Archive for Οκτώβριος 2022

Κυριακή Ε΄ Λουκά (Λουκ. 16,19-31)

30 Οκτωβρίου, 2022

Εἶπεν ὁ Κύριος·

19. Ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς.

20. πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος

21. καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ.

22. ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη.

23. καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ.

24. καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ.

25. εἶπε δὲ Ἀβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι·

26. καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν.

27. εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου·

28. ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου.

29. λέγει αὐτῷ Ἀβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν.

30. ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ’ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν.

31. εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.

Κυριακή Ε΄τοῦ Λουκᾶ (Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ)

30 Οκτωβρίου, 2022

«πῆρχε καὶ ἕνας φτωχός, ὀνομαζόμενος Λάζαρος, ὁ ὁποῖος ἤταν ξαπλωμένος κοντὰ στήν πύλη τοῦ πλουσίου γεμάτος πληγὲς καὶ ἐπιθυμοῦσε νά χορτάσει ἀπὸ τὰ ψίχουλα πού ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου, ἀλλὰ καὶ τὰ σκυλιὰ ἔρχονταν καὶ ἔγλειφαν τίς πληγὲς του».(Λουκ. 16, 19-31).

Βλέπετε τὴν πλήρη ἔλλειψη κοινωνίας τοῦ πλουσίου πρὸς τὸν φτωχὸ Λάζαρο; Ὁ πρῶτος παραχόρταινε καθημερινὰ ἀπὸ τὴν τράπεζά του πού ἤταν γεμάτη ἀπὸ παντὸς εἴδους φαγητὰ καὶ πολυτελῆ καρυκεύματα, ἐνῶ ὁ Λάζαρος ἐπιθυμοῦσε νά χορτάσει καὶ ἀπὸ τὰ εὐτελέστατα πράγματα, γιατί ποτέ δέν εἶχε χορτάσει.

Ἐκεῖνος ἔλαμπε ἀπὸ τὴν πορφύρα καὶ τὰ μεταξωτά πού φοροῦσε καὶ ἀπὸ τὸν ὑπερβολικὸ ἐξωραϊσμὸ τοῦ εὐρώστου σώματος, ἐνῶ ὁ Λάζαρος εἶχε καὶ τὰ ξεσχισμένα ῥάκη του γεμάτα ἀπὸ βρωμιὰ καὶ δυσωδία, γεμάτος πληγὲς καὶ περιρρεόμενος ἀπὸ πύο. Ἐκεῖνος καθόταν σὲ ψηλὸ θρόνο περικυκλωμένος ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ὑπηρετῶν, ἐνῶ ὁ Λάζαρος ἤταν ξαπλωμένος κάτω στό ἔδαφος κοντὰ στήν πύλη μὴ ἔχοντας κάποιον οὔτε γιά νά ἀπομακρύνει τὰ σκυλιά.

Ἀλλὰ γιά ποιὸ λόγο τὸν φτωχὸ ἀποκαλεῖ μέ τὸ ὄνομά του, ἐνῶ τόν πλούσιο τὸν ἀνέφερε χωρὶς τὸ ὄνομά του; Μποροῦμε βέβαια νά ποῦμε, ὅτι τό ὄνομα αὐτοῦ τοῦ φτωχοῦ σύμφωνα μέ τὸν εὐαγγελικὸ λόγο εἶναι γραμμένο στούς οὐρανούς, ἐνῶ τοῦ πλούσιου ἐξαλείφθηκε καὶ χάθηκε ἀπό ἐκεῖ ἀκόμα καὶ ἡ μνήμη μαζί μέ τὸ ὄνομα. Γιατὶ καὶ ὁ Ψαλμωδὸς λέγει γιά τοὺς ἀνθρώπους αὐτοῦ τοῦ εἴδους· «δέν θὰ ἀναφέρω τὰ ὀνόματά τους μέ τὰ χείλη μου».

Ἐπειδὴ, ὅμως, καὶ κάθε πλούσιος μπορεῖ ν’ ἀποδώσει στόν ἑαυτὸ του τὴν παραβολὴ καὶ θεωρώντας ἐκεῖνον ὡς τὸν ἑαυτὸ του, νά λάβει ἀπὸ αὐτό ἀφορμὴ μετανοίας, ὁ πλούσιος ἀναφέρθηκε χωρὶς τὸ ὄνομά του, ὥστε ἔτσι ὁ λόγος ν’ ἀφορᾶ πρὸς κάθε πλούσιο, ὁ κάθε φτωχὸς, ὅμως, δέν μπορεῖ νά θεωρήσει τὸν ἑαυτὸ του Λάζαρο, ἀκόμη καὶ ἂν βρίσκεται σὲ κατάσταση σὰν ἐκείνου· γιατί πρέπει νά περιμένει μέ ταπείνωση τή δεσποτικὴ ἀπόφαση. Γι’ αὐτὸ, λοιπὸν, ὁ φτωχὸς ἀναφέρθηκμε μέ τὸ ὄνομά του.

«Συνέβηκε ὅμως», λέγει, «νά πεθάνει ὁ φτωχὸς καὶ νά μεταφερθεῖ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους στόν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ». …

«Πέθανε ὅμως», λέγει, «καὶ ὁ πλούσιος καὶ τάφηκε».Ἴσως ὁ Λάζαρος δέν ἀξιώθηκε οὔτε ταφῆς ὅταν πέθανε, ἀφοῦ δέν εἶχε κάποιον νά τὸν κηδεύσει· γι’ αὐτὸ στήν περίπτωση ἐκείνου δέν ἀνέφερε καθόλου ταφή, ἐδῶ, ὅμως, ἀναφέρεται ὅτι, πλούσιος, «πέθανε καὶ τάφηκε».

Ἀναφέρεται, ἐπίσης, καὶ γιά τὸν λόγο ὅτι ἡ φαντασία καί ἡ πολυτέλεια τῶν πλουσίων φθάνει μέχρι τὸν τάφο. Ἀλλὰ ὁ τέτοιου εἴδους τάφος τῶν τέτοιου εἴδους πλουσίων γίνεται γι’ αὐτοὺς θύρα, ἀλλοίμονο!, τοῦ Ἅδη καὶ τῶν βασάνων στά καταχθόνια.

Γιατί λέγει, τάφηκε ὁ πλούσιος «καὶ εὑρισκόμενος στόν Ἅδη, σηκώνοντας τὰ μάτια του, ἐνῶ βασανιζόταν, βλέπει τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακριὰ καὶ τὸν Λάζαρο στούς κόλπους του». Κάποτε ὁ πλούσιος ἔβλεπε τὸν Λάζαρο πεσμένο μπροστὰ στόν πυλῶνα του, πληγωμένον ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ κυλιόμενον στή σκόνη τοῦ ἐδάφους, μὴ ἔχοντας τή δύναμη οὔτε νά κινεῖται, καὶ τὸν περιφρονοῦσε, τώρα εὑρισκόμενος κάτω αὐτὸς ὁ ἴδιος καὶ βασανιζόμενος καὶ μὴ μπορώντας ν’ ἀποφύγει τοὺς βασανισμούς, σηκώνοντας τὰ μάτια του βλέπει τὸν Λάζαρο πάνω σὲ σκηνὲς ἀναψυχῆς νά διαμένει μέ πολλὴ ἄνεση καὶ νά ζεῖ στούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ, καὶ δέν προσπαθεῖ νά τὸν παραβλέπει, ἀλλὰ μᾶλλον ζητεῖ νά μὴ παραβλεφθεῖ ἀπὸ ἐκεῖνον πού προηγουμένως παραβλέφθηκε ἀπὸ αὐτόν.

Ἐκεῖ, βέβαια, πού ἤταν τόπος ἐλέους, δηλαδὴ στή γῆ, δέν τὸν ζήτησε οὔτε τὸ ἐπεδίωξε αὐτό, ἐκεῖ, ὅμως, πού ἡ δικαιοσύνη εἶναι ἀνελέητη, ζητεῖ μάταια τὸ ἔλεος· γιατί λέγει, «φώναξε καὶ εἶπε· πατέρα Ἀβραάμ, ἐλέησέ με καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρο, γιά νά βυθίσει τὸ ἄκρο τοῦ δακτύλου του στό νερὸ καὶ νά δροσίσει τή γλῶσσα μου· γιατί ὑποφέρω μέσα σ’ αὐτή τή φλόγα». Περιόρισε τὴν παράκληση στό πολὺ ἐλάχιστο, γιατί δέν εἶχε τὸ θάρρος νά ζητήσει τίποτε παραπάνω, ἔχοντας αὐτοκατάκριτη τή συνείδηση.

Φώναξε βέβαια, ἐπειδή τό μεταξὺ τους διάστημα ἤταν μεγάλο. Παρουσιάσθηκε, ἐπίσης, νά λέγει «πατέρα» τὸν Ἀβραάμ, γιά νά διδαχθοῦμε ὅτι ἐκεῖνος ὁ πλούσιος ἀνῆκε στό γένος τῶν θεοσεβῶν, καὶ νά μὴ νομίζουμε ὅτι καταφλέγεται ὡς δυσσεβής. Γιατί περιζώσθηκε ἀπὸ τὴν ἄσβεστη φλόγα τοῦ πυρός ὡς ἄσπλαχνος καὶ φιλήδονος, ἂν καὶ κατὰ τὴν καταγωγὴ ἤταν συγγενὴς τοῦ Ἀβραάμ. Λέγει ὅμως, «ἐλέησέ με, γιατί ὑποφέρω, καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρο», τὸν ὁποῖο αὐτὸς δέν ἐλέησε, ὅταν ὑπέφερε μπροστὰ στόν πυλῶνα· γι’ αὐτὸ καὶ δέν ἀπηύθυνε πρὸς αὐτὸν τὴν παράκληση.

Παρακαλεῖ γιά μιά σταλαγματιὰ καὶ μιά μικρή ῥανίδα πού δροσίζει τή γλῶσσα, καί δέν τὸ πετυχαίνει. Βλέπετε τὴν ἀνταπόδοση τῆς τιμωρίας μέ τὸ παραπάνω; Γιατί ὁ κάποτε φτωχὸς Λάζαρος δέν μποροῦσε νά χορτάσει μέ τὰ ψίχουλα πού ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι του, τώρα ὅμως αὐτὸς ὄχι μόνο τὸ χόρτασμα καὶ τῶν πλέον ἀκόμη εὐτελῶν πραγμάτων ἔχει στερηθεῖ, ἀλλὰ δέν ἀξιώνεται οὔτε μιᾶς μικρῆς στάλας νεροῦ. Γιατί, λέγει, «εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ Ἀβραάμ, τέκνο, θυμήσου ὅτι σὺ ἀπολάμβανες τὰ ἀγαθὰ σου στή ζωή, καὶ ὁ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· τώρα, ὅμως, αὐτὸς ἀπολαμβάνει τὴν ἀναψυχὴ καὶ σὺ ὑποφέρεις».

Λυπᾶται βέβαια ὁ Ἀβραὰμ τὸν πλούσιο πού βρισκόταν στή φλόγα· γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἀποκαλεῖ μέ συμπάθεια, «τέκνο». Τόν λυπᾶται ὅμως, νομίζω, ὄχι μᾶλλον γιά τὴν τιμωρία του, ἀλλὰ γιά τὴν ἀκόμη ἐνεργούμενη σ’ αὐτὸν κακία. Γιατί δέν εἶχε ἔρθει ἀκόμη σὲ συναίσθηση τῶν ἁμαρτημάτων του· δέν εἶχε ἀντιληφθεῖ ὅτι δίκαια καταφλεγόταν.

Δέν λέγει, ἐλέησέ με, γιατί ἐγώ ἄναψα αὐτὴ τή φωτιὰ γιά τὸν ἑαυτό μου, ἐγὼ θησαύρισα αὐτές τίς ὀδύνες γιά τὸν ἑαυτό μου· ἀντὶ γιά τοὺς αὐλοὺς καὶ τοὺς θορύβους καὶ τὰ σιχαμερὰ ἄσματα ἔχω τίς κραυγὲς καὶ τοὺς θρήνους καὶ τοὺς φρικωδέστατους ἤχους τοῦ πυρός πού παφλάζει ἐπάνω μου, ἀντὶ γιά τὶς εὐχάριστες ὀσμὲς τὸν ἀτμὸ τοῦ πυρός, ἀντὶ γιά τὰ περιττὰ φαγητὰ καὶ τὰ ποτὰ καὶ τὴν ἀπόλαυση ἀπὸ αὐτὰ ἔχω τή γλῶσσα πού ξηραίνεται τελείως ἀπὸ αὐτὴ τή φλόγα καὶ τὴν μέχρι σταγόνας ἔλλειψη, ἀντὶ γιά τὶς πορνικὲς πυρώσεις ὅλο τὸ σῶμα μου τὸ καταφλέγει ἡ φωτιά. Δέν εἶπε αὐτά, ἀλλὰ παραπονεῖται κλαίοντας γιά τὶς ὀδύνες μόνο.

Τί ἀπαντᾶ, λοιπὸν, πρὸς αὐτὸν ὁ Ἀβραάμ; Ἔλα κάποτε στόν ἑαυτὸ σου· ὁμολόγησε ὅτι δίκαια παραδόθηκες στή φλόγα, ἐνθυμούμενος ὅτι ἀπόλαυσες στή ζωὴ σου τὰ ἀγαθὰ σου, αὐτά πού νόμισες ὅτι εἶναι ἀγαθὰ σου, ποὺ προτίμησες ν’ ἀποκτήσεις ἀπὸ ἐκεῖνα πού προσφέρθηκαν στή διαθεσή σου, τὰ ὁποῖα ἐπεδίωξες καὶ ἔλαβες, δηλαδή τά πρόσκαιρα. Γιατί προτίμησες αὐτά ἀπὸ τὰ αἰώνια.

Ὁ Λάζαρος ὅμως, λέγει, δοκίμασε τὰ ἀντίθετα κακά. Δηλαδὴ, τίς κακώσεις τοῦ σώματος· γι’ αὐτὸ τώρα αὐτός ἀπολαμβάνει αἰώνια ἀναψυχή, ἀφοῦ τότε ἔπασχε πρόσκαιρα ἀπὸ τὰ κακά, καὶ σὺ ὑποφέρεις ἀκατάπαυστα, ἀφοῦ τότε καλοπερνοῦσες καὶ ἀπολάμβανες πρόσκαιρα τίς ἠδονές.

Πῶς, ὅμως, δέν εἶπε «ἔλαβες», ἀλλ’ «ἀπέλαβες»; Γιά νά δείξει ὅτι αὐτός πού στή ζωὴ αὐτὴ εἶναι προσκολλημένος στίς ἠδονὲς καί τίς ἀπολαύσεις κι ἔχει μέ ὑπεραφθονία τὰ χρήματα καὶ τὸν πλοῦτο καὶ κάνει κατάχρηση τῆς εὐπορίας, κι ἂν ἀκόμη κατορθώσει κάτι ἀπὸ τίς ἄλλες ἀρετές, δέν θὰ λάβει μισθό· γιατὶ ἀντὶ γιά μισθὸ ἔχει τὴν τωρινὴ εὐπορία καὶ καλοπέραση, ὅπως ἐκεῖνος πού κατατρύχεται ἀπὸ τή φτώχεια καὶ τὴν ἀσθένεια καὶ τὰ ὑπομένει γενναῖα ἔχει ὡς ἀνταπόδοση τῶν πλημμελημάτων τὴν ἐδῶ κακοπάθεια τῆς σάρκας.

Ἀλλ’ «ἐκτὸς ἀπ’ ὅλα αὐτά», λέγει, «ἀνάμεσα σ’ ἐμᾶς καὶ σὲ σᾶς ὑπάρχει μεγάλο χάσμα, γιά νά μὴ μποροῦν νά περάσουν αὐτοί πού θέλουν ἀπὸ ἐδῶ πρὸς ἐσᾶς, οὔτε νά περνοῦν ἀπὸ ἐκεῖ πρὸς ἐμᾶς». Βλέπετε ὅτι καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἀβραάμ δέν μπορεῖ, καὶ ἂν ἀκόμη θέλει, νά βοηθήσει τοὺς ἐκεῖ καταδικασμένους; Γιατὶ τὸ ἀναμεταξὺ χάσμα εἶναι ἀδιάβατο γιά ὅλους, ὥστε καὶ ὅσοι θέλουν νά περάσουν νά μὴ μποροῦν· «οὔτε οἱ ἀπὸ ἐκεῖ», λέγει, «μποροῦν νά περνοῦν πρὸς ἐμᾶς».

Φαίνεται νά βρίσκονται πιὸ μέσα ἀπὸ τή φλόγα οἱ ἄλλοι τιμωρούμενοι, τοὺς ὁποίους ὁ Ἀβραὰμ λέγει «ἀπὸ ἐκεῖ», ἀλλὰ καὶ δοκιμάζουν σφοδρότερα τή φωτιά, ὥστε νά μὴ μποροῦν νά μιλοῦν καθόλου. Αὐτοὶ ἐνδεχομένως νά εἶναι ἐκεῖνοι πού στόν παρόντα κόσμο ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι δέν δίνουν ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ τους πλουτοῦν καί μέ ἁρπαγή, πρᾶγμα γιά τὸ ὁποῖο δέν κατηγορήθηκε ὁ πλούσιος αὐτός· γιατὶ δέν κατακρίνεται ὡς ἅρπαγας καὶ ἄδικος, ἀλλὰ μόνο ὡς ἄσπλαχνος καὶ φιλήδονος. Πρὸς αὐτὸν λέγει ὁ Ἀβραὰμ ὅτι, ἐπειδὴ προτίμησες τὸν ἀπολαυστικὸ καὶ ἄνετο καὶ πρόσκαιρο βίο ἀντὶ γιά τὸν ἐγκρατή, τώρα δίκαια σὲ κυρίευσε ὀδύνη καὶ θλίψη καὶ στενοχώρια.

Ἐπειδὴ ὅμως καὶ πρὸς τοὺς φτωχοὺς δέν εἶχες καμμιά κοινωνία μέ τὴν ἐλεημοσύνη, οὔτε ἀπέκτησες φίλους ἀπὸ τὸν μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας, οὔτε ἔδωσες τὸ περίσσευμά σου πρὸς ἀναπλήρωση τοῦ ὑστερήματος ἐκείνων, ἀλλ’ ἔμεινες ἐντελῶς ἀκοινώνητος πρὸς τοὺς ἁγίους, ἀπομακρυσμένος ἀπὸ αὐτοὺς, ὅπως εἶναι ἀπομακρυσμένη ἀπὸ τὴν ἀρετὴ ἡ κακία, γι’ αὐτὸ τώρα ἀνάμεσα σ’ ἐμᾶς πού ἔχουμε ζήσει μέ ἀρετὴ καὶ σ’ ἐσᾶς πού ἔχετε ζήσει μέ κακία ὑπάρχει μεγάλο καὶ ἀδιάβατο χάσμα, ὥστε νά μὴ μποροῦμε ποτέ νά μεταβοῦμε ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλο.

Παριστάνει βέβαια μέ αὐτὰ τὸ ἀτελείωτο καὶ ἀμετάθετο τόσο τῆς κόλασης τῶν ἁμαρτωλῶν, ὅσο καὶ τῆς ἄνεσης τῶν δικαίων.

Ἀλλ’ ὁ πλούσιος, ὄντας ἀνόητος, οὔτε ἔτσι σωφρονίσθηκε, οὔτε σταμάτησε τὴν κακία, οὔτε κατέκρινε τὸν ἑαυτὸ του, ἀλλ’ ἐπιχειρεῖ ἀκόμη νά δικαιώνει τὸν ἑαυτὸ του καί, σὰν νά μὴ τὸν εἶχε κανεὶς βεβαιώσει προηγουμένως γιά τὸν τόπο αὐτὸν τῶν βασάνων, λέγει, «σὲ παρακαλῶ, λοιπόν, στεῖλε τὸν Λάζαρο στόν πατρικό μου οἶκο (γιατὶ ἔχω πέντε ἀδελφούς), γιά νά τοὺς διαβεβαιώσει, ὥστε νά μὴ ἔρθουν καὶ αὐτοὶ στόν τόπο αὐτὸν τῶν βασάνων».

Δείχνει δηλαδὴ ὅτι, ἂν εἶχε καὶ αὐτὸς ἕνα μάρτυρα προηγουμένως, δέν θὰ ἔκανε ἐκεῖνα, γιά τὰ ὁποῖα καταδικάσθηκε στή γέεννα. Ὅταν, ὅμως, ὁ Ἀβραὰμ εἶπε, «ἔχουν τὸν Μωϋσῆ καὶ τοὺς προφῆτες, ἂς ἀκούσουν αὐτοὺς» (γιατὶ ὁ Μωϋσῆς σὰν ἐκπρόσωπος τοῦ Θεοῦ λέγει στήν ᾠδή, «ἔχει ἀνάψει φωτιὰ ἀπὸ τὸν θυμό μου, θὰ φθάσει ἡ φλόγα μέχρι τὰ βάθη τοῦ Ἅδη»· ἐνῶ ὁ Ἠσαΐας, συμφωνώντας μέ τοὺς ἄλλους προφῆτες, λέγει· «θὰ κατακαοῦν οἱ ἄνομοι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ συγχρόνως καὶ δέν θὰ ὑπάρχει κανεὶς νά σταματήσει τή φωτιά»)· λέγοντας αὐτὰ ὁ Ἀβραάμ, ἐκεῖνος πάλι ἀντιλέγοντας λέγει· «ὄχι, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ’ ἂν κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς πάει πρὸς αὐτούς, θὰ μετανοήσουν». Τὶ ἀπαντᾶ, λοιπὸν, πάλι σ’ αὐτὸ ὁ Ἀβραάμ;

«Ἂν δέν ἀκοῦν τὸν Μωϋσῆ καὶ τοὺς προφῆτες, οὔτε, ἂν ἀναστηθεῖ κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκρούς, θὰ πιστέψουν», σὰν νά τοῦ ἔλεγε ἀκριβῶς αὐτό, ὅτι, ἐπειδὴ πρὶν πεθάνεις δέν ἐνδιαφερόσουν καθόλου γιά τοὺς μωσαϊκοὺς καὶ προφητικοὺς λόγους, κι ἂν ἀκόμη ἔβλεπες νεκρὸ ἀναστημένο, δέν ἐπρόκειτο νά ἀπομακρυνθεῖς ἀπὸ τή σπατάλη καὶ τὴν ἀσπλαγχνία πιστεύοντας σ’ ἐκεῖνον. Γι’ αὐτὸ τώρα, ποὺ ἔχεις περικυκλωθεῖ δίκαια ἀπὸ τὸ πῦρ τῆς γέεννας ἀντιμετωπίζεις ἀνελέητους καὶ ἀκατάπαυστους τοὺς φρικτοὺς πόνους.

Ὁ πλούσιος, λοιπὸν, ἐκεῖνος, ἀδελφοί, ἔχοντας τὸν Μωϋσῆ καὶ τοὺς προφῆτες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους κανένας δέν ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, φαινόταν νά ἔχει κάποια πρόφαση, ἐμεῖς ὅμως μαζὶ μ’ ἐκείνους ἀκοῦμε καὶ Ἐκεῖνον πού ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκροὺς γιά χάρη μας, νά λέγει· «μὴ θησαυρίζετε γιά τοὺς ἑαυτοὺς σας θησαυροὺς πάνω στή γῆ, ἀλλὰ θησαυρίζετε θησαυροὺς γιά τὸν οὐρανό»· ἐπίσης, «σ’ ὁποῖον σοῦ ζητεῖ νά δίνεις, καὶ αὐτόν πού θέλει νά δανεισθεῖ ἀπὸ σένα μὴ τὸν διώξεις»· καὶ, «δῶστε ἀπὸ αὐτά πού ἔχετε ἐλεημοσύνη, καὶ νά ὅλα θὰ εἶναι καθαρὰ γιά σᾶς».

Ἐάν, ὅμως, κάποιος τρώγει καὶ πίνει μαζί μέ μέθυσους, καὶ πρὸς τοὺς φτωχοὺς εἶναι σκληρὸς καὶ ἄσπλαχνος, «θὰ ἔρθει», λέγει ὁ Κύριος, «σὲ ἡμέρα πού δέν τὴν περιμένει καὶ σὲ ὤρα πού δέν τή γνωρίζει, καὶ θὰ τὸν ξεχωρίσει καὶ θὰ τὸν τοποθετήσει στή μερίδα τῶν ἀπίστων».

Ἀφοῦ, λοιπὸν, δέν σᾶς μένει καμμιά πρόφαση, ἐπειδὴ «κανενὸς ἡ ζωὴ δέν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰ περισσεύματα τῶν ὑπαρχόντων του», ὅποιος ἔχει κάτι πού τοῦ περισσεύει ἂς τὸ δίνει σὲ ἐκείνους πού δέν ἔχουν, εἰσαγόμενος μέ αὐτὸν τὸν τρόπο στόν κλῆρο τοῦ πατέρα τῶν σωζομένων Ἀβραάμ, ἐνῶ οἱ φτωχοὶ νά μιμοῦνται τὴν καρτερία τοῦ Λαζάρου, κερδίζοντας μέ τὴν ὑπομονὴ τους τίς ψυχὲς τους.

Μέ τὴν ταπείνωσή τους, ἄς ἀποκτήσουν μόνοι τους τούς κόλπους ἐκείνους τοῦ Ἀβραάμ, ἀπὸ τοὺς ὁποίους «ἔχει ἀποδράσει κάθε ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμός», καὶ ἐπικρατεῖ χαρά, ἀπόλαυση καὶ θυμηδία ἔνθεη καὶ ἀτελείωτη. Γι’ αὐτὸ, μάλιστα, ὁ Χριστὸς μᾶς φανέρωσε τὰ ἐκεῖ μ’ αὐτή τὴν παραβολή, ὥστε, ἀφοῦ βελτιωθοῦμε μέ τή μετάνοια, νά μᾶς καταστήσει ἀξίους ἐκείνων τῶν αἰωνίων ἀπολαύσεων, ἀπαλλάσσοντάς μας ἀπὸ τὰ βάσανα πού ἐπιφυλάσσονται ἐκεῖ· γιατὶ λέγει, «αὐτός πού γνώρισε τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου του καὶ δέν τὸ ἔπραξε, θὰ δεχθεῖ μεγάλη τιμωρία».

Ἀφοῦ μᾶς εἶπε αὐτὰ καὶ τὰ παρόμοια καί μᾶς διεβεβαίωσε Ἐκεῖνος πού ἔπαθε, τάφηκε, ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς καί ἀνέβηκε στούς οὐρανούς. Ἀνέδειξε, ὅμως, πολυάριθμο πλῆθος Μαρτύρων τῆς παρουσίας Του καί τῆς ἀλήθειας τῶν ὅσων κηρύχθηκαν ἀπὸ Αὐτόν,…

…Ἄς δείχνουμε ὑπακοὴ στήν Αὐτοαλήθεια ζῶντας μέ τρόπο θεάρεστο,… ὥστε νά ποθήσουμε, καί μέ ἔργα μέχρι τέλους νά ἐπιζητήσουμε τὴν μακαριότητα πού ἐπιφυλάσσεται στούς οὐρανοὺς γιά ἐκείνους πού ἔζησαν ἐδῶ μέ τρόπο θεοφιλῆ.

Αὐτὴ τή μακαριότητα εἴθε νά ἐπιτύχουμε ὅλοι ἐμεῖς μέ τή χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν Ὁποῖο πρέπει δόξα, δύναμη, τιμὴ καὶ προσκύνηση μαζί μέ τὸν ἄναρχο Πατέρα Του καὶ τὸ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ

Ἀφιὲρωμα στὴν 28η Ὀκτωβρὶου 1940

29 Οκτωβρίου, 2022

Η Παναγία: Σκέπη τοῦ κόσμου

28 Οκτωβρίου, 2022

Η ΑΓΙΑ ΣΚΕΠΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Κάθε φορά πού γιορτάζουμε τή μνήμη τῆς Παναγίας μᾶς διακατέχει ἱερή χαρά καί δυναμωμένη ἐλπίδα καί, γεμάτοι ἀπό εὐγνωμοσύνη καί θαυμασμό γιά τή χάρη Της ἀναφωνοῦμε ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς μας: «πόθεν μοι τοῦτο;» καί, μιμούμενοι τήν Ἐλισάβετ, εὐλογοῦμε τήν ἁγία Παρθένο, τήν αἰτία τῆς σωτηρίας μας, τή Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Ἐνεργεῖ σέ μᾶς τότε τό μυστήριο τοῦ πνευματικοῦ νόμου πού μᾶς δίδαξε ὁ μέγας Ἀπόστολος: «ἡμεῖς δέ οὐ τό πνεῦμα τοῦ κόσμου ἐλάβομεν, ἀλλά τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἵνα εἰδῶμεν τά ὑπό τοῦ Θεοῦ χαρισθέντα ἡμῖν» (Α´ Κορ. β´ 12). Στό δέ κέντρο τῆς λογικῆς λατρείας μας, ἀμέσως μετά

 τήν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τόν καθαγιασμό τῶν τιμίων δώρων, κράζομεν εὐχαρίστως: «Ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας ἀχράντου, δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας».

Ἄν καί ἡ κάθε ἐπίκλησις τοῦ ὀνόματος τῆς Παναγίας γεννᾶ μέσα μας τέτοια χαρά καί λυτρωτική παράκληση καί ἄν τέτοια ἔμπνευση πίστεως καί ἀγάπης Θεοῦ ἐπισκιάζει τήν Ἐκκλησία ὅταν πανηγυρίζει τή δόξα Της, πῶς νά κατανοήσουμε μιά φαινομενική ἀδιαφορία τοῦ Κυρίου πρός τή Μητέρα Του, ὅταν λέγει: «τί ἐμοί καί σοί, γύναι; οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου» (Ἰωάν. β´ 4), ἤ, «τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου ἤ οἱ ἀδελφοί μου» (Μαρκ. γ´ 33);

Πῶς εἶναι δυνατό νά περιφρονήσει τή Μητέρα Του Ἐκεῖνος πού ἔδωσε τήν ἐντολή: «τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου· καί ὁ κακολογῶν πατέρα ἤ μητέρα θανάτῳ τελευτάτω» (Μαρκ. ζ´ 10);

Πῶς εἶναι δυνατό νά παραβεῖ τήν ἴδια τήν ἐντολή Του Ἐκεῖνος πού εἶπε: «ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ παρελεύσονται οἱ δέ λόγοι μου οὐ μή παρέλθωσι» (Λουκ. κα´ 33);

Ἀκόμα καί ὅταν κρεμόταν πάνω στό σταυρό μέσα σέ ἀπερίγραπτη ὀδύνη καί ἀγωνία γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου καί ἡ ζωή Του αἰωρεῖτο μεταξύ τοῦ οὐρανίου θρόνου τοῦ Πατρός Του καί τῶν καταχθονίων, ἡ μέριμνά Του γιά τήν ἁγία Μητέρα Του δέν ἔσβησε, ἀλλά μέ στοργή ἐμπιστεύθηκε τήν προστασία Της στόν ἀγαπημένο μαθητή Του: «ἰδού ἡ μήτηρ σου» (Ἰωάν. ιθ´ 26). Ἑπομένως τό ρῆμα Του ὅτι δέν «ἦλθε καταλῦσαι τόν νόμον ἤ τούς προφήτας… ἀλλά πληρῶσαι» (Ματθ. ε´ 17) μένει ἀληθινό καί ἀπαράβατο.

Γιατί ὅμως οἱ λόγοι «τίς ἐστιν ἡ μήτηρ Μου ἤ οἱ ἀδελφοί Μου»; Γιά τούς κατά τό νόμο μόνο ἀδελφούς Του τό καταλαβαίνουμε. «Οὐδέ γάρ οἱ ἀδελφοί Αὐτοῦ ἐπίστευον εἰς Αὐτόν» (Ἰωάν. ζ´ 5). Ἐκείνη τήν ἐποχή, πρίν τήν Πεντηκοστή, ἀκόμη καί οἱ πρόκριτοι τῶν μαθητῶν δέν γνώριζαν τί νά ζητήσουν (βλ. Ματθ. κ´ 22). Ἀλλά γιά τήν ἀδιαφορία πρός τήν γνήσια Μητέρα Του, ἀπό τήν ὁποία γεννήθηκε ἀληθινά καί μέ θαυμαστό καί ἀνερμήνευτο τρόπο —«τήν γάρ γενεάν Αὐτοῦ τίς διηγήσεται;» (Ἡσ. νγ´ 7-8)— πῶς νά τήν ἐννοήσουμε;

Καί ἄν λίγο πρίν ἀνέλθει πάνω στό σταυρό ὁ Κύριος μποροῦσε νά λέγει μέ παρρησία: «ἔρχεται ὁ τοῦ κόσμου ἄρχων, καί ἐν Ἐμοί οὐκ ἔχει οὐδέν» (Ἰωάν. ιδ´ 30), εἶναι φανερό πώς εἶχε ἐκπληρώσει τά πάντα ἀναμάρτητα.

Ποιό μυστήριο ἄραγε κρύβει ἡ φαινομενική ἀντίφαση τῶν λόγων τούτων τοῦ Κυρίου;

Ἄς ἐξετάσουμε προσεκτικά τίς δύο περιπτώσεις πού ἀναφέραμε στήν ἀρχή: «τί ἐμοί καί σοί, γύναι;» καί «τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου ἤ οἱ ἀδελφοί μου;».

Ἐγένετο κάποιος γάμος στήν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, ὅπου παρευρέθηκαν ἡ ἁγία Παρθένος καί ὁ Κύριος Ἰησοῦς μέ τούς μαθητές Του. Ὅταν τελείωσε τό κρασί, ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου τό ἀνέφερε στόν Υἱόν Της, προτρέποντάς Τον τρόπον τινά νά θαυματουργήσει. Τότε «λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· τί ἐμοί καί σοί, γύναι; οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου». Ἡ ἁγία Παρθένος δέν ἀπελπίζεται, ἀλλά δέχεται ταπεινά τήν ἄρνηση τοῦ Υἱοῦ Της νά ἐκπληρώσει τήν ἐπιθυμία Της καί μέ πίστη συμβουλεύει τούς διακόνους: «ὅ,τι ἄν λέγῃ ὑμῖν, ποιήσατε».

Ὁ δέ Κύριος ἐν συνεχείᾳ τελεῖ τό θαῦμα τῆς μεταβολῆς τοῦ ὕδατος σέ οἶνο. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ ταπεινή ἀποδοχή τῆς ἀρνήσεως τοῦ Υἱοῦ νά ἐκπληρώσει τό ἀνθρώπινο θέλημα τῆς κατά σάρκα Μητέρας Του ἐπισπεύδει, σάν θυσία εὐάρεστη ἐνώπιόν Του, τόν ἐρχομό τῆς ὥρας κατά τήν ὁποία θά φανερωθεῖ ἡ δόξα Του. Καί τότε ἀκριβῶς «ἐποίησε τήν ἀρχήν τῶν σημείων ὁ Ἰησοῦς ἐν Κανᾷ τῆς Γαλιλαίας καί ἐφανέρωσε τήν δόξαν αὐτοῦ, καί ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν οἱ μαθηταί αὐτοῦ» (Ἰωάν. β´ 11).

Στήν δεύτερη περίπτωση βλέπουμε τόν Κύριο Ἰησοῦ νά εἶναι περιστοιχισμένος ἀπό τόν ὄχλο καί νά τούς διδάσκει. Τότε ἦλθαν ἡ Μητέρα Του καί οἱ ἀδελφοί Του νά Τόν πάρουν, φοβούμενοι μήπως Τόν φονεύσουν οἱ ἐχθροί Του. Ὁ Κύριος ὅμως, ὁ Ὁποῖος ἀπό 12 ἐτῶν εἶπε στούς κατά σάρκα γονεῖς Του «οὐκ ἤδειτε ὅτι ἐν τοῖς τοῦ Πατρός μου δεῖ εἶναι με»; (Λουκ. β´ 49) ἀρνεῖται νά ὑπακούσει καί λέγει: «τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου καί τίνες εἰσίν οἱ ἀδελφοί μου; καί ἐκτείνας τήν χεῖρα αὐτοῦ ἐπί τούς μαθητάς αὐτοῦ ἔφη· ἰδού ἡ μήτηρ μου καί οἱ ἀδελφοί μου· ὅστις γάρ ἄν ποιήσῃ τό θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς, αὐτός μου ἀδελφός καί ἀδελφή καί μήτηρ ἐστιν» (Ματθ. ιβ´ 48-50).

Ὅπως εἴπαμε πιό πάνω, νά ἀρνεῖται ὁ Χριστός τούς κατά τό νόμο ἀδελφούς Του εἶναι κατανοητό, διότι δέν ἦσαν ἀκόμη ἀδελφοί Του καί κατά τό πνεῦμα. Ἡ Παναγία Μητέρα Του ὅμως, καί πρίν νά ποιήσει τό σημεῖο τῆς Κανᾶ γιά νά φανερώσει τή δόξα Του καί νά πιστεύσουν οἱ μαθητές Του, ὅταν ἦταν ἀκόμη στή φάτνη ὁ Ἰησοῦς καί ἀναγνωρίζετο ἀπό τούς ποιμένες ὡς ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου καί δωδεκαετής κατέπληττε μέ τή θεία σοφία Του τούς διδασκάλους τοῦ Ἰσραήλ, εἶχε τέτοια πίστη στόν Υἱό Της, ὥστε ἡ Γραφή μᾶς λέει: «ἡ μήτηρ αὐτοῦ διετήρει πάντα τά ρήματα ταῦτα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς» (Λουκ. β´ 19 καί β´ 51).

Ἑπομένως οἱ αἰνιγματικοί λόγοι τῆς ἄρνησης ἀποτελοῦν περισσότερο ἔπαινο γιά τήν Παναγία παρά μομφή, ὑπονοώντας ὅτι Αὐτή εἶναι «ἕν Πνεῦμα» (Α´ Κορ. στ´ 17) μέ τόν Υἱό Της.

Γιατί ὅμως ὁ Κύριος, ὁ ἄμωμος τηρητής τῆς σχετικῆς μέ τούς γονεῖς ἐντολῆς ἀρνεῖται;

Πρόκειται, ἀδελφοί, γιά ἕνα μεγάλο πνευματικό νόμο. Τό νόμο τῆς ὑποταγῆς τοῦ ἀνθρωπίνου θελήματος στό θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός. Λίγο πρίν τήν ἄρνηση στή Μητέρα καί τούς ἀδελφούς Του ὁ Κύριος μέ τή δύναμι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐξέφρασε τούς φοβερούς λόγους: «εἴ τις ἔρχεται πρός με καί οὐ μισεῖ τόν πατέρα ἑαυτοῦ καί τήν μητέρα καί τήν γυναῖκα καί τά τέκνα καί τούς ἀδελφούς καί τάς ἀδελφάς, ἔτι δέ καί τήν ἑαυτοῦ ψυχήν, οὐ δύναταί μου μαθητής εἶναι» (Λουκ. ιδ´ 26).

Ἄν ὁ Κύριος ὑπάκουε στήν προτροπή τῶν οἰκείων Του καί ἐγκατέλειπε ἀπό φόβο τό ἔργο τῆς διδαχῆς, ὁ ἐχθρός θά στεροῦσε ἀπ᾿ Αὐτόν τό δικαίωμα νά προφέρει αὐτούς τούς λόγους. Κάνοντας ὅμως «βρῶμα» Του (Ἰωάν. δ´ 34) τό θέλημα καί τό ἔργο τοῦ πέμψαντος Αὐτόν Πατρός, ἀρνήθηκε νά ὑπακούσει στό ἀνθρώπινο θέλημα τῆς Μητέρας καί τῶν ἀδελφῶν, καί ὁ λόγος Του παρέμεινε «ἐν ἐξουσίᾳ καί δυνάμει» (Λουκ. δ´ 32-36) καί ἐνεργεῖ μέχρι συντελείας τοῦ αἰῶνος.

Γιά τήν ἴδια τέλεια παράδοση στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἡ ἁγία Παρθένος κρίθηκε ἄξια νά γίνει Μητέρα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά σου» (Λουκ. α´ 38). Ὅμως γιά τή δόξα τοῦ Υἱοῦ Της ἐκένωσε πλήρως τό θέλημά Της σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς ἐπί γῆς ζωῆς Της. Τό πλήρωμα τῆς κενώσεώς Της προηγήθηκε τῶν «μεγαλείων» τά ὁποῖα «ἐποίησεν αὐτῇ ὁ δυνατός» (πρβλ. Λουκ. α´ 49).

Στήν ἀρχή τῆς δημιουργίας ὁ Κύριος εἶπε «γενηθήτω» καί «τά πάντα ἐγένοντο».

Στήν ἀρχή τῆς ἀναδημιουργίας ἡ ἁγία Παρθένος εἶπε «γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά σου» καί ἀνακαινίσθηκε ἡ κτίση.

Καί «νῦν», ἀδελφοί μου, μέ τήν ἴδια παράδοση στό τέλειο καί ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἄς εἴπωμεν κατά τό ὑπόδειγμα τῆς Μητέρας τοῦ Οὐρανοῦ: «γένοιτο, Κύριε, τό θέλημά σου ἐφ᾿ ἡμᾶς» , ὥστε νά ἀξιωθοῦμε νά γεννηθοῦμε «οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδέ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδέ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ᾿ ἐκ Θεοῦ» (Ἰωάν. α´ 13), «ἄνωθεν» (Ἰωάν. γ´ 3) καί νά εἰσέλθουμε στήν οὐράνια βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπου ἡ Παναγία παρίσταται ὡς βασίλισσα ἐκ δεξιῶν (Ψαλμ. μδ´ 10) τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ, διαφυλάττουσα καί σκέπουσα ὅλους ὅσους πιστεύουν καί ἀκολουθοῦν τόν ἠγαπημένον Υἱόν Της. Ἀμήν.

 Ἱερομόναχος ΖΑΧΑΡΙΑΣ  ΖΑΧΑΡΟΥ

Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Δημήτριος

25 Οκτωβρίου, 2022

Ἅγιος πού ὑμνεῖται καί τιμᾶται ἑξαιρέτως ἀπό ἐμᾶς, ἀνάμεσα στούς μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἐντόπιος καί συμπολίτης μας πολιοῦχος, τό μέγα θαῦμα τῆς οἰκουμένης, τό μέγα ὡράϊσμα τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὁ θαυματουργός καί μυροβλήτης Δημήτριος.

Μέγας φωστήρας ἀνάμεσα σέ περίλαμπρα ἄστρα πού μόνος του κρατεῖ μέσα του μαζεμένα ὅλων τά χαρίσματα, ὅπως σύν Θεῷ θά ἀποδείξουμε, ὁ ἅγιος Δημήτριος μόνος του δικαιοῦται νά καρπώνεται ὅλες μαζί τίς εὐφημίες πού ὀφείλονται σέ ὅλους.

Παρόλο πού δέν ἐπαρκοῦμε νά ποῦμε λόγο γιά τόν μεγαλομάρτυρα ἐν τούτοις ὁ πόθος μᾶς πιέζει νά μιλήσουμε κατά δύναμη καί ὁ καιρός ζητεῖ τόν ἐπίκαιρο λόγο καί τό χρέος ἐπιβάλλει νά θαυμάζουμε μέ τό λόγο τό ὑπερλόγο μεγαλεῖο του μάρτυρος.

Ἦταν σχεδόν ὅλα μαζί ἀπό τή παιδική ἡλικία, στήλη στερεά καί ἀκαθαίρετη κάθε καλοῦ, ἄγαλμα ζωντανό καί αὐτοκινούμενο κάθε ἀρετῆς, ἑστία καί συστοιχία θείων καί ἀνθρωπίνων χαρίτων, βίβλος ζωντανή καί λαλοῦσα πρός δόξα καί διδασκαλία τοῦ ἀνωτέρου, ἐλαιά καρπερή, δένδρο φυτευμένο κοντά στά ρεύματα τῶν ὑδάτων τοῦ Πνεύματος.

Μόνο πού τό μέν ψαλμικό δένδρο «δίδει τό καρπό στό καιρό του», αὐτός ὅμως εἶχε καί ἔχει κάθε ἐποχή καιρό ἀνθοφορίας καί καρποφορίας μαζί, καί οὔτε τό ἄνθος οὔτε ὁ καρπός θά πέσουν καί θά μεταδίδονται σέ ὅσους προσέρχονται μέ πίστη, χωρίς ποτέ νά ἐκλείπουν.

Παρέχει δέ ἀμείωτα καί ἀκατάπαυστα στούς προσερχομένους τό πλῆθος, θά λέγαμε, τῶν χαρίτων, γι’ αὐτό μοιάζει μέ φωτοφόρο δένδρο, ἀφοῦ μεταδίδει ἀσταμάτητα τούς καρπούς σάν ἀκτίνες καί παρέχει κατά κόρο στούς προσερχομένους τά κάλλιστα καί θειότατα, ἐνῶ ὁ ἴδιος εἶναι πάντοτε γεμάτος ἀπό τέτοια ἀγαθά, σάν ἥλιος παντοειδοῦς εὐεργεσίας ἤ ἀστείρευτη πηγή χαρίτων ἤ πέλαγος θαυμάτων ἀνεξάντλητο ἤ ἄβυσσος ἀνεκδιήγητος ὁρατῶν καί ἀοράτων ἀγαθῶν.

Ἦταν λοιπόν ἁπαλός νεανίας, πολύ ὡραῖος στήν ὄψη, ὄχι μόνο κατά τόν ἐξωτερικό καί αἰσθητό ἄνθρωπο, ἀλλά πολύ περισσότερο κατά τόν ἐσωτερικό καί μή βλεπόμενο. Πραγματικά, δέν καταδέχθηκε ποτέ νά κυριεύσει τό νοῦ του κάτι ἀπρεπές οὔτε βάδισε σέ πράξη ἀντίθετη πρός τό Θεῖο θέλημα, φυλάγοντας ἀμίαντη τήν βαπτισματική  Θεία χάρη.

Καί στό ἄνθος τῆς νεότητος ἀποδέχθηκε τήν ὡραιότητα τῆς παρθενίας, πράττοντας τά πάντα, ὥστε νά εἶναι παρθένος καί στό σῶμα καί στή ψυχή καί νά ἔχει μέ αὐτό τό τρόπο τή πολιτεία στούς οὐρανούς καί νά βαδίζει ἐφάμιλλα πρός τούς ἀσωμάτους, ἄν καί βρισκόταν ἀκόμα στό σῶμα.

Πρίν ἀπό ὅλες ὅμως τίς ἀρετές, εἶχε τή σπουδή τῆς σοφίας, ὥστε ζώντας μέσα στή σύνεση καί τήν καθαρότητα ἕως τό τέλος τῆς ζωῆς του, νά φέρει ἀπό τή νεότητα τήν ἐπαινουμένη γεροντική πολιά, ὅπως λέγει ὁ Σολομών: «ἄσπρα μαλλιά εἶναι στούς ἀνθρώπους ἡ σύνεση καί γεροντική ἡλικία ὁ ἀκηλίδωτος βίος». (Σοφ.Σολ.4, 9).

Ἦταν καί δάσκαλος καί ἀπόστολος ὁ πάγκαλος, καί κανείς δέν μποροῦσε νά ἀντισταθεῖ στοῦ Δημητρίου «τή σοφία καί τό Πνεῦμα, μέ τό ὁποῖο μιλοῦσε» εἰδικά πρός ἐκείνους πού πολεμοῦσαν τόν Χριστό, εἶχε τό λόγο του ὡς κατάλληλο ἐργαλεῖο.

Ἐγώ καί τή στρατιωτική στολή καί τό δακτυλίδι στό χέρι καί τό ὑπατικό ἐπώμιο, τό ὁποῖο φοροῦσε ὁ Μάρτυρας, ὅταν ἔλαβε τό βαθμό ἀπό τόν τότε βασιλέα (Γαλέριο Μαξιμιανό), θεωρῶ ὅτι ὑπῆρξαν σύμβολα τοῦ διδασκαλικοῦ καί καθοδηγητικοῦ ἀξιώματος, πού τοῦ δόθηκε μυστικά ἀπό τόν ἀληθινό βασιλέα Χριστό. Γι’ αὐτό καί, ἀργότερα, ἡ Θεία χάρη θαυματούργησε πλούσια μέ τίς εὐχές του.

 Ἀλλά ὁ ἀπό τήν ἀρχή ἀπατεών διάβολος προετοίμασε πρόωρα τό θάνατο τοῦ Μάρτυρα. Μόλις εἶδε τό ἀποτέλεσμα τῶν συμβόλων ἐκείνων, μή μπορώντας νά ὑποφέρει, ἐρεθίζει τούς ὑπηρέτες τῆς πλάνης ἐναντίον τοῦ ἀντιπάλου τῆς πλάνης.

Αὐτοί, ἀφοῦ συνέλαβαν τόν διώκτη τῆς ἀπάτης τόν προσάγουν στό βασιλέα τῆς ἀπάτης, τόν Μαξιμιανό καί ἔτσι ὁ Δημήτριος κατέρχεται πρός τό στάδιο τοῦ μαρτυρίου, ὁ ἀπό παιδί γεμάτος ἄρρητα χαρίσματα, ὁ σέ ὅλα σοφός καί δίκαιος.

Γνωρίζω ὅτι ποθεῖτε νά μάθετε τό τρόπο τῆς κρατήσεως, πού καί πώς ἀναζητήθηκε καί συνελήφθηκε. Ὑπάρχει μία στοά, ὑπόγεια στό ναό τῆς Ἀειπαρθένου καί Θεομήτορος, πού ὀνομάζεται Καταφυγή. Σύμφωνα μέ παλαιό ἔθιμο σέ αὐτό τό σημεῖο ξεκινοῦν κάθε χρόνο τήν πανήγυρη τοῦ μεγαλομάρτυρος καί ἀπό ἐκεῖ ἀνερχόμενοι διά τῆς λεωφόρου μέ ὕμνους πρός αὐτόν ἀνεβαίνουν σέ αὐτό τό σημεῖο καί ὁλοκληρώνουν τή γιορτή.

Ὅταν λοιπόν ἐπικρατοῦσε ἡ ἀσέβεια –ἐπειδή ἡ λατρεία τῆς εὐσεβείας δέν μποροῦσε νά ἀσκῆται ἐλεύθερα– ὁ Μάρτυρας πήγαινε σέ ἐκεῖνα τά ὑπόγεια, μετέδιδε στούς φοιτητές τήν οὐράνια διδασκαλία καί παρουσίαζε τή θρησκεία τῶν Χριστιανῶν καί τελοῦσε ἄφοβα τή λατρεία της, στούς καταφεύγοντας σέ αὐτόν, ὡς γαλήνιο λιμένα τῆς εὐσεβείας.

Καί ἔτσι ὁ θειότατος Μάρτυρας ἦταν τότε καταφυγή ὅλων ὅσοι ἐπιθυμοῦσαν νά εὐσεβοῦν, ἀπό αὐτό δέ καί ὁ τόπος ὀνομάσθηκε Καταφυγή.

Οἱ διορισμένοι διῶκτες, ὅταν γνώρισαν ὅτι ὁ Μάρτυρας ἐκεῖ δίδασκε τό λαό, ἐξεμάνησαν πολύ περισσότερο, ἐπειδή εἶδαν τό συγκεντρωμένο πλῆθος νά προσέχει στούς λόγους τοῦ Δημητρίου σάν φωνές τοῦ Θεοῦ, ὁρμοῦν ἐναντίον του ὡς διδασκάλου.

Τόν συνέλαβαν καί τόν ὁδήγησαν διά μέσου αὐτῆς τῆς λεωφόρου καί τόν παρουσιάζουν στόν Μαξιμιανό πού κάπου ἐδῶ διέμενε καί παρακολουθοῦσε μέ πολλή ἡδονή τίς ἀνθρωποκτονίες τοῦ Λυαίου. Διατάσσει νά κρατηθεῖ ἐδῶ κατάκλειστος ὁ Ἅγιος, ὅπου καί ὑπέστη τό μαρτύριο. Ἡ φροντίδα τοῦ ἀρχέκακου Διαβόλου ἦταν νά φύγει τό ταχύτερο τότε ἀπό τούς ἀνθρώπους ὁ Δημήτριος, διότι δέν τόν ὑπέφερε. Καί γνωρίζετε τήν κάθειρξη τοῦ Δημητρίου καί τήν προφητεία πρός τόν Νέστορα γιά τήν νίκη τοῦ κατά τοῦ Λυαίου, καί τό μαρτύριο.

Ὅταν δέ παρατάθηκε ἡ παραμονή τοῦ μάρτυρα στή φυλακή, ὁ ἀρχέκακος ὄφις δέν ὑπέφερε ζωντανό τόν Μάρτυρα καί ὑποδυόμενος τόν σκορπιό προσπάθησε νά τόν θανατώσει, ἀλλά ἡ ἐνοικοῦσα Χάρη τόν ἔσωσε.

Θέλοντας δέ παραδίδεται καί φυλακίζεται καί κρατεῖται στά χέρια τῶν δημίων καί ὑποφέρει τούς βασανισμούς τῶν κακούργων, μιμούμενος τόν παθόντα γιά μᾶς Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.

Γι’ αὐτό καί ὅταν ἐπῆλθαν οἱ αἱμοχαρεῖς λογχοφόροι μέ ἐντολή τοῦ τυράννου, τούς δέχεται μέ ἀνοιχτές ἀγκάλες γιά νά κτυπηθεῖ σέ αὐτές μέ τό τελικό κτύπημα, μᾶλλον κτυπήματα πού διαπερνοῦσαν τά πάντα, σπλάχνα ὀστᾶ σάρκες καί τίς δυό πλευρές.

Καί ἀπό τήν περίσσεια καί ὑπερβολή τοῦ ἔρωτά του πρός τόν Χριστό, ἔλαβε Χάρη τό σῶμα του νά γίνει πηγή μύρων. Ἔτσι καί ὅταν ἔπαυσε νά χύνεται ἀπό τό σῶμα του τό αἷμα του, ἀντί αἵματος, ἐξέβλυσε μύρο, πρός δόξαν Χριστοῦ, τόν Ὁποῖο αὐτός διά τῆς ζωῆς καί διά τοῦ θανάτου, ἀλλά καί μετά τόν θάνατο, ἐδόξασε καί θά δοξάζει.

Καί ὅλη ἡ πόλη συμφιλιώθηκε μέ τόν Θεό διά τοῦ θανάτου του, διότι διέλυσε τό πλήρωμα τῆς ἀσέβειας καί ὅλα τά δεινά λύθηκαν, ἀφοῦ ὑπερασπίσθηκε ὁ Δημήτριος τήν εὐσέβεια. Ναοί μεγαλοπρεπεῖς καί περικαλλεῖς εἶναι οἰκοδομημένοι στόν σκοτεινό ἐκεῖνο τόν κρυφό τόπο καί ὅλη ἡ πόλη καυχᾶται γιά τό μαρτύριό του.

Καί ἡ κρήνη τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι τό μαρτυρικό του σῶμα, εἶναι γεμάτο μύρα καί θαύματα καί ἰάματα καί τό θαυμαστότερο ἀπό αὐτά εἶναι ὅτι, ἄν καί τρέχει συνεχῶς, ἡ πηγή αὐτή μένει ἀστείρευτη. Καί ὅσα τρυπήματα ἔγιναν στό σῶμα ἀπό τούς λογχιστές, τόσες πηγές ἀναδείχθηκαν.

Ὁ μεγάλος αὐτός μάρτυρας Δημήτριος, πού ἀντιστάθηκε στούς πειραστές τῆς εὐσέβειας, ἀφοῦ εὐχήθηκε πρός τό Κύριο ὑπέρ δημίων του, ἄλλοι σταμάτησαν τή κακία, ἄλλοι μετενόησαν καί πίσευσαν στόν Χριστό, ἔτσι ὥστε σήμερα νά μήν ὑπάρχει στή πόλη μας κανένα ἀπομεινάρι ἐκείνης τῆς δυσσεβείας.

Ἀλλά ἐπικρατεῖ ἡ εὐσέβεια καί ἡ πλούσια προστασία τοῦ Ἁγίου μέ τίς ἀδιάκοπες πρεσβεῖες του πρός τόν Θεό.

Καί ἐμεῖς ἄς λαμπρήνουμε περισσότερο τήν πανήγυρη, ζητώντας ἀπό τό Τριαδικό Θεό διά τῆς πρεσβείας του, νά ἀξιωθοῦμε τῆς αἰωνίας πανηγύρεως τῶν πολιτῶν τοῦ οὐρανοῦ.

 ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ

Κυριακή ΣΤ΄ Λουκά (Λουκ. 8,26-39)

23 Οκτωβρίου, 2022

Τῷ καιρῷ ἐκείνω, ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ

26. εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν,

27. ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ’ ἐν τοῖς μνήμασιν.

28. ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς.

29. παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους.

30. ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· τί σοί ἐστιν ὄνομα; ὁ δὲ εἶπε· λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν·

31. καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν.

32. ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς.

33. ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη.

34. ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς.

35. ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονός, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ’ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν.

36. ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς.

37. καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ’ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο. αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν.

38. ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνήρ, ἀφ’ οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων·

39. ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. καὶ ἀπῆλθε καθ’ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς.

Στο ναό…

23 Οκτωβρίου, 2022

Στο ναό…

23 Οκτωβρίου, 2022

Κυριακή Δ΄ Λουκά (Λουκ. 8,5-15)

16 Οκτωβρίου, 2022

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην·

5. ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ. καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν ὃ μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ κατεπατήθη, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγεν αὐτό·

6. καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐπὶ τὴν πέτραν, καὶ φυὲν ἐξηράνθη διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα·

7. καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν, καὶ συμφυεῖσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό·

8. καὶ ἕτερον ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, καὶ φυὲν ἐποίησε καρπὸν ἑκατονταπλασίονα.

9. Ἐπηρώτων δὲ αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· τίς εἴη ἡ παραβολή αὕτη.

10. ὁ δὲ εἶπεν· ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐν παραβολαῖς, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσιν.

11. Ἔστι δὲ αὕτη ἡ παραβολή· ὁ σπόρος ἐστὶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ·

12. οἱ δὲ παρὰ τὴν ὁδόν εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, εἶτα ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ αἴρει τὸν λόγον ἀπὸ τῆς καρδίας αὐτῶν, ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν.

13. οἱ δὲ ἐπὶ τῆς πέτρας οἳ ὅταν ἀκούσωσι, μετὰ χαρᾶς δέχονται τὸν λόγον, καὶ οὗτοι ῥίζαν οὐκ ἔχουσιν, οἳ πρὸς καιρὸν πιστεύουσι καὶ ἐν καιρῷ πειρασμοῦ ἀφίστανται.

14. τὸ δὲ εἰς τὰς ἀκάνθας πεσόν, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, καὶ ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου πορευόμενοι συμπνίγονται καὶ οὐ τελεσφοροῦσι.

15. τὸ δὲ ἐν τῇ καλῇ γῇ, οὗτοί εἰσιν οἵτινες ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσι καὶ καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ. [Ταῦτα λέγων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω][5].

Περὶ τῆς παραβολῆς τοῦ σπορὲως (Ἃγιος Ἰωὰννης Χρυσὸστομος)

16 Οκτωβρίου, 2022

δοὺ βγῆκε λέει, αὐτός πού σπέρνει γιά νά σπείρη. Ἀπὸ ποῦ βγῆκε αὐτὸς πού εἶναι παρών σ’ ὅλα τὰ μέρη, αὐτὸς πού τὰ γεμίζει ὅλα; Καὶ πῶς βγῆκε;

Ὄχι τοπικὰ ἀλλὰ κατὰ τή σχετική μέ ἐμᾶς οἰκονομία του, ἔγινε πλησιέστερός μας μὲ τὴν ἔνδυση τῆς σάρκας. Ἐπειδὴ δέν μπορούσαμε νά μποῦμε ἐμεῖς, καθὼς μᾶς ἔκλειναν τὴν εἴσοδο τὰ ἁμαρτήματά μας, βγαίνει Ἐκεῖνος σ’ ἐμᾶς. Καί μέ ποιό σκοπὸ βγῆκε;

Γιά νά καταστρέψη τή γεμάτη ἀπὸ ἀγκάθια γῆ καὶ νά τιμωρήση τοὺς γεωργούς; Καθόλου· ἀλλὰ νά καλλιεργήση καὶ νά φροντίση καὶ νά σπείρη τὸν λόγο τῆς εὐσεβείας.

Σπόρο ἐδῶ ἐννοεῖ τή διδασκαλία· χωράφι τίς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων· σπορέα τὸν ἑαυτὸ του.

Καὶ ποία ἡ τύχη τοῦ σπόρου τούτου; Τὰ τρία μέρη χάνονται, μένει τὸ ἕνα. Κι ὅπως ἔσπερνε, μέρος τοῦ σπόρου ἔπεσε κοντὰ στόν δρόμο. Κι ἤρθαν τὰ πουλιὰ καὶ τὸν ἔφαγαν. Δέν εἶπε ὅτι αὐτὸς ἔριξε τὸν σπόρο ἀλλὰ ἔπεσε.

Μέρος τοῦ σπόρου ἔπεσε στήν πέτρα, ὅπου δέν εἶχε χῶμα πολύ· φύτρωσε ἀμέσως ἐπειδὴ δέν εἶχε βάθος ἡ γῆ· τὸ χτύπησε ὁ ἥλιος πού βγῆκε καὶ ἐπειδὴ δέν εἶχε ῥίζα ξεράθηκε. Ἄλλο μέρος ἔπεσε στ’ ἀγκάθια ἀλλὰ τ’ ἀγκάθια ψήλωσαν καὶ ἔπνιξαν τὰ φυτά.

Ἄλλο μέρος ἔπεσε στή καλὴ γῆ κι ἔδωσε καρπὸ στά ἑκατό, καὶ στά ἐξήντα καὶ στά τριάντα. Ὅποιος ἔχει αὐτιὰ ἂς ἀκούη.

Τὸ τέταρτο ἔμεινε μόνο κι ὄχι ἴσο μέ τ’ ἄλλα ἀλλὰ κι ἐδῶ μέ μεγάλη διαφορά. Τὰ ἔλεγε αὐτὰ δείχνοντας ὅτι πλούσια μιλοῦσε σ’ ὅλους.

Κι ὅπως αὐτός πού σπέρνει δὲ χωρίζει τὸ χωράφι πού ἁπλώνεται μπροστὰ του ἀλλὰ ἁπλὰ καὶ χωρὶς νά κάνη διάκριση ῥίχνει τὸν σπόρο, ἔτσι κι αὐτὸς δέν ξεχωρίζει πλούσιο καὶ φτωχό, σοφὸ καὶ ἄσοφο, ὀκνηρὸ καὶ ἐνεργητικό, γενναῖο καὶ δειλό· μιλοῦσε σ’ ὅλους, ἐκπληρώνοντας τὴν ἀποστολὴ Του, ἂν καὶ γνωρίζη τί θὰ συμβεῖ. Θέλει νά ἔχει τὸ δικαίωμα νά πῆ· «τὶ ἔπρεπε νά κάνω πού δέν τὸ ἔκαμα;».

Καὶ οἱ προφῆτες παρομοιάζουν τὸν λαό μέ ἀμπέλι. «Ἀπόχτησε ἀμπέλι ὁ ἀγαπητός», γράφει. Καὶ «μεταφύτεψε ἀμπέλι ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο».

Ὁ Χριστὸς μιλάει γιά σπόρο, γιά νά φανερώση τί πρᾶγμα; Ὅτι τώρα θὰ εἶναι γρήγορη ἡ ὑπακοὴ κι εὐκολώτερη καὶ θὰ δώση ἀμέσως τὸν καρπὸ της. Κι ὅταν ἀκούσετε ὅτι βγῆκε αὐτός πού σπέρνει γιά νά σπείρη, μὴ τὸ θεωρήσετε τοῦτο ταυτολογία.

Γιατὶ αὐτός πού σπέρνει βγαίνει πολλὲς φορὲς καὶ γιά ἄλλη ἐργασία, νά συμπληρώση, νά κάψη τὰ ἄχρηστα χόρτα, νά βγάλη τ’ ἀγκάθια, νά φροντίζη γιά κάτι ἄλλο. Αὐτὸς ὅμως βγῆκε γιά νά σπείρη.

Πέστε μου τώρα, πῶς χάθηκε ὁ περισσότερος σπόρος. Ὄχι ἀπὸ ἀφορμὴ αὐτόν πού ἔσπειρε, ἀλλὰ ἀπὸ ἀφορμὴ τή γῆ πού δέχτηκε τή σπορά, δηλαδὴ, τὴν ψυχή πού δέν ἄκουσε. Καὶ γιατὶ δὲν λέει, ὅτι ἄλλο σπόρο δέχτηκαν οἱ ὀκνηροὶ καὶ τὸν χάλασαν, ἄλλον οἱ πλούσιοι καὶ τὸν ἔπνιξαν κι ἄλλον οἱ ἀδιάφοροι καὶ τὸν πρόδωσαν;

Δὲν θέλει νά τοὺς χτυπήση δυνατά, γιά νά μὴν τοὺς ὁδηγήση στή ἀπόγνωση ἀλλὰ ἀφήνει τὸν ἔλεγχο στή συνείδηση τῶν ἀκροατῶν. Καὶ δέν τὸ ἔπαθε αὐτὸ ὁ σπόρος μονάχα ἀλλὰ καὶ τὸ δίχτυ. Γιατὶ πολλὰ ἄχρηστα ἔφερε κι αὐτό.

Καὶ τοὺς λέει αὐτὴ τὴν παραβολὴ προαλείφοντας καὶ προετοιμάζοντας τοὺς μαθητὰς νά μὴν ἀπογοητεύωνται, ἀκόμα κι ἂν χάνωνται περισσότεροι ἀπ’ ὅσους δέχονται τὸν λόγο. Αὐτὸ ἔγινε καὶ στόν Δεσπότη Χριστό· κι αὐτός πού ἐγνώριζε ἀπὸ πρῶτα ὅτι αὐτὰ θὰ γίνουν, δέν ἀρνήθηκε τή σπορά.

Καὶ πῶς δικαιολογεῖται ἡ σπορὰ πάνω στ’ ἀγκάθια καὶ στήν πέτρα καὶ στόν δρόμο; Βέβαια εἶναι ἀδικαιολόγητη στήν περίπτωση τοῦ πραγματικοῦ σπόρου καὶ τῆς γῆς. Στίς ψυχὲς ὅμως καὶ τή διδασκαλία, γίνεται αὐτὸ ἀφορμή γιά πολὺν ἔπαινο.

Σωστὰ μπορεῖς νά κατηγορήσης τὸν γεωργό πού σπέρνει ἔτσι. Γιατὶ δέν πρόκειται ἡ πέτρα νά γίνη γῆ, καὶ ὁ δρόμος νά μὴν εἶναι δρόμος καὶ τὰ ἀγκάθια ἀγκάθια. Στίς λογικὲς ὅμως ὑπάρξεις δὲν γίνεται ἔτσι. Εἶναι δυνατὸ ἡ πέτρα ν’ ἀλλάξη καὶ νά γίνη εὔφορη γῆ, κι ὁ δρόμος νά μὴν πατιέται πιά, μήτε νά εἶναι ἀνοιχτὸς σ’ ὅλους τοὺς περαστικοὺς ἀλλὰ νά γίνη χωράφι γόνιμο καὶ τ’ ἀγκάθια νά ἑξαφανιστοῦν καὶ οἱ σπόροι νά ἔχουν μεγάλη ἄνεση.

Ἂν δέν ἤταν αὐτὸ σωστό, δὲν θὰ ἔσπερνε Ἐκεῖνος. Κι ἂν δέν ἔγινε σ’ ὅλους μεταβολή, δέν ἐξαρτᾶται ἀπ’ Αὐτόν πού ἔσπειρε ἀλλ’ ἀπ’ αὐτούς πού δὲ θέλησαν ν’ ἀλλάξουν. Ἐκεῖνος ἔκαμε τὸ δικὸ Του ἔργο. Ἂν αὐτοὶ τὸ πρόδωσαν, δέν ἔχει εὐθύνη αὐτός πού ἔδειξε τόση φιλανθρωπία.

Προσέξτε σεῖς ὅτι δέν εἶναι ἕνας ὁ δρόμος τῆς καταστροφῆς ἀλλὰ πολλοὶ καὶ διάφοροι μεταξὺ τους. Οἱ ἄνθρωποι πού παρομοιάζονται μέ δρόμο εἶναι οἱ βάναυσοι καὶ οἱ ὀκνηροὶ καὶ οἱ ἀδιάφοροι· μὲ τὴν πέτρα οἱ πιὸ ἀσθενικοὶ μόνο.

Τὰ πετρώδη μέρη πού δέχτηκαν τὸν σπόρο εἶναι αὐτοί πού ἀκοῦν τὸν λόγο καὶ τὸν δέχονται ἀμέσως μέ χαρά, δὲν ῥιζώνει ὅμως μέσα τους βαθιὰ ἀλλὰ εἶναι προσωρινός. Κι ὅταν ἔρθη θλίψη ἢ διωγμὸς, σκανδαλίζονται ἀμέσως. Σὲ καθέναν πού ἀκούει τὸν λόγο τῆς ἀληθείας καὶ δέν τὸν κατανοεῖ ἔρχεται ὁ πονηρὸς κι ἁρπάζει τὸν σπόρο ἀπὸ τὴν καρδία του.

Αὐτὸς εἶναι ὁ σπόρος πού ἔπεσε στόν δρόμο. Οὔτε εἶναι ἴσο νά ἀπομαραθεῖ ἡ διδασκαλία χωρὶς νά τὴν πειράζη εἴτε νά τὴν κλονίζει κανένας καὶ νά τὸ πάθη αὐτὸ ἐπειδὴ ἀπειλοῦνται δοκιμασίες. Αὐτοὶ πάλι πού μοιάζουν μέ τ’ ἀγκάθια εἶναι πολὺ πιὸ ἀσυγχώρητοι ἀπ’ τοὺς ἄλλους.

Γιά νά μὴν πάθωμε κάτι ἀπ’ αὐτὰ ἂς σκεπάσωμε μέ τὴν προθυμία μας τοὺς λόγους καί μέ τὴν ἀδιακόπη μνήμη. Κι ἂν τοὺς ἁρπάζη ὁ διάβολος, στόν χέρι μας εἶναι νά μὴν τοὺς ἁρπάζη· κι ἂν ξηραίνωνται οἱ σπόροι, δὲν γίνεται αὐτὸ ἀπὸ τή ζέστη –γιατὶ δέν εἶπε ὅτι ξεράθηκαν ἀπὸ τή ζέστη, ἀλλὰ ἐπειδὴ δέν εἴχαν ῥίζα· κι ἂν πνίγεται ὁ λόγος, δὲν γίνεται ἀπὸ τ’ ἀγκάθια ἀλλὰ ἀπ’ αὐτούς πού ἀφήνουν τ’ ἀγκάθια νά μεγαλώσουν.

Εἶναι δυνατό, ἂν θέλης, νά ἐμποδίσης τή βλαβερὴ αὐτή βλάστηση καὶ νά χρησιμοποιήσης τὸν πλοῦτο σου ὅπως πρέπει. Γι’ αὐτὸ δέν εἶπε, ἡ ζωὴ αὐτὴ ἀλλὰ ἡ φροντίδα τῆς ζωῆς αὐτῆς. Οὔτε ὁ πλοῦτος ἀλλὰ ἡ ἀπάτη τοῦ πλούτου.

Ἀφοῦ ἀνάφερε τοὺς τρόπους τῆς ἀπωλείας, θέτει ὕστερα τὴν καλὴ γῆ· δὲ μᾶς ἀφήνει ἔτσι στήν ἀπόγνωση ἀλλὰ μᾶς δίνει τὴν ἐλπίδα τῆς μετανοίας καὶ δείχνει ὅτι εἶναι δυνατὸ ἀπὸ ὅσα εἶπε νά γυρίσωμε σ’ αὐτήν.

Ἀλλὰ πάλι μ’ ὅλο πού ἡ γῆ εἶναι καλή, ἕνας ὁ σπορέας καὶ ὁ σπόρος ὁ ἴδιος, γιατὶ ἄλλος ἀποδίδει στά ἑκατό, ἄλλος στά ἐξήντα κι ἄλλος στά τριάντα; Ἐδῶ πάλι ἡ διαφορὰ βρίσκεται στή φύση τῆς γῆς. Ὅπου ὑπάρχει καλὴ γῆ, εἶναι σ’ αὐτὴ κι ἡ διαφορὰ πολλή. Βλέπετε ὅτι δέν εἶναι αἴτιος ὁ γεωργός, οὔτε ὁ σπόρος ἀλλὰ ἡ γῆ, ποὺ δέχεται τὸ σπόρο· ὄχι ἀνάλογα μέ τή φύση ἀλλά μέ τή γνώμη.

Ἂς ἀκοῦμε αὐτὰ κι ἂς περιτειχίζωμε τὸν ἑαυτὸ μας, δίνοντας προσοχὴ στή διδασκαλία κι ἀφήνοντας τίς ῥίζες νά πάνε βαθιὰ καὶ καθαρίζοντας τὸν ἑαυτὸ μας ἀπ’ ὅλα τὰ βιοτικά. Ἂν ὅμως ἄλλα κάνωμε κι ἄλλα παραμελοῦμε, δέν κερδίζομε τίποτα· κι ἂν δέν χανόμαστε ἔτσι, χανόμαστε ἀλλιώτικα.

Τὶ διαφορὰ ὑπάρχει ἂν χαθοῦμε ὄχι ἐξ αἰτίας τοῦ πλούτου ἀλλὰ ἀπὸ ὀκνηρία, κι ἂν καταστραφοῦμε ὄχι ἀπὸ ὀκνηρία ἀλλὰ ἀπὸ ἀνανδρεία; Κι ὁ γεωργὸς εἴτε ἔτσι εἴτε ἀλλιῶς χάση τὸ σπόρο του, ἴδια λυπᾶται.

Ἂς μὴν παρηγορούμαστε λοιπόν, ἐπειδὴ δέν χανόμαστε μέ ὅλους μαζὶ τοὺς τρόπους· ἂς λυπούμαστε μ’ ὁποῖον τρόπο κι ἂν χανόμαστε κι ἂς κάψωμε τὰ ἀγκάθια, γιατὶ πνίγουν τὸν λόγο.

Ἔχοντας αὐτὸ στόν νοῦ μας, ἂς ἀποφύγωμε τὴν τρυφή, ἂς ἀσκήσωμε τὸ μέτρο μ’ ἐπιμέλεια, γιά νά ἀπολαύσωμε καὶ τή σωματική ὑγεία καὶ νά ἐπιτύχωμε τὰ μελλοντικὰ ἀγαθά, ἀφοῦ ἁπαλλάξωμε τὴν ψυχὴ μας ἀπὸ κάθε ἀδυναμία μέ τή χάρη καὶ τή φιλαθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα κι ἡ δύναμη στούς αἰῶνες. Ἀμήν.

 Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου