Κυριακὴ Ι᾽Ματθαὶου

Σχετική εικόνα

(Ματθ. 17,14-23)

Τῷ καιρῷ ἐκείνω, ἄνθρωπος τίς προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ,

14. γονυπετῶν αὐτὸν καὶ λέγων·

15. Κύριε, ἐλέησόν μου τὸν υἱόν, ὅτι σεληνιάζεται καὶ κακῶς πάσχει· πολλάκις γὰρ πίπτει εἰς τὸ πῦρ καὶ πολλάκις εἰς τὸ ὕδωρ.

16. καὶ προσήνεγκα αὐτὸν τοῖς μαθηταῖς σου, καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν αὐτὸν θεραπεῦσαι.

17. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη ἕως πότε ἔσομαι μεθ’ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετέ μοι αὐτὸν ὧδε.

18. καὶ ἐπετίμησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐξῆλθεν ἀπ’ αὐτοῦ τὸ δαιμόνιον καὶ ἐθεραπεύθη ὁ παῖς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης.

19. Τότε προσελθόντες οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ κατ’ ἰδίαν εἶπον· διατί ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό;

20. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν. ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ, μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται, καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν.

21. τοῦτο δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ.

22. Ἀναστρεφομένων δὲ αὐτῶν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· μέλλει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοσθαι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων

23. καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθήσεται. καὶ ἐλυπήθησαν σφόδρα.

 

 

Ένα Σχόλιο to “Κυριακὴ Ι᾽Ματθαὶου”

  1. Μπάμπης Says:

    Την Παναγία την Κουνίστρα

    Του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη

    Εις όλην την χριστιανοσύνη
    μία είναι μόνη Παναγία αγνή,
    Κόρη παιδίσκη, Άσμα Ασμάτων
    χωρίς Χριστόν, Θείο παιδί στα χέρια,
    και τρεφομένη με Αγγέλων άρτον.

    Εσύ ’σαι η μόνη Παναγία Κουνίστρα,
    που εφανερώθεις στης Σκιάθου το νησί
    εις δένδρον πεύκου επάνω καθημένη
    κι αιωρουμένη εις τερπνήν αιώραν,
    όπως αι κορασίδες συνηθίζουν.

    Εφανερώθεις κι όλος ο λαός
    μετά θυμιαμάτων και λαμπάδων
    εν θεία λιτανεία σε παρέπεμψε
    κι εσήκωσεν ωραίον λευκόν ναόν,
    που με πιατάκια ελληνικά σού στόλισε.

    Κι όλος ο ήλιος έλαμπε εις τον ναόν σου
    και φως το πλημμυρούσε μαργαρώδες
    όλα τ’ αστέρια εφεγγοβολούσαν
    και η σελήνη εχάιδευε γλυκά
    τα απλά της εκκλησίας σου καντηλάκια.

    Κι είδες η Κόρη του λαού την πίστιν
    είδες την πτώχειαν κι ευσπλαγχνίσθης,
    όπως το πάλαι είχε σπλαγχνισθή ο Υιός σου
    τους προγόνους του ίδιου του λαού,
    ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα.

    Κι άρχισες να γιατρεύεις τους αρρώστους
    και να γιατρεύεις τους δαιμονισμένους,
    (που ήρχετο ώρα κι εις τους τοίχους εκτυπώντο
    με φοβερόν συγκλονισμόν)
    κι άρχισες, θεία, να θαυματουργείς.

    Κι η χάρη σου ξαπλώθηκε ως τα πέρατα
    του ειρηνικού νησιού της Σκιάθου,
    ω, Παναγιά μου, κόρη πάναγνη, καλή.
    Κι ίσως να φτάσει κι ως εμένα και ν’ απλώσει
    γαλήνη στην ψυχή μου την αμαρτωλή.

Σχολιάστε