ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ (Μ. ΤΡΙΤΗ ΕΣΠΕΡΑΣ)
Κατὰ τὴ Μ. Τετάρτη ἐπιτελοῦμε ἀνάμνηση:
(α) τοῦ γεγονότος τῆς ἀλείψεως τοῦ Κυρίου μὲ μύρο ἀπὸ μία πόρνη γυναίκα. Ἐπίσης φέρεται στὴ μνήμη μας,
(β) ἡ σύγκλιση τοῦ Συνεδρίου τῶν Ἰουδαίων, τοῦ ἀνωτάτου δηλαδὴ Δικαστηρίου τους, πρὸς λήψη καταδικαστικῆς ἀποφάσεως τοῦ Κυρίου,
καθὼς καὶ (γ) τὰ σχέδια τοῦ Ἰούδα γιὰ προδοσία τοῦ Διδασκάλου του.
Δύο μέρες πρὶν τὸ Πάσχα, καθὼς ὁ Κύριος ἀνέβαινε πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα, κι ἐνῶ βρισκόταν στὸ σπίτι στοῦ λεπροῦ Σίμωνα, τὸν πλησίασε μία πόρνη γυναίκα κι ἄλειψε τὸ κεφάλι Του μὲ πολύτιμο μύρο.
Ἡ τιμὴ τοῦ ἦταν γύρω στὰ τριακόσια δηνάρια, πολύτιμο ἄρωμα καὶ γι’ αὐτὸ οἱ μαθητὲς τὴν ἐπέκριναν καὶ περισσότερο ἀπ’ ὅλους ὁ Ἰούδας.
Γνώριζαν οἱ μαθητὲς καλὰ πόσο μεγάλο ζῆλο ἔδειχνε πάντοτε ὁ Χριστὸς γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη πρὸς τοὺς φτωχούς. Ὁ Χριστὸς ὅμως τὴν ὑπερασπίσθηκε, γιὰ νὰ μὴν ἀποτραπεῖ ἀπ’ τὸ καλό της σκοπό. Ἀνέφερε μάλιστα καὶ τὸν ἐνταφιασμό Του, προσπαθώντας νὰ ἀποτρέψει τὸν Ἰούδα ἀπὸ τὴ προδοσία, ἀλλὰ μάταια.
Τότε ἀπέδωσε στὴ γυναίκα τὴν μεγάλη τιμὴ νὰ διακηρύσσεται τὸ ἐνάρετο ἔργο της σὲ ὁλόκληρο τὴν οἰκουμένη.
Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος ὑποστηρίζει ὅτι δύο ἦταν οἱ γυναῖκες ποὺ ἄλειψαν μὲ μύρο τὸν Κύριο.
Οἱ τρεῖς πρῶτοι Εὐαγγελιστὲς ἀναφέρουν μία καὶ τὴν ἴδια γυναίκα, ποὺ πῆρε τὴν ὀνομασία πόρνη.
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὅμως κάνει λόγο γιὰ ἄλλη γυναίκα, ἀξιοθαύμαστη καὶ σεμνή, τὴ Μαρία τὴν ἀδελφή του Λαζάρου, ποὺ ἄλειψε τὰ ἄχραντα πόδια Τοῦ σκουπίζοντας τὰ μὲ τὶς τρίχες τῶν μαλλιῶν της.
Αὐτὴ τὴν ἡμέρα ψάλλεται καὶ τὸ περίφημο τροπάριο, τελευταῖο στὴν ἀκολουθία, τῆς εὐσεβοῦς καὶ λογίας ποιητρίας τοῦ Βυζαντίου, Κασσιανῆς.
Ἡ ἠρωϊδα τοῦ ποιήματός της, ἡ γυναίκα ποὺ ἄλειψε μὲ μύρο τὸν Κύριο ἦταν ἡ πόρνη ποὺ ἀναφέρουν οἱ Εὐαγγελιστὲς (καὶ ὄχι ἡ εὐσεβὴς ποιήτρια Κασσιανή).
Νὰ καὶ τὸ ἐξαίσιο τροπάριο σὲ μετάφραση:
Κύριε, ἡ γυναίκα, ἡ ὁποία περιέπεσε σὲ πολλὲς ἁμαρτίες, ἐπειδὴ κατανόησε, ὅτι ἤσουν Θεὸς (ἐνανθρωπήσας), ἀναλαμβάνει ἔργο μυροφόρου καὶ θρηνοῦσα φέρει σὲ Σὲ μύρα γὰ νὰ Σὲ ἀλείψει πρὶν ἀκόμη (ἀποθάνεις καὶ) ἐνταφιασθεῖς.
Καὶ λέγει: Ἀλίμονο σὲ μένα! γιατί ἐγὼ ζῶ μέσα σὲ μία νύκτα, ἡ ὁποία εἶναι γεμάτη ἀπὸ πυκνὸ σκοτάδι καὶ δὲν φωτίζεται οὔτε ἀπὸ ἀμυδρὸ φῶς, ὅπως εἶναι τὸ φῶς τῆς σελήνης, τρέχω πρὸς τὴ σαρκικὴ ἡδονὴ ἀσυγκράτητος, ὅπως τρέχουν τὰ ζῶα, ὅταν τὰ κεντήσει ἀλογόμυγα, ζῶ κυριευμένη ἀπὸ τὸν ἔρωτα τῆς ἁμαρτίας.
Ἀλλὰ Σύ, ποὺ ὑψώνεις τὰ νερὰ τῆς θάλασσας, μεταβάλλοντας τὰ σὲ νεφέλες, δέξου τῶν δακρύων μου τὸ ἀκατάσχετο ρεῦμα.
Λύγισε (καὶ χαμήλωσε ἀπὸ τὸ ἄπειρο ὕψος Σου) πρὸς ἐμένα, ποὺ Σὲ ἱκετεύω μὲ τοὺς στεναγμοὺς τῆς (μετανοούσης) καρδίας μου, Σὺ ὁ Ὁποῖος, μὲ τὴν ἀκατάληπτη καὶ ἀπερίγραπτη ἐνανθρώπισή Σου, ἐλύγισες τοὺς οὐρανοὺς (καὶ κατέβηκες στὴ γῆ).
Θὰ φιλήσω μὲ συνεχῆ καὶ ἀκατάπαυστα φιλιὰ τὰ ἀμόλυντά Σου πόδια καὶ πάλι (βρέχοντας μὲ τὰ δάκρυά μου) θὰ τὰ σπογγίσω μὲ τὶς πλεξίδες τῆς κεφαλῆς μου, αὐτὰ τὰ πόδια τῶν ὁποίων τὸ βροντώδη ἦχο (ἀπὸ τὰ βάδισμά Σου) ὅταν ἄκουσε μέσα στὸ Παράδεισο ἡ Εὕα ἐκεῖνο τὸ δειλινὸ (τῆς ἡμέρας τῆς παραβάσεως), φοβήθηκε καὶ ἀπὸ τὸ φόβο τῆς κρύφθηκε.
Τὰ πλήθη τῶν ἁμαρτιῶν μου, ἀλλὰ καὶ τὰ ἀπύθμενα βάθη τῶν κρίσεών Σου καὶ τῶν βουλῶν Σου (δηλαδὴ τοὺς μυστηριώδεις καὶ ἀπερινόητους τρόπους ποῦ χρησιμοποιεῖς γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων,) ποῖος θὰ μπορέσει νὰ ἐξερευνήσει, ψυχοσῶστα Σωτήρα μου; Σὺ ποὺ ἔχεις ἄπειρο τὴν εὐσπλαχνία, μὴ παραβλέψεις ἐμένα, τὴ δική Σου δούλη!