Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου

26 Απριλίου, 2024

st.lazaros-larnaka-cyprus[1]

Τὸ προοίμιο τοῦ Σταυροῦ.

«Τὴν ψυχωφελῆ, πληρώσαντες Τεσσαρακοστήν, καὶ τὴν Ἁγίαν Ἑβδομάδα τὸ σόν πάθος, αἰτοῦμεν κατιδεῖν Φιλάνθρωπε, τοῦ δοξάσαι ἐν αὐτῇ τὰ μεγαλεῖά σου, καὶ τήν ἄφατον δι΄ ἡμᾶς οἰκονομίαν σου, ὁμοφρόνως μελῳδοῦντες, Κύριε δόξα σοι».

Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ στιχηροῦ στὸν ἑσπερινό τῆς Παρασκευῆς, πρὶν τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, τελειώνει ἡ Μεγάλη Σαρακοστή. Μπαίνουμε πιὰ στὴν «Ἁγία Ἑβδομάδα», στὴν περίοδο τοῦ ἑορτασμοῦ τῶν παθῶν τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θανάτου καὶ τῆς Ἀναστάσεώς Του. Περίοδος ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου.

Τὰ γεγονότα τῆς διπλῆς γιορτῆς, ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου καὶ ἡ εἴσοδος τοῦ Κυρίου στὰ Ἱεροσόλυμα, ἀναφέρονται στὰ λειτουργικὰ κείμενα σὰν «προοίμιο τοῦ Σταυροῦ». Ἔτσι, γιὰ νὰ καταλάβουμε καλύτερα αὐτὰ τὰ γεγονότα, θὰ πρέπει νὰ τὰ δοῦμε μέσα στὰ πλαίσια τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας.

Τὸ κοινὸ ἀπολυτίκιο τῶν δύο αὐτῶν ἡμερῶν: «Τὴν κοινὴν ἀνάστασιν πρὸ τοῦ σοῦ πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον, Χριστὲ ὁ Θεός…» μᾶς βεβαιώνει, μὲ κατηγορηματικὸ τρόπο, γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς κοινῆς ἀνάστασης.

Εἶναι πολὺ σημαντικὸ ὅτι μία ἀπὸ τὶς μεγάλες γιορτὲς τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ θριαμβευτικὴ εἴσοδος τοῦ Κυρίου στὰ Ἱεροσόλυμα, γίνεται ὁ ὁδηγὸς στὴν πορεία μας μέσα στὸ σκοτάδι τοῦ Σταυροῦ. Ἔτσι τὸ φῶς καὶ ἡ χαρὰ λάμπουν ὄχι μόνο στὸ τέλος τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας ἀλλὰ καὶ στὴν ἀρχή της.

Τὸ φῶς καὶ ἡ χαρὰ φωτίζουν αὐτὸ τὸ σκοτάδι καὶ ἀποκαλύπτουν τὸ βαθὺ καὶ τελικὸ νόημά του.

Ὅλοι ὅσοι εἶναι ἐξοικειωμένοι μὲ τὴν Ὀρθόδοξη λατρεία γνωρίζουν τὸν ἰδιότυπο, σχεδὸν παράδοξο, χαρακτήρα τῶν ἀκολουθιῶν τοῦ Σαββάτου τοῦ Λαζάρου.

Εἶναι, θὰ λέγαμε, Κυριακὴ καὶ ὄχι Σάββατο, δηλαδὴ ἔχουμε μέσα στὸ Σάββατο ἀναστάσιμη ἀκολουθία. Ξέρουμε ὅτι τὸ Σάββατο εἶναι βασικὰ ἀφιερωμένο στοὺς τεθνεῶτες καὶ ἡ Θεία Λειτουργία γίνεται στὴ μνήμη τους. Ὅμως τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου εἶναι διαφορετικό.

Ἡ χαρὰ ποὺ διαποτίζει τὶς ἀκολουθίες αὐτῆς τῆς ἡμέρας τονίζει ἕνα κεντρικὸ θέμα: τὴν ἐπερχόμενη νίκη τοῦ Χριστοῦ κατὰ τοῦ Ἅδη.

Ἅδης εἶναι ὁ βιβλικὸς ὅρος ποὺ χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ ὁρίσει τὸ θάνατο μὲ τὴν παγκόσμια δύναμή του, ποὺ μὲ τὰ ἀδιαπέραστα σκότη καὶ τὴ φθορὰ καταπίνει κάθε ζωὴ καὶ δηλητηριάζει ὁλόκληρο τὸ σύμπαν. Ἀλλὰ τώρα, μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, ὁ «θάνατος ἀρχίζει νὰ τρέμει».

Ἀκριβῶς ἀπὸ δῶ ἀρχίζει ἡ ἀποφασιστικὴ μονομαχία ἀνάμεσα στὴ Ζωὴ καὶ τὸ Θάνατο καὶ μᾶς προσφέρει τὸ κλειδὶ γιὰ μία πλήρη κατανόηση τοῦ λειτουργικοῦ μυστηρίου τοῦ Πάσχα.

Στὴν πρώτη Ἐκκλησία, τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου ὀνομαζόταν «ἀναγγελία τοῦ Πάσχα».

Πραγματικὰ αὐτὸ τὸ Σάββατο ἀναγγέλει, προμηνύει, τὸ ὑπέροχο φῶς καὶ τὴ γαλήνη τοῦ ἑπομένου Σαββάτου, τοῦ Ἁγίου καὶ Μεγάλου Σαββάτου, ποὺ εἶναι ἡμέρα τοῦ Ζωηφόρου Τάφου.

Τὸ πρῶτο μας βῆμα ἂς εἶναι ἡ προσπάθεια νὰ καταλάβουμε τὸ ἑξῆς: ὁ Λάζαρος, ὁ φίλος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ προσωποποίηση ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ φυσικὰ κάθε ἀνθρώπου ξεχωριστὰ. Ἡ Βηθανία, ἡ πατρίδα τοῦ Λαζάρου, εἶναι τὸ σύμβολο ὅλου τοῦ κόσμου, εἶναι ἡ πατρίδα τοῦ καθενός. Ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς δημιουργήθηκε νὰ εἶναι φίλος τοῦ Θεοῦ καὶ κλήθηκε σ’ αὐτὴ τὴ θεϊκὴ Φιλία ποὺ εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, ἡ κοινωνία μαζί Του, ἡ συμμετοχὴ στὴ ζωή Του.

«Ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων» (Ἰω. 1, 4). Καὶ ὅμως αὐτὸς ὁ φίλος (ὁ ἄνθρωπος), τὸν ὁποῖο τόσο ἀγαπάει ὁ Θεὸς καὶ τὸν ὁποῖο μόνο ἀπὸ ἀγάπη δημιούργησε, δηλαδὴ τὸν ἔφερε στὴ ζωή, τώρα καταστρέφεται, ἐκμηδενίζεται ἀπὸ μία δύναμη ποὺ δὲν τὴ δημιούργησε ὁ Θεός: τὸ θάνατο.

Ὁ Θεὸς συναντάει μέσα στὸν κόσμο, ποὺ Αὐτὸς δημιούργησε, μία δύναμη ποὺ καταστρέφει τὸ ἔργο Του καὶ ἐκμηδενίζει τὸ σχέδιό Του. Ἔτσι ὁ κόσμος δὲν εἶναι πιὰ παρὰ θρῆνος καὶ πόνος, δάκρυα καὶ θάνατος.

Πῶς εἶναι δυνατὸν αὐτό; Πῶς συνέβηκε κάτι τέτοιο; Αὐτὰ εἶναι ἐρωτήματα ποὺ διαφαίνονται στὴ λεπτομερῆ διήγηση ποὺ κάνει ὁ Ἰωάννης στὸ Εὐαγγέλιό του γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὅταν ἔφτασε στὸν τάφο τοῦ φίλου Του Λαζάρου. «Ποῦ τεθείκατε αὐτόν; λέγουσι αὐτῷ· Κύριε ἔρχου καὶ ἴδε.

Ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησοῦς». (Ἰω. 11, 35). Γιατί, ἀλήθεια, ὁ Κύριος δακρύζει βλέποντας τὸ νεκρὸ Λάζαρο ἀφοῦ γνωρίζει ὅτι σὲ λίγα λεπτὰ ὁ ἴδιος θὰ τοῦ δώσει ζωή; Μερικοὶ Βυζαντινοὶ ὑμνογράφοι βρίσκονται σὲ ἀμηχανία σχετικὰ μὲ τὸ ἀληθινὸ νόημα αὐτῶν τῶν δακρύων.

Μιλᾶνε γιὰ δάκρυα ποὺ χύνει ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἡ δύναμη τῆς ἀνάστασης ἀνήκει στὴ θεϊκή Του φύση. Ἡ Ὀρθόδοξη ὅμως Ἐκκλησία μᾶς διδάσκει ὅτι ὅλες οἱ πράξεις τοῦ Χριστοῦ ἦταν «Θεανδρικές», δηλαδὴ θεϊκὲς καὶ ἀνθρώπινες ταυτόχρονα. Οἱ πράξεις Του εἶναι πράξεις ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ Θεοῦ-Ἀνθρώπου, τοῦ σαρκωμένου Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.

Αὐτός, λοιπόν, ποὺ δακρύζει δὲν εἶναι μόνο Ἄνθρωπος ἀλλὰ καὶ Θεός, καὶ Αὐτὸς ποὺ καλεῖ τὸν Λάζαρο νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν τάφο δὲν εἶναι μόνο Θεὸς ἀλλὰ καὶ Ἄνθρωπος ταυτόχρονα. Ἑπομένως αὐτὰ τὰ δάκρυα εἶναι θεία δάκρυα. Ὁ Ἰησοῦς κλαίει γιατί βλέπει τὸ θρίαμβο τοῦ θανάτου καὶ τῆς καταστροφῆς στὸν κόσμο τὸ δημιουργημένο ἀπὸ τὸν Θεό.

«Κύριε, ἤδη ὄζει…», λέει ἡ Μάρθα καὶ μαζί της oἱπαρεστῶτες Ἰουδαῖοι, προσπαθώντας νὰ ἐμποδίσουν τὸν Ἰησοῦ νὰ πλησιάσει τὸ νεκρό. Αὐτὴ ἡ φοβερὴ προειδοποίηση ἀφορᾶ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ὅλη τὴ ζωή. Ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς.

Αὐτὸς κάλεσε τὸν ἄνθρωπο νὰ ζήσει μέσα στὴ θεία πραγματικότητα τῆς ζωῆς καὶ ἐκεῖνος τώρα «ὄζει» (μυρίζει ἄσχημα). Ὁ κόσμος δημιουργήθηκε νὰ ἀντανακλᾶ καὶ νὰ φανερώνει τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκεῖνος «ὄζει»…

Στὸν τάφο τοῦ Λαζάρου ὁ Θεὸς συναντᾶ τὸ Θάνατο, τὴν πραγματικότητα ποὺ εἶναι ἀντὶ-ζωή, ποὺ εἶναι διάλυση καὶ ἀπόγνωση. Ὁ Θεὸς συναντᾶ τὸν ἐχθρό Του, ὁ ὁποῖος τοῦ ἀπέσπασε τὸν κόσμο Του καὶ ἔγινε ὁ ἴδιος «ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου».

Καὶ ὅλοι ἐμεῖς ποὺ ἀκολουθοῦμε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καθὼς πλησιάζει στὸν τάφο τοῦ Λαζάρου, μπαίνουμε μαζί Του στὴ «δική Του ὥρα» («ἰδοὺ ἤγγικεν ἡ ὥρα…»)· στὴν ὥρα γιὰ τὴν ὁποία πολὺ συχνὰ εἶχε μιλήσει καὶ τὴν εἶχε παρουσιάσει σὰν τὸ ἀποκορύφωμα, τὸ πλήρωμα ὁλοκλήρου τοῦ ἔργου Του.

Ὁ Σταυρός, ἡ ἀναγκαιότητά του καὶ τὸ παγκόσμιο νόημά του ἀποκαλύπτονται μὲ τὴν πολὺ σύντομη φράση τοῦ Εὐαγγελίου: «καὶ ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησοῦς…». Τώρα μποροῦμε νὰ καταλάβουμε γιατί δάκρυσε : ἀγαποῦσε τὸ φίλο Του Λάζαρο καὶ γι’ αὐτὸ εἶχε τὴ δύναμη νὰ τὸν φέρει πίσω στὴ ζωή.

Ἡ δύναμη τῆς Ἀνάστασης δὲν εἶναι ἁπλὰ μία θεϊκὴ «δύναμη αὐτὴ καθ’ ἑαυτήν», ἀλλὰ εἶναι δύναμη ἀγάπης, ἢ μᾶλλον ἡ ἀγάπη εἶναι δύναμη.

Ὁ Θεὸς εἶναι Ἀγάπη καὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι Ζωή. Ἡ Ἀγάπη δημιουργεῖ Ζωή… Ἡ Ἀγάπη, λοιπόν, εἶναι ἐκείνη ποὺ κλαίει μπροστὰ στὸν τάφο καὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ἐκείνη ποὺ ἐπαναφέρει τὴ ζωή.

Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῶν θεϊκῶν δακρύων τοῦ Ἰησοῦ. Μέσα ἀπ’ αὐτὰ ἡ ἀγάπη ἐνεργοποιεῖται καὶ πάλι· ἀναδημιουργεῖ, ἀπολυτρώνει, ἀποκαθιστᾶ τὴ σκοτεινὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου: «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω!..» Προσταγὴ ἀπολύτρωσης. Κάλεσμα στὸ φῶς.

Ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου εἶναι τὸ προοίμιο καὶ τοῦ Σταυροῦ, σὰν τὴ μέγιστη θυσία τῆς ἀγάπης, καὶ τῆς Ἀνάστασης, σὰν τὸν τελικὸ θρίαμβο τῆς ἀγάπης.

 π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν

Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία

20 Απριλίου, 2024

Τὸν Βίο τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας συνέγραψε ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων († 11 Μαρτίου), ὁ ὁποῖος συνέγραψε διάφορα ἀσκητικὰ καὶ ὑμνογραφικὰ κείμενα ποὺ διαποτίζονται ἀπὸ τὸ  πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας καὶ τῆς ἀσκητικῆς παραδόσεως.

Ἡ Ὁσία Μαρία γεννήθηκε στὴν Αἴγυπτο καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ (527 – 565 μ.Χ.). Ἀπὸ τὰ δώδεκα χρόνια της πέρασε στὴν Αἴγυπτο μία ζωὴ ἀσωτίας, ἀφοῦ ἀπὸ τὴν μικρὴ αὐτὴ ἡλικία διέφθειρε τὴν παρθενία της καὶ εἶχε ἀσυγκράτητο καὶ ἀχόρταγο τὸ πάθος τῆς σαρκικῆς μείξεως.

Ζώντας αὐτὴν τὴν ζωὴ δὲν εἰσέπραττε χρήματα, ἀλλὰ ἁπλῶς ἱκανοποιοῦσε τὸ πάθος της. Ἡ ἴδια ἐξαγορεύθηκε στὸν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ ὅτι διετέλεσε: «δημόσιον προκείμενη τῆς ἀσωτίας ὑπέκκαυμα, οὐ δόσεώς τινος, μὰ τὴν ἀλήθειαν, ἕνεκεν», κάνοντας δηλαδὴ τὸ ἔργο της δωρεάν, «ἐκτελοῦσα τὸ ἐν ἐμοὶ καταθύμιον».

Καὶ ὅπως τοῦ ἀπεκάλυψε, εἶχε ἀκόρεστη ἐπιθυμία καὶ ἀκατάσχετο ἔρωτα νὰ κυλιέται στὸ βόρβορο ποὺ ἦταν ἡ ζωή της καὶ σκεπτόταν ἔτσι ντροπιάζοντας τὴν ἀνθρώπινη φύση.

Λόγω τῆς ἄσωτης ζωῆς καὶ τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας ποὺ εἶχε, κάποια φορὰ ἀκολούθησε τοὺς προσκυνητὲς ποὺ πήγαιναν στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸν Τίμιο Σταυρό. Καὶ αὐτὸ τὸ ἔκανε, ὄχι γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸν Τίμιο Σταυρό, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἔχει πολλοὺς ἐραστὲς ποὺ θὰ ἦταν ἕτοιμοι νὰ ἱκανοποιήσουν τὸ πάθος της.

Περιγράφει δὲ καὶ ἡ ἴδια ρεαλιστικὰ  καὶ τὸν τρόπο ποὺ ἐπιβιβάστηκε στὸ πλοιάριο. Καί, ὅπως ἡ ἴδια ἀποκάλυψε, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ της δὲν ὑπῆρχε εἶδος ἀσέλγειας ἀπὸ ὅσα λέγονται καὶ δὲν λέγονται, τοῦ ὁποίου δὲν ἔγινε διδάσκαλος σὲ ἐκείνους τοὺς ταλαίπωρους ταξιδιῶτες.

Καὶ ἡ ἴδια ἐξέφρασε τὴν ἀπορία της γιὰ τὸ πῶς ἡ θάλασσα ὑπέφερε τὶς ἀσωτίες της καὶ γιατί ἡ γῆ δὲν ἄνοιξε τὸ στόμα της καὶ δὲν τὴν κατέβασε στὸν ἅδη, ἐπειδὴ εἶχε παγιδεύσει τόσες ψυχές.

Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ αὐτοῦ δὲν ἀρκέστηκε στὸ ὅτι διέφθειρε τοὺς νέους, ἀλλὰ διέφθειρε καὶ πολλοὺς ἄλλους ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως καὶ τοὺς ξένους ἐπισκέπτες.

Καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα ποὺ πῆγε κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, περιφερόταν στοὺς δρόμους «ψυχὰς νέων ἀγρεύουσα».

Αἰσθάνθηκε ὅμως, βαθιὰ μετάνοια ἀπὸ ἕνα θαυματουργικὸ γεγονός. Ἐνῷ εἰσερχόταν στὸ ναὸ γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸ Ξύλο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, κάποια δύναμη τὴν ἐμπόδισε νὰ προχωρήσει.

Στὴν συνέχεια στάθηκε μπροστὰ σὲ μία εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἔδειξε μεγάλη μετάνοια καὶ ζήτησε τὴν καθοδήγηση καὶ βοήθεια τῆς Παναγίας. Μὲ τὴν βοήθεια τῆς Θεοτόκου εἰσῆλθε ἀνεμπόδιστα αὐτὴ τὴν φορὰ στὸν ἱερὸ ναὸ καὶ προσκύνησε τὸν Τίμιο Σταυρό.

Στὴν συνέχεια, ἀφοῦ εὐχαρίστησε τὴν Παναγία, ἄκουσε φωνὴ ποὺ τὴν προέτρεπε νὰ πορευθεῖ στὴν ἔρημο, πέραν τοῦ Ἰορδάνου.

Ἀμέσως ζήτησε τὴν συνδρομὴ καὶ τὴν προστασία τῆς Θεοτόκου καὶ πῆρε τὸν δρόμο της πρὸς τὴν ἔρημο, ἀφοῦ προηγουμένως πέρασε ἀπὸ τὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Βαπτιστοῦ στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ καὶ κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.

Στὴν ἔρημο ἔζησε σαράντα ἑπτὰ χρόνια, χωρὶς ποτὲ νὰ συναντήσει ἄνθρωπο.

Κατὰ τὰ πρῶτα δεκαεπτὰ χρόνια στὴν ἔρημο, πάλεψε πολὺ σκληρὰ γιὰ νὰ νικήσει τοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς ἐπιθυμίες της, οὐσιαστικὰ γιὰ νὰ νικήσει τὸν διάβολο ποὺ τὴν πολεμοῦσε μὲ τὶς ἀναμνήσεις τῆς προηγούμενης ζωῆς.

Ἡ Ὁσία ζοῦσε δεκαεπτὰ χρόνια στὴν ἔρημο «θηρσὶν ἀνημέροις ταῖς ἀλόγοις ἐπιθυμίαις πυκτεύουσα». Εἶχε πολλὲς ἐπιθυμίες φαγητῶν, ποτῶν καὶ «πορνικῶν ᾀσμάτων» καὶ πολλοὺς λογισμοὺς ποὺ τὴν ὠθοῦσαν πρὸς τὴν πορνεία. Ὅμως, ὅταν ἐρχόταν κάποιος λογισμὸς μέσα της, ἔπεφτε στὴν γῆ, τὴν ἔβρεχε μὲ δάκρυα καὶ δὲν σηκωνόταν ἀπὸ τὴ γῆ «ἕως ὅτου τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ γλυκὺ περιέλαμψεν καὶ τοὺς λογισμοὺς τοὺς ἐνοχλοῦντας μοι ἐδίωξεν».

Συνεχῶς προσευχόταν στὴν Παναγία, τὴν ὁποία εἶχε ἐγγυήτρια τῆς ζωῆς τῆς μετανοίας ποὺ ἔκανε. Τὸ ἱμάτιό της σχίσθηκε καὶ καταστράφηκε καὶ ἔκτοτε παρέμεινε γυμνή.

Καιγόταν ἀπὸ τὸν καύσωνα καὶ ἔτρεμε ἀπὸ τὸν παγετὸ καὶ «ὡς πολλάκις με χαμαὶ πεσοῦσαν ἄπνουν μεῖναι σχεδὸν καὶ ἀκίνητον».

Ὕστερα ἀπὸ σκληρὸ ἀγῶνα, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν συνεχὴ προστασία τῆς Παναγίας, ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς ἐπιθυμίες, ὁπότε μεταμορφώθηκε τὸ λογιστικὸ καὶ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς της, καθὼς ἐπίσης ἐθεώθηκε καὶ τὸ σῶμα της.

Λόγω τῆς μεγάλης πνευματικῆς της καταστάσεως στὴν ὁποία ἔφθασε ἡ Ὁσία Μαρία, ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ διορατικὸ χάρισμα.

Ἦταν γυμνὴ ἀλλὰ τὸ σῶμα της ὑπερέβη τὶς ἀνάγκες τῆς φύσεως. Λέγει ἡ ἴδια: «Γυνὴ γὰρ εἰμί, καὶ γυμνή, καθάπερ ὁρᾷς, καὶ τὴν αἰσχύνην τοῦ σώματός μου ἀπερικάλυπτον ἔχουσα».

Τὸ σῶμα τρεφόταν μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ: «Τρέφομαι γὰρ καὶ σκέπτομαι τῷ ῥήματι τοῦ Θεοῦ διακρατοῦντος τὰ σύμπαντα». Στὴ περίπτωσή της, ὅπως καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις Ἁγίων, παρατηροῦμε ὅτι ἀναστέλλονται οἱ ἐνέργειες τοῦ σώματος.

Αὐτὴ ἡ ἀναστολὴ τῶν σωματικῶν ἐνεργειῶν ὀφειλόταν στὸ ὅτι ἡ ψυχή της δεχόταν τὴν ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὴ ἡ θεία ἐνέργεια διαπορθμευόταν καὶ στὸ σῶμα της: «Ἀρκεῖν εἰποῦσα τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος, ὥστε συντηρεῖν τὴν οὐσίαν τῆς ψυχῆς ἀμίαντον».

Ἐκείνη τὴν περίοδο ἀσκήτευε σὲ ἕνα μοναστήρι ὁ Ἱερομόναχος Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς († 4 Ἀπριλίου), ποὺ ἦταν κεκοσμημένος μὲ ἁγιότητα βίου.

Ἔβλεπε θεία ὁράματα, καθὼς τοῦ εἶχε δοθεῖ τὸ χάρισμα τῶν θείων ἐλλάμψεων, λόγω τοῦ ὅτι ζοῦσε μέχρι τὰ πενήντα τρία του χρόνια μὲ μεγάλη ἄσκηση καὶ ἦταν φημισμένος στὴν περιοχή του.

Τότε, ὅμως, εἰσῆλθε μέσα του ἕνας λογισμὸς κάποιας πνευματικῆς ὑπεροψίας, γιὰ τὸ ἂν δηλαδὴ ὑπῆρχε ἄλλος μοναχὸς ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ὠφελήσει ἢ νὰ τοῦ διδάξει κάποιο καινούργιο εἶδος ἀσκήσεως.

Ὁ Θεός, γιὰ νὰ τὸν διδάξει καὶ νὰ τὸν διορθώσει, τοῦ ἀποκάλυψε ὅτι κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ φθάσει στὴν τελειότητα.

Καὶ στὴν συνέχεια τοῦ ὑπέδειξε νὰ πορευθεῖ σὲ ἕνα μοναστήρι ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὸν Ἰορδάνη ποταμό.

Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ὑπάκουσε στὴν φωνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ πῆγε στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, ποὺ τοῦ ὑποδείχθηκε.

Ἐκεῖ συνάντησε τὸν ἡγούμενο καὶ τοὺς μοναχούς, καὶ διέκρινε ὅτι ἀκτινοβολοῦσαν τὴ Χάρη καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ζώντας ἔντονη μοναχικὴ ζωὴ μὲ ἀκτημοσύνη, μὲ μεγάλη ἄσκηση καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή.

Στὸ μοναστήρι αὐτὸ ὑπῆρχε ἕνας κανόνας. Σύμφωνα μὲ αὐτόν, τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς πρὸ τῆς ἐνάρξεως τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ἀφοῦ οἱ μοναχοὶ κοινωνοῦσαν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, προσεύχονταν καὶ ἀσπάζονταν μεταξύ τους, καὶ ἔπειτα ἐλάμβαναν ὁ καθένας  τους μερικὲς τροφὲς καὶ ἔφευγαν στὴν ἔρημο πέραν τοῦ Ἰορδάνου, γιὰ νὰ ἀγωνισθοῦν κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς τὸν ἀγῶνα τῆς ἀσκήσεως.

Ἐπέστρεφαν δὲ στὸ μοναστήρι τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, γιὰ νὰ ἑορτάσουν τὰ Πάθη, τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Εἶχαν ὡς κανόνα νὰ μὴν συναντᾶ κανεὶς τὸν ἄλλο ἀδελφὸ στὴν ἔρημο καὶ νὰ μὴν τὸν ἐρωτᾶ, ὅταν ἐπέστρεφαν, γιὰ τὸ εἶδος τῆς ἀσκήσεως ποὺ ἔκανε τὴν περίοδο αὐτή.

Αὐτὸν τὸν κανόνα ἐφάρμοσε καὶ ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς. Ἀφοῦ ἔλαβε ἐλάχιστες τροφές, βγῆκε ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ πορεύθηκε στὴν ἔρημο, ἔχοντας τὴν ἐπιθυμία νὰ εἰσέλθει ὅσο μποροῦσε πιὸ βαθειὰ σὲ αὐτή, μὲ τὴν ἐλπίδα μήπως συναντήσει κάποιον ἀσκητὴ ποὺ θὰ τὸν βοηθοῦσε νὰ φθάσει σὲ αὐτὸ ποὺ ποθοῦσε. Πορευόταν προσευχόμενος καὶ τρώγοντας ἐλάχιστα. Κοιμόταν δὲ ὅπου εὑρισκόταν.

Εἶχε περπατήσει μία πορεία εἴκοσι ἡμερῶν ὅταν, κάποια στιγμὴ ποὺ κάθισε νὰ ξεκουραστεῖ καὶ ἔψελνε, εἶδε στὸ βάθος μία σκιὰ ποὺ ἔμοιαζε μὲ ἀνθρώπινο σῶμα.

Στὴν ἀρχὴ θεώρησε ὅτι ἦταν δαιμονικὸ φάντασμα, ἀλλὰ ἔπειτα διαπίστωσε ὅτι ἦταν ἄνθρωπος. Αὐτὸ τὸ ὂν ποὺ ἔβλεπε ἦταν γυμνό, εἶχε μαῦρο σῶμα –τὸ σῶμα αὐτὸ προερχόταν ἀπὸ τὶς ἡλιακὲς ἀκτῖνες– καὶ εἶχε στὸ κεφάλι του λίγες ἄσπρες τρίχες, ποὺ δὲν ἔφθαναν πιὸ κάτω ἀπὸ τὸν λαιμό.

Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ἔβλεπε τὴν Ὁσία Μαρία, τὴν ὥρα ποὺ προσευχόταν.

Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία ἀσκοῦσε τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ μάλιστα ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς τὴν εἶδε ὅταν ἐκείνη ὕψωσε τὰ μάτια της στὸν οὐρανὸ καὶ ἅπλωσε τὰ χέρια της καὶ «ἤρξατο εὔχεσθαι ὑποψιθυρίζουσα· φωνὴ δὲ αὐτῆς οὐκ ἠκούετο ἔναρθρος».

Καὶ σὲ κάποια στιγμή, ἐνῷ ἐκεῖνος καθόταν σύντρομος, «ὁρᾷ αὐτὴν ὑψωθεῖσαν ὡς ἕνα πῆχυν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τῷ ἀέρι κρεμαμένην καὶ οὕτω προσεύχεσθαι».

Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς προσπάθησε νὰ πλησιάσει, γιὰ νὰ διαπιστώσει τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔβλεπε, ἀλλὰ τὸ ἀνθρώπινο ἐκεῖνο ὂν ἀπομακρυνόταν.

Ἔτρεχε ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, ἔτρεχε καὶ ἐκεῖνο. Καὶ ὁ Ἀββᾶς κραύγαζε μὲ δάκρυα πρὸς αὐτὸ ὥστε νὰ σταματήσει, γιὰ νὰ λάβει τὴν εὐλογία του.

Ἐκεῖνο ὅμως δὲν ἀνταποκρινόταν. Μόλις ἔφθασε ὁ Ἀββᾶς σὲ κάποιο χείμαρρο καὶ ἀπόκαμε, ἐκεῖνο τὸ ἀνθρώπινο ὂν ἀφοῦ τὸν ἀποκάλεσε μὲ τὸ μικρό του ὄνομα, πρᾶγμα ποὺ προκάλεσε μεγάλη ἐντύπωση στὸν Ἀββᾶ, τοῦ εἴπε ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ γυρίσει καὶ νὰ τὸν δεῖ κατὰ πρόσωπο, γιατί εἶναι γυναῖκα γυμνὴ καὶ ἔχει ἀκάλυπτα τὰ μέλη τοῦ σώματός της.

Τὸν παρακάλεσε, ἂν θέλει, νὰ τῆς δώσει τὴν εὐχή του καὶ νὰ τῆς ρίξει ἕνα κουρέλι ἀπὸ τὰ ροῦχα του, γιὰ νὰ καλύψει τὸ γυμνὸ σῶμα της.

Ὁ Ἀββᾶς ἔκανε ὅτι τοῦ εἶπε καὶ τότε ἐκείνη στράφηκε πρὸς αὐτόν. Ὁ Ἀββᾶς ἀμέσως γονάτισε γιὰ νὰ λάβει τὴν εὐχή της, ἐνῷ τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ ἐκείνη. Καὶ παρέμειναν καὶ οἱ δυὸ γονατιστοὶ «ἕκαστος ἐξαιτῶν εὐλογῆσαι τὸν ἕτερον».

Ἐπειδὴ ὁ Ἀββᾶς ἀναρωτιόταν μήπως ἔβλεπε μπροστά του κάποιο ἄυλο πνεῦμα, ἐκείνη διακρίνοντας τοὺς λογισμούς του, τοῦ εἶπε ὅτι εἶναι ἁμαρτωλή, ποὺ ἔχει περιτειχισθεῖ ἀπὸ τὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ εἶναι χῶμα καὶ στάχτη καὶ ὄχι ἄυλο πνεῦμα.

Ἡ Ὁσία Μαρία κατὰ τὴν συνάντηση αὐτή, ἀφοῦ ἀποκάλυψε ὅλη τὴν ζωή της, ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ νὰ ἔλθει κατὰ τὴν Μεγάλη Πέμπτη τῆς ἑπόμενης χρονιᾶς, σὲ ἕναν ὁρισμένο τόπο στὴν ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ, κοντὰ σὲ μία κατοικημένη περιοχή, γιὰ νὰ τὴν κοινωνήσει, ὕστερα ἀπὸ πολλὰ χρόνια μεγάλης μετάνοιας ποὺ μεταμόρφωσε τὴν ὕπαρξή της.

«Καὶ νῦν ἐκείνου ἐφίεμαι ἀκατασχέτῳ τῷ ἔρωτι», τοῦ εἶπε, δηλαδὴ εἶχε ἀκατάσχετο ἔρωτα νὰ κοινωνήσει τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ἐπέστρεψε στὸ μοναστήρι χωρὶς νὰ πεῖ σὲ κανένα τί ἀκριβῶς συνάντησε, σύμφωνα ἄλλωστε καὶ μὲ τὸν κανόνα ποὺ ὑπῆρχε σὲ ἐκείνη τὴν ἱερὰ μονή.

Ὅμως, συνεχῶς παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀξιώσει νὰ δεῖ καὶ πάλι «τὸ ποθούμενον πρόσωπον» τὴν ἑπόμενη χρονιὰ καὶ μάλιστα ἦταν στεναχωρημένος γιατί δὲν περνοῦσε ὁ χρόνος, καθὼς ἤθελε ὅλος αὐτὸς ὁ χρόνος νὰ ἦταν μία ἡμέρα.

Τὸ ἑπόμενο ἔτος ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ἀπὸ κάποια ἀρρώστια δὲν μπόρεσε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ μοναστήρι στὴν ἔρημο, ὅπως ἔκαναν οἱ ἄλλοι πατέρες στὴν ἀρχὴ τῆς Σαρακοστῆς καὶ ἔτσι παρέμεινε στὸ μοναστήρι. Καὶ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, ὅταν εἶχαν ἐπιστρέψει οἱ ἄλλοι πατέρες τῆς Μονῆς, ἐκεῖνος ἑτοιμάσθηκε νὰ πορευθεῖ στὸν τόπο ποὺ τοῦ εἶχε ὑποδείξει ἡ Ὁσία, γιὰ νὰ τὴν κοινωνήσει.

Τὴν Μεγάλη Πέμπτη πῆρε μαζί του σὲ ἕνα μικρὸ ποτήρι τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, πῆρε μερικὰ σύκα καὶ χουρμάδες καὶ λίγη βρεγμένη φακὴ καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ μοναστήρι γιὰ νὰ συναντήσει τὴν Ὁσία Μαρία.

Ἐπειδὴ ὅμως ἐκείνη ἀργοποροῦσε νὰ ἔλθει στὸν καθορισμένο τόπο, ὁ Ἀββᾶς προσευχόταν στὸν Θεὸ μὲ δάκρυα νὰ μὴν τοῦ στερήσει λόγω τῶν ἁμαρτιῶν του τὴν εὐκαιρία νὰ τὴ δεῖ ἐκ νέου.

Μετὰ τὴν θερμὴ προσευχὴ τὴν εἶδε ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ, νὰ κάνει τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, νὰ πατᾶ πάνω στὸ νερὸ τοῦ ποταμοῦ «περιπατοῦσαν ἐπὶ τῶν ὑδάτων ἐπάνω καὶ πρὸς ἐκεῖνον βαδίζουσαν».

Στὴν συνέχεια ἡ Ὁσία τὸν παρακάλεσε νὰ πεῖ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ τὸ «Πάτερ ἡμῶν». Ἀκολούθως ἀσπάσθηκε τὸν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ καὶ κοινώνησε τῶν ζωοποιῶν Μυστηρίων.

Ἔπειτα ὕψωσε τὰ χέρια της στὸν οὐρανό, ἀναστέναξε μὲ δάκρυα καὶ εἶπε: «Νῦν ἀπολύεις τὴν δούλην σου, ὦ Δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ· ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου».

Στὴν συνέχεια, ἀφοῦ τὸν παρακάλεσε νὰ ἔλθει καὶ τὸ ἑπόμενο ἔτος στὸ χείμαρρο ποὺ τὴν εἶχε συναντήσει τὴν πρώτη φορά, ζήτησε τὴν προσευχή του. Ὁ Ἀββᾶς ἄγγιξε τὰ πόδια τῆς Ὁσίας, ζήτησε καὶ αὐτὸς τὴν προσευχή της καὶ τὴν ἄφησε νὰ φύγει «στένων καὶ ὀδυρόμενος», διότι τολμοῦσε «κρατῆσαι τὴν ἀκράτητον».

Ἐκείνη ἔφυγε κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἦλθε, πατώντας δηλαδὴ πάνω στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ.

Τὸ ἑπόμενο ἔτος, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν παράκληση τῆς Ὁσίας, ὁ Ἀββᾶς βιαζόταν νὰ φθάσει «πρὸς ἐκεῖνο τὸ παράδοξο θέαμα». Ἀφοῦ βάδισε πολλὲς ἡμέρες καὶ ἔφθασε στὸν τόπο ἐκεῖνο, ἔψαχνε «ὡς θηρευτὴς ἐμπειρότατος» νὰ δεῖ «τὸ γλυκύτατο θήραμα», τὴν Ὁσία τοῦ Θεοῦ.

Ὅμως δὲν τὴν ἔβλεπε πουθενά. Τότε ἄρχισε νὰ προσεύχεται στὸν Θεὸ κατανυκτικά: «Δεῖξόν μοι, Δέσποτα, τὸν θησαυρόν σου τὸν ἄσυλον, ὃν ἐν τῇδε τῇ ἐρήμῳ κατέκρυψας· δεῖξόν μοι, δέομαι, τὸν ἐν σώματι ἄγγελον, οὗ οὐκ ἔστιν ὁ κόσμος ἀπάξιος».

Γιὰ τὸν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ ἡ Ὁσία Μαρία ἦταν ἄθικτος θησαυρός, ἄγγελος μέσα σὲ σῶμα, ποὺ ὁ κόσμος δὲν ἦταν ἄξιος νὰ τὸν ἔχει.

Καὶ προσευχόμενος μὲ τὰ λόγια αὐτὰ εἶδε «κεκειμένην τὴν Ὁσίαν νεκράν, καὶ τὰς χεῖρας οὕτως ὥσπερ ἔδει τυπώσασαν καὶ πρὸς ἀνατολὰς ὁρῶσαν κειμένην τῷ σχήματι». Βρῆκε δὲ καὶ δική της γραφὴ ποὺ ἔλεγε: «Θάψον, ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ τῆς ταπεινῆς Μαρίας τὸ λείψανον, ἀποδὸς τὸν χοῦν  τῷ χοΐ, ὑπὲρ ἐμοῦ διὰ παντὸς πρὸς τὸν Κύριον προσευχόμενος, τελειωθείσης, μηνὶ Φαρμουθὶ (κατ’ Αἰγυπτίους, ὅπως ἐστὶ κατὰ Ρωμαίους Ἀπρίλιος), ἐν αὐτῇ δὲ τῇ νυκτὶ τοῦ πάθους τοῦ σωτηρίου, μετὰ τὴν τοῦ θείου καὶ μυστικοῦ δείπνου μετάληψιν».

Τὴν βρῆκε δηλαδὴ νεκρή, κείμενη στὴν γῆ, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα καὶ βλέποντας πρὸς τὴν ἀνατολή. Συγχρόνως βρῆκε καὶ γραφὴ ποὺ τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὴν ἐνταφιάσει.

Ἡ Ὁσία κοιμήθηκε τὴν ἴδια ἡμέρα ποὺ κοινώνησε, ἀφοῦ εἶχε διασχίσει σὲ μία ὥρα ἀπόσταση τὴν ὁποία διήνυσε τὸ ἑπόμενο ἔτος ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς σὲ εἴκοσι ἡμέρες.

Γράφει ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος: «καὶ ἥνπερ ὤδευσεν ὁδὸν Ζωσιμᾶς διὰ εἴκοσι ἡμερῶν κοπιῶν, εἰς μίαν ὥραν Μαρίαν διέδραμεν, καὶ εὐθὺς πρὸς τὸν Θεὸν ἐξεδήμησεν». Τὸ σῶμα της εἶχε ἀποκτήσει ἄλλες ἰδιότητες, εἶχε μεταμορφωθεῖ.

Στὴν συνέχεια ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, ἀφοῦ ἔκλαψε πολὺ καὶ εἶπε ψαλμοὺς κατάλληλους γιὰ τὴν περίσταση, «ἐποίησεν εὐχὴν ἐπιτάφιον». Καὶ μετὰ μὲ μεγάλη κατάνυξη, «βρέχων τὸ σῶμα τοῖς δάκρυσι» ἐπιμελήθηκε τὰ τῆς ταφῆς.

Ἐπειδή, ὅμως, ἡ γῆ ἦταν σκληρὴ καὶ ὁ ἴδιος ἦταν προχωρημένης ἡλικίας, γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ τὴν σκάψει καὶ βρισκόταν σὲ ἀπορία. Τότε «ὁρᾷ λέοντα μέγαν τῷ λειψάνῳ τῆς Ὁσίας παρεστῶτα καὶ τὰ ἴχνη αὐτῆς ἀναλείχοντα», δηλαδὴ εἶδε ἕνα λιοντάρι νὰ στέκεται δίπλα στὸ λείψανο τῆς Ὁσίας καὶ νὰ γλείφει τὰ ἴχνη της.

Ὁ Ἀββᾶς τρόμαξε, ἀλλὰ τὸ ἴδιο τὸ λιοντάρι «οὐχὶ τοῦτον τοῖς κινήμασι μόνον ἀσπαζόμενον, ἀλλὰ καὶ προθέσει», δηλαδὴ τὸ ἴδιο τὸ λιοντάρι καλόπιανε τὸν Ἀββᾶ καὶ τὸν παρακινοῦσε καὶ μὲ τὶς κινήσεις του καὶ μὲ τὶς προθέσεις του, νὰ προχωρήσει στὸν ἐνταφιασμό της. Λαμβάνοντας ὁ Ἀββᾶς θάρρος ἀπὸ τὸ ἥμερο τοῦ λιονταριοῦ, τὸ παρακάλεσε νὰ σκάψει αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸν λάκκο, γιὰ νὰ ἐνταφιασθεῖ τὸ ἱερὸ λείψανο τῆς Ὁσίας Μαρίας, ἐπειδὴ ἐκεῖνος ἀδυνατοῦσε.

Τὸ λιοντάρι ὑπάκουσε. «Εὐθὺς δὲ ἅμα τῷ σώματι θαπτόμενο», δηλαδὴ μὲ τὰ μπροστινά του πόδια ἔσκαψε τὸ λάκκο, ὅσο ἔπρεπε, γιὰ νὰ ἐνταφιασθεῖ τὸ σκήνωμα τῆς Ὁσίας Μαρίας.

Ὁ ἐνταφιασμὸς τῆς Ὁσίας ἔγινε προσευχομένου τοῦ Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ καὶ τοῦ λιονταριοῦ «παρεστῶτος». Μετὰ τὸν ἐνταφιασμὸ ἔφυγαν καὶ οἱ δύο, «ὁ μὲν λέων ἐπὶ τὰ ἔνδον τῆς ἐρήμου ὡς πρόβατον ὑπεχώρησε. Ζωσιμᾶς δὲ ὑπέστρεψεν, εὐλογῶν καὶ αἰνῶν τὸν Θεὸν ἡμῶν».

Καὶ ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, καταλήγει ὅτι ἔγραψε αὐτὸ τὸ βίο «κατὰ δύναμιν» καὶ «τῆς ἀληθείας μηδὲν προτιμῆσαι θέλων».

Ὁ βίος τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, δείχνει πῶς μία πόρνη μπορεῖ νὰ γίνει κατὰ Χάριν θεός, πῶς ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει ἄγγελος ἐν σώματι καὶ πῶς ἡ κατὰ Χριστὸν ἐλπίδα μπορεῖ νὰ ἀντικαταστήσει τὴν ὑπὸ τοῦ διαβόλου προερχόμενη ἀπόγνωση.

Στὸ πρόσωπο τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας βλέπουμε τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀναζητᾶ τὴν ἡδονὴ καὶ κυνηγᾶ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴν ἱκανοποίησή τους, ἀλλὰ ὅμως μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ ἐξαγιασθεῖ τόσο πολύ, ὥστε νὰ φθάσει στὸ σημεῖο νὰ τὴν κυνηγοῦν οἱ Ἅγιοι γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία της καὶ νὰ ἀσπασθοῦν τὸ τετιμημένο της σῶμα, καθὼς ἐπίσης νὰ τὴ σέβονται καὶ τὰ ἄγρια ζῶα.

Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία μὲ τὴν μετάνοιά της, τὴν βαθιά της ταπείνωση, τὴν ὑπέρβαση ἐν Χάριτι τοῦ θνητοῦ καὶ παθητοῦ σώματός της, ἀφ’ ἐνὸς μὲν προσφέρει μία παρηγοριὰ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ταπεινώνει ἐκείνους ποὺ ὑπερηφανεύονται γιὰ τὰ ἀσκητικά τους κατορθώματα.

Δὲν ἡμέρωσε μόνο τὰ ἄγρια θηρία ποὺ ὑπῆρχαν μέσα της, δηλαδὴ τὰ ἄλογα πάθη, ἀλλὰ ὑπερέβη ὅλα τὰ ὅρια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καὶ ἡμέρωσε ἀκόμη καὶ τὰ ἄγρια θηρία τῆς κτίσεως.

Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς καὶ ὁ πλοῦτος τῆς ἐνανθρωπίσεως τοῦ Χριστοῦ, ποὺ φυλάσσεται μέσα στὴν Ἐκκλησία. Μὲ τὴν ἀποκαλυπτικὴ θεολογία καὶ τὴν ἐν Χριστῷ ζωῇ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μεταμορφωθεῖ ὁλοκληρωτικά. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας καὶ τὴν Ε’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’

 Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Φωτισθεῖσα ἐνθέως Σταυροῦ τῇ χάριτι, τῆς μετανοίας ἐδείχθης φωτοφανὴς λαμπηδών, τῶν παθῶν τὸν σκοτασμὸν λιποῦσα πάνσεμνε·

ὅθεν ὡς ἄγγελος Θεοῦ, Ζωσιμᾷ τῷ ἱερῷ, ὡράθης ἐν τῇ ἐρήμῳ, Μαρία Ὁσία Μῆτερ· μεθ’ οὗ δυσώπει ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’

Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.

Τοῖς τῶν ἀγώνων σου πόνοις θεόληπτε, τὸ τῆς ἐρήμου τραχὺ καθηγίασας·

διό σου τὴν μνήμην δοξάζομεν, ἐν ὑμνῳδίαις Μαρία τιμῶντές σε, Ὁσία Ὁσίων ἀγλάϊσμα.

Ἔτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’

Τῇ ὑπερμάχῳ.

Τῆς μετανοίας τὴν λαμπάδα τὴν πολύφωτον καὶ ἐγκρατείας τὴν εἰκόνα τὴν θεόγραφον,

τὴν Μαρίαν ἀνυμνήσωμεν τὴν Ὁσίαν.

Ἐν ἐρήμῳ γὰρ ὡς ἄγγελος ἐβίωσε καὶ τὸν τρώσαντα αὐτὴν πρῴην κατῄσχυνε·

ταύτῃ λέγοντες· χαίροις Μῆτερ ἰσάγγελε.

Μεγαλυνάριον.

Αἴγυπτον φυγοῦσα τὴν τῶν παθῶν, δάκρυσιν ἐκπλύνεις, ἁμαρτίας τὸν μολυσμόν,

καὶ ἐν τῇ ἐρήμῳ, τοῦ Ἰορδάνου Μῆτερ, ὡς ἄγγελος Μαρία, ὄντως ἠγώνισαι.

Ψυχὴ μου,ψυχὴ μου…

17 Απριλίου, 2024

Ο ῞Αγιος ᾿Ιωάννης τῆς Κλίμακος

13 Απριλίου, 2024

 ΑΝΤΗΟΝΥ BLOOM

῾Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή εἶναι περίοδος μετανοίας, περίοδος κατά τήν ὁποία ἡ πέτρινη καρδιά μας πρέπει, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά γίνει σάρκινη, καί ἀπό ἀναίσθητη νά γίνει αἰσθαντική, ἀπό ψυχρή καί σκληρή νά γίνει ζεστή καί ἀνοιχτή πρός τούς ἄλλους καί, κυρίως, πρός τόν ῎Ιδιο τόν Θεό

῾Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή εἶναι καιρός ἀνανέωσης, ὅπου καθετί -ὅπως γίνεται τήν ἄνοιξη- κάνει μία καινούρια ἀρχή·

καί ἡ ἀνήλια ζωή μας ζωντανεύει καί πάλι μέ ὅλη τήν ἔνταση τήν ὁποία ὁ Θεός μπορεῖ νά δώσει σ’ ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους, κάνοντάς μας διά τῶν ᾿Αχράντων Μυστηρίων καί τῶν πλούσιων δωρεῶν Του κοινωνούς τοῦ ῾Αγίου Του Πνεύματος, κοινωνούς θείας φύσεως.

Εἶναι ἐποχή συμφιλίωσης καί ἡ συμφιλίωση εἶναι χαρά· ἡ χαρά τοῦ Θεοῦ καί ἡ δική μας χαρά· ἕνα νέο ξεκίνημα!

Σήμερα εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τῆς Κλίμακος καί θέλω νά σᾶς διαβάσω μερικές δικές του φράσεις, τόσο σχετικές μέ τήν ἰδιαιτερότητα τῆς περιόδου πού διάγουμε·

«῾Η μετάνοια, δηλαδή ἡ ἐπιστροφή μας στόν Θεό, εἶναι ἀνανέωση τοῦ βαπτίσματός μας· εἶναι ἀνανέωση τῆς συνθήκης μας μέ τόν Θεό, τῆς ὑπόσχεσής μας νά ἀλλάξουμε τή ζωή μας.

Εἶναι περίοδος κατά τήν ὁποία μποροῦμε νά ἀποκτήσουμε τήν ταπείνωση, ἡ ὁποία εἶναι εἰρήνη· εἰρήνη μέ τόν Θεό, εἰρήνη μέ τόν ἑαυτό μας, εἰρήνη μέ ὅλο τόν κτιστό κόσμο.

῾Η μετάνοια γεννιέται ἀπό τήν ἐλπίδα, ὅταν δηλαδή ἀπορρίψουμε τήν ἀπόγνωση. Καί ἐκεῖνος πού μετανοεῖ, εἶναι κάποιος πού ἀξίζει τήν καταδίκη -ὡστόσο ἀναχωρεῖ ἀπό τό δικαστήριο χωρίς ντροπή, ἐπειδή ἡ μετάνοια εἶναι ἡ εἰρήνη μας μέ τόν Θεό.

Κι αὐτό ἐπιτυγχάνεται μέσα ἀπό μία ζωή ἀντάξια, πού ἀποξενώθηκε ἀπό τίς ἁμαρτίες πού διαπράτταμε στό παρελθόν. Μετάνοια εἶναι τό καθάρισμα τῆς συνειδήσεώς μας.

Μετάνοια σημαίνει ὁλοκληρωτική ἀπαλλαγή ἀπό τή λύπη καί τόν πόνο».

Κι ἄν ἀναρωτηθοῦμε πῶς θά τό πετύχουμε αὐτό, πῶς θά φθάσουμε ἐκεῖ, πῶς μποροῦμε νά ἀνταποκριθοῦμε στόν Θεό πού μᾶς δέχεται ὅπως ὁ Πατέρας τῆς παραβολῆς δέχθηκε τόν ἄσωτο γιό του, σ’ ἕνα Θεό πού μᾶς περιμένει μέ λαχτάρα καί πού ἐνῶ Τόν ἀπορρίψαμε ᾿Εκεῖνος δέν ἀπομακρύνθηκε ποτέ ἀπό κοντά μας, ἀξίζει νά ἀκούσουμε αὐτά τά λίγα λόγια γιά τήν προσευχή·

 «Στήν προσευχή μή χρησιμοποιεῖτε ἐπιτηδευμένες λέξεις, διότι, συχνά τό ἁπλό καί ἀνεπιτήδευτο ψέλλισμα τῶν παιδιῶν εἶναι ἐκεῖνο πού εὐφραίνει τόν οὐράνιο Πατέρα μας.

῞Οταν μιλᾶτε στόν Θεό, μήν προσπαθεῖτε νά πεῖτε πολλά, διότι διαφορετικά, ὁ νοῦς, ἀναζητώντας τίς λέξεις θά χαθεῖ σ’ αὐτές. ῾Η μία λέξη πού ψιθύριζε ὁ Τελώνης τοῦ ἔφερε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ· μία λέξη γεμάτη πίστη ἔσωσε τόν ληστή πάνω στόν Σταυρό.

῾Η ποικιλία τῶν λέξεων ὅταν προσευχόμαστε διασκορπίζει τόν νοῦ καί ἐξάπτει τή φαντασία. ῾Η μία λέξη πού ἀπευθύνουμε στόν Θεό συμμαζεύει τόν νοῦ στήν παρουσία Του.

Κι ἄν στήν προσευχή σου, αὐτή ἡ μία λέξη σέ ἀγγίζει μέσα σου, ἄν τή νιώθεις βαθιά, μεῖνε σ’ αὐτήν, μεῖνε, γιατί κάτι τέτοιες στιγμές ὁ φύλακας ῎Αγγελός μας προσεύχεται μαζί μας, ἐπειδή εἴμαστε ἀληθινοί μέ τόν ἑαυτό μας καί μέ τόν Θεό».

῎Ας μήν ξεχάσουμε τά λόγια αὐτά τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τῆς Κλίμακος, ἀκόμη κι ἄν ξεχάσουμε τά δικά μου σχόλια πού γιά εὐκολία δική σας πρόσθεσα, ὥστε νά γίνει τό κείμενο εὐκολότερα κατανοητό.

῎Ας θυμόμαστε τά λόγια του, γιατί ἦταν ἄνθρωπος πού ἤξερε τί σημαίνει νά στρέφεσαι στόν Θεό, νά μένεις στόν Θεό, νά εἶσαι ἡ χαρά τοῦ Θεοῦ καί νά εὐφραίνεσαι ἐν Αὐτῷ.

Μᾶς προσφέρεται αὐτή τήν περίοδο, καθώς ἀνεβαίνουμε πρός τίς ἡμέρες τοῦ Πάθους, ὡς παράδειγμα τοῦ τί μπορεῖ νά κάνει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ γιά νά μεταμορφώσει ἕναν ἁπλό καί συνηθισμένο ἄνθρωπο σέ φῶς τοῦ κόσμου.

῎Ας μάθουμε ἀπ’ αὐτόν, ἄς ἀκολουθήσουμε τό παράδειγμά του, ἄς χαροῦμε βλέποντας πῶς μπορεῖ νά ἐργαστεῖ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ μέσα στόν ἄνθρωπο καί, μέ πίστη, μέ ἐμπιστοσύνη, μέ χαρά θριαμβική ἀλλά καί εἰρηνική ἄς ἀκολουθήσουμε τή συμβουλή του, ἄς ἀκούσουμε τόν Θεό νά μᾶς παρακαλεῖ νά βροῦμε τόν δρόμο τῆς ζωῆς καί νά μᾶς λέει ὅτι μαζί μ’ Αὐτόν καί ἐν Αὐτῷ ὄντως θά ζήσουμε, ἐπειδή Αὐτός εἶναι ἡ ᾿Αλήθεια καί ἡ ὁδός καί ἡ Αἰώνιος Ζωή.

ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΚΡίΣΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, πορεία ἀπό τό τριώδιο στήν ἀνάσταση

Ἐκδ. «Ἐν πλῷ»

Ὁ Σταυρός ὡς μέσον ἁγιασμοῦ καί μεταμόρφωσης τοῦ κόσμου

6 Απριλίου, 2024

π. Δημητρίου Στανιλοάε

Διά τοῦ σταυροῦ ὁ Χριστός ἁγίασε τό σῶμα του-κρίκο σύνδεσης μέ τόν κόσμο. ᾿Απέκρουσε τούς πειρασμούς πού τοῦ ἔστελνε ὁ κόσμος, νά γευθεῖ δηλαδή τίς ἡδονές, ἱκανοποιώντας ὑπέρμετρα τίς ἀνάγκες του ἤ ἀποφεύγοντας τόν πόνο καί τό θάνατο.

῎Αν, κατά τόν ἴδιο τρόπο, ἀπωθήσουμε τούς πειρασμούς τῆς ἁμαρτίας καί ὑπομείνουμε καρτερικά τίς ὀδύνες τοῦ θανάτου, ἡ ἁγιότητα μπορεῖ νά ἁπλωθεῖ ἀπό τό σῶμα Του σέ ὅλα τά σώματα καί σέ ὅλο τόν κόσμο.

῾Η Ὀρθόδοξη ᾿Εκκλησία δέν λέει πώς διά τοῦ σταυροῦ ὁ Χριστός ἐξῆλθε τῆς δημιουργίας, ἀλλά ὅτι τήν ἀποκατέστησε σέ παράδεισο· παράδεισο ἀρετῆς γι᾿ αὐτούς πού, ἀπό ἀγάπη σέ Ἐκεῖνον, ἀποδέχονται τό σταυρό Του.

Συνεπῶς ὁ σταυρός εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, πού, ἄν τήν προσλάβουμε, μπορεῖ νά ὁδηγήσει τόν κόσμο στόν παράδεισο.

Γι᾿ αὐτό τό σκοπό ὁ Χριστός μένει μέσα μας ἕως τῆς συντελείας τῶν αἰώνων. Χωρίς ἀμφιβολία, ὁ πλήρης παράδεισος θά πραγματωθεῖ μόνο μετά τήν παγκόσμια ἀνάσταση.
῾Η δημιουργία μεταβλήθηκε σέ πεδίο μάχης ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, ἐξαιτίας τῆς ἀπληστίας καί τῶν ἐγωϊστικῶν παθῶν γενικά.

Μπορεῖ ὅμως νά ἀποκατασταθεῖ στήν παραδεισιακή κατάσταση διά τοῦ σταυροῦ. ῾Η Ὀρθόδοξη ᾿Εκκλησία στή γιορτή τῆς ῾Υψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, στίς 14 Σεπτεμβρίου, ψάλλει·
«᾿Εν Παραδείσῳ με τό πρίν ξύλον ἐγύμνωσεν, οὗπερ τῇ γεύσει ὁ ἐχθρός εἰσφέρει νέκρωσιν·

τοῦ Σταυροῦ δέ τό ξύλον, τῆς ζωῆς τό ἔνδυμα ἀνθρώποις φέρον, ἐπάγη ἐπί τῆς γῆς καί κόσμος ὅλος ἐπλήσθη πάσης χαρᾶς» (Κάθισμα ἑορτῆς).
Δι᾿ αὐτοῦ ὁ παράδεισος ἀνοίχτηκε ξανά, γιατί ἡ «στρεφομένη ρομφαία» (Γεν. 3, 24), πού ἐμπόδιζε τήν εἴσοδο σ᾿ αὐτόν, ἐξαιτίας τῆς ἀνθρώπινης ἀπληστίας, δέν μποροῦσε πιά νά τόν κρατήσει κλειστό.

Γιατί τώρα ὁ Χριστός εἰσῆλθε στόν παράδεισο, ἀφοῦ τόν ἄνοιξε, φέρνοντας ὡς ἕνας ἄνθρωπος τό ξύλο τοῦ Σταυροῦ, διά τοῦ ὁποίου κατανίκησε τήν ἀπληστία καί προτίμησε τήν ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ Του. Καί θά εἰσέλθουν στόν Παράδεισο ὅλοι ὅσοι θά πράξουν τό ἴδιο.
Σίγουρα ὑπάρχει ἕνας παράδεισος, στόν ὁποῖο εἰσέρχονται οἱ ψυχές τῶν πιστῶν μετά το θάνατο.

᾿Αλλά μπορεῖ νά ὑπάρχει ἕνας ἐν ἐξελίξει παράδεισος καί ἐδῶ στή γῆ, ἀπακατάσταση τοῦ ἀρχικοῦ παραδείσου. Μπορεῖ νά ἐξελιχθεῖ διά τοῦ σταυροῦ, πού ὑψώνεται στό μέσο τῆς γῆς καί πού οἱ ἄνθρωποι τόν ἀποδέχονται ὡς κανόνα τῆς ζωῆς τους.

῾Ο μετά θάνατον παράδεισος τῶν ψυχῶν τῶν πιστῶν, ὑπάρχει ἤδη χάρη στήν ἐπίγεια ζωή τους, πού ἀκολουθεῖ τό πνεῦμα τοῦ σταυροῦ. Τελικά ὁ ἐν ἐξελίξει ἐπίγειος παράδεισος, θά γίνει μετά τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων, ὁ τέλειος καί αἰώνιος παράδεισος.
᾿Αλλά χωρίς τήν προσπάθεια νά κάνουμε τή γῆ, σ᾿ ἕνα κάποιο βαθμό, παράδεισο, δέν προχωροῦμε πρός τόν παράδεισο τοῦ ἐπέκεινα. Γι᾿ αὐτό τό σκοπό ὁ Χριστός μένει μαζί μας ὡς τό τέλος τοῦ κόσμου.
᾿Αποκτοῦμε ἤδη στή γῆ μιά πρόγευση τοῦ ἐσχατολογικοῦ παραδείσου.

῾Η Ὀρθόδοξη ᾿Εκκλησία σ᾿ ἕνα ἄλλο ὕμνο ψάλλει·
«῏Ω τοῦ παραδόξου θαύματος! τό ζωηφόρον φυτόν, ὁ Σταυρός ὁ πανάγιος εἰς ὕψος αἰρόμενος ἐμφανίζεται σήμερον· δοξολογοῦσι πάντα τά πέρατα ἐκδειματοῦνται δαίμονες ἅπαντες·

ὦ οἷον δώρημα τοῖς βροτοῖς κεχάρισται!» (Αἶνοι ῾Υψώσεως Τιμίου Σταυροῦ).
᾿Από ὅλους τούς ὕμνους τῆς ὀρθόδοξης ᾿Εκκλησίας, προκύπτει ὁ ρόλος τοῦ σταυροῦ στήν ἁγιοποίηση καί τή μεταμόρφωση τοῦ κόσμου.

῞Οπως τό σῶμα τοῦ Κυρίου ἁγιάσθηκε διά τοῦ Σταυροῦ, ἔτσι ἁγιάζονται καί τά δικά μας σώματα καί οἱ σχέσεις μας μέ τόν κόσμο καί ὁ ἴδιος ὁ κόσμος.

Λαμβάνουμε ἁγιασμό μέ τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ, μέσα στήν ὁποία ὁ σταυρός διατηρεῖ τήν παρουσία του, καί ἀποτελεῖ προέκταση τῆς συνετῆς, ὑπομονετικῆς, ἀναμάρτητης στάσης ἀπέναντι στόν κόσμο, καί γίνεται δοξολογία τοῦ Πατέρα, προσφορά σ᾿ Αὐτόν ὅλων τῶν σχέσεων μέ τόν κόσμο.
Γι᾿ αὐτό στήν Ὀρθόδοξη ᾿Εκκλησία, ὅλα τά πρόσωπα καί ὅλα τά πράγματα, μέσῳ τοῦ σταυροῦ, θυσιάζονται καί προσφέρονται.

Οἱ χριστιανοί, κάνοντας τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ ζητοῦν τή δύναμη νά φερθοῦν μέ καθαρότητα ἀπέναντι στόν κόσμο. ᾿Ακόμη διαδηλώνουν τή θέλησή τους, νά ὑψωθοῦν μέ τήν προσπάθειά τους, ὡς τή συνάντηση αὐτῆς τῆς δύναμης· νά δοξάσουν τόν Θεό μέ ὅλες τους τίς πράξεις καί τίς ὀδύνες μέσα στόν κόσμο, ἀκόμη καί μέ τό θάνατό τους· νά ζήσουν καί νά πεθάνουν γιά τό Θεό, νά ἐκδηλώσουν μέ κάθε τρόπο, ὅτι θυσιάζονται σ᾿ ᾿Εκεῖνον.

῾Η ᾿Εκκλησία διά τοῦ σταυροῦ ἁγιάζει τά πάντα· τό νερό, μέ τό ὁποῖο ραντίζει τούς πιστούς, τίς τροφές, τά σπίτια, τά περιβόλια καί τά χωράφια μέ τούς καρπούς τους, τά δῶρα πού προσφέρονται στόν Θεό. ῾Ο σταυρός ὅλα τά ἁγιάζει, τά καθαίρει στό βαθμό πού καθαίρονται, καθιστώντας τόν Θεό διάφανο, Κύριό τους. ῾Ο σταυρός τά θέτει, μέσα ἀπό ὅλα τά πράγματα, σέ ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό.

Τά πάντα προσφέρονται ὡς δῶρα στόν Θεό. ῞Ολες οἱ λατρευτικές ἀκολουθίες ἀρχίζουν καί τελειώνουν μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ὅλες οἱ κύριες χειρονομίες τῆς λατρείας συνοδεύονται ἀπό τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, γιατί ἡ ἴδια ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ κατέρχεται διά τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ στό βαθμό, πού κάνοντάς το, Τόν ἐπικαλούμαστε.

Μ᾿ αὐτό τό σημεῖο οἱ πιστοί ἔρχονται νά συναντήσουν τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ὑποσχόμενοι νά προσφερθοῦν καθαρή θυσία στόν Θεό, νά φερθοῦν μέ καθαρότητα σέ κάθε πράξη τους μέσα στόν κόσμο. Γι᾿ αὐτό, τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, συνοδεύεται πάντοτε ἀπό τήν ἐπίκληση τῆς ῾Αγίας Τριάδας. Γιατί αὐτή ἐνεργεῖ τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καί ἀπό αὐτή κατέρχεται ἡ θεία δύναμη, πού ἐνεργεῖ μέσα στόν κόσμο, γιά νά τόν ἐξαγιάσει καί νά τόν μεταμορφώσει.

Αὐτή φανερώνεται διά τοῦ σταυροῦ μέσα στόν κόσμο.
῾Η δύναμη τοῦ σταυροῦ καθαίρει ὄχι μόνο τούς πιστούς καί τή σχέση τους μέ τόν κόσμο, ἀλλά καί τόν ἴδιο τόν κόσμο. Διά τοῦ σταυροῦ ἀποδιώχνονται οἱ δαίμονες, πού προξενοῦν τό κακό καί ἐκτοξεύουν τούς πειρασμούς μέσα ἀπό τό νερό, τό κρασί, τούς καρπούς, τά ἀνθρώπινα πρόσωπα.
Οἱ πιστοί πιστεύουν πώς, κάνοντας τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, σέ ὅλες τους τίς πράξεις καί ὅλους τούς δρόμους τῆς ζωῆς τους, σέ κάθε ἐπαφή τους μέ τή φύση καί τούς ἀνθρώπους, ἔχουν συναντιλήπτορα τό ῞Αγιο Πνεῦμα.
῾Υπάρχει μιά ἰδιαίτερη σχέση ἀνάμεσα στό σταυρό καί τό ῞Αγιο Πνεῦμα, γιατί ὁ σταυρός εἶναι ἡ ἀνθρώπινη προσπάθεια καθαρμοῦ, ἐνῶ τό ῞Αγιο Πνεῦμα εἶναι ἡ ἐξαγιάζουσα Θεία Δύναμη.

Καί τά δύο χρειάζεται νά συμπορεύονται.
῾Ο σταυρός εἶναι ἡ καθαρτήρια δύναμη τοῦ σύμπαντος. Κι ὅταν κάνουμε τό σημεῖο του μέ πίστη καί θέληση, γιά μιά ζωή καθαρή μέσα στόν κόσμο, ἔρχεται ἡ δύναμη τοῦ Πνεύματος τοῦ Χριστοῦ, πού ὑπῆρξε καθαρός μέσα στόν κόσμο, κι ἁγιάζει τό σῶμα Του μέ τή δύναμη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Κι ἐμεῖς ἀποφεύγουμε τήν ἁμαρτία καί ὑπομένουμε τό θάνατο.

῾Ο σταυρός μᾶς δίνει αὐτή τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ γιατί, ἔχοντάς τον στή μνήμη μας, θέλουμε νά μιμηθοῦμε τό παράδειγμά Του καί νά φερόμαστε μέσα στόν κόσμο χωρίς πάθη ἐγωϊστικά, μέ πνεῦμα σωφροσύνης, εἰρήνης καί συμφωνίας μέ τούς ἄλλους.
«῾Ο σταυρός εἶναι ὅπλο ἐναντίον τοῦ διαβόλου», ψάλλει ἡ Ὀρθόδοξη ᾿Εκκλησία. Εἶναι ὅπλο ἐνάντια σέ ὅλους τούς πειρασμούς καί τίς μεθόδους τοῦ διαβόλου, ἐνάντια στά πάθη πού μᾶς ὁδηγοῦν σέ φιλονικίες, ἐνάντια στήν ἀπολυτότητα.

῾Ο σταυρός εἶναι ὅπλο ἐναντίον τοῦ διαβόλου, στό βαθμό πού δυναμώνει μέσα μας τό πνεῦμα τῆς θυσίας, τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό καί μεταξύ μας.
Μόνο ὁ σταυρός, μέ τό νά τιθασσεύει τά ἐγωϊστικά πάθη μας, καί μέ τό νά ἐξασθενίζει τήν ὑπερβολική προσκόλλησή μας στόν κόσμο, πού θεωρεῖται ὡς ἡ μόνη πραγματικότητα, μπορεῖ νά φέρει μιά διαρκή εἰρήνη ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους καί στούς λαούς.
Οἱ ῞Αγιοι Πατέρες πρεσβεύουν, ὅτι ἡ θέα τοῦ Θεοῦ μέσα στόν κόσμο, ἤ ἡ διαφάνεια τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, ἐξαρτᾶται ἀπό τόν καθαρμό μας ἀπό τά πάθη.

Αὐτή ἡ ἰδέα ἀναπτύχθηκε θεωρητικά, μέ ἰδιαίτερο τρόπο, ἀπό τόν ἅγιο Μάξιμο τόν ῾Ομολογητή. Κατ᾿ αὐτόν, ὅταν κυττάζουμε τά πράγματα καθαροί ἀπό πάθη, ἀποκαθιστοῦμε τό ἀληθινό τους νόημα, δηλαδή τήν μέσα ἀπό αὐτά διαφάνεια τοῦ Θεοῦ. Λέγει·

«Νόημά ἐστιν ἐμπαθές, λογισμός σύνθετος ἀπό πάθους καί νοήματος.

Χωρίσωμεν τό πάθος ἀπό τοῦ νοήματος καί ἀπομένει ὁ λογισμός ψιλός. Χωρίζομεν δέ δι᾿ ἀγάπης πνευματικῆς καί ἐγκρατείας, ἐάν θέλωμεν». (Μαξίμου ῾Ομολ. 400 Κεφάλαια περί ᾿Αγάπης ΙΙΙ, 43), (Ρ.ὒ. 90, 1029).

Αὐτό ὅμως, δέν σημαίνει καταστροφή τοῦ κόσμου, ἀλλά ἀνακάλυψη (ξανά) τῶν ἀληθινῶν του νοημάτων, πού δέν ἔχουν παραμορφωθεῖ ἀπό τά πάθη, καί τῆς θεϊκῆς τους διαφάνειας.
῞Οταν ἀναλάβουμε τό σταυρό, γινόμαστε μέ τή δύναμη τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ «καινή κτίσις» (Β´ Κορ. 5, 16-17), ὅπως λέγει ὁ ᾿Απ. Παῦλος.

Σ᾿ αὐτή τήν κατάσταση βλέπουμε πώς «τά πάντα ἐκ τοῦ Θεοῦ» (Β´ Κορ. 5, 18), ὅπως λέγει στή συνέχεια ὁ ἴδιος ᾿Απόστολος. Μ᾿ αὐτό τόν τρόπο προετοιμάζουμε τήν κτίση, γιά νά φτάσει στήν κατάσταση τῆς ἐλευθερίας, στήν ὁποία θά φτάσουμε καί μεῖς ὡς υἱοί Θεοῦ, κι ὄχι ὡς δοῦλοι πιά τοῦ κόσμου καί τῶν παθῶν.

Γιατί οὔτε ὁ κόσμος χαίρεται ἀπό τήν κατάσταση τῆς ἔκπτωσης, στήν ὁποία, πέφτοντας ἐμεῖς, τραβοῦμε καί τόν κόσμο καί γινόμαστε σκλάβοι του, ἀντί νά εἴμαστε κύριοί του. ῾Η κατάσταση τῆς ἐλευθερίας, στήν ὁποία θά φτάσουμε, ἀντιστοιχεῖ στήν κατάσταση τῆς δόξας, τῆς ὁποίας μποροῦμε νά κάνουμε κοινωνό καί τόν κόσμο (Ρωμ. 8, 31).
῾Η δημιουργία βρίσκεται ἀκόμη σέ ὠδῖνες τοκετοῦ, ὅσον ἀφορᾶ αὐτή τήν ἀληθινή καί καινούργια κατάσταση τῆς ὕπαρξής της. Εἶναι οἱ ὠδῖνες τοῦ σταυροῦ, τό νά ἀντέξεις ἀναμάρτητα.

῾Ο σταυρός ἐπαληθεύεται ὡς τό μόνο μέσο διά τοῦ ὁποίου ὁ κόσμος περνᾶ σέ μιά καινούργια μορφή ὕπαρξης, ὅπου ὁ Θεός γίνεται ὁρατός ὡς ὁ Ὤν τά πάντα ἐν πᾶσι. Εἶναι ἡ Μόνη Ὁδός γιά νά φτάσουμε στό πιό λαμπρό δεῖπνο, ἐκεῖ πού ἀφθονεῖ ἡ γνώση τοῦ θείου Λόγου, ἐκεῖ πού ἡ δημιουργία τόν καθιστᾶ διάφανο σ᾿ ὅλη του τήν πληρότητα, καί ἐρχόμαστε σέ εὐθύ καί καθαρό διάλογο μαζί Του.

῎Ετσι ὅλος ὁ κόσμος θά φανερωθεῖ μέσα Του καί μέσα μας, ὡς τό κοινό περιεχόμενο τοῦ διαλόγου, ὡς μιά ὁλοφώτεινη διαφάνεια, διά τῆς ὁποίας θά μᾶς γίνει γνωστός μέ ὅλο τόν δοσμένο σέ μᾶς πλοῦτο του. (῞Αγ. Μάξιμος ῾Ομολογητής, ᾿Αμφιλεγόμενα, Ρ.G. 91, 1373).
᾿Αλλά ὅλα αὐτά θά γίνουν χάρη στό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ἄν τόν ἀποδεχτοῦμε σάν δικό μας. Μόνο μέσα στό φῶς καί μέσα στή δύναμη τοῦ Σταυροῦ, πού θά φανερωθεῖ στόν οὐρανό, σημεῖο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου κατά τήν ἔνδοξη παρουσία ᾿Εκείνου (Ματθ. 24, 30), ὁ κόσμος θά ἀναδειχθεῖ στό τέλος «καινός οὐρανός καί γῆ καινή» (᾿Αποκ. 21, 1).

Καλό μηνα

1 Απριλίου, 2024

ΑΝΑΒΑΣΕΙΣ

30 Μαρτίου, 2024

Metr. ΑΝΤΗΟΝΥ ΒLΟΟΜ

imagesCATTW07E

Σέ ἕναν ἀπό τούς Ψαλμούς διαβάζουμε τόν παρακάτω στίχο· «Οἱ σπείροντες ἐν δάκρυσιν, ἐν ἀγαλλιάσει θεριοῦσι..» (Ψαλμ. 125, 5)12.

῎Αν στίς ἑβδομάδες τῆς προετοιμασίας πού πέρασαν, ἀντικρύσαμε νά καθρεφτίζεται στίς παραβολές ὅ,τι εἶναι ἄσχημο καί ἀνάξιο γιά μᾶς, ἄν σταθήκαμε μπροστά στό κριτήριο τῆς συνειδήσεώς μας καί τοῦ Θεοῦ, τότε ὄντως ἔχουμε σπείρει τή σωτηρία μας ἐν δάκρυσι.

Καί ὅμως, ὑπάρχει ἀκόμη χρόνος, διότι ἀκόμη κι ὅταν μπαίνουμε στόν καιρό τῆς συγκομιδῆς, ὁ Θεός μᾶς δίνει ἕνα περιθώριο· προχωρώντας πρός τή Βασιλεία, πρός τήν ῾Ημέρα τῆς ᾿Αναστάσεως, μποροῦμε ἀκόμη, κάθε στιγμή, μέ τήν προοπτική τῆς σωτηρίας, ἐνώπιον τῆς νίκης τοῦ Θεοῦ, νά στρεφόμαστε πρός αὐτόν μέ εὐγνωμοσύνη καί συντριβή μαζί καί νά λέμε,

«῎Οχι, Κύριε! Μπορεῖ νά εἶμαι ὁ ἐργάτης τῆς ἑνδεκάτης ὥρας, ἀλλά δέξου με, ὅπως τό ἔχεις ὑποσχεθεῖ!».

Τήν περασμένη Κυριακή ἑορτάσαμε τόν θρίαμβο τῆς ᾿Ορθοδοξίας, τήν ἡμέρα κατά τήν ὁποία ἡ ᾿Εκκλησία διακήρυξε ὅτι νομιμοποιεῖται καί ἔχει τό δικαίωμα νά ἀπεικονίζει τή μορφή τοῦ Χριστοῦ· ἡ διακήρυξη δέν ἀφοροῦσε τήν τέχνη, ἀλλά ἦταν μιά βαθιά θεολογική ὁμολογία τῆς ᾿Ενσαρκώσεως.

῾Η Παλαιά Διαθήκη μᾶς ἔλεγε ὅτι ὁ Θεός δέν ἀπεικονίζεται μέ κανένα τρόπο διότι εἶναι ἕνα ἀπύθμενο μυστήριο· δέν ἔχει οὔτε ὄνομα ἐκτός ἀπό τό μυστηριῶδες ὄνομα τό ὁποῖο γνωρίζει ὁ ῞Υψιστος ᾿Αρχιερεύς. Στήν Καινή Διαθήκη ὅμως μάθαμε, καί γνωρίζουμε ἀπό ἐμπειρία, ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ῎Ανθρωπος, ὅτι τό πλήρωμα τῆς Θεότητος κατοίκησε καί ἐξακολουθεῖ νά κατοικεῖ γιά πάντα ἐν σαρκί· ἄρα ὁ Θεός ἔχει ἕνα ἀνθρώπινο ὄνομα (᾿Ιησοῦς) καί ἕνα ἀνθρώπινο πρόσωπο, πού μπορεῖ νά ἀναπαρασταθεῖ σέ εἰκόνες.

Συνεπῶς, κάθε εἰκόνα εἶναι μία ὁμολογία τῆς βεβαιότητάς μας ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος· καί ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά ἐπιτύχει -μέ τρόπο τραγικό καί ἔνδοξο μαζί- τήν ὑπέρτατη ἀλληλεγγύη μ’ ἐμᾶς, νά γίνει ἕνας ἀπό μᾶς ὥστε νά γίνει ὁ καθένας μας ἕνα ἀπό τά παιδιά τοῦ Θεοῦ. «Αὐτός ἐνηνθρώπισεν ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν», ὅπως λέει καί ἡ Γραφή.

Γι’ αὐτό ἤδη ἀπό τήν ἑβδομάδα πού μᾶς πέρασε μπορούσαμε νά εὐφραινόμαστε· καί ἐνῶ, μιά ἑβδομάδα πρίν, ἤδη προετοιμαζόμαστε νά συναντήσουμε αὐτό τό θαῦμα, αὐτό τό θάμβος τῆς ᾿Ενσάρκωσης, ἡ ᾿Εκκλησία μας, χαμηλόφωνα, σχεδόν ψιθυριστά, ἔψαλλε τόν Κανόνα τοῦ Πάσχα· Χριστός ᾿Ανέστη ἐκ νεκρῶν· διότι δέν πρόκειται γιά μία μελλοντική ὑπόσχεση, ἀλλά γιά μία παρούσα βεβαιότητα, μία ἀνοικτή πόρτα γιά νά εἰσέλθουμε διά τοῦ Χριστοῦ, διά τῆς Θύρας, ὅπως ὀνομάζει τόν ῾Εαυτό Του, στήν αἰωνιότητα.

Σήμερα, μνημονεύουμε τόν ῞Αγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἕναν ἀπό τούς μεγάλους ῾Αγίους τῆς ᾿Ορθοδοξίας, ὁ ὁποῖος ἀπέναντι στήν αἵρεση καί τήν ἀμφιβολία, διακήρυξε ἐκ τῶν ἔσω τήν ἐμπειρία τῶν ἀσκητῶν καί ὅλων τῶν πιστῶν·

ὅτι δηλαδή ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἕνα κτιστό δῶρο· ὁ ἴδιος ὁ Θεός εἶναι πού ἐκφράζει τόν ῾Εαυτό Του σέ μᾶς, ὥστε πλημμυρισμένοι ἀπό τήν παρουσία Του καί ἔχοντας ὡς μοναδική προϋπόθεση τήν ἀποδοχή Του μέσα μας, νά ἀνοιχτοῦμε σταδιακά πρός Αὐτόν καί νά γίνουμε κάπως διαφανεῖς σ’ αὐτό τό Φῶς, καί σιγά σιγά, ὅλο καί πιό πολύ νά μετέχουμε στή Θεία φύση Του.

Αὐτό δέν εἶναι ἁπλῶς μιά ὑπόσχεση ἀλλά μία βεβαιότητα καθώς ἔχει συμβεῖ σέ χιλιάδες χιλιάδων ἀνδρῶν καί γυναικῶν, τούς ὁποίους ἐμεῖς τιμοῦμε ὡς ῾Αγίους· ἔγιναν θείας φύσεως κοινωνοί καί ἀποτελοῦν γιά μᾶς μιά ἀποκάλυψη καί μιά σιγουριά γιά τό τί καλούμαστε νά εἴμαστε καί νά γίνουμε.

Σήμερα λοιπόν, κάνουμε ἄλλο ἕνα βῆμα πού μᾶς φέρνει στή χαρά καί τή δόξα τοῦ Πάσχα. Σέ ἄλλη μία ἑβδομάδα θά ὑμνήσουμε τόν Σταυρό· τόν Σταυρό πού ἦταν ὁ φόβος καί ὁ τρόμος τῶν κακούργων καί ἔχει γίνει τό σημεῖο τῆς νίκης καί τῆς σωτηρίας.

Γιά μᾶς εἶναι τό σημάδι ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δέν ἔχει μέτρο, δέν ἔχει ὅρια, εἶναι τόσο βαθιά ὅσο ᾿Εκεῖνος, ἀγκαλιάζει τά πάντα ὅπως ᾿Εκεῖνος καί εἶναι, ὄντως, ἡ νίκη της τόσο τραγική ὅπως καί ὁ Θεός μας εἶναι Θεός τραγικός καί νικητής μαζί, Αὐτός πού ἐμπνέει τό δέος ἀλλά καί ἀκτινοβολεῖ τό ἱλαρό φῶς πού ψάλλουμε στόν ῾Εσπερινό.

῎Ας ἑτοιμαστοῦμε λοιπόν γιά τό ἑπόμενο γεγονός πού εἶναι ἡ θέα τοῦ Σταυροῦ· ἄς Τόν κοιτάξουμε κι ἄς δοῦμε σ’ αὐτόν τό σημεῖο τῆς θείας ἀγάπης, μιά νέα βεβαιότητα γιά τό ἐφικτό τῆς σωτηρίας μας· κι ὅταν ὁ χορός θά ψάλλει -τούτη τή φορά πιό δυνατά- τόν Κανόνα τῆς ᾿Αναστάσεως, ἄς συνειδητοποιήσουμε ὅτι βῆμα πρός βῆμα ὁ Θεός μᾶς ὁδηγεῖ στή νίκη πού ᾿Εκεῖνος ἔχει κερδίσει, καί τήν ὁποία θέλει νά μοιραστεῖ μαζί μας.

Στή συνέχεια, θά προχωρήσουμε γιά νά ἀκούσουμε τόν ῞Αγιο ᾿Ιωάννη τῆς Κλίμακος, πού διδάσκει πῶς νά δεχτοῦμε τή χάρη πού προσφέρει ὁ Θεός, πῶς νά γίνουμε ἄξιοί Του. Καί στό ἑπόμενο σκαλοπάτι θά δοῦμε τή νίκη τοῦ Θεοῦ στό πρόσωπο τῆς ῾Οσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας καί θά φθάσουμε στό κατώφλι τῆς Μεγάλης ῾Εβδομάδος.

῎Ας μήν ξεχνᾶμε ὅτι τώρα εἴμαστε στήν περίοδο τῆς καινότητος, σέ μιά περίοδο πού μᾶς ἀποκαλύπτεται ἡ νίκη τοῦ Θεοῦ καί ἐμεῖς καλούμαστε νά τήν περιπτυχθοῦμε, νά ἀνταποκριθοῦμε μέ εὐγνωμοσύνη· μιά εὐγνωμοσύνη πού θά μᾶς κάνει νέους ἀνθρώπους, καί φυσικά χαρούμενους ἀνθρώπους. Καί ἡ χαρά μας θά εἶναι μιά χαρά πού προσφέρει τά δάκρυά μας ὡς ἀπάντηση στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μιά χαρά πού ἀποτελεῖ τήν ὑπεύθυνη ἀνταπόκρισή μας στή θεία ἀγάπη.

*

Σέ κάθε Θεία Λειτουργία, ἰδιαίτερα ὅμως στίς περιόδους τῆς ἄσκησης καί τῆς περισυλλογῆς (ὅπως ἡ Σαρακοστή), πολλοί ἀπό μᾶς προσερχόμαστε στή Θεία Κοινωνία. Κι ὅμως, πολλές φορές οὔτε καταλαβαίνουμε βαθιά τί ἔχει συμβεῖ -δέν ἐννοῶ διανοητικά, ἀλλά μέ ὅλη τήν καρδιά καί τό εἶναι μας- οὔτε (ἀκόμα χειρότερα) φέρουμε τούς καρπούς πού θά ’πρεπε νά φέρουμε.

Δέν καταλαβαίνουμε πάντα ὅτι στή Θεία Κοινωνία γινόμαστε ἕνα μέ τόν Χριστό. Σύμφωνα μέ τήν εἰκόνα πού μᾶς δίνει ὁ ῞Αγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί ἡ καθαρή, τέλεια, ἀναμάρτητη ἀνθρωπότητά Του διεισδύουν μέσα μας κατά τόν ἴδιο τρόπο πού ἡ φωτιά εἰσχωρεῖ καί διαπερνᾶ ἕνα ξίφος πού πυρακτώθηκε μέσα σ’ ἕνα καμίνι.

᾿Από κρύο μέταλλο πού ἦταν, ὅταν τό βγάλουμε ἔξω εἶναι ὅλο φωτιά, σέ τέτοιο βαθμό πού μποροῦμε τώρα νά κάψουμε μέ τό σίδερο καί νά κόψουμε μέ τή φωτιά. Αὐτό συμβαίνει καί σ’ ἐμᾶς (ἔστω σπερματικά), ὅταν δεχόμαστε τή Θεία Κοινωνία. Γινόμαστε κοινωνοί τῆς ἀναμάρτητης, τέλειας καί καθαρῆς ἀνθρωπότητας τοῦ Χριστοῦ· καί αὐτή εἶναι ξέχειλη ἀπό τή θεία Του φύση καί οὐσία.

Αὐτό συμβαίνει κάθε φορά πού κοινωνοῦμε. Τό παίρνουμε εἴδηση; Μᾶς καταλαμβάνει ὄντως δέος; Δεχόμαστε τήν Κοινωνία μέ τήν αἴσθηση ὅτι ἔχουμε γίνει τώρα, μ’ ἕναν τρόπο ἄρρητο, σχεδόν ἀπίστευτο, ὅ,τι εἶναι ὁ Χριστός·

ὄχι πλήρως, ὄχι σέ βαθμό τελειότητας, ἀλλά κατά ἕνα βαθμό πού συνεχῶς θά αὐξάνεται, ἄν συνεχίσουμε νά παραμένουμε πιστοί σ’ αὐτό πού μᾶς δίνεται;

᾿Αλλά ἄν ἔχουν πράγματι ἔτσι τά πράγματα, τότε τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου, κινούμενα ἀπό θεία ἔμπνευση, ἀποτελοῦν ταυτόχρονα καί μία προειδοποίηση· ὅταν λέει ὅτι ὅσοι ἔχουν βαπτιστεῖ στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὅσοι κοινωνοῦν, εἶναι τόσο ἑνωμένοι μαζί Του, ὥστε ὅ,τι κάνουν συμβαίνει καί στόν ἴδιο τόν Χριστό, τότε ὅταν ἁμαρτάνουμε μέ τά λόγια, τά ἔργα ἤ τίς σκέψεις μας, εἶναι σάν νά ὑποβάλλουμε ὄχι μόνο τόν ἑαυτό μας ἀλλά καί τόν Χριστό στή ντροπή τῆς ἀποτυχίας μας.

῎Αν ὄντως πιστεύουμε ὅτι μέ τή Θεία Κοινωνία ἑνωνόμαστε μέ τόν Χριστό μέ τόν τρόπο πού μᾶς τό περιέγραψε πιό πάνω ὁ ἅγιος Γρηγόριος, τότε, πῶς πρέπει νά προετοιμαζόμαστε γι’ αὐτό; Μέ πόσο δέος καί εὐλάβεια θά πρέπει νά προσερχόμαστε!

᾿Αλλά καί πῶς ἐκ τῶν προτέρων θά ἑτοιμάζουμε τόν ἑαυτό μας, ἐξετάζοντας τήν ψυχή μας, τή ζωή μας, τίς σχέσεις μας, καθετί πού μᾶς ἀφορᾶ, ὥστε νά ἀπορρίψουμε ὅ,τι δέν μπορεῖ νά ἑνωθεῖ μαζί Του καί νά ἐνισχύσουμε τό ἐλάχιστο ἴσως πού μπορεῖ νά προσληφθεῖ ἀπό Αὐτόν!

Πῶς θά ἑτοιμάζουμε τόν ἑαυτό μας, ὥστε νά αὐξηθοῦμε ἐν Χριστῷ, ὥσπου σταδιακά νά φθάσουμε σ’ αὐτό πού ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὀνομάζει «μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ»!

᾿Αλλά καί ὅταν ἔχουμε λάβει τή Θεία Εὐχαριστία, πόσο προσεκτικά πρέπει νά πορευόμαστε, πόσο προσεκτικά νά βαδίζουμε στή ζωή μας, πόσο καθαρές πρέπει νά διατηροῦμε ὄχι μόνο τίς πράξεις μας, οἱ ὁποῖες ἀπορρέουν ἀπό αὐτό πού ἔχουμε μέσα μας, ἀλλά καί τίς σκέψεις μας· οἱ κινήσεις τῆς καρδιᾶς μας πόσο ἅγιες πρέπει νά γίνουν!

῞Ολα αὐτά δέν μποροῦν νά γίνουν μέ μία κίνηση τῆς βουλήσεως ἤ τῆς ἐπιθυμίας μας, ἀλλά μέσα ἀπό τή διαρκή προσπάθεια νά εἴμαστε ἄξιοι τοῦ γεγονότος ὅτι γίναμε Σῶμα Χριστοῦ, καθένας χωριστά, ἀλλά καί ὡς κοινότητα. Κι αὐτό εἶναι ἐπίσης κάτι πού δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε·

κοινωνός τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ δέν γίνεται ὁ καθένας ἀτομικά, ὡς ἐάν ἦταν ἀποκομμένος ἀπό τούς ἄλλους. ῞Ολοι οἱ ἐν Χριστῷ εἶναι ἕνα, καί διδασκόμαστε ὅτι τό ὅλο σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ σαρκωμένη παρουσία Του σ’ αὐτόν τόν κόσμο· ἀτελής ναί, ἀλλά παρουσία. Δέν εἴμαστε φῶτα οὔτε ὁ καθένας μας ξεχωριστά οὔτε ὅλοι μαζί· μποροῦμε ὅμως νά γίνουμε μία φλογίτσα, πού ἴσως ἁπλά νά τρεμοπαίζει, ἀλλά ταυτόχρονα νά κάνει καί λιγότερο πηχτό τό σκοτάδι αὐτοῦ τοῦ κόσμου ἀκυρώνοντας τήν παντοδυναμία του.

῎Ας προετοιμαζόμαστε λοιπόν γιά τήν Εὐχαριστία, ἐρευνώντας τή ζωή μας ἀπό κάθε ἄποψη καί ἀπορρίπτοντας ὅλα ὅσα μόνο νά καοῦν μποροῦν μέσα στή φωτιά τοῦ Χριστοῦ.

῎Ας καλοδεχθοῦμε τόν ἐρχομό Του καί ἄς Τοῦ ἐπιτρέψουμε νά εἰσχωρήσει μέσα μας ὅπως ἡ φωτιά εἰσχωρεῖ στό σίδερο τῆς ψυχῆς, γιά τό ὁποῖο μιλᾶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος. Καί κατόπιν, ἐάν ἔχουμε ἔστω καί λίγο κατανοήσει τί μᾶς συμβαίνει, ἄς εἶναι ἡ ζωή μας μιά πράξη εὐγνωμοσύνης, μιά μαρτυρία ὅτι ὁ Κύριός μας δέν ἔζησε καί δέν πέθανε μάταια, ὅτι ἄξιζε νά δώσει τόν ἑαυτό Του γιά μᾶς, ἄξιζε νά ὑποστεῖ τήν ταπείνωση νά κάνει ἐμᾶς δοχεῖα τῆς παρουσίας Του σ’ αὐτόν τόν κόσμο. ῾Η εὐγνωμοσύνη θά ’πρεπε νά μᾶς παρακινήσει σέ μία ζωή περισσότερο ἄξια τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ.

῎Ας στοχαστοῦμε πάνω σ’ αὐτά κατά τίς ἑβδομάδες πού ἔρχονται, πρίν ἀπό τή Μεγάλη ῾Εβδομάδα, ὥστε νά μποῦμε στήν περίοδο τῶν Παθῶν προετοιμασμένοι νά μοιραστοῦμε μαζί Του τόν δρόμο τοῦ Σταυροῦ· νά παραιτηθοῦμε ἀπό καθετί πού Τόν φόνευσε, Τόν ταπείνωσε, Τόν πρόδωσε, καί νά εἰσέλθουμε μαζί Του στήν αἰώνια ζωή!

ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΚΡίΣΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, πορεία ἀπό τό Τριώδιο στήν Ἀνάσταση

Ἐκδ. «Ἐν πλῷ»

Λόγος εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου

24 Μαρτίου, 2024

Ἅγιος Λουκᾶς Κριμαίας

Ευαγγελισμός Τεμπλου μικρή

Τρία σημαντικότατα γεγονότα στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου ἑορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας.

To πρῶτο εἶναι ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου, τὸν ὁποῖο ἑορτάζουμε σήμερα μὲ χαρὰ καὶ ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ μὲ δέος ἐνώπιόν του μεγαλείου του γεγονότος αὐτοῦ, τὸ ὁποῖο ὀνομάζεται «κεφάλαιον» (δηλαδὴ ἀρχὴ) τῆς σωτηρίας μας.

Ἐννέα μῆνες μετὰ τὸν Εὐαγγελισμὸ πραγματοποιήθηκε καὶ τὸ δεύτερο ἀπὸ τὰ σημαντικότερα γεγονότα, ἡ κατὰ σάρκα Γέννηση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Κορυφὴ καὶ ὁλοκλήρωση τῆς σωτηρίας μας θὰ εἶναι ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ ἀπὸ ἕνα φρικτὸ θάνατο πάνω στὸ Σταυρό.

Ὄχι μόνο μία φορὰ ἀλλὰ πολλὲς φορὲς φανερώθηκαν στοὺς ἁγίους ἄγγελοι. Ἔξι μῆνες πρὶν τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Παναγίας Παρθένου Μαρίας στάλθηκε ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ στὸν ἱερέα Ζαχαρία, ὁ ὁποῖος ὑπηρετοῦσε στὸ ναό, γιὰ νὰ τοῦ ἀναγγείλει, ὅτι ἀπ’ αὐτὸν θὰ γεννηθεῖ ὁ μεγαλύτερος μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ὁ Πρόδρομος τοῦ Κυρίου ὁ Ἰωάννης.

Καὶ σήμερα ὁ ἴδιος φέρνει τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα στὴν Ὑπεραγία καὶ ἄχραντο Παρθένο Μαρία, ἡ ὁποία ζοῦσε στὸ ταπεινὸ φτωχόσπιτο τοῦ ξυλουργοῦ Ἰωσήφ.

Ὁ διάλογός του μὲ τὴν Παναγία εἶναι τόσο ἅγιος καὶ μεγαλειώδης ποὺ δὲν τολμῶ νὰ τὸν περιγράψω μὲ δικά μου λόγια ἀλλὰ πρέπει νὰ τὸν ἐπαναλάβω μὲ Εὐαγγελικὰ λόγια.

Ὅταν μπῆκε ὁ ἀρχάγγελος στὸ ὑπερῶο, εἶπε:

«Χαῖρε, κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετὰ σοῦ· εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν. ἡ δὲ ἰδοῦσα διεταράχθη ἐπὶ τῷ λόγῳ αὐτοῦ, καὶ διελογίζετο ποταπὸς εἴη ὁ ἀσπασμὸς οὗτος. καὶ εἶπεν ὁ ἄγγελος αὐτῇ· μὴ φοβοῦ, Μαριάμ· εὗρες γὰρ χάριν παρὰ τῷ Θεῷ. καὶ ἰδοὺ συλλήψῃ ἐν γαστρὶ καὶ τέξῃ υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ιησοῦν. οὗτος ἔσται μέγας καὶ υἱὸς ὑψίστου κληθήσεται, καὶ δώσει αὐτῷ Κύριος ὁ Θεὸς τὸν θρόνον Δαυῒδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, καὶ βασιλεύσει ἐπὶ τὸν οἶκον ᾿Ιακὼβ εἰς τοὺς αἰῶνας, καὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος.

εἶπε δὲ Μαριὰμ πρὸς τὸν ἄγγελον· πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω; καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἄγγελος εἶπεν αὐτῇ· Πνεῦμα ῞Αγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι· διὸ καὶ τὸ γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται υἱὸς Θεοῦ. καὶ ἰδοὺ ᾿Ελισάβετ ἡ συγγενής σου καὶ αὐτὴ συνειληφυῖα υἱὸν ἐν γήρει αὐτῆς, καὶ οὗτος μὴν ἕκτος ἐστὶν αὐτῇ τῇ καλουμένῃ στείρᾳ·  ὅτι οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ρῆμα. εἶπε δὲ Μαριάμ· ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά σου. καὶ ἀπῆλθεν ἀπ᾿ αὐτῆς ὁ ἄγγελος.» (Λουκ. 1, 28-38).

Σᾶς ἔχω πεῖ πολλὰ τὰ προηγούμενα χρόνια γι’ αὐτὸν τὸ μοναδικὸ στὴν Ἱστορία τοῦ κόσμου διάλογο. Ἀλλὰ τώρα θὰ σταθῶ στὰ λόγια τοῦ Ἀρχαγγέλου:

«Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι διὸ καὶ τὸ γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται υἱὸς Θεοῦ».

Κανεὶς ποτέ, ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ μέχρι τὴ συντέλειά του, δὲν γεννήθηκε καὶ δὲν θὰ γεννηθεῖ κατὰ τὸν τρόπο, κατὰ τὸν ὁποῖο γεννήθηκε ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός. Κανεὶς ποτὲ δὲ γεννήθηκε χωρὶς ἄνδρα. Κανεὶς δὲ γεννήθηκε καὶ δὲν θὰ γεννηθεῖ μὲ τὴν ἐπέλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σὲ κανέναν ποτὲ δὲν κατοίκησε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ τέτοια ὁλοκληρωμένη πληρότητα, μὲ τὴν ὁποία ἐγκατοίκησε στὴν Παναγία Παρθένο Μαρία.

Κανέναν δὲν ἐπισκίασε ἡ δύναμη τοῦ Ὑψίστου καὶ τὰ μητρικὰ σπλάγχνα καμμίας γυναίκας δὲν ἁγίασε, μὲ τέτοια πληρότητα καὶ δύναμη, ὅπως τὰ σπλάγχνα τῆς Ὑπεραγίας Παρθένου Μαρίας.

Κρατῆστε βαθειὰ στὴν καρδιά σας, αὐτὸ ποὺ σᾶς λέω γιὰ τὴν πλήρη ἑνότητα τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀνθρώπινης οὐσίας τῆς Μαρίας.

Ἡ ψυχὴ καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ ἄνθρωπου ἔχουν τὴν ἀρχή τους στὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. To δεύτερο κεφάλαιο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης λέει, ὅτι ἔπλασε ὁ Θεὸς τὸν πρῶτο ἄνθρωπο, τὸν Ἀδάμ, «χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς» (Γέν. 2, 7).

Μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μόνο τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι δυνατὸν νὰ κοινωνεῖ, ἐφόσον ἀπὸ Ἐκείνον προέρχεται, ὅπως συμβαίνει καὶ στὴν φύση, συγγενῆ δηλαδὴ μεταξύ τους πράγματα νὰ ἔχουν πραγματικὴ ἐπικοινωνία.

Τὴν δυνατότητα τῆς ἀληθινῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεὸ τὴν διδαχθήκαμε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος λέει:

«ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν (Ἰω. 14, 23).

Ἀλλὰ καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος μὲ κάποια ἔκπληξη ρωτάει τοὺς χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου: «Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν;» (Α’ Κορ. 3, 16).

Ἀπὸ τοὺς βίους τῶν ἁγίων γνωρίζουμε γιὰ μιὰ πραγματικὴ κοινωνία μὲ τὸν Θεό, ποὺ εἶχαν στὴ ζωὴ τοὺς οἱ ἅγιοι τοῦ Θεοῦ. Γνωρίζουμε ὅτι αὐτοὶ ὑπῆρξαν κατοικοιτήρια τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ αὐτὴ ἡ βαθειὰ κοινωνία τους μὲ τὸ Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μ’ ἐκείνη τὴν εὐλογημένη κατάσταση, ἡ ὁποία ὑπερβαίνει ἀκόμα καὶ τὴν κατάσταση τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἀρχαγγέλων, στὴν ὅποια βρέθηκε ἡ Ὑπεραγία Παρθένος Μαρία μετὰ τὴν ἐπέλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Αὐτὸ δὲν μπόρεσε, ἡ καλύτερα, δὲν ἤθελε νὰ ἀντιληφθεῖ ὁ κακότυχος ἐκεῖνος αἱρετικὸς Νεστόριος, ὁ ὁποῖος ἰσχυριζόταν ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος γέννησε ἕναν κοινὸ ἄνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό, μὲ τὸν ὁποῖο ἀργότερα ἑνώθηκε ὁ Θεός, γι’ αὐτὸ καὶ τὴν Ὑπεραγία Παρθένο Μαρία τὴν ὀνόμαζε Χριστοτόκο καὶ ὄχι Θεοτόκο.

Ἄν, ἔστω καὶ ἐλάχιστο, δίκαιο εἶχε ὁ Νεστόριος, τότε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς θὰ ἦταν ὄχι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεάνθρωπος ἀλλὰ ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς μεγάλους ἁγίους, οἱ ὁποῖοι ὀνομάζονται ἀληθινοὶ ναοὶ καὶ μονὲς τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ γιὰ τὴν ἀπέραντη ἀγάπη τους στὸν Θεὸ καὶ τὴν τέλεια ἐφαρμογὴ στὴ ζωὴ τους τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως βλέπετε ὁ Νεστόριος δικαίως ἀναθεματίστηκε ἀπὸ τὴν Τρίτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο.

Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο θὰ μποροῦσα νὰ τελειώσω τὸν ἐγκωμιαστικό μου λόγο πρὸς τιμὴν τῆς μεγάλης αὐτῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Ὅμως δὲν θέλω νὰ προσπεράσω τὰ λόγια ἐκεῖνα τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, τὰ ὁποῖα μπαίνουν σὲ κάθε καθαρὴ καρδιά:

«Χαῖρε, κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετά σοῦ».

Ὅλοι ἐσεῖς, ποὺ εἶστε ὁμόψυχοι μὲ μένα, πέστε μου, μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ἀνώτερη καὶ καθαρότερη χαρὰ ἀπὸ αὐτή, ποὺ δίνει ἡ αἴσθηση ὅτι μαζί μας εἶναι ὁ Κύριος!

Ὅτι μᾶς ἀγαπᾶ, ἐπειδὴ φυλάσσουμε τὶς ἐντολές Του καὶ ὅτι θὰ ἔλθει μαζὶ μὲ τὸν Ἀναρχο Πατέρα Του καὶ θὰ κατοικήσει μαζί μας!

Τῆς ἀνώτατης αὐτῆς εὐτυχίας καὶ χαρᾶς νὰ μᾶς ἀξιώσει ὁ Κύριος καὶ Θεὸς μας Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς Ὑπεραγίας καὶ Ἀχράντου Παρθένου Μαρίας! Ἀμήν.

Στὴν Κυριακή της Ὀρθοδοξίας

24 Μαρτίου, 2024
pantocrator[1]

Ἁγίου Νικολάου Ἀχρίδος

«Αὔτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν»(Α΄ Ἰω. 5, 5)

…Ἡ κύρια νίκη τῆς Ἐκκλησίας ἡ ὁποία σήμερα προβάλλει μπροστὰ μας εἶναι ἡ νίκη κατὰ τῆς εἰκονομαχίας. Οἱ ἀγῶνες καὶ οἱ διαμάχες γιὰ τὶς εἰκόνες κράτησαν πάνω ἀπὸ διακόσια χρόνια.

Οἱ εἰκονομάχοι ἦταν οἱ ἐσωτερικοὶ ἐχθροί της Ἐκκλησίας οἱ ὁποῖοι ἦταν πάντοτε καὶ οἱ πιὸ ἐπικίνδυνοι ἐπειδὴ πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς εἶχαν στὰ χέρια τοὺς δύναμη κοσμικὴ ἢ ἐξουσία ἐκκλησιαστική.

Πολλοὶ ἦταν βασιλεῖς ἢ πρίγκιπες, πολλοὶ αὐλικοὶ εὐνοῦχοι, δεινοὶ δολοπλόκοι καὶ σύμβουλοι αὐτοκρατορικοί. Οἱ τάξεις τους ἐνισχύθηκαν ἰδιαίτερα ἀπὸ πολλοὺς ἱερεῖς καὶ μοναχούς, ἀκόμα καὶ αἱμοβόρους ἐπισκόπους καὶ ἐπιβαλλόμενους πατριάρχες.

Ἂς εἶναι εὐλογημένη τούτη ἡ μέρα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, γιατί μᾶς ὑπενθυμίζει τὶς πολυάριθμες νίκες τῆς ὀρθόδοξης πίστης. Εὐλογημένοι ἂς εἶναι ἐκεῖνες οἱ ἅγιες ψυχὲς ποὺ ἐθέσπισαν τούτη τὴ μέρα γιὰ νὰ μᾶς θυμίζει τὶς πολυάριθμες νίκες τῆς πίστης μας. Ἔτσι ἔγινε γιὰ τὸ δικό μας καλό. Ἐπειδή, ἐνθυμούμενοι τὶς νίκες, παίρνουμε θάρρος στοὺς ἀγῶνες ποὺ διεξάγουμε καὶ σὲ ͗κείνους ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν.

Ἀποτελεῖ ἀρχαία συνήθεια τῶν στρατηγῶν, πρὶν ἀπὸ τὴ μάχη νὰ ἀπευθύνουν λόγο στοὺς μαχητὲς γιὰ τὶς πρότερες νίκες καὶ ἔτσι νὰ τοὺς ἐνθαρρύνουν καὶ ἐνθουσιάζουν γιὰ τὴ νέα μάχη. Οἱ Ἅγιοι εἶναι οἱ πνευματικοί μας στρατηγοί.

Οἱ Ἅγιοι ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ καθόρισαν τὴ σημερινὴ ἑορτὴ γιὰ νὰ μᾶς θυμίζει καὶ νὰ μὴν ξεχνοῦμε, γιὰ νὰ μᾶς ἐνθαρρύνει καὶ νὰ μὴν λυγίζουμε, γιὰ νὰ μᾶς θερμαίνει καὶ νὰ μὴν γινόμαστε ψυχροί, γιὰ νὰ ἀνοίξει τὴν πνευματική μας ὅραση καὶ νὰ μὴν τυφλωθοῦμε καὶ μέσα στὴ τύφλωση ἐκείνη παραδοθοῦμε στὸν ἐχθρό.

Πραγματικά, ἡ ἐπίδραση τούτης τῆς ἁγίας ἡμέρας σὲ ὅλες τὶς λογικὲς χριστιανικὲς ψυχὲς εἶναι τεράστια. Τούτη ἡ μέρα μᾶς φανερώνεται σὰν τὸν ἀγγελιοφόρο ἀπὸ τὸ πεδίο τῆς μάχης, ἀπὸ πολλὰ πεδία μαχῶν, κομίζοντάς μας τὴ χαρούμενη εἴδηση τῆς νίκης.

Στὸ ἄκουσμα τῆς εἴδησης αὐτῆς, σηκώνουμε τὴν καρδιά μας στὰ ὕψη μονολογώντας στὸν ἑαυτό μας: ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας! Καὶ μὲ μία νέα δύναμη ξεσηκωνόμαστε ἐνάντια σὲ κάθε κακό, ἐσωτερικὸ καὶ ἐξωτερικό, τὸ ὁποῖο περισφίγγει τὴ ψυχή μας καὶ ἀπειλεῖ νὰ τὴ πνίξει.

Ἀκούγοντας γιὰ τοὺς φοβεροὺς ἀγῶνες καὶ τὶς νίκες τῶν ὁμωνύμων μας χριστιανῶν, ὅσων δηλαδὴ πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς ὀνομαζόταν Ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ περιζωνόμαστε μὲ νέα δύναμη καὶ νέα ἐλπίδα.

Ἔτσι, ἡ ὀμιχλώδης πνευματική μας ὅραση γίνεται καθαρότερη καὶ εὐκρινέστερη καὶ βλέπουμε καλύτερα τὴ θέση καὶ τὴ κατάστασή μας. Ὅλα τὰ ἐμπόδια, οἱ δυσκολίες καὶ οἱ στενοχώριες ποὺ στὴν ὀμιχλώδη καὶ κοντόφθαλμη ὅρασή μας ἔμοιαζαν μὲ ἀτσάλινο δίχτυ, μπροστὰ στὸ καθαρό μας βλέμμα καὶ τὴ θαρραλέα καρδιὰ μοιάζουν μὲ ἱστὸ ἀράχνης.

Ἔτσι, ἔχοντας νέους καὶ πολλοὺς συμμάχους ἀνάμεσα στοὺς νικητὲς τοῦ παλαιοῦ καιροῦ καὶ θεωρώντας τὸ παράδειγμά τους στὴ μάχη καὶ τὴ λαμπρή τους νίκη, προχωροῦμε ἐμπρὸς στὸ καθῆκον καὶ τὴ θυσία μας μὲ μεγαλύτερη ἐμπιστοσύνη καὶ φωτεινότερη ἐλπίδα.

Μὰ καὶ οἱ ὑπόλοιπες μέρες στὸ ἡμερολόγιό μας δὲν μᾶς ὑπενθυμίζουν νίκες καὶ νικητές; θὰ μὲ ρωτήσετε. Εὔλογη ἡ ἀπορία σας ἀγαπητοὶ ἀδελφοί. Πραγματικά, ὅλες οἱ μέρες τοῦ χρόνου μᾶς ὑπενθυμίζουν νίκες καὶ νικητὲς χριστιανούς. Στὸ ἡμερολόγιο ἔχουν καταχωρηθεῖ μονάχα τὰ ὀνόματα τῶν νικητῶν.

Κάποιες μέρες μᾶς ὑπενθυμίζουν τοὺς προφῆτες καὶ τοὺς δικαίους, τοὺς νικητὲς τῆς ἀδικίας καὶ τοῦ ψεύδους στὴ Π. Διαθήκη. Ἄλλες μέρες μᾶς ὑπενθυμίζουν τοὺς Ἀποστόλους – νικητὲς τῶν λαῶν καὶ τῶν φυλῶν τῆς εἰδωλολατρίας.

Ἄλλες μέρες πάλι, μᾶς ὑπενθυμίζουν τοὺς μάρτυρες, τοὺς νικητὲς τοῦ πυρός, τοῦ ξίφους, τῶν ἀγρίων θηρίων καὶ ὅλης της ἀνθρωπίνης κακίας. Κάποιες μέρες μᾶς ὑπενθυμίζουν τοὺς μεγάλους πνευματικοὺς καὶ νηστευτὲς – νικητὲς τῶν σωματικῶν παθῶν καὶ τῆς πλεκτάνης τοῦ διαβόλου.

Ἄλλες μέρες μᾶς ὑπενθυμίζουν τοὺς θεοφόρους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ποιμένες καὶ διδασκάλους τῆς οἰκουμένης – νικητὲς ὅλων τῶν ἀτάκτων στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, νικητὲς τῆς ἀγνοίας καὶ τῆς πλάνης τῶν ἀνθρώπων.

Ἄλλες μέρες πάλι μᾶς ὑπενθυμίζουν τὴν Ἁγία Θεομήτορα, τὴν ἐκλεκτὴ στρατηγό, τὴν κεχαριτωμένη νικηφόρο ὅλων ἐκείνων τὰ ὁποία ἐνίκησαν τὴν Εὕα μέσα στὸ Παράδεισο.

Κάποιες μέρες μᾶς ὑπενθυμίζουν τοὺς εὐλαβεῖς βασιλεῖς μὲ τὶς βασίλισσες – νικητὲς τῆς ματαιότητας καὶ τῆς παρανοϊκῆς φιλαυτίας, οἱ ὁποῖοι ἔθεσαν ὅλη τὴν αἴγλη καὶ τὴν ἐξουσία τους στὴν ὑπηρεσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.

Ἄλλες πάλι μᾶς ὑπενθυμίζουν τὰ θαύματα τοῦ Τιμίου Σταύρου τοῦ Χριστοῦ, τῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων Του, τῶν ἐνδυμάτων καὶ εἰκόνων τῶν Ὀρθοδόξων Τροπαιοφόρων, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν τοῦ Χριστοῦ.

Κάποιες μέρες μᾶς ὑπενθυμίζουν τὶς οὐράνιες ἀσώματες δυνάμεις, τὰ τάγματα τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων νικητῶν ὅλων τῶν ἀντιπάλων του Ζῶντος καὶ Μόνου Θεοῦ. Μήπως εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀπαριθμήσω καὶ τὶς ἡμέρες τῶν δικαίων τοῦ Χριστοῦ; Μήπως δὲν εἶναι ὅλες οἱ μέρες δικές Του; Δὲν εἶναι ὅλοι οἱ παραπάνω νικητές, δικοί Του στρατιῶτες – τὸ δικό Του νικηφόρο βασιλικὸ στράτευμα;

Ἔτσι λοιπόν, ὅλες οἱ μέρες τοῦ ἔτους μᾶς ὑπενθυμίζουν τὶς νίκες, τοὺς ἥρωες, τοὺς ἀγῶνες καὶ τοὺς κόπους, τοὺς νικητές. Καμία μέρα τοῦ ἡμερολογίου μας δὲν ἔχει σπιλωθεῖ μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰούδα, τοῦ Καϊάφα, τοῦ Πιλάτου ἢ τοῦ Ἡρώδου.

Οἱ ἡττημένοι ἀπὸ τὸ Σατανᾶ δὲν ἐγγράφονται στὴ βίβλο τῶν ζώντων μὰ στὸ βιβλίο τοῦ αἰωνίου θανάτου. Σὰν ξημερώνει κάποια μέρα τοῦ Θεοῦ, ὁποιαδήποτε μέρα τοῦ ἔτους, μᾶς ὑπενθυμίζει κάποιον νικητὴ τοῦ Χριστοῦ ἢ αὐτὸν τὸν Ἴδιο τὸν Χριστό, τὸν Νικητὴ τῶν νικητῶν καὶ Βασιλέα τῶν βασιλευόντων.

Τούτη ἡ μέρα ὅμως, τούτη ἡ Κυριακή της Ὀρθοδοξίας, μᾶς ὑπενθυμίζει, ὄχι μία νίκη ἢ ἕναν νικητὴ ἀλλὰ τὴ μακρὰ ἁλυσίδα ἀπὸ νίκες καὶ ὁλόκληρο στράτευμα ἀπὸ νικητές. Πρόκειται γιὰ τὶς νίκες τῆς Ἐκκλησίας σὰν ὁλότητα. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐκεῖνος ὁ νικητὴς ποὺ σήμερα θυμόμαστε καὶ τιμοῦμε

Ἡ κύρια νίκη τῆς Ἐκκλησίας ἡ ὁποία σήμερα προβάλλει μπροστὰ μας εἶναι ἡ νίκη κατὰ τῆς εἰκονομαχίας. Οἱ ἀγῶνες καὶ οἱ διαμάχες γιὰ τὶς εἰκόνες κράτησαν πάνω ἀπὸ διακόσια χρόνια.

Οἱ εἰκονομάχοι ἦταν οἱ ἐσωτερικοὶ ἐχθροί της Ἐκκλησίας οἱ ὁποῖοι ἦταν πάντοτε καὶ οἱ πιὸ ἐπικίνδυνοι ἐπειδὴ πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς εἶχαν στὰ χέρια τοὺς δύναμη κοσμικὴ ἢ ἐξουσία ἐκκλησιαστική.

Πολλοὶ ἦταν βασιλεῖς ἢ πρίγκιπες, πολλοὶ αὐλικοὶ εὐνοῦχοι, δεινοὶ δολοπλόκοι καὶ σύμβουλοι αὐτοκρατορικοί. Οἱ τάξεις τοὺς ἐνισχύθηκαν ἰδιαίτερα ἀπὸ πολλοὺς ἱερεῖς καὶ μοναχούς, ἀκόμα καὶ αἱμοβόρους ἐπισκόπους καὶ ἐπιβαλλόμενους πατριάρχες.

Σύμφωνα μὲ τὸν διεστραμμένο νοῦ καὶ τὴν ἀπολιθωμένη τους καρδιά, ἀνακήρυξαν τὶς εἰκόνες σὲ εἴδωλα καὶ τὴν εἰκονολατρεία ὡς εἰδωλολατρία. Μέσα στὴν ἔπαρση καὶ τὸ μένος τοὺς πέταξαν τὶς εἰκόνες ἔξω ἀπὸ τοὺς ναούς, τὶς ἔριχναν στὴ θάλασσα, τὶς ἔσπαζαν καὶ τὶς ἔκαιγαν.

Τὸ ἴδιο ἔπρατταν καὶ μὲ τὰ λείψανα τῶν Ἁγίων καὶ τῶν Ἀποστόλων. Στὸ τέλος, δὲ δίστασαν νὰ πετάξουν ἀπὸ τοὺς ναοὺς καὶ τὰ λάβαρα μὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, τὸ σπουδαιότερο νικηφόρο σημεῖο τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἀπὸ τὸν χριστιανικὸ ναὸ ἔφτιαξαν μία κενὴ καὶ ἔρημη αἴθουσα ὅπου δὲν ἔβλεπες τίποτε πέρα ἀπὸ γυμνοὺς ἀσβεστωμένους τοίχους.

Ἀπὸ ὅλα τὰ κοσμητικὰ στοιχεῖα καὶ ἀντικείμενα στὸ ναὸ τὰ ὁποία παριστοῦν συμβολικὰ τὸ μεγαλειῶδες δράμα τῆς ἐξαγορᾶς μας δὲν ἄφησαν τίποτε – τίποτε πέρα ἀπὸ ἀσβέστη καὶ ἀνθρώπινη φωνή.

Ἡ ἐκκλησία ἔμοιαζε μὲ κενοτάφιο ὅπου ἡ ταλαίπωρη ἀνθρώπινη ψυχὴ ἔνοιωθε μόνη καὶ ἀβοήθητη, ἀγωνιζόμενη μόνη της, δίχως κάποια κλίμακα καὶ ὑποστήριξη, νὰ ἀνυψωθεῖ ἀπὸ τὴ σκόνη τῆς γῆς στὰ ἀτελεύτητα ὕψη τοῦ Θεϊκοῦ θρόνου τῶν οὐρανῶν, στὴ κορφὴ τοῦ βασιλείου τῆς αἰωνιότητος.

Ἐνάντια σὲ μία τέτοια ἀσύνετη ἐρήμωση καὶ πτώχευση τῶν χριστιανικῶν ναῶν ἐξανέστησαν ὅλοι οἱ μεγάλοι καὶ ἐμπνευσμένοι πνευματικοὶ μέσα στὴν ἀχανῆ βυζαντινὴ αὐτοκρατορία καὶ κατόπιν καὶ σὲ ἄλλα ὀρθόδοξα βασίλεια.

Στὸ πλευρὸ τους στεκόταν καὶ ὁλόκληρος ὁ ὀρθόδοξος λαὸς ὁ ὁποῖος ἔνοιωθε, μὲ τὴ καρδιά του, μολονότι δὲν ἤξερε νὰ ἐκφράσει τὸ συναίσθημα μὲ λόγια, πὼς οἱ εἰκόνες ἀποτελοῦν ἕνα ἐξαιρετικὸ βοηθητικὸ μέσον γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν προσευχομένων.

Σὰν ἄλλο σκαλοπάτι τὸ ὁποῖο ὑψώνει τὴν ψυχὴ στοὺς οὐρανοὺς καὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖο κατέρχεται ἡ ἀρωγή, ἡ παρηγορία καὶ ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ στὶς ψυχές.

Εἶμαι βέβαιος, ἀδελφοί μου, ὅτι καὶ οἱ δικές σας καρδιὲς νοιώθουν τὸ ἴδιο. Ὅταν προσκυνεῖτε τὶς εἰκόνες τῶν Ἁγίων, δὲν ὑποκλίνεστε στὸ ξύλο καὶ τὸ χρῶμα τοῦ ξύλου ἀλλὰ σὲ ζῶντες Ἁγίους οἱ ὁποῖοι λάμπουν ὡς ὁ ἥλιος στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ (Μτ. 13, 43).

Ὅταν ἀσπάζεστε τὶς εἰκόνες τῶν μαρτύρων τοῦ Χριστοῦ, ἀσπάζεστε τὶς πληγὲς καὶ τὰ παθήματά τους γιὰ χάρη τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ.

Ὅταν ἀγγίζετε μὲ τὸ χέρι σας τὶς εἰκόνες τῶν ὁσίων ἀσκητῶν καὶ ἐγκρατευτῶν, δὲν ἀγγίζεται τὸ σανίδι ἀλλὰ τοὺς κόπους καὶ τὶς ἀρετές τους.

Ὅταν κλαίετε ἐνώπιον τῆς εἰκόνας τῆς Ἁγίας Θεοτόκου, δὲν θρηνεῖται μπροστὰ σὲ ἕνα νεκρὸ κομμάτι ξύλου ἢ πανιοῦ ἀλλὰ κλαίετε ἐνώπιον τῆς ζωντανῆς καὶ σπλαχνικῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία βλέπει ἀπὸ τὴ Βασιλεία τοῦ Υἱοῦ της τὰ δάκρυά σας καὶ σπεύδει σὲ βοήθεια.

Ὅταν συστέλλεσθε μπροστὰ στὰ πρόσωπα τῶν ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, δὲν τὸ κάνετε μπροστὰ σὲ νεκρὰ ἀντικείμενα ἀλλὰ μπροστὰ στὰ πνεύματα τοῦ ἀγαθοῦ καὶ τοῦ φωτός, στοὺς ἀσωμάτους καὶ ἰσχυροὺς στρατιῶτες καὶ ὑπηρέτες τοῦ Ζῶντος Θεοῦ.

Ὅταν ἀσπάζεστε τὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, δὲν τὸ κάνετε σὰν νὰ εἶναι ἕνα ἀντικείμενο ἀλλὰ ἀσπάζεστε τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία φανερώθηκε στὰ παθήματά Του γιὰ σᾶς ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ. Ἀσπάζεστε τὴν ὥρα ἐκείνη, τὸ ἰσχυρότερο σύμβολο νίκης ἀπὸ τὸ ὁποῖο οἱ δαίμονες τρέμουν καὶ φεύγουν, αὐτὸ ποὺ δίνει θάρρος στὴ πληγωμένη καρδιὰ καὶ παρηγορία στὴ ταλαίπωρη ψυχή.

Τὸ σῶμα σας ὑποκλίνεται στὶς εἰκόνες ἐνῶ ἡ ψυχὴ σὲ αὐτοὺς ποὺ εἰκονίζονται σὲ αὐτές. Τὸ στόμα σας τὶς ἀσπάζεται μὰ ἡ ψυχὴ ἀσπάζεται τὶς ψυχὲς τῶν δοξασμένων ἁγίων στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Τὰ μάτια σας βλέπουν τὸ ξύλο καὶ τὸ χρῶμα ἀλλὰ τὰ πνευματικά σας μάτια ἀτενίζουν ζωντανὰ πρόσωπα στὸ βασίλειο τῶν πνευμάτων.

Γιὰ τοὺς εἰκονομάχους, οἱ εἰκόνες ἀποτελοῦσαν πραγματικὰ εἴδωλα, ἀφοῦ ἔβλεπαν ἐπάνω τους μονάχα τὸ ξύλο καὶ τὸ χρῶμα ἀδυνατώντας νὰ ἀνυψωθοῦν σὲ πνευματικὴ ἐνατένιση τῶν ζωντανῶν ὑπάρξεων, τῶν ἀθανάτων πνευμάτων ποὺ εἰκονίζουν οἱ εἰκόνες. Ὅποιος μονάχα μὲ τοὺς σωματικοὺς ὀφθαλμοὺς κοιτᾶ, αὐτὸς καὶ βλέπει σωματικά.

Γι’ αὐτό, γιὰ ἕνα τέτοιον ἄνθρωπο, διαφεύγει ἡ πνευματικὴ σημασία τῆς εἰκόνος, τοῦ μοιάζει ἀνόητο καὶ ἀκατανόητο ἐπειδὴ μόνο πνευματικὰ μπορεῖ νὰ ἰδωθεῖ κατὰ τοὺς λόγους τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (Α΄ Κορ. 2).

Μὰ ἀντὶ νὰ ντρέπονται γιὰ τὴν ἀδυναμία κατανόησης οἱ εἰκονομάχοι ἐξανέστησαν ὑπεροπτικὰ γιὰ νὰ ἐπιβάλλουν τὴν ἔλλειψη κατανόησής τους σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο.

Μέσα ἀπὸ τὶς εἰκόνες ἐπιβεβαιώνουμε τὴν πραγματικότητα τῶν Ἁγίων τὰ ζωντανὰ πρόσωπα. Ὅ,τι δὲν εἶναι ἀληθινό, δὲν μπορεῖ οὔτε νὰ εἰκονίζεται οὔτε καὶ νὰ φωτογραφίζεται. Εἶναι γνωστὸ πὼς στὴν Ἰνδία οἱ φακίρηδες σαγηνεύουν τοὺς ἀνθρώπους δείχνοντάς τους διάφορα σημεῖα καὶ ἀπάτες.

Αὐτὰ ὅμως εἶναι μονάχα φαινόμενα καὶ ἀπάτες δίχως τὴν ἀντικειμενικὴ ὕπαρξη ὄντων. Οἱ φωτογράφοι προσπάθησαν νὰ φωτογραφήσουν αὐτὰ τὰ φαινόμενα ἀλλὰ οἱ φωτογραφικές τους πλάκες δὲν μπόρεσαν νὰ συλλάβουν καὶ νὰ δείξουν τίποτε. Οἱ πλάκες παρέμειναν κενὲς καὶ γυμνές, ὅπως κενὰ καὶ γυμνὰ εἶναι καὶ τὰ γητεύματα τῶν φακίρηδων.

Οἱ δικοί μας Ἅγιοι ὅμως εἶναι πραγματικὲς ἀνθρώπινες ὑπάρξεις ποὺ ἔζησαν μὲ τὴ παρότρυνση καὶ ἐνθάρρυνση νὰ βαδίσουμε καὶ ἐμεῖς τὸν δικό τους δρόμο, νὰ ἔχουμε τὴ σταθερότητα τῆς πίστης τους, νὰ καλλιεργοῦμε ἐντὸς μας τὶς ἀρετές τους, νὰ ξεδιψοῦμε μὲ τὴν ἀφοβία τοὺς μπροστὰ στὰ παθήματα καὶ τὶς θλίψεις καὶ νὰ θυσιαζόμαστε ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Κύριο.

Ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν δὲν θὰ γεμίσει μὲ φαντασίες καὶ ὁράματα ἀλλὰ μὲ ζωντανοὺς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι κατέστησαν ἀντάξιοί της. Εἴμαστε καὶ ἐμεῖς ὅλοι καλεσμένοι στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καὶ ὅλοι μας ποθοῦμε νὰ κερδίσουμε αὐτὴ τὴ βασιλεία τῆς ζωῆς καὶ τοῦ φωτός, ὅσο τίποτε ἄλλο στὸ κόσμο.

Μὲ τέτοια ἐπιθυμία ὑψίστη ἀτενίζουμε τὶς εἰκόνες τῶν Ἁγίων καὶ διδασκόμαστε τὴν ὁδὸ ποὺ ὁδηγεῖ στὴ Βασιλεία ἐκείνη. Στὰ πρόσωπα ὅλων τῶν Ἁγίων διαβάζουμε τὴν ταπείνωση, τὴν ἀξιοπρέπεια, τὸ βάθος τῆς σκέψεως, τὴν σοβαρότητα, τὴν εἰρήνη, τὴν γλυκύτητα, τὴν ἁγνότητα, τὴν σωφροσύνη καὶ τὴ καθαρότητα τῆς ψυχῆς.

Ἀτενίζοντάς τους, διδασκόμαστε γιὰ τὸ πῶς πρέπει νὰ εἴμαστε καὶ οἱ ἴδιοι. Εἶναι οἱ πνευματικοί μας γεννήτορες, ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφές μας.

Ὅταν λοιπόν, θεωροῦμε ὠφέλιμο νὰ στολίζουμε τὰ σπίτια μας ἀπὸ ἀγάπη καὶ σεβασμό, μὲ φωτογραφίες τῶν σαρκικῶν μας γονέων καὶ ἀδελφῶν γιατί δὲν θὰ ἦταν ὠφέλιμο τὸ νὰ κοσμοῦμε τὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ μὲ τὶς εἰκόνες τῶν τέκνων Του, τῶν ἐκλεκτῶν Του παιδιῶν, τῶν συγγενῶν του Θεοῦ κατὰ τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς τους ἀλλὰ καὶ δικῶν μας συγγενῶν κατὰ τὰ σωματικὰ παθήματα, κατὰ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα;

Ἰδιαίτερα ἐμεῖς, οἱ ἀγροτικοὶ λαοὶ τῶν Βαλκανίων, ἔχουμε περισσότερους λόγους νὰ εὐχαριστοῦμε τὶς ἱερὲς εἰκόνες. Ὑπόδουλοι τῶν Τούρκων γιὰ ἀρκετοὺς αἰῶνες, οἱ λαοί μας δὲν εἶχαν σχολεῖα καὶ μόρφωση.

Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς, μόλις ποὺ κάποιος γνώριζε νὰ διαβάζει τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ νὰ διδαχτεῖ τὴ διδασκαλία τῆς σωτηρίας. Εὐτυχῶς ὅμως, ἡ ἀνάγνωση ἀντικαταστάθη ἀπὸ τὴν ἐνατένιση.

Ἔβλεπαν οἱ ἄνθρωποι τὴν Ἁγία Γραφὴ ἁγιογραφημένη στὶς εἰκόνες καὶ τοὺς ναούς. Ἔβλεπαν τὴν ἱστορία τοῦ Σωτῆρος μας, τοὺς βίους τῶν Ἁγίων, τῶν ἡρώων του Χριστοῦ. Περισσότερο μὲ τὰ μάτια παρὰ μὲ τὰ αὐτιὰ γνώριζαν ἐκεῖνοι τὴν ἀλήθεια τῆς ζωῆς καὶ τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας.

Κράτησαν ἔτσι τὴν πίστη τους καὶ ἔσωσαν τὶς ψυχές τους. Γι’ αὐτὸ ἂς προσκυνήσουμε τὶς ἱερὲς εἰκόνες καὶ ἂς εὐχαριστήσουμε τὴν ἀγαθὴ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία πέρα ἀπὸ τὸν λοιπὸ πνευματικὸ πλοῦτο ποὺ χάρισε στὴν Ὀρθοδοξία, ἐκόσμησε τὴν Ἐκκλησία μας μὲ τὶς εἰκόνες.

Ὁ Ἴδιος ὁ Ὕψιστος Θεὸς τεκμηρίωσε τὴ διατήρηση τῶν εἰκόνων στοὺς ναοὺς καὶ τοὺς οἴκους μὲ τὴ θαυμαστή Του δύναμη, τὴν ὁποία συχνὰ ἐπέδειξε καὶ σήμερα ἐπιδεικνύει μέσω αὐτῶν, μέσω δηλαδὴ τῶν εἰκόνων τοῦ Υἱοῦ Αὐτοῦ του Μονογενοῦς, τῆς Ἁγίας Θεομήτορος καὶ τῶν ἀναρίθμητων Ἁγίων καὶ ἀγγέλων Του.

Ὅσοι ἐναντιώθηκαν στὶς εἰκόνες, στὴν οὐσία ἐναντιώθηκαν στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Στὸ τέλος ἔπεσαν καὶ χάθηκαν στὴ θύελλα τῆς εἰκονομαχίας ποὺ οἱ ἴδιοι εἶχαν προκαλέσει. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ὅμως ἐμπλουτίστηκε μὲ μίαν ἀκόμα νίκη τὴν ὁποία ἐμεῖς σήμερα τιμοῦμε καὶ γιὰ τὴν ὁποία εὐχαριστοῦμε εἰλικρινὰ τὸν Θεό.

Εἴθε ἡ σημερινὴ φωτεινὴ μέρα νὰ μᾶς ὑπενθυμίζει καὶ ὅλες τὶς ἄλλες ἀναρίθμητες νίκες τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Πρῶτοι οἱ Ἑβραῖοι ξεσηκώθηκαν ἐναντίον αὐτῆς τῆς πίστης.

Ὁ ἀγώνας κράτησε μερικὲς δεκάδες χρόνια. Διασκορπίστηκαν σὰν τὸ ἄχυρο σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ὁ οἶκος τοὺς ἀφέθη ἔρημος καθὼς τοὺς τὸ εἶχε προφητεύσει ὁ Σωτήρας λέγοντας. «ἰδού, ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος» (Μτ. 23, 38). Ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ νίκη στὰ χέρια τῆς ἀντιστάθηκε σὲ ἄλλους ἐχθρούς.

Αὐτοὶ οἱ ἐχθροὶ ἦταν οἱ μανιασμένοι Ρωμαῖοι. Ὁ πόλεμος τῶν ρωμαίων αὐτοκρατόρων ἐναντίον τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ, κράτησε κάποιες ἑκατοντάδες χρόνια. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἦταν ὁλόκληρη βουτηγμένη στὸ αἷμα τῶν μαρτύρων. Μὰ στὸ τέλος, ὁ πόλεμος ἔληξε μὲ τὴν καταστροφὴ τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους καὶ τὴ νίκη τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Μὲ τὴ νέα της νίκη στὰ χέρια, στάθηκε ἡ Ἐκκλησία ἐνάντια στὸν νέο της ἐχθρό, στοὺς Ἄραβες μουσουλμάνους καὶ τοὺς εἰδωλολάτρες Πέρσες, Ἀρμενίους, Σαρματούς, Εὐρωπαίους καὶ Ἀφρικανούς. Καὶ πάλι, ὁ ἀγώνας κράτησε μερικοὺς αἰῶνες, μαζὶ καὶ τὰ δεινὰ καὶ τὰ πάθη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ.

Κέρδισε ἡ Ἐκκλησία μας τὴ νίκη καὶ μ’ αὐτὴν στὰ χέρια στάθηκε ἡρωικὰ ἀπέναντι στοὺς νέους ἐχθρούς.

Αὐτοὶ ἦταν οἱ Τοῦρκοι στὴν Ἀσία, Ἀφρικὴ καὶ στὰ Βαλκάνια καθὼς οἱ Μογγόλοι στὴν ὀρθόδοξη Ρωσία. Καὶ πάλι μαρτύρια καὶ θλίψεις – τώρα γιὰ πολλὲς ἑκατοντάδες χρόνια. Μὰ καὶ πάλι ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία κατάφερε τὴν νίκη. Οἱ ἐχθροί της σὰν ἄλλη μακρόχρονη πλημμύρα ἐξηράνθησαν καὶ ἐκείνη, σὰν ἄλλη Κιβωτὸς τοῦ Νῶε, σώθηκε καὶ ἔφτασε στὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἐλευθερία.

Στοὺς καιροὺς τῶν πολλῶν καὶ συχνῶν κατακτήσεων, ἡ Ὀρθοδοξία ὑπέφερε ἀπὸ ἐχθροὺς ἐξωτερικοὺς ἐνῶ στὸ καιρὸ τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἐλευθερίας ἀπὸ ἐχθροὺς ἐσωτερικούς. Ἀπὸ αὐτοὺς ἀναφέραμε τοὺς εἰκονομάχους μὰ ὑπῆρξαν καὶ πολλοὶ ἄλλοι οἱ ὁποῖοι, μὲ τὴν αἱρετικὴ καὶ ἐγωιστικὴ διδαχή τους, ἔφεραν σύγχυση μεταξὺ τῶν πιστῶν καὶ κατέτρωγαν ἐκ τῶν ἔσω τὰ σπλάχνα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ.

Κάποιοι αἱρετικοὶ ἀρνοῦνταν τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐνῶ ἄλλοι τὴν Θεϊκή. Κάποιοι ἀρνοῦνταν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἄλλοι τὴν Ἁγία Θεοτόκο. Ὅλοι τους ἀρνοῦνταν καὶ μία ἀλήθεια τῆς ὑποστηρίζοντας κάποιο ψεῦδος.

Εἶναι τὸ κοινό τους χαρακτηριστικό. Κάποιοι, ἀπὸ φιλοδοξία ἀγωνιζόταν γιὰ τὰ πρωτεῖα καὶ ἄλλοι πάλι ἀπὸ φιλαυτία, προκαλοῦσαν μεγάλες ταραχὲς καὶ σχίσματα γιὰ ἀσήμαντα ζητήματα.

Ἡ Ἐκκλησία ἔπρεπε νὰ ἀμυνθεῖ νὰ πολεμήσει καὶ νὰ πάθει. Δὲν ὑπάρχει ἀδελφοί μου μεγαλύτερος μάρτυρας στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Μὰ οὔτε καὶ μεγαλύτερος καὶ ἐνδοξότερος νικητής.

Νίκησε ὅλους τους αἱρετικούς, ξερίζωσε ὅλες τὶς αἱρέσεις, διατήρησε τὴν καθαρότητα τῆς διδαχῆς τοῦ Χριστοῦ, διεφύλαξε τὴν ἱερότητα τῆς ἀποκάλυψης καὶ τῆς παράδοσης. Ἔτσι, σὰν ἁγνὴ καὶ ἁγία νύμφη τοῦ Χριστοῦ, ἔφτασε μέχρι ἐμᾶς βαδίζοντας τὸν ἀκανθώδη ἀλλὰ ὀρθὸ καὶ νικηφόρο δρόμο της.

Ἀλήθεια, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, ἡ πίστη μας εἶναι ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμο. Αὐτὴ ἡ συγκεκριμένη μέρα καθορίστηκε κάθε χρόνο γιὰ νὰ μᾶς θυμίζει ἀκριβῶς τὸ νὰ μὴν λησμονοῦμε, νὰ μᾶς ἐνθαρρύνει γιὰ νὰ μὴν γινόμαστε μαλθακοί, νὰ μᾶς θερμαίνει μὲ τὴν ἐλπίδα γιὰ νὰ μὴν ψυχραθοῦμε, νὰ καθαρίσει τὴν πνευματική μας ὅραση γιὰ νὰ βλέπουμε καθαρὰ καὶ νὰ κοιτᾶμε Ἐκεῖνον ποὺ ἀοράτως μάχεται γιὰ τὴν Ἐκκλησία Του καὶ τὴν στεφανώνει μὲ τόσες νίκες.

Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ἔχει καθαρὴ τὴν πνευματική του ὅραση καὶ μπορεῖ νὰ δεῖ ὅλο ἐκεῖνο τὸ νικηφόρο στράτευμα στοὺς οὐρανούς, τὸ ὁποῖο ἡ σημερινὴ ἡμέρα ἀποκαλύπτει καὶ δείχνει στοὺς πιστούς.

Εἶναι οἱ υἱοὶ καὶ οἱ θυγατέρες τοῦ Θεοῦ τῶν ὁποίων ὁ ἀριθμὸς συναγωνίζεται ἐκεῖνο τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἡ λάμψη τοὺς ὑπερβαίνει τὴν λάμψη τῶν ἀστέρων. Μᾶς φανερώνονται σήμερα ἐκεῖνοι σὰν ἄλλη οὐράνια χαρμόσυνη παράταξη.

Ἡγεμόνες καὶ δοῦλοι, πλούσιοι καὶ ἐνδεεῖς, γέροι καὶ νέοι, μορφωμένοι καὶ ἀγράμματοι, μητέρες καὶ βρέφη, τίμιες χῆρες καὶ σωφρονισμένες κόρες, ἱερεῖς καὶ στρατιῶτες, στρατηλάτες καὶ μοναχοί, ἁλιεῖς καὶ μεγιστάνες, γεωργοὶ καὶ ἐργάτες – ὅλοι τους στὴν ἀνέκφραστη δόξα τῶν οὐρανῶν.

Σὲ δόξα, κάλλος καὶ λάμψη τὴν ὁποία οὔτε κατὰ διάνοιαν δὲν φαντάστηκαν ὅλοι οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος τοῦ κόσμου.

Ὅλοι αὐτοὶ ἤσαν στὴ γῆ ἀγωνιστὲς καὶ πάσχοντες γιὰ τὴ πίστη τοῦ Χριστοῦ μὰ κανείς τους δὲν περίμενε τὴ νίκη τῆς πίστεως ἐδῶ στὴ γῆ. Γι’ αὐτὸ καὶ στὴν βασιλεία τῆς αἰωνίου ζωῆς ἔχουν ἀμοιφθεῖ μὲ ὅσα «ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» (Α΄ Κορ. 2, 9).

Ὅλοι τους – τὰ πάντα ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Θεό. Ἐκεῖνοι ποὺ συνετρίβησαν ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες σὰν τὴν λάσπη, αὐτοὶ ποὺ στραγγαλίστηκαν σιωπηλὰ στὶς φυλακές, ἐκεῖνοι ποὺ δίχως μάρτυρες καταποντίστηκαν στὴ θάλασσα, ὅσοι ἀποκεφαλίστηκαν μὲ ξίφος γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅσοι καμμιὰν ἀπόλαυση δὲ δοκίμασαν ἐπάνω στὴ γῆ ἀλλὰ μᾶλλον ὅλες τὶς πίκρες, ὅλοι τους εἶναι ἐνταγμένοι στὶς γραμμὲς τῶν νικητῶν.

Ὅλοι τους ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Θεὸ τὰ πάντα καθὼς τὸ ὑποσχέθηκε ὁ Ἴδιος. «ὁ νικῶν, ἔσται αὐτῷ ταῦτα καὶ ἔσομαι αὐτῷ Θεὸς καὶ αὐτὸς ἔσται μοὶ υἱὸς» (Ἀποκ. 21, 7).

Ὅταν κοιτάξετε μὲ καθαρὸ πνευματικὸ βλέμμα αὐτοὺς τοὺς νικητές, θὰ δεῖτε στὸν καθένα ἀπὸ αὐτοὺς τὴν σφραγίδα τοῦ Ἀρνίου τοῦ Θεοῦ. Καθένας τοὺς μοιάζει στὸν Βασιλέα Χριστὸ καὶ ὁ Χριστὸς λάμπει μέσα ἀπὸ τὸν καθένα τους, μέσα ἀπὸ γέρους καὶ νέους, ἀπὸ ἡγεμόνες καθὼς καὶ ἀπὸ δούλους, ἀπὸ τοὺς ἄνδρες καθὼς καὶ ἀπὸ τὶς γυναῖκες.

Ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ κύριος Νικητὴς ὁ ὁποῖος νικᾶ μέσω αὐτῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Κυριακὴ ἔχει ὁριστεῖ ἀκριβῶς γιὰ νὰ εἶναι ἡμέρα μνήμης τῆς νίκης αὐτῆς τῆς πίστεώς μας.

Ἐπειδὴ τὴν Κυριακὴ ἀναστήθηκε ὁ Κύριος καὶ μὲ τὴν ἀνάσταση ἐνίκησε τὸ θάνατο, τὸν φοβερότερο καὶ ἔσχατο ἐχθρό. Γι’ αὐτὸν ποὺ ἐνίκησε τὸ θάνατο ἦταν πολὺ εὔκολο νὰ νικήσει τὸν κόσμο ὅλο. Γι’ αὐτὸ καὶ Ἐκεῖνος ἐνθάρρυνε τοὺς μαθητὲς Του λέγοντας. «θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ἰω. 16, 33).

Ὢ ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, ἡ πίστη μας εἶναι ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμο. Ἡ πίστη μας εἶναι ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν Σατανᾶ. Ἡ πίστη μας εἶναι ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὴν ἁμαρτία. Ἡ πίστη μας εἶναι ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν θάνατο.

Ἡ πίστη μας εἶναι ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ἐνίκησε ὡς τώρα ὅλους τους ἐσωτερικοὺς καὶ ἐξωτερικοὺς ἐχθρούς.

Τί θὰ μποροῦσε περισσότερο νὰ σᾶς ἐνθαρρύνει, νὰ σᾶς ἐνισχύσει καὶ παρηγορήσει ἀπὸ αὐτὴ τὴ νικηφόρα πίστη; Καὶ τί θὰ μποροῦσε νὰ σᾶς φοβίσει καὶ νὰ σᾶς ἑξασθενίσει ἂν κρατήσετε στὴ καρδιὰ αὐτὴ τὴν ἀνίκητη πίστη; Μήπως τὰ σκάνδαλα τῆς ἐλευθερίας στὴν ὁποία τώρα ζῆτε;

Μήπως ἡ ἀδύναμη κραυγὴ τῆς εἰδωλολατρίας; Μήπως τὰ πονηρὰ λόγια τῶν αἱρετικῶν; Μήπως ἡ ἀνηθικότητα τῶν ἀνηθίκων ἡ ὁποία μέσα ἀπὸ τὶς ξένες ἀπολαύσεις ὁδηγεῖ στὴν ἀπογοήτευση καὶ ἀπὸ τὴ μοιρολατρία στὴν αὐτοκτονία;

Τίποτε ἀπ’ ὅσα βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανό, τίποτα στὸ φλοιὸ καὶ κάτω ἀπὸ τὸ φλοιὸ τῆς γῆς, τίποτε μὴν σᾶς φοβίσει. Ἀκόμα καὶ τοῦτο ποὺ συμβαίνει τώρα στὴν ὀρθόδοξη Ρωσία μὴν σᾶς φοβίσει καὶ σᾶς κλονίσει, αὐτὴ ἡ βίαιη φίμωση καὶ ὁ στραγγαλισμὸς τῆς πίστεως καὶ τῶν ἱερῶν του Χριστοῦ!

Μάθετε πὼς αὐτὸ δὲν εἶναι τὸ τέλος μὰ ἡ εἰσαγωγή, ἡ εἴσοδος στὴ μεγαλειώδη νίκη τῆς πίστεώς μας. Μάθετε πὼς ἡ στρατηγικὴ καὶ ἡ τακτική του Θεοῦ εἶναι διάφορη ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη.

Αὐτὸ ποὺ οἱ ἄνθρωποι βλέπουν σὰν συντριβή, ὁ Θεὸς τὸ λαμβάνει ὡς νίκη καὶ κεῖνο ποὺ στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων εἶναι νίκη γιὰ τὸν Θεὸ εἶναι τὸ σούρουπο τῆς καταστροφῆς.

Ἐπειδή, γιὰ τὴ στρατηγικὴ καὶ τὴ τακτική τοῦ Θεοῦ ἔχει γραφεῖ ὅτι τὸ «μωρόν τοῦ Θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστι καὶ τὸ ἀσθενές τοῦ Θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν ἀνθρώπων ἐστὶ» (Α΄ Κόρ. 1, 25).

Ἔτσι, ἂν κάποιος πεῖ ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι μωρία, μὴν θυμώσετε ἀλλὰ ἀπαντήσατε. εἶναι μωρία ἀλλὰ μωρία Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι σωφότερη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀπ’ ὅλους τούς καιροὺς καὶ ἀπ’ ὅλες τὶς μὴ χριστιανικὲς γενεές.

Καὶ ἂν κάποιος πεῖ ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἀδυναμία, μὴν θυμώσετε ἀλλὰ ἀπαντήσατε. Εἶναι ἀδυναμία ἀλλὰ ἀδυναμία Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἰσχυρότερη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς δαίμονες καὶ τὸν θάνατο. Χιλιάδες φορὲς στοὺς αἰῶνες ποὺ πέρασαν, νόμισαν οἱ ἄνθρωποι ὅτι τὸ σκάφος τῆς Ὀρθοδοξίας θὰ βουλιάξει. Μὰ οὔτε βούλιαξε οὔτε καὶ θὰ βουλιάξει. Εἶναι τέτοιο τὸ σκαρὶ καὶ τέτοιος ὁ Τιμονιέρης ποὺ εἶναι ἀδύνατον νὰ βουλιάξει.

Ἡ ὀρθόδοξη πίστη ἀποτελεῖ τὸ μεγαλύτερο θαῦμα στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Δίχως πλοῦτο, δίχως ἐξωτερικὴ ὑποστήριξη, δίχως στρατὸ καὶ ὄπλα, δίχως δουλικὴ ὀργάνωση καὶ πολιτικοὺς ἑλιγμούς, διήνυσε μὲ ἐπιτυχία ἕνα μακρὺ καὶ φοβερὸ δρόμο 19 αἰώνων.

Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη τιμὴ κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι κανεὶς μέλος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Μήτε καὶ ὑπάρχει ἀσφαλέστερος δρόμος ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ἐκείνη βαδίζει καὶ ὁδηγεῖ τοὺς πιστούς της.

Ὑπάρχουν δρόμοι εὔκολοι μὰ ὀλισθηροὶ καὶ ὁδηγοῦν στὴν ἀπώλεια. Ὑπάρχουν σκάφη πιὸ φανταχτερά, μεγαλύτερα καὶ πιὸ ἄνετα ἀλλὰ ἔχουν πολὺ πιὸ ἀδύναμο σκαρί.

Δοξάσατε ἀδελφοὶ τὸν Θεὸ ὁ Ὁποῖος ἐδόξασε τὴν πίστη μας μὲ νίκες πολλές. Δοξάσατε τοὺς Ἁγίους του Θεοῦ οἱ ὁποῖοι ἑκούσια μὲ τὸ αἷμα τους καὶ τὰ δάκρυα πλήρωσαν αὐτὲς τὶς νίκες. Ἂς σᾶς θυμίζει ἡ ἡμέρα τούτη πὼς ἡ πίστη μας εἶναι ἡ πίστη ἡ νικήσασα τὸν κόσμο.

Ἂς σᾶς θυμίζει ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία στὴ γῆ κρατιέται ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία τῶν οὐρανῶν ποὺ σημαίνει πὼς ἕνα λαμπρὸ καὶ ἀνίκητο στράτευμα ἀπὸ τὸν ἀόρατο κόσμο, στράτευμα πολυάριθμο σὰν τοὺς ἀστέρες τοῦ οὐρανοῦ, στέκει δίπλα καὶ γύρω μας καὶ μᾶς βοηθᾶ.

Μπροστὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ στράτευμα τῶν ἀμέτρητων νικητῶν ἵσταται ὁ Νικητὴς τῶν νικητῶν, ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων! Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ ἡ εὐχαριστία

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΑΧΡΙΔΟΣ

ΚΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

18 Μαρτίου, 2024

Κλιμαξ Ιακ. AAA

“Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπό σου ἀπὸ τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβομαι·

ταχὺ ἐπάκουσόν μου· πρόσχες τῇ ψυχῇ μου, καὶ λύτρωσαι αὐτήν”.

Untitled-1

Μεγάλη Σαρακοστή: «Ἕνας τρόπος ζωῆς»

Μὲ τὴν παρακολούθηση τῶν ἀκολουθιῶν, μὲ τή νηστεία, ἀκόμα καὶ μὲ τὴν προσευχὴ σὲ τακτὰ διαστήματα δέν ἑξαντλεῖται ἡ ὅλη προσπάθεια στή διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς.

Ἢ μᾶλλον γιά νά εἶναι ὅλα αὐτὰ ἀποτελεσματικὰ καὶ νά ἔχουν νόημα, πρέπει να ὑποστηρίζονται καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἴδια τή ζωή. Χρειάζεται δηλαδὴ, ἕνας «τρόπος ζωῆς» πού νά μὴν ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ ὅλα αὐτὰ καὶ νά μὴν ὁδηγεῖ σὲ μία «διασπασμένη» ὕπαρξη.

Στό παρελθόν, στίς ὀρθόδοξες χῶρες ἡ ἴδια ἡ κοινωνία πρόσφερε μία τέτοια ὑποστήριξη μὲ τὸν συνδυασμό πού εἶχε στά ἔθιμα, στίς ἐξωτερικὲς ἀλλαγές, μὲ τή νομοθεσία, μὲ τοὺς δημόσιους καὶ ἰδιωτικοὺς κανονισμούς, μὲ ὅλα δηλαδὴ ὅσα περιλαμβάνονται στή λέξη πολιτισμός.

Κατὰ τή Μεγάλη Σαρακοστή ὁλοκλήρη ἡ κοινωνία ὑποδεχόταν ἕνα συγκεκριμένο ῥυθμὸ ζωῆς, ὁρισμένους κανόνες πού ὑπενθύμιζαν στά ἄτομα-μέλη τῆς κοινωνίας τὴν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς. Στή Ῥωσία, λόγου χάρη, δέν μποροῦσε κανεὶς εὔκολα νά ξεχάσει τή Σαρακοστή γιατὶ οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν χτυποῦσαν διαφορετικὰ αὐτὴ τὴν περίοδο· τὰ θέατρα ἔκλειναν καί, σὲ παλιότερους καιρούς, τὰ δικαστήρια ἀνέβαλλαν τή λειτουργία τους.

Φυσικὰ, ὅλα αὐτὰ τὰ ἐρεθίσματα ἀπὸ μόνα τους, εἶναι φανερό, ὅτι δέν ἦταν δυνατὸ νά ἀναγκάσουν τὸν ἀνθρωπο νά ὁδηγηθεῖ στή μετάνοια ἢ σὲ μία πιὸ ζωντανὴ θρησκευτικὴ ζωή. Ἀλλὰ ὅμως δημιουργοῦσαν μία ὁρισμένη ἀτμόσφαιρα – ἕνα εἶδος σαρακοστιανοῦ κλίματος, ὅπου ἡ ἀτομικὴ προσπάθεια γινόταν εὐκολότερη.

Ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἴμαστε ἀδύναμοι χρειαζόμαστε τίς ἐξωτερικὲς ὑπενθυμίσεις, τὰ σύμβολα, τὰ σημάδια. Φυσικὰ πάντα ὑπάρχει ὁ κίνδυνος αὐτὰ τὰ ἐξωτερικὰ σύμβολα ν’ ἀποκτήσουν αὐτοτέλεια, νά γίνουν αὐτοσκοπός, καὶ ἔτσι ἀντὶ νά εἶναι ἁπλά μία ὑπενθύμιση, νά γίνουν γιά τὴν κοινὴ ἀντίληψη τὸ μόνο περιεχόμενο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς.

Αὐτὸν τὸν κίνδυνο τὸν ἔχουμε ἐπισημάνει παραπάνω, ὅταν μιλήσαμε γιά τὶς ἐξωτερικὲς συνήθειες καὶ τὰ πανηγύρια πού ἀντικαθιστοῦν τή γνήσια προσωπική προσπάθεια. Ἂν ὅμως καταλάβουμε σωστὰ αὐτές τίς συνήθειες, τότε θὰ γίνουν ὁ «κρίκος» πού συνδέει τὴν πνευματικὴ προσπάθεια μὲ τή ζωή.

Δέν ζοῦμε σὲ μία ὀρθόδοξη κοινωνία [Ὁ συγγραφέας, Ῥῶσος στήν καταγωγή, ζεῖ σήμερα στήν Ἀμερικὴ] καὶ φυσικὰ δέν εἶναι δυνατὸ νά δημιουργηθεῖ αὐτὸ τὸ «κλίμα» τῆς Σαρακοστῆς σὲ ἐπίπεδο κοινωνικό.

Εἴτε εἶναι Σαρακοστὴ εἴτε ὄχι, ὁ κόσμος πού μᾶς περιβάλλει, ποὺ ἀποτελοῦμε καὶ μεῖς δικὸ του ἀναπόσπαστο κομμάτι, δέν ἀλλάζει. Κατὰ συνέπεια, ζητιέται ἀπὸ μᾶς μία νέα προσπάθεια νά σκεφτοῦμε τὴν ἀπαραίτητη θρησκευτικὴ σχέση ἀνάμεσα στό «ἐξωτερικὸ» καὶ τὸ «ἐσωτερικό».

Ἡ πνευματικὴ τραγωδία τῆς ἐκκοσμίκευσης εἶναι ἐκείνη πού μᾶς σπρώχνει σὲ μία πραγματικὴ θρησκευτικὴ «σχιζοφρένεια» – ἕνα σπάσιμο δηλαδὴ τῆς ζωῆς μας σὲ δυό κομμάτια: τὸ θρησκευτικὸ καὶ τὸ κοσμικό, ποὺ ἔχουν ὅλο καὶ λιγότερη ἀλληλοεξάρτηση.

Ἔτσι, ἡ πνευματικὴ προσπάθεια εἶναι ἀπαραίτητη γιά νά μεταθέσει τὰ παραδοσιακὰ ἔθιμα καὶ τὶς συνήθειες, πού εἶναι βασικὰ μέσα στήν προσπάθειά μας κατὰ τὴν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς. Μ’ ἕνα πειραματικὸ καὶ ἀναγκαστικὰ σχηματικὸ τρόπο θὰ μποροῦσε κανεὶς νά δεῖ αὐτὴ τὴν προσπάθεια σὲ δυό πλαίσια: στή ζωὴ μέσα στό σπίτι καὶ στή ζωὴ ἔξω ἀπ’ αὐτό.

Γιά τὴν ὀρθόδοξη ἀντίληψη, τὸ σπίτι καὶ ἡ οἰκογένεια ἀποτελοῦν τὴν πρώτη καὶ βασικότερη περιοχὴ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ἢ τῆς ἐφαρμογῆς τῶν χριστιανικῶν ἀρχῶν στήν καθημερινὴ ζωή.

Τὸ σπίτι, δηλαδὴ τὸ στυλ καὶ τὸ πνεῦμα τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς καὶ ὄχι τὸ σχολεῖο, ἀκόμα οὔτε καὶ ἡ Ἐκκλησία, εἶναι ἐκεῖνο πού σχηματίζει μέσα μας τή θεμελιακή ἀντίληψη γιά τὸν κόσμο, πού μορφοποιεῖ στόν ἐσωτερικὸ μας, τὸ βασικὸ προσανατολισμὸ, τὸν ὁποῖο ἴσως γιά ἀρκετὸ διάστημα δέν τὸν καταλαβαίνουμε, ἀλλά πού τελικὰ θὰ γίνει ἕνας ἀποφασιστικὸς παράγοντος.

Ὁ στάρετς Ζωσιμᾶς τοῦ Dοstοyevsky στούς Ἀδελφοὺς Καραμαζὼφ λέει: «ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά ἔχει καλὲς ἀναμνήσεις ἀπὸ τὴν παιδικὴ του ἡλικία εἶναι σωσμένος γιά ὅλη του τή ζωή».

Τὸ σημαντικὸ δὲ εἶναι ὅτι κάνει αὐτὴ τὴν παρατήρηση ὕστερα ἀπὸ τή θύμηση τῆς μητέρας του πού τὸν εἶχε πάρει μαζὶ της στή Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων. Θυμᾶται τὴν ὀμορφιά τῆς ἀκολουθίας, τή μοναδική μελῳδίᾳ τοῦ κατανυκτικοῦ «κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου…».

Ἡ ὑπέροχη προσπάθεια γιά θρησκευτικὴ ἀγωγή πού γίνεται σήμερα στά κατηχητικὰ σχολεῖα δὲν σημαίνει καὶ πολλὰ πράγματα, ἂν δέν βασίζεται στή ζωὴ τῆς οἰκογένειας. Τί, λοιπόν, θὰ μποροῦσε καὶ θὰ ἔπρεπε νά γίνει στό σπίτι στή διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς;

Ἐπειδὴ εἶναι ἀδύνατο νά καλύψουμε ἐδῶ ὅλες τίς πλευρὲς τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς θὰ περιοριστοῦμε μόνο σὲ μία ἀπ’ αὐτές.

Ὅλοι μας, χωρὶς ἀμφιβολία, συμφωνοῦμε ὅτι ὁ τρόπος τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς ἔχει ῥιζικὰ ἀλλοιωθεῖ μὲ τὴν παρουσία τοῦ ῥαδιοφώνου καὶ τῆς τηλεόρασης. Αὐτὰ τὰ μέσα τῆς «μαζικῆς ἐνημέρωσης» διαποτίζουν σήμερα ὁλόκληρη τή ζωή.

Δέν χρειάζεται κανεὶς νά βγεῖ ἀπὸ τὸ σπίτι γιά νά βρεθεῖ «ἔξω». Ὁλόκληρος ὁ κόσμος εἶναι μόνιμα ἐδῶ, σὲ ἀπόσταση πού τὸν φτάνουμε… ἀκίνητοι. Καί, σιγὰ σιγά, ἡ στοιχειώδης ἐμπειρία νά βρεθοῦμε σ’ ἕναν ἐσωτερικὸ κόσμο, μέσα στήν ὀμορφιὰ τῆς «ἐσωτερικότητας» ἔχει ἐντελῶς χαθεῖ ἀπὸ τὸ σύγχρονο πολιτισμὸ μας. Καὶ ἂν δέν εἶναι ἡ τηλεόραση, εἶναι ἡ μουσική.

Ἡ μουσικὴ ἔπαψε νά εἶναι κάτι πού τὸ ἀκούει κανείς σταθερὰ. Ἔγινε πιὰ μία «ὑπόκρουση θορύβου» πού συνοδεύει τίς συνομιλίες μας, τὸ διάβασμα, τὸ γράψιμο κλπ.

Στήν πραγματικότητα αὐτὴ ἡ ἀνάγκη νά ἀκούγεται συνέχεια μουσικὴ φανερώνει τὴν ἀδυναμία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου νά χαρεῖ τή σιωπή, νά τὴν καταλάβει ὄχι σὰν κάτι ἀρνητικό, σὰν μία ἁπλὴ ἔλλειψη, ἀλλὰ ἀκριβῶς σὰν μία παρουσία καὶ σὰν τὴν μοναδικὴ προϋπόθεση γιά τὴν πιὸ ἀληθινὴ παρουσία.

Ἂν ὁ Χριστιανὸς τοῦ παρελθόντος ζοῦσε κατὰ ἕνα μεγάλο βαθμὸ σ’ ἕνα σιωπηλὸ κόσμο πού τοῦ ἔδινε πλούσιες εὐκαιρίες γιά αὐτοσυγκέντρωση στόν ἐσωτερικὸ του κόσμο, ὁ σημερινὸς χριστιανὸς εἶναι ἀναγκασμένος νά κάνει εἰδικὴ προσπάθεια γιά νά καλύψει αὐτὴ τὴν ἀναγκαία διάσταση τῆς σιωπῆς, ἡ ὁποία αὐτὴ μόνο μπορεῖ νά μᾶς φέρει σὲ ἐπαφὴ μὲ τίς ὑψηλὲς πραγματικότητες.

Ἔτσι, λοιπόν, τὸ πρόβλημα τοῦ ῥαδιοφώνου καὶ τῆς τηλεόρασης στή διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς δέν εἶναι περιθωριακὴ ὑπόθεση, ἀλλὰ μὲ πολλοὺς τρόπους εἶναι ἕνα θέμα πνευματικῆς ζωῆς ἢ θανάτου.

Πρέπει κανεὶς νά συνειδητοποιήσει ὅτι εἶναι ἀδύνατο νά μοιράσουμε τή ζωή μας ἀνάμεσα στή «χαρμολύπη» τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς καὶ στό τελευταῖο σήριαλ.

Αὐτὰ τὰ δυό βιώματα εἶναι ἀσυμβίβαστα καὶ τὸ ἕνα, σίγουρα, θὰ σκοτώσει τὸ ἄλλο. Καὶ εἶναι πολὺ πιθανό, ἐκτὸς ἂν γίνεται μία ἔντονη προσπάθεια, ὅτι τὸ τελευταῖο σήριαλ ἔχει πολὺ μεγαλύτερες ἐλπίδες σὲ βάρος τῆς «χαρμολύπης» – παρὰ τὸ ἀντίθετο.

Μία πρώτη «συνήθεια» πού προτείνεται εἶναι νά μειωθεῖ δραστικὰ ἡ παρακολούθηση τοῦ ῥαδιοφώνου καὶ τῆς τηλεόρασης στήν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς.

Δέν τολμοῦμε νά ἐλπίζουμε ὅτι θὰ ὑπάρξει μία «γενικὴ» νηστεία, ἀλλὰ μόνο ἡ «ἀσκητικὴ» ἡ ὁποία, ὅπως ξέρουμε, σημαίνει, πρῶτα ἀπ’ ὅλα ἀλλαγὴ τροφῆς καὶ μειώσή της.

Φυσικὰ τίποτε τὸ κακὸ δέν ὑπάρχει, λόγου χάρη, στό νά συνεχίσει κανεὶς νά παρακολουθεῖ στό ῥαδιόφωνο καὶ στήν τηλεόραση εἰδήσεις, ἐκλεκτὲς σειρές, ἐνδιαφέροντα καὶ πνευματικὰ ἤ διανοητικὰ ἐμπλουτισμένα προγράμματα. Ἐκεῖνο πού πρέπει νά σταματήσει στήν διάρκεια τῆς Σαρακοστῆς εἶναι ἡ πλήρης «παράδοση» στήν τηλεόραση – ἡ μετατροπὴ δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου σὲ «λάχανο» πάνω σὲ μία πολυθρόνα κολλημένο στήν ὀθόνη πού παθητικὰ δέχεται ὅ,τι βγαίνει ἀπ’ αὐτή.

Ὅταν ἤμουνα παιδὶ (ἦταν τότε ἡ προτηλεοπτικὴ ἐποχὴ) ἡ μητέρα μου συνήθιζε νά κλειδώνει τὸ πιάνο τὴν πρώτη, τὴν τετάρτη καὶ τὴν ἑβδόμη ἑβδομάδα τῆς Σαρακοστῆς. Αὐτὴ ἡ ἀνάμνηση εἶναι μέσα μου ζωηρότερη ἀπὸ τὶς μακρινὲς ἀκολουθίες τῆς Σαρακοστῆς καὶ ἀκόμα καὶ σήμερα ὅταν παίζει τὸ ῥαδιόφωνο αὐτές τίς μέρες μὲ ταράζει σχεδὸν ὅσο καὶ μία βλαστήμια.

Ἀναφέρω αὐτὴ τὴν προσωπική μου ἀνάμνηση μόνο σὰν μία διευκρίνηση τῆς ἐπίδρασης πού μποροῦν νά ἔχουν μερικὲς ἐξωτερικὲς ἐνέργειες στήν ψυχὴ ἑνὸς παιδιοῦ. Καὶ αὐτό πού κρύβεται ἐδῶ δέν εἶναι ἕνα ἁπλὸ ἀπομονωμένο ἔθιμο ἢ ἕνας κανόνας ἀλλὰ εἶναι μία ἐμπειρία τῆς Σαρακοστῆς σὰν μιᾶς εἰδικῆς χρονικῆς περιόδου, σὰν κάποιου πράγματος πού εἶναι παρόν ὅλο τὸ χρόνο καί πού δέν πρέπει νά χαθεῖ, νά ἀκρωτηριαστεῖ, νά καταστραφεῖ.

Ἐδῶ ἀκόμα, ὅσον ἀφορᾶ τή νηστεία, μία ἁπλή ἀπουσία ἢ ἀποχή ἀπὸ τὴν τροφὴ δέν εἶναι ἐπαρκής, πρέπει νά ἔχει τὸ θετικὸ της συμπλήρωμα.

Ἡ σιωπή πού δημιουργεῖ ἡ ἀπουσία τοῦ θορύβου τοῦ κόσμου, τῶν θορύβων πού παράγονται ἀπὸ τὰ μέσα τῆς μαζικὴς ἐπικοινωνίας, πρέπει νά γεμίσει μὲ θετικὸ περιεχόμενο.

Ἂν ἡ προσευχὴ εἶναι ἡ τροφὴ γιά τὶς ψυχὲς μας, τροφή, ἐπίσης, θέλει καὶ τὸ μυαλὸ μας, γιατὶ ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ διανοητικὸ μέρος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πού καταστρέφεται σήμερα ἀπὸ τὸ ἀσταμάτητο σφυροκόπημα τῆς τηλεόρασης καὶ τοῦ ῥαδιοφώνου, τῶν ἐφημερίδων, τῶν εἰκονογραφημένων ἐκδόσεων κλπ.

Αὐτό, λοιπόν, ποὺ προτείνουμε, παράλληλα μὲ τὴν πνευματικὴ προσπάθεια, εἶναι μία διανοητική, θὰ λέγαμε, προσπάθεια.

Πόσα, ἀλήθεια, ἀριστουργήματα, πόσους ὑπέροχους καρποὺς τῆς ἀνθρώπινης σκέψης, τῆς φαντασίας καὶ τῆς δημιουργικότητας ἀρνούμαστε στή ζωὴ μας μόνο καὶ μόνο γιατὶ μᾶς εἶναι πολὺ πιὸ ἄνετο, γυρίζοντας στό σπίτι ἀπὸ τή δουλειά παραδομένοι στή σωματικὴ καὶ διανοητικὴ κόπωση, νά πιέσουμε τὸ κουμπὶ τῆς τηλεόρασης ἢ νά βυθιστοῦμε στό τέλειο κενὸ ἑνὸς εἰκονογραφημένου περιοδικοῦ.

Ἀλλὰ πῶς φανταζόμαστε ὅτι θὰ μπορούσαμε νά προγραμματίσουμε τὴν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς; Ἴσως νά κάνουμε ἕνα κατάλογο βιβλίων γιά διάβασμα; Φυσικὰ δέν εἶναι ἀπαραίτητο ὅλα αὐτὰ τὰ βιβλία νά εἶναι ὁπωσδήποτε θρησκευτικά, δέν μποροῦν ὅλοι νά γίνουν θεολόγοι. Ὅμως ὑπάρχει πολλὴ «Θεολογία» κρυμμένη σὲ μερικὰ λογοτεχνικὰ ἀριστουργήματα καὶ καθετί πού πλουτίζει τή νοημοσύνη μας, κάθε καρπὸς τῆς ἀληθινῆς ἀνθρώπινης δημιουργίας εἶναι εὐλογημένος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καί, ὅταν χρησιμοποιηθεῖ κατάλληλα, ἀποκτάει πνευματικὴ ἀξία.

Σὲ προηγούμενο κεφάλαιο ἀναφέραμε ὅτι ἡ τετάρτη καὶ ἡ πέμπτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν εἶναι ἀφιερωμένες στή μνήμη δύο μεγάλων διδασκάλων τῆς χριστιανικῆς πνευματικότητας: τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακας καὶ τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας.

Θὰ πρέπει αὐτὸ νά τὸ πάρουμε σὰν μία εὐρύτερη ἀπόδειξη ὅτι ἐκεῖνο πού ζητάει ἀπὸ μᾶς ἡ Ἐκκλησία νά κάνουμε στή διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς εἶναι νά ἐμπλουτίσουμε τὸν πνευματικὸ καὶ διανοητικὸ ἐσωτερικὸ κόσμο μας, νά μελετήσουμε καὶ νά στοχασθοῦμε πάνω σὲ ὅ,τι μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει ν’ ἀνακαλύψουμε αὐτὸν τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο καὶ τὶς χαρὲς του.

Ἀπὸ αὐτὴ τή χαρά, ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ κλήση τοῦ ἀνθρώπου πού ἐκπληρώνεται ἐσωτερικὰ καὶ ὄχι ἐξωτερικά, ὁ «σύγχρονος κόσμος» δέν μᾶς προσφέρει σήμερα οὔτε κἄν μία γεύση• ὅμως χωρὶς αὐτή, χωρὶς τὴν ἀντίληψη τῆς Σαρακοστῆς σὰν ταξιδιοῦ στό βάθος τοῦ εἶναι μας, ἡ Σαρακοστὴ χάνει τὸ νόημά της.

Τέλος, ποιό θὰ μποροῦσε νά εἶναι τὸ νόημα τῆς Σαρακοστῆς στίς ἀτέλειωτες ὦρες πού περνᾶμε ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι; Στίς συναλλαγὲς μας, καθισμένοι σ’ ἕνα γραφεῖο ἢ ἀσκώντας τὰ ἐπαγγελματικὰ μας καθήκοντα, ἢ ὅταν συναναστρεφόμαστε τοὺς συναδέφους καὶ τοὺς φίλους μας;

Ἂν καὶ δέν εἶναι δυνατὸν νά δοθεῖ ἐδῶ μία συγκεκριμένη συνταγή, ὅπως καὶ σὲ κάθε ἄλλη περίπτωση, ὅμως μερικὲς πολὺ γενικὲς ἀπόψεις μποροῦν νά λεχθοῦν. Καὶ πρῶτα-πρῶτα ἡ Σαρακοστὴ εἶναι μία θαυμάσια εὐκαιρία νά ἐλέγξουμε τὸν ἀπίστευτα ὑπεροπτικὸ χαρακτῆρα μας στίς σχέσεις μας μὲ τοὺς ἀνθρώπους, στά διάφορα γεγονότα καὶ στή δουλειά.

«Χαμογέλα!», «μὴ στεναχωριέσαι» κλπ. Εἶναι σλόγκαν πού στήν πραγματικότητα ἔγιναν «διαταγές» πού πρόθυμα τὶς δεχόμαστε καί πού σημαίνουν: μὴν ἀνακατεύεσαι, μὴ ῥωτᾶς, μὴ προχωρᾶς βαθύτερα στίς σχέσεις σου μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους· φύλαξε τοὺς κανόνες τοῦ παιγνιδιοῦ πού συνδυάζει τή φιλική διάθεση μὲ τὴν τέλεια ἀδιαφορία·

σκέψου τὰ πάντα μόνο μέσα στά πλαίσια τοῦ ὑλικοῦ κέρδους, τῆς ὠφέλειας, τῆς προαγωγῆς νά εἶσαι, μ’ ἄλλα λόγια, ἕνα κομμάτι τοῦ κόσμου ὁ ὁποῖος ἐνῶ συνέχεια χρησιμοποιεῖ τίς μεγάλες λέξεις: ἐλευθερία, εὐθύνη, φροντίδα κλπ., de facto ἀκολουθεῖ τὴν ὑλιστικὴ ἀρχὴ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι αὐτά πού τρώει!

Ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ εἶναι περίοδος γιά ἀναζήτηση νοήματος. Νά βρῶ, δηλαδή νόημα στήν ἐπαγγελματική μου ζωὴ στά πλαίσια τῆς κλήσης μου· νόημα στίς προσωπικὲς σχέσεις μου μὲ τ’ ἄλλα πρόσωπα· νόημα στή φιλία· νόημα στίς εὐθύνες μου.

Δέν ὑπάρχει ἀπασχόληση, ἐπάγγελμα πού νά μὴ μπορεῖ νά «μεταμορφωθεῖ» – ἔστω καὶ γιά λίγο μόνο – μὲ στόχο ὄχι τή μεγαλύτερη ἀπόδοση ἢ τὴν καλύτερη ὀργάνωση, ἀλλὰ τὶς ἀνθρώπινες σχέσεις.

Ἡ ἴδια προσπάθεια γιά «ἐσωτερικοποίηση» ὅλων τῶν σχέσεών μας εἶναι ἀπαραίτητη γιατὶ εἴμαστε ἐλεύθερες ἀνθρώπινες ὑπάρξεις πού καταντήσαμε (χωρὶς τὶς περισσότερες φορὲς νά τὸ ξέρουμε) φυλακισμένοι στά συστήματα τὰ ὁποῖα προοδευτικὰ κάνουν τὸν κόσμο μας ἀπάνθρωπο. Καὶ ἂν στήν πίστη μας ὑπάρχει κάποιο νόημα, αὐτὸ πρέπει νά εἶναι συνδεδεμένο μὲ τή ζωή καὶ ὅλα τὰ συνακόλουθά της.

Χιλιάδες ἄνθρωποι νομίζουν ὅτι οἱ ἀπαραίτητες ἀλλαγὲς ἔρχονται μόνο ἀπ’ ἔξω μὲ τὴν ἐπανάσταση καὶ τὴν ἀλλαγὴ στίς ἐξωτερικὲς συνθῆκες.

Στό χέρι τους εἶναι νά ἀποδείξουν οἱ χριστιανοὶ ὅτι στήν πραγματικότητα καθετὶ ξεκινάει ἀπὸ μέσα -ἀπὸ τὴν πίστη καὶ τή ζωή σύμφωνα μὲ τὴν πίστη αὐτή.

Ἡ Ἐκκλησία ὅταν μπῆκε στόν Ἑλληνο-ῥωμαϊκὸ κόσμο, δέν κατάγγειλε τή δουλεία, δέν ξεσήκωσε σὲ ἐπαναστάση. Αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ πίστη της, ἡ νέα θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς ζωῆς εἶναι κείνη πού προοδευτικὰ καταργεῖ τή δουλεία.

Ἕνας «ἅγιος» -καὶ ἅγιος ἐδῶ σημαίνει, πολὺ ἁπλά, κάθε ἄνθρωπος πού παίρνει πάντοτε στά σοβαρὰ τὴν πίστη του- θὰ κάνει πολὺ περισσότερα γιά τὴν ἀλλαγὴ τοῦ κόσμου παρὰ χιλιάδες τυπωμένα προγράμματα. Ὁ ἅγιος εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς ἐπαναστάτης σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο.

Μία τελευταία γενικὴ παρατήρηση: ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ εἶναι εὐκαιρία γιά ἔλεγχο στά λόγια μας. Ὁ κόσμος μας εἶναι ὑπερβολικὰ βερμπαλιστικὸς καὶ μεῖς συνέχεια πλημμυρίζουμε ἀπὸ λόγια πού ἔχουν χάσει τὸ νόημά τους καὶ συνεπῶς τή δύναμή τους.

Ὁ Χριστιανισμὸς ἀποκαλύπτει τὴν ἱερότητα τοῦ λόγου – ἕνα ἀληθινὰ θεῖο δῶρο στόν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἡ ὁμιλία μας εἶναι προικισμένη μὲ τεράστια δύναμη εἴτε θετικὴ εἴτε ἀρνητική.

Γι’ αὐτὸ ἐπίσης καὶ θὰ κριθοῦμε γιά τὰ λόγια μας: «λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πᾶν ρῆμα ἀργὸν ὃ ἐὰν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσι περὶ αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως· 37 ἐκ γὰρ τῶν λόγων σου δικαιωθήσῃ καὶ ἐκ τῶν λόγων σου καταδικασθήσῃ» (Ματθ. 12,36-37).

Ἐλέγχουμε τὰ λόγια μας μὲ τὸ νά ἀνακαλύπτουμε τή σοβαρότητα καὶ τὴν ἱερότητά τους, νά καταλαβαίνουμε ὅτι μερικὲς φορὲς ἕνα «ἀστεῖο» πού λέγεται ἀπερίσκεπτα, μπορεῖ νά ἔχει καταστρεπτικὰ ἀποτελέσματα, μπορεῖ νά γίνει ἐκείνη ἡ τελευταία «σταγόνα» πού ξεχυλίζει τὸ ποτήρι καὶ ὁ ἄνθρωπος φτάνει στήν τελικὴ ἀπελπισία καὶ καταστροφή.

Ἀλλὰ ὁ λόγος μπορεῖ ἐπίσης νά εἶναι καὶ μία μαρτυρία. Μία τυχαία συνομιλία σ’ ἕνα γραφεῖο μὲ τὸ συνάδελφο μπορεῖ νά μεταδώσει καλύτερα μία θεώρηση γιά τή ζωή, μία διάθεση ἀπέναντι στούς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ στή δουλειά καὶ νά ἔχει περισσότερα ἀποτελέσματα ἀπὸ τὸ τυπικὸ κήρυγμα. Μπορεῖ, ἀπὸ μία τέτοια συνομιλία, νά πέσουν σπόροι γιά μία ἐρώτηση πάνω στή δυνατότητα μιᾶς ἄλλης προσέγγισης τῆς ζωῆς, σπόροι γιά ἐπιθυμία νά γνωρίσει κανεὶς περισσότερα.

Δέν ἔχουμε, πραγματικά, ἰδέα πόσο ἐπηρεάζουμε ὁ ἔνας τὸν ἄλλον μὲ τὰ λόγια, μὲ τὸν τόνο τῆς προσωπικότητάς μας. Καὶ τελικὰ οἱ ἄνθρωποι ἑλκύονται στόν Θεό, ὄχι γιατὶ κάποιος μπόρεσε νά τοὺς δώσει διαφωτιστικὲς ἐξηγήσεις, ἀλλὰ γιατὶ εἶδαν σ’ αὐτὸν τὸ φῶς, τή χαρά, τὸ βάθος, τή σοβαρότητα, τὴν ἀγάπη πού ἀπὸ μόνα τους ἀποκαλύπτουν τὴν παρουσία καὶ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο.

Ἔτσι, ἂν ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ, ὅπως εἴπαμε στήν ἀρχή, εἶναι ἡ ἀνακάλυψη τῆς πίστης ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, εἶναι ἐπίσης καὶ ἀνόρθωση τῆς ζωῆς του, τοῦ θεϊκοῦ νοήματός της, τοῦ κρυμμένου βάθους της. Μὲ τὸ νά ἀπέχουμε ἀπὸ τὴν τροφὴ ξαναβρίσκουμε τή γλύκα της καὶ ξαναμαθαίνουμε πῶς νά τὴν παίρνουμε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ χαρὰ καὶ εὐγνωμοσύνη.

Μὲ τὸ «νά μειώνουμε» τίς ψυχαγωγίες, τή μουσική, τὶς συζητήσεις, τὶς ἐπιπόλαιες κοινωνικότητες, ἀνακαλύπτουμε τὴν τελικὴ ἀξία τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων, τῆς ἀνθρώπινης δουλειᾶς, τῆς ἀνθρώπινης τέχνης. Καὶ τὰ ξαναβρίσκουμε ὅλα αὐτὰ ἀκριβῶς γιατὶ ξαναβρίσκουμε τὸν Ἴδιο τὸν Θεό, γιατὶ ξαναγυρίζουμε σ’ Αὐτὸν καὶ δι’ Αὐτοῦ σὲ ὅλα ὅσα Ἐκεῖνος μᾶς ἔδωσε μέσα ἀπὸ τὴν τέλεια ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεός Του.Ἔτσι τή νύχτα τῆς Ἀνάστασης ψέλνουμε:

«Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια.

Ἐορταζέτω γοῦν πᾶσα κτίσις, τὴν ἔγερσιν Χριστοῦ, ἐν ᾗ ἐστερέωται».

Μὴ μᾶς ἀποστερήσεις αὐτῆς τῆς προσδοκίας, φιλάνθρωπε Κύριε!

π. Αλέξανδρος Σμέμαν,

Untitled-1