Δοσμένος ἀπόλυτα
στὴν ἔκπαγλη καταιγίδα
γιομάτος ἤχους
ὁδοιποροῦσα κι ἀνάπνεα σύμβολα
δίχως νὰ βλέπω πιὰ
τοῦ κόσμου μας τὴν ὑδατογραφία
βιώματα εὐδιάλυτα
κι ὁ ἄνθρωπος
πλήρης ἀπὸ ἔρεβος
ἀνάμεσα στὰ τόσα φῶτα
καὶ τὴν ἡλιοσύνη.
Χαιρόμουνα λάμποντας
ἀπὸ θαυμάσιο σκοτάδι
στὸν Ἄθωνα
πυραχτομένον ἀπ’ τὴν καταιγίδα.
Βροτὸς ὁ θάνατος
πετσὶ καὶ κόκαλο
βαθύτερος ἀντίκρυ
στὴν ἀγάπη
κι ὁ χρόνος ἤτανε χαρμόσυνη διάρκεια
βαθύτερος ὁ κόσμος
μεσ’ στὰ μοναστήρια.
Κι ἐγὼ ὁδοιποροῦσα ὁλομόναχος
ἀγγίζοντας τὸ εὔοσμο κενὸ
γιὰ νὰ στηρίζομαι
δίχως οὔτε τὰ βήματα
στὴν ἀνύφαντρη νύχτα
στοχάζοντας ἐδῶ στὸν Ἄθωνα
πῶς ὅταν βλέπω
στὴν θανάσιμη Ἀθήνα
τοὺς σκουπιδιάρηδες νὰ πετοῦν ἔρημα
τὰ σκουπίδια στ΄ἀβυσσαλέα τους αὐτοκίνητα
μοῦ’ ρχεται γοερὰ νὰ φωνάξω:
Πετάχτε μὲ καὶ μένα μέσα.
(Νίκος Καροῦζος-Τὰ ποιήματα-τ.β’ Ἴκαρος)