἶχε κρυφὰ αὐτὸν ποὺ πόρνευε μαζί της. Καὶ δὲν ἦταν γνωστὴ οὔτε ἀναγνωρισμένη πόρνη, συζοῦσε κρυφά μὲ κάποιον. Ἐνόμιζε ὅτι ὁ Χριστὸς, σὰν ἄνθρωπος μποροῦσε νὰ πλανηθῆ καὶ τοῦ ἔλεγε, ὅτι δὲν ἔχω ἄνδρα. Ὁ Χριστὸς, ποὺ γνωρίζει τὰ κρυφὰ τῆς καρδιᾶς καὶ τὰ πάντα πρὶν ἀκόμη γίνουν, τῆς λέει: Καλὰ εἶπες ὅτι δὲν ἔχω ἄνδρα· ἔλαβες πέντε κι αὐτὸς ποὺ ἔχεις τώρα δὲν εἶναι σύζυγός σου. Αὐτὸ τὸ εἶπες ἀληθινά.
Τοῦ λέει ἡ γυναίκα. Κύριε, νομίζω πὼς εἶσαι προφήτης. Οἱ πατέρες μας τελοῦν τὴ λατρεία τους σ’ αὐτὸ τὸ βουνὸ καὶ σεῖς οἱ Ἰουδαῖοι λέτε, ὅτι ὁ τόπος τῆς λατρείας εἶναι τὰ Ἱεροσόλυμα. Ποιὸν προφήτη ἐννοεῖς γυναίκα; Αὐτὸν γιὰ τὸν ὁποῖον ἔγραψε ὁ Μωϋσῆς· ὅτι κάποιον προφήτη σὰν κι ἐμένα γιὰ χάρη σας θὰ παρουσιάση ὁ Κύριος ὁ Θεὸς ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς σας ἤ κάποιον ἄλλο; Αὐτὸν γυναῖκα ἐννοεῖς ὅτι ξεσκεπάζει τὰ κρυφὰ τῆς καρδιᾶς. Ἀφοῦ εἶδε νὰ γίνεται ἡ ἀποκάλυψη τῶν ἁμαρτημάτων της ἀπὸ τὸν Κύριο, διαπιστώνει· Κύριε νομίζω πὼς εἶσαι προφήτης. Ἦταν τὸ ἴδιο σὰν νἄλεγε τὴ φράση τοῦ Δαυίδ· καθάρισέ με ἀπὸ τὶς μυστικὲς ἁμαρτίες μου.
Καθόταν ὁ Θεὸς καὶ μιλοῦσε μὲ τὴ γυναίκα. Τί πολλὴ φιλανθρωπία. Αὐτὸς ποὺ κάθεται στὶς ράχες τῶν χερουβείμ συνομιλεῖ μὲ μίαν πόρνη. «Νομίζω πώς εἶσαι προφήτης». Οἱ πατέρες μας ἔκαναν τὴ λατρεία τους σ’ αὐτὸ τὸ βουνὸ καὶ σεῖς ὑποστηρίζετε ὅτι ὁ τόπος τῆς λατρείας εἶναι στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἡ πόρνη ἀνοίγει συζήτηση δογματικὴ κι ἀφοῦ νόμισε ὅτι ὁ Κύριος εἶναι προφήτης δὲν ρώτησε τίποτε βιοτικό. Τὸν παραδέχτηκε σὰν Κύριο καὶ δὲν ζήτησε χρηματικὴ περιουσία. Τὸν παραδέχεται Κύριο καὶ δὲν ζητᾶ τίποτα παραπάνω ἀπὸ τὴν ἐπιβεβαίωση τῆς προγονικῆς πίστης. Οἱ πατέρες μας προσκυνοῦσαν σ’ αὐτὸ τὸ βουνὸ καὶ σεῖς ὑποστηρίζετε ὅτι ὁ τόπος ποὺ πρέπει νὰ προσκυνοῦμε εἶναι στὰ Ἱεροσόλυμα. Γιατὶ στὸ βουνὸ ἐκεῖνο τὸ Σώμωρ, ὁ Ἀβραὰμ πρόσφερε στὸ Θεὸ θυσία τὸ γυιό του καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα ὁ Ἰακώβ κατεβαίνοντας στὸ Λάβαν ἀπὸ τὴ Συρία εἶδε στ’ ὄνειρό του τὴ σκάλα ποὺ ἔφτανε ἀπὸ τὴ γῆ ὡς τὸν οὐρανὸ καὶ πάλεψε μὲ τὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε «ὁ Θεὸς μοῦ παρουσιάστηκε στὴ Λούσα».
Γι’ αὐτὸ ἡ γυναίκα καταπιάνεται μὲ δόγματα καὶ λέει: «Νομίζω Κύριε, πὼς εἶσαι προφήτης. Οἱ πατέρες μας προσκύνησαν σ’ αὐτὸ τὸ βουνὸ καὶ σεῖς ὑποστηρίζετε ὅτι στὰ Ἱεροσόλυμα εἶναι ὁ τόπος ποὺ πρέπει νὰ προκυνοῦμε. Κι ὁ Κύριος ἀπαντᾶ μὲ τὴν ἀντάξια σοφία του. Ἐπειδὴ αὐτὴ τὸν θεωροῦσε Ἰουδαῖο κι ἐκείνη ἦταν Σαμαρείτισσα δὲν θέλησε ν’ ἀπαντήση στὴν ἐρώτησή της γιὰ νὰ μὴ διαψεύση τὸ λόγο καὶ νὰ μὴν πεισμώση τὴ γυναῖκα. Γιατὶ δὲν ἐπιδίωκε τιποτ’ ἄλλο παρὰ ἤθελε νὰ ὁδηγήση τὴ γυναῖκα στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τῆς ἔδωσε κάποια ἀπότομη ἀπάντηση, γιὰ νὰ μὴ διαψεύση καὶ νὰ μὴν ντροπιάση τὴ Σαμαρείτισσα.
Ἄν τῆς ἔλεγε ὅτι στὰ Ἱεροσόλυμα εἶναι ὁ τόπος τῆς λατρείας, ὅπως εἶχε ὁρίσει στοὺς Ἱσραηλῖτες ὁ Μωυσῆς, θὰ τὴν ἔκανε νὰ πεισματωθῆ. Ἐπειδὴ ὅπως εἴπαμε, κρατοῦσε μιὰ παλιὰ ἰδέα γιὰ τὸ ὅρος στὰ Σίκιμα, ὅτι σ’ αὐτὸ εἶχε λάβει ὁ Ἀβραάμ ἐντολὴ ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ θυσιάση τὸν Ἰσαάκ. Κι ἄν πάλι ἀπὸ θέληση συγκαταβάσεως ἔλεγε ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ ὄρος καὶ καλὰ κάμετε σ’ αὐτὸ τὴ λατρεία σας, πάλι θὰ ἦταν ψεύτικη βεβαίωση.
Γι’ αὐτὸ ἀφοῦ ἄφησε καὶ τὰ δύο αὐτὰ καθοδηγεῖ τὴ γυναῖκα στὴν πνευματικώτερη λατρεία καὶ τῆς λέει: Γυναῖκα, πίστεψέ με, ὅτι ἔρχεται στιγμὴ καὶ εἶναι καὶ τώρα, ὁπότε οὔτε σ’ αὐτὸ τὸ βουνό, οὔτε στὰ Ἱεροσόλυμα δὲ θὰ προσκυνήσουν τὸ Θεό, ἀλλὰ οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ θὰ τοῦ ἀποδώσουν λατρεία πνευματικὴ καὶ ἀληθινή. Τέτοιους προσκυνητὰς ζητεῖ ὁ Πατέρας. Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα καὶ οἱ προσκυνηταί του πρέπει νὰ τοῦ ἀποδίδουν λατρεία πνευματικὴ καὶ ἀληθινή.
Βλέπετε διδασκαλία ἔξοχη, βλέπετε σοφία δασκάλου ἐφευρετικοῦ. Γυναίκα, πίστεψε τὸ λόγο μου. Προσέξετε πὼς οἰκοδομεῖ τὴν πίστη τῆς γυναίκας. Προσέξετε πὼς λίγο-λίγο ἀνεβάζει ἀνάλαφρα τὴν φυσή της στὸν οὐρανό. Χωρὶς νὰ λογαριάζη τὴν περιβολὴ τῆς πόρνης, γίνεται διάκονος τῆς ψυχικῆς της σωτηρίας. Γιατὶ δὲν ἦρθε νὰ καλέση σὲ μετάνοια τοὺς δίκαιους ἀλλὰ τοὺς ἁμαρτωλούς. Γιατὶ κατέβηκε στὸν κόσμο γιὰ τὸ ἀπολωλὸς πρόβατο, ἀφοῦ ἔκλινε τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος, μένοντας συνάμα αὐτὸς ποὺ ἦταν, χωρὶς νὰ στερήση τὸν ἑαυτὸ του ἀπὸ τὸν πατρικὸ κόλπο. Γυναίκα, πίστεψέ με, ἔρχεται στιγμὴ καὶ εἶναι καὶ τώρα, ὁπότε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταί, θ’ ἀποδώσουν στὸν πατέρα λατρεία πνευματικὴ κι ἀληθινή. Γιατὶ τέτοιους θέλει ὁ Θεὸς ἐκείνους ποὺ τὸν λατρεύουν. Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα κι αὐτοὶ ποὺ τὸν προσκυνοῦν πρέπει νὰ τοῦ προσφέρουν λατρεία πνευματικὴ καὶ ἀληθινή.
Δὲν περιορίζεται σὲ λόγια ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἁπλώνεται παντοῦ ἡ ἐπίγνωση τῆς Θείας Χάρης. Δὲν οἰκειοποιοῦνται πιὰ Ἰουδαῖοι καὶ Σαμαρεῖτες τὸ σύμβολο τοῦ νόμου. Γιατὶ αὐτοὶ ποὺ προσκυνοῦν τὸ Θεὸ πρέπει νὰ προσφέρουν λατρεία πνευματική καὶ ἀληθινή. Ὄχι λατρεία μὲ ὁλοκαυτώματα ξένα ἀπὸ μᾶς, μόσχους καὶ κριάρια. Ὄχι πιὰ περιτομὴ καὶ τήρηση τοῦ Σαββάτου. Ὄχι Ναὸς τοῦ Σολομῶντος καὶ βωμὸς καὶ τράγος ἀποδιοπομπαῖος κι ἅγια τῶν ἁγίων. Ὄχι πιὰ σκιὰ τοῦ νόμου καὶ λατρεία καὶ Σάββατα ποὺ ἔχουν διαψευσθῆ. Γιατὶ τὶς πρωτομηνιὲς σας καὶ τὰ Σάββατα, λέει ὁ Θεὸς μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτου, καὶ τὴ μεγάλη ἡμέρα δὲν τὰ ἀνέχομαι. Τὴ νηστεία καὶ τὴ σχόλη σας τὶς μισεῖ ἡ ψυχή μου. Οἱ προσκυνηταὶ θὰ πρέπει νὰ τοῦ προσφέρουν λατρεία ἀληθινή. Ὅλα ἐκεῖνα σὰ σκιὰ ἔχουν περάσει. Τὰ παλιὰ πέρασαν, ὅλα τώρα ἔγιναν καινούργια. Ἄλλαξε ἡ σειρὰ τῶν πραγμάτων. Δὲν ἐπιτρέπω νὰ συγκεντρώνωνται σ’ ἕνα τόπο αὐτοὶ ποὺ λατρεύουν τὸν Θεό. Τὰ δῶρα τῆς σωτηρίας θέλω νὰ τὰ ἐπεκτείνω σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Ἡ λαλιά τους ἁπλώθηκε σ’ ὅλη τὴ γῆ, σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Πνεῦμα εἶναι ὁ Θεὸς κι αὐτοὶ ποὺ τὸν προσκυνοῦν πρέπει νὰ τοῦ προσφέρουν λατρεία πνευματικὴ καὶ ἀληθινή.
Τοῦ λέει ἡ γυναίκα· Ξέρω ὅτι ἔρχεται ὁ Μεσσίας ποὺ λέγεται Χριστός. Ὅταν ἔρθη ἐκεῖνος, θὰ μᾶς τὰ φανερώση ὅλα. Ἡ πόρνη φιλοσοφεῖ ζητήματα πνευματικά, φέρνει στὸ στόμα της τὶς Θεῖες Γραφές. Κι ἄν τὸ σῶμα της ἔχη βουτυχθῆ στὴν ἀκαθαρσία τῆς πορνείας, ἡ ψυχή της ἔχει καθαρισθῆ μὲ τὴν ἀναφορὰ καὶ τὴν ἀνάγνωση τῶν Θείων Γραφῶν. Ξέρω ὅτι ἔρχεται ὁ Μεσσίας. Μεσσίας σημαίνει ὁ ἀλειμμένος. Γιὰ τοῦτο ἡ γυναῖκα λέει, προσδοκῶ τὸν ἀλειμμένον, αὐτὸν ποὺ ἡ σάρκα του θὰ ἀλειφθῆ μὲ τὴ Θεότητα. Ἐκεῖνος ὅταν ἔρθη θὰ μᾶς, τὰ φανερώση ὅλα. Ἰδοὺ πνευματικὴ προκοπή, ἰδοὺ πόρνη ποὺ τὰ γνωρίζει ὅλα. Προσέξετε πῶς ἀπὸ τὰ βάθη τῆς γῆς πέταξε στοὺς οὐρανούς. Μεσσία ἀποκαλεῖ τὸν Χριστὸ ποὺ ἀποστέλλεται καὶ ἀναμένεται, ἐκεῖνον ποὺ ἔρχεται γιὰ τὴν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, καὶ εἶναι προφήτης καὶ κύριος.
Δὲν τὸν χαρακτηρίζει πιὰ Ἰουδαῖο, δὲν κάνει διάκριση στὸ νὰ τοῦ δώση νερό, δὲν τοῦ λέει πιά· πῶς σὺ Ἰουδαῖος, ζητᾶς νὰ πιῆς ἀπὸ μένα τὴ Σαμαρείτισσα; Δὲν συναναστρέφονται οἱ Σαμαρεῖτες μὲ τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ τοῦ λέει· Κύριε, βλέπω πὼς εἶσαι προφήτης. Καὶ πάλι ἀσχολεῖται μὲ δόγματα. Οἱ πατέρες μας στὸ βουνὸ τοῦτο προσκύνησαν καὶ σεῖς ὑποστηρίζεται ὅτι εἶναι στὰ Ἱεροσόλυμα ὁ τόπος ποὺ πρέπει νὰ προσφέρεται ἡ λατρεία. Προσέξετε πῶς ἁρπάζει τὴ δωρεὰ τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων. Προσέξετε πὼς ὅλα τὰ ἐκθέτει μὲ τεκμηρίωση ἀπὸ τὴ Γραφή. Ξέρω ὅτι ἔρχεται ὁ Μεσσίας, ποὺ τὸν λένε Χριστό· ὅταν ἔρθη αὐτὸς θὰ μᾶς τὰ φανερώση ὅλα. Αὐτὸν ἀναζητῶ, αὐτὸν προσδοκῶ, αὐτὸν περιμένω νὰ ὑποδεχθῶ. Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς, ἐγὼ ποὺ σοῦ μιλῶ εἶμαι. Μεγάλα καὶ παράδοξα θαύματα. Αὐτὸ ποὺ σὲ πολλοὺς ἀποστόλους ἔκρυψε στὴν πόρνη ἀποκαλύπτει φανερά.
Στοῦ Κλεόπα δὲν φανερώθηκε στοὺς ἀποστόλους. Ἀλλὰ ὅταν ἄνοιξε τὰ μάτια τους, ἐξαφανίστηκε, ἀπὸ μπροστά τους. Κι εἶπαν οἱ μαθηταί· Δὲν εἴχαμε φωτιὰ στὴν καρδιὰ μας, καθὼς μᾶς μιλοῦσε στὸ δρόμο καὶ μᾶς ἐξηγοῦσε τὶς Γραφές; Δὲν φανέρωσε τὸν ἑαυτὸ του σ’ ἐκείνους, ἐνῶ στὴ γυναίκα λέει, Ἐγὼ εἶμαι ποὺ σοῦ μιλῶ. Αὐτὸ μόνο στὸν Παῦλο τὸ ἔκαμε, ποὺ ἀνέβηκε ὡς τὸν τρίτο οὐρανό, καὶ ἁρπάχθηκε ὡς τὸν παράδεισο, κι ἄκουσε ἀνείπωτους λόγους κι ἔπιασε στὰ δίχτυα του τὴν οἰκουμένη. Αὐτὸ τὸ ἔκαμε πιὸ μπροστὰ στὴν Σαμαρείτισσα. Στὸν Παῦλο ὁλοκάθαρα τὸ φανέρωσε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τοῦ εἶπε: «Σαῦλε, Σαῦλε, γιατὶ μὲ καταδιώκεις; Εἶναι σκληρὸ γιὰ σένα νὰ λακτίζης τὰ καρφιά. Καὶ ὁ Σαῦλος ρώτησε· ποιὸς εἶσαι Κύριε; Κι Ἐκείνος ἀποκρίθηκε: Εἶμαι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς, ποὺ σὺ κυνηγᾶς». Αὑτὸ τὸ λέει τώρα στὴν Σαμαρείτισσα: «Εἶμαι ἐγὼ ποὺ σοῦ μιλῶ».
Στὸ μεταξὺ ἔρχονται οἱ μαθητὲς καὶ τὸν βρίσκουν νὰ μιλᾶ μὲ τὴ γυναίκα. Ἀπόρησαν ποὺ μιλοῦσε μὲ γυναίκα. Αὐτὸς ποὺ συμβασιλεύει μὲ τὸν Πατέρα τὴν ἀτελείωτη βασιλεία, μιλοῦσε μόνος σὲ μιὰ γυναῖκα μόνη. Ἐκείνη ὅμως ἄφησε τὴ στάμνα της καὶ μπῆκε στὴν πόλη. Ἄφησε τὴ στάμνα της, γιατὶ γέμισε μὲ τὰ ζωντανὰ νερὰ καὶ ἀφοῦ μπῆκε φώναξε στοὺς πολῖτες: Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Μήπως εἶναι αὐτὸς ὁ Χριστός; Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον.
Δὲν εἶπε, ἐλᾶτε νὰ δῆτε τὸν Θεὸ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ μὴ νομίσυν οἱ ἄνθρωποι ὅτι παραφρόνησε. Γιὰ νὰ μὴν ποῦν οἱ ἄνθρωποι ὅτι αὐτὴ εἶναι τρελλή. Πότε εἶδε κανεὶς τὸν Θεὸ νὰ περπατᾶ; Πότε εἶδε κανένας τὸν Θεὸ νὰ συναναστρέφεται μὲ τοὺς ἀνθρώπους; Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Τοὺς ξυπνᾶ τὴν ἐπιθυμία νὰ βγοῦν καὶ νὰ πιαστοῦν. Ὅπως πιάστηκε στὸ δίχτυ, θέλει νὰ πιάση. Εἶδε ἕνα Ἰουδαῖο κι ἔχασε ἡ ἴδια στὴν ἀντίληψη τοῦ Κυρίου κι ὁδηγεῖ τοὺς ἄλλους νὰ φτάσουν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο στὸν Θεό.
Πόρνη μὲ συνείδηση ἀποστόλου ποὺ ἔγινε ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους πιὸ δυνατή. Γιατὶ οἱ ἀπόστολοι περίμεναν νὰ συμπληρωθῆ ὁλόκληρη ἡ Θεία Οἰκονομία καὶ τότε ἄρχισαν τ’ ἀποστολικά τους κηρύγματα. Ἡ πόρνη ὅμως πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση εὐαγγελίζεται τὸν Χριστό. Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Διαλαλῶ τὰ ἁμαρτήματά μου, γιὰ νὰ ὁδηγήσω σᾶς. Γιὰ νὰ δῆτε σεῖς τὸν Θεὸ ποὺ ἔφτασε στὸν κόσμο, πομπεύω τὰ σφάλαμτά μου. Κι ἄς προσκυνιέται ὁ Χριστὸς ποὺ δὲν ἀποστρέφεται τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Μήπως αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός;
Πρόσεξε τὴ σοφία τῆς γυναίκας, πρόσεξε τὴν εὐγνωμοσύνη τῆς πόρνης. Ἕνα ἁμαρτημα τῆς εἶπε ὁ Χριστός, τὴν πορνεία μονάχα, κι ἐκείνη ἄφησε τὴ στάμνα κι ἔτρεξε στὴν πόλη λέγοντας. Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Κηρύττει αὐτὸν ποὺ γνωρίζει τὰ πάντα, κηρύττει πιὸ μεγαλόφωνα ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους. Δὲν τὸν εἶδε νὰ σηκώνεται ἀπὸ τοὺς νεκρούς, δὲν εἶδε τὸν τετραήμερο Λάζαρο νὰ ξαναπροσκαλῆται ἀπὸ τὸν τάφο, δὲν εἶδε τὸ θάνατο νὰ φυλακίζεται, δὲν εἶδε τὴ θάλασσα νὰ χαλιναγωγῆται μὲ τὰ λόγια. Δὲν εἶδε τὸν πλάστη τοῦ Ἀδὰμ στὴν περίπτωση τοῦ τυφλοῦ ν’ ἀναπληρώνη μὲ πηλὸ τὸ φυσικὸ ἐλάττωμα, ὅμως τὸν κεραμουργὸ τοῦ παραδείσου διαλαλοῦσε μὲ τὸ λόγο της. Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Κι ἀπὸ τὴν πόλη ἐκείνη τῶν Σαμαρειτῶν πίστεψαν σ’ αὐτὸν πολλοὶ ἀπὸ τὰ λόγια τῆς γυναίκας, ποὺ μαρτυροῦσε ὅτι «μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα».
Ἄς μιμηθοῦμε κι ἐμεῖς αὐτὴ τὴ Σαμαρείτισσα καὶ χωρὶς νὰ νιώθουμε παράλογη ἐντροπὴ γιὰ τὰ ἁμαρτήματά μας, νὰ φοβώμαστε τὸν Θεό. Τώρα ὅμως βλέπω νὰ γίνεται τὸ ἀντίθετο· δὲν φοβόμαστε αὐτὸν ποὺ πρόκειται νὰ μᾶς κρίνη, ἀλλὰ τρομάζομε αὐτοὺς ποὺ δὲν μποροῦν νὰ μᾶς βλάψουν σὲ τίποτα καὶ φοβόμαστε μὴ μᾶς προσβάλλουν. Γι αὐτὸ τιμωρούμαστε γι’ αὐτὰ ποὺ φοβόμαστε.
Αὐτὸς ποὺ ντρέπεται νὰ φανερώση τ’ ἁμαρτήματα του σὲ ἄνθρωπο, δὲν ντρέπεται ὅμως νὰ τὰ πράξη μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲν θέλει νὰ ὁμολογήση καὶ νὰ μετανοήση, θὰ θεατριστῆ ἐκείνη τὴ μέρα ὄχι μπροστὰ σ’ ἕνα καὶ σὲ δύο, ἀλλὰ στὰ μάτια ὅλης τῆς οἰκουμένης. Ἄς συνομιλήσωμε λοιπὸν μὲ τὸν Χριστό, γιατὶ καὶ τώρα ἀνάμεσά μας στέκεται καὶ μᾶς μιλᾶ μὲ τὸ στόμα τῶν προφητῶν καὶ τῶν ἀποστόλων.
Ἄς τὸν ἀκούσωμε καὶ ἄς τὸν πιστέψουμε. Ὡς πότε θὰ ζοῦμε στὰ χαμένα. ὅταν ξοδέψουμε ἄσκοπα τὸ χρόνο ποὺ μᾶς δόθηκε, θὰ πᾶμε γιὰ νὰ λάβουμε τὴν ἔσχατη τιμωρία, γιὰ τὴν ἄσκοπη δαπάνη. Γι’ αὐτὸ μᾶς ἔφερε ὁ Θεὸς σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ μᾶς ἔβαλε λογικὴ ψυχή, ὄχι γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε μόνο τὴ ζωὴ αὐτὴ ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐργασθοῦμε ὅλοι γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς μέλλουσας ζωῆς. Γιατὶ τ’ ἄλογα μόνο χρησιμοποιοῦνται στὴ παροῦσα ζωή. Κι ἐμεῖς γι’ αὐτὸ ἔχουμε ἀθάνατη ψυχή, γιὰ νὰ πράξουμε ὅλα μὲ σκοπὸ τὴν ἐκεῖ ζωή, γιὰ νὰ λάμψουμε ἐκεῖ, γιὰ νὰ συμμετάσχουμε στὸ χορὸ τῶν ἀγγέλων, γιὰ νὰ εἴμαστε κοντὰ στὸ βασιλιὰ γιὰ πάντα, στοὺς ἄφθαρτους αἰῶνες.
Γι αὐτὸ ἔχει γίνει ἀθάνατη ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα θὰ ξαναγίνη πάλι. Κι ἄν εἶσαι προσηλωμένος στὰ γήϊνα, ἐνῶ εἶσαι προωρισμένος γιὰ τὸν οὐρανό, κατάλαβε πόσο βαριὰ ὑβρίζεις τὸ δωρητή, ὅταν ἐκεῖνος σοῦ προτείνη τὰ ὑψηλὰ καὶ σὺ δὲν τὰ πολυλογαριάζεις καὶ τὰ ἀλλάζης μὲ τὰ γήινα. Γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς ἀπείλησε μὲ τὴ γέενα, ἀφοῦ τὸν περιφρονοῦμε. Γιὰ νὰ μάθης ἐκεῖ πόσα πολλὰ καλὰ ἔχεις στερήσει τὸν ἑαυτό σου. Ἀλλὰ ποτὲ νὰ μὴ συμβῆ νὰ δοκιμάσης τὴν κόλαση. Παρὰ ἀφοῦ εὐαρεστήσουμε, μακάρι νὰ ἐπιτύχουμε τὰ αἰώνια ἀγαθά μὲ τὴ χάρη καὶ τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη καθὼς καὶ στὸν Πατέρα μαζί καὶ τὸ ἅγιο καὶ ζωοπάροχο πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν