Κυριακὴ τῶν Πατὲρων (ἀπὸ Ἂγγελο Κ.)

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

Αὐτὴν τὴν ἡμέρα, τὴν ἕβδομη Κυριακὴ ἀπὸ τὸ Πάσχα, γιορτάζουμε τὴν Πρώτη ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, τῶν τριακοσίων δεκαοκτὼ θεοφόρων Πατέρων

Φεγγοβόλα ἀστέρια πόλου νοητοῦ

Μὲ τὶς ἀχτίνες σας φωτίστε μου τὸν νοῦ

Κατὰ Ἀρείου

Ἔλεγε ξένο τὸν Υἱὸ ἀπ’τὴν οὐσία τοῦ Πατέρα

ὁ Ἄρειος καὶ τοὔγινε ξένη κι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ.

Τὴν παροῦσα ἑορτὴ τὴ γιορτάζουμε γιὰ τὴν ἑξῆς αἰτία. Ἐπειδὴ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς φόρεσε τὴ δική μας σάρκα καὶ ἐνήργησε ὅλη τὴν οἰκονομία μὲ τρόπο ἀνείπωτο, καὶ ἀποκαταστάθηκε στὸν πατρικὸ θρόνο, θέλοντας νὰ δείξουν οἱ Ἅγιοι ὅτι ἀληθῶς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ὁ Θεὸς ὡς τέλειος ἄνθρωπος ἀνελήφθη καὶ κάθισε στὰ δεξιὰ τῆς μεγαλοσύνης στὰ ὑψηλὰ καὶ ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων τὸν ἀνεκήρυξε καὶ τὸν ὁμολόγησε ὡς ὁμοούσιο καὶ ὁμότιμο μὲ τὸν Πατέρα·

γι’ αὐτὸ τὸν λόγο μετὰ τὴν ἔνδοξη Ἀνάληψη, θέσπισε τὴν παροῦσα ἑορτή, ἐπειδὴ ἡ σύνοδος ὅλων αὐτῶν τῶν Πατέρων ἀνέδειξαν αὐτὸ ἀκριβῶς καθὼς ἀνακήρυξαν τὸν ἐν σαρκὶ ἀναληφθέντα ἀληθινὸ Θεὸ καὶ τέλειο ἄνθρωπο ἐνσαρκωθέντα.

Ἡ Σύνοδος αὐτὴ ἔγινε ἐπὶ Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, στὸ εἰκοστὸ ἔτος τῆς βασιλείας του. Ἀφοῦ ἔπαψε ὁ διωγμὸς, αὐτὸς βασιλεύει ἀρχικὰ στὴ Ρώμη. Μετὰ ὅμως κτίζει τὴν πανευδαίμονα πόλη ποὺ φέρει τὸ ὄνομά του, τὸ ἔτος 5838 ἀπὸ κτίσεως κόσμου.

Τότε λοιπὸν ξεκίνησαν καὶ τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Ἄρειο. Αὐτὸς ἦταν ἀπὸ τὴν Λιβύη. Πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ χειροτονήθηκε διάκονος ἀπὸ τὸν ἅγιο ἱερομάρτυρα Πέτρο Ἀλεξανδρείας.

Ἐπειδὴ ἄρχισε νὰ βλασφημεῖ κατὰ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἀνακηρύσσοντάς τον κτίσμα, γενημένο ἐξ οὐκ ὄντος, κι ὅτι πόρρω ἀπέχει ἀπὸ τὴν θεϊκὴ ἀξία, κι ὅτι λέγεται καταχρηστικὰ Σοφία καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, θέλοντας τάχα νὰ ἀντιπαρατεθεῖ στὸν δυσσεβὴ Σαβέλλιο, ὁ ὁποῖος ἔλεγε ὅτι ἡ θεότητα εἶναι μονοπρόσωπη καὶ μονοϋπόστατη, καὶ πότε γίνεται ὀ Πατέρας, πότε ὁ Υἱὸς καὶ πότε τὸ ἅγιο Πνεῦμα.

Ἐπειδὴ τέτοια βλάσφημα δίδασκε ὁ Ἄρειος, ὁ μέγας Πέτρος τοῦ ἀφαιρεῖ τὴν ἱεροσύνη, ἀφοῦ εἶδε τὸν Χριστὸ ὡς βρέφος ἐπὶ τοῦ ἁγίου θυσιαστηρίου, φορώντας ἕνα ξεσκισμένο ροῦχο καὶ νὰ τοῦ λέει ὅτι ὁ Ἄρειος τὸ ἔσκισε. Ὁ Ἀχιλλᾶς ὅμως ποὺ ἔγινε ἀρχιερέας τῆς Ἀλεξάνδρειας μετὰ τὸν Πέτρο, μετὰ ἀπὸ πολλὲς ὑποσχέσεις, ἀποκαθιστᾶ τὸν Ἄρειο.

Καὶ μάλιστα, τὸν χειροτονεῖ πρεσβύτερο καὶ τοῦ ἀναθέτει νὰ διευθύνει τὸ διδασκαλεῖο τῆς Ἀλεξάνδρειας. Καὶ μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἀχιλλᾶ, γίνεται ἀρχιερέας ὁ Ἀλέξανδρος, ὁ ὁποῖος βλέποντας ὅτι ὁ Ἄρειος τὰ ἴδια καὶ χειρότερα βλασφημεῖ, τὸν ἔδιωξε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, καὶ μὲ Σύνοδο τὸν καθαίρεσε.

Ὅπως λέει ὁ Θεοδώρητος αὐτὸς ἐδογμάτιζε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶχε τρεπτὴ φύση κι αὐτὸς πρῶτος ξεστόμισε ὅτι ὁ Κύριος ἀναλήφθηκε μὲ σάρκα χωρὶς νοῦ καὶ ἄψυχη. Καθὼς ὅμως ὁ Ἄρειος εἶχε ὁδηγήσει πολλοὺς στὴ δικιά του δυσσέβεια, γράφει, καὶ οἰκειοῦται τὸν Νικομηδείας Εὐσέβιο, τὸν Τύρου Παυλίνο, καὶ τὸν Εὐσέβιο Καισαρείας, καὶ ἄλλους καὶ στρέφεται κατὰ τοῦ Ἀλεξάνδρου.

Κι ὁ Ἀλέξανδρος, ἔστειλε σὲ ὅλους  ἀπανταχοῦ τῆς οἰκουμένης μήνυμα γιὰ τὴν βλασφημία του καὶ τὴν καθαίρεση, καὶ πολλοὺς ξεσήκωσε γιὰ νὰ ἀμυνθοῦν.

Ἐνῶ λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία ταρασσόταν καὶ καμιὰ θεραπεία γιὰ τὴν φιλονικία περὶ τοῦ δόγματος δὲν φαινόταν, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τῆς Οἰκουμενης,  μὲ δημόσια ὀχήματα, τοὺς παρόντες πατέρες συγκέντρωσε στὴ Νίκαια, καὶ ἐκεῖ πηγαίνει κι αὐτός.

Κι ὅπως κάθισαν ὅλοι οἱ Πατέρες, τὸν προέτρεψαν καὶ κάθισε κι αὐτός, ὄχι σὲ θρόνο βασιλικό, ἀλλὰ σὲ ἕνα κάθισμα χαμηλῆς ἀξίας. Κι ἀφοῦ μίλησαν ἐναντίον τοῦ Ἄρειου, ὑποβάλλουν σὲ ἀνάθεμα κι ἐκεῖνον κι ὅλους ὅσοι συμφωνοῦν μὲ ἐκεῖνον.

Κι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς ἅγιους πατέρες ἀνακηρύσσεται ὁμοούσιος καὶ ὁμότιμος καὶ συνάναρχος μὲ τὸν Πατέρα. Καὶ διατυπώνουν αὐτοὶ καὶ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως μέχρι τὸ «καὶ εὶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον»· τὰ ὑπόλοιπα τὰ συμπλήρωσε ἡ δεύτερη Σύνοδος.

Ἐκύρωσε δὲ μαζὶ μὲ ὅλα τὰ ἄλλα ἡ Σύνοδος καὶ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, πότε καὶ πῶς πρέπει ἐμεῖς νὰ τὴν ἑορτάζουμε κι ὄχι μαζὶ μὲ τοὺς Ἰουδαίους ὅπως ἦταν πρῶτα τὸ ἔθιμο.

Καὶ διατυπώνουν εἴκοσι κανόνες γιὰ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση. Καὶ τὸ ἅγιο Σύμβολο τῆς Πίστεως, τελευταῖος ἀπὸ ὅλους, τὸ ἐπικύρωσε ὁ Μέγας καὶ ἰσαπόστολος Κωνσταντῖνος μὲ κόκκινα γράμματα.

Ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἅγιους Πατέρες ἦταν ἀρχιερεῖς οἱ διακόσιοι τριάντα δύο. Ἱερεῖς καὶ διάκονοι καὶ ἐπίσης μονάζοντες ὀγδόντα ἕξι. Κι ὅλοι μαζὶ τριακόσιοι δεκαοκτώ.

Οἱ πιὸ γνωστοὶ ἦταν τοῦτοι: Σίλβεστρος, ἀρχιερέας Ρώμης, κι ὁ Μητροφάνης Κωνσταντινουπόλεως ὁ ὁποῖος ἦταν ἀσθενής. Αὐτοὶ ἐκπροσωπήθηκαν ἀπὸ τοποτηρητές.

Ὁ Ἀλέξανδρος Ἀλεξανδρείας μαζὶ μὲ τὸν Μεγάλο Ἀθανάσιο, ποὺ ἦταν τότε ἀρχιδιάκονος. Ὁ Εὐστάθιος Ἀντιοχείας καὶ ὁ Μακάριος Ἱεροσολύμων. Ὁ ὅσιος ἐπίσκοπος Κουδρούβης.

Ὁ Παφνούτιος ὁ ὁμολογητής. Ὁ μυροβλήτης Νικόλαος καὶ ὁ Τριμυθοῦντος Σπυρίδων, ὁ ὁποῖος τὸν ἐκεῖ φιλόσοφο τὸν κατέβαλε καὶ τὸν ἐβάπτισε, ὑποδεικνύοντας σ’ αὐτὸν τὸ τρισήλιον.

Ἐνῶ γινόταν δὲ ἡ Σύνοδος, δύο Πατέρες Ἀρχιερεῖς ἐκοιμήθησαν κι ὁ μέγας Κωνσταντῖνος ἔβαλε τὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου στὴν κάσα τους ἀφοῦ τὶς ἔκλεισε μὲ ἀσφάλεια, τὴν βρῆκε τὴν ἀπόφαση νὰ ἔχει κυρωθεῖ καὶ νὰ ἔχει ὑπογραφεῖ καὶ ἀπὸ αὐτοὺς μὲ τὴν ἄρρητη χάρη τοῦ Θεοῦ. 

Κι ἀφοῦ τελείωσε ἡ Σύνοδος καὶ εἶχε ὁλοκληρωθεῖ ἡ ἀνοικοδόμηση τῆς Πόλης, προσκαλεῖ ὁ Κωνσταντῖνος ὁ μέγας ὅλους ἐκείνους τοὺς ἅγιους Πατέρες.

Αὐτοὶ ἀνταποκρίθηκαν ὅλοι καὶ εὐχήθηκαν νὰ εἶναι γιὰ πολλὰ χρόνια ἡ Βασιλεύουσα τῶν πόλεων καὶ τὴν εὐλογοῦν καὶ τὴν ἀφιέρωσαν στὴν Μητέρα τοῦ Λόγου, μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ Βασιλιᾶ. Κι ἔτσι οἱ Ἅγιοι ἀνεχώρησαν γιὰ τὴν πατρίδα του ὁ καθένας. 

Ἀλλὰ ὅταν ἔφυγε ἀπ’ τὴ ζωὴ καὶ πῆγε κοντὰ στὸν Θεὸ ὁ Κωνσταντῖνος, ποὺ κρατοῦσε τὰ μαζὶ μὲ τὸν γιό του Κωνστάντιο, ὁ Ἄρειος προσεγγίζει τὸν Βασιλιὰ καὶ τοῦ λέει ὅτι τὰ ἐγκαταλείπει ὅλα κι ὅτι θὰ ἑνωθεῖ μὲ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ.

Καὶ ὅτι ἔγραψε τὶς βλασφημίες του καὶ τὶς κρέμασε ἀπὸ τὸν τράχηλό του· κι ὄτι τάχα πείσθηκε ἀπὸ τὴ Σύνοδο κι ἐκεῖνα τὰ κατέστρεψε μὲ τὰ χέρια του κι ἔλεγε ὅτι πειθαρχεῖ σὲ ὅσα ἐκείνη ἀποφάσισε.

Χωρὶς ἄλλο καὶ ὁ Βασιλιὰς, πρόσταξε τὸν Πατριάρχη τῆς Κωνσταντινουπόλεως νὰ δεχθεῖ σὲ κοινωνία τὸν Ἄρειο. Ἦταν τότε, μετὰ τὸν Μητροφάνη, Πατριάρχης ὁ Ἀλέξανδρος, ὁ ὁποῖος γνωρίζοντας τὸ δύστροπο τοῦ ἀνδρός, ἀμφέβαλλε καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τοῦ δείξει, ἂν ἦταν θέλημά Του νὰ κοινωνήσει μὲ τὸν Ἄρειο.

Ἐπειδὴ πλησίαζε καὶ ὁ καιρός, ποὺ ἔπρεπε να συλλειτουργήσει μ’αὐτόν, ἄρχισε νὰ προσεύχεται πιὸ θερμά. Καὶ καθὼς ὁ Ἄρειος ἐρχόταν στὴν Ἐκκλησία, κάπου ὁ κίονας τοῦ φόρου (τῆς ἀγορᾶς δηλαδή) τοῦ χτυπάει τὴν κοιλιά καὶ πηγαίνει σ’ ἕνα δημόσιο ἀποχωρητήριο.

Κι ἐκεῖ ἔσκασε καὶ ἔβγαλε ὅλη τὴν ἔνδοξο πλάσι ἀπὸ κάτω κι ἔπαθε τὴ ρήξη τοῦ Ἰούδα γιατὶ ἡ προδοσία τοῦ Λόγου ἦταν ἡ ἴδια.

Κι ὅπως αὐτὸς ἀπέκοψε ἀπὸ τὴν Πατρικὴ οὐσία τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ἔτσι κι αὐτὸς ἔμεινε ἀποκομμένος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καθὼς βρέθηκε νεκρός. 

Κι ἔτσι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ἀπαλλάχτηκε ἀπὸ τὴ λύμη του.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s


Αρέσει σε %d bloggers: