Archive for the ‘Παραμύθια’ Category

Stephan Micus – Athos

26 Απριλίου, 2016

H αλεπού και ο λαγός (απο την Κατερίνα)

7 Μαρτίου, 2013

Το τρελό νερό (απο την Σοφία)

7 Μαρτίου, 2013

ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένο Καταφύγιο» τοῦ Φώτη Κόντογλου:
Μία φορὰ κι ἕναν καιρὸ ἤτανε ἕνας σουλτάνος, καλὸς καὶ δίκαιος καὶ εἶχε ἕναν βεζύρη, ποὺ ἤτανε καὶ αὐτός…
καλὸς καὶ ἦταν κι ἀστρολόγος.
Μία μέρα ὁ βεζύρης λέγει τοῦ σουλτάνου, πὼς εἶδε κάποια σημάδια στὸν οὐρανὸ πὼς θὰ βρέξει στὸν κόσμο ἕνα νερὸ τρελλό, καὶ πὼς ὅποιος τὸ πιεῖ αὐτὸ τὸ νερό, θὰ τρελλαίνεται. Καὶ πὼς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζοῦνε στὴν ἐπικράτειά τους θὰ πιοῦνε καὶ θὰ χάσουνε τὰ λογικά τους, καὶ δὲν θὰ νιώθουνε πιὰ τίποτα, μήτε τί εἶναι σωστὸ καὶ τί εἶναι ψεύτικο, μήτε τί εἶναι καλὸ καὶ τί εἶναι κακό, μήτε τί εἶναι νόστιμο καὶ τί ἄνοστο, μήτε τί εἶναι δίκαιο καὶ τί ἄδικο.
Σὰν τ’ ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Σουλτάνος γυρίζει καὶ λέγει στὸν βεζύρη: Ἀφοῦ θὰ τρελλαθεῖ ὅλος ὁ κόσμος, πρέπει νὰ κοιτάξουμε νὰ μὴν τρελλαθοῦμε κι ἐμεῖς, γιατί ἀλλιῶς πῶς θὰ τοὺς κρίνουμε μὲ δικαιοσύνη; Τοῦ λέγει ὁ βεζύρης πὼς ὁ λόγος τοῦ εἶναι σωστὸς καὶ πὼς θὰ ‘πρεπε νὰ προστάξει νὰ μαζέψουνε ἀπὸ τὸ καλὸ νερὸ ποὺ πίνανε, καὶ νὰ τὸ φυλάξουμε μέσα στὶς στέρνες, γιὰ νὰ μὴν πίνουνε ἀπὸ τὸ χαλασμένο καὶ κρίνουμε παλαβὰ κι ἄδικα, μὰ δίκαια, ὅπως ἔχουνε χρέος.
Ἔτσι κι ἔγινε. Σὲ λίγον καιρὸ ἔβρεξε στ’ ἀλήθεια, καὶ τὸ νερὸ ἤτανε τρελλὸ νερό, καὶ τρελλαθήκανε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, καὶ δὲν γνωρίζανε οἱ καημένοι τί τοὺς γίνεται, καὶ εἴχανε τὸ ψεύτικο γιὰ ἀληθινό, τὸ κακὸ γιὰ καλό, τὸ ἄδικο γιὰ δίκαιο.

Μὰ ὁ σουλτάνος κι ὁ βεζύρης πίνανε ἀπὸ τὸ καλὸ νερὸ ποὺ εἴχανε φυλαγμένο, καὶ δὲν τρελλαθήκανε, ἀλλὰ κρίνανε τὸν κόσμο μὲ δικαιοσύνη.
Μὰ ὁ κόσμος τὰ ‘βλέπε ἀνάποδα καὶ δὲν ἤτανε εὐχαριστημένος ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ σουλτάνου καὶ τοῦ βεζύρη καὶ φωνάζανε πὼς τοὺς ἀδικοῦνε καὶ κοντεύανε νὰ σηκώσουνε ἐπανάσταση.
Μετὰ ἀπὸ καιρό, σὰν εἴδανε κι ἀποείδανε, ὁ σουλτάνος κι ὁ βεζύρης, χάσανε τὸ κουράγιο τους, καὶ λέγει ὁ σουλτάνος στὸ βεζύρη: Τοῦτοι οἱ φουκαράδες ἀληθινὰ χάσανε τὰ φρένα τους καὶ τὰ βλέπουνε ὅλα ἀνάποδα κι ὅπως πᾶμε, μπορεῖ νὰ μᾶς σκοτώσουν ἐπειδὴ θέλουμε νὰ τοὺς κρίνουμε μὲ δικαιοσύνη γιὰ νὰ εὐτυχήσουνε.

Τὸ λοιπόν, βεζὺρ ἀφέντη, ἄιντε νὰ χύσουμε τὸ καλὸ νερὸ ἀπὸ τὶς στέρνες, καὶ νὰ πιάσουμε νὰ πίνουμε κι ἐμεῖς ἀπὸ τὸ τρελλὸ νερό, νὰ γίνουμε σὰν κι αὐτοὺς καὶ τότε θὰ μᾶς καταλαβαίνουνε καὶ θὰ μᾶς ἀγαπᾶνε.
Ἔτσι κι ἔγινε. Ἤπιαν καὶ αὐτοὶ ἀπὸ τὸ παλαβὸ νερὸ καὶ τρελλαθήκανε, καὶ κρίναμε τρελλὰ κι ἄδικα, κι ὁ κόσμος ἀπόμεινε εὐχαριστημένος καὶ πολυχρονίζανε τὸν σουλτάνο».

Καλή εβδομάδα ! ! ! -ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ- (ΠΑΡΑΜΥΘΙ)

16 Ιουλίου, 2012

Καλή εβδομάδα ! ! !

9 Ιουλίου, 2012

Ένα ωραίο τραγουδιστό παραμύθι για μια ΄΄αχελώνα΄΄΄…(απο τον Παντελή)

7 Ιουλίου, 2012

Τὸ ἄσχημο βασιλόπουλο (Γαλάτεια Καζαντζάκη)- Ἀπὸ τὴν Ἑλένη –

26 Μαΐου, 2012

Παραμύθι

Μία φορὰ κι ἕναν καιρὸ ἦταν ἕνας βασιλιὰς καὶ μία βασίλισσα, ποὺ δὲν εἶχαν παιδιά. Ὅλα τ’ ἀγαθὰ τὰ εἶχαν καὶ μόνο παιδιὰ δὲν εἶχαν.

Ἡ πίκρα τοὺς γι’ αὐτὸ ἦταν μεγάλη. Ἔλεγαν:

– Τί θὰ γίνει ὁ θρόνος μας σὰν πεθάνομε; Ποιὸς θὰ κυβερνήσει τὸ λαό μας; ποιὸς θὰ μᾶς γεροκομήσει; Κανείς!

Καὶ ἦταν πάντα θλιμμένοι καὶ ἀπαρηγόρητοι.

Ἐπειδὴ ὅμως ἦταν ἀγαπημένο ἀντρόγυνο, προσπαθοῦσαν νὰ κρύβει ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο τὸν καημό του.

Ὅταν ἡ βασίλισσα ἔβλεπε θλιμμένο τὸν ἄντρα της, τοῦ ἔλεγε:

– Ἔχουν καὶ τὰ παιδιὰ τὰ βάσανά τους, βασιλέα μου πολυχρονεμένε. Ὅποιος δὲν ἔχει, τὸν παιδεύει ἕνας καημός, μὰ ὅποιος ἔχει, τὸν παιδεύουν πολλά. Λίγο τὸ ’χεις νὰ ἔχομε ἕνα παιδί, καὶ ὅλο νὰ μᾶς κρατᾶ ὁ φόβος μὴ μᾶς ἀρρωστήσει καὶ τὸ χάσομε;

Καὶ σὰ νὰ λὲς ὁ βασιλιὰς παρηγοριόταν.

Ἀπὸ μέσα τῆς ὅμως ἀναστέναζε ἡ βασίλισσα καὶ συλλογιζόταν: «Ἅμα λείπει τὸ παιδὶ ἀπὸ τὸ σπίτι, ὅλα λείπουν. Τὸ παιδὶ εἶναι τὸ στολίδι τοῦ σπιτιοῦ. Εἶναι ὅ,τι εἶναι τὸ ἀηδόνι τὴν ἄνοιξη, ὅ,τι εἶναι τὸ λουλούδι στὸν κάμπο. Ἂν σωπάσει τὸ ἀηδόνι καὶ δὲν ἀνθίσει τὸ λουλούδι, τί θὰ εἶναι; Μία ἐρημιὰ θ’ ἁπλωθεῖ στὴ γῆ. Ἔτσι εἶναι καὶ τὸ σπίτι δίχως τὸ γέλιο τοῦ παιδιοῦ».

Καὶ πάλι, σὰν ἔβλεπε ὁ βασιλιὰς τὴ βασίλισσα κλαμένη καὶ καταλάβαινε τὴν ἀφορμή, τῆς ἔλεγε:

– Ἄχ, βασίλισσά μου, καλὰ εἶναι τὰ παιδιά, μὰ νὰ βγοῦν καλὰ καὶ ἄξια· μὰ ἂν βγοῦν κακὰ καὶ στραβοκέφαλα;

Καὶ περνοῦσαν τὰ χρόνια.

Εἶχαν γεράσει πιὰ οἱ βασιλιάδες, μὰ ὁ καημός τους δὲ γιατρευόταν. Ἄχ, νὰ εἴχαμε ἕνα παιδί! Ἄχ, νὰ εἴχαμε ἕνα παιδί! ἦταν ὁ ἀναστεναγμὸς τοὺς μέρα νύχτα.

Ὥσπου, ἀπὸ τὰ πολλὰ τὰ παρακάλια, τοὺς ἄκουσε κάποτε ἡ Μοίρα τους καὶ κίνησε νὰ τοὺς βρεῖ.

Ἦταν μία γριούλα καμπουριασμένη, μὲ ἄσπρα μαλλιά, ποὺ ἀκουμποῦσε στὸ ραβδάκι της καὶ πήγαινε σιγὰ σιγά.

– Σᾶς ἀκούω, τοὺς εἶπε, χρόνια νὰ παραπονιέστε, καὶ εἶπα νὰ σᾶς κάμω τὴ χάρη. Ἔπειτα ἀπὸ ἕνα χρόνο θὰ ἔχετε ἕνα γιό.

Νὰ τὸ ἀκούσει αὐτὸ τὸ ἀντρόγυνο, πῆγε νὰ τρελαθεῖ ἀπὸ τὴ χαρά του.

– Θὰ σᾶς δώσω ἕνα γιό, ἐξακολούθησε ἡ Μοίρα, μὰ ἀπομένει νὰ μοῦ πεῖτε ποιὰ χαρίσματα θέλετε νὰ ἔχει. Ὅ,τι μου ζητήσετε, θὰ γίνει.

– Ναὶ εἶναι χίλια τὰ χρόνια του, καὶ πάλι νὰ μὴ λιγοστεύουν! εἶπε ἡ βασίλισσα.

– Αὐτὸ δὲ γίνεται, ἀποκρίθηκε ἡ Μοίρα, μὰ ὅσο γιὰ πολύχρονος, θὰ εἶναι.

– Νὰ γίνει παλικάρι! ζήτησε ὁ βασιλιάς. Νὰ μὴ φοβᾶται τὸν κίνδυνο καὶ ν’ ἀγαπᾶ τὴ χώρα καὶ τὸ λαό του.

– Θὰ γίνει! ἔκαμε ἡ Μοίρα.

– Νὰ εἶναι καλός! παρακάλεσε ἡ βασίλισσα. Ἡ καρδιά του νὰ εἶναι ἀνοιχτὴ σὲ ὅλους τους πόνους καὶ τὰ βάσανα. Ν’ ἀγαπᾶ τοὺς ταπεινοὺς καὶ τοὺς δυστυχισμένους.

– Ὅλα ὅσα ζητήσατε θὰ τοῦ δοθοῦν. Τώρα ἐγὼ πάω, θέλετε ἄλλο τίποτα;

– Καλή μας Μοίρα, ὄχι, δὲ ζητοῦμε τίποτ’ ἄλλο. Σὰν εἶναι ὁ γιὸς μᾶς πολύχρονος καὶ γενναῖος, ἄξιος καὶ δοξασμένος, καὶ ἀκόμη ἔχει πονετικὴ καρδιά, τί ἄλλο θέλει;

– Καλά, εἶπε ἡ Μοίρα κι ἔφυγε.

Μὰ δὲν ἦταν καλὰ καλὰ βγαλμένη ἀπὸ τὸ παλάτι, καὶ ἡ βασίλισσα σηκώθηκε βιαστικὴ κι ἔστειλε τρεχάτο ἕναν ὑπηρέτη νὰ γυρίσει τὴ Μοίρα πίσω.

– Βασιλιά μου! κάμαμε ἕνα μεγάλο λάθος. Ὅλα τὰ ζητήσαμε γιὰ τὸ γιό μας, καὶ ἕνα, μπορεῖ τὸ πιὸ καλύτερο, τὸ ξεχάσαμε.

– Τί ξεχάσαμε; ρώτησε ὁ βασιλιὰς ἀνήσυχος.

– Ξεχάσαμε νὰ ζητήσομε νὰ γίνει πεντάμορφο τὸ βασιλόπουλο, σὰν ὅλα τὰ βασιλόπουλα.

Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἔμπαινε ἡ Μοίρα σιγὰ σιγά, ἀκουμπώντας στὸ ραβδάκι της.

– Καλή μας Μοίρα, ἔλεος! Ξεχάσαμε νὰ δώσεις καὶ τὴν ὀμορφιὰ στὸ βασιλόπουλο, εἶπε ἡ βασίλισσα.

– Βασιλιὰ καὶ βασίλισσα, ἀποκρίθηκε ἡ Μοίρα, αὐτὸ ποὺ ζητᾶτε δὲ γίνεται. Ὅ,τι ἔγινε, ἔγινε. Τὸ ριζικό του κλείστηκε πιὰ καὶ δὲν ἀλλάζει.

Ἡ βασίλισσα στὰ λόγια τοῦτα ἔβαλε τὰ κλάματα καὶ ὁ βασιλιάς, μόλο ποὺ δὲν ἔδινε καὶ πολλὴ σημασία στὴν ὀμορφιὰ τοῦ κορμιοῦ, ἦταν καὶ αὐτὸς καταστενοχωρεμένος.

– Ἀκοῦστε, εἶπε ἡ Μοίρα. Νὰ προσθέσω δὲν μπορῶ πιὰ τίποτα. Μπορῶ ὅμως ἕνα χάρισμα, ὅποιο μου πεῖτε, νὰ τὸ ἀλλάξω μὲ τὴν ὀμορφιά.

Ἡ βασίλισσα ὥσπου ν’ ἀκούσει πάλι τούτη τὴν καλοσύνη τῆς Μοίρας, ἔπεσε στὰ γόνατά της καὶ τὴν εὐχαριστοῦσε.

– Καλή μου Μοίρα! Καλή μας Μοίρα, ἔλεγε.

– Μὰ κάνετε γρήγορα, ξαναεῖπε ἡ Μοίρα· ὅ,τι γίνει, νὰ γίνει, γιατί μὲ περιμένουν καὶ ἀλλοῦ. Ν’ ἀλλάξω τὰ πολλὰ χρόνια ποῦ τοῦ ἔδωσα μὲ τὴ ὀμορφιά; Νὰ γίνει πεντάμορφο μὰ λιγόχρονο;

Ἡ βασίλισσα ἀνατριχίασε, καὶ ὁ βασιλιὰς τὸ ἴδιο.

– Ὁ Θεὸς φυλάξει! φώναξαν καὶ οἱ δύο μαζί.

– Ν’ ἀλλάξω τὴν παλικαριά του μὲ τὴν ὀμορφιά;

– Ὄχι ποτέ! φώναξε ὁ βασιλιάς. Νὰ γίνει φοβιτσιάρης; Καὶ τότε, τί τὴ θέλει τὴν ὀμορφιά;

Καὶ συμφώνησε ἡ βασίλισσα μαζί του.

– Ν’ ἀλλάξω τότε τὴν καλοσύνη του μὲ τὴν ὀμορφιά· νὰ εἶναι ὄμορφος, μὰ σκληρόκαρδος καὶ ἄπονος.

– Ὄχι! ὄχι! χίλιες φορὲς ὄχι, ἔκαμε ἡ βασίλισσα καὶ ἔβαλε τὰ κλάματα.

Καὶ ὁ βασιλιὰς ἔσκυψε τὸ κεφάλι θλιμμένος.

Τότε ἡ Μοίρα, ἅμα εἶδε πόσος ἦταν ὁ πόνος τους, τοὺς ψυχοπόνεσε καὶ τοὺς μίλησε ἔτσι:

– Τοῦτο μπορῶ νὰ κάμω μόνο: Τὸ παιδὶ σᾶς μία φορὰ θὰ γίνει ἄσχημο. Μὰ ἡ ἀσχήμια του θὰ εἶναι μαγεμένη. Ὅποιος τὸ ἀγαπήσει τὸ βασιλόπουλο, θὰ τὸ βλέπει πεντάμορφο. Θὰ τὸ βλέπει νὰ ἔχει τὸν ἥλιο πρόσωπο καὶ τὸ φεγγάρι στῆθος. Ὅποιος τὸ ἀγαπήσει, ἔτσι θὰ τὸ βλέπει.

– Καὶ γίνεται αὐτό; ρώτησε τὸ βασιλικὸ ἀντρόγυνο.

– Γίνεται. Δέχεστε;

– Δεχόμαστε, καλή μας Μοίρα, καὶ προσκυνοῦμε τὰ πόδια σου.

Κι ἔσκυψαν ἴσαμε τὴ γῆ. Ὅταν σηκώθηκαν, δὲν εἶδαν πιὰ τὴ Μοίρα, εἶχε χαθεῖ ἀπὸ μπρός τους.

Καὶ ἀλήθεια, κιόλας ἔπειτα ἀπὸ ἕνα χρόνο γεννήθηκε ἕνα παιδὶ πολὺ ἄσχημο.

Ἀλλὰ οὔτε ὁ βασιλιὰς οὔτε ἡ βασίλισσα δὲν τὸ ἔβλεπαν πὼς ἦταν ἄσχημο, γιατί ἦταν παιδί τους καὶ τὸ ἀγαποῦσαν. Ἔλεγε λοιπὸν ἡ βασίλισσα σκυμμένη ἀπάνω ἀπὸ τὴν κούνια τοῦ παιδιοῦ:

– Εἶδες, βασιλέα μου πολυχρονεμένε, ἡ Μοίρα μᾶς χωράτεψε. Γιὰ νὰ μᾶς τρομάξει, μᾶς εἶπε πὼς τὸ παιδί μας θὰ γινόταν ἄσχημο.

– Αὐτὸ βλέπω κι ἐγώ, ἀπαντοῦσε ὁ βασιλιάς, καὶ γελοῦσαν γιὰ τὸ χωρατὸ τῆς καλῆς Μοίρας.

Καὶ τὸ παιδὶ μεγάλωνε· καὶ ὅσο μεγάλωνε, ἡ ἀσχήμια τοῦ γινόταν πιὸ φανερή.

Ἀλλὰ κανεὶς δὲν τὸ ἔβλεπε. Γιατί ὅλος ὁ κόσμος τὸ ἀγαποῦσε τὸ βασιλόπουλο. Καὶ αὐτό, γιατί τὸ βασιλόπουλο ἦταν καλό. Ἀγαποῦσε ὅλο τὸν κόσμο, καὶ ὅλο ἔκανε καλοσύνες.

Κανένας πιὰ δὲν πρόσεχε τὴν ἀσχημιά του. Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, παρὰ τὸ ἔβρισκαν καὶ ὄμορφο. Τόσο ποὺ ἡ φήμη του δὲν ἄργησε νὰ φτάσει στὰ πέρατα. Καὶ ἡ φήμη ἔλεγε πὼς εἶχε τὸν ἥλιο πρόσωπο καὶ τὸ φεγγάρι στῆθος.

Ένα παραμυθάκι για χειμώνα και για καλοκαίρι…(μας το στέλνει ο Παντελής)

5 Οκτωβρίου, 2011

Η ποντικοπαγίδα -μια μικρή ιστορία-(Απο την Μπάμπη)

22 Ιουνίου, 2011

 

 

Ἕνα ποντικάκι κάποτε, παρατηροῦσε ἀπὸ τὴν τρυπούλα τοῦ τὸν ἀγρότη καὶ τὴ γυναίκα του ποὺ ξεδίπλωναν ἕνα πακέτο…

Τί λιχουδιὰ ἄραγε ἔκρυβε ἐκεῖνο τὸ πακέτο; Ἀναρωτήθηκε.

 

Ὅταν οἱ δύο ἀγρότες ἄνοιξαν τὸ πακέτο, δὲν φαντάζεστε πόσο μεγάλο ἦταν τὸ σὸκ ποὺ ἔπαθε, ὅταν διαπίστωσε πὼς ἐπρόκειτο γιὰ μία ποντικοπαγίδα!

 

Τρέχει γρήγορα λοιπὸν στὸν ἀχυρώνα γιὰ νὰ ἀνακοινώσει τὸ φοβερὸ νέο:

 

«Μία ποντικοπαγίδα μέσα στὸ σπίτι! Μία ποντικοπαγίδα μέσα στὸ σπίτι!»

Ἡ κότα κακάρισε, ἔξυσε τὴν πλάτη της καὶ σηκώνοντας τὸ λαιμὸ τῆς εἶπε:

«Κὺρ Ποντικέ μου, καταλαβαίνω πὼς αὐτὸ ἀποτελεῖ πρόβλημα γιὰ σᾶς. Ἀλλὰ δὲν βλέπω νὰ ἔχει καμιὰ ἐπίπτωση σὲ μένα! Δὲ μὲ ἐνοχλεῖ καθόλου ἐμένα ἡ ποντικοπαγίδα στὸ σπίτι!»

 

Τὸ ποντικάκι γύρισε τότε στὸ γουρούνι καὶ τοῦ φώναξε:

«Ἔχει μία ποντικοπαγίδα στὸ σπίτι! Ἔχει μία ποντικοπαγίδα στὸ σπίτι!»

 

Τὸ γουρούνι ἔδειξε συμπόνια ἀλλὰ ἀπάντησε:

«Λυπᾶμαι πολὺ κὺρ ποντικέ μου, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ κάνω τίποτα ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ προσευχηθῶ. Νὰ εἶσαι σίγουρος ὅτι θὰ τὸ κάνω. Θὰ προσευχηθῶ.»

Τότε τὸ ποντίκι στράφηκε πρὸς τὸ βόδι καὶ τοῦ φώναξε κρούοντας τὸν κώδωνα τοῦ κινδύνου:

 

«Ἔχει μία ποντικοπαγίδα στὸ σπίτι! Ἔχει μία ποντικοπαγίδα στὸ σπίτι!»

Καὶ τὸ βόδι ἀπάντησε:

«Κοιτάξτε, κύριε ποντικέ μου, πολὺ λυπᾶμαι γιὰ τὸν κίνδυνο ποὺ διατρέχεις, ἀλλὰ ἐμένα ἡ ποντικοπαγίδα τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ μοῦ κάνει, εἶναι ἕνα τσιμπηματάκι στὸ δέρμα μου! «

 

Ἔτσι, ὁ καλός μας ποντικούλης, ἔφυγε μὲ κατεβασμένο τὸ κεφάλι, περίλυπος καὶ ἀπογοητευμένος γιατί θὰ ἔπρεπε ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ, νὰ ἀντιμετωπίσει τὸν κίνδυνο τῆς ποντικοπαγίδας!

 

Τὴν ἑπόμενη νύχτα, ἕνας παράξενος θόρυβος, κάτι σὰν τὸ θόρυβο ποὺ κάνει ἡ ποντικοπαγίδα ὅταν κλείνει, ξύπνησε τὴ γυναίκα τοῦ ἀγρότη ποὺ ἔτρεξε νὰ δεῖ τί συνέβη. Μέσα στὴ νύχτα ὅμως, δὲν πρόσεξε πὼς στὴν παγίδα πιάστηκε ἀπὸ τὴν οὐρὰ ἕνα φίδι ….

 

Φοβισμένο τὸ φίδι δάγκωσε τὴ γυναίκα.

 

Ὁ ἄντρας τῆς ἔτρεξε γρήγορα καὶ τὴν πῆγε στὸ νοσοκομεῖο. Ἀλλοίμονο ὅμως, τὴν ἔφερε στὸ σπίτι μὲ πολὺ ὑψηλὸ πυρετό. Ὁ γιατρὸς τὸν συμβούλεψε νὰ τῆς κάνει ζεστὲς σουπίτσες..

 

Ἔτσι ὁ ἀγρότης *ἔσφαξε τὴν κότα* γιὰ νὰ κάνει μία καλὴ κοτόσουπα!

 

Ἡ γυναίκα ὅμως πήγαινε ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο καὶ ὅλοι οἱ γείτονες ἐρχόταν στὴ φάρμα νὰ βοηθήσουν. Ὁ καθένας μὲ τὴ σειρὰ τοῦ καθόταν στὸ προσκεφάλι τῆς γυναίκας ἀπὸ ἕνα 8ωρο.

 

Γιὰ νὰ τοὺς ταΐσει ὅλους αὐτοὺς ὁ ἀγρότης ἀναγκάστηκε νὰ *σφάξει τὸ γουρούνι*.

 

Τελικὰ ὅμως ἡ γυναίκα δὲ τὴ γλύτωσε! Πέθανε! Στὴ κηδεία τῆς ἦρθε πάρα πολὺς κόσμος, γιατί ἦταν καλὴ γυναίκα καὶ τὴν ἀγαποῦσαν ὅλοι.

 

Γιὰ νὰ φιλοξενήσει ὅλον αὐτὸν τὸν κόσμο ὁ ἀγρότης ἀναγκάστηκε νὰ *σφάξει τὸ βόδι*

 

Ὁ κὺρ Ποντικός μας, ἔβλεπε ὅλο αὐτὸ τὸ πήγαιν’ ἔλα ἀπὸ τὴν τρυπούλα του μὲ πάρα πολὺ μεγάλη θλίψη…..

ΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΠΩΣ:

 

Χάσαμε τὴν ἀνθρωπιά μας. καὶ ἐνισχύσαμε τὸν ἀτομισμό μας..!

ὅταν κάποιος δίπλα μας κινδυνεύει, βρισκόμαστε ὅλοι σὲ κίνδυνο!

εἴμαστε ὅλοι συνεπιβάτες σ’ αὐτὸ τὸ πλοῖο ποὺ λέγεται ζωή!

ὁ καθένας μᾶς ἀποτελεῖ τὸν κρίκο τῆς ἴδιας ἁλυσίδας!

εἴμαστε σὰν τὶς ἴνες ἑνὸς ὑφάσματος.

Καὶ ἂν ἕνα μέρος τοῦ ὑφάσματος χαλάσει, τὸ ὕφασμα εἶναι ἄχρηστο….

 

ΚΑΙ ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΝ.

 

Ἐμεῖς εἴμαστε τὰ ποντικάκια..

Ἐμεῖς ὅμως εἴμαστε καὶ οἱ κότες..

Ἐμεῖς καὶ τὰ γουρούνια.

Ἐμεῖς καὶ τὰ βόδια.

Ένα όμορφο παραμύθι…(απο τον Παντελή)

30 Μαρτίου, 2011