Archive for the ‘Λογοτεχνία’ Category
Ἡ δὲ πὸλις ἐλὰλησεν
2 Ιανουαρίου, 2023Ἐποχὲς καὶ συγκραφεῖς
2 Ιανουαρίου, 2023Μνήμη Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμὰντη
3 Ιανουαρίου, 2022Τὰ Χριστοὺγεννα του τεμπὲλη (Α.Παπαδιαμαντη)
24 Δεκεμβρίου, 2021Μνὴμη Ν.Γ.Πεντζὶκη
13 Ιανουαρίου, 2021Μνήμη Ἀλεξὰνδρου Παπαδιαμάντη (1851-1911 )
3 Ιανουαρίου, 2021Αρσενι Ταρκόφσκι (από Μπαμπη)
2 Νοεμβρίου, 2020Τον τελευταίο μήνα του φθινοπώρου, στο γέρμα
της δύσκολης, γεμάτης θλίψης
ζωής, μπήκα σε ένα γυμνό, ανώνυμο δάσος.
Στην άκρη του ήταν λουσμένο με το λευκό γαλακτερό
γυαλί της ομίχλης. Από τα γυμνά κλαδιά
έσταζαν δάκρυα καθαρά, σαν εκείνα
που μόνο τα δέντρα χύνουν την παραμονή
του χειμώνα που αποχρωματίζει τα πάντα.
Εκείνη τη στιγμή έγινε ένα θαύμα: στη δύση
σκόρπισε ένα γαλάζιο σύννεφο
και φάνηκε μια δυνατή αχτίδα, σαν να ‘τανε Ιούνιος,
σαν κελάηδισμα πουλιού που πετάει ανάλαφρα,
από τις μελλούμενες ημέρες στο παρελθόν μου.
Έκλαιγαν τα δέντρα την παραμονή
πράξεων αγαθών και των γιορτινών γενναιοδωριών,
ευτυχισμένων που στροβιλίζονταν στο λαζούρι ανεμοστρόβιλων,
και πέταξαν σμάρια καρδερίνων
θαρρείς και τα χέρια από τα πλήκτρα του πιάνου
έπαιζαν από τη γη μέχρι τις ψηλότερες νότες.
Αρσένι Ταρκόφσκι
Μνήμη Αλ.Παπαδιαμαντη (1851-1911)
3 Ιανουαρίου, 2020Ξένος του κόσμου και της σαρκός-του Γ.Σανιδα (από Μπαμπη)
3 Ιανουαρίου, 2020«ΞΕΝΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΑΡΚΟΣ»
.
Σαν απόψε τα μεσάνυχτα, της 2ας προς 3η Ιανουαρίου του 1911, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ψάλλοντας ψιθυριστά «την χείραν σου την αψαμένην» από το Ιδιόμελον, την ώρα την Ενάτη, των Θεοφανίων, πνέει τα λοίσθια.
Κατά τη ληξιαρχική πράξη του θανάτου του, πεθαίνει «την δευτέραν του μηνός Ιανουαρίου του έτους 1911 ημέραν Κυριακήν και ώραν 11πμ, ένεκα ιμφλουέτζας (πνευμονίας).»
Τι ειρωνεία: κατά την παραμονή του θανάτου του αναγγέλθηκε η παρασημοφορία του με τον Αργυρό Σταυρό του Σωτήρος,[…]
Στις 3 Ιανουαρίου κηδεύεται. Ο δημοδιδάσκαλος Γεώργιος Α. Ρήγας, εκφωνεί τον επικήδειο ανάμεσα σε λίγους συγγενείς και φίλους.
Κηδεύεται εκειδά, «εις την ωραία εξοχή, την παντοτινή άνοιξη» του Κοιμητηρίου της Σκιάθου «εις τα κλίτη του οποίου εκυλίοντο αενάως προς την θάλασσαν την πανδέγμονα, του θανάτου λάφυρα…»
Αιωνία του η μνήμη!
.
Του Γιώργου Σανιδά
Τα πτεροεντα δώρα-του Αλ.Παπαδιαμαντη-(από Μπαμπη)
3 Ιανουαρίου, 2020ΤΑ ΠΤΕΡΟΕΝΤΑ ΔΩΡΑ
του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Ξένος τοῦ κόσμου καὶ τῆς σαρκός, κατῆλθε τὴν παραμονὴν ἀπὸ τὰ ὕψη, συστείλας τὰς πτέρυγας ὅπως τὰς κρύπτῃ, θεῖος ἄγγελος. Ἔφερε δῶρα ἀπὸ τὰ ἄνω βασίλεια διὰ νὰ φιλεύσῃ τοὺς κατοίκους τῆς πρωτευούσης. Ἦτον ὁ καλὸς ἄγγελος τῆς πόλεως.
Ἐκράτει εἰς τὴν χεῖρα ἓν ἄστρον καὶ ἐπὶ τοῦ στέρνου του ἔπαλλε ζωὴ καὶ δύναμις, καὶ ἀπὸ τὸ στόμα του ἐξήρχετο πνοὴ θείας γαλήνης. Τὰ τρία ταῦτα δῶρα ἤθελε νὰ μεταδώσῃ εἰς ὅλους ὅσοι προθύμως τὰ δέχονται.
Εἰσῆλθεν ἐν πρώτοις εἰς ἓν ἀρχοντικὸν μέγαρον. Εἶδεν ἐκεῖ τὸ ψεῦδος καὶ τὴν σεμνοτυφίαν, τὴν ἀνίαν καὶ τὸ ἀνωφελὲς τῆς ζωῆς ζωγραφισμένα εἰς τὰ πρόσωπα τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικός, καὶ ἤκουσε τὰ δύο τεκνία νὰ ψελλίζωσι λέξεις εἰς ἄγνωστον γλῶσσαν. Ὁ Ἄγγελος ἐπῆρε τὰ τρία οὐράνια δῶρά του, καὶ ἔφυγε τρέχων ἐκεῖθεν.
Ἐπῆγεν εἰς τὴν καλύβην πτωχοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἀνὴρ ἔλειπεν ὅλην τὴν ἑσπέραν εἰς τὴν ταβέρναν. Ἡ γυνὴ ἐπροσπάθει ν᾿ ἀποκοιμίσῃ μὲ ὀλίγον ξηρὸν ἄρτον τὰ πέντε τέκνα, βλασφημοῦσα ἅμα τὴν ὥραν ποὺ εἶχεν ὑπανδρευθῆ. Τὰ μεσάνυχτα ἐπέστρεψεν ὁ σύζυγός της· αὐτὴ τὸν ὕβρισε νευρικὴ μὲ φωνὴν ὀξεῖαν, ἐκεῖνος τὴν ἔδειρε μὲ τὴν ράβδον τὴν ὀζώδη, καὶ μετ᾿ ὀλίγον οἱ δύο ἐπλάγιασαν χωρὶς νὰ κάμουν τὴν προσευχήν των, καὶ ἤρχισαν νὰ ροχαλίζουν μὲ βαρεῖς τόνους. Ἔφυγεν ἐκεῖθεν ὁ Ἄγγελος.
Ἀνέβη εἰς μέγα κτίριον πλουσίως φωτισμένον. Ἦσαν ἐκεῖ πολλὰ δωμάτια μὲ τραπέζας, κ᾿ ἐπάνω των ἔκυπτον ἄνθρωποι μετροῦντες ἀδιακόπως χρήματα, παίζοντες μὲ χαρτία. Ὠχροὶ καὶ δυστυχεῖς, ὅλη ἡ ψυχή των ἦτο συγκεντρωμένη εἰς τὴν ἀσχολίαν ταύτην. Ὁ Ἄγγελος ἐκάλυψε τὸ πρόσωπον μὲ τὰς πτέρυγάς του διὰ νὰ μὴ βλέπῃ κ᾿ ἔφυγε δρομαῖος.
Εἰς τὸν δρόμον συνήντησε πολλοὺς ἀνθρώπους, ἄλλους ἐξερχομένους ἀπὸ τὰ καπηλεῖα, οἰνοβαρεῖς, καὶ ἄλλους κατερχομένους ἀπὸ τὰ χαρτοπαίγνια, μεθύοντας χειροτέραν μέθην. Τινὰς εἶδε ν᾿ ἀσχημονοῦν, καὶ τινὰς ἤκουσε νὰ βλασφημοῦν τὸν Ἁι-Βασίλην ὡς πταίστην. Ὁ Ἄγγελος ἐκάλυψε μὲ τὰς πτέρυγας τὰ ὦτα, διὰ νὰ μὴν ἀκούῃ, καὶ ἀντιπαρῆλθεν.
Ὑπέφωσκεν ἤδη ἡ πρωία τῆς πρωτοχρονιᾶς, καὶ ὁ Ἄγγελος διὰ νὰ παρηγορηθῇ, εἰσῆλθεν εἰς μίαν ἐκκλησίαν.
Ἀμέσως πλησίον τῆς θύρας εἶδεν ἀνθρώπους νὰ μετροῦν νομίσματα, μόνον πὼς δὲν εἶχον παιγνιόχαρτα εἰς τὰς χεῖρας· καὶ εἰς τὸ βάθος, ἀντίκρυσεν ἕνα ἄνθρωπον χρυσοστόλιστον καὶ μιτροφοροῦντα ὡς Μῆδον σατράπην τῆς ἐποχῆς τοῦ Δαρείου, ποιοῦντα διαφόρους ἀκκισμοὺς καὶ ἐπιτηδευμένας κινήσεις. Δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ ἄλλοι μερικοὶ ἔψαλλον μὲ πεπλασμένας φωνάς: Τὸν Δεσπότην καὶ ἀρχιερέα!
Ὁ Ἄγγελος δὲν εὗρε παρηγορίαν. Ἐπῆρε τὰ πτερόεντα δῶρά του ― τὸ ἄστρον τὸ προωρισμένον νὰ λάμπῃ εἰς τὰς συνειδήσεις, τὴν αὔραν, τὴν ἱκανὴν διὰ νὰ δροσίζῃ τὰς ψυχάς, καὶ τὴν ζωήν, τὴν πλασμένην διὰ νὰ πάλλῃ εἰς τὰς καρδίας, ἐτάνυσε τὰς πτέρυγας, καὶ ἐπανῆλθεν εἰς τὰς οὐρανίας ἁψῖδας.