Archive for Ιανουαρίου 2021

Κυριακὴ ΙΔ’ Λουκᾶ

31 Ιανουαρίου, 2021

(Λουκ. 19,1-10)

Τῷ καιρῷ ἐκείνω, διήρχετο ὁ Ἰησοῦς

1. τὴν Ἱεριχώ·

2. καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος, καὶ αὐτὸς ἦν ἀρχιτελώνης, καὶ οὗτος ἦν πλούσιος,

3. καὶ ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν τίς ἐστι, καὶ οὐκ ἠδύνατο ἀπὸ τοῦ ὄχλου, ὅτι τῇ ἡλικίᾳ μικρὸς ἦν.

4. καὶ προδραμὼν ἔμπροσθεν ἀνέβη ἐπὶ συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν, ὅτι ἐκείνης ἤμελλε διέρχεσθαι.

5. καὶ ὡς ἦλθεν ἐπὶ τὸν τόπον, ἀναβλέψας ὁ Ἰησοῦς εἶδεν αὐτὸν καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι.

6. καὶ σπεύσας κατέβη, καὶ ὑπεδέξατο αὐτὸν χαίρων.

7. καὶ ἰδόντες πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ὅτι παρὰ ἁμαρτωλῷ ἀνδρὶ εἰσῆλθε καταλῦσαι.

8. σταθεὶς δὲ Ζακχαῖος εἶπε πρὸς τὸν Κύριον· ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν.

9. εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ὅτι σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο, καθότι καὶ αὐτὸς υἱὸς Ἀβραάμ ἐστιν·

10. ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός.

Πρωτ. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν -Ἡ διακαὴς ἐπιθυμία-

31 Ιανουαρίου, 2021

Ἡ διακαὴς ἐπιθυμία

Πολὺ πρὶν ἀρχίσει ἡ Μεγάλη Σαρακοστή, ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἀναγγέλλει ὅτι πλησιάζει καὶ μᾶς καλεῖ νὰ μποῦμε στὴν περίοδο τῆς προετοιμασίας γι’ αὐτήν. Εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ στοιχεῖα τῆς Ὀρθόδοξης λειτουργικῆς παράδοσης τὸ γεγονὸς ὅτι κάθε μεγάλη γιορτὴ ἢ περίοδος – π.χ. τὸ Πάσχα, τὰ Χριστούγεννα, ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ κ.λπ. – προαναγγέλλεται καὶ «ἑτοιμάζεται» ἀπὸ νωρίτερα. Γιατί; Διότι ἡ Ἐκκλησία ἔχει μιὰ βαθιὰ ψυχολογικὴ γνώση τῆς ἀνθρώπινης φύσης.

Ξέροντας τὴν ἔλλειψη αὐτοσυγκέντρωσης καὶ τὴν τρομακτικὴ «κοσμικότητα» τῆς ζωῆς μας, ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἀδυναμία μας νὰ ἀλλάξουμε αὐτόματα, νὰ πᾶμε ξαφνικὰ ἀπὸ τὴ μιὰ πνευματικὴ ἢ διανοητικὴ κατάσταση σὲ μιὰ ἄλλη. Ἔτσι, ἀρκετὰ πρὶν ἀρχίσει ἡ οὐσιαστικὴ προσπάθεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ἡ Ἐκκλησία προκαλεῖ τὴν προσοχή μας στὴ σοβαρότητα τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς καὶ μᾶς καλεῖ νὰ σκεφτοῦμε τὴν σημασία της.

Πρὶν μποῦμε στὴν Μεγάλη Σαρακοστὴ καὶ ἀρχίσουμε νὰ τὴν ζοῦμε, μᾶς παρουσιάζει τὸ νόημά της. Αὐτὴ ἡ προπαρασκευαστικὴ περίοδος περιλαμβάνει τὶς πέντε διαδοχικὲς Κυριακὲς ποὺ προηγοῦνται ἀπὸ τὴν Μεγάλη Σαρακοστή. Κάθε μιὰ ἀπ’ αὐτὲς ἔχει εἰδικὸ ἀνάγνωσμα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ εἶναι ἀφιερωμένη σὲ κάποιο θεμελιακὸ γεγονὸς μετάνοιας.

Ἡ πρώτη ἀναγγελία τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς γίνεται τὴν Κυριακὴ ποὺ διαβάζουμε τὴν Εὐαγγελικὴ περικοπὴ γιὰ τὸν Ζακχαῖο (Λουκ. 19, 1-10). Εἶναι ἡ ἱστορία ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ἦταν πολὺ κοντὸς στὸ ἀνάστημα καὶ δὲν μποροῦσε νὰ δεῖ τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ παρ’ ὅλα αὐτὰ εἶχε τόσο διακαὴ ἐπιθυμία νὰ Τὸν δεῖ ποὺ σκαρφάλωσε σ’ ἕνα δέντρο. Ὁ Ἰησοῦς ἀπάντησε στὴν ἐπιθυμία του καὶ πῆγε στὸ σπίτι του. Ἔτσι τὸ θέμα αὐτῆς τῆς πρώτης προαγγελίας εἶναι ἡ ἐπιθυμία.

Ὁ ἄνθρωπος ἀκολουθεῖ τὶς ἐπιθυμίες του. Μπορεῖ ἀκόμη νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὅλος μιὰ ἐπιθυμία καὶ αὐτὴ τὴν βασικὴ ψυχολογικὴ ἀλήθεια γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση τὴν ἀναγνωρίζει τὸ Εὐαγγέλιο: «Ὅπου γὰρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν» λέει ὁ Χριστός. Μιὰ ἀσίγαστη ἐπιθυμία ξεπερνάει τοὺς φυσικοὺς περιορισμοὺς τοῦ ἀνθρώπου.

Ὅταν παθιασμένα ἐπιθυμεῖ κάτι, κάνει πράγματα ποὺ κάτω ἀπὸ «ὁμαλὲς» συνθῆκες θὰ ἦταν ἀδύνατο νὰ τὰ κάνει. Ἂν καὶ «κοντὸς» ὑπερβαίνει τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Τὸ μόνο πρόβλημα, λοιπόν, εἶναι κατὰ πόσο ἐπιθυμοῦμε πράγματα σωστά, κατὰ πόσο ἡ δύναμη τῆς ἐπιθυμίας μέσα μας σκοπεύει σὲ σωστὸ τέρμα ἢ κατὰ πόσο  ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα «ἄχρηστο πάθος». Ὁ Ζακχαῖος ἐπιθυμοῦσε τὸ «σωστό», ἤθελε νὰ δεῖ καὶ νὰ πλησιάσει τὸν Χριστό.

Ὁ Ζακχαῖος εἶναι τὸ πρῶτο σύμβολο μετάνοιας, γιατὶ ἡ μετάνοια ἀρχίζει σὰν μιὰ ἀνακάλυψη τῆς βαθιᾶς φύσης ὅλης τῆς ἐπιθυμίας: τῆς ἐπιθυμίας γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὴν δικαιοσύνη Του, γιὰ τὴν ἀληθινὴ ζωή. Ὁ Ζακχαῖος εἶναι «κοντός», ἀσήμαντος, ἁμαρτωλός, μὲ περιορισμένη αἴσθηση εὐθύνης, ἀλλὰ ἡ σφοδρὴ ἐπιθυμία του τὰ ξεπερνάει ὅλα αὐτά.

Κατὰ κάποιο τρόπο «ἐκβιάζει» τὸ Χριστὸ νὰ τὸν προσέξει· φέρνει τὸ Χριστὸ στὸ σπίτι του. Ἀκριβῶς αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη ἀγγελία, ἡ πρώτη πρόσκληση· δική μας ὑπόθεση εἶναι τὸ νὰ ἐπιθυμήσουμε αὐτὸ ποὺ εἶναι βαθύτερο καὶ πιὸ ἀληθινὸ μέσα στὸν ἑαυτό μας, νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴν πείνα καὶ τὴν δίψα γιὰ τὸ Ἀπόλυτο ποὺ βρίσκεται μέσα μας, εἴτε τὸ ξέρουμε εἴτε ὄχι, καὶ ποὺ ὅταν ξεκλίνουμε καὶ ἀπομακρύνουμε τὶς ἐπιθυμίες μας ἀπ’ αὐτό, τότε γινόμαστε, πραγματικά, ἕνα «ἄχρηστο πάθος». Ἂν ὅμως ἐπιθυμοῦμε βαθιά, ἐπιθυμοῦμε εἰλικρινά, τότε ὁ Χριστὸς ἀνταποκρίνεται.

Πρωτ. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν

Οι Τρεις Ιεράρχες (έργο του ζωγράφου Α.Φωκα)

30 Ιανουαρίου, 2021

Ευχή – Άγγελος Ερατεινός-

30 Ιανουαρίου, 2021

Να σου μιλούν οι άνεμοι

πολυταξιδεμένοι

να σου γελά ο ουρανός

πάντα στο ίδιο χρώμα

πιο μακριά η θάλασσα

τους καημούς να πνίγει

Πρωινό…

27 Ιανουαρίου, 2021

Χαικου των εποχών (Λούλη Τσαμαντανη)

26 Ιανουαρίου, 2021

Πρωινό …

26 Ιανουαρίου, 2021

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος

25 Ιανουαρίου, 2021

Κυριακὴ ΙΔ᾽Λουκᾶ

24 Ιανουαρίου, 2021

(Λουκ. 18,35-43)

Τῷ καιρῷ ἐκείνω,

35. ἐγένετο δὲ ἐν τῷ ἐγγίζειν αὐτὸν εἰς Ἱεριχὼ τυφλός τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν·

36. ἀκούσας δὲ ὄχλου διαπορευομένου ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα.

37. ἀπήγγειλαν δὲ αὐτῷ ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται.

38. καὶ ἐβόησε λέγων· Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με.

39. καὶ οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ· αὐτὸς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με.

40. σταθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν. ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων· 41. τί σοι θέλεις ποιήσω; ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω.

42. καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.

43. καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν· καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ.

Περὶ τῆς θεραπεὶας τοῦ Τυφλοῦ

24 Ιανουαρίου, 2021

τυφλὸς ἄνθρωπος πού καθόταν μπροστὰ στίς πύλες τῆς Ἱεριχοῦς ἤξερε ὅτι εἶναι τυφλός. Καὶ ἐμεῖς εἴμαστε τυφλοί, ἀλλὰ δέν τὸ ξέρουμε. Ἐκεῖνος τὸ ἤξερε, γιατὶ ὅλοι γύρω του μποροῦσαν νά τοῦ ποῦν ὅ,τι βλέπουν. Μποροῦσαν νά τοῦ περιγράψουν ὅ,τι βλέπουν καὶ ἔτσι ἐκεῖνος μποροῦσε νά καταλάβει τί τοῦ λείπει.

Καὶ ἐμεῖς εἴμαστε τυφλοί. Ἂν συγκριθοῦμε μέ τοὺς ἁγίους, δηλαδή, μέ ἀνθρώπους ὅπως ἐμεῖς πού, ὅμως, ἔγιναν φῶς μέ ὅλη τὴν ψυχὴ τους, ποὺ μάθαιναν νά βλέπουν μέ τὴν καρδία καί με τὸν νοῦ τους, τότε γίνεται σαφές, πόσα δέν βλέπουμε.

Πολὺ ἄσχημο, ὅμως, σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση γιά μᾶς, εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι ὑπάρχουν ἀνάμεσά μας πολὺ λίγοι ἄνθρωποι πού βλέπουν, ἀλλὰ ἀκόμα πιὸ ἄσχημο εἶναι, ὅτι πιστεύουμε, ὅτι αὐτὴ ἡ κατάσταση τῆς πλειονότητας τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἡ κανονική. Καὶ ἐὰν κάποιος –πολὺ σπάνια!– βλέπει, ἀκούει, νιώθει ἢ καταλαβαίνει κάτι ἀσυνήθιστο, τότε τὸν θεωροῦμε ἰδιόρυθμο. Δέν τὸν θεωροῦμε ὡς κριτήριο γιά μᾶς καὶ δέν τὸν ἀφήνουμε νά κρίνει τὴν τυφλότητα καὶ ἀναισθησία μας καὶ νά μᾶς ἀποδείξει ὅτι ζοῦμε πραγματικὰ ὡς νεκροί. Ὄλες τίς ἐποχές, σὲ ὅλες τίς χῶρες ὅπου φανερώθηκαν ἅγιοι, οἱ ἄνθρωποι τοὺς φέρονταν ὅπως φέρθηκαν στόν Χριστό. Τοὺς ἄκουγαν καχύποπτα, περιγελοῦσαν τὰ λόγια τους, δέν ἄκουγαν τίς συμβουλὲς τους καὶ ἀκολουθοῦσαν τὸν δρόμο τους. Καμιὰ φορὰ θαύμαζαν τὰ χαρίσματά τους, ἀλλὰ τὰ θεωροῦσαν τόσο ἀσυνήθιστα καὶ ἀφύσικα, ὥστε δέν εἶχε νόημα νά προσπαθεῖ κανεὶς νά τὰ ἀποκτήσει.

Ἔτσι καὶ τώρα εἴμαστε τυφλοί, δέν βλέπουμε, δέν νιώθουμε. Γι΄αὐτὸ πρέπει νά ἀναρωτηθοῦμε: Τί δέν βλέπουμε? Τότε, ἴσως, θὰ προσπαθήσουμε νά καταλάβουμε καὶ νά ἀκούσουμε πιὸ προσεκτικά.

Δέν βλέπουμε, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀνάμεσα μας, στήν ἐκκλησία, ἔξω ἀπὸ τὸν ναό. Ὁ Κύριος εἶναι παρών παντοῦ. Ζοῦμε,ὅμως, λές καὶ δέν ὑπάρχει. Εἶναι κοντὰ μας, ἀναπνέουμε, κινούμαστε, ὑπάρχουμε μέσα ἀπὸ Αὐτόν. Ἀλλὰ δέν τὸ συνειδητοποιοῦμε. Ἀποδίδουμε σὲ μᾶς ζωή, δύναμη, νοῦ, αἰσθήματα, χαρίσματα καὶ ἐπιτυχία καὶ ἀφήνουμε ἔξω Ἐκεῖνον πού εἶναι ἡ αἰτία ὅλων αὐτῶν. Σχετικά μέ αὐτὸ τὸ γεγονὸς εἴμαστε τυφλοί: Ὁ Κύριος εἶναι ἀνάμεσά μας, ἀλλὰ ἐμεῖς ἀπασχολούμαστε μέ ἄδειες σκέψεις, ἀνόητα συναισθήματα καὶ κενὲς κουβέντες πού μᾶς ἀδειάζουν. Αὐτός, ὅμως, στέκεται σιωπηλὸς κοντὰ μας, σὰν ἕνας ζητιάνος μπροστὰ σὲ μιά πόρτᾳ. Μήπως κάποιος ῥίξει μιά ματιά σ΄Αὐτόν! Μήπως κάποιος Τὸν προσέξει! Μήπως κάποιος νιώσει τὴν παρουσία Του! Μήπως ἀλλάξει ἡ παρουσία Του κάτι στήν καρδιά, στόν νοῦ ἢ στά λόγια, τοὐλάχιστον ἑνὸς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους!

Δέν βλέπουμε. Καὶ εἴμαστε τόσο πολλοί, ὥστε δέν μᾶς φοβίζει ὅτι εἴμαστε τυφλοί. Ὅλοι εἶναι τυφλοί, δηλαδὴ ἡ τυφλότητα εἶναι ἡ κανονικὴ κατάσταση. Τὶ φοβερὸ νά κοιτάζουμε γύρῳ μας καὶ νά εἴμαστε τυφλοί! Κάθε ἄνθρωπος εἶναι μιά εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς, ὅμως, δέν βλέπουμε τίποτα ἰδιαίτερο σ΄ ἕναν ἄνθρωπο. Μάλιστα, ἡ εἰκόνα εἶναι παραμορφωμένη. Μά, ἄραγε, ἔτσι φερόμαστε σὲ μιά εἰκόνα χαλασμένη ἀπὸ ἀνθρώπινη τραχύτητα, ὅπως φερόμαστε σὲ ἕναν ἄνθρωπο?  Ἂν βρίσκαμε μιά τσαλαπατημένη καὶ χαλασμένη εἰκόνα, μέ τί εὐλάβεια καί τί πόνο στήν ψυχὴ θὰ τὴν παίρναμε, θὰ τὴν σφίγγαμε στήν καρδία καὶ θὰ τὴν φέρναμε στό σπίτι μας, ὅπου θὰ τὴν καθαρίζαμε καὶ θὰ τὴν βάζαμε σὰν μάρτυρα κοντὰ στίς ἄλλες εἰκόνες! Θὰ θεωρούσαμε τίς βλάβες σὰν πληγὲς καὶ θὰ αἰσθανόμασταν εὐλάβεια μπροστὰ τους, ἐπειδὴ σ΄αὐτές τίς πληγὲς θὰ ἀναγνωρίζαμε τίς πληγὲς τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἔγινε Ἄνθρωπος, ὅταν Τὸν χτύπησαν οἱ ἄνθρωποι, Τὸν κλώτσησαν μέ τὰ πόδια τους, Τὸν ἔφτυσαν κατάμουτρα, Τὸν περιγέλασαν καὶ Τὸν κοροΐδεψαν. Ὅλα αὐτὰ θὰ μπορούσαμε νά τὰ βλέπουμε σὲ μιά εἰκόνα γραμμένα μέ χρώματα.

Μὰ μπροστὰ μας βρίσκεται μιά εἰκόνα πού δέν εἶναι φτιαγμένη ἀπὸ τὰ χέρια ἑνὸς ἀνθρώπου ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Ἴδιο τὸν Θεό: Ἕνας ἄνθρωπος. Σ΄ ἕναν ἄνθρωπο βλέπουμε ὁ,τιδήποτε ἐκτὸς ἀπὸ μιά εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, καὶ μάλιστα δέν τοῦ φερόμαστε, ὅπως θὰ φερόμασταν σὲ μιά εἰκόνα γιά τὴν ὁποία μόλις σᾶς μίλησα.

Ἄραγε μᾶς πονάει ἡ καρδιά, ὅταν βλέπουμε ἕναν ἄνθρωπο ποὺ κάνει κακὸ ἢ εἶναι γεμάτος ζηλοφθονία?  Ὄχι, δέν μᾶς πονάει, νιώθουμε ἀηδία. Ἀλλὰ ὁ ἄλλος, βλέποντας ἐμᾶς, αἰσθάνεται τὴν ἴδια ἀηδία, ἐπειδὴ δέν εἴμαστε καλύτεροι ἀπὸ αὐτούς πού κρίνουμε. Καὶ συνεπῶς, ἕνας τυφλὸς χτυπάει στό σκοτάδι ἕναν ἄλλο τυφλό καὶ κανεὶς δέν παραδέχεται ὅτι εἶναι τυφλός. Εἶναι τρομερό.

Καὶ κάτι ἄλλο ἀκόμα: Τὸ πᾶν βρίσκεται στά χέρια τοῦ Κυρίου. Ναί, τὸ πῶς ὁ Κύριος ὁδηγεῖ ἕναν ἄνθρωπο στόν δρόμο του εἶναι ἀπρόβλεπτο καὶ κανεὶς δέν μπορεῖ νά τὸ καταλάβει ἐντελῶς: Ὁ δρόμος μπορεῖ νά εἶναι φρικτός, μπορεῖ νά εἶναι γεμάτος φῶς, ὥστε νά θαμπώσουν τὰ μάτια. Μπορεῖ νά εἶναι τόσο σεμνὸς καὶ ἀπαρατήρητος, ὥστε χρειάζεται ὅλη τὴν προσοχὴ μας γιά νά καταλάβουμε τίς πράξεις τοῦ Θεοῦ. Ὅλη ἡ ζωή, ἡ ζωὴ καθενὸς ἀνθρώπου, τοῦ καθενὸς ἀπὸ μᾶς, εἶναι στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅλα ὅσα συμβαίνουν στήν ζωὴ μας, ὅλα –χωρὶς ἐξαίρεση!– ἔχουν νόημα. Ἂν μόνο ἀνοίγαμε τὰ μάτια μας καὶ ἀναρωτιόμασταν: Ποῦ μέ ὁδηγεῖ ὁ Κύριος? Τὶ σημαίνει τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο στήν ζωή μου, ἀντὶ νά κραυγάζουμε: Δέν μὲ βολεύει! Πονάει! Αὐτό μέ ἐκνευρίζει! Δέν τὸ θέλω! Ἄφησέ με, Κύριε, μὲ τοὺς μακαρισμούς Σου, οἱ ὁποῖοι μιλοῦν γιά πεῖνα καὶ δάκρυα, γιά διωγμὸ καὶ μοναξιά. Δέν τὰ θέλω ὅλα αὐτά!

Εἴμαστε τυφλοί. Τυφλοὶ σχετικά μέ τὴν δικὴ μας ζωή, ἀλλὰ καὶ σχετικά με τὴν περιπλοκὴ καὶ πλούσια ζωὴ τῶν ἄλλων πού εἶναι δεμένοι μέ μᾶς. Εἴμαστε τυφλοὶ στό νά καταλαβαίνουμε τοὺς δρόμους τοῦ Θεοῦ στήν ἱστορία, τυφλοὶ σὲ σχέση μέ μοναδικοὺς ἀνθρώπους ἢ ὁλόκληρες ὁμάδες ἀνθρώπων, σὲ πιστοὺς καὶ ἀπίστους, σὲ δικοὺς μας καὶ σὲ ξένους. Στούς δικοὺς μας εἴμαστε τόσο τυφλοὶ ὅσο καὶ στούς ξένους. Ἄραγε δέν εἶναι σαφές, ἂν ἁπλὰ τὸ σκεφτοῦμε λίγο?

Καὶ ἔτσι καθόμαστε στήν σκόνη μπροστὰ στίς πύλες τῆς Ἱεριχοῦς καὶ θεωροῦμε τὸν ἑαυτὸ μας ὅτι δέν εἴμαστε τυφλοί. Καὶ περνάει ὁ Χριστός, ἀλλὰ ἐμεῖς δέν φωνάζουμε δυνατά. Δέν ὑπάρχει ἀνάγκη νά μᾶς μαλώσουν οἱ ἄλλοι νά σωπάσουμε, νά μὴν ἐνοχλήσουμε τὸν Δάσκαλο. Τὶ χρειαζόμαστε ἀπὸ Αὐτόν? Τὰ ξέρουμε ὅλα! Τὶ μπορεῖ νά μᾶς δώσει? Βλέπουμε καὶ ζοῦμε. Ὄχι! Δέν εἶναι ἔτσι. Εἴμαστε τυφλοὶ καὶ νεκροί! Ἀλλὰ μόνο ἀπὸ Αὐτὸν μποροῦμε νά ἀποκτήσουμε τὸ φῶς καὶ τήν ζωή. Καὶ λοιπόν, δέν τὸ βλέπουμε καὶ δέν ζητᾶμε, μὰ Αὐτὸς περνάει. Ἢ σταματάει, χτυπάει τὴν πόρτα τοῦ νοῦ, τῆς καρδίας καὶ τῆς ζωῆς μας μέσα ἀπὸ ὅλα τὰ γεγονότα, μέσα ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, μέσα ἀπὸ ὅλα τὰ συναισθήματα –μέσα ἀπ΄ ὅλα, χωρὶς ἑξαίρεση!– ποὺ γεμίζουν τήν δική μας ζωή καὶ τήν ζωή τοῦ καθενὸς γύρῳ μας, καὶ ὅλων καὶ ὅλου τοῦ κόσμου. Ἐμεῖς, ὅμως, οὔτε ἀκοῦμε τὸ χτύπημα, οὔτε νιώθουμε τὸ βλέμμα τοῦ Κυρίου καὶ δέν ἀνοίγουμε

Ἂς διαβάσουμε ἄλλη μιά φορά ἀκόμα τὴν ἱστορία μέ τὸν τυφλὸ στήν Ἱεριχώ! Ὁ Χριστὸς τὸν ῥωτάει: Τὶ θέλεις νά σοῦ κάνω? Ἐμεῖς θὰ ἀπαντούσαμε: Τίποτα, δέν χρειάζομαι τίποτα. Τὰ ἔχω ὅλα  Ἢ ἀντίθετο, πόσα πράγματα θὰ θέλαμε: Πλοῦτος, φήμη, φιλίες καὶ χίλια ἄλλα πράγματα, ἐκτὸς ἀπὸ Αὐτὸν τὸν Ἴδιο καὶ τὴν Βασιλεία Του. Καὶ γι΄αὐτὸ δέν ἀκοῦμε (ἢ τόσο σπάνια ἀκοῦμε) τὰ λόγια Του: «Νά ἀποκτήσεις τὸ φῶς σου! Ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε. Βρίσκεσαι κοντὰ στό φῶς! Νά τὸ ἀποκτήσεις! Εἶναι στα χέριά σου!» Δέν ἀκοῦμε τέτοια λόγια, ὄχι γιατὶ ἔχουμε μόνο μιά θεωρητική πίστη, χωρὶς δύναμη, ἀλλὰ γιατὶ δέν χρειαζόμαστε τίποτα. Μᾶς φαίνεται, ὅτι βλέπουμε. Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ τρομερό!

Ἂς τὸ σκεφτοῦμε αὐτὸ καλά, γιατὶ ἀκόμα μποροῦμε νά ἀποκτήσουμε τὸ φῶς γιά νά δοῦμε, τὶ πλούσια καὶ θαυμάσια εἶναι ἡ ζωή, πόσο κοντὰ εἶναι ὁ Κύριος σὲ μᾶς, πῶς λάμπει στήν δόξα τῆς αἰωνιότητας, τὶ ταπεινόφρων καὶ ἤρεμος εἶναι, πῶς βρίσκεται ἡ λάμψη τοῦ Κυρίου σὲ κάθε πρόσωπο, ὅπως σὲ κάθε εἰκόνα, πῶς πηγάζει ἀπὸ κάθε γεγονός, σὲ κάθε ἄνθρωπο καὶ μᾶς καλεῖ: Ἀνοίξου! Ἄνοιξε τὰ μάτια σου! Ἄνοιξε τὴν καρδιά σου! Ἀνοίξου! Ἂς εἶναι ἡ θέλησή σου εὐέλικτη καὶ ἐλεύθερη! Ἂς εἶναι τὸ κορμί σου, ὅπως ἡ πλούσια γῆ πρὶν τήν σπορά τοῦ Κυρίου, καὶ τότε θὰ ἔχεις ζωή! Γεννιέται πρῶτα ἡ ζωὴ μέσα στόν ἄνθρωπο καὶ μετὰ ἀπλώνεται γύρω του, σὰν τὸ φῶς σὰν τήν ζέστη, σὰν τήν χαρά, σὰν τὴν αἰωνιότητα! Μᾶς δόθηκε τὸ πᾶν, ἀλλὰ πόσο λίγο τὸ παίρνουμε!

Ἂς μᾶς δώσει ὁ Κύριος τὸ θάρρος νά εἴμαστε γνήσιοι, ἀληθινοὶ καὶ εἰλικρινεῖς! Ἂς μᾶς δώσει ὁ Κύριος χαρά! Τήν χαρά τοῦ νά ἀποκτήσουμε τὸ φῶς! Ἀμὴν.

Μητρ. Ἀντωνίου Bloom