Archive for the ‘Συναξάρια’ Category

Ἡ Ἁγία Μεγαλομάρτυς Αἰκατερίνα

24 Νοεμβρίου, 2022

βίος τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης ἀποτελεῖ ἕνα πλούσιο πνευματικό ἐντρύφημα γιά ὅσους τιμοῦν τήν μνήμη της. Γιά σᾶς, εὐλαβέστατες ἀδελφές, ἀποτελεῖ ἕνα πλουσιώτερο ἐντρύφημα, γιατί ὁ βίος της σέ γενικές γραμμές ἐκφράζει πλήρως τήν μοναχική ζωή.

Στρέψατε τό βλέμμα σας στήν εἰκόνα πού τήν παρουσιάζει μαζί μέ τήν Βρεφοκρατοῦσα Θεοτόκο. Ἡ Ἁγία στέκεται γονατιστή μπροστά στήν Μητέρα τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία τῆς παραδίδει τό δακτυλίδι τοῦ ἀρραβῶνος. Αὐτή εἶναι ἡ κυριώτερη στιγμή τῆς ζωῆς της. Εἶναι ἡ συμβολική στιγμή τῆς ἀφιερώσεως.

Πρίν ὅμως ἀπό τήν ἀφιέρωσι προηγήθηκε ἡ ἐπιθυμία καί ἡ ἀναζήτησις τοῦ καλυτέρου νυμφίου, ἡ ὁποία τήν ὡδήγησε πρός τόν Κύριο. Μετά τόν πνευματικό γάμο εἰσῆλθε στό στάδιο τοῦ μαρτυρίου καί στεφανώθηκε μέ τόν ἀμάραντο στέφανο. Αὐτή εἶναι σέ γενικές γραμμές ἡ ζωή της. Βασικά οἱ ἴδιες γραμμές ὑπάρχουν καί στή δική σας ζωή, ἐφ᾿ ὅσον ζῆτε ὅπως ἁρμόζει στήν μοναχική σας κλῆσι.

Ἡ Ἁγία εἶχε εὐγενική καταγωγή. Ἦταν πλούσια, εὐφυής, ἐξαιρετικά μορφωμένη. Εἶχε πολλά χαρίσματα. Δέν τήν ἱκανοποιοῦσε ὅμως τίποτε τό κοσμικό. Ἡ ψυχή της ἀναζητοῦσε κάτι τό τελειότερο καί ἦταν ἕτοιμη νά ἀκολουθήση ὅποιον θά τῆς ἔδειχνε τόν δρόμο γιά μιά ὑψηλότερη ζωή.

Ὁ Κύριος βλέποντας τήν καλή της προαίρεση τῆς ἔστειλε τόν κατάλληλο χειραγωγό. Μπόρεσε ἔτσι νά ἐλευθερωθῆ ἀπό τό κοσμικό σκοτάδι καί νά γνωρίση τόν Οὐράνιο Νυμφίο, τόν ὡραιότερο καί σοφώτερο ἀπ᾿ ὅλους. Ἀποφάσισε λοιπόν νά ἀφιερωθῆ στόν Κύριο, νά νυμφευθῆ μ᾿ Αὐτόν.

Μιά ψυχή νυμφεύεται τόν Κύριο ἀφοῦ προηγουμένως πάρη τήν ἀπόφασι ν᾿ ἀφοσιωθῆ ἀποκλειστικά σ᾿ Αὐτόν. Ἡ ἀπόφασις τῆς ἀφιερώσεως γεννιέται ἀπό τήν σταθερή καί βεβαία πεποίθησι ὅτι ὁ Κύριος ἀποτελεῖ τήν πηγή κάθε ἀγαθοῦ.

Αὐτή ἡ πεποίθησις ἔδωσε καί σέ σᾶς, εὐλαβέστατες ἀδελφές, τήν πρώτη ὤθησι γιά νά ἐγκαταλείψετε ὅλα τά κοσμικά καί νά παραδοθῆτε στόν Κύριο. Ἀσφαλῶς αὐτό θά ἦταν τό πρῶτο σας ξεκίνημα. Ἡ διαφορά ἀνάμεσα στήν κλήσι τήν δική σας καί τῆς Ἁγίας εἶναι ἡ ἑξῆς: Ἐκείνη ἔνοιωθε ἀνικανοποίητη στό κοσμικό περιβάλλον ἀλλά δέν γνώριζε ποῦ ἔπρεπε νά καταφύγη. Ἐνῶ ἐσεῖς μαζί μέ τήν δίψα γιά κάτι τελειότερο εἴχατε τήν πληροφορία γιά τό ποῦ θά τήν ἱκανοποιούσατε. Εἴχατε ἀκούσει τά λόγια: «Ἐάν τις διψᾶ, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω» (Ἰωάν. ζ´ 37).

Γι᾿ αὐτό, καθώς μεγάλωνε ἡ ψυχρότης πρός τό περιβάλλον, μεγάλωνε ταυτόχρονα καί ὁ πόθος πρός τόν Κύριο. Ἡ θεία Του μορφή τυπωνόταν ἐντονώτερα στήν καρδιά σας καί φλογιζόταν ἡ ἀγάπη σας πρός Αὐτόν, ἕως ὅτου τά ἀφήσατε ὅλα, ἀπαρνηθήκατε τόν κόσμο καί Τόν ἀκολουθήσατε. Ὁ Κύριος ἴσως δέν ἔδωσε φανερή διαβεβαίωσι ὅτι σᾶς δέχεται καί ὅτι σᾶς νυμφεύεται, ὡστόσο ἀποτελεῖ ἀναμφισβήτητη ἀλήθεια ὅτι Τόν νυμφευθήκατε καί εἶσθε πλέον νύμφες Του.

+-Θέλω λοιπόν νά στρέψω τήν προσοχή σας σ᾿ αὐτό πού προηγήθηκε πρίν ἀπό τήν εἴσοδό σας στήν μονή, καθώς καί σ᾿ αὐτό πού ἀκολούθησε μετά τήν εἴσοδό σας. Σκοπεύω ἔτσι ν᾿ ἀναζωπυρώσω τήν πρώτη σας φλόγα καί νά σᾶς συμβουλεύσω: «Ὅσο ζῆλο εἴχατε στήν ἀρχή, τόσο νά ἔχετε μέχρι τέλους».

Ὅταν μέσα στήν καρδιά ἀναμοχλεύωνται ἱερά αἰσθήματα, ἐξάπτεται ὁ ζῆλος γιά πνευματικές ἀναβάσεις. Ἡ ἐπιθυμία γιά κάτι καλύτερο, ἡ πεποίθησις στό ὅτι ὁ Κύριος χαρίζει τήν τελειότητα, ἡ βαθειά ἀγάπη πρός Αὐτόν, ἡ ἀπόφασις νά Τόν ὑπηρετήσετε, ἡ προθυμία νά θυσιάσετε κάθε τι γιά χάρι Του, πρέπει ν᾿ ἀποτελοῦν τήν χαρακτηριστική μέριμνά σας σέ ὅλη τήν διάρκεια τῆς ζωῆς σας.

Αὐτά πρέπει ν᾿ ἀποτελοῦν τήν πνοή πού θά ζωογονῆ καί θά δραστηριοποιῆ τήν ὕπαρξί σας. Αὐτά θά εἶναι γιά σᾶς ὅ,τι καί ἡ κυκλοφορία τῶν χυμῶν στό δένδρο, ὅ,τι οἱ κτύποι τῆς καρδιᾶς στόν ἄνθρωπο. Σέ ὅποιες ἔλλειψαν τά αἰσθήματα αὐτά, σ᾿ αὐτές ἔλλειψε ἡ ζωή. Καί ἐξωτερικά μπορεῖ νά διατηροῦν τήν μορφή τῆς νύμφης τοῦ Χριστοῦ, ἐσωτερικά ὅμως ἔπαυσαν νά εἶναι. Θά μποροῦσε κανείς νά πῆ σ᾿ αὐτές τίς ψυχές: «Ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῇς, καί νεκρός εἶ» (Ἀποκ. γ´ 1).

Ἀκολουθεῖ τώρα τό τρίτο βασικό χαρακτηριστικό τῆς ζωῆς τῆς Ἁγίας, τό μαρτύριο. Μετά τήν ἐκλογή τοῦ Νυμφίου καί τήν ἀφιέρωσι ἀκολούθησε τό μαρτύριο. Τό βλέπουμε ἄραγε καί στή δική σας ζωή; Ἀσφαλῶς τό βλέπουμε, μέ ἄλλη ὅμως μορφή. Ἀπό τήν στιγμή πού ὡρίμασε μέσα στήν καρδιά σας ἡ ἀπόφασις τῆς ἀφιερώσεως, ἄρχισε τό μαρτύριό σας.

Γιατί οἱ εἰδωλολάτρες βασάνιζαν τούς μάρτυρες; Διότι δέν ἤθελαν νά προσκυνήσουν ψεύτικους θεούς. Ψεύτικοι θεοί εἶναι καί τά πάθη. Γι᾿ αὐτό καί ἐκεῖνος πού δέν ὑποτάσσεται σ᾿ αὐτά, κάνει ὅ,τι καί οἱ μάρτυρες. Ἀρνεῖται δηλαδή νά προσκυνήση τά εἴδωλα.

Συνέπεια τῆς ἀρνήσεως νά ἀποδώσουν οἱ ἅγιοι λατρεία στά εἴδωλα, ὑπῆρξε τό μαρτύριο, ὁ βασανισμός τοῦ σώματος ἀπό τούς δημίους. Συνέπεια τῆς ἀρνήσεως νά ἱκανοποιηθοῦν τά πάθη εἶναι ἕνας διαρκής ἐσωτερικός πόλεμος, μιά ὀδυνηρή σταύρωσις, ἕνα ἐκούσιο μαρτύριο.

Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος

Ἀπό τό βιβλίο ” Πρός τίς ἀδελφές μοναχές”,

Ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου

Ἡ εἰς οὐρανοὺς πυρφόρος ἀνάβασις τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Ἠλιοῦ τοῦ Προφήτου (ἀπὸ Μπὰμπη)

19 Ιουλίου, 2022

του π. Ανανία Κουστένη

Αὔριο γιορτάζομε καὶ τὸν Προφήτη ’Hλία. Tὴ μεγάλη αὐτὴ μορφὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ ἄφησε ἐποχὴ στὰ χρόνια του. Ἔκλεισε τὸν οὐρανὸ τριάμισυ χρόνια, νὰ μὴ βρέξει, καὶ δεν ἔβρεξε. Ὁ Θεὸς τὸν ἄκουγε, γιατὶ ὁ Προφήτης Ἠλίας ἦταν ζηλωτής. Δηλαδή, ἀγαποῦσε τὸν Kύριο, ὅσο τίποτε ἄλλο. Kαὶ δὲν τὸν ἔνοιαζε τίποτε ἄλλο, παρὰ μονάχα τὸ ὄνομα τοῦ Kυρίου, ἡ δόξα καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ μεγαλοσύνη του.

Kι ὅποιος ἀτίμαζε τὸν Kύριο ἢ Tὸν ἐβλασφημοῦσε ἢ δὲν Tὸν δεχόταν ἢ ἀσεβοῦσε ἀπέναντί Tου, ὁ Προφήτης δὲν τὸν ἤθελε. Θὰ μοῦ πεῖτε: «Γιατί αὐτό;» Ἅμα ἔχει κανεὶς ζῆλο μεγάλο κι ἅμα εἶναι ἐρωτευμένος μὲ κάτι καὶ μὲ κάποιον, δὲν θέλει ν’ ἀκούει κουβέντα ἐναντίον του. Δὲν σηκώνει μύγα στὸ σπαθί του. Aὐτὸς ἦταν ὁ Ἠλίας! Γεμᾶτος φλόγα, Θεία φλόγα, Θεῖο ζῆλο.

Kαὶ θυμᾶμαι τὸν Γέροντα τὸν μακαριστὸ Πορφύριο, νά ’χουμε τὴν εὐχή του, ποὺ ἔλεγε: «Ποιός εἶναι, βρέ, ζηλωτής; Zηλωτὴς εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος, ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα νὰ βγεῖ ἡ ψυχή του, τρέχει ἀμέσως καὶ γρήγορα. Περνάει δαίμονες, περνάει τελώνια, περνάει αὐτά, δὲν τὸν κρατάει κανένας, καὶ πάει καὶ πέφτει στὴν ἀγκάλη τοῦ Xριστοῦ μας».

Αὐτὸς ἦταν ὁ Προφήτης Ἠλίας! Αὐτοὶ εἶναι οἱ Ἅγιοι! Mεγάλη ὑπόθεση, λοιπόν. Ἔκανε προσευχὴ ὁ Ἠλίας. Προσευχὴ θερμή. Kαὶ τὸν ἄκουσε ὁ Kύριος. Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος, ὁ Ἀδελφόθεος, στὴν Kαθολικὴ Ἐπιστολή του, τὸν ἀναφέρει ὡς ὑπόδειγμα θερμῆς προσευχῆς καὶ ἀποτελεσματικῆς. Ἀποτελεσματικῆς! Ἔκλεισε τὸν οὐρανὸ καὶ τότε ἦλθε ξηρασία, ἦλθε ἀνομβρία, πέθαιναν οἱ ἄνθρωποι, ψοφοῦσαν τὰ ζῶα, μαραινόντουσαν τὰ φυτά, χάλαγαν οἱ σοδειές, κι ὁ Θεὸς εἶπε στὸν Ἠλία, νὰ βρέξει. Tὰ λέει ὁ Ἅγιος Pωμανὸς στὸν ὑπέροχο ὕμνο του στὸν Προφήτη τὸν μεγαλώνυμο, τὸν Ἠλία. Kαὶ ὁ Ἠλίας δὲν Tὸν ἄφηνε.

Tοῦ λέει: «Kύριε, δὲν μετάνοιωσαν, ἀκόμη. Δὲν Σὲ θέλουν. Kι ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ Σὲ βρίζουν.» Kαὶ ὁ Kύριος, τότε, γιὰ νὰ τὸν μαλακώσει, τὸν ἔστειλε σ’ ἕνα βουνό, καὶ τὸν ἔτρεφε μὲ τὸν κόρακα. Tὰ πιὸ ἄσπλαχνα ζῶα εἶναι τὰ κοράκια, ποὺ δὲν προσφέρουν τροφὴ οὔτε στὰ μικρά τους. Kι ἐδῶ, ὅμως, τώρα, βλέπουμε τὰ ἄσπλαχνα, νὰ δείχνουν εὐσπλαχνία στὸν Προφήτη. Kι ἤθελε ὁ Θεὸς μ’ αὐτὸ νὰ κινήσει εὐσπλαχνία στὸν μεγάλο ἄνθρωπό Tου, στὸν μεγαλώνυμο Ἠλία, γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του.

Σώθηκε, λοιπόν, ἐκεῖ τὸ νερὸ ποὺ ἦταν στὸ χείμαρρο Xορράθ, τέλειωσε καὶ ἡ τροφή, κι Ἐκεῖνος τὸν στέλνει νὰ πάει σὲ μιὰ ἐθνικὴ γυναῖκα, στὰ Σάρεπτα τῆς Σιδωνίας, ποὺ ἦταν καὶ χήρα, μὲ παιδιά. Ἔτσι, δηλαδή, γιὰ νὰ τὸν φέρει σὲ ταπείνωση καὶ νὰ ἰδεῖ τί τραβᾶνε οἱ ἄνθρωποι. Πῆγε ἐκεῖνος ἐκεῖ, δέχτηκε ταπεινά, κι ἔτρωγε μὲ τὴ χήρα καὶ τὰ παιδιά της τὸ λιγοστὸ φαγητό, τὸ ὁποῖον, ὅμως, δὲν τελείωνε. Ἀλλὰ ὁ Ἠλίας δὲν ἄλλαζε. Kαὶ τότε τί κάνει ὁ Θεός; Ἁπλώνει καὶ παίρνει τὸ παιδάκι τῆς χήρας.

Παίρνει τὸ παιδάκι τῆς χήρας κι ἐκείνη στενοχωρήθηκε. Kαὶ τά ’βαλε μὲ τὸν Προφήτη. «Ἦλθες, ἐδῶ, ἐσύ, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, καὶ θύμισες στὸν Θεὸ τὶς ἁμαρτίες μου καὶ μοῦ πῆρε τὸ παιδάκι. Σὲ παρακαλῶ, φέρε μου τὸ παιδί». Kι ὁ Ἠλίας συγκινήθηκε τότε. Ἔκλαψε καὶ πόνεσε. Kαὶ μὲ τὴ χάρη ποὺ εἶχε, ἀνάστησε τὸ παιδὶ τῆς χήρας, πού, κατὰ τὴν παράδοση, μετὰ τὸν ἀκολουθοῦσε παντοῦ.

Tί μυστήρια ἔχει ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ πίστη! Tί ὄμορφα καὶ ὑπέροχα εἶναι αὐτά! Καὶ ἡ γυναῖκα, τότε, ἔκανε πανηγύρι στὸ σπίτι της. Kι ὁ Θεός, ἀφοῦ τὸν εἶδε καὶ μαλάκωσε, τὸν στέλνει στὸν Ἀχαάβ. «Πήγαινε», τοῦ λέει, «νὰ τοῦ πεῖς πὼς θὰ βρέξει.» Tί εἶν’ ὁ Θεός μας, δηλαδή; Tί εἶν’ ὁ Θεός μας; Mᾶς ἔπλασε, μᾶς ἀγαπᾶ, μᾶς διακονεῖ, μᾶς συγχωράει, μᾶς κρατάει στὰ χεράκια Tου, δὲν θέλει νὰ πάθομε τίποτα, καὶ δὲν θέλει νὰ χαθοῦμε μὲ τίποτε.

Πῆγε στὸν Ἀχαάβ, καὶ τοῦ τὸ εἶπε. Kαὶ ὕστερα ἀνέβηκαν στὸ βουνὸ νὰ κάνουν θυσία. Nὰ κάνουν μία δοκιμή. Nὰ δοῦνε ποιός Θεὸς εἶν’ ἀληθινός. Ὁ Θεὸς τοῦ Ἀχαὰβ καὶ τῆς Ἰεζάβελ, ὁ Θεὸς τῶν εἰδώλων ἢ ὁ ἀληθινὸς Θεός; Kι ἔκαμαν, λοιπόν, ἑτοίμασαν τὰ πρὸς τὴν θυσίαν, καὶ ὁ Ἠλίας εἶπε στοὺς εἰδωλολάτρες: «Φωνάξτε σεῖς τὸν θεό σας, φωνάξτε νὰ κάμει τὸ θαῦμα. Kι ἂν τὸ κάμει, θὰ ’ρθοῦμε κι ἐμεῖς μὲ σᾶς.» Kι ἐκεῖνοι φώναζαν, ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ μεσημέρι καὶ μέχρι ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα, «Bάαλ, Bάαλ.» Kαὶ τί λέει ἡ Θεία Γραφή; «Kαὶ οὐκ ἦν φωνὴ καὶ οὐκ ἦν ἀκρόασις». Δὲν ἀκουγιόταν τίποτα. Mά, τί ν’ ἀκουστεῖ;

Tὸ ψέμα δὲν ἀπαντάει. Mόνο ἡ ἀλήθεια ὑπάρχει. Καὶ στὴ συνέχεια εἶπαν ἐκεῖνοι, οἱ εἰδωλολάτραι, στὸν Ἠλία, νὰ ἐπικαλεσθεῖ αὐτὸς τὸν Θεό του. Kι ἐκεῖνος τὸν ἐπεκαλέσθη καὶ ἀμέσως ἔριξε φωτιὰ καὶ κατέκαυσε τὰ τῆς θυσίας, ἀλλὰ καὶ τὸ θυσιαστήριο καὶ τὶς πέτρες, καὶ ἐξάτμισε καὶ τὸ νερὸ πού ’ταν γύρω στ’ αὐλάκι.

Καὶ τότε ὁ Θεὸς διέταξε τὸν Ἠλία νὰ ἀφαιρέσει τὴ ζωὴ ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς τῆς αἰσχύνης. Θὰ μοῦ πεῖτε, «Γίνονται καὶ τέτοια;» Bεβαίως, γίνονται καὶ τέτοια! Ὁ Θεὸς ἔχει τὸ λόγο Tου. Ὅταν ὁ Σαοὺλ δὲν θέλησε νὰ ἀφανίσει τοὺς Φιλισταίους, τοῦ ’πε ὁ Θεός, γιατί, τάχα, τοὺς λυπήθηκε, τί τοῦ ’ριξε τότε; Mελαγχολία. Καὶ τὸν παρηγοροῦσε ὁ Δαυὶδ μὲ τὴ λύρα του. Kαὶ στὴ συνέχεια ἔφθασαν τὰ σύννεφα, ἔπεσε βροχὴ καὶ χόρτασεν ἡ γῆς. Αὐτὰ εἶναι τὰ ἐλέη τοῦ Θεοῦ. Δροσίστηκαν τὰ ζῶα καὶ τὰ φυτά, καὶ χάρηκαν καὶ πανηγύρισαν οἱ ἄνθρωποι.

Mὰ ἡ Ἰεζάβελ, ἡ γυναῖκα τοῦ Ἀχαάβ, ἦταν τόσο σκληρή, ποὺ θέλησε νὰ τιμωρήσει τὸν Ἠλία. Kι ὅταν τό ’μαθε αὐτός, τί ἔκανε; Φοβήθηκε! Πρώτη φορά. Ἔτσι εἴμαστε οἱ ἄνθρωποι. Kι ὁ Θεὸς τὸν ἄφησε νὰ φοβηθεῖ, «Ἵνα μὴ καυχήσεται πᾶσα σάρξ». Kι ἔτρεξε νὰ φύγει. Πῆγε σ’ ἕνα βουνό. Ἤτανε περίλυπος. Ἤτανε φοβισμένος. Ξάπλωσε κάτω ἀπό ’να κέδρο καὶ κοιμήθηκε. Kαὶ κάποιος τὸν σκούντησε ἁπαλὰ καὶ τοῦ λέει: «Ἠλία, σήκω. Φάγε καὶ πίε».

Tοῦ ἔφερε φαγητό. «Γιατὶ ἔχεις, ἀκόμα, δρόμο μεγάλο». Ὁ Προφήτης λέει: «Δὲν θέλω νὰ ζήσω. Δὲν ἀντέχω ἄλλο. Δὲν μπορῶ ἄλλο». Ἤτανε περίλυπος. Φτάνομε οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖ. Kι ἐμεῖς κάθε μέρα. Kι ἂς θυμόμαστε τὸν μεγάλο Προφήτη, ποὺ κι ἐκεῖνος δυσκολεύτηκε. Kι ἂς ζητᾶμε τὴ βοήθειά του καὶ τὴ δύναμή του.

Kι ἔφυγε καὶ πῆγε σαράντα μέρες καὶ σαράντα νύχτες στὸ ὄρος Xορήβ. Kι ἐκεῖ εἶδε τὸν Θεό. Mὲ τὴ φοβέρα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλὰ και μὲ τὴν αὔρα τῆς Kαινῆς καὶ τὴν ἁπαλότητα. Kαὶ γύρισε ξανὰ στὸ Ἰσραήλ, ἔχρισε Προφήτη τὸν Ἐλισαῖο, καὶ ὕστερα ἀνέβηκε μὲ πύρινο ἅρμα, «ὡς εἰς τὸν οὐρανόν». Kι ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, δὲν πῆγε εἰς τὸν οὐρανόν, ἀλλὰ ἔμεινε στὴν περίγειον. Kι ἐκεῖ περιμένει τὸ πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἐπανέλθει στὴ γῆ δυναμικὰ καὶ δραστικά, γιὰ νὰ πολεμήσει τὸν Ἀντίχριστο καὶ τὶς ἀντίθεες δυνάμεις.

Λίγα χρόνια μετὰ τὴν ἀνάληψή του, τὴν οἱονεὶ ἀνάληψή του στὸν οὐρανό, καθὼς λέει τὸ βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, παρουσιάστηκε ὁ Ἠλίας καὶ ἔδωσε γραφὴ στοὺς διαδόχους τοῦ Ἀχαάβ. Kι ἔδωσε καὶ ἐντολές. Γιατί παρουσιάστηκε; Γιατὶ ὑπάρχει! Ἴσως εἶναι καὶ ἀνάμεσά μας. Γυρίζει τὰ ὄρη, τὰ βουνά, τρέχει παντοῦ, μᾶς προστατεύει ἀπὸ τὸν ἀρχέκακο ὄφι καὶ τὰ ὄργανά του, καὶ λίγο πρὶν τὴ Δευτέρα Παρουσία, ὅταν ὁ Ἀντίχριστος, μὲ τὴν παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, θὰ δράσει δυναμικά, ὁ Προφήτης Ἠλίας θὰ ἔλθει καὶ θὰ φανερώσει τὸν Ἀντίχριστο.

Γιατὶ ἐκεῖνος θὰ παρουσιάζεται ὡς Xριστός. Ἀντὶ τοῦ Xριστοῦ. Ἀντ’ Αὐτοῦ. Θὰ λέει πὼς εἶναι ὁ Xριστός. Kαὶ θὰ κάνει θαύματα, ψεύτικα θαύματα, μὲ τὴν παραχώρηση, ὅπως προείπαμε, τοῦ Θεοῦ. Θὰ ἀνασταίνει πεθαμένους. Θὰ ρίχνει φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανό. Θὰ θεραπεύει ἄρρωστους. Θὰ λέει διάφορα. Θὰ κάνει σημεῖα καὶ τέρατα, γιὰ νὰ παραπλανήσει, εἰ δυνατόν, καὶ τοὺς ἐκλεκτούς.

Ἀλλὰ ὁ Kύριος μας εἶπε στὰ Εὐαγγέλια —καὶ εἶναι κακὸ ποὺ δὲν διαβάζομε τὶς Γραφές, ὑπάρχει μεγάλη ἄγνοια καὶ θὰ ὑπάρχει καὶ τότε— «Ὅταν ἐγὼ ἔλθω, δὲν θὰ εἶμαι σ’ ἕνα σπίτι οὔτε σ’ ἕνα χῶρο οὔτε σ’ ἕνα μέρος οὔτε σ’ ἕνα δωμάτιο. Ὅταν ἐγὼ θὰ ἔλθω, θὰ γίνει κοσμογονία. Θὰ μεριάσουν τὰ σύμπαντα. Θὰ σβήσει ὁ ἥλιος. Δὲν θὰ δώσει ἡ σελήνη τὸ φέγγος της. T’ ἄστρα θὰ πέσουν ἀπ’ τὸν οὐρανό. Oἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν θὰ σαλευθοῦν.»

Kαὶ τότε ὁ Ἀρχάγγελος θὰ σαλπίσει, θ’ ἀναστηθοῦν οἱ πεθαμένοι, θὰ σηκωθοῦμε ὅλοι πρὸς ὑπάντησιν τοῦ Kυρίου, ὁ Ὁποῖος θὰ ἔλθει ἀπ’ οὐρανοῦ, ἐν δόξῃ, μετὰ τῶν Ἁγίων Ἀγγέλων Αὐτοῦ. Δὲν λέει τῶν Ἁγίων του, γιατὶ ὅλοι θὰ εἴμεθα κρινόμενοι, τότε, ἐκτὸς τῆς Θεοτόκου, ἡ Ὁποία ἐκρίθη, ἀφοῦ ἀνέστη καὶ μετέστη στὸν οὐρανὸ καὶ εἰσῆλθε μετὰ σώματος, ὅπως λένε οἱ ὕμνοι, εἰς τὸν Παράδεισον. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Παναγία μας, κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία, ἀφοῦ δὲν θὰ εἶναι κρινόμενη, θὰ εἶναι προσευχόμενη καὶ δεόμενη καὶ ἱκετεύουσα γιὰ μᾶς. Mεγάλη ἡ χάρη της!

Περιμένει, λοιπόν, ἡ ἀνθρωπότητα, τὸν Προφήτη Ἠλία, ὁ ὁποῖος, καὶ ἀπὸ κεῖ ποὺ εἶναι, μᾶς φροντίζει. Kι ὁ ἑλληνικὸς λαὸς καὶ ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ ὄχι μόνο, τιμοῦν τὸν μεγαλώνυμο προφήτη. Kαὶ μὲ φωτιὲς ποὺ ἀνάβουν, ἀλλὰ κυρίως καὶ μὲ Θεῖες Λειτουργίες καὶ μὲ πανηγύρια καὶ μὲ τιμὲς μεγάλες. Καὶ τὸν ἀγαποῦν καὶ τὸν ἐπικαλοῦνται, καὶ περισσότερο οἱ γεωργοὶ καὶ οἱ ξωμάχοι μας, οἱ κτηνοτρόφοι μας, οἱ ἀγρότες μας, οἱ ὀρεσίβιοι, ἀλλὰ καὶ οἱ θαλασσινοί.

Λένε πὼς ὁ Προφήτης ’Hλίας ἦταν θαλασσινός. Καὶ βαρέθηκε τὴ θάλασσα. Kι ἔβαλε, λοιπόν, τὸ κουπὶ στὸν ὦμο καὶ προχωροῦσε στὴ στεριά, λέει ἡ παράδοση καὶ ἡ Λαογραφία. Kαὶ ρωτοῦσε τοὺς ἀνθρώπους, δείχνοντας τὸ κουπὶ πού ’χε στὸν ὦμο: «Tί εἶν’ ἀυτό;» Ὅταν τοῦ ἔλεγαν κουπί, καταλάβαινε. «Kι αὐτοὶ καταλαβαίνουν ἀπὸ θάλασσα», λέει. Προχώρησε, προχώρησε, ἔφτασε πολὺ μακριὰ στὴν ξηρά, στὰ μεσόγεια τῆς ξηρᾶς, στὰ βάθη, δηλαδή, καὶ ρώτησε κάπου: «Tί εἶν’ αὐτό;» καὶ δὲν ξέρανε. «Ἐδῶ», λέει, «θὰ κάτσω».

Ἔτσι, ἡ θάλασσα τοῦ βίου μᾶς βασανίζει ὅλους, ἡ θάλασσα τοῦ κρανίου μᾶς ταλαιπωρεῖ ὅλους, ἀλλὰ μέσα σ’ αὐτὸ τὸν καύσωνα, μέσα σ’ αὐτὴ τὴ δυσκολία, ἔχομε καὶ τοὺς Ἁγίους μας, τὴν Ἐκκλησούλα μας, τὸν Xριστὸ καὶ τὴν Παναγιά μας, ἔχομε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, τὸ πουλὶ τῆς εὐτυχίας, καὶ τοῦτο τὸ Καλοκαιράκι καὶ ὅλα τὰ καλοκαίρια κι ὅλα τὰ κακοκαίρια, καὶ στοὺς Χειμῶνες καὶ στὰ πάντα, καὶ δὲν εἴμαστε μόνοι μας. Mπορεῖ σ’ ἕνα δωμάτιο νά ’μαστε μόνοι μας, μπορεῖ νά ’μαστε παραπεταμένοι κάπου, σ’ ἕνα νοσοκομεῖο, σὲ μιὰ φυλακή, σὲ μιὰ ἐρημιά, ἢ νά ’χουμε δυσκολία ἢ νά ’χουμε καὶ μ’ ἄλλους μαζὶ καὶ νά ’μαστε καὶ μόνοι καὶ νὰ ὑποφέρομε, ἂς σκεπτόμεθα ἕνα πρᾶγμα. Kι ἂς καταλαβαίνομε ἕνα πρᾶγμα: Ὅτι ὁ Xριστὸς εἶναι μαζί μας.

«Ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν» εἶναι μαζί μας, μ’ ὅλες τὶς δυνάμεις Tου. M’ ὅλες τὶς δυνάμεις Tου. Eἶναι μαζί μας καὶ μᾶς εὐλογεῖ. Kαὶ μᾶς συντροφεύει καὶ μᾶς βοηθάει. Γι’ αὐτό, ἂς τό ’χομε ὑπόψη μας αὐτὸ κι ἂς μὴ στενοχωρούμεθα. Ἀλλά, ἂς ἀφηνόμεθα στὴ Θεία Tου ἀγάπη καὶ ἀγκάλη. Ἂς Tὸν σκεπτόμεθα. Kι ἂς κάνομε ὅ,τι μποροῦμε καλύτερο.

Kαὶ προπαντός, ἀδελφοὶ καὶ πατέρες μου, νὰ μὴ στενοχωρούμεθα καὶ νὰ μὴν ἀπελπιζόμεθα. Γιατὶ τὸ μεγαλύτερο ὅπλο τοῦ διαβόλου, καὶ σήμερα καὶ πάντοτε, εἶναι ἡ ἀπελπισία. Eἶναι τὸ σκότος τῆς ἀπογνώσεως. Αὐτὸ κερδίζει. Ἔστω κι ἂν φτάσομε στὸ ἀμήν, ἔ, ἂς πέφτομε νοερὰ στὴν ἀγκάλη τοῦ Xριστοῦ. Kι ἂς μᾶς κάνει ὁ Kύριος, ὅ,τι θέλει, ὅ,τι νομίζει. Δικοί του εἴμαστε καὶ θὰ εἴμαστε. Ἂς γίνει ὅ,τι θέλει. Ἂς λιποθυμήσομε ἐκεῖ, ἂς φύγομε ἀπὸ κεῖ. Ὁ Xριστὸς εἶναι ἀρχὴ καὶ τέλος. Eἶναι ἡ πρώτη καὶ ἡ στερνή μας ἀγάπη. Αὐτό, ἄλλωστε, εἶναι καὶ ἡ πίστις.

Tὸ ἄφημα στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Kαὶ πνευματικὰ καὶ κυριολεκτικά. Kαὶ ἂς ἀφήνομε καὶ τοὺς ἄλλους στὰ χεράκια τοῦ Xριστοῦ. Ὑπάρχουν προβλήματα, ὑπάρχουν βάσανα. Kαὶ δικά μας καὶ τῶν ἄλλων καὶ τό ’να καὶ τ’ ἄλλο. Ἔ, ἂς τ’ ἀφήνομε. Tὸ λέει ἡ Ἐκκλησία μας κάθε μέρα. «Ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Xριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Mεγάλη ὑπόθεση καὶ μεγάλη χάρη.

Ἀρχιμανδρίτης Ἀνανίας Κουστένης,
Θερινὸ Συναξάρι, Τόμος Β´.

Ἃγιος Εὐμὲνιος ὁ νὲος

14 Απριλίου, 2022

ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ “ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ”

3 Απριλίου, 2022

 Σύντομος βίος

Ἐπί κλίμαξι κλίμακας πυκνῶς, Πάτερ, Τάς σάς ἀρετάς θείς, ἔφθασας πόλου μέχρι.

Ἔθεσες, Πάτερ, τίς ἀρετές σου κλιμακωτά καί πυκνά σέ κλίμακες καί ἔφτασες μέχρι τόν οὐρανό.

Ὁ ὅσιος Ἰωάννης, ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου πού τιτλοφορεῖται «Κλῖμαξ» ὄντας εὐφυέστατος καί γνώστης τῆς ἐγκυκλίου σοφίας ἀνέβη, σέ ἡλικία δεκαέξι ἐτῶν, στό ὄρος Σινᾶ, ὅπου ἔγινε μοναχός καί προσέφερε ὁλόψυχα τόν ἑαυτό του θυσία στήν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ, διάγοντας ἐν ἄκρᾳ ὑποταγῇ καί ἄκρᾳ ταπεινοφροσύνη στούς κανόνες τῆς μοναστικῆς πολιτείας.

Ἔπειτα, σέ ἡλικία δεκαεννέα ἐτῶν, σηκώθηκε καί ἔφυγε γιά τό στάδιο τῆς ἡσυχίας. Πῆγε, λοιπόν καί ἐγκα ταστάθηκε στή θεία μονή τῆς ἀσκητικῆς παλαίστρας, σέ ἕνα τόπο πού ὀνομαζόταν Θωλᾶς καί ἀπεῖχε πέντε μίλια ἀπό τό Μοναστήρι.

Στόν τόπο ἐκεῖνο διέμεινε ὁ Ὅσιος σαράντα ὁλόκληρα χρόνια, πυρπολούμενος ἀπό διακαή ἔρωτα καί ἀγάπη πρός τό Θεό. Ἔτρωγε ἀπό ὅλα ὅσα ἐπιτρέπονταν ἀπό τίς μοναστικές διατάξεις ἔτρωγε ὅμως πολύ λίγο καί ποτέ χορταστικά.

Καί νομίζω πώς αὐτό τό ἔκανε σοφότατα, προκειμένου νά κατά βάλλει καί νά νικᾶ κάθε ἔπαρση καί ἐγωϊσμό πού θά προερχόταν ἀπό τή νηστεία.

 Ποιός ὅμως λόγος ρητορικός θά μποροῦσε νά περιγράψει τήν ἀστείρευτη πηγή τῶν δακρύων του; Κοιμόταν τόσο ἐλάχιστα, ὅσο δηλαδή χρειαζόταν νά μήν ὑποστεῖ βλάβη ἡ λειτουρ γία τοῦ νοῦ του, ἐξ αἰτίας τῆς ὑπερβολικῆς ἀγρυπνίας, ὁ δέ δρόμος τῆς ζωῆς του ἦταν ἀδιάλειπτη προσευχή καί ἀπερίγραπτος ἔρω τας πρός τό Θεό.

Ὁ ὅσιος Ἰωάννης λοιπόν ἄσκησε κάθε ἀρετή, πολιτεύτηκε καλῶς καί ἔλαβε πλουσιο πάροχα ἀπό τόν Κύριο τόν οὐράνιο φωτισμό.

Κάποτε δέ κατά τρόπο θαυμαστό ἔσωσε ἕναν μαθητή του ἀπό βέβαιο θάνατο. Συγκεκριμένα, ὁ μαθητής του αὐτός, κουρασμένος ἀπό μιά κοπιαστική ἐργασία πού ἔκανε, ἔπεσε καί κοιμήθηκε κάτω ἀπό μιά μεγάλη πέτρα.

Αὐτή ὅμως εἶχε ἀρχίσει σιγά-σιγά νά ξεκολλάει ἀπό τή θέση της καί ἐπρόκειτο μετά ἀπό λίγο νά ἀποσπαστεῖ ἐντελῶς.

Ἔτσι θά ἔπεφτε ἐπάνω του καί θά τόν σκότωνε συντρίβοντας τό σῶμα του. Ὁ Ἅγιος δέ, ὄντας στό κελί του, πληροφορήθηκε τόν κίνδυνο τοῦ μαθητῆ, ὕστερα ἀπό θεῖο φωτισμό, καί ἄρχισε τήν προσευχή γιά τή σωτηρία του. Ὁ Θεός ἄκουσε τήν προσευχή του.

Τότε δέ νά τί ἔγινε: Ὁ μαθητής εἶδε στόν ὕπνο του τόν Ὅσιο νά τοῦ φωνάζει νά σηκωθεῖ καί νά φύγει ἀπό ἐκεῖ πού κοιμόταν.

Ἐκεῖνος λοιπόν ξύπνησε ἀμέσως, ὕστερα ἀπό τήν ὀπτασία αὐτή, καί ἔφυγε ἀπό ἐκεῖ πού κοιμόταν.

 Ἔτσι διασώθηκε ἀπό ἕναν τέτοιο θάνατο.

Ὁ ὅσιος Ἰωάννης, ἀφοῦ ἔφτασε σέ ὕψιστο βαθμό πνευματικῆς τελειότητας καί διατέλεσε καί ἡγούμενος τοῦ ἁγίου ὄρους Σινᾶ, ἄφησε τή φθαρτή ζωή καί μετέβη στήν αἰώνια ἀνάπαυση καί μακαριότητα.

Προηγουμένως ὅμως ἔγραψε καί ἄφησε στό λαό τοῦ Θεοῦ τό πάνσοφο βιβλίο τῶν θείων καί πνευματικῶν ἀναβά σεων, πού εἶναι γνωστό μέ τόν τίτλο «Κλῖμαξ».

Ἡ Ἁγία Φιλοθέη ἡ Ἀθηναία

19 Φεβρουαρίου, 2022

Audio Player

00:00

00:00

Use Up/Down Arrow keys to increase or decrease volume.

Ἡ Ἁγία Φιλοθέη

Ἡ Πολιοῦχος τῶν Ἀθηνῶν

ἁγία Φιλοθέη γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα ἀπὸ γονιοὺς ἄρχοντες, μοναχοπαίδι τοῦ Ἀγγέλου Μπενιζέλου καὶ τῆς Συρίγας. Φιλοθέη ὀνομάσθηκε ὅταν ἔγινε καλογρηά, ἀλλὰ τὸ πρῶτο ὄνομά της ἦταν Ρεβούλα. Ἡ μητέρα της ἤτανε στείρα καὶ παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ νὰ τῆς δώσει τέκνο, καὶ μία νύχτα εἶδε πὼς βγῆκε ἀπὸ τὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγίας ἕνα φῶς δυνατὸ καὶ πὼς μπῆκε στὴν κοιλιά της. Κι᾿ ἀληθινά, τὸ φῶς ἐκεῖνο ἤτανε ἡ ἁγιασμένη ψυχ;h τῆς κόρης ποὺ γέννησε σ᾿ ἐννιὰ μῆνες.

Ἀπὸ μικρὴ φανέρωνε μὲ τὰ φερσίματα καὶ μὲ τὰ αἰσθήματά της ποιὰ θὰ γινότανε ὑστερώτερα, στολισμένη μὲ κάθε λογῆς ἀρετή. Στὴν εὐσέβεια εἶχε γιὰ ὁδηγό της τὴν ἴδια τὴ μητέρα της ποὺ ἤτανε εὐλαβέστατη.

Φτάνοντας σὲ ἡλικία δώδεκα χρονῶν τὴ ζήτησε γιὰ γυναίκα κάποιος ἄρχοντας τοῦ τόπου, μὰ ἡ κόρη δὲν ἤθελε νὰ παντρευθεῖ. Ἀλλὰ ἐπειδὴ οἱ γονιοί της τὴν παρακαλούσανε, ἡ τρυφερὴ ψυχή της δὲν βάσταξε νὰ τοὺς λυπήσει καὶ νὰ τοὺς παρακούσει καὶ στὸ τέλος παραδέχθηκε νὰ πανδρευθεῖ μὲ ἐκεῖνον τὸν πλούσιο ἄνθρωπο, ποὺ ἤτανε ὅμως πολὺ φτωχὸς στὴν ψυχή, διεστραμμένος καὶ κακός. Τρία χρόνια ἔζησε μαζί του ἡ Ρεβούλα κάνοντας ὑπομονὴ στὰ ἀπότομα φερσίματά του, ὡς ποὺ ὁ ἄνδρας της πέθανε κι᾿ ἀπόμεινε χήρα. Οἱ γονιοί της θελήσανε νὰ τὴν ξαναπανδρέψουνε, μὰ αὐτὴ τοὺς εἶπε καθαρὰ πὼς ἔταξε νὰ γίνει καλόγρηα.

Σὰν πεθάνανε οἱ γονιοί της, δέκα χρόνια ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ χήρεψε, δόθηκε ἐλεύθερα στὴν ἄσκηση, μὲ νηστεῖες, προσευχές, ἀγρύπνιες καὶ ἐλεημοσύνες. Κατήχησε τὶς ὑπηρέτριές της καὶ τὶς ἔκανε δοχεῖα τοῦ Πνεύματος. Κατὰ θέλημα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα ποὺ εἶδε στὸν ὕπνο της, ἔχτισε ἕνα μοναστήρι μὲ ἐκκλησία στ’ ὄνομά του. Εἶναι ἡ ἐκκλησιὰ ποὺ σῴζεται ἀκόμα πλάγι στὸ μέγαρο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς στὴν ὁδὸ Ἁγίας Φιλοθέης.

Ἀφοῦ τελείωσε τὸ μοναστήρι, ἡ Ρεβούλα χειροθετήθηκε μοναχὴ μὲ τὄνομα Φιλοθέη. Οἱ πρῶτες ἀδελφὲς ποὺ ζήσανε μαζί της ἤτανε οἱ δουλεύτρες ποὺ εἶχε στὸ πατρικὸ σπίτι της. Μὲ τὸν καιρὸ ἔδραμαν πλῆθος ἄλλες παρθένες κι᾿ ἀπὸ ἀρχοντικὲς οἰκογένειες καὶ ντυθήκανε τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Ζήσανε ἀγωνιζόμενες τὸν καλὸν ἀγώνα μὲ ὑποταγὴ στὴν ἄξια ἡγουμένισσα ποὺ τὶς διοικοῦσε στὸν πνευματικὸ δρόμο σὰν κάποια ἁγία Συγκλητική.

Τὰ ἁγιασμένα λόγια της ἔμπαιναν στὴν καρδιά τους σὰν δροσιὰ καὶ ἄνθιζαν μέσα τους τὰ εὔοσμα ἄνθη τῶν ἀρετῶν. Καὶ τὰ ἔργα της βεβαιώνανε τὰ λόγια της κατὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ποὺ λέγει: «Ὃς δ᾿ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ε´, 19). Ὅπου μάθαινε πὼς βρίσκεται φτωχός, δυστυχισμένος, ἄρρωστος, χαροκαμένος, ἔτρεχε σὲ βοήθειά του μὲ περισσότερη προθυμία παρὰ ἂν ἔπαιρνε ἡ ἴδια τὴ βοήθεια ἀπ᾿ ἄλλον.

Ἔχτισε νοσοκομεῖα καὶ γηροκομεῖα κοντὰ στὸ μοναστήρι της κι᾿ ἡ ἁγία Φιλοθέη δὲν φρόντιζε μοναχὰ γιὰ τὴ γιατρειά τους καὶ γιὰ τὴ σωματικὴ τροφὴ τους ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν πνευματική. Μὲ τὸν καιρό, πληθύνανε τόσο πολὺ οἱ ἀδελφὲς ποὺ μπήκανε στὸ μοναστήρι της, ποὺ δυστυχούσανε ἀπὸ κάθε πρᾶγμα ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε ἡ ἡγουμένη νὰ ἀπαντήσει τὰ μεγάλα ἔξοδα, κ᾿ οἱ καλογρηὲς γογγύζανε. Μὰ ἡ ἁγία τὶς καταπράυνε μὲ λόγια ὑπομονετικά, κι᾿ ὁ Θεὸς ἔστελνε τὴ βοήθειά του πότε μ᾿ ἕναν τρόπο καὶ πότε μὲ ἄλλον ὡς ποὺ περνοῦσε ἡ στενοχώρια.

Ἐξὸν ἀπὸ τὰ ντόπια κορίτσια ποὺ συμμάζευε στὸ μοναστήρι της, ἔδινε προστασία καὶ σὲ ξένες γυναῖκες ποὺ ἐρχόντανε στὴν Ἀθήνα ἀπὸ διάφορα μέρη σκλαβωμένες ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Μὲ τί κινδύνους καὶ μὲ τί βάσανα τὶς προστάτευε δὲν εἶναι μπορετὸ νὰ γράψουμε καταλεπτῶς σὲ τοῦτο τὸ σύντομο σημείωμα.

Τέσσερες ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς σκλάβες εἴχανε ἀκουστὰ τὴν ἁγία Φιλοθέη κι᾿ ἐπειδὴ τὶς βασανίζανε οἱ ἀφεντάδες τους νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους, φύγανε κρυφὰ καὶ καταφύγανε στὸ μοναστήρι. Ἡ ἁγία τὶς πῆρε μέσα καὶ τὶς στερέωσε στὴν πίστη τους καὶ περίμενε εὔκαιρη περίσταση γιὰ νὰ μπορέσει νὰ τὶς στείλει στὸν τόπο τους. Μὰ οἱ Τοῦρκοι, ποὺ εἴχανε τὶς σκλάβες, μάθανε πὼς τὶς εἶχε περιμαζέψει ἡ Φιλοθέη καὶ μπήκανε σὰν θηρία στὸ κελλί της ποὺ κειτότανε ἄρρωστη καὶ τὴν τραβήξανε καὶ τὴν πήγανε στὸν πασᾶ. Καὶ ʼκεῖνος πρόσταξε νὰ τὴ ρίξουνε στὴ φυλακή.

Ἡ Ἁγία δὲν φοβήθηκε, ἀλλὰ ἑτοιμάσθηκε νὰ χύσει τὸ αἷμα της γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ἄλλη μέρα μαζευθήκανε πολλοὶ Τοῦρκοι καὶ φωνάζανε νὰ σκοτώσουνε τὴν Ἁγία. Κι᾿ ὁ πασᾶς πρόσταξε νὰ τὴ βγάλουνε ἀπὸ τὴ φυλακὴ καὶ νὰ τὴν παρουσιάσουνε μπροστά του, καὶ τῆς εἶπε νὰ διαλέξει ἀνάμεσα στὰ δυό, ἢ ν᾿ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη της ἢ νὰ κοπεῖ τὸ κεφάλι της. Μὰ ἡ Ἁγία ἀπάντησε μὲ ἀφοβία πὼς εἶναι ἕτοιμη νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸν Χριστό.

Ὁ πασᾶς θἄβγαζε τὴν ἀπόφαση νὰ κόψουνε τὸ κεφάλι της, ἀλλὰ προφθάσανε κάποιοι ἐπίσημοι χριστιανοὶ καὶ μὲ τὰ παρακάλια τους ἀλλάξανε τὴ γνώμη τοῦ πασᾶ καὶ πρόσταξε νὰ τὴ βγάλουνε ἀπὸ τὴ φυλακή.

Γυρίζοντας στὸ μοναστήρι της ἡ Ὁσία, δὲν ἔπαψε νὰ πορεύεται ὅπως καὶ πρὶν στὸ δρόμο τοῦ Χριστοῦ. K᾿ ἐπειδὴ πληθαίνανε ὁλοένα οἱ μαθήτριές της, ἔχτισε κι᾿ ἄλλο μοναστήρι στὴν τοποθεσία Πατήσια, κι᾿ αὐτὸ στὄνομα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα. Ἀλλὰ ἔχτισε μετόχια καὶ στὴ Τζιᾶ καὶ στὴν Αἴγινα, κι᾿ ἐκεῖ ἔστελνε τὶς ἀδελφὲς ποὺ ἔπρεπε νὰ μακρύνουνε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα γιὰ κάποια αἰτία.

AgiaFilothei[1]

Σ᾿ ὅλα αὐτὰ τὰ ἀσκητήρια οἱ καλογρηὲς δουλεύανε στοὺς ἀργαλειοὺς καὶ σὲ ἄλλα ἐργόχειρα, σὰν τὶς προκομμένες μέλισσες μέσα στὸ κουβέλι. Φτωχὰ κι᾿ ὀρφανὰ κορίτσια βρήκανε προστασία κ᾿ ἐργασία μέσα σ᾿ ἐκεῖνα τὰ καταφύγια. Σὲ ὅ,τι κτήματα εἶχε ἡ Ἁγία ἀπὸ τοὺς γονιούς της, ἔχτισε μοναστήρια καὶ φτωχοκομεῖα. K᾿ εἶχε πολλὴ περιουσία. Ἕνας προπάππος της εἶχε πάρει τὴ «δεχατέρα τοῦ ἀφέντη τῆς Ἀθήνας καὶ πῆρε προίκα ὅλη τὴν Κηβισιὰ καὶ τὸν Ἀχλαδόκαμπο ποὺ εἶναι πρὶν ἀπὸ τὸ Χαλιάντρι». Στὸ κτῆμα ποὺ εἶχε στὸν Περισὸ ἔχτισε ἄλλο μοναστήρι στὸ μέρος ποὺ τὸ λένε τώρα Καλογρέζα.

Ὅλη ἡ φτωχολογιὰ τὴν εἶχε σὰν πονετικιὰ μάνα. Μὲ κάθε τρόπο πάσχιζε νὰ ἀνακουφίσει τοὺς δυστυχισμένους, τοὺς τάιζε, τοὺς ἄνοιγε πηγάδια γιὰ νάχουνε νερό, τοὺς γιάτρευε, τοὺς ἔβρισκε δουλειά. Ὁ κόσμος τὴν ἔλεγε «κυρὰ δασκάλα».

Τὴν παραμονὴ τοῦ ἁγίου Διονυσίου στὰ 1589 ἡ ἁγία Φιλοθέη βρισκότανε στὸ μοναστηράκι ποῦχε χτισμένο στὰ Πατήσια. Τὸ βράδυ συναχθήκανε οἱ ἀδελφὲς γιὰ νὰ κάνουνε ἀγρυπνία. Κάποιοι Ἀγαρηνοί, ποὺ τὴν ἐχθρευόντανε ἀπὸ καιρό, πηδήσανε ἀπὸ τὴ μάντρα καὶ πιάνοντας τὴν Ἁγία ἀρχίσανε νὰ τὴ χτυπᾶνε ὡς ποὺ τὴν ἀφήσανε μισοπεθαμένη.

Τὴν ἄλλη μέρα τὴ σηκώσανε οἱ ἀδελφὲς καὶ τὴν πήγανε στὸ μετόχι ποῦχε στὸν Περισό. Σὰν συνέφερε λίγο, ἔπιασε τὴν προσευχή, εὐχαριστώντας τὸ Θεὸ γιατὶ ἀξιώθηκε νὰ πληρωθεῖ μὲ κακία γιὰ τὰ καλὰ ποὺ ἔκανε στοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ μοιάσει σ᾿ αὐτὸ μὲ τὸν Χριστό, κατὰ τὰ λόγια του ἀποστόλου Πέτρου ποὺ λέγει: «καθὸ κοινωνεῖτε τοῖς τοῦ Χριστοῦ παθήμασι, χαίρετε» (Α´ Πέτρ. δ´ 13). Στὶς 19 Φεβρουαρίου τοῦ 1589 παρέδωσε τὴν καθαρὴ ψυχή της στὸν Κύριο, ποὺ ὑπόμεινε τόσα βάσανα γιὰ τὴν ἀγάπη του.

Τὸ ἅγιο σκήνωμά της θάφτηκε στὸ μοναστηράκι τῆς Καλογρέζας κι᾿ ἀπὸ κεῖ ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων στὴν ἐκκλησιὰ τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα ποὺ βρίσκεται στὴ σημερινὴ Ἀρχιεπισκοπή. Μετὰ πολλὰ χρόνια, ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ ἐκκλησιὰ κόντευε νὰ γκρεμνισθεῖ, τὸ πήγανε στὸν ἅγιο Ἐλευθέριο κι᾿ ἀπὸ κεῖ στὴ σημερινὴ μητρόπολη, μέσα στ᾿ ἅγιο βῆμα. Στὸ μνῆμα της ἀπάνω βρεθήκανε γραμμένα τοῦτα τὰ λόγια:

«Φιλοθέης ὑπὸ σῆμα τόδ᾿ ἁγνῆς κεύθει σῶμα,

ψυχὴν δ᾿ ἐν μακάρων θήκετο Ὑψιμέδων».

Ἡ Φιλοθέη ἁγιοκατατάχθηκε ἐπὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ματθαίου B´ (1595-1600). Νεόφυτος ὁ μητροπολίτης Ἀθηνῶν, ἀφοῦ ἐξήτασε καὶ ἐρεύνησε τὰ κατὰ τὸν βίον καὶ τὸ μαρτύριον τῆς Ὁσίας, σύνταξε ἀναφορὰ στὸ Πατριαρχεῖο μαζὶ μὲ τοὺς ἐπισκόπους Κορίνθου καὶ Θηβῶν καὶ μὲ τοὺς προκρίτους τῆς Ἀθήνας γιὰ νὰ τάξει τὴν ὁσία Φιλοθέη στοὺς χοροὺς τῶν ἁγίων. Σ᾿ αὐτὸ τὸ συνοδικὸ ἔγγραφο εἶναι γραμμένα καὶ τοῦτα:

230px-Shrine_of_Snt_Filothei[1]

«Ἐπειδὴ ἐδηλώθη ἀσφαλῶς ὅτι τὸ θειότατον σῶμα τῆς ὁσιωτάτης Φιλοθέης εὐωδίας πεπληρωμένον ἐστι καὶ μύρον διηνεκῶς ἐκχεῖται, ἀλλὰ καὶ τοῖς προσιοῦσί τε ἀσθενέσι τε καὶ θεραπείας δεομένοις τὴν ἴασιν δίδωσι… τούτου χάριν ἔδοξε ἡμῖν τε καὶ πάσῃ τῇ ἱερᾷ Συνόδῳ τῶν καθευρεθέντων ἐνταῦθα ἀρχιερέων συγγραφῆναι καὶ ταύτην ἐν τῷ χορῷ τῶν ὁσίων καὶ ἁγίων γυναικῶν, ὥστε κατ᾿ ἔτος τιμᾶσθαι καὶ πανηγυρίζεσθαι».

Αὐτὸς εἶναι μὲ ὀλιγολογία ὁ βίος τῆς Ἀθηναίας ἁγίας Φιλοθέης, ποὺ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ μυρίπνοα ἄνθη τοῦ γένους μας στὸν τυραννισμένον καιρὸ τῆς σκλαβιᾶς. Δὲν στάθηκε αὐστηρὴ μονάχα στὸ νὰ κάνει τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, μὰ ἀγωνίσθηκε καὶ πνευματικὰ γιὰ νὰ στερεωθεῖ ἡ ἁγιασμένη παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας σὰν κάστρο ποὺ θὰ ἀποσκέπαζε τὸν Ἑλληνισμὸ ἀπὸ τὸν πνευματικὸ ἐκφυλισμὸ καὶ τὴν ἀποβαρβάρωση.

Ὅλα τὰ θυσίασε, πλούτη, ἀνάπαυση, ζωή, γιὰ τὴν πίστη τῶν πατέρων της. «Θλίψις συνέχει τὴν ψυχήν της» βλέποντας οἱ χριστιανοὶ νὰ μὴν ἔχουνε στὰ «πάτρια» τὴν ἀγάπη ποὺ ἔπρεπε, ἀλλὰ νὰ ζοῦνε μουδιασμένοι, ἀδιάφοροι, μὲ ψυχὴ γεμάτη δειλία, μικροψυχία, πονηριά.

Τὴν Ἀκολουθία της τὴν ἔγραψε κάποιος σοφὸς καὶ εὐλαβὴς ἄνθρωπος Ἱέραξ λεγόμενος. Ἀνάμεσα στὰ ὡραῖα ἐγκώμια εἶναι καὶ τοῦτο:

 «Δαυῒδ γὰρ τὸ πρᾶον ἔσχες

καὶ Σολομῶντος, σεμνή, τὴν σοφίαν,

Σαμψῶν τὴν ἀνδρείαν,

καὶ Ἀβραὰμ τὸ φιλόξενον,

ὑπομονήν τε Ἰώβ,

τοῦ Προδρόμου δὲ θείαν ἄσκησιν…».

Τὴν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα ποὺ βρισκότανε στὸ σημερινὸ δρόμο τῆς Ἁγίας Φιλοθέης τὴν ἐγκρέμνισε ὁ μητροπολίτης Ἀθηνῶν Γερμανὸς Καλλιγᾶς, παρ᾿ ὅτι εἶχε μεγάλο σέβας στὴν ἁγία, ἐπειδὴ ἤτανε ραγισμένοι οἱ τοῖχοι, κ᾿ ἔχτισε στὰ ἴδια θεμέλια τὸ παρεκκλήσι ποὺ ὑπάρχει τώρα, ἐνῷ μποροῦσε νὰ στερεώσει τὴν παλιὰ ἐκκλησία ποὺ εἶχε ὡραῖες τοιχογραφίες.

Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ (ὁ Γερμανὸς στάθηκε μητροπολίτης ἀπὸ τὰ 1889 ἕως τὰ 1896) δὲν γνωρίζανε οἱ ἄνθρωποι τὴν ἀξία τῆς βυζαντινῆς τέχνης. Ἡ καινούρια ἐκκλησιὰ ποὺ χτίσθηκε εἶναι ψυχρή, κακότεχνη, γυμνή.

Ὅποιος μπαίνει μέσα, δὲν αἰσθάνεται κατάνυξη. Ἀλλ᾿ ἡ ἐκκλησιὰ τοῦ μετοχιοῦ ποὺ εἶχε χτίσει ἡ Ὁσία στὰ Πατήσια γκρεμνίσθηκε καὶ κείνη ἀπὸ τὴν πολυκαιρία καὶ γιατὶ δὲν μπορούσανε οἱ χριστιανοὶ νὰ τὴν περιποιηθοῦνε ἀπὸ τὸ φόβο τῶν Τούρκων πρὶν νὰ σηκωθεῖ ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Ὡς πρὸ ὀλίγα χρόνια κειτόντανε οἱ κολόνες μέσα στὰ ἀγριάγκαθα, στεκότανε ὄρθια μοναχὰ ἡ χυβάδα (κόγχη) τοῦ ἱεροῦ κ᾿ ἡ πόρτα μὲ τὸ δυτικὸ τοῖχο.

Κάποιοι εὐλαβεῖς χριστιανοὶ τὴν ἀναστηλώσανε μὲ τὴν ὁδηγία τοῦ κ. Ὀρλάνδου καὶ τώρα βρίσκεται πάλι ἀπαράλλαχτη ὅπως ἤτανε στὰ χρόνια της ἁγίας Φιλοθέης, ἕνα ταπεινὸ μὰ ἀτίμητο στόλισμα ἀνάμεσα στὰ ἀκαλαίσθητα καὶ ξενόμορφα σπίτια ποὺ χτισθήκανε γύρω στὸ γηραλέο αὐτὸ ἐκκλησάκι. Ὁ Θεὸς μὲ ἀξίωσε καὶ τὸ στόλισα μὲ ἁγιογραφίες, ὅπως ἤτανε ὁ πόθος μου. Ἀνάμεσα σὲ ἄλλα ζωγράφισα καὶ τὸ μοναστήρι, ὅπως ἤτανε τότε, μὲ τὴν ἡγουμένη ἁγία Φιλοθέη καὶ τὶς ἀδελφὲς ποὺ πηγαίνουνε στὴν ἐκκλησία.

Φαίνεται πώς ὅλη ἡ οἰκογένεια τῶν Μπενιζέλων ἤτανε ἄνθρωποι φιλόθρησκοι. Στὸ νάρθηκα τῆς Καισαριανῆς εἶναι γραμμένη ἀπὸ τὸ ζωγράφο ποὺ τὸν ἁγιογράφησε τούτη ἡ ἐπιγραφή:

«Ἰστόρηται ὁ πρόναος οὗτος ἤτοι νάρθηξ διὰ δαπάνης τῶν προσδραμόντων τῇ μονῇ φόβῳ λοιμοῦ τῇ κραταιᾷ χειρὶ τῆς πανυμνήτου Τριάδος καὶ σκέπῃ τῆς μακαρίας Παρθένου, οἵτινες εἰσὶν ὁ εὐγενὴς καὶ λογιώτατος Μπενιζέλος υἱὸς Ἰωάννου, ἅμα ταῖς εὐγενέσιν ἀδελφαῖς καὶ τῇ τεκούσῃ καὶ τῇ λοιπῇ αὐτοῦ συνοδείᾳ. Ἐπὶ ἡγουμένου Ἰεροθέου τοῦ σοφωτάτου ἱερομονάχου. Διὰ χειρὸς δὲ Ἰωάννου Ὑπάτου του ἐκ Πελοποννήσου. Ἔτει αϠχβ´ (1682) μηνὶ Αὐγούστω κ´ (20)».

Ἕνας Μπενιζέλος, ὁ Νικόλας, γίνηκε κι᾿ ἁγιογράφος, μαθητὴς τοῦ Γεωργίου Μάρκου τοῦ Ἀργείου ποὺ ζωγράφισε πολλὲς ἐκκλησιὲς στὰ μέρη τῆς Ἀττικῆς, ἀπὸ τὰ 1727 ὡς τὰ 1740 ἀπάνω-κάτω. Στὴν παλιὰ ἐκκλησιὰ τῆς Παναγίας στὸ Κορωπὶ εἶναι γραμμένο: «Ἱστορήθη δὲ κατὰ τὸ αψλβ´ (1732) διὰ χειρὸς Γεωργίου Μάρκου καὶ τοῦ μαθητοῦ αὐτοῦ Νικολάου Μπενιζέλου».

Μαζὶ μὲ τὸ μάστορά του δούλεψε ὁ Μπενιζέλος καὶ στὸ τελευταῖο ἔργο του, τὴν ἁγιογράφηση τῆς Μονῆς τῆς Φανερωμένης στὴ Σαλαμίνα, ὅπως φανερώνει ἡ ἐπιγραφὴ ποὺ σῴζεται καὶ ποὺ λέγει: «ΑΨΛE (1635). Ἱστορήθη ὁ θεῖος καὶ πάνσεπτος Ναὸς οὗτος τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου, Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν διὰ συνδρομῆς κόπου τε καὶ δαπάνης… Ἱστορήθη δὲ διὰ χειρὸς Γεωργίου Μάρκου ἐκ πόλεως Ἄργους καὶ τοῦ μαθητοῦ αὐτοῦ Νικολάου Μπενιζέλου, Γεωργάκης καὶ Ἀντώνιος».

Φώτης Κόντογλου

Ὃσιος Σοφρὼνιος

11 Ιουλίου, 2021

Ἡ προφητικὴ διακονία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ στόν Ἅγιο Σωφρόνιο

Χριστὸς εἶναι τὸ θαῦμα πού μᾶς καταπλήσσει. Εἶναι τὸ σημεῖο τοῦ Θεοῦ γιά ὅλες τίς γενεὲς ἕως συντελείας τοῦ αἰῶνος, διότι στό Πρόσωπό Του βρῆκε λύση κάθε ἀδιέξοδο. Κατὰ τὴν ἐπίγεια ζωή Του «ζοῦσε τὴν τραγωδία ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας, ἀλλὰ τραγωδία δέν ἔμενε σὲ Αὐτὸν»[1]. Ἀντιθέτως, πρὶν τὴν ἄκρα ταπείνωσή Του ἔδιδε στούς δικοὺς Του τὴν εἰρήνη Του.

Στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύφθηκαν ἀφ’ἑνός ὁ ἀπρόσιτος καὶ αἰώνιος Θεός, ἀφ’ ἑτέρου ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος, ὅπως τὸν εἶχε συλλάβει πρὸ καταβολῆς κόσμου ὁ Θεὸς μέσα στούς κόλπους τῆς Ἁγίας Τριάδος κατὰ τήν θαυμαστήν καὶ προαιώνια βουλὴ Του. Στό Προσωπὸ Του βρῆκαν ἐκπλήρωση τὰ πάντα, διότι Αὐτὸς εἶναι «ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωὴ»[2].

Κατ’ ἐπέκτασιν, ὡς μιμήματα τοῦ Χριστοῦ, ὅλοι οἱ Ἅγιοι εἶναι σημεῖα τοῦ Θεοῦ γιά τήν γενεά τους, ποὺ δίνουν λύση «οὐκ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» στά προβλήματα πού τὴν ἀπασχολοῦν, εἴτε φιλοσοφικὰ εἴτε ψυχολογικὰ εἴτε θεολογικά. Ζοῦν μὲ φυσικὸ τρόπο «ἀπὸ τήν μιά πλευρὰ τὴν τραγωδία τῆς ἀνθρωπότητας, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ»[3].

«Προσελεύσεται ἄνθρωπος καὶ καρδία βαθεῖα»[4]. Ὁ λόγος γιά τοὺς Ἁγίους εἶναι δύσκολος, διότι ὁ ἄνθρωπος πού ζεῖ ἀκόμη στά δεσμὰ τοῦ ὁρατοῦ κόσμου δέν μπορεῖ κάν νά φανταστεῖ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τοῦ ἁγίου χριστιανοῦ, τὴν ὀδύνη τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἀγάπης του, τὴν ἀπειρότητα τὴν ὁποία διασχίζει σὰν ἀστραπὴ ἡ προσευχὴ του, τὴν ἐλευθερία τοῦ πνεύματός του.

Ἡ φυσικὴ ζωὴ τοῦ ἁγίου Σωφρονίου διήρκεσε σχεδὸν ἕνα αἰῶνα, ἡ πνευματικὴ του ζωὴ ὅμως εἶναι ἀνεξιχνίαστη. Ὅπως ὁ ἴδιος γράφει γιά τὸ ἐγχείρημά του νά σκιαγραφήσει τήν μορφή τοῦ δικοῦ του Γέροντα, τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ: «Ὅποιος ἐπιδόθηκε μέ καθαρή διάνοια στήν ἐντατικὴ παρατηρήση τῆς βαθείας καρδίας του, αὐτὸς καταλαβαίνει ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά παρακολουθήσει τήν ῥοή τῆς ἰδίας του τῆς ζωῆς, ἔστω καὶ γιά ἕνα σύντομο χρονικὸ διάστημα. Αὐτὸς συνειδητοποιεῖ ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά συλλάβει τὴν πορεία τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῆς καρδίας, τὸ βάθος τῆς ὁποίας ἔρχεται σὲ ἐπαφή μέ ἐκεῖνο τὸ Εἶναι, ὅπου δέν ὑπάρχουν πλέον πορεῖες. Καί, ὅμως, αὐτὸς ἀκριβῶς ὁ σκοπὸς τίθεται τώρα μπροστά μας: νά σκιαγραφήσουμε τὴν ἐσωτερικὴ πορεία τῆς ἀνόδου ἑνὸς μεγάλου ἀσκητοῦ»[5].

Ὡς ἐκ τούτου, δέν μποροῦμε νά μιλήσουμε γιά τὸν ἅγιο Σωφρόνιο, χωρὶς νά μειώσουμε τὸ μεγαλεῖο του. Ὡστόσο, ὁ ἴδιος, κατ’ ἐπιταγὴ τοῦ Πνεύματος καὶ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἐπιθυμία του νά ζεῖ «ἵνα μὴ φανῇ τοῖς ἀνθρώποις»[6], μᾶς ἄφησε τίς γραφές του. Καὶ ὁ καλύτερος τρόπος γιά νά γνωρίσει κανεὶς τὸ πνευματικὸ πορτραῖτο τοῦ ἁγίου αὐτοῦ ἀνδρός, εἶναι ἡ ἀνάγνωση τῶν βιβλίων του. Κάθε παράγραφος εἶναι καρπὸς προσευχῆς καὶ ἐκεῖ βρίσκεται ὁλόκληρος ὁ Γέροντας.

Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος δέχθηκε τὴν ἀπερίγραπτη εὐλογία νά εὐφρανθεῖ στήν θέα τοῦ Ἀκτίστου Φωτὸς ἀπὸ βρεφικῆς ἡλικίας, συνάμα ὅμως ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς νεότητάς του αἰσθάνθηκε μέ μεγάλη σφοδρότητα τὸ παράλογο καὶ τὸ μάταιο τῆς πρόσκαιρης ζωῆς. Τήν διανοητική του περιπλάνηση στίς ἀλλότριες ὁδοὺς τοῦ ὑπερβατικοῦ διαλογισμοῦ διέκοψε ἡ σωτήρια Σιναϊτικὴ ἀποκάλυψη, ποὺ ὁ Θεὸς ἔθεσε πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν του: «Ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν»[7]. Στήν μετάνοιά του «προσευχόταν ὡς παράφρων, μὲ μεγάλο κλαυθμό, ποὺ συνέτριβε καὶ αὐτὰ τὰ ὀστᾶ του»[8]. Ἡ κραυγὴ τῆς προσευχῆς του ἔφθασε «τίς πηγὲς τῆς παγκοσμίας τραγωδίας»[9].

Ὁ Γέροντας «ἀγάπησε φλογερὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Θεὸ Δημιουργὸ μας καὶ Θεὸ-Σωτήρα», καί, «ἀναπόφευκτα», σύμφωνα μέ τὰ ἴδια τὰ λόγια του, ζοῦσε δύο «ἐκ διαμέτρου ἀντίθετες, φαινομενικά, καταστάσεις: τὴν κάθοδο στόν ᾄδη (τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἀγάπης) καὶ τὴν ἀνάβαση στούς οὐρανούς»[10].

Ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του μέ ἄπειρη εὐγνωμοσύνη ἀναφερόταν στόν κατὰ Θεὸν Πατέρα του, τὸν ἅγιο Σιλουανό, τὸν ὁποῖο ὀνόμαζε «τὸ πιὸ σημαντικὸ γεγονὸς στό οἰκοδόμημα τῆς ζωῆς του»[11], τήν μεγαλύτερη εὐλογία, στίς εὐχὲς τοῦ ὁποίου ἀπέδιδε κάθε ἄνωθεν δωρεά. Θεωροῦσε ὡς σκοπὸ τῆς ζωῆς του καὶ τὸ «μεγαλύτερο ἔργο του» τήν διακονία τοῦ λόγου τοῦ Γέροντά του[12].

Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ζοῦσε ἀνάμεσά μας μὲ μεγάλη ἁπλότητα. Ἦταν ἐγκάρδιος καὶ στοργικός, ἀλλὰ στιγμὴ δέν μποροῦσες νά λησμονήσεις τήν χριστοειδὴ ἑτερότητα τῆς ψυχῆς του. Εἶχε ἄλλον νοῦ, ἄλλες αἰσθήσεις, ἄλλα νοήματα. Ἡ κάθε ἐπαφή μέ τὸ πρόσωπό του ἦταν ἄνοιγμα ζωῆς. Ὅταν ἄνοιγε τὸ στόμα του νόμιζες ὅτι ἅρπαζε λόγο ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸν κατέβαζε στήν γῆ. Μᾶλλον, σάρκωνε στήν ζωὴ του τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ὁ ἴδιος ἐξομολογεῖται: «Οἱ λόγοι Του, παρόμοιοι μέ φωτιά, μεταδόθηκαν στόν νοῦ καὶ τὴν καρδιά μου, καὶ ἔμαθα νά σκέπτομαι στήν δικὴ Του προοπτική, γιατὶ ὁ λόγος Του ἔγινε ζωή μου»[13].

Βεβαίως, ὅταν λέμε ὅτι ὁ Γέροντας ἦταν ἄνθρωπος τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, δέν ἐννοοῦμε ὅτι μιλοῦσε περὶ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὅτι ἦταν φορέας τῆς ζώσας ἐνεργείας τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ. Ὁ θεῖος λόγος κιθάριζε στήν καρδία του εἴτε ἀγρυπνοῦσε εἴτε κάθευδε. Ἦταν, δηλαδὴ, φορέας τοῦ λόγου πού γεννᾶται στήν καρδιά μέ τὴν προσευχή, καί πού, ὅταν ἐπισκεφθεῖ τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἀναγεννᾶ, ἐνῶ ὅταν μεταδοθεῖ στόν πλησίον, τὸν πληροφορεῖ μέ Χάρη[14]. Τὸν ἀλλοιώνει, τὸν ἀνακαινίζει καὶ τοῦ ὑποδεικνύει τὸ μυστήριο τῶν ὁδῶν τῆς σωτηρίας.

Στήν παρουσία του γίναμε συχνὰ μάρτυρες θαυμάτων, ἐνίοτε συγκλονιστικῶν. Ὁ ἴδιος ὅμως οὔτε τὰ στόχευε οὔτε ἔδιδε σημασία σὲ αὐτά. Προσευχόταν γιά τοὺς ἀσθενεῖς, διότι συνέπασχε μέ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐπιθυμοῦσε νά μειωθεῖ ὁ πόνος τους, ὡστόσο ἡ προσευχὴ του εἶχε ὡς κύριο στόχο τὴν καρδιά τοῦ πλησίον του. Γνώριζε ὅτι τὸ μεγαλειωδέστερο θαῦμα σὲ ὅλο τὸν κτιστὸ κόσμο εἶναι ἡ ἕνωση τῆς καρδίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ συνεχόταν νά διακονήσει τὴν ἕνωση τῆς πρόσκαιρης χοϊκῆς ὑπάρξεως μέ τὸ Φῶς τῆς αἰωνιότητας.

Τόνιζε τήν σημασία τῆς ἐπικλήσεως τοῦ Ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ γιά τὴν ὑπέρβαση τοῦ ἀδιεξόδου τῆς ἀνθρώπινης τραγωδίας καὶ γιά τήν γέννηση τοῦ ἀνθρώπου στήν αἰώνια Βασιλεία. Ὅπως ἐξομολογεῖται γιά τὸν ἑαυτὸ του: «Ὅταν ὁ πόνος τῆς καρδίας ἀγγίζει τὰ ὅρια τῆς φυσικῆς ἀντοχῆς, τότε ἡ ἐπίκληση τοῦ Ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ φέρνει τὴν εἰρήνη, ποὺ συγκρατεῖ τὸν ἀνθρωπο στήν ζωὴ»[15]. Ὁ ἴδιος βασάνιζε κάθε ἔργο καὶ κάθε λόγο μέ πύρινη προσευχή.

Ὕψιστη, ἐπίσης, σημασία ἔδιδε στήν Θεία Λειτουργία, ἡ τελέση τῆς ὁποίας τὸν συνεῖχε καὶ τὸν ἐνέπνεε. Ἔλεγε μάλιστα ὅτι στήν ἐποχή μας, ποὺ ἔχουν χαθεῖ οἱ συνθῆκες γιά τέλεια ἡσυχαστικὴ ζωή, ἐὰν τελοῦμε τήν Θεία Λειτουργία μέ προσοχή, μέ φόβο, μέ κατάλληλη προετοιμασία, φέρει στό ἐπίπεδο τοῦ πνεύματος τὰ ἴδια ἀποτελέσματα, τὸν ἴδιο ἁγιασμό, ὅπως καὶ ἡ νοερὰ προσευχή. Γι’ αὐτὸ καὶ μεριμνοῦσε νά μεταδώσει στούς μοναχούς του καὶ σὲ ὅσους ἐκζητοῦσαν τήν βοήθειά του τὴν ἀγάπη γιά τὸ Μυστήριο καὶ τήν γνώση μιᾶς βαθύτερης προσεγγίσεώς του.

Ὅπως ὁ Μωυσῆς θὰ ἤθελε νά δεῖ ὅλον τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ νά προφητεύει, ἔτσι καὶ ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ποθοῦσε νά μεταδώσει στούς γύρω του τὴν πνοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν ἔμπνευση τοῦ καλλιτέχνη. Ἔλεγε μάλιστα ὅτι ὁ Χριστιανὸς στήν πνευματικὴ ζωὴ του πρέπει νά εἶναι καλλιτέχνης. Ὅπως οἱ καλλιτέχνες διακατέχονται ἀπὸ τὸ ἀντικείμενο τῆς τέχνης τους καὶ ἀγωνίζονται νά συλλάβουν τὴν τέλεια ἔκφραση τῆς ἐμπνεύσεώς τους, ἔτσι καὶ ὁ Χριστιανὸς θὰ ἔπρεπε νά κατέχεται ἀπὸ τὸν Χριστό, καὶ νά ἐργάζεται νά λαμπρύνει τήν σχέση του μαζί Του, νά τρέχει «ἵνα καταλάβῃ ἐφ’ ᾧ καὶ κατελείφθη»[16].

Γιά κάποιους ὁ πλησίον καθίσταται ἐμπόδιο, γιά ἄλλους ἀκόμη καὶ κόλαση, γιά τοὺς ἁγίους Πατέρες μας ὅμως Σιλουανὸ καὶ Σωφρόνιο, ὁ ἀδελφὸς ἦταν «ἡ ζωή τους». Ὁ Θεὸς πλάτυνε τὴν καρδιά τους γιά νά περιπτυχθοῦν οὐρανὸ καὶ γῆ, ὅπως ὁ Χριστὸς ἐξέτεινε τὰ ἅγια χέρια Του στόν Σταυρὸ γιά νά ἀγκαλιάσει τοὺς πάντες.

Ὡς κατακλεῖδα παραθέτουμε τοὺς λόγους τοῦ ἰδίου τοῦ Ἁγίου:

«Ἔνας Ἅγιος εἶναι φαινόμενο ἐξαιρετικὰ πολύτιμο γιά ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Οἱ Ἅγιοι μέ τὸ γεγονὸς τῆς ὑπάρξεώς τους, ἡ ὁποία μπορεῖ νά εἶναι ἀφανὴς γιά τὸν κόσμο, ἀλλὰ φανερὴ στόν Θεό, φέρνουν στήν γῆ, σὲ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα, πλούσια τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ… Χάρη στούς ἀγνώστους στόν κόσμο Ἁγίους μεταβάλλεται ἡ ῥοὴ τῶν ἱστορικῶν ἀκόμη καὶ τῶν κοσμικῶν γεγονότων. Γι’ αὐτὸ κάθε Ἅγιος εἶναι φαινόμενο κοσμικοῦ χαρακτῆρα, ποὺ ἡ σπουδαιότητά του ξεπερνᾶ τὰ ὅρια τῆς ἐπίγειας ἱστορίας καὶ ἐπεκτείνεται στόν κόσμο τῆς αἰωνιότητας. Οἱ Ἅγιοι εἶναι τὸ ἁλάτι τῆς γῆς, ἡ ἔννοια τῆς ὑπάρξεώς της, ὁ καρπός, ποὺ γιά χάρη του καὶ αὐτὴ διατηρεῖται. Καὶ ὅταν ἡ γῆ σταματήσει νά γεννᾶ Ἁγίους, τότε θὰ ἀρθεῖ ἀπὸ αὐτὴν ἡ δύναμη πού συγκρατεῖ τὸν κόσμο ἀπὸ τὴν καταστροφὴ»[17].

Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Γέροντας θεωροῦσε ὡς δεῖγμα αὐθεντικῆς καὶ ἁγίας ζωῆς τὴν προσευχὴ ὑπὲρ ὅλου τοῦ κόσμου, κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, πεπλατυσμένος ἀπὸ τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, προσάγει στόν Θεὸ κάθε ψυχή πού ἦλθε στήν ὕπαρξη ἀπὸ καταβολῆς κόσμου καί πού μέλλει νά ἔλθει μέχρι συντελείας τοῦ αἰῶνος.

Ἕνα ἄλλο κριτήριο αὐθεντικῆς καὶ ἁγίας ζωῆς ἦταν γιά τὸν Γέροντα ἡ ἀγάπη καὶ ἡ προσευχὴ γιά τοὺς ἐχθρούς. Τέτοιο φαινόμενο μαρτυρεῖ γιά τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, χωρὶς τήν χάρη τοῦ Ὁποίου τέτοια ἀρετὴ δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει στόν κόσμο αὐτόν.

Μαρτυροῦσε ὁ ἅγιος Γέροντας ὅτι, ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἐχθροὺς εἶναι σημεῖο τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ τῆς ἀληθείας τοῦ Θεοῦ, ποὺ καταξιώνει τὴν πρόσκαιρη ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸν εἰσάγει στήν ἀμάραντη ζωή πού βασιλεύει στούς κόλπους τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν.

——————————–

[1] Ἁγίου Σωφρονίου τοῦ Ἀθωνίτου, Περὶ Προσευχῆς, Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 32009, σ. 90

[2] Βλ. Ἰωάν. 14,6

[3] Ἁγίου Σωφρονίου τοῦ Ἀθωνίτου, Τὸ μυστήριο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 32016, σσ. 416-   417.

[4] Ψαλμ. 63,7.

[5] Ἁγίου Σωφρονίου τοῦ Ἀθωνίτου, Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 162015, σ. 12.

[6] Ματθ. 6,5

[7] Ἔξοδ. 3,14.

[8] Ἁγίου Σωφρονίου τοῦ Ἀθωνίτου, Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 72016, σ. 51.

[9] Βλ. ὅ.π., σ. 125.

[10] ὅ.π., σ. 216.

[11] ὅ.π., σ. 321.

[12] Ὑπὸ ἔκδοση (Πνευματικὰ Διδάγματα, Δίδαγμα 46).

[13] Τὸ μυστήριο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, σ. 416.

[14] Βλ.Ἐφ. 4,29.

[15] Τὸ μυστήριο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, σ. 417.

[16] Βλ. Φιλιπ. 3,12.

[17] Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σσ. 284-285.

Ἀρχιμ. Ζαχαρίας Ζάχαρου

Περί του Αγίου Νικηφόρου του λεπρού

4 Ιανουαρίου, 2021

Αρχιμ. Δημήτριος Καββαδίας/ pemptousia.gr

O κατά κόσμον Νικόλαος Τζανακάκης εγεννήθη στο ορεινό χωριό Σηρικάρι των Χανίων που ανήκει στην Ιερά Μητρόπολη Κισάμου και Σελήνου, κατά το έτος 1890. Στο χωριό αυτό τελείωσε το δημοτικό σχολείο. Οι πτωχοί ξωμάχοι γονείς του πέθαναν ενόσω ήταν μικρός. Τότε τον ανέλαβε ο πάππους του Ιωάννης. Στα δεκατρία του χρόνια πτωχός και απελπισμένος ηναγκάσθη να φύγει από το χωριό για τα Χανιά όπου έπιασε δουλειά σε ένα κουρείο.

Ήταν τότε αρχές του εικοστού αιώνα όταν ήρχισαν να φαίνονται στο σώμα του νεαρού εφήβου τα πρώτα σημά­δια της βιβλικής ασθένειας της λέπρας (η οποία κατ’ ευφημισμόν λέγεται ιερά νόσος) που μόνο το άκουσμά της προκαλούσε τον φόβο και την απέχθεια. Τι κι αν κάποιοι την ονόμασαν νόσο του Χάνσεν; Όλοι την ήξεραν για με­ταδοτική αρρώστια και τους ντόπιους ή ξενοφερμένους ασθενείς τους απομόνωναν στο θρυλικό νησί της Σπιναλό­γκα όπου εκμετρούσαν το ζην υπό άθλιες συνθήκες. Είχαν περάσει 20 αιώνες από τότε που ο Θεάνθρωπος θερά­πευσε τους 10 λεπρούς και όμως η αρρώστια έκανε ακό­μη μεγάλη θραύση…

Μετά μια τριετία, όντας 16 ετών, ο Νικόλαος και με εμφανή πλέον τα σημάδια της λέπρας πήρε μια μεγάλη απόφαση.* Για να αποφύγεί τόν καταναγκαστικό εγκλεισμό του στην Σπιναλόγκα έφυγε ατμοπλοϊκώς για την Αίγυπτο. Η πόλη της Αλεξάνδρειας του προσέφερε την απόδραση από την κλειστή κοινωνία του νησιού και ένα καλύτερο μεροκάματο στην ίδια πάντα δουλειά. Ο καιρός περνούσε και ο νεαρός Νικόλαος ηύξανε κατά την ηλικία και την εμπειρία. Παράλληλα δυστυχώς ηύξαναν και τα ίχνη τής ασθένειας στα χέρια και το πρόσωπο του…

Με την μεσολάβηση ενός Αρχιερέως του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας που ήταν Χιώτης στην καταγωγή, έφυγε για το μυροβόλο νησί της Χίου όπου υπήρχε οργανωμένο λωβοκομείο (λεπροκομείο). Ιερέας και πνευματικός στον ‘Ιερό Ναό του Αγίου Λαζάρου του Ιδρύματος αυτού ήταν ό ενάρετος Γέρων Άνθιμος Βαγιανος, ο ύστερον κτίτωρ της Μονής Παναγίας τής Βοηθείας και νυν Άγιος της Εκκλησίας μας. Ο ευλαβής λοιπόν Γέρων Άνθιμος με πί­στη στον Θεό και μεγάλη συνέπεια ετελούσε τα καθήκο­ντα του στον ιερό Ναό, τον όποιο είχε διά τής ζωοποιού προσευχής του μεταβάλει σέ ίερό προσκύνημα. Στον Ναό αυτό είχε στεγάσει την θαυματουργό εΙκόνα τής Πανα­γίας τής Υπακοής, την οποία ασήμωσε ιδίοις εξόδοις (δυ­στυχώς εκλάπη το έτος 2011). Τα θαύματα της Παναγίας, οι ιερές ακολουθίες που ανελλιπώς ετελούντο εδώ, το ιε­ρό κήρυγμα και κυρίως το μυστήριο τής ιεράς εξομολογήσεως, μετέβαλαν τον για πολλούς καταραμένο τόπο σε σταθμό πνευματικής αναγεννήσεως. Στο ίδρυμα όλο το 24ωρο εισήρχοντο άνθρωποι για να προσκυνήσουν και να εξομολογηθούν. Εδώ κατέφυγαν άνω των 30 μοναχές. πρόσφυγες από τις χαμένες πατρίδες, οι οποίες υπετάχθησαν στον Άγιο Άνθιμο και του ζητούσαν να τις αποκαταστήσει σε Μονή.

Νέοι και νέες καθοδηγήθησαν από τον Άγιο και έκαμαν σωστές οικογένειες ή ετράνωσαν την μοναχική τους κλίση. Ο τόπος λοιπόν αυτός ήταν ιδιαίτε­ρα καρποφόρος για ψυχές με την φλόγα του Χρίστου μέ­σα τους. Το όλο κτίριο ευρίσκεται αραδιασμένο σε μία πλαγιά ανάμεσα στα βουνά. Φτιάχτηκε για να καλύψει την οδύνη των πασχόντων από την κοινή θέα. Σήμερα, αν και εγκαταλελειμμένο το ίδρυμα πάνω από 50 χρόνια, φέρει ανεξίτηλη την σφραγίδα της ιερότητος. Όταν το επισκεφθήκαμε, είχαμε την αίσθηση ότι εισερχόμεθα σε Ιερά Μονή. Αρχικά υπάρχει πυλώνας με σιδερένια πόρτα με την επιγραφή «Άσυλο λεπρών, 1378» διότι το ίδρυ­σαν αρχικά οι Ενετοί τον 14ο αι. Αργότερα ένα τοξωτό πρόπυλο στο οποίο δεσπόζει η εικόνα τής Παναγίας με τους Αγίους Λάζαρο και Ζωτικό τον ορφανοτρόφο δεξιά και αριστερά της και μετά κήποι με εσπεριδοειδή και άλλα καρποφόρα. Ο ναός του Αγίου Λαζάρου στα δεξιά και πιο πίσω το κοιμητήριο. Γύρω – γύρω το θεραπευτή­ριο και οι θάλαμοι των ασθενών, το φαρμακείο και η φαρ­μακαποθήκη το εφορείο (διαχείριση), οι κουζίνες και οι τραπεζαρίες και μετά τα κελλιά των τροφίμων. Μετά ο κατεστραμμένος ναός του Γενεσίου της Θεοτόκου με το πηγάδι στην αυλή του, ο πευκώνας να απλώνεται τριγύ­ρω και τα γάργαρα νερά να κυλούν. Μία ειδυλλιακή εικό­να που συνθέτει τον χώρο πού προσέφερε χαρά και ελπίδα και ανακούφιση στον ανθρώπινο πόνο.

Στον χώρο αυτό εισήλθε ο 24χρονος Νικόλαος εν έτει 1914. Έγινε δέ δεκτός στο ίδρυμα κατόπιν της καταβολής του ποσού των 30 χρυσών λοιζίων που έκανε ειδικώς γι’ αυτόν ο Άγιος Άνθιμος. Ο χώρος αυτός έμελλε να γίνει το στάδιον της νοεράς του αθλήσεως. Η συμπεριφορά του ήταν υποδειγματική κατά πάντα. Έτσι μετά διετίαν ο Άγιος Άνθιμος τον έκρινε άξιο να λάβει το μέγα και αγγελικό σχήμα των μοναχών και τον έκειρε δίδοντας του το όνομα Νικηφόρος. Στο μικρό αυτό κοινόβιο του λεπροκομείου είχαν λάβει την μοναχική κουρά και άλλοι ασθενείς. Βρήκαμε και τα ονόματα τους: Νείλος, Γαβριήλ. Συμεών, Γεράσιμος, Συμεών, Ιγνάτιος, Μακάριος και Συμεών. Μα πάνω απ’ όλους ξεχώριζε για την αρετή του ο Νικηφόρος.

Ο μακάριος Νικηφόρος ήταν το τέκνον της υπακοής. Ζούσε με πολλή προσευχή, γνήσια και αδιάκριτη υπακοή, αυστηροτάτη νηστεία και πολλή εργασία στους κήπους τής Μονής. Έτρωγε ελάχιστα και το επίσης ελάχιστο νε­ρό του το έπινε μόνον κατόπιν ευλογίας που ζητούσε από τον Άγιο Άνθιμο. Η σχέση μεταξύ των δύο ανδρών ήταν σχέση πατρός και υιού. ο μοναχός Νικηφόρος έτρεφε μέ­σα στην ψυχική του μεγάλη ευλάβεια για τον Γέροντά του και δεν θύμωνε ούτε οργίζετο όταν ο Άγιος τον «μάλωνε» για το συμφέρον τής ψυχής του. Η αγιογράφος μονα­χή Ευφροσύνη της Μονής της Παναγίας της Βοηθείας μαζί με την μητέρα της, διηγείτο τα έξης: «Στο πέρας του Όρθρου και προ της Θείας Λειτουργίας ο Άγιος Άνθιμος ήθελε να διαβάζονται οι ώρες για να προσκομίζει με άνεση τα εκατοντάδες ονόματα που εδιάβαζε στην αγία Πρόθεση». Τότε ό μοναχός Νικηφόρος απήγγειλε με τόνο μεγαλοπρεπείας τις ώρες, λ.χ.: «Ό Θεός εις την βοήθειάν μου πρόσχες…».Τότε ό Γέροντας φώναζε από το ιερό: «Κενόδοξε, κενόδοξε!». Αμέσως ο μοναχός Νικηφόρος έβαζε επί τόπου εδαφιαία μετάνοια με το μέτωπο στο δάπεδο και φώναζε: «Συγχωρήσατέ μου Γέροντα!»…

Με επιμέλεια περισσή κατέγραφε σε ένα τευχίδιο εν είδει καταλόγου τα θαύματα που έκανε ο Άγιος ‘Άνθιμος με την προσευχή του και στα οποία ο ίδιος ήταν αυτόπτης. Τα περισσότερα εξ αυτών ήταν θεραπείες δαιμονιζομένων. Αρχικά τα έγραφε ο ίδιος, αργότερα όμως λόγω των ελαττωμάτων στην δράση και την αφή του τα υπαγόρευε σε άλλους για να τα γράψουν. Η ευλάβεια του αυτή τον έκανε να μην απομακρύνεται όχι μόνο ψυχικά αλλά και τοπικά από τον Γέροντά του, ο οποίος επεμελείτο αόκνως την σωτηρία του. Και ο Νικηφόρος όμως δεν υπελείπετο στην αρετή. Προσηύχετο ολονυκτίς, έκανε απειράριθμες μετάνοιες, ελάμβανε ευλογία για το κάθε τι. Ήταν ευγενής και υποχωρητικός. Ουδέποτε φιλονικούσε, ήταν εξυπηρετικός και πρόθυμος. Δεν εθύμωνε και ταπεινός ων δεν προσεβάλλετο. Στο ναό εστέκετο ευθυτενής και ιεροπρεπής με την κατάνυξη ζωγραφισμένη στο αλλοιωμένο από την αρρώστεια πρόσωπο του. Ήταν ψάλτης εξαίρετως, ο βασικός ψάλτης του ναού. Ακόμη κι όταν έχασε το φως του, δεν απεμακρύνθη από το αναλόγιο. Έψαλλε και απήγγελλε τον Απόστολο από μνήμης.

Με τον Άγιο Άνθιμο είχαν μία ιδιαίτερη πνευματική και τρυφερή σχέση. Ο Άγιος τον «πείραζε» τρόπον τινά αποκαλώντας τον με διάφορα ονόματα. Ήταν ή παιδαγωγική γραμμή του Αγίου Ανθίμου αυτή για να απομακρύνει από την ψυχή του τέκνου του τα νέφη της αθυμίας. Διηγείται η αγιογράφος μοναχή Βερονίκη της Μονής της Παναγίας της Βοηθείας τα έξης: «Κάθε φορά που ο Γέρων Νικηφόρος ήρχετο στην Μονή μας ήταν μία πραγματική πανήγυρις για την αδελφότητά μας. Μαζευόμασταν όλες οι μοναχές στον Νάρθηκα του Καθολικού όπου τοποθετούσαμε δύο πολυθρόνες για να καθίσουν οι Γέροντες, να πάρουμε ευχή και να ακούσωμε λόγον Θεού. Τότε ο Άγιος Άνθιμος έλεγε δυνατά: «Για να δούμε τι μας έφερε σήμερα το απολωλός». Επειδή όμως τα χεράκια του είχαν αγκύλωση η αδελφή Βρυαίνη με την εντολή του Αγίου τον πλησίαζε και άνοιγε το ρασάκι του στην μεριά του στήθους. Απασφάλιζε την παραμάνα και έβγαζε έξω το πουγκάκι του πατρός Νικηφόρου και το άδειαζε. Περιείχε λίγες δεκάρες και λίγες καραμελίτσες από την αγάπη των χριστιανών. Τότε ο Άγιος γελούσε όπως και ο «απολωλός» Νικηφόρος. Μ’ αυτό τον τρόπο ο Άγιος Άνθιμος μας δίδασκε την ακτημοσύνη, καθ’ ότι ο πατήρ Νικηφόρος παρέδιδε στα χέρια του Γέροντος τα πάντα και τίποτε δεν κρατούσε χωρίς ευλογία. Αυτή είναι μία βασική αρετή για τον κοινοβιάτη μοναχό. Όχι στα κρυφά και ανευλόγητα έργα που είναι του διαβόλου. Στην συνέχεια ακολουθούσε ομιλία, διάλογος των Γερόντων, κέρασμα καί ο πατήρ Νικηφόρος αποχωρούσε».

Στα 1957 το Λωβοκομείο έκλεισε και τους λίγους ασθενείς μαζί με τον π. Νικηφόρο τους έστειλαν στο Νοσοκομείο Λοιμωδών Νοσημάτων Αθηνών «η Αγία Βαρβάρα» στο Αιγάλεω Αττικής. Είναι πλέον 67 ετών και εκεί φθάνει σχεδόν παράλυτος και τυφλός. Εκεί τον αναλαμβάνει και τον εξυπηρετεί ο επίσης ασθενής μοναχός Σωφρόνιος Σαριδάκης (ο μετέπειτα Ιερομόναχος Ευμένιος), στον οποίο ο Άγιος Άνθιμος συνέστησε τον π. Νικηφόρο ως «μέγα θησαύρισμα και τέλειο μοναχό». Συν τω χρόνω με την κατάλληλη θεραπεία ο π. Σωφρόνιος εθεραπεύθη τελείως, αλλά δεν απεχώρησε του Νοσοκομείου· αφιερώθηκε στην περιποίηση των ασθενών. Έγινε και υποτακτικός του πατρός Νικηφόρου ανακουφίζοντας τον κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Σιγά – σιγά το κελλάκι του π. Νικηφόρου έγινε ιερό προσκύνημα· πλήθος κόσμου συνέρρεαν για να πάρουν την ευχή του και να ζητήσουν καθοδήγηση.

Ενώ ήταν κατάκοιτος και το σώμα του ήταν γεμάτο πληγές και ο πόνος ήταν ο αχώριστος σύντροφός του (διότι η λέπρα «τρέφεται» με ζωντανούς ιστούς και κύτταρα), εντούτοις δεν εγόγγυζε, ήταν στερρός αθλητής της καρτερίας και η δοξολογία του Θεού δεν έλειπε από τα χείλη του. παρηγορούσε τούς θλιβομένους και ετόνωνε την πίστη των δοκιμαζόμενων. Και μόνο μια ματιά πάνω στον ζωντανό – νεκρό π. Νικηφόρο αρκούσε για να αναγεννηθεί ψυχικά και ο πλέον πορωμένος άνθρωπος. Τα μάτια του ήταν ερεθισμένα πάντοτε και η δράση του ελάχιστη, γι’ αυτό και φορούσε μεγάλα μαύρα γυαλιά. Το πρόσωπό του ήταν κυριολεκτικά φαγωμένο από την αρρώστεια, μα πάντοτε φωτεινό και πρόσχαρο. Τα χέρια του υπέφεραν από αγκυλώσεις στα πόδια του ήταν παράλυτα. Και όμως, δεν το «έβαζε» κάτω. Ήταν ευγενής και γλυκομίλητος, σκορπώντας αφειδώλευτα το χαμόγελο στους επίσης πονεμένους επισκέπτες του και διηγούμενος ευχάριστες ιστορίες από τα πνευματικά βιβλία και τις εμπειρίες του. Είλκε και οικοδομούσε τις ψυχές. Δεν ήταν λίγο εξάλλου να βλέπουν έναν τέτοιο ασθενή γεμάτο πίστη, θάρρος και ψυχική λεβεντιά να βροντοφωνάζει: «Ας είναι δοξασμένο το άγιο όνομα Του!».

Εκοιμήθη εν Κυρίω στις 4 Ιανουαρίου 1964 και εις ηλικίαν 74 ετών. Κατά την εκταφή του τα ιερά του λείψανα ευωδίασαν. Πολλά είναι τα θαύματα που επιτελούνται με την επίκληση του αγίου ονόματος του και την προσκύνηση των τιμίων λειψάνων του.

Η αγιοκατάταξη του με πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου την 1η Δεκεμβρίου 2012 έφερε την επιβράβευση της μοναχικής του ασκήσεως και της μαρτυρικής του αθλήσεως και στάλαξε βάλσαμο στις καρδίες των τιμώντων την μνήμη Του. Εδώ και λίγα χρόνια πολλά παιδάκια λαμβάνουν κατά το άγιο βάπτισμα το τίμιο όνομά Του.

Από την διδαχή Του: «Παιδιά μου, προσεύχεσθε; και πώς προσεύχεσθε; με την προσευχή του Ιησού να προσεύχεσθε, με το Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με. Έτσι να προσεύχεσθε έτσι είναι καλά».

Πατήρ Ευμένιος· Ο κρυφός άγιος της εποχής μας († 23 Μαΐου 1999)‏

23 Μαΐου, 2020

Γέροντας Ευμένιος Σαριδάκης: Ο Εθιανός κρυφός γελαστός άγιος του ...

Καταγωγή

Η Εθιά, η πατρίδα του πατρός Ευμενίου, είναι ένα ορεινό χωριό στα νότια του νομού Ηρακλείου Κρήτης.

Βρὶσκεται

σε υψόμετρο 740μ. και απέχει από το Ηράκλειο 38 χλμ. Είναι πολύ άγονο μέρος, γι’ αυτό και οι κάτοικοί του μετοίκησαν σ’ ένα χαμηλότερο μέρος, στο χωριό Ροτάσι.

Στην Εθιά υπάρχουν δύο εκκλησίες: Η κεντρική είναι αφιερωμένη στην Παναγία μας και φυλάσσει θαυματουργό εικόνα της. Εκεί η Παναγία είχε εμφανισθεί σαν γυναίκα ντυμένη στα μαύρα κάποια ημέρα, που ο πατήρ Ευμένιος, μικρό παιδί τότε, άναβε τα κανδήλια του ναού, και του είπε: Εσύ μια μέρα θα γίνης ιερεύς».

Εκεί, στον αύλιο χώρο της, έμελλε να είναι και ο τάφος, όπου αναπαύεται το σεπτό σκήνωμα του Οσίου Γέροντος μας. Η άλλη είναι του Προφήτου Ηλιού. Εκεί κοντά υπάρχει και αγίασμα.

Υπάρχουν και πολλά μικρά εκκλησάκια, για την ανακαίνισι των οποίων ο πατήρ Ευμένιος έστελνε χρήματα.

Ο πατήρ Ευμένιος ήταν γόνος μιας πολυμελούς και πάμπτωχης οικογενείας. Γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου του έτους 1931.

Οι γονείς του, Γεώργιος και Σοφία Σαριδάκη, ήταν άνθρωποι ευσεβείς και ενάρετοι. Είχαν οκτώ παιδιά. Το όγδοο και τελευταίο τους παιδί ήταν ο πατήρ Ευμένιος, που στην βάπτισί του πήρε το όνομα Κωνσταντίνος. Τα αδέλφια του, κατά σειρά ηλικίας, ήταν:

Ελένη, Μιχαήλ, Αικατερίνη, Βασίλειος, Αμαλία, Μαρία και Ευγενία.

Ο μικρός Κωνσταντίνος ορφάνεψε από πατέρα σε ηλικία μόλις δύο ετών, δηλαδή η οικογένειά του έχασε τον προστάτη της πολύ νωρίς. Ήταν που ήταν φτωχή, χάνοντας και το στήριγμά της βρέθηκε σε πολύ δύσκολη κατάστασι.

Η χήρα μάνα του με τι δυνατότητες να θρέψη τόσα στόματα; Ξενοδούλευε για να τα φέρη κάπως βόλτα. Μετά ήρθε και η γερμανική κατοχή, η οποία χειροτέρευσε κατά πολύ τα πράγματα. Σ’ αυτό το περιβάλλον και με πολλές στερήσεις μεγάλωσε ο Παππούλης μας.

Παπούτσια φόρεσε στα δώδεκά του χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, δηλαδή τις στερήσεις, την πείνα και την ανέχεια, το ήθος και το φρόνημα του μικρού αυτού παιδιού δεν αλλοιώθηκαν.

Για παράδειγμα, ο Ιερεύς του χωριού τους ήθελε να του δίνη μια μικρή βοήθεια, επειδή πήγαινε και τον βοηθούσε στον ναό. Ο μικρός Κωνσταντίνος, όμως, του έλεγε:

«Όχι, Παπα-Γιάννη, δεν παίρνουμε ποτέ χρήματα από την Εκκλησία». (Μαρτυρία Αριστέας Σαριδάκη).

Η, όταν του έδιναν μισή κουλούρα ψωμί για κάποια δουλειά που έκανε, ποτέ δεν την έτρωγε μόνος του, αλλά την πήγαινε στο σπίτι του και την έτρωγε με τ’ αδέλφια του, όλοι μαζί.

Χαρισματικό παιδί

Η Εκκλησία αγάλλεται και καυχάται, διότι εγέννησε και ανέδειξε ένα τέτοιο λαμπρό αστέρι και κόσμημα της˙ και η Κρήτη πρέπει να σεμνύνεται για το ηγιασμένο τέκνο της.

Ο Παππούλης, από την νηπιακή του ηλικία, έδειχνε ότι ήταν σκεύος εκλεκτόν του Κυρίου μας.

Από την βρεφική του ηλικία, όταν ακόμα δεν καταλάβαινε, προσπαθούσε να ευχαριστή τον Κύριό μας, αφού δεν θήλαζε Τετάρτη και Παρασκευή, αλλά κοιμόταν όλη την ημέρα, σύμφωνα με την μαρτυρία της αδελφής του Ευγενίας, η οποία το είχε ακούσει από την μητέρα τους να το ομολογή.

Οίνον και μεθύσματα ουδέποτε εγεύθη ο πατήρ Ευμένιος, δηλαδή οινοπνευματώδη ποτά, μπύρα, κρασί και αλκοολούχα ποτά δεν ήπιε ποτέ στην ζωή του.

Χαρακτηριστικό είναι ότι, όταν λειτούργησε για πρώτη φορά μόνος του ως Ιερεύς, ζαλίστηκε λίγο από την κατάλυσι της Θείας Κοινωνίας και γι’ αυτό, μετά, έβαζε λιγώτερο νάμα και περισσότερο ζέον.

Ο Κωστάκης, όπως τον έλεγαν, ήταν ένα χαριτωμένο και χαρισματικό παιδί, ακόμα και για τα κοσμικά δεδομένα, ενώ δεν είχε μάθει σχεδόν καθόλου γράμματα.

Οι δυσκολίες, η Κατοχή, κατά την διάρκεια της οποίας τα σχολεία υπολειτουργούσαν, δεν του επέτρεψαν να γευθή το αγαθόν της μαθήσεως. Παρ’ όλα αυτά μπορούσε, όπως ο ίδιος έλεγε, να κάνη πράξεις μαθηματικές, λογαριασμούς δύσκολους, όλα από μνήμης, γι’ αυτό οι χωριανοί του, όταν ήθελαν κάτι σχετικό, τον φώναξαν:

«Έλα, Κωστάκη, να μας πής πόσο κάνει αυτό κι αυτό», η κάτι πιο δύσκολο. Κι όταν τους τα έκανε, μετά τον γέμιζαν λουκούμια.

Κάποια φορά, όταν ο Παππούλης ήταν μικρό παιδί ακόμη, πέθανε στο χωριό τους ένα κοριτσάκι οκτώ-εννέα ετών. Οι γονείς και oι συγγενείς του κοριτσιού έκλαιγαν απαρηγόρητοι για τον χαμό του παιδιού τους. Ο Παππούλης μας έλεγε σχετικά:

«Κάποτε, είχε πεθάνει ένα κοριτσάκι και περνούσε από μπροστά μας η νεκρώσιμη πομπή. Πέρασαν μπροστά κι από την δική μας αυλή. Έτσι έκαναν τότε. Έκαναν την βόλτα, για να γίνη πιο επίσημη η κηδεία.

Έκλαιγαν όλοι κι εγώ έβλεπα τα στολίδια, πολλά στολίδια, που είχε το φέρετρο. Κι αυτοί έκλαιγαν. Κι εγώ έτρεχα κι έβλεπα τα στολίδια, που είχε το φέρετρο. Ήμουν έξι-επτά χρόνων τότε. Δεν είχα δει καλύτερα και ωραιότερα στολίδια.

Οι άλλοι έκλαιγαν κι εγώ χαιρόμουν, που έβλεπα τα στολίδια. Έβλεπα τα στολίδια και χαιρόμουν. Μου άρεσαν.Δέν ήταν στολισμένα από τους ανθρώπους, όμως εγώ τα έβλεπα έτσι. Στολίδια… στολίδια… όχι ότι τα έβαλαν οι άνθρωποι.

Κι αυτοί έκλαιγαν, που έχασαν το παιδί, κι εγώ έβλεπα τα στολίδια, που είχε πάνω του, τα στολίδια του Θεού, και χαιρόμουν».

Ο Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος θυμάται, σχετικά με την Χάρι, που από νωρίς είχε δοθεί στον Παππούλη μας: «Ο πατήρ Ευμένιος, όταν ήταν μικρός, είχε δει για πρώτη φορά την χάριν της αρχιερωσύνης. Την είχε δει στο πρόσωπο ενός Αρχιεπισκόπου, που είχε πάει στο χωριό του. «Έβλεπα», μου είπε, «το φως του Αγίου Πνεύματος πάνω στο πρόσωπό του.

Το φως της αρχιερωσύνης, την χάρι της αρχιερωσύνης. Την έβλεπα και πήγαινα συνεχώς μπροστά του». Και είπε ο Αρχιεπίσκοπος: «Αυτό το παιδί τι βλέπει;».» Εγώ δεν έλεγα τι έβλεπα, αλλά μου άρεσε να βλέπω την χάρι της αρχιερωσύνης»».

Μοναχός Θεόκλητος δια φωτοφανείας

Ο πατήρ Ευμένιος ήταν θεόκλητος στον μοναχισμό. Ο ίδιος μας έλεγε:«Εγώ, δεκαεπτά χρόνων πήγα στο μοναστήρι. Ήμουν δεκαέξι χρόνια στο χωριό μου. Αγαπούσα τον Θεό, βέβαια, σκεπτόμουν πολλές φορές να γίνω καλόγερος.

Μια μέρα μου λέει ο παπάς: «Έλα να σε κάνω νεωκόρο». Πήγα κι εγώ. Άναβα τα καντήλια πρωί-βράδυ, διάβαζα κιόλας, ο,τι βιβλία έβλεπα τα διάβαζα. Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς του 1944, το απόγευμα, πήγα, άναψα τα καντήλια στην εκκλησία και, μετά, πήγα στο σπίτι μας. Ήταν εκεί η αδελφή μου η Ευγενία.

Φάγαμε ξεροτήγανα, τηγανίτες και μακαρόνες. Εκεί που τρώγαμε, ήρθε μια λάμψι και με τύφλωσε και μπήκε μέσα στα βάθη της ψυχής μου. Κι αμέσως, την ίδια στιγμή, φώναξα της Ευγενίας:

«Ευγενία, θα γίνω καλόγέρος». Την ίδια στιγμή. Εκείνη την στιγμή με φώτισε ο Θεός. Την είδα με τα μάτια μου εκείνη την λάμψι, που μπήκε μέσα μου.

Μόλις είδα αυτή την λάμψι, είπα κατ’ ευθείαν: «Θα γίνω καλόγερος».

Όταν ο άνθρωπος έχει την κλήσι από τον Θεό για να κάνη κάτι καλό, ο Θεός ενεργεί και τον βοηθά».

Στο ίδιο θέμα αναφέρεται και ο Μιχαήλ Χατζηγεωργίου:

«Τόλμησα, κάποτε, να τον ρωτήσω: «Γέροντα, είχες δίλημμα για το ποιόν δρόμο θα ακολουθήσης; Σκέφθηκες να γνωρίσης κάποια γυναίκα, να την ερωτευθής, να κάνης οικογένεια;»

Τότε μου αποκάλυψε την απόλυτη απόφασί του να ακολουθήση την παρθενική ζωή, που την σηματοδότησε ένα εξαιρετικό γεγονός.

«Χειμώνας του 1944, Κωστής τότε, δεκατριών ετών», μου είπε. «Ήμουν στο πατρικό μου σπίτι. Ζεσταινόμαστε στο τζάκι. Τότε είδα μια τεράστια φωτιά, που μπήκε μέσα μου.

Και από εκείνη την στιγμή, γεμάτος χαρά, έλεγα: Εγώ θα γίνω μοναχός. Θα γίνω μοναχός». Και μου συμπλήρωσε: «Αν με πίεζαν αργότερα να παντρευτώ, θα πέθαινα, θα πέθαινα!».

Από το 1944 η ψυχή του νεαρού Κωστή είχε ένα μόνο προσανατολισμό: την αφιέρωσι στον Χριστό. Η κλίσι υπήρχε. Η κλήσι με εμφατικό τρόπο συντελέστηκε και ο μικρός Κωστής βιαζόταν να ενηλικιωθή, να λάβη ζωή η επιθυμία της καρδιάς του.

Η φλόγα έκαιγε άσβεστος μεσά του. Στα 1951 ο Κωνσταντίνος κείρεται Σωφρόνιος μοναχός».

Με ζήλο στον μοναχικό αγώνα

Σε ηλικία δεκαεπτά ετών ο Κωνσταντίνος αφήνει τα εγκόσμια και οδεύει εκεί, που τον οδηγεί η καρδιά του, η ψυχή του και όλο του το είναι. Εκεί, που το Άγιο Πνεύμα, εν είδει λαμπρού φωτός, τον φωτίζει, στην πλήρη αφιέρωσί του στον Χριστό, στον αγαπημένο του Ιησού, Τον οποίο από μικρός λατρεύει και υπηρετεί, είτε στα εξωκκλήσια του χωριού του, είτε κατά μόνας.

Τα βήματά του τον οδηγούν στην Ιερά Μονή Αγίου Νικήτα, στα νότια της Κρήτης, κάπως κοντά στο χωριό του, αφού απέχει μόνο δύο-δυόμισυ ώρες με τα πόδια.

Ο Κωνσταντίνος έγινε δεκτός από τον Ηγούμενο π. Ιερόθεο (Κωστομανωλάκη), στον οποίο έβαλε μετάνοια και άρχισε η δοκιμή του.

Στην Μονή τότε υπήρχαν, εκτός του Ηγουμένου, και δύο υπερήλικες και τυφλοί μοναχοί, τους οποίους ο Κωνσταντίνος φρόντιζε παντοιοτρόπως και ποικιλοτρόπως, λόγω του νεαρού της ηλικίας του, αλλά, κυρίως και πρωτίστως, λόγω της υπέρμετρου αγάπης που είχε.

Ως νέος, δόκιμος μοναχός, έκανε σχεδόν όλα τα διακονήματα της Μονής, ήταν πρόθυμος και φιλότιμος.

Μετά την τριετή του δοκιμασία, εκάρη μοναχός, μετονομασθείς Σωφρόνιος. Ως μοναχός, ο Σωφρόνιος έβαλε θεμέλιο της μοναχικής του ζωής την ταπεινοφροσύνη, την υπακοή και την εργατικότητα.

Επιδόθηκε σε νέους αγώνες. Τις ημέρες εκοπίαζε σωματικά και τις νύκτες παρέμενε άϋπνος και προσευχόμενος. Αυτό το τυπικό το κράτησε μέχρι τέλους της ζωής του.

Καθημερινά ο πατήρ Σωφρόνιος έδινε αγώνα σε όλα τα διακονήματα, σε όλες τις εργασίες, στο ν’ ανοίξουν καλύτερους δρόμους για να διευκολυνθή η έλευσι των προσκυνητών, στους κήπους, στο να καλλιεργούν τα κτήματα, στο να φέρνουν νερό από μακρυά, γιατί δεν επαρκούσε το υπάρχον.

Αυτά έβλεπε ο διάβολος και εμηχανεύετο τρόπους για να ρίξη τον αγωνιστή. Δεν αρκείτο μόνον στον πόλεμο των λογισμών, αφού μόνον με αυτούς δεν μπορούσε να ανακόψη την αγωνιστικότητα του πατρός Σωφρονίου.

Γι’ αυτό του παρουσιαζόταν, και αισθητώς και οφθαλμοφανώς, και του μιλούσε. Κάποια μέρα, μάλιστα, καθώς ο ίδιος ο Παππούλης μας έλεγε, ο διάβολος εμφανίσθηκε μπροστά του και του είπε: «Εγώ είμαι άγγελος και πέσε κάτω να με προσκύνησης».

Όταν, όμως, εκείνος τα έλεγε αυτά, ο πατήρ Σωφρόνιος πρόσεξε ότι του έλειπε ένα δόντι και του λέει γελώντας και κοροϊδευτικά: «Δεν είσαι άγγελος, δεν είσαι άγγελος, γιατί σου λείπει ένα δόντι!». Τότε ο διάβολος γυρίζει εξαγριωμένος και του δίνει ένα δυνατό χαστούκι και αμέσως εξαφανίζεται από μπροστά του.

Θαυματουργός εικόνα της Παναγίας, Εθιά Ηρακλείου Κρήτης

Κάποια άλλη μέρα, ο πατήρ Σωφρόνιος κατέβηκε κοντά στην θάλασσα, όπως ο ίδιος έλεγε, και άκουσε μέσα από την θάλασσα την Παναγία μας να του μιλάη και να του λέη, με την γλυκειά φωνή της: «Παιδί μου, μη φοβάσαι κι εγώ δεν θα σε αφήσω να χαθής».

Σε ερώτησι, πως κατάλαβε ότι ήταν η Παναγία μας, απάντησε πολύ φυσικά: «Ε, την Παναγία μας δεν γνωρίζω;».

Και άλλοτε πάλι, έλεγε ότι η Παναγία μας τον αγκάλιασε. «Η Παναγία μου έκανε μια αγκαλιά», μας έλεγε.

Είδε την Αγία Μαρίνα

«Από ενωρίς ο ευλογημένος Κωνσταντίνος εκάρη μοναχός. Η ωριμότητα και η αποφασιστικότητά του φάνηκε αμέσως. Το αίσθημα και το χρέος της ξενιτείας τον συνείχε απόλυτα. Επεδίωκε να μην ξενυχτάη ποτέ έξω από το μοναστήρι.

Όταν, κάποια φορά, αυτό στάθηκε αδύνατο και αναγκάσθηκε να παραμείνη στο πατρικό του σπίτι, είδε στο εικονοστάσι να βγαίνει η Αγία Μαρίνα από την εικόνα της, κρατώντας τον πειρασμό από τα κέρατα και δείχνοντάς του τον, του είπε: «Αυτός σας βάζει τους λογισμούς, να μην ακούτε τον Γέροντα και να νυστάζετε στις Ακολουθίες».

Στρατιωτική θητεία

Ο πατήρ Σωφρόνιος, όταν έφθασε την ηλικία των εικοσιτριών ετών, έπρεπε να πάη στρατιώτης, διότι τότε οι μοναχοί δεν απαλλάσσοντο των στρατιωτικών τους υποχρεώσεων.

Η Μονή τον ετοίμασε σχετικά, τον εκούρεψε, του έκοψε δηλαδή τα μαλλιά και τα γένεια, και του τα φύλαξε, γιατί έτσι γινόταν τότε.

Παρουσιάσθηκε στο Μεγάλο Πεύκο, στις 24 Ιανουαρίου του 1954. Υπηρέτησε στο Μηχανικό και ήταν βοηθός μαγείρου. Κατόπιν, πήρε μετάθεσι για την Θεσσαλονίκη.

Στον στρατό ο Γέροντας ήταν υπόδειγμα υπακοής και εργατικώτατος, γι’ αυτό τον αγαπούσαν όλοι, από τον Διοικητή έως τον πιο απλό στρατιώτη. Ποτέ δεν θεώρησε αγγαρεία οποιαδήποτε εργασία του ανέθεταν, αλλά την έκανε με αγάπη, σωστά και καλά. Ο αξιωματικός υπηρεσίας τον σταματούσε πολλές φορές με το ζόρι, για να ξεκουρασθή.

Το ήθος και ο ακέραιος χαρακτήρας του πατρός Σωφρονίου έκανε ακόμη και τα πειραχτήρια του στρατού να αργούν, παρ’ όλο που ξέρανε ότι είναι καλόγερος.

Τις νηστείες τις κρατούσε όλες: Πάσχα, Χριστούγεννα, 15 Αυγούστου, Αγίων Αποστόλων και, φυσικά, Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή. Πώς τα κατάφερνε;

Ένας συνάδελφός του, μάγειρας, έλεγε σχετικά: «Μέχρι και ελιές, ψωμί και κρεμμύδι έτρωγε μόνον, αρκεί να μη χαλούσε τις διατεταγμένες νηστείες της Εκκλησίας μας».

Κάθε ημέρα, ο Διοικητής του επέτρεπε να αποσύρεται για λίγο να προσεύχεται, πέραν της γενικής Προσευχής, επειδή εγνώριζε ότι ήταν καλόγερος.

Τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές του έδινε άδεια να πηγαίνη στον Ιερό Ναό του Αγίου Ελευθερίου Θεσσαλονίκης, να εκκλησιάζεται και να ψέλνη.

Το επίδομα των στρατιωτών, τότε, ήταν 53 δραχμές τον μήνα. Φυσικά, του Παππούλη αυτό το ελάχιστο ποσό όχι μόνο του έφθανε, αλλά με αυτό έκανε ελεημοσύνες, «δάνειζε» τους συναδέλφους του, έδινε σ’ όποιον του ζητούσε.

Στον στρατό ο πατήρ Σωφρόνιος αρρώστησε βαρειά. Έκανε υψηλό πυρετό 40°-41°, που δεν έπεφτε. Η κατάστασί του ήταν απελπιστική. Τότε του έκαναν έφοδο χιλιάδες δαίμονες, για να τον τρομάξουν και να τον τρομοκρατήσουν.

Όμως, μόνο μέχρι γύρω-γύρω στο κρεββάτι μπορούσαν να φθάσουν. «Αγγίζανε το κρεββάτι», όπως έλεγε ο ίδιος, «αλλά επάνω δεν μπορούσαν να ανέβουν. Γύρω-γύρω μόνο».

Οι γιατροί δεν μπορούσαν να βρουν την αιτία. Νοσηλεύθηκε στο 424 Στρατιωτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς κανένα αποτέλεσμα.

Η κατάστασί του, αντί να βελτιώνεται, χειροτέρευε. Τον έφεραν στην Αθήνα και νοσηλεύθηκε σε διάφορα νοσοκομεία. Τελικά, βρέθηκε ότι πάσχει από την νόσο του Χάνσεν, την γνωστή λέπρα, και μεταφέρθηκε στον Αντιλεπρικό Σταθμό Αθηνών.

Ο πατήρ Ευάγγελος Παπανικολάου, ο και ιατρός, θυμάται που του έλεγε ο Παππούλης μας:

«»Με παίρνουν φαντάρο και με στέλνουν στην Θεσσαλονίκη. Εκεί αρρώστησα κι άλλο. Με πάνε στον στρατιωτικό γιατρό, μου λέει: «Έχεις αφροδίσια».»Τί έχω;».»Αφροδίσια, τα κόλλησες από γυναίκα».

Γελώ, Βαγγέλη μου, γελώ. «Γιατρέ μου, άλλο πράγμα έχω», του λέω. «Δεν έχω αφροδίσια». Ακούς, Βαγγέλη, αφροδίσια», και γέλαγε, γέλαγε. «Και τι έγινε, Γέροντα;», ερώτησα.

«Είμαι στο λεωφορείο και έλεγα: «Παναγία μου, Καλυβιανή, τι αρρώστια έχω εγώ;».Με πλησιάζει ένας άνθρωπος και μου λέει: «Πάτερ, να σου πω, είσαι άρρωστος από λέπρα, να πας στο νοσοκομείο, στην Αθήνα. Είμαι κι εγώ άρρωστος άπ’ αύτό.

Να πάς στο νοσοκομείο στην Αγία Βαρβάρα»». Επήγε ο πατήρ Ευμένιος στο νοσοκομείο, τον είδαν και του άρχισαν την θεραπεία. Εκεί συνάντησε τον πατέρα Νικηφόρο, που ευωδιάζουν τα λείψανά του».

Και ο Μόρφου Νεόφυτος μας έλεγε:

«Υπήρχε τότε ένας νόμος, που έλεγε ότι έπρεπε οι καλόγεροι, όταν ήταν σε νεανική ηλικία, να πάνε στρατιωτικό. Και τον ξύρισαν. Φανταστείτε τώρα, τον κούρεψαν. Κι αυτός πήγε.

Πήγε στον στρατό, στην Θεσσαλονίκη, κι εκεί, για πρώτη φορά, φάνηκε το πρόβλημα της ασθένειας του Χάνσεν, της λέπρας.

«Και ήμουν», λέει, «ξαπλωμένος σ’ ένα κρεββάτι και είχα πάρα πολύ πυρετό. Κι εκείνη την ώρα μου είπαν: «Άκουσε, πάτερ Σωφρόνιε, είσαι άρρωστος, πολύ βαρειά άρρωστος, και δεν μπορείς πια να επιστρέψης στο μοναστήρι σου. Αν πας, θα πρέπη να πας για λίγο και μετά θα πρέπη να σε πάνε στο Νοσοκομείο».

Όταν έμαθε ότι έπασχε από λέπρα, έλεγε: «Χάρηκα πάρα πολύ». «Χάρηκες;», του λέω. «Ναι, με γέμισε απέραντη χαρά. «Οσο πιο μεγάλη ασθένεια, τόσο πιο μεγάλος σταυρός, τόσο πιο μεγάλη Ανάστασι.

Και είπα: Πώ, πώ, πώ, μεγάλο δώρο μου έδωσες, Θεέ μου. Σ’ ευχαριστώ, Χριστέ μου, που μου έδωσες μεγάλο σταυρό. Θα έχω μαζί Σου μεγαλύτερη συμμετοχή στα πάθη Σου, αλλά και μεγαλύτερη συμμετοχή στην Ανάστασί Σου». Άκου ο άνθρωπος! Και ήταν μόλις 20 χρόνων».

Αδιάλειπτος αγώνας

Στον αντιλεπρικό Σταθμό Αθηνών, ο πατήρ Σωφρόνιος νοσηλεύτηκε επιτυχώς και θεραπεύτηκε τελείως. Η ασθένεια δεν του άφησε καμμία παραμόρφωσι, ούτε το παραμικρό σημάδι.

Μετά την θεραπεία του από αυτή τη σοβαρή ασθένεια, παρέμεινε μέσα στον Αντιλεπρικό Σταθμό, από αγάπη για τους πάσχοντας αδελφούς του. Η Διεύθυνσι του Σταθμού, επειδή ήταν μοναχός, του παρεχώρησε ατομικό κελλάκι, δίπλα στο εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων.

Στο κελλάκι αυτό ο Παππούλης πέρασε όλη την υπόλοιπη ζωή του.

Εκεί ξανάρχισε τους πνευματικούς αγώνες, που είχε στερηθεί λόγω του στρατού και της ασθενείας του.

Καθημερινές ασχολίες του πατρός Σωφρονίου ήταν η φροντίδα για την ευπρέπεια του Ναού, στον οποίο ανέλαβε και καθήκοντα ιεροψάλτου, και η περιποίησι ασθενών, που ήταν παράλυτοι και δεν είχαν κανένα να τους φροντίση.

Ακόμη, έφτιαχνε λιβάνι και το μοίραζε σε μοναστήρια και ναούς, και γέμισε τους θαλάμους με ιερές εικόνες και πνευματικά βιβλία.

Τα καλοκαίρια πήγαινε για μήνες στο Άγιο Όρος, στο οποίο αναπαυόταν πολύ.

Πήγαινε επίσης στην Κρήτη, στην Μονή της μετανοίας του και στην Ιερά Μονή Καλυβιανής, όπου συνεδέθη με τον ιδρυτή της Μητροπολίτη Τιμόθεο, μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Κρήτης.

Όταν έκλεισε το Λωβοκομείο της Χίου, του έστειλε ο Άγιος Άνθιμος τον Οσιώτατο μοναχό Νικηφόρο, τυφλό και παράλυτο. Ο πατήρ Σωφρόνιος τον υπηρέτησε με όλη του την ψυχή και καρδιά και τον είχε πνευματικό πατέρα και οδηγό.

Ο αντίδικος, όμως, διάβολος φθόνησε την καλή πολιτεία του αγωνιστού Σωφρονίου και τον πολέμησε με σφοδρότητα και τον ταλαιπώρησε πολύ. Τον απάλλαξε διά παντός άπ’ αυτόν η Χάρις του Θεού και της Κυρίας Θεοτόκου.

Το 1975, σε ηλικία σαραντατεσσάρων ετών, ο μοναχός Σωφρόνιος χειροτονήθηκε εις πρεσβύτερον και πήρε το όνομα Ευμένιος. Ο πατήρ Ευμένιος συνέχισε τη ζωή του στο Λοιμωδών ως Ιερεύς, διεκρίθη δε και ως άριστος πνευματικός.

Μετά την πτώσι του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Ρωσσία, πήγε προσκυνηματικό ταξείδι στη Μόσχα, στην Πετρούπολη και στο Κίεβο.

Με την επιστροφή από εκεί, άρχισαν τα άλλα μεγάλα προβλήματα υγείας: σάκχαρο, ανεπάρκεια νεφρών, προβλήματα οράσεως και τα πόδια του, που έλεγαν οι γιατροί να του τα κόψουν. Έμπαινε και έβγαινε συνεχώς σε νοσοκομεία.

Παρ’ όλα αυτά, όμως, έκανε ακόμη μερικά ταξείδια και συνέχιζε τα ιερατικά του καθήκοντα εις το ακέραιον: Ιερές Ακολουθίες και ατελείωτες επισκέψεις σε σπίτια πνευματικών του παιδιών για αγιασμούς, ευχέλαια και εξορκισμούς.

Αυτό κράτησε πάνω από οκτώ-δέκα χρόνια, οπότε μπήκε για τελευταία φορά στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός, όπου, στις 23 Μαΐου 1999, απεδήμησε εις Κύριον σε ηλικία έξηνταοκτώ ετών.

Ακολουθούν κάποιες μαρτυρίες από τις τελευταίες εκείνες ώρες.

Ο Γέροντας Ευμένιος Σαριδάκης με τον μετέπειτα μητροπολίτη Μόρφου Νεόφυτο τότε ως διάκονο στη Ρωσία

Στην ημέρα της εορτής τους…

Τον σεβαστό Πατέρα Ευμένιο, τον αγαπημένο μας «Παππούλη», εκάλεσε ο Κύριός μας κοντά του στις 23 Μαΐου του έτους 1999, ημέρα Κυριακή, στην μνήμη των Αγίων 318 Θεοφόρων Πατέρων, της εν Νικαία Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, γύρω στις τέσσερεις το απόγευμα, ενώ ευρισκόταν στο θεραπευτήριον Ευαγγελισμός.

Ας σημειωθή, ότι ο Πατήρ Ευμένιος ανήκε στην Μητρόπολι Νικαίας και είναι άξιον θαυμασμού το ότι εφάνη ωσάν να ήλθαν οι Άγιοι προστάτες της μητροπολιτικής του περιφέρειας να παραλάβουν το εκλεκτό και υπερευλογημένο τέκνο τους, την ημέρα της εορτής τους.

Η εξόδιος Ακολουθία εψάλη εις τον Ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων, τον οποίο διεκόνησε η αγιότητά του με περίσσια αυταπάρνησι.

Ο ενταφιασμός του έγινε την επομένη ημέρα στην ιδιαιτέρα του πατρίδα, το χωριό Εθιά, του νομού Ηρακλείου.

Αποχαιρετισμός

«Δεν μπορώ να περιγράψω την θλίψι, που είχε στο πρόσωπό του, όταν για τελευταία φορά κλείδωνε την εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, των γλυκύτατων και αγαπημένων του Αγίων, όπως συνήθιζε να λέη, και αποχαιρετούσε το άγιο κελλί του.

Και τις τελευταίες ευχές για το Ίδρυμα: «Την ευχή μου να έχετε όλοι, την ευχή μου να έχετε όλοι», επαναλάμβανε, ενώ τον έπνιγε ένα βουβό κλάμα, καθώς περνούσαμε για τελευταία φορά τους δρόμους της αγαπημένης του Αθήνας.

Ευλογούσε συνέχεια και έλεγε: «Ωραία που είναι η Αθήνα! Ωραία Αθήνα, ευλογημένη Αθήνα! Τίποτε άλλο δεν υπάρχει πιο ωραίο από την Αθήνα». Ευλογούσε τους δρόμους, την Ομόνοια, την Αγορά, την Μητρόπολι, την Βουλή των Ελλήνων, τους πάντες και τα πάντα.

Ανεξίτηλα έχουν μείνει στην μνήμη μου τα λόγια, που είπε την Πέμπτη 29 Απριλίου του 1999, τα μεσάνυκτα: «Σήμερα ήθελαν πάλι να μου κάνουν αιμοκάθαρσι δύο ώρες.

Με τρύπησαν επτά-οκτώ φορές. Με τρύπαγαν αυτές, με τρύπαγαν σαν τον Δεσπότη Χριστό. Μαρτύρησα, μαρτύρησα σαν τον Δεσπότη Χριστό. Γιατί το κάνουν αυτές αυτό;» «Γέροντα», του απαντώ, «δεν θα ήξεραν οι νοσοκόμες». «Θέλετε να αλλάξουμε γιατρούς και νοσοκομείο», του πρότεινα.

«Μπά, δεν χρειάζεται», μου απαντάει. «Μου αρέσει πολύ ο Ευαγγελισμός…»».

Ο τελευταίος Εσπερινός

«Για τελευταία φορά ο Γέροντας εισήχθη στον Ευαγγελισμό στις 17 Δεκεμβρίου του 1997 (εορτή του Αγίου Διονυσίου).

1η Μαΐου του 1999. Δεν αισθάνεται καθόλου καλά.

2α Μαΐου. Τον θυμάμαι το βράδυ εκείνο της Κυριακής, με το ραδιοφωνάκι στα χέρια, να παρακολουθή τον Εσπερινό του Αγίου Πέτρου, πολιούχου Άργους. Ήταν ο τελευταίος Εσπερινός, που άκουγε.

3η Μαΐου, 4η Μαΐου, ο Γέροντας χειροτέρευε. Από τους γιατρούς καμμία βοήθεια. Έλεγε συνέχεια: » Ελάτε, πεθαίνω, πεθαίνω, πεθαίνω…».

5η Μαΐου έως 23η Μαΐου, πονούσε φοβερά όλες αυτές τις ημέρες.

Στις 23 Μαΐου του 1999, την Κυριακή των Αγίων Θεοφόρων Πατέρων, στις 4:10 μ.μ., εκοιμήθη».

Μετά την κοίμησί του επιτελεί πολλά και μεγάλα θαύματα, όπως το ομολογούν άνθρωποι που υεργετήθηκαν η αυτόπτες μάρτυρες. Ο βίος του υπήρξε αρετή και η αρετή βίος.

Πηγή: Σίμωνος Μοναχού, Πατήρ Ευμένιος – Ο κρυφός άγιος της εποχής μας, Επιμέλεια κειμένου: Μαίρη Αποστολάρα, Πρώτη Έκδοσι, Δεκέμβριος 2009.

Ἃγιοι Ἰσαπὸστολοι καὶ Θεὸστεπτοι Βασιλεῖς Κωνσταντὶνος καὶ Ἑλὲνη

21 Μαΐου, 2020
Η βιογραφία των Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης - Κιβωτός της ...
Ὡς κοινὸν εἶχον γῆς Βασιλεῖς τὸ στέφος,
Ἔχουσι κοινὸν καὶ τὸ τοῦ πόλου στέφος.

Ξύνθανε μητέρι εἰκάδι πρώτῃ Κωνσταντῖνος.

Ως γενέτειρα πόλη του Μεγάλου Κωνσταντίνου αναφέρεται τόσο η Ταρσός της Κιλικίας όσο και το Δρέπανο της Βιθυνίας.
Ωστόσο η άποψη που επικρατεί φέρει τον Μέγα Κωνσταντίνο να έχει γεννηθεί στη Ναϊσό της Άνω Μοισίας (σημερινή Νις της Σερβίας).
Το ακριβές έτος της γεννήσεώς του δεν είναι γνωστό, θεωρείται όμως ότι γεννήθηκε μεταξύ των ετών 272-288 μ.Χ.

Πατέρας του ήταν ο Κωνστάντιος, που λόγω της χλωμότητος του προσώπου του ονομάσθηκε Χλωρός, και ήταν συγγενής του αυτοκράτορα Κλαυδίου.
Μητέρα του ήταν η Αγία Ελένη, θυγατέρα ενός πανδοχέως από το Δρέπανο της Βιθυνίας.

Το 305 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος ευρίσκεται στην αυλή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού στη Νικομήδεια με το αξίωμα του χιλίαρχου.
Το ίδιο έτος οι δύο Αύγουστοι, Διοκλητιανός και Μαξιμιανός, παραιτούνται από τα αξιώματά τους και αποσύρονται. στο ύπατο αξίωμα του Αυγούστου προάγονται ο Κωνστάντιος ο Χλωρός στη Δύση και ο Γαλέριος στην Ανατολή.
Ο Κωνστάντιος ο Χλωρός πέθανε στις 25 Ιουλίου 306 μ.Χ. και ο στρατός ανακήρυξε Αύγουστο τον Μέγα Κωνσταντίνο, κάτι όμως που δεν αποδέχθηκε ο Γαλέριος.
Μετά από μια σειρά διαφόρων ιστορικών γεγονότων ο Μέγας Κωνσταντίνος συγκρούεται με τον Μαξέντιο, υιό του Μαξιμιανού, ο οποίος πλεονεκτούσε στρατηγικά, επειδή διέθετε τετραπλάσιο στράτευμα και ο στρατός του Κωνσταντίνου ήταν ήδη καταπονημένος.

Από την πλευρά του ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε κάθε λόγο να αισθάνεται συγκρατημένος. δεν είχε καμία άλλη επιλογή εκτός από την επίκληση της δυνάμεως του Θεού.
Ήθελε να προσευχηθεί, να ζητήσει βοήθεια, αλλά καθώς διηγείται ο ιστορικός Ευσέβιος, δεν ήξερε σε ποιόν Θεό να απευθυνθεί. Τότε έφερε νοερά στη σκέψη του όλους αυτούς που μαζί τους συνδιοικούσε την αυτοκρατορία.
Όλοι τους, εκτός από τον πατέρα του, πίστευαν σε πολλούς θεούς και όλοι τους είχαν τραγικό τέλος. Άρχισε, λοιπόν, να προσεύχεται στον Θεό, υψώνοντας το δεξί του χέρι και ικετεύοντάς Τον να του αποκαλυφθεί. Ενώ προσευχόταν, διαγράφεται στον ουρανό μία πρωτόγνωρη θεοσημία.
Περί τις μεσημβρινές ώρες του ηλίου, κατά το δειλινό δηλαδή, είδε στον ουρανό το τρόπαιο του Σταυρού, που έγραφε «τούτῳ νίκα».
Και ενώ προσπαθούσε να κατανοήσει τη σημασία αυτού του μυστηριακού θεάματος, τον κατέλαβε η νύχτα.
Τότε εμφανίζεται ο Κύριος στον ύπνο του μαζί με το σύμβολο του Σταυρού και τον προέτρεψε να κατασκευάσει απομίμηση αυτού και να το χρησιμοποιεί ως φυλακτήριο πιο πολέμους.

Έχοντας ως σημαία του το Χριστιανικό λάβαρο, αρχίζει να προελαύνει προς την Ρώμη εκμηδενίζοντας κάθε αντίσταση.

Όταν φθάνει στη Ρώμη ενδιαφέρεται για τους Χριστιανούς της πόλεως. Όμως το ενδιαφέρον του δεν περιορίζεται μόνο σε αυτούς.
Πολύ σύντομα πληροφορείται για την πενιχρή κατάσταση της Εκκλησίας της Αφρικής και ενισχύει από το δημόσιο ταμείο τα έργα διακονίας αυτής.

Το Φεβρουάριο του 313 μ.Χ., στα Μεδιόλανα, όπου γίνεται ο γάμος του Λικινίου με την Κωνσταντία, αδελφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, επέρχεται μια ιστορική συμφωνία μεταξύ των δύο ανδρών που καθιερώνει την αρχή της ανεξιθρησκείας.

Τα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Μέγας Κωνσταντίνος ήσαν πολλά. Η αιρετική διδασκαλία του Αρείου, πρεσβυτέρου της Αλεξανδρινής Εκκλησίας, ήλθε να ταράξει την ενότητα της Εκκλησίας. Η διδασκαλία αυτή, που ονομάσθηκε αρειανισμός, κατέλυε ουσιαστικά το δόγμα της Τριαδικότητας του Θεού.

Μόλις ο Μέγας Κωνσταντίνος πληροφορήθηκε τα όσα θλιβερά συνέβαιναν στην Αλεξάνδρεια, απέστειλε με τον πνευματικό του σύμβουλο Όσιο, Επίσκοπο Κορδούης της Ισπανίας, επιστολή στον Επίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο (313 – 328 μ.Χ.) και τον Άρειο.
Η προσπάθεια επιλύσεως του θέματος δεν ευδοκίμησε. Έτσι αποφασίσθηκε η σύγκλιση της Α’ Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ.

Η περιγραφή της εναρκτήριας τελετής από τον ιστορικό Ευσέβιο είναι ομολογουμένως ενδιαφέρουσα. στο μεσαίο οίκο των ανακτόρων είχαν προσέλθει όλοι οι σύνεδροι.
Επικρατούσε απόλυτη σιγή και όλοι περίμεναν την είσοδο του αυτοκράτορα, τον οποίο οι περισσότεροι θα έβλεπαν για πρώτη φορά. Ο Κωνσταντίνος εισήλθε ταπεινά, με σεμνότητα και πραότητα. στην ομιλία του προς τη Σύνοδο χαρακτηρίζει τις ενδοεκκλησιαστικές συγκρούσεις ως το μεγαλύτερο δεινό και από τους πολέμους.
Ο λόγος του υπήρξε ευθύς και σαφής. Δεν ήθελε να ασχοληθεί παρά μονάχα με θέματα που αφορούσαν στην ορθοτόμηση της πίστεως.
Η κρίσιμη φράση του, «περὶ τῆς πίστεως σπουδάσωμεν», διασώζεται σχεδόν από όλους τους ιστορικούς συγγραφείς.

Μετά το πέρας των εργασιών της Συνόδου ο αυτοκράτορας ανέλαβε πρωτοβουλίες για την εδραίωση των αποφάσεών της.
Απέστειλε εγκύκλιο επιστολή προς την Εκκλησία της Αιγύπτου, Λιβύης, Πενταπόλεως, Αλεξανδρείας, στην οποία γνωστοποιεί τις αποφάσεις της Συνόδου.
Ο ίδιος γνωστοποιεί προς όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας την καταδίκη του Αρείου και απαγορεύει την απόκτηση και την απόκρυψη των συγγραμμάτων του.
Η εντυπωσιακή του όμως ενέργεια είναι η επιστολή του προς τον Άρειο. Επιτιμά τον αιρεσιάρχη και τον καταδικάζει με αυστηρότητα για τις κακοδοξίες του.

Όμως περί τα τέλη του 327 μ.Χ. ο Μέγας Κωνσταντίνος καλεί τον Άρειο στα ανάκτορα.
Ο αιρεσιάρχης φυσικά δεν χάνει την ευκαιρία και υποβάλλει μία ομολογία γεμάτη από έντεχνες θεολογικές ανακρίβειες, πείθοντας μάλιστα τον Μέγα Κωνσταντίνο ότι αυτή δεν διαφέρει ουσιαστικά από όσα είχε αποφασίσει η Α’ Οικουμενική Σύνοδος.
Τελικά ο αυτοκράτορας συγκαλεί νέα Σύνοδο, το Νοέμβριο του 327 μ.Χ., η οποία ανακαλεί τον Άρειο από την εξορία και αποκαθιστά τους εξόριστους Επισκόπους Νικομηδείας Ευσέβιο και Νικαίας Θεόγνιο. Η ανάκληση του Αρείου και η αποκατάσταση των περί αυτών πυροδότησε νέες έριδες πιο κόλπους της Εκκλησίας.
Ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας Αλέξανδρος και στην συνέχεια ο διάδοχός του Μέγας Αθανάσιος αρνούνται να δεχθούν τον Άρειο στην Αλεξάνδρεια. Ο Μέγας Κωνσταντίνος απειλεί με καθαίρεση τον Μέγα Αθανάσιο, ενώ σε Σύνοδο που συνήλθε στην Αντιόχεια το 330 μ.Χ. καθαιρείται και εξορίζεται από τους αιρετικούς ο Άγιος Ευστάθιος, Επίσκοπος Αντιοχεὶας. Η Σύνοδος της Τύρου της Συρίας, που συνήλθε το 335 μ.Χ., καταδικάζει ερήμην με την ποινή της καθαιρέσεως τον Μέγα Αθανάσιο, ο οποίος φεύγει, για να συναντήσει τον Μέγα Κωνσταντίνο.

Είναι γεγονός πως ο Μέγας Κωνσταντίνος δεν έδειξε να αποδέχεται το αίτημα του Μεγάλου Αθανασίου για ακρόαση. Πείσθηκε όμως να τον ακούσει, όταν ο Μέγας Αθανάσιος του απηύθυνε την ρήση: «Δικάσει Κύριος ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ».
Ο Μέγας Κωνσταντίνος κατενόησε την κατάφωρη αδικία και τις άθλιες μεθοδεύσεις σε βάρος του Μεγάλου Αθανασίου και έκανε δεκτό το αίτημά του νά προσκληθούν όλοι οι συνοδικοί της Τύρου και η διαδικασία να λάβει χώρα ενώπιόν του.

Ο Ευσέβιος Νικομηδείας αγνόησε την αυτοκρατορική εντολή. Πήρε μόνο ελάχιστους από τους συνοδικούς και εμφανίσθηκε στον αυτοκράτορα. Ξέχασε όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες και για πρώτη φορά έθεσε το θέμα της δήθεν παρακωλύσεως της αποστολής σιταριού προς την Βασιλεύουσα. Ο αυτοκράτορας εξοργίζεται και εξορίζει τον Μέγα Αθανάσιο στα Τρέβιρα της Γαλλίας.
Παρά ταύτα δεν επικυρώνει την απόφαση της Συνόδου της Τύρου για καθαίρεση και ούτε διατάσσει την αναπλήρωση του επισκοπικού θρόνου της Αλεξάνδρειας.

Η τελευταία περίοδος της ζωής του Μεγάλου Κωνσταντίνου είναι αυτή που τον καταξιώνει στην εκκλησιαστική συνείδηση και τον οδηγεί στο απόγειο της πνευματικής του πορείας.
Ο Άγιος, κατά τον Απρίλιο του 337 μ.Χ., αισθάνεται τα πρώτα σοβαρά συμπτώματα κάποιας ασθένειας. Οι πηγές μάς πληροφορούν πως ο Μέγας Κωνσταντίνος κατέφυγε σε ιαματικά λουτρά.
Βλέποντας όμως την υγεία του να επιδεινώνεται θεώρησε σκόπιμο να μεταβεί στην πόλη Ελενόπολη της Βιθυνίας, που είχε ονομασθεί έτσι λόγω της Αγίας μητέρας του.
Εκεί παρέμεινε στο ναό των Μαρτύρων, όπου ανέπεμπε ικετήριες ευχές και λιτανείες προς τον Θεό.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος αντιλαμβάνεται πως η επίγεια ζωή του πλησιάζει στο τέλος της.
Η μνήμη του θανάτου καλλιεργείται στην καρδιά του και τον οδηγεί στο μυστήριο της μετάνοιας και του βαπτίσματος. Μετά από αυτά καταφεύγει σε κάποιο προάστιο της Νικομήδειας, συγκαλεί τους Επισκόπους και τους απευθύνει τον εξής λόγο:
«Αυτός ήταν ο καιρός που προσδοκούσα από παλιά και διψούσα και ευχόμουν να καταξιωθώ της εν Θεώ σωτηρίας. Ήλθε η ώρα να απολαύσουμε και εμείς την αθανατοποιό σφραγίδα, ήλθε η ώρα να συμμετάσχουμε στο σωτήριο σφράγισμα, πράγμα που κάποτε επιθυμούσα να κάνω στα ρείθρα του Ιορδάνου, στα οποία, όπως παραδίδεται, ο Σωτήρας μας έλαβε το βάπτισμα εις ημέτερον τύπον.
Ο Θεός όμως, που γνωρίζει το συμφέρον, μας αξιώνει να λάβουμε το βάπτισμα εδώ.
Ας μην υπάρχει λοιπόν καμία αμφιβολία. Γιατί και εάν ακόμη είναι θέλημα του Κυρίου της ζωής και του θανάτου να συνεχισθεί η επίγεια ζωή μας και να συνυπάρχω με το λαό του Θεού, θα πλαισιώσω τη ζωή μου με όλους εκείνους τους κανόνες που αρμόζουν στον Θεό».

Μετά το βάπτισμα ο Άγιος Κωνσταντίνος δεν ξαναφόρεσε τον αυτοκρατορικό χιτώνα, αλλά παρέμεινε ενδεδυμένος με το λευκό ένδυμα του βαπτίσματος, μέχρι την ημέρα της κοιμήσεώς του το 337 μ.Χ. Ήταν η ημέρα εορτασμού της Πεντηκοστής, γράφει ο ιστορικός Ευσέβιος.

Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει ο Ευσέβιος τα γεγονότα, τα οποία ακολούθησαν την κοίμηση του Αγίου. Όλοι οι σωματοφύλακες του αυτοκράτορα, αφού έσχισαν τα ρούχα τους και έπεσαν στο έδαφος, έκλαιγαν και φώναζαν δυνατά, σαν να μην έχαναν το βασιλέα τους, αλλά τον πατέρα τους.
Οι ταξίαρχοι και οι λοχαγοί έκλαιγαν τον ευεργέτη τους. Οι δήμοι ήσαν λυπημένοι και κάθε κάτοικος της Κωνσταντινουπόλεως πενθούσε, σαν να έχανε το κοινό αγαθό.

Αφού οι στρατιωτικοί τοποθέτησαν το σκήνωμα του Αγίου σε χρυσή λάρνακα, το μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη και το εναπέθεσαν σε βάθρο στον βασιλικό οίκο. Το ιερό λείψανό του ενταφιάσθηκε στο ναό των Αγίων Αποστόλων.

Δίκαια η ιστορία τον ονόμασε Μέγα και η Εκκλησία Ισαπόστολο.

Σημείωση: Σύμφωνα με άλλες πηγές, ο Άγιος Κωνσταντίνος κατηχήθηκε και βαπτίστηκε από τον Άγιο Σιλβέστρο, Πάπα Ρώμης (βλέπε 2 Ιανουαρίου). Διαβάστε εδώ την πολύ ωραία ανάλυση του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη σχετικά με το θέμα αυτό.

Η Αγία Ελένη
γεννήθηκε στο Δρέπανο της Βιθυνίας της Μικράς Ασίας περί το 247 μ.Χ. Φαίνεται ότι ήταν ταπεινής καταγωγής. στην ιστοριογραφία υπάρχει σχετική διχογνωμία ως προς το αν η μητέρα του Αγίου Κωνσταντίνου υπήρξε σύζυγος ή νόμιμη παλλακίδα του Κωνσταντίου του Χλωρού.

Μεταξύ των ετών 272 – 288 μ.Χ. γέννησε στη Ναϊσό της Μοισίας τον Κωνσταντίνο. Όταν, πέντε έτη αργότερα, ο Κωνσταντίνος Χλωρός έγινε Καίσαρας από τον Διοκλητιανό, αναγκάσθηκε να την απομακρύνει, για να συζευχθεί τη Θεοδώρα, θετή κόρη του αυτοκράτορα Μαξιμιανού, και να έχει έτσι το συγγενικό εκείνο δεσμό, ο οποίος θα εξασφάλιζε τη στερεότητα του Διοκλητιανού τετραρχικού συστήματος.
Παρά το γεγονός αυτό ο Μέγας Κωνσταντίνος τιμούσε ιδιαίτερα τη μητέρα του. Της απένειμε τον τίτλο της αυγούστης, έθεσε τη μορφή της επί νομισμάτων και έδωσε το όνομά της σε μία πόλη της Βιθυνίας.

Η Αγία έδειξε την ευσέβειά της με πολλές ευεργεσίες και την ανοικοδόμηση νέων Εκκλησιών στη Ρώμη (Τιμίου Σταυρού), στην Κωνσταντινούπολη (Αγίων Αποστόλων), στη Βηθλεέμ (βασιλική της Γεννήσεως) και επί του Όρους των Ελαιών (βασιλική της Γεθσημανή).
Η Αγία Ελένη πήγε το 326 μ.Χ. στην Ιερουσαλήμ, όπου «μὲ μέγαν κόπον καὶ πολλὴν ἔξοδον καὶ φοβερίσματα ηὗρεν τὸν τίμιον σταυρὸν καὶ τοὺς ἄλλους δύο σταυροὺς τῶν ληστῶν», όπως γράφει ο Κύπριος Χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς.
Επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη, ένα χρόνο μετά την εύρεση του Τιμίου Σταυρού του Κυρίου, η Αγία Ελένη πέρασε και από την Κύπρο.

Η Αγία Ελένη κοιμήθηκε με ειρήνη μάλλον το 327 μ.Χ. σε ηλικία ογδόντα ετών. Ο ιστορικός Ευσέβιος γράφει ότι η Αγία προαισθάνθηκε το θάνατό της και με διαθήκη άφησε την περιουσία της στον υιό της και τους εγγονούς της.

Όπως ήταν φυσικό ο υιός της μετέφερε το τίμιο λείψανό της στην Κωνσταντινούπολη και την ενταφίασε στο ναό των Αγίων Αποστόλων.

Η Σύναξη αυτών ετελείτο στη Μεγάλη Εκκλησία, στο ναό των Αγίων Αποστόλων και στον ιερό ναό αυτών στην κινστέρνα του Βώνου.

Οι Βυζαντινοί τιμούσαν ιδιαίτερα τον Μέγα Κωνσταντίνο και την Αγία Ελένη. Απόδειξη τούτου αποτελεί το γεγονός ότι κατά το Μεσαίωνα ήταν πολύ δημοφιλής στους Βυζαντινούς η απεικόνιση του πρώτου Χριστιανού βασιλέως με τη μητέρα του, που κρατούσαν στο μέσον Σταυρό.
Η παράδοση αυτή διατηρείται μέχρι και σήμερα με τα κωνσταντινάτα.

Ὁ Ἃγιος ἒνδοξος Μεγαλομὰρτυς Γεὼργιος

23 Απριλίου, 2020

Άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος - Συναξαριστής

Ἐχθροὺς ὁ τέμνων Γεώργιος ἐν μάχαις,
Ἑκὼν παρ’ ἐχθρῶν τέμνεται διὰ ξίφους.
Ἦρε Γεωργίου τρίτῃ εἰκάδι αὐχένα χαλκός.
Ο λαοφιλής Άγιος Γεώργιος ο μεγαλομάρτυρας και Τροπαιοφόρος γεννήθηκε περίπου το 275 μ.Χ. στην Καππαδοκία, από γονείς χριστιανούς.
Ο πατέρας του, μάλιστα, πέθανε μαρτυρικά για το Χριστό όταν ο Γεώργιος ήταν δέκα χρονών.
Η μητέρα του τότε τον πήρε μαζί της στην πατρίδα της την Παλαιστίνη, όπου είχε και τα κτήματα της.
Όταν έγινε 18 χρονών, στρατεύθηκε στο ρωμαϊκό στρατό. Αν και νέος στην ηλικία, διεκπεραίωνε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις τέλεια.
Όλοι τον θαύμαζαν για το παράστημα του.

Γι’ αυτό, γρήγορα τον προήγαγαν σε ανώτερα αξιώματα και του έδωσαν τον τίτλο του κόμη και ο Διοκλητιανός τον εκτιμούσε πολύ.

Ομολογητής
Από την εποχή του αυτοκράτορα Δεκίου μέχρι την εποχή που ανέβηκε στον θρόνο ο Διοκλητιανός, το 283 μ.χ., η Χριστιανική Εκκλησία μεγάλωσε πάρα πολύ, γιατί επικρατούσε ειρήνη.

Οι Χριστιανοί πήραν πολλές δημόσιες θέσεις, έκτισαν πολλούς και μεγάλους ναούς, διάφορα σχολεία και οργάνωσαν την διοίκηση και τη διαχείριση των εκκλησιών και της φιλανθρωπίας.

Ο Διοκλητιανός αρχικά εργάστηκε για την οργάνωση του κράτους του. Προσέλαβε στρατηγούς για βοηθούς του που τους ονόμασε αυτοκράτορες και Καίσσαρες κι αφού πέτυχε να υποτάξει τους εχθρούς του κράτους και να σταθεροποιήσει τα σύνορα του, στράφηκε στα εσωτερικά ζητήματα.

Δυστυχώς, στράφηκε εναντίον της Χριστιανικής Θρησκείας για να ανορθώσει την ειδωλολατρία.
Γι’ αυτό το λόγο λοιπόν, κάλεσε τους βοηθούς του Καίσσαρες το 303 μ.χ. και τους στρατηγούς στην πρωτεύουσα του ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους σε τρεις γενικές συγκεντρώσεις.

Ανάμεσα τους βρισκότανε και ο 28χρονος Γεώργιος, που διακρίθηκε πολλές φορές στους πολέμους.

Συγκεντρώθηκαν λοιπόν όλοι, για να πάρουν αποφάσεις για την εξόντωση και τον αφανισμό της Χριστιανικής πίστης.

Πρώτος μίλησε ο Διοκλητιανός και επέβαλε σε όλους ν’ αναλάβουν τον εξοντωτικό αγώνα εναντίον του Χριστιανισμού.
Όλοι υποσχέθηκαν ότι θα καταβάλουν κάθε προσπάθεια, για να εξαλείψουν την Χριστιανική Θρησκεία από το Ρωμαϊκό κράτος. Τότε ο γενναίος Γεώργιος σηκώθηκε και είπε:
«Γιατί, βασιλιά και άρχοντες, θέλετε να χυθεί αίμα δίκαιο και άγιο και να εξαναγκάσετε τους Χριστιανούς να προσκυνούν και να λατρεύουν τα είδωλα»;

Και διακήρυξε την αλήθεια της Χριστιανικής Θρησκείας και την Θεότητα του Χριστού.

Μόλις τέλειωσε, όλοι συγχυστήκανε μ’ αυτή την ομολογία του και προσπάθησαν να τον πείσουν να μετανοήσει για όσα είπε, καταπραΰνοντας έτσι και τον Διοκλητιανό.

Αλλά ο Γεώργιος ήταν σταθερός και με θάρρος διακήρυσσε την Χριστιανική του πίστη.

Στη φυλακή

Οργισμένος ο Διοκλητιανός διέταξε να τον κλείσουν στην φυλακή κα να του περισφίγξουν τα πόδια στο ξύλο και αφού τον ξαπλώσουν ανάσκελα, να βάλουν πάνω στο στήθος του μεγάλη και βαριά πέτρα.Το άλλο πρωί ο Διοκλητιανός διέταξε να του παρουσιάσουν τον Γεώργιο για να τον ανακρίνει . Και πάλι αυτός έμεινε ακλόνητος στην ομολογία του και παρ’ όλες τις κολακείες και τις υποσχέσεις του αυτοκράτορα διακήρυττε την πίστη του και μιλούσε για τους ουράνιους θησαυρούς.

Ο Διοκλητιανός οργίστηκε από τα λόγια του και διέταξε τους δήμιους να δέσουν τον Άγιο σε ένα μεγάλο τροχό για να κομματιαστεί το σώμα του. Μάλιστα ειρωνεύτηκε την ανδρεία του Αγίου και τον κάλεσε να προσκυνήσει τα είδωλα.
Ο Γεώργιος ευχαρίστησε τον Θεό που τον αξίωνε να δοκιμαστεί και δέχτηκε με ευχαρίστησε να υποστεί το φοβερό αυτό μαρτύριο, που χώριζε σε μικρά λεπτά κομμάτια ολόκληρο το σώμα του, επειδή γύρω γύρω από τον τροχό υπήρχαν μπηγμένα κοφτερά σίδερα, που μοιάζανε με μαχαίρια.
Πραγματικά μόλις ο τροχός κινήθηκε τα κοφτερά σίδερα άρχισαν να κόβουν το σώμα του.
Τότε ακούστηκε μια φωνή από τον ουρανό που έλεγε :

«Μη φοβάσαι, Γεώργιε, γιατί εγώ είμαι μαζί σου» και αμέσως ένας άγγελος ελευθέρωσε τον Άγιο, λύνοντας τον από τον τροχό και θεραπεύτηκε όλο το καταπληγωμένο σώμα του.

Ο Γεώργιος αφού απέκτησε το θαυμάσιο παράστημα του, με όψη αγγελική, παρουσιάστηκε στον Διοκλητιανό που είχε πάει με άλλους να κάνει θυσία.

Μόλις τον είδαν έμειναν όλοι έκθαμβοι και απορημένοι.
Μερικοί δε ισχυριζόντουσαν ότι είναι κάποιος που του μοιάζει και άλλοι ότι είναι φάντασμα.
Καθώς όμως σχολιάζανε το γεγονός, εμφανίστηκαν μπροστά στον βασιλιά δύο από τους αξιωματικούς του, ο Πρωτολέοντας και ο Ανατόλιος με χίλιους στρατιώτες και ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό.

Ο Διοκλητιανός θύμωσε τόσο που έγινε έξαλλος και διέταξε να τους σκοτώσουν, πράγμα που έγινε αμέσως.

Έπειτα διέταξε να γεμίσουν αμέσως ένα λάκκο με ασβέστη και νερό και αφού ρίξουν μέσα τον Γεώργιο, να τον αφήσουν μέσα τρεις μέρες και τρεις νύχτες έτσι που να διαλυθούν και τα κόκκαλα του.

Πραγματικά οι δήμιοι ρίξανε τον Άγιο στον ζεματιστό ασβέστη και κλείσανε το στόμα του λάκκου.

Μετά από τρεις μέρες ο Διοκλητιανός έστειλε στρατιώτες να ανοίξουν το λάκκο. Με μεγάλη τους έκπληξη όμως βρήκαν τον Γεώργιο όρθιο, μέσα στον ασβέστη και προσευχόταν.
Το γεγονός εντυπωσίασε και προκάλεσε θαυμασμό και ενθουσιασμό στο λαό, που φώναζε:
«Ο Θεός του Γεωργίου είναι μεγάλος». Ο Διοκλητιανός ζήτησε εξηγήσεις από τον Γεώργιο, που έμαθε τις μαντικές τέχνες και πως τις χρησιμοποιεί.

Ο Γεώργιος τότε του απάντησε ότι τα γεγονότα ήταν αποτέλεσμα της θείας χάρης και δύναμης και όχι μαγείας και γοητείας.

Ο Διοκλητιανός οργισμένος διέταξε να του φορέσουν πυρακτωμένα παπούτσια με σιδερένια καρφιά και τον εξαναγκάσουν να περπατά. Ο Άγιος προσευχόταν και περπατούσε χωρίς να πάθει τίποτα.

Πάλι διέταξε να τον φυλακίσουν και σκέφτηκε να φωνάξει του άρχοντες για να συσκεφτούν τι έπρεπε να κάμουν στον Γεώργιο.

Και αφού τον δείρανε τόσο πολύ με μαστίγια και καταπλήγωσαν ολόκληρο το σώμα του Αγίου, τον παρουσίασαν στον Διοκλητιανό, που έμεινε έκπληκτος βλέποντας τον Γεώργιο να λάμπει σαν Άγγελος. Σκέφτηκε, λοιπόν, ότι το φαινόμενο αυτό οφειλόταν στις μαγικές του ικανότητες. Γι’ αυτό κάλεσε τον μάγο Αθανάσιο , για να λύσει τα μάγια του Γεωργίου.

Αβλαβής από το δηλητήριο

Ήλθε, λοιπόν ο μάγος Αθανάσιος, κρατώντας στα χέρια του δύο πήλινα αγγεία, όπου υπήρχε δηλητήριο. Στο πρώτο αγγείο το δηλητήριο προξενούσε τρέλα, ενώ στο δεύτερο τον θάνατο.Αμέσως οδήγησαν τον Άγιο στον Διοκλητιανό και στον μάγο Αθανάσιο. Ο βασιλιάς διέταξε να του δώσουν να πιει το πρώτο δηλητήριο.

Ο Άγιος χωρίς δισταγμό ήπιε το δηλητήριο του πρώτου δοχείου, αφού προηγουμένως προσευχήθηκε , λέγοντας: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ο ειπών καν θανάσιμον τι πίωτιν, ου μη αυτούς βλάψει, θαυμάστωσον νυν τα ελέη σου». Και δεν έπαθε απολύτως τίποτα!

Μόλις είδαν ότι δεν έπαθε απολύτως τίποτα, ο βασιλιάς διέταξε να του δώσει ο μάγος και το δεύτερο αγγείο. Το ήπιε και αυτό χωρίς να πάθει το παραμικρό. Τότε όλοι έμειναν έκπληκτοι από αυτό το θαύμα.

Ο Διοκλητιανός εξακολουθούσε να επειμένει ότι για να μην πεθάνει ο Γεώργιος είχε δικά του μάγια.
Ο μάγος Αθανάσιος που ήξερε πόσο δραστικά ήταν τα δηλητήρια, αφού γονάτισε μπροστά στον μάρτυρα, ομολόγησε την πίστη του στον αληθινό Θεό. Τότε ο Διοκλητιανός διέταξε και φόνευσαν τον Αθανάσιο αμέσως.
Εκείνη την στιγμή έφθασε και η γυναίκα του Διοκλητιανού Αλεξάνδρα , που ομολόγησε την πίστη της στον αληθινό Θεό.
Και ο σκληρός και άκαρδος Διοκλητιανός διέταξε να την φυλακίσουν και την επομένη να της κόψουν το κεφάλι.

Η Αλεξάνδρα ενώ προσευχόταν στην φυλακή, παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια του Θεού.

Το μαρτυρικό τέλος του Αγίου

Ο Άγιος Γεώργιος κλείστηκε στην φυλακή και την νύκτα είδε στ’ όνειρο του τον Χριστό, που του ανάγγειλε ότι θα πάρει το στεφάνι του μαρτυρίου και θα αξιωθεί της αιωνίου ζωής.
Σαν ξημέρωσε διατάχτηκαν οι στρατιώτες από τον ο Διοκλητιανό να παρουσιάσουν μπροστά του τον Άγιο. Πραγματικά ο Άγιος βάδιζε γεμάτος χαρά προς τον βασιλέα, επειδή προγνώριζε ότι έφτασε το τέλος του.
Μόλις λοιπόν τον αντίκρισε ο Διοκλητιανός, του πρότεινε να πάνε στον ναό του Απόλλωνα για να θυσιάσει στο είδωλο του. Ό

ταν μπήκε ο Άγιος στον ναό, σήκωσε το χέρι και αφού έκανε το σημείο του σταυρού διέταξε το είδωλο να πέσει. Αμέσως τούτο έπεσε και έγινε κομμάτια.

Ο ιερέας των ειδώλων και ο λαός τόσο πολύ θύμωσαν, που φώναζαν στον βασιλέα να θανατώσει τον Γεώργιο. Ο Διοκλητιανός έβγαλε διαταγή και του έκοψε το κεφάλι.

Ο πιστός υπηρέτης του Αγίου, Πασικράτης, εκτελώντας την επιθυμία του Αγίου, παρέλαβε το Άγιο λείψανο του Μάρτυρα μαζί με αυτό της μητέρας του Αγίας Πολυχρονίας και το μετέφερε στη Λύδδα της Παλαιστίνης.

Από εκεί, όπως βεβαιώνουν οι πηγές, οι Σταυροφόροι πήραν τα ιερά λείψανα της Αγίας Πολυχρονίας και τα μετέφεραν στη Δύση.

Κατά την Εκκλησία μας, ο ένδοξος αυτός μεγαλομάρτυρας είναι ο μαργαρίτης ο πολύτιμος, ο αριστεύς ο θείος, ο λέων ο ένδοξος, ο αστήρ ο πολύφωτος, του Χριστού οπλίτης, της ουρανίου στρατιάς ο συνόμιλος.

Τα θαύματα του Αγίου

α) Η μεταφορά της κολώνας

Μια γυναίκα αγόρασε μια κολώνα και δεν μπορούσε να την στείλει στην Ρώμη που κτιζόταν εκεί μια εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Είδε λοιπόν στο όνειρο της τον Άγιο, που μαζί της σήκωσε την κολώνα και την έριξαν στην θάλασσα .

Η κολώνα βρέθηκε στην Ρώμη με μια επιγραφή να τοποθετηθεί στο δεξί μέρος της εκκλησίας.

β) Σωτηρία ενός αιχμαλώτου στρατιώτη

Στην Παμφλαγονία του Πόντου τιμούσαν πολύ τον Άγιο και μάλιστα είχαν κτιστεί προς τιμή του πολλοί ναοί. Όλοι τιμούσαν τον Άγιο τόσο ώστε κάθε οικογένεια να δίνει το όνομα του σ’ ένα από τα αρσενικά παιδιά της. Τούτο συνέβη και σε μια ευσεβή οικογένεια.
Μεγάλωσε το παιδί της που ήταν φρόνιμο, ηθικό, συνετό, και όταν έγινε είκοσι χρόνων τον κάλεσαν στο στρατό.
Στις μάχες που έγιναν εναντίον των βαρβάρων πολλοί Χριστιανοί μεταξύ των οποίων και ο νεαρός Γεώργιος, έπεσαν σε ενέδρα, και από αυτούς άλλους έσφαξαν, άλλους έκαμαν υπηρέτες και άλλους πώλησαν δούλους.

Ο Γεώργιος έγινε υπηρέτης κάποιου αξιωματικού, που τον εκτίμησε πολύ.

Οι γονείς του Γεωργίου για ένα ολόκληρο χρόνο πενθούσαν και έκλαιγαν απαρηγόρητοι για το χαμένο τους παιδί. Καθημερινά πήγαιναν στην εκκλησία και γονατιστοί παρακαλούσαν θερμά τον Θεό να τους φανερώσει τι απέγινε το αγαπημένο τους παιδί.

Αλλά και ο Γεώργιος από την εξορία του προσευχόταν στον Θεό να τον απαλλάξει από την σκλαβιά και να τον αξιώσει να συναντηθεί με τους αγαπημένους του γονείς. Πέρασε λοιπόν ένας χρόνος από τότε που εξαφανίστηκε.

Έφθασε μάλιστα και η γιορτή του Αγίου και οι γονείς, που πάντα είχαν την ελπίδα ότι το παιδί τους ζει, κάλεσαν τους συγγενείς τους για δείπνο.

Εκείνη την ημέρα ο αξιωματικός του Γεωργίου του ζήτησε να του πλύνει τα πόδια πριν από το φαγητό και γι’ αυτό ο Γεώργιος πήγε να ζεστάνει νερό. Όλη την ημέρα ο Γεώργιος έκλαιγε και παρακαλούσε τον Άγιο του που γιόρταζε να τον ελευθερώσει και να τον οδηγήσει κοντά στους γονείς του. Μόλις το νερό έβρασε και το ετοίμασε για τον αφέντη του, παρουσιάστηκε μπροστά του ο Άγιος έφιππος σ’ ένα άσπρο άλογο και αφού ανέβασε τον νέο σ’ αυτό αμέσως, τον έφερε στο σπίτι του την ώρα που βρίσκονταν όλοι οι καλεσμένοι στο τραπέζι. Έμειναν όλοι τότε έκθαμβοι και όταν εκείνος τους αφηγήθηκε το θαύμα με κάθε λεπτομέρεια, όλοι γεμάτοι χαρά δόξασαν το Θεό.

γ) Η επιστροφή του γιου της χήρας

Στην Μυτιλήνη ήλθαν πειρατές από την Κρήτη για να κλέψουν, λεηλατήσουν και αιχμαλωτίσουν όσο το δυνατό περισσότερους μπορούσαν. Σκέφθηκαν, λοιπόν, να κάνουν την επιδρομή τους την ημέρα της γιορτής του Αγίου Γεωργίου, που όλοι θα βρίσκονταν συγκεντρωμένοι στην εκκλησία.

Πραγματικά οι κουρσάροι έκαναν την επίθεση τους και μεταξύ αυτών που αιχμαλώτισαν ήταν και ένας πολύ ωραίος νέος, ο γιος μίας πλούσιας χήρας. Οι κουρσάροι τον χάρισαν στον Αμιράν της Κρήτης που τον έβαλε υπηρέτη της τράπεζας του.

Η μάνα του από την στιγμή που χάθηκε ο γιος της έκλαιγε και παρακαλούσε τον Θεό και τον Άγιο να της φανερώσει το χαμένο της παιδί. Ο Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος δεν βράδυνε να εκπληρώσει τον πόνο της πονεμένης μάνας.

Και ενώ ο νέος ετοιμαζόταν να προσφέρει κρασί στον Αμιράν, ο Άγιος Γεώργιος τον άρπαξε και το μετέφερε στην μάνα του.

Και οι δύο δεν πίστευαν στα μάτια τους. Όταν συνήλθαν δόξαζαν τον Θεό και τον Άγιο για τον παράξενο τρόπο της απελευθέρωσης.

δ) Ευεργέτης, αλλά και τιμωρός

Στην Παμφλαγονία υπήρχε ένας μεγάλος ναός προς τιμή του Αγίου Γεωργίου, και στην πλατεία του ναού τα παιδιά έπαιζαν διάφορα παιχνίδια. Ένα από τα παιδιά αυτά δεν μπορούσε να νικήσει σε κανένα από τα πολλά αγωνίσματα, γι’ αυτό τα άλλα το ειρωνεύονταν και το περιγελούσαν.

Τότε στράφηκε προς την εικόνα του Αγίου Γεωργίου και τον παρακάλεσε να το βοηθήσει να νικήσει και υποσχέθηκε ότι θα του προσφέρει ένα σφουγγάτο, δηλαδή φαγητό από αυγά τηγανισμένα με κρεμμύδια και μυρωδικά.

Μόλις έκανε το τάξιμο άρχισε να παλεύει με τα άλλα παιδιά που τα νίκησε. Αμέσως πήγε στο σπίτι του και μόνος του έφτιαξε το σφουγγάτο και το έβαλε μπροστά στην εικόνα του Αγίου.

Ύστερα από λίγη ώρα έφθασαν εκεί τρεις νέοι για να προσκυνήσουν και μόλις είδαν το σφουγγάτο σκέφτηκαν να το φάνε. Και είπαν μεταξύ τους: «Τι τα θέλει αυτά ο Άγιος; Μήπως πρόκειται να τα φάει;»
Εκάθησαν, λοιπόν, και έφαγαν του σφουγγάτο στα σκαλοπάτια της εκκλησίας. Όταν θέλησαν να φύγουν δεν μπορούσαν να σηκωθούν, γιατί είχαν κολλήσει στα μαρμάρινα σκαλοπάτια.
Έκαμαν τότε φτηνά τάματα στον Άγιο για να ξεκολλήσουν, αλλά τίποτα. Όταν έκαμαν ακριβό τάμα, να δώσει ο καθένας από ένα φλωρί, τότε μόνο μπόρεσαν να ξεκολλήσουν και ν’ απελευθερωθούν.

Μόλις βγήκαν από την εκκλησία και πήραν θάρρος, είπαν προς τον Άγιο: «Άγιε Γεώργιε, τα σφουγγάτα σου είναι πολύ ακριβά, γι’ αυτό και εμείς δεν θα ξαναγοράσουμε τίποτα από εσένα».

ε) Τιμωρία του Σαρακηνού

Κάποιος Σαρακηνός ταξιδιώτης (ανεψιός του βασιλιά της Συρίας), σαν είδε την θαυμάσια εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, διέταξε τους υπηρέτες του να μεταφέρουν τις αποσκευές τους και να τις βάλουν στο νάρθηκα της εκκλησίας, επειδή θα έμεναν εκεί για να ξεκουραστούν και ύστερα να συνέχιζαν το δρόμο τους.
Όμως απαίτησε να βάλουν και τις δώδεκα καμήλες μέσα στην εκκλησία. Οι ιερείς της εκκλησίας τον παρακάλεσαν να μην βεβηλώσει την εκκλησία τους. Αλλά αυτός επέμενε και ανέβηκε σ’ ένα ψηλό σημείο του ναού για να τις παρακολουθεί.
Όταν τις οδήγησαν λοιπόν στην εκκλησία, αμέσως πέθαναν όλες.
Τότε το θαύμα διαδόθηκε , ο δε Σαρακηνός εντυπωσιάσθηκε και ζήτησε να τις βγάλουν έξω και να τις θάψουν. Έμεινε στην εκκλησία μέχρι το πρωί που ήλθε ο ιερέας για να λειτουργήσει.
Στη διάρκεια της λειτουργίας, την ώρα της μετουσίωσης των τιμίων δώρων, ο Σαρακηνός είδε όραμα ότι ο ιερέας αφού πήρε στα χέρια του ένα μικρό παιδί, το έσφαξε και το αίμα του χύθηκε στο Άγιο ποτήρι, και το σώμα του αφού το έκοψε σε μικρά κομμάτια το έβαλε στο ιερό δίσκο.
Όταν τέλειωσε το κοινωνικό και είδε ο Σαρακηνός τον ιερέα να μεταδίδει στο λαό τις σάρκες και το αίμα του παιδιού, θύμωσε πολύ. Ύστερα από αυτό ζήτησε να μάθει λεπτομέρειες και να πάρει εξηγήσεις.
Ο ιερέας του εξήγησε σχετικά με την θεία ευχαριστία, και ακόμα του είπε ότι αξιώθηκε να δει ένα όραμα που μόνο οι μεγάλοι πατέρες είδαν.
«Εγώ – του λέει ο ιερέας – δεν αξιώθηκα ποτέ να δω το φρικτό αυτό Μυστήριο και μόνο άρτο και κρασί βλέπω». Εξήγησε κατόπιν στον Άρχοντα Σαρακηνό το θαυμαστό μυστήριο.
Τότε ο Σαρακηνός θέλησε να βαπτισθεί γιατί πίστεψε ότι η Χριστιανική πίστη ήταν η πιο αληθινή. Ο ιερέας τότε του είπε να πάει στα Ιεροσόλυμα να βαπτισθεί, γιατί όταν θα το μάθαινε ο θείος του , που ήταν βασιλιάς της Συρίας, θα τον σκότωνε και θα άρχιζε φοβερό διωγμό εναντίον των Χριστιανών.
Έτσι λοιπόν ο Σαρακηνός πήγε στα Ιεροσόλυμα όπου υπήρχε άλλος ηγεμόνας και βαπτίστηκε από τον Πατριάρχη.

Ύστερα μάλιστα από λίγες μέρες συμβουλεύτηκε τον Πατριάρχη τι έπρεπε να κάνει για να σωθεί. Τότε ο Πατριάρχης τον συμβούλευσε να γίνει μοναχός στο όρος Σινά. Και πραγματικά έτσι έγινε.

Ύστερα από τρία χρόνια πήρε άδεια από τον ηγούμενο του και έφυγε για να συναντήσει τον ιερέα του Αγίου Γεωργίου που τον είχε συμβουλεύσει να βαπτισθεί. Όταν έφτασε εκεί ο ιερέας δεν τον αναγνώρισε.

Αφού του αποκάλυψε ποιός ήταν, του εξέφρασε την επιθυμία του να δει τον Χριστό. Ο ιερέας δόξασε τον Θεό και του είπε:
«πήγαινε παιδί μου στον θείο σου Αμιράν και ομολόγησε την πίστη σου τόσο σ’ αυτόν όσο και σ’ άλλους Σαρακηνούς».
Ο μοναχός σαν τα άκουσε αυτά συγκινήθηκε και ξεκίνησε αμέσως να πάει στην πόλη, όπου ο θείος του ήταν άρχοντας. Όταν έφτασε εκεί, περίμενε να νυχτώσει και ανέβηκε στον μιναρέ του τζαμιού και άρχισε να φωνάζει: «Τρέξτε εδώ Σαρακηνοί, διότι θέλω να σας μιλήσω».
Τότε οι Σαρακηνοί έτρεξαν με λαμπάδες και όταν είδαν τον μοναχό, ρώτησαν τι είχε να τους πει. Ο μοναχός τους είπε: «Με ρωτάτε τι έχω να σας πω; Λοιπόν σας ρωτώ: Πού είναι ο ανεψιός του Αμιράν, πού έφυγε κρυφά;»

Εκείνοι του απάντησαν. «Αν μας πεις που βρίσκεται θα σου δώσουμε όσα λεφτά θέλεις». Ο μοναχός τους είπε: «Οδηγήστε με στον Αμιράν για να σας το πω».

Αφού άρπαξαν τον μοναχό, τον οδήγησαν με μεγάλη χαρά στον Αμιράν. «Αυτός ο μοναχός γνωρίζει που είναι ο ανιψιός σου», του είπανε. Ο Αμιράς τότε ρώτησε αν στ’ αλήθεια ξέρει που βρίσκεται.

«Εγώ ο ίδιος είμαι. Όμως τώρα είμαι Χριστιανός και πιστεύω στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο πνεύμα, τη μία θεότητα και ομολογώ ότι ο υιός του Θεού σαρκώθηκε από την παρθένο Μαρία και έκαμε στον κόσμο μεγάλα θαυμάσια και αφού σταυρώθηκε και πήγε στους ουρανούς και κάθισε στα δεξιά του Θεού και Πατέρα, πρόκειται να έλθει ξανά για να κρίνει ζωντανούς και πεθαμένους».
Μόλις άκουσε αυτά ο θείος του Αμιράς τούπε: «Τί έπαθες, ταλαίπωρε μου, να αφήσεις το σπίτι σου , τα πλούτη σου, τη δόξα σου και να περπατάς περιφρονημένος σαν ζητιάνος;

Επίστρεψε λοιπόν στην θρησκεία σου και παραδέξου σαν προφήτη σου τον Μωάμεθ για να επανέλθεις ξανά στην προηγούμενη σου κατάσταση». Ο μοναχός τότε του είπε: «Όσα καλά είχα που ήμουν Σαρακηνός, ήταν μερίδα του διαβόλου. Αυτό το τρίχινο φόρεμα μου είναι το καύχημα και ο πλούτος μου. Το Μωάμεθ που σας πλάνεψε και τη θρησκεία του, αποστρέφομαι εντελώς».

Σαν τα άκουσε αυτά ο Αμιράς είπε προς τους Σαρακηνούς που παρευρίσκονταν εκεί, ότι ο ανεψιός του έχασε τα λογικά του και να τον διώξουν. Αυτό βέβαια το έκαμε για να τον γλιτώσει από το νόμο που προέβλεπε θανατική ποινή στους υβριστές της θρησκείας.

Εκείνοι μόλις άκουσαν τον Αμιράν είπαν: «Αφήνεις ελεύθερο αυτόν που ύβρισε τον προφήτη και την θρησκεία μας; Άς αρνηθούμε και εμείς λοιπόν την θρησκεία μας και ας γίνουμε Χριστιανοί».
Ο Αμιράς επειδή φοβήθηκε τον όχλο μήπως εξαγριωθεί περισσότερο, έδωκε την άδεια να τον κάμουν ότι θέλουν.

Εκείνοι τον άρπαξαν, τρίζοντας τα δόντια από την λύσσα και αφού τον οδήγησαν έξω από την πόλη, τον λιθοβόλησαν ενώ εκείνος προσευχόταν κι ευχαριστούσε τον Θεό, γιατί τον αξίωνε να μαρτυρήσει για το όνομα του Κυρίου μας. Αυτό ήταν το τέλος του θαρραλέου ομολογητή Σαρακινού.

Κάθε νύχτα πάνω από τον σωρό από τις πέτρες , φαινόταν ένα άστρο λαμπρό που φώτιζε τον κόσμο εκείνο. Οι Σαρακηνοί μάλιστα θαύμασαν το γεγονός. Ύστερα από αρκετό καιρό ο Αμιράς έδωσε άδεια στους Χριστιανούς να βγάλουν το Άγιο λείψανο του μάρτυρα από τις πέτρες για να το θάψουν.

Όταν λοιπόν σήκωσαν τις πέτρες, βρήκαν το λείψανο «σώον και αβλαβές» και ανάδιδε ευωδία. Αφού το προσκύνησαν με ευλάβεια, το ενταφίασαν με ύμνους και ψαλμωδίες στον Κύριο.

στ) Η κόρη του βασιλιά γλιτώνει από τον δράκοντα

Στην Ανατολική επαρχία της Αττάλειας και στην πόλη Αλαγία βασίλευε κάποιος Σέλβιος που ήταν πολύ Χριστιανομάχος. Είχε βασανίσει πολλούς Χριστιανούς για ν’ αρνηθούν την πίστη τους και έπειτα τους φόνευε.Κοντά στην πόλη υπήρχε ένας δράκοντας φοβερός που καθημερινά άρπαζε ανθρώπους ή ζώα και τα κατάτρωγε. Οι κάτοικοι είχαν πανικοβληθεί και απόφευγαν να περνούν από εκεί. Κάποτε ο βασιλιάς συγκέντρωσε στρατό και πήγε για να σκοτώσει το άγριο θηρίο. Όμως δεν πέτυχε και επέστρεψε άπρακτος.

Όταν είδαν οι κάτοικοι ότι ο βασιλιάς απέτυχε να σκοτώσει τον δράκοντα πήγαν να τον ρωτήσουν γιατί δεν μπόρεσε να βρει τρόπους να εξοντώσει το θηρίο. Τότε ο βασιλιάς ύστερα από συμβουλή που του έδωσαν οι ιερείς των ειδώλων, είπε στο πλήθος: «Γνωρίζετε ότι επιχειρήσαμε αρκετές φορές να σκοτώσουμε το θηρίο και δεν το κατορθώσαμε, γιατί έτσι ήταν το θέλημα των Θεών.

Τώρα λοιπόν, σύμφωνα με την εντολή τους, θα πρέπει ο καθένας μας να στέλλει το παιδί του για να το τρώει ο δράκοντας. Ακόμα και εγώ θα στείλω την μοναδική μου κόρη, όταν έλθει η σειρά της». Έτσι, λοιπόν, ο λαός υπάκουσε στην διαταγή του βασιλιά γιατί δεν μπορούσε να κάνει α

λλιώτικα. Έστελναν, δηλαδή τα παιδιά τους με δάκρυα και με θρήνους να καταβροχθίζονται από το θηρίο.

Όταν ήλθε και η σειρά της κόρης του βασιλιά, ξετυλίχθηκαν τραγικές σκηνές. Ο βασιλιάς κτυπούσε το στήθος του και το πρόσωπο του, τραβούσε τα γένια του και με λυγμούς έλεγε: «Αλίμονο σε μένα τον ταλαίπωρο! Τι να πρωτοκλάψω γλυκό μου παιδί; Το χωρισμό μας ή τον ξαφνικό σου θάνατο που θα δω σε λίγο; Τι να πρωτοθρηνήσω, αγαπημένο μου παιδί, το κάλλος σου ή τον τρόμο, που σε λίγο θα νοιώσεις σαν σε κατασπαράζει το θηρίο;

Αλίμονο, κόρη μου, που έλαμπες σαν πολύφωτη λαμπάδα στο παλάτι μου και περίμενα την ώρα που θα γιόρταζα τους γάμους σου. Πού θα βρω πια παρηγοριά και πως θα ζήσω μακριά σου; Τι την θέλω την ζωή και τα παλάτια χωρίς εσένα;» Αυτά έλεγε ο απαρηγόρητος βασιλιάς.
Έπειτα γύρισε προς το πλήθος και είπε: «Αγαπητοί μου φίλοι και άρχοντες, σας ζητώ να με συμπονέσετε. Σας προσφέρω πλούτη όσα θέλετε και ακόμα την βασιλεία μου, αλλά να μου κάνετε μια χάρη. Να μου χαρίσετε το μονάκριβο παιδί, αλλιώτικα αφήστε και εμένα να πάω μαζί της».

Κανένας όμως δεν συγκινήθηκε από τα λόγια του βασιλεία, γιατί αυτός ήταν που έβγαλε την διαταγή, για να βρίσκουν τα παιδιά του τέτοιο οικτρό τέλος. Έτσι με μια φωνή όλοι του είπαν, ότι έπρεπε να εφαρμοστεί και στο παιδί του η διαταγή του.

Σαν δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά ο βασιλιάς, την συνόδευσε μέχρι την πύλη της πόλης. Αφού την αγκάλιασε και την φίλησε, την παρέδωσε στους ανθρώπους για να την οδηγήσει στην λίμνη. Πραγματικά οι άνθρωποι την άφησαν και έφυγαν. Ο λαός έβλεπε μέσα από τα τείχη την κόρη που καθόταν κοντά στην λίμνη και περίμενε να έλθει το θηρίο για να την κατασπαράξει.

Εκείνο τον καιρό ο μέγας Γεώργιος, που δεν είχε ακόμη ομολογήσει την Χριστιανική του πίστη, ήταν κόμης και αρχηγός στρατιωτικής μονάδας στο στράτευμα του Διοκλητιανού. Επέστρεφε μάλιστα στην Καππαδοκία από μια εκστρατεία που έκανε μαζί με τον Διοκλητιανό.

Από Θεού θέλημα πέρασε και από την λίμνη και όταν είδε το νερό, θέλησε να ποτίσει το άλογο του και να ξεκουραστεί και ο ίδιος. Όταν είδε την κόρη να κλαίει ασταμάτητα και να διακατέχεται από αγωνία και τρόμο, την πλησίασε και την ρώτησε γιατί έκλεγε και ακόμη ποιος ήταν ο λόγος που την παρακολουθούσε ο λαός μέσα από τα τείχη. Η κόρη του είπε ότι αδυνατούσε να του διηγηθεί τα όσα συνέβησαν και τα όσα επρόκειτο να συμβούν και τον παρακάλεσε να καβαλήσει το άλογο του και να φύγει, όσο πιο γρήγορα μπορούσε γιατί κινδύνευε να χάσει την ζωή του και ήταν τόσο νέος και ωραίος.
Ο Άγιος επέμενε να μάθει τι της συνέβηκε. Και αυτή του είπε: «Είναι μεγάλη η αφήγηση, κύριε μου, και δεν μπορώ να σου τα αφηγηθώ όλα με λεπτομέρειες. Μόνο σου λέγω και σε παρακαλώ να φύγεις τώρα αμέσως για να μην πεθάνεις άδικα μαζί μου».

Και ο Άγιος της είπε: «Πες μου την αλήθεια, γιατί κάθεσαι εδώ και ορκίζομαι στον Θεό, που πιστεύω εγώ , ότι δεν θα σε αφήσω μόνη, αλλά θα σε ελευθερώσω από τον θάνατο, αλλιώτικα θα πεθάνω και εγώ μαζί σου».

Τότε η κόρη αναστέναξε πικρά και διηγήθηκε στον Άγιο τα όσα συνέβησαν. Αφού άκουσε εκείνος τα γεγονότα, ρώτησε την κόρη: «Σε ποιο Θεό πιστεύουν ο πατέρας σου και η μητέρα σου και ο λαός;» Και εκείνη του αποκρίθηκε: «Πιστεύουν στον Ηρακλή και στην μεγάλη θεά Άρτεμη». Ο άγιος τότε της είπε: «Από σήμερα να μην φοβάσαι ούτε και να κλαίς. Μόνο πίστεψε στον Χριστό, που πιστεύω εγώ, και θα δεις την δύναμη του Θεού μου». Η βασιλοπούλα απάντησε στον Άγιο: «Πιστεύω, κύριε μου, μ’ όλη μου την ψυχή και μ’ όλη μου την καρδιά».

Ο Άγιος συνέχισε: «Έχε θάρρος στον Θεό που δημιούργησε τον ουρανό και την γη και την θάλασσα διότι ο Χριστός πρόκειται να καταργήσει την δύναμη του θηρίου και θα ελευθερωθούν και ακόμα θα διώξουν τον φόβο του θηρίου όλοι οι κάτοικοι του τόπου αυτού. Μείνε, λοιπόν, εδώ και μόλις δεις το θηρίο να έρχεται, φώναξε μου».

Τότε ο Άγιος έκλεινε τα γόνατα του στη γη και αφού σήκωσε τα χέρια του προς τον ουρανό προσευχήθηκε και είπε: «Ο Θεός ο Μεγάλος και Δυνατός που κάθεται πάνω στα χερουβίμ και επιβλέπει αβύσσους, που είναι ευλογητός και υπάρχει στους αιώνες, συ γνωρίζεις ότι οι καρδίες είναι μάταιες, Συ φιλάνθρωπε Δεσπότη και κύριε επίβλεψε και τώρα σε μένα τον ταπεινό και ανάξιο δούλο σου και φανέρωσε μου τα ελέη σου. Κάνε να υποτάξω το φοβερό αυτό Θηρίο για να γνωρίσουν όλοι ότι υπάρχεις μαζί μου και ότι είσαι ο μόνος αληθινός Θεός».

Τότε ακούστηκε φωνή από τον ουρανό που του είπε. «Εισακούστηκε η δέηση σου Γεώργιε, και κάνε όπως θέλεις, διότι εγώ θα είμαι πάντοτε μαζί σου». Μόλις τελείωσε την προσευχή του ο Άγιος, φάνηκε το άγριο θηρίο.

Όταν το είδε η κόρη φώναξε: «Αλλοίμονο μου , κύριε μου! Έρχεται το θηρίο για να με κατασπαράξει».

Τότε ο Άγιος έτρεξε για να συναντήσει το θηρίο. Ήταν το θηρίο φοβερό. Έβγαζε από τα μάτια του φωτιά και ήταν τόσο εξαγριωμένο και απαίσιο που παρουσίαζε θέαμα τρομερό. Αμέσως ο Άγιος έκανε το σημείο του τιμίου Σταυρού και είπε: «Κύριε ο Θεός μου, ημέρεψε για χάρη μου, που είμαι δούλος σου, το θηρίο αυτό για να πιστέψει ο λαός στο όνομα Σου το Άγιο» .

Έτσι και έγινε. Ο φοβερός δράκοντας με τα μεγάλα δόντια έπεσε στα πόδια του αλόγου του Αγίου και βρυχούταν. Μόλις η βασιλοπούλα είδε το θέαμα, ένοιωσε χαρά μεγάλη. Και ο Άγιος της είπε:
«Βγάλε την ζώνη σου και δέσε με αυτή τον δράκοντα από τον λαιμό». Αμέσως τότε η κόρη άφοβα έβγαλε την ζώνη της και έδεσε το δράκοντα, και ευχαριστούσε τον Άγιο που την γλίτωσε από τον βέβαιο θάνατο.

Ο Άγιος αφού ανέβηκε στο άλογο του, είπε προς την βασιλοπούλα: «Σύρε τον δράκοντα με την ζώνη σου μέχρι την πόλη».

Όταν είδαν οι κάτοικοι το παράξενο θέαμα, την κόρη δηλαδή να σέρνει δεμένο τον δράκοντα, τράπηκαν σε φυγή. «Μη φοβάσθε, σταθείτε και θα δείτε την δόξα του Θεού και την σωτηρία σας» τους είπε ο Άγιος. Τότε σταμάτησαν όλοι απορημένοι και περίμεναν να δουν τι θα τους δείξει.

Τους προέτρεψε λοιπόν, να πιστέψουν στον αληθινό Θεό και αυτοί δέχτηκαν με χαρά. Αφού σήκωσε το χέρι του κτύπησε με το ακόντιο τον δράκοντα και το φοβερό τέρας σκοτώθηκε.

Έπειτα αφού πήρε από το χέρι την βασιλοπούλα, την παρέδωσε στον βασιλιά. Όλοι ένοιωσαν μεγάλη και ανέκφραστη χαρά και αφού γονάτισαν, κατάφιλούσαν τα πόδια του Αγίου και ευχαριστούσαν τον Πανάγαθο Θεό, διότι τους ελευθέρωσε από το Θηρίο κι έτσι σταμάτησε η θυσία των παιδιών τους.

Ο Άγιος κάλεσε από κάποια πόλη της Αντιόχειας τον επίσκοπο Αλέξανδρο και βάπτισε τον βασιλιά και τους άρχοντες και όλο το λαό. Μέσα σε δεκαπέντε μέρες βάπτισε σαράντα πέντε χιλιάδες.

Αφού λοιπόν βαπτίστηκαν όλοι και έγινε μεγάλη χαρά στη γη και στον ουρανό, έκτισαν και μια μεγάλη εκκλησία στο όνομα του Θεού. Ο Άγιος πήγε να την δει. Μόλις μπήκε στο Άγιο βήμα και προσευχήθηκε, βγήκε πηγή αγιάσματος και σκορπίστηκε ευωδία στον ναό. Η πηγή αυτή σώζετε μέχρι σήμερα.

Ο Άγιος αφού αποχαιρέτησε τον βασιλιά και το λαό, έφυγε για την πατρίδα του την Καππαδοκία. Στο δρόμο του συνάντησε το διάβολο μετασχηματισμένο σε μορφή ανθρώπου. Κρατούσε δύο ραβδιά στα οποία στηριζόταν σαν γέρος. Φαινόταν μάλιστα σαν νικημένος και καταφρονημένος στρατιώτης.

Είπε, λοιπόν με ταπείνωση στον Άγιο: «Χαίρε Γεώργιε». Ο Άγιος αμέσως κατάλαβε ότι ήταν ο διάβολος και του είπε: «Ποιος είσαι και πώς με ξέρεις; Αν δεν ήσουνα ο πονηρός διάβολος δεν θα μπορούσες να με ξέρεις, αφού ποτέ ξανά δεν με έχεις δει».
Ο διάβολος απάντησε: «Πώς τολμάς να υβρίζεις του αγγέλους του Θεού και ρωτάς ποιος είμαι εγώ; Μάθε να μιλάς καλά».
Ο Άγιος τότε αποκρίθηκε: «Αν είναι έτσι όπως μου τα λες και είσαι Άγγελος, ακολούθησε με. Αν όμως είσαι πνεύμα πονηρό, να μην μετακινηθείς από την θέση σου». Μόλις τέλειωσε το λόγο του αυτό ο Άγιος, ο διάβολος βρέθηκε δεμένος και φώναξε δυνατά:

«Αλλοίμονο μου! Τι κακή ώρα ήταν αυτή που σε συνάντησα! Τι κακό έπαθα να πέσω στα χέρια σου ο ταλαίπωρος!».

Ο Άγιος βεβαιώθηκε ότι ήταν πνεύμα πονηρό και του είπε: «Σε ορκίζω στο Θεό να μου πεις τι επρόκειτο να μου κάνεις». Και ο δαίμονας είπε: «Εγώ, Γεώργιε, είμαι από το δεύτερο τάγμα του Σατανά και όταν ο Θεός έκαμε τον ουρανό και διαχώριζε τη γη από τα νερά ήμουνα παρών.

Εγώ έκαμα φοβερές βροντές και αστραπές, εγώ έδεσα κεφαλές και τώρα από την περηφάνια μου κατάντησα κάτω στον Άδη και έγινα δαίμονας. Αλλοίμονο μου , Γεώργιε, γιατί ζήλεψα τη χάρη που σου δόθηκε και ήθελα να σε παραπλανήσω για να με προσκυνήσεις.
Αλλά πλανήθηκα. Αλλοίμονο μου τι κακό εζήτησα να πάθω και δεν μπορώ να λυθώ. Σε παρακαλώ Γεώργιε, θυμήσου την προηγούμενη μου ευτυχία και μη με αφήσεις να επιστρέψω στην άβυσσο γιατί σου τα είπα όλα». Τότε ο Άγιος αφού ύψωσε τα χέρια στον ουρανό είπε:

«Σ’ ευχαριστώ Κύριε μου, διότι μου παρέδωσες στα χέρια μου τον πονηρό δαίμονα, που πρόκειται να σταλεί σε σκοτεινό τόπο για να τιμωρείται αιώνια». Μόλις είπε αυτά ο Άγιος επετίμησε και απόλυσε το πονηρό πνεύμα.

Θαυματουργικές εικόνες του Αγίου Γεωργίου στην ιερά μονή του Ζωγράφου στο Άγιο Όρος

α) Η εικόνα που μεταφέρθηκε από τη Μονή Φανουήλ

Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Λέοντα του Σοφού (886 – 912 μ.Χ.) ήσαν τρεις γνήσιοι αδελφοί, ο Μωυσής, ο Ααρών και ο Βασίλειος και η καταγωγή τους ήταν από την μεγαλύτερη Λιγχίδα, που μετονομάστηκε αργότερα σε Αχρίδα. Αυτοί λοιπόν αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το κόσμο, τον πλούτο, τη δόξα και να πάρουν το αγγελικό σχήμα.

Έφτασαν στο Άγιο Όρος και αφού βρήκαν ήσυχο τόπο, κατασκεύασαν σκηνές, όπου έμεναν για αρκετό διάστημα και συναντιόνταν μόνο την Κυριακή. Διαδόθηκε, λοιπόν η φήμη της αρετής τους και γι’ αυτό πολλοί έρχονταν κοντά τους και δεν έφευγαν.

Βρήκαν ένα χώρο όπου έκτισαν μοναστήρι. Αφού έκτισαν και τον ναό σκέπτονταν πως να τον ονομάσουν. Άλλοι έλεγαν να τον αφιερώσουν στον Άγιο Νικόλαο, άλλοι στον Άγιο Κλήμεντα, αρχιεπίσκοπο Αχρίδος που ήταν και συμπατριώτης τους και ο καθένας γενικά ήθελε να δώσει στο ναό το όνομα του Αγίου, που έτρεφε μεγαλύτερη ευλάβεια. Επειδή, λοιπόν, δεν συμφωνούσαν αποφάσισαν να προσφύγουν στην προσευχή στο Θεό και να δεηθούν ώστε Αυτός για να αποφασίσει για να διατάξει σε ποιο από τους Αγίους Του θα αφιερώσουν το ναό

και ποιαν εικόνα θα ζωγραφίσουν στο ξύλο που ετοίμασαν. Προσευχήθηκαν και οι τρεις, ο καθένας στο ησυχαστήριο του.
Στην διάρκεια που προσεύχονταν διαχύθηκε από τον νεόκτιστο ναό ένα ασυνήθιστο φως, λαμπρότερο από τις ακτίνες του ήλιου γύρω από τα κελιά των μοναχών.

Οι μοναχοί κατελήφθησαν από φόβο και απορία και έμειναν προσευχόμενοι όλη νύχτα.

Την επομένη το πρωί όταν κατέβηκαν οι μοναχοί στην εκκλησία είδαν με θαυμασμό ότι στο ξύλο που ετοίμασαν να ζωγραφίσουν, ζωγραφίστηκε η εικόνα του Αγίου Μεγαλομάρτυρα και Τροπαιοφόρου Γεωργίου.

Απ’ αυτή μάλιστα έβγαινε η λάμψη που φώτιζε τα ταπεινά ησυχαστήρια. Έτσι λοιπόν, αφιερώθηκε η εκκλησία στον Άγιο Γεώργιο και η μονή ονομάσθηκε Ζωγράφου.

Η θαυματουργή εικόνα υπήρχε στην Μονή του Φανουήλ που βρίσκεται στην Συρία κοντά στη Λύδδα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του καθηγούμενου της Μονής Φανουήλ, Ευστρατίου, όταν κάποτε ο Θεός θέλησε, να τιμωρήσει τη Συρία και να την παραδώσει στους Σαρακηνούς, η ζωγραφιά της εικόνας ξαφνικά αποχωρίσθηκε από το ξύλο και αφού υψώθηκε κρύφτηκε σε άγνωστο μέρος.

Οι μοναχοί τότε, επειδή φοβήθηκαν και λυπήθηκαν από το θαύμα, αφού γονάτισαν, προσεύχονταν στο Θεό θερμά και με δάκρυα και τον παρακαλούσαν να τους αποκαλύψει που κρυβόταν το πρόσωπο του Αγίου Γεωργίου. Ο πανάγαθος Θεός άκουσε την δέηση των μοναχών και ο Άγιος παρουσιάστηκε στον ηγούμενο και του είπε: «Μη λυπάστε για μένα.

Εγώ βρήκα για τον εαυτό μου Μονή της Παναγίας στο Άθω. Αν θέλετε πηγαίνετε και εσείς προς τα εκεί, γιατί η οργή του Κυρίου είναι έτοιμη να πέσει πάνω στην διεφθαρμένη Παλαιστίνη και σχεδόν σ’ όλη την Οικουμένη, επειδή οι Χριστιανοί αμαρτάνουν».

Αφού συγκέντρωσε όλους τους μοναχούς ο καθηγούμενος ανακοίνωσε τα συμβάντα. Έπειτα κάλεσε και τους προύχοντες της πόλης Λύδδας και τους ανάγγειλε όσα συνέβησαν σχετικά με την άγια εικόνα. Ύστερα του παράγγειλε τα εξής: «Εμείς φεύγουμε, για την αγία πόλη των Ιεροσολύμων για να προσκυνήσουμε τον Άγιο Τάφο του Κυρίου και ας γίνει το θέλημα Του. Σεις εγκατασταθείτε στην Μονή για να την προφυλάξετε».

Με δάκρυα ξεκίνησαν. Αφού έφτασαν στην Ιόππη βρήκαν πλοίο και αναχώρησαν για το όρος Άθω. Ύστερα από αρκετές μέρες έφτασαν στην μονή Ζωγράφου. Όταν μπήκαν στο ναό, με έκπληξη και θαυμασμό, είδαν την ζωγραφιά του Αγίου Γεωργίου, που είχαν στην μονή Φανουήλ, νάνε προσκολλημένη χωρίς καμιά αλλοίωση σ’ ένα καινούργιο ξύλο.

Τότε με συγκίνηση και δάκρυα γονάτισαν μπροστά στην εικόνα και έλεγαν: «Γιατί μας προξένησες τόση λύπη, Μεγαλομάρτυρα Γεώργιε;» Οι μοναχοί της Ζωγράφου απορούσαν, γιατί συνέβησαν όλα αυτά τα παράξενα.

Όμως εκείνοι τους διηγήθηκαν τα συμβάντα και όλοι δόξαζαν ολόψυχα τον Κύριο και τον Άγιο Γεώργιο. Τον δε καθηγούμενο Ευστράτιο τον έκαμαν Ηγούμενο τους.

Από τότε άρχισαν να γίνονται από την αγία εικόνα πολλά θαύματα. Γι’ αυτό ο κόσμος πήγαινε στην μονή Ζωγράφου , να προσκυνήσει τον Τροπαιοφόρο Γεώργιο. Η φήμη των θαυμάτων έφθασε μέχρι και τον βασιλέα Λέοντα τον Σοφό, που ήταν πολύ ευσεβής. Μάλιστα αποφάσισε να πάει προσωπικά στο Άγιο Όρος για να προσκυνήσει και χαρεί πνευματικά με τις ψυχοφελείς συζητήσεις που θα έκανε με τους ασκητές Μωυσή, Ααρών και Βασίλειο που έγιναν ξακουστοί για την αρετή τους.

Ύστερα από τον Λέοντα επισκέφτηκε τη Μονή και ο βασιλιάς των Βουλγάρων Ιωάννης από το Τίρναβο.

Με την πλούσια βοήθεια του άρχισε να κτίζεται η μεγαλοπρεπής Μονή του Ζωγράφου. Αργότερα η ιερά Μονή κατεδαφίστηκε από τους βαρβάρους και τους πειρατές. Η τωρινή Μονή κτίστηκε από τον Ηγεμόνα της Μολδαβίας Στέφανο.

Η Αγία εικόνα έχει μέχρι σήμερα το άκρο του δάκτυλου κάποιου ολιγόπιστου Επίσκοπου. Αυτός καταγόταν, σύμφωνα με την παράδοση, απ’ τα Βοδενά (Έδεσσα) και όταν άκουσε για τα θαύματα της εικόνας θέλησε μαζί με την συνοδεία του να πάει να διαπιστώσει αν πραγματικά ήσαν αληθινά αυτά που διαδίδονταν ή ήσαν εφευρέσεις των μοναχών, για λόγους φιλοχρηματίας.

Όταν έφτασε στο Άγιο Όρος πήγε και στην Μονή του Ζωγράφου όπου οι μοναχοί εκεί τον υποδέχτηκαν με την πρέπουσα τιμή. Στην συνέχεια τον οδήγησαν στο ναό για να προσκυνήσει τον Άγιο Γεώργιο. Αλλά ο επίσκοπος αντί να φανεί ταπεινός και σεμνός φάνηκε περήφανος και ολιγόπιστος.
Αφού με αδιαφορία είδε τον ναό στάθηκε μπροστά στην εικόνα του Αγίου Γεωργίου και με αλαζονικό ύφος είπε προς τους μοναχούς: «Ώστε αυτή είναι η θαυματουργός εικόνα του Αγίου». Αμέσως όμως το δάκτυλο του κόλλησε στην εικόνα και μάταια προσπαθούσε να το ξεκολλήσει. Η αγωνία του και ο φόβος του μεγάλωσαν όσο αγωνιζόταν να το ξεκολλήσει.

Κάθε φορά που προσπαθούσε να το ξεκολλήσει ένοιωθε πόνους γιατί αυτό ήταν κολλημένο πολύ γερά. Στο τέλος ο δυστυχής επίσκοπος δέχτηκε, να του κόψουν το δάκτυλο του. Έτσι πήρε μια γεύση της γνησιότητας των θαυμάτων του Αγίου Γεωργίου.

β) Το θαλάσσιο ταξίδι της εικόνας από την Αραβία

Υπάρχει κοντά στον κίονα του αριστερού χορού που βρίσκεται η εικόνα του Αγίου Γεωργίου η πιο κάτω χειρόγραφη διήγηση:Η αγία εικόνα ήρθε από την Αραβία και βρέθηκε στο λιμάνι της Μονής Βατοπεδίου. Η απροσδόκητη άφιξη της εικόνας προκάλεσε ταραχή και θόρυβο στο Άγιο Όρος. Γιατί η φήμη ξάπλωσε γρήγορα και οι μοναχοί ερχόντουσαν απ’ όλα τα μοναστήρια για να προσκυνήσουν την άγια εικόνα που με θαύμα φανερώθηκε στο λιμάνι. Μάλιστα κάθε μοναστήρι επεδίωκε να αποκτήσει το θησαυρό αυτό και οι γέροντες αρνούνταν να την δώσουν στη Μονή Βατοπεδίου.

Τελικά αποφάσισαν να βάλουν κλήρο και να δεχτούν την απόφαση της άγιας εικόνας. Πραγματική πήραν ομόφωνα απόφαση όλοι οι γέροντες να φορτώσουν την εικόνα σ’ ένα ξένο και άγριο μουλάρι που δεν ήξερε τους δρόμους και τα Μοναστήρια και αφού το αφήσουν ελεύθερο να το ακολουθήσουν από μακριά. Εκεί που θα σταματούσε θα έπρεπε να μείνει η εικόνα.

Έτσι και έγινε. Αφού οδήγησαν το μουλάρι στο δρόμο Θεσσαλονίκης – Αγίου Όρους το άφησαν στη θέληση του. Και το μουλάρι με αργό και ισόμετρο περπάτημα σαν να ένοιωθε ότι μετέφερε ιερό φορτίο πέρασε από δύσβατους τόπους, δάση και υψώματα και έφτασε στην Μονή Ζωγράφου και στάθηκε ακίνητο σ’ ένα πολύ ωραίο λόφο.

Με τον τρόπο αυτό πληροφορήθηκαν όλοι ότι η θέληση του Αγίου Γεωργίου ήταν να μείνει η ιερή εικόνα στη Μονή Ζωγράφου. Όλοι οι μοναχοί δέχτηκαν στη Μονή με χαρά και με πνευματικό πανηγύρι την ιερή εικόνα και την τοποθέτησαν στον κίονα του αριστερού χορού.

Το μουλάρι που μετέφερνε την άγια εικόνα πέθανε και το έθαψαν στον τόπο εκείνο . Σε ανάμνηση για τον ερχομό της ιερής εικόνας του Αγίου Γεωργίου έκτισαν στον λόφο ένα κελί και μικρή εκκλησία στο όνομα του Αγίου.

γ) Αφιέρωση της Άγιας εικόνας από τον Ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Στέφανο

Στο βορειοδυτικό κίονα, που στηρίζεται και ο τρούλος, είναι αναρτημένη και άλλη εικόνα του Αγίου Γεωργίου , που γι’ αυτή υπάρχει η πιο κάτω χειρόγραφη διήγηση στην Μονή Ζωγράφου.Ο Ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας Στέφανος είχε, όπως είναι γνωστό, συνέχεια πολέμους με τους Τούρκους. Κάποτε συγκεντρώθηκαν τα αναρίθμητα Τούρκικα ασκέρια, για να τον αφανίσουν. Όταν είδε ο Στέφανος το πλήθος του εχθρού φοβήθηκε. Αμέσως όμως συνήλθε και με θερμή προσευχή στο Θεό ζήτησε τη βοήθεια του. Στον ύπνο του εμφανίστηκε ο Άγιος Γεώργιος που ήταν λουσμένος σ’ ένα λαμπρό θαυμάσιο φως και με μάτια που άστραφταν.

Ο Στέφανος αν και κοιμόταν φοβήθηκε πολύ. Τότε ο Άγιος του είπε: «Έχε θάρρος στον Κύριο σου και μη φοβάσαι το πλήθος αυτό. Αύριο συγκέντρωσε όλο το στράτευμα σου και οδήγησε το εναντίον των εχθρών του Χριστού με φωνές πανηγυρικές και σάλπιγγες και θα δεις την δύναμη του Θεού που πάντα σε βοηθά. Για το λόγο αυτό στάθηκα εδώ για να σου αποκαλύψω ποιος θα νικήσει και να σου αναφέρω ότι η δύναμη του Θεού είναι μαζί σου και ότι ακόμα και εγώ θα σε βοηθήσω στην μάχη αυτή.

Για όλα αυτά ανακαίνισε την Μονή Ζωγράφου που είναι στο όνομα μου, και που ερημώθηκε. Στείλε μάλιστα και την δική μου εικόνα που έχεις μαζί σου».

Ο Στέφανος πήρε θάρρος από την εμφάνιση του Αγίου και ακόμη από την υπόσχεση που του έδωσε ότι θα τον βοηθούσε με την βοήθεια της θείας χάρης.

Αφού μάλιστα έφερε και την άγια εικόνα μαζί του με την φωνή των σαλπίγγων κτύπησε ξαφνικά σαν λαίλαπας τον όγκο των Οθωμανών και τους σύντριψε χωρίς χρονοτριβή.

Ύστερα από λίγο καιρό έστειλε και την άγια εικόνα στο Άγιο Όρος και ανακαίνισε την Μονή Ζωγράφου, σύμφωνα με την θέληση του Αγίου, αφού αφιέρωσε σ’ αυτή πολλά αφιερώματα.

Κάποιος Ρώσος συγγραφέας αναφερόμενος στην άγια εικόνα του Αγίου Γεωργίου γράφει τα εξής: «Μέσα στο 15ο αιώνα φάνηκε και άλλος ευεργέτης της Μονής Ζωγράφου, Ο Στέφανος που ήταν επίσημος Ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας, και αγωνίστηκε πολλές φορές εναντίον των Οθωμανών νικηφόρα. Όταν τον περικύκλωσαν κάποτε αμέτρητα πλήθη εχθρού σκεφτόταν με ποιο τρόπο θα μπορούσε να σώσει τους περίβολους του φρουρίου.

Τότε φάνηκε πάνω στο τείχος η μάνα του που του είπε: «Δεν θα επιτρέψω ποτέ στους εχθρούς σου ν’ ανοίξουν τις πύλες του φρουρίου σου. Αν δεν νικήσεις και δεν μπορέσεις να αντισταθείς σ’ αυτούς στο πεδίο της μάχης πολύ λίγη ελπίδα σου απομένει για τους περιβόλους».Εκείνο, λοιπόν, το βράδυ φάνηκε ο Άγιος Γεώργιος στο συγχυσμένο Στέφανο και του υποσχέθηκε ότι θα νικούσε.

Επίσης τον διέταξε να αποστείλει την άγια εικόνα που είχε πάντα μαζί του στην Μονή Ζωγράφου, και να την ανακαινίσει γιατί ήταν ήδη ερημωμένη. Η νίκη έστεψε το Στέφανο που εκπλήρωσε την εντολή του Αγίου Γεωργίου.

δ) Η θαυμαστή εικόνα του Αγίου Γεωργίου που βρίσκεται στην ιερά Μονή του Ξενοφώντα

Στο Άγιο Όρος σώζεται η αρχαία προφορική παράδοση και για την άγια εικόνα που υπήρχε στους χρόνους των ασεβών εικονομάχων, που με βασιλικά διατάγματα καίονταν οι άγιες και σεβαστές εικόνες.Στα χρόνια εκείνα λοιπόν οι υπηρέτες του παράνομου βασιλιά ερευνούσαν και προσπαθούσαν να βρίσκουν τις άγιες εικόνες για να τις συντρίψουν και να τις ρίξουν στη φωτιά. Βρήκαν λοιπόν και την άγια αυτή εικόνα και την έριξαν στην φωτιά για να καεί. Αλλά μάταια κοπίαζαν οι ανόητοι, διότι η άγια εικόνα έμεινε άφλεκτος μέχρι που η φωτιά έσβησε τελείως.

Οι εικονομάχοι όταν είδαν ότι η φωτιά πολύ λίγο άρπαξε τα φορέματα του Αγίου και το πρόσωπο του τίποτα δεν έπαθε απόρησαν. Ένας μάλιστα περισσότερο ασεβής έμπηξε μαχαίρι στο πηγούνι του Αγίου και αμέσως έτρεξε καθαρό αίμα. Τότε όλοι όσοι είδαν το θαύμα έφυγαν ο καθένας για το σπίτι του. Ένας ευσεβής Χριστιανός αφού παράλαβε την άγια εικόνα και ήλθε στην θάλασσα, προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο για να σταματήσει η φρικτή θύελλα της εικονομαχίας.

Έπειτα αφού γύρισε προς την Άγια εικόνα είπε: «Μεγαλομάρτυρα του Χριστού Τροπαιοφόρε Γεώργιε, συ που και στη ζωή και μετά τον θάνατο έκαμες άφλεκτη την άγια εικόνα, διαφύλαξε την και τώρα από την θάλασσα και μετέφερε την όπου εσύ γνωρίζεις και επιθυμείς για να δοξασθεί ο Θεός μας». Και μόλις τελείωσε έβαλε την εικόνα στη θάλασσα.

Ο Άγιος Γεώργιος φρόντισε ώστε η άγια εικόνα να φτάσει στο Άγιο Όρος, όπου και άλλες εικόνες οδήγησε η θεία πρόνοια. Η εικόνα τοποθετήθηκε κοντά στην Μονή Ξενοφώντα όπου έτρεχαν τα ιαματικά όξινα νερά. Υπήρχε μάλιστα εκεί μια μικρή Μονή αφιερωμένη στο Μεγαλομάρτυρα Δημήτριο. Ακόμα σώζεται ο μικρός αυτός ναός, όπου οι μοναχοί σαν είδαν την εικόνα του Αγίου Γεωργίου την μετάφεραν εκεί γεμάτοι χαρά και ευλάβεια.

Ύστερα έκτισαν ναό κοντά στο μικρό ναό. Όταν αυξήθηκαν οι μοναχοί και μεγάλωσε και η Μονή ονομάσθηκε του Αγίου Γεωργίου. Οι μοναχοί γιορτάζουν καθημερινά μαζί με τον Άγιο Γεώργιο και τον Μεγαλομάρτυρα Δημήτριο και τους μνημονεύουν στις απολύσεις των ακολουθιών.

Η άγια εικόνα βρίσκεται στο μεγάλο Καθολικό ναό του Αγίου Γεωργίου στον ανατολικό κίονα του δεξιού χωρού και έχει ζωγραφισμένο ολόσωμο τον Μεγαλομάρτυρα και σε ένδειξη του θαύματος φέρνει και την πληγή στο πηγούνι και το αίμα του είναι πηγμένο σ’ αυτή. Μέχρι σήμερα το θαυμαστό φαινόμενο κηρύττει περίτρανα τα πάμπολλα θαύματα που έκανε και κάνει ο Άγιος Μεγαλομάρτυρας και Τροπαιοφόρος Γεώργιος.

Σημείωση:Η μνήμη του Αγίου γιορτάζεται στις 23 του Απρίλη. Εάν όμως το Πάσχα πέφτει μετά τις 23 Απρίλη, τότε η μνήμη του Αγίου γιορτάζεται την επόμενη μέρα του Πάσχα (Δευτέρα της Δικαινησίμου).