Archive for the ‘Λαογραφὶα’ Category

ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΘΡΥΛΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

28 Μαΐου, 2019

Αποτέλεσμα εικόνας για αλωση πολησ

“Πάψετε το Χερουβικό, κι ας χαμηλώσουν τ’ Άγια γιατί είναι θέλημα Θεού, η Πόλη να τουρκέψη”. “Η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες”. “Σώπασε, κυρά Δέσποινα, μην κλαις και μη δακρύζης, πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα’ ναι”.

 

  29 Μαΐου 1453: Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ! Η χιλιόχρονη αυτοκρατορία έπεσε. Ο θρύλος λέει ότι «ήτανε θέλημα Θεού». Από τότε το φρόνημα των Ελλήνων το κρατάνε ζωντανό ακριβώς αυτοί οι θρύλοι για την επανάκτησή της. «Κάποτε η Αγιά Σοφιά θα λειτουργηθεί ξανά από τους χριστιανούς» λέει η παράδοση και ο μαρμαρωμένος βασιλιάς θα ξυπνήσει…»Πάλι με χρόνια με καιρούς…»

Μύθοι και θρύλοι από την Άλωση της Πόλης

Παραδοσιακοί και θαυμαστοί θρύλοι, αναπτύχθηκαν γύρω από την άλωση της Πόλης, για να θρέψουν τις ελπίδες και το θάρρος του εθνους επί αιώνες. “Πάλι με Χρόνους και καιρούς”

            Όταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη στους Τούρκους, ένα πουλί ανέλαβε να πάει ένα γραπτό μήνυμα στην Τραπεζούντα στην Χριστιανική Αυτοκρατορία του Ποντου για την Άλωση της Πόλης. Μόλις έφτασε εκεί πήγε κατευθείαν στη Μητρόπολη που λειτουργούσε ο Πατριάρχης και άφησε το χαρτί με το μήνυμα πάνω στην Άγια Τράπεζα. Κανείς δεν τολμούσε να πάει να διαβάσει το μήνυμα. Τότε πήγε ένα παλλικάρι, γιός μιας χήρας, και διάβασε το άσχημο μαντάτο “Πάρθεν η Πόλη, Πάρθεν η Ρωμανία”.

Το εκκλησίασμα και ο Πατριάρχης άρχισαν τον θρήνο, αλλά ο νέος τους απάντησε.

“Κι αν η Πόλη έπεσε, κι αν πάρθεν η Ρωμανία, πάλι με χρόνους και καιρούς, πάλι δικά μας θα’ ναι”.

Ο μαρμαρωμένος βασιλιάς.

Ο λαοφιλέστερος θρύλος έχει να κάνει με το τελευταίο αυτοκράτορα που μαρμάρωσε μέσα στο ναό της Αγίας Σοφίας. Η παράδοση πέρασε από στόμα σε στόμα αμέσως μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης.

            Όταν η Πόλη πέρασε στα χέρια των Τούρκων, ο λαός δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ένα τέτοιο κτίσμα έχει περιέλθει σε μουσουλμανικά χέρια. Διέδωσαν λοιπόν ότι ο βασιλιάς κρύφτηκε πίσω από μία κολόνα του ναού της Αγίας Σοφίας, χάθηκε μέσα στους διαδρόμους και παρέμεινε κρυμμένος εκεί.

           Οι ώρες αναμονής τον “μαρμάρωσαν”. Είναι γεγονός ότι κανείς δεν βρήκε το πτώμα του τελευταίου υπερασπιστή, του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου. Χάθηκε και πίστεψαν ότι Άγγελος Κυρίου το έκρυψε και το μαρμάρωσε. Κάποτε θα έρθει η ώρα που πνοή Θεού θα του δώσει δύναμη και ζωή ξανά και όλα θα ξαναγίνουν από την αρχή. Η Πόλη θα είναι και πάλι ελεύθερη.

 

Στην πόρτα της Αγια-Σοφιάς, που σφράγισε / ενός αγγέλου χέρι, / διπλοσφαγμένος έπεσ’ ο Δικέφαλος / απ’ τ’ άπιστο μαχαίρι.

Ο παπάς της Αγίας Σοφίας

Ένας άλλος θρύλος ιδιαίτερα αγαπητός είναι ο θρύλος του παπά της Αγίας Σοφίας. Η παράδοση λέει ότι την ώρα που οι Τούρκοι έμπαιναν στην εκκλησία, ο παπάς διέκοψε τη λειτουργία και κρύφτηκε πίσω από το ιερό. Σε εκείνο το σημείο που κρύφτηκε ενώ υπήρχε μία πόρτα, “ως δια μαγείας” η πόρτα έγινε τοίχος τον οποίο κανείς και ποτέ δεν κατάφερε να σπάσει από τότε.

Ούτε οι Τούρκοι, ούτε οι Έλληνες μάστορες τους οποίους έφερναν για αυτό το σκοπό δεν μπόρεσαν να γκρεμίσουν τον τοίχο. Ο θρύλος καταλήγει ότι όταν η Αγία Σοφία ξαναγίνει ελληνική εκκλησία, τότε ο παπάς θα βγει από το ιερό και θα ολοκληρώσει την ημιτελή λειτουργία του.

Η κρύπτη της Αγίας Σοφίας

Eνα «μυστικό» δωμάτιο στην Aγία Σοφία της Kωνσταντινούπολης αποκαλύπτεται τώρα ως «θυρανοίξια» του κρυφού ιερού όπου είχε καταφύγει στις 29 Mαΐου 1453 ο βυζαντινός ιερέας για να συνεχίσει τη θεία λειτουργία που είχε διακοπεί στον κύριο Nαό της Aγίας Σοφίας.

H ανακάλυψη οφείλεται στον καθηγητή του Πανεπιστημίου της Bιέννης Πολυχρόνης Eνεπεκίδης. Tο ξεχασμένο δωμάτιο εντοπίστηκε όταν η νέα διευθύντρια του Mουσείου της Aγίας Σοφίας Zαλέ Nτεντέογλου ρώτησε αν υπάρχει χώρος που να μην έχει ανοιχτεί και διέταξε να παραβιάσουν την κλειδαριά του συγκεκριμένου χώρου, αφού δεν υπήρχε κλειδί της πόρτας.

Aποκαλύφθηκε τότε πως το δωμάτιο που δεν είχε ανοιχτεί από το 1968, υπήρξε εργαστήρι του Γκάσπαρο Φοσάτι (1809 – 1883), ο οποίος ακολουθώντας την εντολή του Σουλτάνου, αναστήλωσε πλήρως το μνημείο στη διάρκεια της περιόδου 1847 – 1849. H έρευνα του καθηγητή Πολυχρόνη Eνεπεκίδη καταδεικνύει ότι ο Φοσάτι είχε απλώς μετατρέψει επιδέξια σε γραφείο του την κρύπτη που του είχαν υποδείξει οι Eλληνες φίλοι του στην Πόλη.

H κρύπτη, μία από τις πολλές του μεγάλου ναού, ήταν το κρυφό εκείνο ιερό όπου συνεχίστηκε από τον ιερέα η διακοπείσα ιεροτελεστία, και όταν τελείωσε έκλεισε η πόρτα της κρύπτης και θα άνοιγε, κατά την παράδοση, όταν και πάλι Eλληνες θα ήταν οι ιερείς και το εκκλησίασμα.

 

 

Η Αγία Τράπεζα.

              Η Αγία Τράπεζα ήταν κατασκευασμένη από χρυσό. Από πάνω της κρέμονταν 30 στέμματα των αυτοκρατόρων, ανάμεσα τους και αυτό του Μ. Κωνσταντίνου. Και λέγεται ότι αυτό γινόταν για να θυμίζουν στους χριστιανούς την προδοσία του Ιούδα. Τα τριάκοντα αργύρια.

             Σύμφωνα με την παράδοση πριν ο Μωάμεθ ο Β΄ καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας Κων/νος διέταξε να μεταφέρουν την αγία τράπεζα και όλα τα κειμήλια της Αγίας Σοφίας μακριά από την πόλη για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Τρία καράβια Ενετικά λοιπόν ξεκίνησαν από την πόλη γεμάτα με όλα αυτά τα κειμήλια, όπως λέει και ο θρύλος, αλλά το τρίτο από αυτά που μετέφερε την αγία τράπεζα βυθίστηκε στα νερά του Βοσπόρου στην περιοχή του Μαρμαρά.

Η περιοχή του Μαρμαρά

 

  Από τότε μέχρι σήμερα στο σημείο εκείνο που είναι βυθισμένη η αγία τράπεζα τα νερά της θάλασσας είναι πάντοτε ήρεμα και γαλήνια, ασχέτως με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην γύρω περιοχή.

Το φαινόμενο μαρτυρούν και σύγχρονοι Τούρκοι επιστήμονες, που έχουν κάνει κατά καιρούς απόπειρες να ανακαλύψουν που οφείλεται αυτό το περίεργο φαινόμενο, αλλά λόγω της λασπώδους σύστασης του βυθού, επέστησαν άκαρπες.

Στο βιβλίο του Δωροθέου Μονεμβασίας με τίτλο “Βίβλος Χρονική” (1781) διαβάζουμε:

” Οι Ενετοί την υπερθαύμαστον και εξάκουστον Αγίαν Τράπεζαν της Αγίας Σοφίας, την πολύτιμον και ωραιότατην, έβγαλαν από τον Ναό και έβαλαν εις το καράβι, και καθώς έκαναν άρμενα και επήγαιναν προς Βενετία, ω, του θαύματος!

Πλησίον της νήσου του Μαρμαρά άνοιξε το καράβι και έπεσεν εις την θάλασσαν η Αγία Τράπεζα κξαι εβούλησε και είναι εκεί ως σήμερον, και τούτο είναι φανερόν και το μαρτυρούν οι πάντες, διότι όλον το μέρος εκείνο, όταν κάμνει φουρτούνα, η θάλασσα όλη κάμνει κύματα φοβερά, εις δε τον τόπο όπου είναι η Αγία Τράπεζα είναι γαλήνη και δεν ταράσσεται η θάλασσα.

Και υπαγαίνουν τινές εκεί με περάματα, και λαμβάνουν από την θάλασσαν εκείνην, όπου είναι η Αγία Τράπεζα, και μυρίζει θαυμασιώματα μυρωδίαν, από το άγιον μύρον όπου έχει και των άλλων αρωμάτων “

 

Ο πατέρας της Ελληνικής λαογραφίας, Νικόλαος Πολίτης, γράφει για το περιστατικό:

 

            “ Την ημέρα που πάρθηκεν η Πόλη έβαλαν σ’ ένα καράβι την Αγία Τράπεζα, να την πάνε στην Φραγκιά, για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων. Εκεί όμως στην θάλασσα του Μαρμαρά, άνοιξε το καράβι και η Αγία Τράπεζα εβούλιαξε στον πάτο. Στο μέρος εκείνο η θάλασσα είναι λάδι, όση θαλασσοταραχή και αν είναι γύρω. Και το γνωρίζουν το μέρος αυτό από τη γ΄λήνη που είναι πάντα εκεί και από την ευωδία που βγαίνει. Πολλοί μάλιστα αξιώθηκαν να την ιδούν στα βάθη της θάλασσας.”

Τρία καρά – κρουσταλλένια μου, τρία καρά – τρία καράβια φεύγουνι,

που μέσα που την Πόλι, κλαίει καρδιά μας, κλαίει κι αναστενάζει.

το’ να φορτώνει του Σταυρό, κι τ’ άλλο του Βαγγέλιου

του τρίτου του καλύτερου, την Άγια Τράπεζά μας,

μη μας την πάρουν τα σκυλιά, κι μας τη μαγαρίσουν

Η Παναγιά αναστέναξι, κι δάκρυσαν οι ‘κόνις………

Η Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας αναπαύεται στο βυθό της θάλασσας, πάνω στην άμμο και στα κοχύλια. Το σημείο όπου βούλιαξε το καράβι το ξέρουν καλά οι ναυτικοί και εύκολα το βρίσκουν. Πραγματικά, ακόμα κι όταν η πιο άγρια τρικυμία, φουσκώνει ολόγυρα τα κύματα και κάνει τη θάλασσα να μουγκρίζει, εκεί είναι γαλήνη και ησυχία.

          Από τη λεία και λαμπρή επιφάνεια του νερού ανεβαίνουν γλυκές ευωδιές και αντίλαλος από αγγελικές ψαλμωδίες. Πολλοί άξιοι δύτες που μαζεύουν κοράλλια ή ψαρεύουν σφουγγάρια, προσπάθησαν να κατέβουν και να δουν το ναυαγισμένο καράβι.

          Κανείς δεν τα κατάφερε. Η θάλασσα, πολύ βαθιά σ αυτό το μέρος, φυλάει την Αγία Τράπεζα και τα λείψανα των Αγίων από κάθε βέβηλο μάτι.

           Όταν όμως θα ξαναπάρουμε την Πόλη, η Αγία Τράπεζα, που μένει στην άμμο του βυθού, θ ανέβει στην επιφάνεια όπως ανεβαίνει ο δύτης. Θ αρμενίσει μόνη της κατά το Βυζάντιο και θα την πάρουμε από κει που θ αράξει. Θα την ξαναφέρουμε στην Αγία Σοφία και με χαρούμενους ύμνους, θα την αφιερώσουμε πάλι στη Σοφία του Θεού.

           Τότε, μέσα στη Βασιλική που έχτισε ο μεγάλος Ιουστινιανός, θα λάμψουν πάλι τα μωσαϊκά, οι εικόνες των Αγίων, τα λόγια του Ευαγγελίου, και ο σταυρός θα ξαναφανεί πάνω από το μαρμάρινο τραπέζι που ξέπλυναν τα κύματα.

 

“ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΠΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΝΑ ΚΥΛΑΕΙ“

 

  Οι περισσότεροι τοπικοί θρύλοι για την άλωση της Κωνσταντινούπολης μοιάζουν σε ένα σημείο: όλοι δείχνουν ότι ο χρόνος σταμάτησε με την κατάληψη της ιερής πόλης της Ορθοδοξίας από τους άπιστους Τούρκους και ότι η τάξη στον κόσμο θα επανέλθει με την ανακατάληψη της Βασιλεύουσας από τους Έλληνες. Έτσι, και στην Ήπειρο υπάρχει μιααντίστοιχη λαϊκή δοξασία.

Συγκεκριμένα, ένα πουλί φέρνει την αναγγελία της πτώσης της Πόλης σε μια ομάδα βοσκών που εκείνη τη στιγμή ποτίζουν τα κοπάδια τους σε ένα ποτάμι, Ο θρύλος λέει ότι στο άκουσμα της φοβερής είδησης τα νερά του ποταμίου σταμάτησαν να κυλάνε, αφού και το φυσικό στοιχείο θεώρησε ότι η πτώση της Κωνσταντινούπολης ήταν κάτι το ανήκουστο. Το ποτάμι θα συνεχίσει και πάλι να κυλάει, μόλις απελευθερωθεί η Πόλη, συνεχίζει ο λαϊκός θρύλος…

 

“ΤΑ ΨΑΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΓΕΡΟΥ“

 

Κάποιος καλόγερος είχε ψαρέψει σε ένα ποτάμι ψάρια και τα τηγάνιζε κοντά στην όχθη του ποταμού. Τη στιγμή εκείνη ακούστηκε από ένα πουλί το μήνυμα της πτώσης της Κωνσταντινούπολης στους Τούρκους.

Ο καλόγερος σάστισε και αμέσως τα μισοτηγανισμένα ψάρια πήδησαν από το τηγάνι και ξαναβρέθηκαν στο ποτάμι.

Εκεί ζουν αιώνια μέχρι τη στιγμή της απελευθέρωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, οπότε και θα ξαναβγούν για να συνεχιστεί το τηγάνισμα τους.

 

“Ο Πύργος της Βασιλοπούλας”

 

Στα κάστρα του Διδυμότειχου ένας κυκλικός πύργος, ο ψηλότερος ονομάζεται “πύργος της βασιλοπούλας”. Η παράδοση λέει πως κάποτε ο βασιλιάς διασκέδαζε κυνηγώντας και στη θέση του άφησε την κόρη του. Όταν τον ειδοποίησαν ότι έρχονται οι Τούρκοι είχε τόση εμπιστοσύνη στην οχυρότητα του κάστρου ώστε είπε:

“αν σηκωθεί από τη χύτρα ο κόκορας και λαλήσει, θα πιστέψω ότι κυριεύτηκε η πόλη.

. Οι Τούρκοι όμως χρησιμοποίησαν δόλο και έδειξαν το χρυσοκέντητο μαντήλι του βασιλιά στην κόρη του. Αυτή μόλις το είδε, τους παρέδωσε το κλειδί του κάστρου κι έγινε αιτία της άλωσης. Όταν κατάλαβε πως την ξεγέλασαν, δεν άντεξε την ντροπή και αυτοκτόνησε πέφτοντας από τον πύργο. Από τότε ο πύργος λέγεται της βασιλοπούλας.

 

“0I ΚΡΗΤΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ”

 

Έναν από τους πύργους των τειχών της Πόλης τον υπεράσπιζαν τρία αδέρφια, άρχοντες Κρητικοί που πολεμούσαν με το μέρος των Βενετών (η Κρήτη τότε ήταν κάτω από την κυριαρχία των Βενετών). Μετά την πτώση της πόλης τα τρία αδέρφια και οι άντρες τους εξακολουθούσαν να πολεμούν και παρά τις λυσσώδεις προσπάθειες τους οι Τούρκοι δεν είχαν κατορθώσει να καταλάβουν τον πύργο.

Για το περιστατικό αυτό ενημερώθηκε ο Σουλτάνος και εντυπωσιάστηκε από την παλικαριά τους. Αποφάσισε, λοιπόν, να τους επιτρέψει να φύγουν με ασφάλεια από τον πύργο και να πάρουν ένα καράβι με τους άντρες τους και να γυρίσουν στην Κρήτη. Πραγματικά η πρόταση του έγινε δεκτή με τη σκέψη ότι έπρεπε να μείνουν ζωντανοί για να πολεμήσουν να ξαναπάρουν τη Βασιλεύουσα πίσω από τους απίστους.

Έτσι οι Κρητικοί επιβιβάστηκαν στο πλοίο τους και ξεκίνησαν για το νησί τους. Το πλοίο δεν έφτασε ποτέ στην Κρήτη και ο θρύλος λέει ότι περιπλανιούνται αιώνια στο πέλαγος μέχρι τη στιγμή που θα ξεκινήσει η μάχη για την ανακατάληψη της Πόλης από τους Έλληνες. Τότε το πλοίο των Κρητικών θα τους ξαναφέρει στην Κωνσταντινούπολη για να πάρουν και αυτοί μέρος στη μάχη και να ολοκληρώσουν την αποστολή τους και το ελληνικό έθνος να ξανακερδίσει την Πόλη.

Ὁ Ἃγιος μεγαλομὰρτυς Μηνᾶς

11 Νοεμβρίου, 2016

Αποτέλεσμα εικόνας για αγιος μηνας

Αἴγυπτος ὄντως, εἰ τέκοι, τίκτει μέγα.
Τμηθεὶς ἀληθὲς τοῦτο Μηνᾶς δεικνύει.
Μηνᾶς ἑνδεκάτῃ ἔτλη ξίφος γηθόσυνος κῆρ.

Ο Άγιος Μηνάς γεννήθηκε στην Αίγυπτο στα μέσα περίπου του 3ου αιώνα μ.Χ. από γονείς ειδωλολάτρες. Ωστόσο, το ειδωλολατρικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωνε, δεν κατάφερε να σκληρύνει την καρδιά του η οποία, όταν ήλθε η στιγμή, σκίρτησε ακούγοντας την φωνή του «ἐτάζοντος καρδίας καὶ νεφρούς» (Ψαλμοί 7,10) Θεού και έτσι ο, έφηβος ακόμη, Μηνάς έγινε χριστιανός.Μεγαλώνοντας, επέλεξε να σταδιοδρομήσει στον Ρωμαϊκό στρατό, στο ιππικό τάγμα των Ρουταλικών, υπό την διοίκηση του Αργυρίσκου. Η έδρα της μονάδας του ήταν στο Κοτυάειον (σημερινή Κιουτάχεια) της Μικράς Ασίας. Εκεί ο Μηνάς διακρίθηκε και για την φρόνησή του αλλά και για το ανδρείο του φρόνημα και γι’ αυτό έχαιρε εκτιμήσεως στο κύκλο των στρατιωτικών.

Δυστυχώς όμως, τρεις αιώνες μετά την έλευση του Χριστού και ο παλαιός κόσμος ακόμη δεν ήθελε να δεχθεί το λυτρωτικό μήνυμα της Αναστάσεως, παραμένοντας αυτάρεσκα, εγωιστικά και αυτοκαταστροφικά προσκολλημένος στη φθορά και το σκοτάδι. Οι αυτοκράτορες της Ρώμης άρχισαν και πάλι «πρὸς κέντρα λακτίζειν» (Πράξεις 26,14).

Ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός διέταξαν διωγμό εναντίον των λογικών προβάτων του Χριστού, διωγμό ο οποίος κράτησε από το 303 έως το 311 μ.Χ. Έτσι, οι Ρωμαίοι στρατιώτες διατάχθηκαν να συλλαμβάνουν και να τυραννούν τους χριστιανούς προσπαθώντας να τους κάνουν να αλλαξοπιστήσουν. Αυτή ήταν και η πρώτη κρίσιμη στιγμή κατά την οποία ο Μηνάς κλήθηκε να πει «το μεγάλο ναι ή το μεγάλο όχι». Η πίστη του στον Χριστό νίκησε την κοσμική «σύνεση» και λογική.

Ο Άγιος δεν άντεξε, πέταξε στη γη την στρατιωτική του ζώνη απεκδυόμενος μ’ αυτόν τον τρόπο την ιδιότητα του στρατιώτη – διώκτη των χριστιανών, και διέφυγε στο παρακείμενο όρος. Εκεί ασκήτευε, προτιμώντας την συντροφιά των θηρίων της φύσης από την συντροφιά των αποθηριωμένων ειδωλολατρών. Εκεί, «ἐν ἐρημίαις πλανώμενος καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταὶς ὀπαὶς τῆς γῆς» (Προς Εβραίους 11,38), έζησε επί αρκετό διάστημα με νηστεία, αγρυπνία και προσευχή. Η ασκητική ζωή και η ησυχία εθέρμαναν την καρδιά του ανάβοντας τον θείο έρωτα και τον πόθο του μαρτυρίου.

Έτσι, σε ηλικία πενήντα περίπου ετών, μετά από θεία αποκάλυψη ότι είχε φτάσει η ώρα του μαρτυρίου, κατέβηκε στην πόλη, σε μέρα ειδωλολατρικού πανηγυριού και με παρρησία, εν μέσω των μαινομένων ειδωλολατρών, ομολόγησε τον Χριστό ως τον ένα και αληθινό Θεό, μυκτηρίζοντας τα κωφά και αναίσθητα είδωλα. Συνελήφθη και σύρθηκε δερόμενος μπροστά στον Πύρρο, τον διοικητή της πόλεως. Εκεί, μιλώντας με θάρρος, αποκάλυψε το όνομά του, την καταγωγή του, το στρατιωτικό του παρελθόν και, φυσικά, διεκήρυξε με τόλμη και αταλάντευτη επιμονή την πίστη του στον Χριστό.

Οδηγήθηκε στη φυλακή και το πρωί της επομένης ημέρας, μετά το πέρας του ειδωλολατρικού πανηγυριού, τον παρουσίασαν και πάλι ενώπιον του ηγεμόνος ο οποίος τον κατηγόρησε ότι εξύβρισε τους θεούς και μάλιστα μπροστά του και ότι λιποτάκτησε από τον στρατό. Ο Άγιος αποδέχθηκε τις κατηγορίες χωρίς δισταγμό.

Ο Πύρρος, ευλαβούμενος στην αρχή την ηλικία και την ευκοσμία του, προσπάθησε με λόγια και υποσχέσεις αλλά και με απειλές στη συνέχεια, να τον αποσπάσει από την πίστη του Χριστού. Όταν οι προσπάθειές του προσέκρουσαν στην σταθερή άρνηση του Αγίου, διέταξε να τον υποβάλουν σε ανυπόφορα βασανιστήρια. Οι δήμιοι τον μαστίγωσαν τόσο πολύ ώστε άλλαξαν δύο και τρεις φορές οι μαστιγωτές του. Τον κρέμασαν και τον έγδερναν μέχρι που άρχισαν να φαίνονται τα εσωτερικά όργανα του Αγίου.

Έπειτα, σαν να μην έφθαναν αυτά, έτριβαν το καταπληγωμένο του σώμα με τρίχινο ύφασμα και στο τέλος τον έσερναν γυμνό και κατακρεουργημένο πάνω σε μεταλλικά αγκάθια. Όλα τα υπέμενε με γενναιότητα και καρτεροψυχία ο Μάρτυς του Χριστού, εφαρμόζοντας το Ευαγγελικό «καὶ μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτείναι» (Ματθαίος 10,28).

Μάλιστα, την ώρα του μαρτυρίου, κάποιοι παλιοί συστρατιώτες του τον προέτρεπαν να θυσιάσει στα είδωλα λέγοντας ότι ο Θεός του θα τον δικαιολογήσει βλέποντας τα βασανιστήρια στα οποία τον υπέβαλλαν. Ο Άγιος αρνήθηκε αποφασιστικά και τους απάντησε ότι προσφέρει θυσία ακόμη και τον εαυτό του στον Χριστό, ο οποίος τον ενδυναμώνει για να υπομένει τις πληγές.

Ο ηγεμόνας, θαυμάζοντας την ευστοχία και την σοφία των απαντήσεων του Μάρτυρα, τον ρώτησε απορημένος πώς είναι δυνατόν ένας τραχύς στρατιώτης σαν αυτόν να μπορεί να απαντά κατ’ αυτόν τον τρόπο. Και ο Άγιος, με τη φώτιση του Θεού, του αποκρίθηκε ότι αυτή την ικανότητα την χαρίζει στους μάρτυρές του ο Χριστός, όπως έχει υποσχεθεί στο Ευαγγέλιο: «ὅταν δὲ προσφέρωσιν ὑμᾶς ἐπὶ τᾶς συναγωγᾶς καὶ τᾶς ἀρχὰς καὶ τᾶς ἐξουσίας, μὴ μεριμνᾶτε πῶς ἢ τί ἀπολογήσησθε ἢ τί εἴπητε. Τὸ γὰρ Ἅγιον Πνεῦμα διδάξει ὑμᾶς ἐν αὐτῇ τὴ ὥρα ἃ δεῖ εἰπειν» (Λουκά ιβ’, 11-12).

Τότε, απελπισμένος ο τύραννος, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν. Βαδίζοντας προς τον τόπο της εκτέλεσης ο Άγιος πρόλαβε να ζητήσει από κάποιους κρυπτοχριστιανούς να μεταφέρουν το λείψανό του στην Αίγυπτο.

Ο αποκεφαλισμός του έγινε την 11η Νοεμβρίου στις αρχές του 4ου αι. μ.Χ. (πιθανότατα το 304 μ.Χ.) και έτσι η ψυχή του πέταξε χαρούμενη προς τον Σωτήρα Χριστό τον οποίο τόσο επόθησε ο Άγιος και για τον οποίο θυσιάσθηκε. Οι δήμιοι άναψαν φωτιά για να κάψουν το σώμα του.

Ότι κατάφεραν οι χριστιανοί να περισώσουν από την πυρά το μετέφεραν στην Αίγυπτο και το έθαψαν κοντά στην Μαρεώτιδα λίμνη, νοτιοδυτικά της Αλεξάνδρειας.

Στο σημείο εκείνο σταμάτησε, κατά την παράδοση, η καμήλα που μετέφερε τα λείψανα αρνούμενη πεισματικά να προχωρήσει. Έτσι οι χριστιανοί κατάλαβαν ότι ήταν θέλημα Θεού να ενταφιασθούν εκεί τα λείψανα του Αγίου.

Η περιοχή του τάφου πολύ σύντομα εξελίχθηκε σε προσκυνηματικό – λατρευτικό κέντρο.

Ο Μέγας Κωνσταντίνος, όταν ήταν Πατριάρχης Αλεξανδρείας ο Μέγας Αθανάσιος, ανήγειρε ναό πάνω στον τάφο του Αγίου. Σε λίγα χρόνια δημιουργήθηκε εκεί εκτεταμένο κτιριακό συγκρότημα το οποίο περιελάμβανε δύο ναούς, μοναστήρι, ξενώνες και άλλες εγκαταστάσεις.

Θαύματα του Αγίου Μηνά
Ένας από τους ασκητές της εποχής μας, ο γέρων Πορφύριος, είχε πει στα πνευματικά του τέκνα ότι μετά την κοίμησή του θα είναι πιο κοντά τους απ’ όσο ήταν εν ζωή, διότι πλέον δεν θα υπάγεται στους βιολογικούς νόμους του ανθρωπίνου σώματος. Έτσι και ο Άγιος Μηνάς, επί χίλια επτακόσια χρόνια τώρα μετά την εκδημία του, δεν έχει πάψει να βρίσκεται κοντά στους πιστούς, βοηθώντας όσους με πίστη και ελπίδα στον Θεό τον επικαλούνται.

Από τα πολλά θαύματα του Αγίου που διασώζει η παράδοση θα αναφερθούν στη συνέχεια λίγα και χαρακτηριστικά.

α) Ο άπληστος ξενοδόχος
Κάποιος χριστιανός από την Κωνσταντινούπολη, οδεύοντας για το πανηγύρι του Αγίου Μηνά και έχοντας μαζί του αρκετά χρήματα, κατέλυσε σε ένα ξενοδοχείο. Ο ξενοδόχος είδε τα ξένα χρήματα και, κυριευμένος από απληστία, σκότωσε τον προσκυνητή, τον διεμέλισε και έβαλε τα κομμάτια του σε μία σπυρίδα (ζεμπίλι). Ενώ σκεφτόταν που να θάψει τα μέλη του θύματός του για να μην αποκαλυφθεί το έγκλημα, καταφθάνει στο ξενοδοχείο ένας έφιππος στρατιώτης, ο Άγιος Μηνάς, και τον ρωτάει επίμονα πού βρίσκεται ο προσκυνητής. Ο ξενοδόχος τον διαβεβαιώνει ότι δεν γνωρίζει τίποτε αλλά ο Άγιος ξεπεζεύει, εισέρχεται στα ενδότερα του ξενώνα, βρίσκει την σπυρίδα, την φέρνει μπροστά του και τον ρωτάει με φοβερό και άγριο βλέμμα να του πει ποιος είναι ο νεκρός.

Τότε ο φονιάς έφριξε, πέφτοντας άφωνος και τρέμων στα πόδια του άγνωστου ιππέα. Ο Άγιος συνάρμοσε τα μέλη του θύματος, προσευχήθηκε και ανέστησε το νεκρό προσκυνητή παραγγέλνοντάς του να δοξάζει τον Θεό. Ο αναστημένος, σαν να είχε εγερθεί από τον ύπνο, κατάλαβε όσα έπαθε, εδόξασε τον Θεό και προσκύνησε τον Άγιο.

Μόλις ο φονιάς συνήλθε από τον τρόμο του και σηκώθηκε, του πήρε ο Άγιος τα κλεμμένα χρήματα και τα επέστρεψε στον προσκυνητή λέγοντάς του να συνεχίσει τον δρόμο του.

Έπειτα, για να ολοκληρώσει την ευεργεσία του Θεού, στράφηκε προς τον ξενοδόχο, τον έδειρε όπως του άξιζε, τον ενουθέτησε, του έδωσε συγχώρηση για το έγκλημά του προσευχόμενος γι’ αυτόν, καβάλησε το άλογό του και έγινε άφαντος. Τότε μόνο κατάλαβε ο ξενοδόχος ότι ο στρατιώτης αυτός ήταν ο Άγιος Μηνάς, γεγονός που θυμίζει την εμπειρία των δύο Αποστόλων κατά την πορεία τους προς Εμμαούς, με την συντροφιά του αναστημένου Χριστού. (Λουκά κδ’,31).

β) Η σωτηρία του υπηρέτη
Κάποιος πλούσιος χριστιανός έταξε στον Άγιο Μηνά να προσφέρει έναν ασημένιο δίσκο στο ναό του. Παρήγγειλε λοιπόν στον αργυροχόο δύο δίσκους και του ζήτησε στον μεν ένα να γράψει το όνομα του Αγίου στον δε άλλον το όνομα το δικό του. Επειδή όμως ο δίσκος ο προορισμένος για τον Άγιο έγινε λαμπρότερος και ωραιότερος, ο χριστιανός, από απληστία κινούμενος, δίχως να ντραπεί τον κράτησε για τον εαυτό του.

Ταξιδεύοντας λοιπόν στη θάλασσα, δείπνησε στο πλοίο χρησιμοποιώντας ασυλλόγιστα και χωρίς ευλάβεια τον δίσκο του Αγίου. Μετά το δείπνο ο υπηρέτης του ανευλαβούς χριστιανού προσπάθησε να πλύνει τον δίσκο στη θάλασσα με αποτέλεσμα να του πέσει στο νερό και να βυθισθεί. Τότε ο νεαρός υπηρέτης φοβήθηκε πολύ, σάστισε και, προσπαθώντας να πιάσει τον δίσκο, έπεσε κι αυτός στη θάλασσα.

Όταν ο κύριός του αντελήφθη το συμβάν, συναισθάνθηκε ότι πλήρωνε τα επίχειρα της απληστίας του και τυπτόμενος από την συνείδησή του, παρακαλούσε τον Θεό να βρει έστω το λείψανο του μικρού υπηρέτη του, τάζοντας να δώσει στο ναό του Αγίου Μηνά και τον δεύτερο δίσκο, και τα χρήματα που άξιζε ο χαμένος στη θάλασσα δίσκος. Αφού βγήκε στη στεριά περίμενε με αγωνία στην ακρογιαλιά μήπως και εκβρασθεί το πτώμα του υπηρέτη. Και ενώ παρατηρούσε τη θάλασσα, βλέπει τον μικρό να βγαίνει ζωντανός από το νερό κρατώντας στα χέρια του και τον ασημένιο δίσκο του Αγίου!

Ο πλούσιος έφριξε από το θαύμα και έβγαλε φωνή μεγάλη την οποία ακούγοντας οι επιβάτες του πλοίου βγήκαν όλοι έξω και, βλέποντας το συμβάν, ρωτούσαν τον υπηρέτη, που τους διηγήθηκε τα εξής: «Μόλις έπεσα στη θάλασσα, παρουσιάσθηκαν μπροστά μου τρεις άνθρωποι. Ο μεγαλύτερος από αυτούς φορούσε στρατιωτική στολή, ο άλλος ήταν νεαρός και ο τρίτος ήταν Διάκονος. Αυτοί οι τρεις με πήραν μαζί τους από τον βυθό και περπατώντας χθες και σήμερα, με έφεραν μέχρι εδώ».

Ο κύριος του παιδιού και οι επιβάτες του πλοίου ακούγοντας το εξαίσιο θαύμα, εδόξαζαν τον Θεό και εθαύμαζαν για τους τρόπους που χρησιμοποιεί προκειμένου οι άνθρωποι «εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθείν» (Προς Τιμόθεο Β’ 3,7).

Οι τρεις που έσωσαν τον υπηρέτη ήταν ο Άγιος Μηνάς (ο στρατιωτικός), ο Άγιος Βίκτωρ και ο Αγιος Βικὲντιος.

 

 

 

Οι δύο τελευταίοι Άγιοι εμαρτύρησαν την ίδια ημέρα με τον Άγιο Μηνά. Τον 2ο αι. μ.Χ.. ο Άγιος Βίκτωρ γδάρθηκε ζωντανός από τους ειδωλολάτρες και τον 3ο αι. μ. Χ. ο Άγιος Βικέντιος πέθανε έπειτα από σταύρωση και εξάρθρωση των μελών στην οποία τον υπέβαλαν οι βασανιστές του.

γ) Το θαύμα στο Ηράκλειο της Κρήτης που έγινε το 1826 μ.Χ.
Ακόμη ένα θαύμα του Αγίου Μηνά έλαβε χώρα το 1826 μ.Χ. στο Ηράκλειο της Κρήτης, πόλη στην οποία ιδιαιτέρως τιμάται ο Άγιος. Το 1821 μ.Χ., μετά την έκρηξη της μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης εναντίον των Τούρκων, οι κατακτητές προχώρησαν σε σφαγές χιλιάδων αμάχων σε πολλές περιοχές. Από τους πρώτους που πλήρωσαν με το αίμα τους την επανάσταση ήταν και οι κάτοικοι της Κρήτης. Μεταξύ των χιλιάδων θυμάτων ήταν ο Μητροπολίτης Κρήτης, οι Επίσκοποι Χανίων, Κνωσού, Χεροννήσου, Λάμπης, Σητείας κ.α. οι οποίοι εσφάγησαν, την 24η Ιουνίου 1821 μ.Χ., στον περίβολο του Μητροπολιτικού Ναού του Ηρακλείου. Μάλιστα ο ιερουργών ιερέας εσφάγη πάνω στην Αγία Τράπεζα!

Πέντε χρόνια αργότερα, το 1826 μ.Χ., οι Τούρκοι του Ηρακλείου σχεδίαζαν να προβούν σε σφαγή των Χριστιανών, και πάλι στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Μηνά, στις 18 Απριλίου, ημέρα του Πάσχα, την ώρα της Αναστάσιμης Θείας Λειτουργίας για να πιάσουν τους Χριστιανούς απροετοίμαστους. Για αντιπερισπασμό έβαλαν φωτιά σε διάφορα απομακρυσμένα σημεία της πόλης, ενώ οπλισμένα στίφη είχαν συγκεντρωθεί έξω από το ναό, περιμένοντας την ώρα της αναγνώσεως του Ευαγγελίου για να εισβάλουν και να αρχίσουν την σφαγή.

Μόλις όμως άρχισε η ανάγνωση εμφανίσθηκε ένας ασπρομάλλης ηλικιωμένος ιππέας που έτρεχε γύρω από το ναό κραδαίνοντας το ξίφος του και κυνηγώντας τους επίδοξους σφαγείς οι οποίοι τράπηκαν πανικόβλητοι σε φυγή. Έτσι σώθηκαν οι πολύπαθοι Χριστιανοί του Ηρακλείου από τον φοβερό κίνδυνο.

Οι Τούρκοι νόμισαν ότι ο καβαλάρης ήταν μουσουλμάνος πρόκριτος απεσταλμένος από τον Διοικητή της πόλης για να ματαιώσει την σφαγή. Όταν διαμαρτυρήθηκαν στον Διοικητή, αυτός τους διαβεβαίωσε ότι δεν γνώριζε τίποτε και μάλιστα διαπιστώθηκε ότι ο συγκεκριμένος πρόκριτος δεν είχε βγει καθόλου από το σπίτι του.

Κατάλαβαν τότε οι Τούρκοι ότι επρόκειτο για θαύμα του Αγίου Μηνά, κοινοποίησαν το γεγονός στους Έλληνες και από τότε οι Mουσουλμάνοι ηυλαβούντο πολύ τον Άγιο, προσφέροντας μάλιστα και δώρα στο ναό του. Το θαύμα αυτό του Αγίου Μηνά καθιερώθηκε να τιμάται στο Ηράκλειο την Τρίτη της Διακαινησίμου, οπότε και εκτίθεται σε προσκύνηση, κατά τον εσπερινό, λείψανο του Αγίου.

δ) Το θαύμα στον πατήρ Γεώργιο
«Μεταξύ των αδικημένων Πατέρων της Εκκλησίας μας είναι και ο Οσιώτατος πατήρ Γεώργιος, ο Χατζη-Γεώργης, ο οποίος είναι ένας σύγχρονος Άγιος της εποχής μας, αλλά, μπορούμε να πούμε, και μεγάλος Άγιος, ανάλογα με την εποχή μας.», γράφει ο Γέρων Παϊσιος ο Αγιορείτης.

Ο Γέρων Χατζη-Γεώργης (1809 – 1886 μ.Χ.), «ο μέγας και περιβόητος ασκητής», ασκήτευσε στο Άγιον Όρος επί μακρό χρονικό διάστημα. Επί αρκετά χρόνια έμενε στην Κερασιά, στο μεγάλο Κελί του Αγίου Δημητρίου και Αγίου Μηνά, ως υποτακτικός του Παπα-Νεόφυτου στην αρχή και ως Γέρων της Συνοδείας από το 1848 μ.Χ. και έπειτα. «Κάποτε, ενώ ο Γέροντας ησχολείτο με το εργόχειρο, κατά λάθος κατάπιε μεγάλη βελόνα και προσευχήθηκε προς τον μεγαλομάρτυρα Μηνά.

Στάθηκε τότε ο άγιος ενώπιόν του, έβαλε το χέρι στον λαιμό του και έβγαλε την βελόνα».

ε) Το θαύμα στο Ελ Αλαμέιν το 1942 μ.Χ.
Το 1942 μ.Χ., κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι υπό τον Ρόμμελ δυνάμεις του Άξονα στην Αφρική είχαν καταφέρει να προελάσουν τόσο ώστε να είναι ορατός ο κίνδυνος να φθάσουν στην Διώρυγα του Σουέζ. Στην περιοχή του Ελ Αλαμέιν (αραβική παραφθορά του ονόματος του Αγίου Μηνά), όπου βρισκόταν τα ερείπια ναού του Αγίου Μηνά και ίσως και ο τάφος του, οι αντίπαλες δυνάμεις προετοιμάζονταν για την αποφασιστική σύγκρουση η οποία θα έκρινε το αν οι Σύμμαχοι θα κατάφερναν να παραμείνουν στην Αφρική.

Μεταξύ των συμμαχικών στρατευμάτων βρισκόταν και ελληνική στρατιωτική δύναμη, η οποία πήρε μέρος στη μάχη. Ένα από τα βράδια εκείνα, πολλοί στρατιώτες είδαν τον Άγιο Μηνά να βγαίνει από τα ερείπια του ναού του οδηγώντας ένα καραβάνι με καμήλες, όπως απεικονίζεται σε μία από τις παλαιές αγιογραφίες του ναού του, και να μπαίνει μέσα στο στρατόπεδο των εχθρικών δυνάμεων.

Η εμφάνιση αυτή κατατρόμαξε τους Γερμανούς και υπονόμευσε καίρια το ηθικό τους, πράγμα που συνέβαλε καθοριστικά στη νίκη των συμμαχικών δυνάμεων.

Σε ανταπόδοση της ευεργεσίας αυτής του Αγίου παραχωρήθηκε στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας ο τόπος εκείνος και ξανακτίσθηκε ο ναός καθώς και μοναστήρι του Αγίου Μηνά.

Ὁ μῆνας Ἀπρὶλιος

1 Απριλίου, 2015

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

  Από το λατινικό aperio =ανοίγω, γιατί τότε ανοίγουν-ανθίζουν τα λουλούδια. Είναι ο 4ος μήνας του Γρηγοριανού (νέου) και του Ιουλιανού (παλαιού) ημερολόγιου και ο 2ος του ρωμαϊκού, κοινώς Απρίλης. Ήταν αφιερωμένος στην Αφροδίτη. Θεωρείται ο μήνας της άνοιξης. Τότε οι βοσκοί αφήνουν τα χειμαδιά και ανεβαίνουν στα βουνά. Οι βροχές του θεωρούνται ευεργετικές. Μερικά παρατσούκλια του είναι: Γρίλλης (=γκρινιάρης), Τιναχτοκοφινίδης (τίναζαν τα κοφίνια, δηλ. τέλειωναν οι προμήθειες), Αηγιωργίτης ή Αηγιωργάτης, Λαμπριάτης και Τριανταφυλλάς.
                 ΕΡΓΑΣΙΕΣ:
                 Σπέρνουν ρεβίθια, φασόλια, κεχρί, καλαμπόκι, τεύτλα (από τα οποία παράγεται η ζάχαρη), πατάτες, βαμβάκι και καπνά (ανάλογα βέβαια την περιοχή).
                 Θειαφίζουν τα αμπέλια.
:                Κούρεμα προβάτων
                
ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:
                 «ΠΡΩΤΑΠΡΙΛΙΑ». Αρχαίο έθιμο της δύσης, που ήρθε στην Ελλάδα την εποχή των Σταυροφοριών, από τη Γαλλία. Κατά το έθιμο αυτό συνηθίζουμε να λέμε μικρά αθώα ψέματα, για να πειράξουμε τους φίλους μας με σκοπό το γέλιο.
Στη Σύμη τον Απρίλη ανάβουν φωτιές και πηδώντας λένε: «Έξω ψύλλοι και κοριοί  και μεγάλοι ποντικοί» . Στη Θράκη το πρωταπριλιάτικο νερό της βροχής θεωρείται  ευεργετικό για τις «θερμές» (πυρετούς) . Στη Κύπρο δεν απλώνουν ρούχα την 1η  Πέμπτη του Απρίλη («πρωτόπεφτο»), ούτε βγάζουν έξω από το σπίτι εργαλεία,  γιατί  καταστρέφεται η καλή τύχη του σπιτιού, «αναθεμελιώνεται» .Την ημέρα αυτή δεν  κάνει να σκάψει κάποιος, γιατί «σκάφτει το λάκκο του».
«ΑΝΑΠΙΑΣΜΑ». Τη Μ. Τετάρτη, οι νοικοκυρές ανάπιαναν (=ανανέωναν) το προζύμι για το ζύμωμα του ψωμιού όλης της χρονιάς.
ΒΑΨΙΜΟ ΑΒΓΩΝ. Το έθιμο αυτό το πήραμε μάλλον από τους Εβραίους, αφού κι αυτοί γιορτάζοντας το δικό τους Πάσχα, έκαναν κάτι αντίστοιχο. Τη Μ. Πέμπτη το πρωί, οι γυναίκες έβαφαν τα αβγά κόκκινα (στις περισσότερες περιοχές, γι’ αυτό κι ο λαός μας την ονομάζει Κόκκινη Πέμπτη ή Κοκκινοπέφτη), ή πολύχρωμα. Για το κόκκινο χρώμα δίνουν διάφορες εξηγήσεις. Άλλοι λένε ότι θυμίζει το αίμα του Χριστού, άλλοι λένε ότι είναι το χρώμα της χαράς κι άλλοι διηγούνται ότι όταν αναστήθηκε ο Χριστός, η πρώτη που τον είδε, ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή. Έτρεξε να το αναγγείλει στους μαθητές του. Την ώρα εκείνη συνάντησε μια γνωστή της γυναίκα που γύριζε από το κοτέτσι, κρατώντας στην ποδιά της αβγά.
-Πού τρέχεις έτσι; Τη ρώτησε η γυναίκα.
-Τρέχω να πω στους μαθητές του Κυρίου, πως εκείνος αναστήθηκε, απάντησε η Μαγδαληνή.
-Δεν το πιστεύω. Θα το πιστέψω μόνο όταν αυτά τα αβγά που μάζεψα, γίνουν κόκκινα.
Το πρώτο που έβαφαν, είχε ξεχωριστεί σημασία για τη νοικοκυρά. Το ονόμαζαν «το αβγό της Παναγιάς» και το έβαζαν στο εικονοστάσι. Το παλιό, που είχαν κρατήσει από την προηγούμενη χρονιά (λένε μάλιστα ότι αυτό το αυγό δεν χάλαγε), το πέταγαν στο ποτάμι. Κάποτε το κράταγαν 7 χρόνια, μέχρι ο κρόκος του να γίνει σαν κεχριμπάρι και το είχαν σαν φυλακτό για τις έγκυες. Αυτό το αβγό το έλεγαν Κρατητήρα.
Σε πολλά μέρη της Ελλάδας, οι νοικοκυρές, ανάλογα με τον αριθμό των μελών της οικογένειας, τοποθετούσαν σ’ ένα κουτάκι τόσα αβγά και τα πήγαιναν στην εκκλησία το απόγευμα της Μ. Πέμπτης, για να πάρουν τη «θεία χάρη» από τα 12 ευαγγέλια που διαβάζονται εκείνο το βράδυ. Αυτά τα αβγά τα έλεγαν «ευαγγελισμένα» και τα άφηναν στην εκκλησία μέχρι το βράδυ του Μ. Σαββάτου, οπότε και τα έφερναν ξανά στο σπίτι τους. Τα τσόφλια των «ευαγγελισμένων» αβγών τα έριχναν στα χωράφια, στις ρίζες των δέντρων κι έλεγαν την ευχή: «να πιάσουν όλα τα φυτέματα».
Στην Κορώνη, τα Μεγαλοπεφτιάτικα αβγά τα φυλάνε και τα έτρωγαν όταν τους πονούσε ο λαιμός τους.
Στην Ύδρα, την βαφή των κόκκινων αβγών δεν τη έχυναν, γιατί πίστευαν πως έτσι δεν έδιωχναν την καλή τύχη των κοριτσιών τους.
Από το βράδυ της Ανάστασης κι ύστερα, οι πιστοί τσουγκρίζουν τα κόκκινα αυγά, από εκδήλωση χαράς, ευχόμενοι: «Χριστός Ανέστη», κι αντεύχονται «Αληθώς Ανέστη».
Στην ΚΕΡΚΥΡΑ, το πρωί του Μ. Σαββάτου, μετά την περιφορά του σκηνώματος του Αγ. Σπυρίδωνα, στους δρόμους της πόλης, στις 11.00 ακριβώς, οι κάτοικοι πετούν απ’ τα παράθυρά τους τις μπότιδες (πήλινα σκεύη). Ο θόρυβος που προκαλείται, δίνει το σύνθημα της πρώτης Ανάστασης. Κάτι ανάλογο γίνεται και στη Λευκάδα με το έθιμο «Το κομμάτι», όπως το αποκαλούν οι ντόπιοι.
Στο ΛΕΩΝΙΔΙΟ, τη νύχτα της Ανάστασης, μόλις ακουστεί το «Χριστός Ανέστη», ο ουρανός γεμίζει από εκατοντάδες αυτοσχέδια αερόστατα, που κατασκευάζουν οι κάτοικοι μόνοι τους, από κόκκινο χαρτί, σύρμα, καλάμι και στουπί. Επίσης οι «αφανοί», δηλ. μεγάλες φωτιές, που καίνε τον Ιούδα, συμπληρώνουν την ατμόσφαιρα.
«ΡΟΥΚΕΤΟΠΟΛΕΜΟΣ». Έθιμο από τα χρόνια της τουρκοκρατίας στο Βροντάδο της Χίου. Από παλιά στο χωριό αυτό, ανάμεσα στις εκκλησίες του Αγίου Μάρκου και την Παναγία Ερυθεανή υπήρχε ένας ανταγωνισμός, με την καλή βέβαια έννοια. Αυτή την αγάπη τους, οι ενορίτες των 2 αυτών εκκλησιών, την εκδηλώνουν το βράδυ της Ανάστασης, με ρουκέτες προσπαθώντας να «κανέψουν» (να στοχεύσουν) ο ένας την εκκλησία του άλλου. Στις 12 τα μεσάνυχτα που θα σημάνουν οι καμπάνες, οι ρουκέτες θα σχίσουν τον ουρανό, σκορπώντας  τη μυρωδιά του καπνού με τους χαρακτηριστικούς ήχους της απογείωσής τους. Και όταν τελειώνει ο πόλεμος, χωρίς νικητές και χαμένους, τσουγκρίζουν τα αυγά της «αγάπης» και αρχίζει το γλέντι.
«ΛΑΜΠΡΟΚΕΡΙΑ». Σε πολλά χωριά, οι κάτοικοι έχουν έθιμο να πλάθουν μόνοι τους τα λαμπριάτικα κεριά, δηλ. τις λαμπάδες της Λαμπρής, από αγνό κερί. Τη λαμπάδα που ανάβουν το βράδυ της Ανάστασης, τη φέρνουν άσβηστη στο σπίτι τους, «για το καλό» και ανάβουν μ’ αυτήν το καντίλι, σχηματίζουν δε με τη κάπνα της ένα σταυρό στο πάνω μέρος της εξώπορτας του σπιτιού.
ΚΟΥΛΟΥΡΙΑ & ΨΩΜΙΑ ΛΑΜΠΡΗΣ. Τις φτιάχνουν τη Μεγάλη Εβδομάδα. Τις ζυμώνουν με διάφορα μυρωδικά, προσθέτουν μαστίχα, γλυκάνισο, ζουμί από βρασμένα δαφνόφυλλα & τις στολίζουν με αμύγδαλα, σουσάμι και στολίδια φτιαγμένα με το ζυμάρι. Τις πλάθουν στρογγυλές ή μακρουλές και στη μέση τοποθετούν ένα κόκκινο αυγό.
ΛΑΜΠΡΙΑΤΗΣ ή ΠΑΣΧΑΤΗΣ. Είναι το σουβλιστό (κυρίως) αρνί που προορίζεται για το πασχαλινό τραπέζι. Σφάζεται το Μ. Σάββατο. Έπρεπε να είναι άσπρο, αρτιμελές, γερό και στολιζόταν με κόκκινη κορδέλα, για να ξεχωρίζει από τα άλλα. Με το αίμα του σταυρωνόταν τα μέτωπα των παιδιών και το ανώφλι της πόρτας για το καλό και την υγεία.
«Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΩΝ ΓΕΡΟΝΤΩΝ» (Αράχοβα). Την ημέρα του Αγίου Γεωργίου, οι γέροντες, μετά τη θεία λειτουργία, πηγαίνουν σ’ έναν απότομο ανήφορο γεμάτο κροκάλες και παραβγαίνουν κι όποιος νικήσει παίρνει ένα αρνί. Μετά τον αγώνα γίνεται χορός και κατόπιν βγάζουν την εικόνα, αφού ακουστούν κανονιές.
                 ΓΙΟΡΤΕΣ:
                 ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ (Η ανάσταση του «φίλου» του Χριστού). Συμβολίζει το φως της ανάστασης και τη σκιά της ανθρώπινης μοίρας. Ο Λαζαρίτικος παιδικός αγερμός: Μικρά κορίτσια (σε άλλες περιοχές και μεγάλες γυναίκες), οι ΛΑΖΑΡΙΝΕΣ, το Σάββατο του Λαζάρου, γυρνούν από σπίτι σε σπίτι, με μια κούκλα (πάνω σε 2 ξύλα που τα δένουν σταυρωτά με λογιών-λογιών κουρέλια, σχηματίζουν μια μεγάλη κούκλα με τα χέρια τεντωμένα στα πλάγια, ύστερα τη ντύνουν μετά μ’ ένα μωρουδίστικο φορεματάκι κι από πάνω της ρίχνουν ένα όμορφο χρωματιστό κεφαλομάντηλο) στο χέρι & ένα ανθοστόλιστο καλαθάκι, φέρνοντας την είδηση της ανάστασης του Λάζαρου, τραγουδώντας:
                       Ξύπνα Λάζαρη κι μην κοιμάσι, τώρα μέρα σου, τώρα χαρά σου,
τώρα που ‘ρθαμι στην αφεντιά σου.
Τα κουτάκια σας αβγά γιννούνι κι οι φωλίτσες σας δεν τα χουρούνι
δόσι μας κι μας να τα χαρούμι.
Δόμ’ αφέντη μου λίγον νεράκι πούν’ τα χ’λάκια μου πικρό φαρμάκι.
                 Στη ΧΙΟ:
                                      Ήρθεν ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια
                                     ήρθε κι η Κυριακή που τρων’ τα ψάρια.
Βάγια-Βάγια των Βαγιών (ρεφρέν) τρώνε ψάρι και κολιό
και την άλλη Κυριακή τρων’ το κόκκινο αβγό.

                       Εις την πόλη Βηθανία κλαίει η Μάρθα κι η Μαρία
Μάρθα κλαίει τον αδελφό της, τον γλυκό τον καρδιακό της.
-Λάζαρέ μου ίντα είδες, εις τον Άδη που επήγες;
-Είδα πόνους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι, να ξεπλύνω το φαρμάκι
της καρδιάς μου των χειλέων και μη με ρωτάτε πλέον.
Το αυγουλάκι στο καλαθάκι και το φραγκάκι μες στο τσεπάκι.
Και του χρόνου και να ζείτε, την Ανάσταση να δείτε.
                  Σαν φιλοδώρημα τυπικό, μάζευαν στο καλαθάκι άβαφα αβγά (ή και χρήματα) για να τα βάψουν τη Μ. Πέμπτη.
Στην ΚΡΗΤΗ, Τα παιδιά γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι, κρατώντας ένα σταυρό που έχουν φτιάξει από καλάμια και τον έχουν στολίσει με λεμονανθούς και «μαχαιρίδες» (αγριόχορτα, με κόκκινο λουλούδι) και λένε τον «Λάζαρο».
Στη ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ, ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και ΘΡΑΚΗ, γυρίζουν μόνο κορίτσια. Ένα απ’ αυτά κρατά ένα κόπανο (μ’ αυτό κοπανίζουν τα ρούχα της μπουγάδας), τυλιγμένο με χρωματιστά υφάσματα, σαν να είναι μωρό, και τραγουδούν το Λάζαρο.
Σε ορισμένα ΝΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ (Σκύρος, Χίος), τα παιδιά φτιάχνουν το Λάζαρο με μια κουτάλα, ενώ δένουν ένα ξύλο σταυρωτά πάνω στην κουτάλα, πως είναι δήθεν τα χέρια. Ντύνουν την κουτάλα με ρουχαλάκια μωρού, τη στολίζουν με λουλούδια και την περιφέρουν από σπίτι σε σπίτι. Το ένα παιδί της παρέας κουνάει την κούκλα, το «Λάζαρο», ανάλογα με το ρυθμό του τραγουδιού. Ένα άλλο παιδί κρατάει ένα καλαθάκι, όπου οι νοικοκυρές βάζουν μέσα τα φιλέματα. Αυτά μπορεί να είναι αβγά, κουλούρια ή και χρήματα.
ΜΕΓΑΛΗ ΒΔΟΜΑΔΑ. Το πένθος της Χριστιανοσύνης.
ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ: Σε πολλά μέρη της πατρίδας μας τραγουδούν την ημέρα της Μ. Παρασκευής, την ώρα που στολίζουν τον επιτάφιο, αυτό το μοιρολόγι:
                           Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα
                            σήμερα εσταυρώσανε των πάντων βασιλέα.
Οι φθονεροί αρχιερείς και γραμματείς οι πρώτοι
χρήματα έταζαν πολλά για να ‘βρουν τον προδότη.
Ως ήταν πρέπον και τιμή δώρα να ετοιμάσουν
συμβούλιον εποίησαν, Αυτόν δια να πιάσουν.
Με δολερόν συμβούλιον, έστησαν την παγίδα
και έπιασαν τον δολερόν Απόστολον Ιούδαν.
Σημαίνει η γης σημαίν’ ο θεός, σημαίνουν τα ουράνια
σημαίνει κι Αγια Σοφιά, με τσ’ δικουχτώ καμπάνες.
Β΄ ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ
                       Τώρα είν’ Αγιά Σαρακοστή, τώρα είν’ Άγιες ημέρες
που λειτουργούν οι εκκλησιές και ψέλνουν οι παπάδες.
Άκου βροντές και αστραπές και ταραχές μεγάλες
Βγαίνει να δει στην πόρτα της, να δει στη γειτονιά της.
Βλέπει τον ουρανό θαμπό και τ’ άστρα βουρκωμένα
Και το φεγγάρι το λαμπρό στο αίμα βουτηγμένο
Βλέπει τον Γιάννη κ’ έρχεται δαρμένος και κλαμένος:
«Τι έχεις Γιάννη μου και κλαις κι είσαι βουρκωμένος;»
«Δεν έχω στόμα να στο πω, μιλιά να σου μιλήσω
μήτε καρδιά μου το κρατά, να στο μολογήσω»
-Τον δάσκαλό μου πιάσανε οι άνομοι Εβραίοι
οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι
Σαν τ’ άκουσε η Δέσποινα, πέφτει, λιποθυμάει
Τρία σταμνιά ροδόνερο, τρία σταμνάκια μόσχο
Και τρία σταμνιά ανθόνερο, ως να τη συνεφέρει κι αυτά τα λόγια λέει:
«Να ‘ρθει η Μάρθα κι η Μαρία και του Προδρόμου η μάνα
να πάρουμε όλες το στρατί, νάμαστε τρεις αντάμα»
Παίρνουνε το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι
Και το στρατί τους έβγαλε, στ’ ατσίγγανου τη μάνα
«Ώρα καλή σου ατσίγγανε, τι είν’ αυτά που κάνεις;»
«Καρφιά μου παραγγείλανε, οι φίλοι μου οι Εβραίοι
τέσσερα παραγγείλανε κι εγώ τα κάνω πέντε
τα δυο του, δυο του γόνατα, τα δυο του, δυο του χέρια
το πέμπτο το φαρμακερό να μπει μεσ’ τη καρδιά του
να τρέξει αίμα και νερό, να λιγωθεί η καρδιά του»
Σαν τ’ άκουσε η Δέσποινα, πέφτει λιγοθυμάει
Κι όταν τη συνεφέρανε, αυτόν τον λόγο λέει:
«Ανάθεμά σε ατσίγγανε εσύ και τα παιδιά σου
εσύ και η φαμίλια σου κι όλα τα γονικά σου
ανάθεμά σε ατσίγγανε χαΐρι να μην κάνεις
ούτε ψωμί στο ράφι σου ποτέ να αποτάξεις»
Παίρνουν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι
Και το στρατί τους έβγαλε μπρος του Πιλάτ’ την πόρτα
Βλέπουν την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα
Και τα ψηλά παράθυρα σφιχτά, μανταλωμένα
Άνοιξε η πόρτα του ληστού κι η πόρτα του Πιλάτου
Κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της
Βλέπει δεξά, βλέπει ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει
Βλέπει και ξαναδεύτερα, βλέπει τον Άγοι Γιάννη
«Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε και βαφτιστή του γιου μου
εμένα είναι ο γιόκας μου και σένα δάσκαλός σου»
«Δεν έχω στόμα να στο πω, μιλιά να σου μιλήσω
μήτε η καρδιά μου το βαστά, να στο ομολογήσω.
Βλέπεις Εκείνον τον γυμνό, τον παραπονεμένο;
Οπού φορεί στη κεφαλή τ’ ακάνθινο στεφάνι;
Εκείνος ειν’ ο γιόκας σου και μένα δάσκαλός μου»
Πάει κοντά η Παναγιά και Τον επροσκυνάει
«Κατέβα γιε μου χαμηλά, να σε γλυκοφιλήσω
να βγάλω τη χρυσή ποδιά, το αίμα να σκουπίσω»
«Άντε μάνα στο σπίτι μας και διάφορο δεν έχεις
και το Μεγάλο Σάββατο κάτσε να μ’ απαντέχεις
βάλε κρασί στον μαστραπά κι αφράτο παξιμάδι
να φαν οι μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες
να φάνε κι οι καλόπαντρες για τους καλούς τους άντρες.
Πήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι
και το στρατί τους έβγαλε στης Παναγιάς την πόρτα
βάζει κρασί στο μαστραπά, αφράτο παξιμάδι
και φάγαν μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες
φάγαν κι οι καλόπαντρες, για τους καλούς τους άντρες
Περνά κι η Άγια Καλή και το χαμογελάει
«Ποιος είδε γιο εις το σταυρό και μάνα στο τραπέζι;»
«Α, να χαθείς, Άγια Καλή, ποτέ να μην γιορτάζεις
ποτέ να μη βρεθεί κανείς, κεράκι να σ’ ανάβει»
Όποιος τ’ ακούει σώνεται κι όποιος το λέει αγιάζει
Κι όποιος το καλοαφουγκράζεται, παράδεισο θα λάβει.
                   ΠΑΣΧΑ (ΛΑΜΠΡΗ-ΠΑΣΧΑΛΙΑ). Η κορύφωση του ανοιξιάτικου, αναγεννητικού, λατρευτικού κύκλου, η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.
ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΣ, ΝΙΑ ΒΔΟΜΑΔΑ, ΑΣΠΡΟΒΔΟΜΑΔΟ, ΛΑΜΠΡΟΣΚΟΛΑ. Είναι η βδομάδα μετά το Πάσχα. Γιορτές & εκδηλώσεις (Θαύμα δρακοντοκτονίας) για τον Άγιο Γεώργιο (ιδιαίτερα αγαπητός στους αγροτοποιμένες & στους νησιώτες), πομπικές περιφορές εικόνων και το «ύψωμα των δέντρων», χαρακτηρίζουν αυτή την εβδομάδα.
                   ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
                    «O Απρίλης με τα λουλούδια και ο Μάης με τα ρόδα».
«Ο Μάης έχει το όνομα και ο Απρίλης τα λουλούδια».
«Ο Απρίλης έχει την δροσιά και ο Μάης τα λουλούδια».
«Αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σε κείνο το ζευγά που ‘χει πολλά σπαρμένα».
«Και τ’ Απριλιού τις δεκαχτώ, πέρδικα ψόφησε στ’ αβγό».
«Των καλών ναυτών οι γυναίκες, τον Απριλομά χηρεύουν».
«Αν ρίξει Απρίλης τρεις βροχές κι ο Μάης άλλες δύο, να δεις σταφύλια σαν παιδιά και πίτες σαν αλώνια».

«Αλί στα Μαρτοκλάδευτα και τ’ Απριλοσκαμένα» [δηλ. Το Μάρτη δεν πρέπει να γίνεται κλάδεμα και τον Απρίλη δεν πρέπει να σκάβουμε τη γη]
«Αν βρέξει ο Απρίλης δυο νερά κι ο Μάης άλλο ένα τότε τ’ αμπελοχώραφα χαίρονται τα καημένα».
«Αν βρέξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης πέντε-δέκα, να ιδείς το κοντοκρίθαρο πώς στρίβει το μουστάκι, να ιδείς και τις αρχόντισσες πώς ψιλοκρισαρίζουν, να ιδείς και την φτωχολογιά πώς ψιλοκοσκινάει».
«Αν κάνει ο Μάρτης τρία νερά κι ο Απρίλης άλλα δύο, να δεις του Μάρτη τα κουκιά, τ’ Απρίλη τα σιταράκια, να δεις το γέρο- Κρίθαρο πώς τρέφει τη μουστάκα».
«Απρίλης έχει τα χάδια κι ο Μάρτης τα δαυλιά».
«Απρίλης φέρνει την δροσιά, φέρνει και τα λουλούδια».
«Απρίλης, Μάης, κοντά ειν’ το θέρος».
«Και τ’ Απριλιού ταις δεκοχτώ, πέρδικα ψόφησε στ’ αυγό» [δηλ. απ’ το κρύο]
«Ο Απρίλης ο γρίλλης, ο Μάης ο πολυψωμάς». [δηλ. το μήνα Απρίλιο οι γεωργοί έχουν λίγες αγροτικές εργασίες ενώ τον Μάιο έχουν πολλές και χρειάζονται πολλά ψωμιά για τους εργάτες]
«Σαν ρίξει ο Μάρτης μια βροχή κι Απρίλης άλλη μία, να δεις κουλούρες στρογγυλές και πίττες σαν αλώνι».
«Τον Απρίλη και το Μάη κατά τόπους τα νερά».
«Του Απρίλη η βροχή, κάθε σταγόνα και φλουρί».
«Του Απρίλη η βροχή, κάθε στάλα και φλουρί».
«Του Μάρτη ξύλα φύλαγε, μην κάψεις τα παλούκια, και τ’ Απριλιού τις δεκοχτώ, μην κάψεις τα καρούλια (του αργαλειού)».
«Των καλών ναυτών τα ταίρια τον Απριλομάη χηρεύουν».
«Ως τ’ Απριλιού τις δεκαοχτώ να’ χεις τα μάτια σου ανοιχτά. Περάσανε οι δεκαοχτώ, άραξε πάνω σ’ ένα αυγό» [δηλ. Οι γεωργοί ανησυχούν για τον καιρό μέχρι τις 18 Απριλίου]