Archive for the ‘Ιστορία’ Category
Περὶ τῆς ἀλὼσεως τῆς Κωνστανινουπὸλεως
29 Μαΐου, 2021Ἀφιὲρωμα στοὺς ἣρωες τοῦ 21
24 Μαρτίου, 2021Μηχανὴ τοῦ χρὸνου -Ἡ Ἃλωση τῆς Πὸλης-
29 Μαΐου, 2020Γὲροντας Εὐμὲνιος
23 Μαΐου, 2019
1821
25 Μαρτίου, 2018
Θεσσαλονίκην οὒ μ’ ἐθέσπισεν, -Αὐτοβιογραφικά κείμενα τοῦ Ντίνου Χριστιανόπουλου-ἀπὸ Μπὰμπη-
27 Οκτωβρίου, 2017[απόσπασμα σχετικό με την εθνική γιορτή]
«… Αλλά το εκπληκτικότερο είναι ότι μαζί με το σπίτι μας βομβαρδίστηκε και η ίδια η Αγία Σοφία. Ίσως οι Ιταλοί είχαν ένα σατανικό σχέδιο: να βομβαρδίσουν τα μνημεία μας. Και άρχισαν από την Αγια-Σοφιά και την Παναγία Χαλκέων. Γιατί δεν μπορώ να διανοηθώ τι άλλο ήθελαν να βομβαρδίσουν σε κείνη την περιοχή. Και φαίνεται ότι τα κατάφεραν αρκετά καλά γιατί δύο ή τρεις βόμβες έπεσαν πάνω στον τρούλο της Αγίας Σοφίας.
Το πράγμα ήταν τρομερό. Γιατί, όπως ξέρετε, ο τρούλος έχει ένα από τα ωραιότερα ψηφιδωτά όλου του κόσμου. Είναι η Ανάληψη του Χριστού. Ο Χριστός ανεβαίνει στους ουρανούς, από κάτω τον βλέπουν όρθιοι οι Δώδεκα Απόστολοι και μαζί τους η Παναγία. Είναι και δύο άγγελοι. Ένα τεράστιο ψηφιδωτό ανεκτίμητης τέχνης, που καλύπτει όλο τον τρούλο και που έγινε πιθανώς περί το 885 μ.Χ. Λοιπόν καταλαβαίνετε τι τρομερό πράγμα ήταν να βομβαρδιστεί ο τρούλος μ’ αυτό το αριστούργημα. Αλλά όσο και τρομερό να ήταν, όσο και σατανικά να σκέφτηκαν οι Ιταλοί, η Παναγία φαίνεται πως έβαλε το χέρι της.
Και, ω του θαύματος, οι τρεις βομβίτσες γλίστρησαν κι έπεσαν στη βόρεια αυλή της εκκλησίας, δηλαδή στο τμήμα της αυλής που ήταν πολύ κοντά προς το σπίτι μας. Και πέφτοντας στο χώμα δεν έκαναν κανένα κακό. Παρ’ όλα αυτά, πρόλαβε μία βόμβα και γκρέμισε ένα μικρό τοιχάκι του τρούλου. Ο τρούλος στηρίζεται σε τέσσερα μικρά τοιχία, από τα οποία το ένα, το βορειοδυτικό, η βόμβα το κατέστρεψε και ταυτόχρονα έπεσαν μερικές ψηφίδες, ευτυχώς όχι ολόκληρο το τμήμα του ψηφιδωτού. Αυτή ήταν η μοναδική καταστροφή. Υπάρχουν ακόμα φωτογραφίες με το κατεστραμμένο αυτό τοιχίο και είναι συγκινητικό ότι ο έφορος αρχαιοτήτων Χαράλαμπος Μακαρόνας, εφτά μήνες μετά τον βομβαρδισμό, με πενιχρά μέσα και άγριες κατοχικές πείνες, κατάφερε να χτίσει το τοιχίο και να αποκαταστήσει εντελώς τη βλάβη στον τρούλο. Ο λαός, πάντως, ήξερε ένα πράγμα: η Παναγία είχε κάνει το θαύμα της. Και πήγαιναν όλοι στο μέρος που έπεσαν οι βόμβες και προσκυνούσαν.
Δεν σου επέτρεπε την παραμικρή αμφιβολία
Ωστόσο, το γεγονός αυτό πολύ γρήγορα επισκιάστηκε από έναν άλλο κύκλο θαυμάτων, που ήταν απείρως πιο εντυπωσιακός. Ξαφνικά, εμφανίστηκαν σε καμιά δεκαριά σημεία, στο κέντρο της πόλης (Θεσσαλονίκης), εικόνες της Παναγίας στα τζάμια διαφόρων μαγαζιών. Στην αρχή μας το λέγαν και δεν το πιστεύαμε. Οι Παναγίες που εμφανίστηκαν στα τζάμια δεν ήταν ζωγραφισμένες, αλλά αχειροποίητες. Η εικόνα σχηματιζόταν στο εσωτερικό του τζαμιού, μέσα δηλαδή στην ύλη του γυαλιού, δεν ήταν ούτε από την έξω μεριά ούτε από την μέσα. Και ήταν και χρωματισμένη, αλλά με άυλα και ανεξίτηλα χρώματα.
Στην αρχή μερικοί δύσπιστοι έλεγαν ότι ήταν η ιδέα μας, ότι αυτά ήταν υστερίες του πλήθους. Άλλοι πάλι έλεγαν ότι διάφοροι έξυπνοι το σοφίστηκαν αυτό, κυρίως καντηλανάφτες, για να πηγαίνει ο λαός να προσκυνάει και να αγοράζει κεριά. Πάντως κάποιοι είχαν φέρει μανουάλια και μπορούσες να ανάψεις εκεί μπροστά στη βιτρίνα του μαγαζιού, όπου είχε εμφανιστεί η Παναγία, ένα κερί. Αυτό διαδίδονταν για διάφορα σημεία της πόλεως. Και μια μέρα, Αγίας Σοφίας και Εγνατία σχεδόν στη γωνία, λίγο παρακάτω από το ξενοδοχείο «Κασσάνδρα», σ’ ένα κουρείο, όπου πολλά χρόνια αργότερα πήγαινα και κουρευόμουνα κι εγώ, εμφανίστηκε στην τζαμαρία του μια ζωγραφιά της Παναγίας. Ήταν τόσο καθαρή, τόσο βυζαντινή και τόσο ανεξίτηλη, που δεν σου επέτρεπε την παραμικρή αμφιβολία. Μπορεί οι διάφοροι να είχαν τις απιστίες τους, αλλά ο κόσμος στεκόταν με τις ώρες στην ουρά (που έφτανε από το κουρείο μέχρι την Αγια-Σοφιά) για να προσκυνήσει.
Κάποτε πήγα κι εγώ και έτσι αξιώθηκα να δω την Παναγία από κοντά. Έπιανες το τζάμι και δεν έπιανες τίποτα. Αλλά η εικόνα υπήρχε. Δεν κάλυπτε όλη την επιφάνεια του τζαμιού, αλλά μόνο το κέντρο του. Θα έλεγες πως ήταν σαν βιτρώ, αλλά δεν ήταν ούτε βιτρώ. Τα χρώματα ήταν πολύ άυλα και αχνά. Ο κόσμος προσκυνούσε και ασπάζονταν την αχειροποίητη εικόνα στο τζάμι, μερικοί άναβαν και κάνα κερί που έφερναν μαζί τους αλλά κανείς δεν έδινε λεφτά. Και άλλωστε πού να τα δώσει και γιατί; Ήταν πραγματικά μια από τις συγκινητικότερες στιγμές του ελληνοϊταλικού πολέμου. Γιατί διαβάζαμε στις εφημερίδες ότι και οι πολεμιστές στο μέτωπο έβλεπαν την Παναγία να διαγράφεται στον ορίζοντα και να τους κατευθύνει.
Ακόμη και το θαύμα του τρούλου της Αγίας Σοφίας ήταν λιγότερο εντυπωσιακό, αλλά το θαύμα της Παναγίας πάνω στα τζάμια ήταν κάτι απερίγραπτο. Και επειδή καθόμασταν πολύ κοντά στο κουρείο (δυο τετράγωνα μας χώριζαν όλο κι όλο), το μικρό εκκλησάκι με τον βυζαντινό τοίχο γέμιζε κάθε απόγευμα από γυναίκες, ακόμη και νέες, που έλεγαν τον Ακάθιστο Ύμνο.
Αν θυμούμαι καλά, οι αχειροποίητες αυτές εικόνες της Παναγίας έμειναν ένα μήνα και μετά χάθηκαν ακριβώς όπως ήρθαν. Τότε πολλοί διέδωσαν ότι η εξαφάνιση των εικόνων ήταν κακό σημάδι και πως θα χάναμε όπου να ’ταν τον πόλεμο στην Αλβανία…»
Ἡ γεννοκτονὶα τῶν Ποντὶων
20 Μαΐου, 2017
Ἡ Ἁγὶα Μεγαλομὰρτυς τοῦ Χριστοῦ Αἰκατερὶνα
25 Νοεμβρίου, 2016Την πανεύφημον νύμφην Χριστού υμνήσωμεν,
Αικατερίναν την Θείαν και πολιούχον Σινά,
την βοήθειαν ημών και αντίληψιν ότι
εφήμωσε λαμπρώς τους κομψούς
των ασεβών τού Πνεύματος τή μαχαίρα,
και νυν ως μάρτυς στεφθείσα,
αιτείται πάσι το μέγα έλεος.
Κοντάκιο της Αγίας Αικατερίνης
Χορείαν σεπτήν ενθέως, φιλομάρτυρες, εγείρατε νυν
γεραίροντες την πάνσοφον Αικατερίναν. Αύτη γαρ
εν σταδίω τον Χριστόν εκήρυξε και τον όφιν επάτησε
ῥητόρων την γνώσιν καταπτύσασα.
Μεγαλυνάριο της Αγίας Αικατερίνης
Έχει το σον πνεύμα ο ουρανός,
σώμα δε Θείον τεθησαύρισται εν Σινά,
αίμα μαρτυρίου εν Αλεξανδρουπόλει,
σοφή Αικατερίνα σκέπε τούς δούλους σου.
Μεταξύ των ενδόξων μεγαλομαρτύρων τής χριστιανικής Πίστης διακεκριμένη θέση κατέχει η νύμφη τού Χριστού, Αικατερίνα, η πολιούχος τού θεοβάδιστου Όρους Σινά.
Για την Αγία Αικατερίνη συνέγραψε ο αγιολόγος Συμεών ο Μεταφραστής στο εκτενέστατο «Μαρτύριο». Επιπλέον υπάρχουν και άλλα τρία στην ελληνική γλώσσα με αρκετές παραλλαγές μεταξύ τους. Το ένα από αυτά το αποδίδει στον εαυτό του ο Αθανάσιος ο ταχυγράφος, ονομάζοντας τον εαυτό του υπηρέτη τής Αγίας, ενώ τα άλλα δύο ανήκουν σε αγνώστους συγγραφείς. Ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος, επίσκοπος Καισαρείας στο βιβλίο του «Εκκλησιαστική Ιστορία» αναφέρεται σε ανώνυμη Μάρτυρα. Ο δε Λατίνος εκκλησιαστικός συγγραφέας Ρουφίνος (345-408 μ.Χ.) στην ανώνυμη Μάρτυρα του Ευσεβίου δίνει το όνομα Δωροθέα. Όμως κατά τη γνώμη έγκυρων ερευνητών, η ανώνυμη Μάρτυς τού Ευσεβίου ταυτίζεται με την Αγία Αικατερίνη. Το όνομα Δωροθέα πρέπει να ανήκει στην Αγία πριν εισέλθει στον Χριστιανισμό. Όταν όμως προσχώρησε στην πίστη τού Χριστού, τής δόθηκε το όνομα Αικατερίνη (Αικατερίνα: αεί + καθαίρειν) λόγω τής αγνότητάς της.
Η Αγία Αικατερίνη γεννήθηκε στην πόλη τής Αλεξάνδρειας το 294 μ.Χ. από ειδωλολατρική οικογένεια και πήρε το όνομα Δωροθέα. Έζησε την εποχή τού ασεβούς και χριστιανομάχου βασιλέως Μαξεντίου ή του Μαξιμίνου Β’, απόλυτου άρχοντα της Αιγύπτου. Είχε αριστοκρατική καταγωγή, καθώς ήταν κόρη τού βασιλέως Κώνστα ή Κέστου. Ήταν αξιοζήλευτη ως προς την ομορφιά, την ευγένεια, τη μόρφωση, τον πλούτο. Από μικρή έτυχε μεγάλης μόρφωσης και ήταν κάτοχος της λατινικής γλώσσας και της ελληνικής φιλολογίας, ενώ γνώριζε πολλές ξένες γλώσσες τής εποχής της. Σπούδασε στις εθνικές σχολές τής εποχής Φιλοσοφία, Ρητορική, Ποίηση, Μουσική, Μαθηματικά, Αστρονομία και Ιατρική. Μελέτησε τον Όμηρο, τον Βιργίλιο, τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα, αλλά και τις μεθόδους και τις θεωρίες των ιατρών Ασκληπιού, Γαληνού και Ιπποκράτη. Από νεαρή ηλικία προσελκύσθηκε από τη χριστιανική διδασκαλία, την οποία μελέτησε, και, αφού ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό, εργάσθηκε με έντονη δράση και ενθουσιασμό για τη διάδοσή του, επιτυγχάνοντας πολλά χάριν τής ρητορικής της δεινότητας και των πολλών γνώσεών της.
Σίγουρα αποτέλεσε ένα αντίπαλο δέος στην Ελληνίδα φιλόσοφο Υπατία -με την οποία μάλιστα, σύμφωνα με ορισμένες Παραδόσεις ταυτίζεται – κατά τη μεσαιωνική σκέψη. Και εικάζεται ότι επινοήθηκε η μορφή αυτή με αυτό τον σκοπό. Έτσι, παρόμοια με την Υπατία, λέγεται ότι ήταν σοφή (ιδιαιτέρως όσον αφορά στη Φιλοσοφία και τη Θεολογία), πολύ όμορφη, αγνή, και ότι δολοφονήθηκε άγρια λόγω τής δημόσιας έκθεσης της πίστης της -105 χρόνια προ του θανάτου τής Υπατίας (αν και τα πρώτα κείμενα που την αναφέρουν, ή οι διάφορες παραλλαγές τους, χρονολογούνται πολύ αργότερα).
Στον ιστορικό περίγυρο της εποχής, η φιλόσοφος Υπατία υπήρξε εξέχουσα γυναικεία προσωπικότητα, αριστοκρατικής καταγωγής, νεαρά, μορφωμένη, ωραία, διακρινόμενη τόσο για τη σοφία όσο και για την αρετή της. Δεν σώζονται συγγράμματά της φιλοσοφικά, είναι ωστόσο γνωστό από παράλληλες ιστορικές πηγές, όπως το λεξικό Σούδας, ότι εξέφρασε την ορθολογική εκδοχή του νεοπλατωνισμού ενώ συγχρόνως ήταν μαθηματικός, γεωμέτρης και αστροφυσικός.
Ορισμένες πληροφορίες για την ίδια έχουμε επίσης από τον μαθητή της Συνέσιο τον Κυρηναίο τον μετέπειτα επίσκοπο Πτολεμαΐδος. (P.G. 66, 132)
Η χαρακτηριστική επιθυμία της για ενάρετο και άσπιλο βίο, καθώς και η επιθυμία της να παραμείνει αγνή υπήρξε από της εποχής της ακόμη παροιμιώδης, όπως και ο απότομος και «τραυματικός» τρόπος που απο-γοήτευσε όσους την πλησίαζαν με ερωτικού είδους προθέσεις.
Η εξαίρετη αυτή γυναικεία προσωπικότητα βρέθηκε στη μέση της θύελλας των θρησκευτικών μηχανογραφιών των Ιουδαίων της Αλεξάνδρειας της εποχής της. Οι συνθήκες θανάτου της είναι σκοτεινές και αδιευκρίνιστες ακόμη σήμερα καθώς υποτίθεται ότι διαμελίστηκε από φανατισμένο όχλο με την προτροπή ή την ανοχή του Πατριάρχου Κυρίλλου, ενώ ως κίνητρο αυτής της άνευ επαρκούς λόγου δολοφονίας θεωρήθηκε η ερωτική της σύνδεση με τον Έπαρχο Ορέστη.
Καμία λογική ωστόσο δεν μπορεί να τεκμηριώσει ως αληθοφανή την εκδοχή αυτή, εφόσον η Υπατία εξαιτίας της ιδεολογικής της αντίθεσης απέναντι στις ερωτικές σχέσεις της εποχής της δεν είχε καμία τέτοιου είδους σύνδεση με τον Ορέστη (παρά τους «ευσεβείς πόθους» του ιδίου και των εχθρών των Ιουδαίων).
Αντιθέτως ο θάνατός της φαινόταν καταπληκτική «πολιτική» κίνηση για τους Ιουδαίους καθώς με αυτόν οι ίδιοι επέτυχαν ταυτοχρόνως: α) να θανατώσουν την μεγαλύτερη Ελληνίδα φιλόσοφο και επιστήμονα της εποχής της, β) να κατασυκοφαντήσουν τον υπ’ αριθμόν έναν εχθρό τους Πατριάρχη Κύριλλο, γ) να παρουσιάσουν τους χαρακτηριστικά ήπιους, γαλήνιους, ειρηνοποιούς και μακρόθυμους Χριστιανούς εκείνης της εποχής ως αιμοδιψείς δολοφόνους, δ) να δυσφημίσουν τη Νέα Θρησκεία στη συνείδηση των Ελλήνων Εθνικών και ε) να συνδέσουν το πρόσωπο του Ορέστου αρνητικά με τον Κύριλλο και να εδραιώσουν τη συμπάθεια του πρώτου απέναντί τους.
Το ισχυρότερο όμως επιχείρημα όλων είναι ότι η φιλόσοφος Υπατία είχε μεταστραφεί στον Χριστιανισμό. Υπέρ της θέσης αυτής συγκλίνουν πολλά στοιχεία.
Η βασικότερη ωστόσο παράδοση, η οποία συνδέει τη ζωή της Αγίας Αικατερίνης με αυτή της φιλοσόφου Υπατίας, έρχεται από τη Λαοδικεία της Μικράς Ασίας.
Ο συγγραφέας Β. Μυρσιλίδης αναφέρει στο σύγγραμμά του «Βιογραφία της φιλοσόφου Ελληνίδος Υπατίας», Αθήναι 1926, ότι στο χωριό Δενισλί, στο οποίο ο ίδιος υπηρέτησε ως διευθυντής της Σχολής της Ελληνικής Κοινότητας το 1897, στις 25 Νοεμβρίου υπήρχε εορταστική πανήγυρις στην οποία είχε λάβει μέρος και ο ίδιος «εις τιμήν και μνήμην Υπατίας φιλοσόφου και μάρτυρος».
Ακόμη στη βιογραφία του, ο ίδιος αναφέρει ότι στο Δενισλί της Λαοδικείας υπήρχε και ναός «εκ βάθρων εις τιμήν και μνήμην της Υπατίας, της φιλοσόφου και μάρτυρος» και ότι ο Ναός αυτός πανηγύριζε στις 25 Νοεμβρίου «της παρθενομάρτυρος Αγίας Αικατερίνης υπό το όνομα της οποίας τα πλήθη των πέριξ οικούντων πιστών εορτάζουν την σοφήν ρήτορα κόρην Υπατίαν».
Η Υπατία, Ελληνίδα φιλόσοφος και μάρτυρας, προστάτιδα της σπουδάζουσας νεολαίας και ιδιαιτέρως της φιλοσοφίας, τουλάχιστον κατά τη χριστιανική παράδοση της Μικράς Ασίας είναι κατά την αντίληψή μας το ίδιο πρόσωπο με την παρθενομάρτυρα Αγία Αικατερίνη.
Σε κάθε περίπτωση, κι αν ακόμη δεχτούμε ότι όλες οι ομοιότητες του βίου της παραβλεφτούν, ωστόσο είναι εύλογο να διαπιστώσουμε τουλάχιστον αυτό: α) η φιλόσοφος Υπατία υπήρξε χριστιανή και β) η δολοφονία της έγινε κάτω από συνθήκες συνωμοτικού σχεδίου των Ιουδαίων της εποχής εκείνης και καμιά έγκυρη ιστορική πηγή δεν αποδεικνύει ότι την προκάλεσαν χριστιανοί.
Συνεχίζοντας την αναφορά μας στην Αγία Αικατερίνη, το απαράμιλλο σωματικό της κάλλος, η εκπληκτική της μόρφωση, η αριστοκρατική της καταγωγή και η αρετή με τη οποία ήταν στολισμένη, την έκαναν περιζήτητη νύφη. Αυτή όμως αρνιόταν κάθε παρόμοια πρόταση, έως ότου κάποιος Μοναχός τής γνώρισε τον αληθινό Νυμφίο των ψυχών, τον Ιησού Χριστό. Βαπτίσθηκε και ονομάσθηκε Αικατερίνα, που κατά μία εκδοχή σημαίνει Στεφανία ή Πολυστεφανία.
«…Και πολλοί πλουσιότατοι άρχοντες της Συγκλήτου ζήτησαν να συμπεθερεύσουν με τη μητέρα τής Αικατερίνης, η οποία ήταν κρυφά Χριστιανή και δεν το εκδήλωνε εξαιτίας τού μεγάλου διωγμού που κίνησε τον καιρό εκείνο εναντίον των πιστών ο Μαξέντιος. Οι συγγενείς, λοιπόν και η μητέρα της τη συμβούλευαν να παντρευτεί, για να μην πάει η βασιλεία τού πατέρα της σε ξένο άνθρωπο και αποξενωθούν τελείως από αυτήν. Η Αικατερίνη, όμως, αγαπούσε την παρθενία πολύ ως φιλόσοφος και, προφασιζόμενη διάφορες αιτίες, έλεγε ότι δεν συμφωνούσε καθόλου να παντρευτεί.
Από την πηγή: «Περιγραφή Ιερά του Αγίου και Θεοβάδιστου Όρους Σινά», που περιέχει στοιχεία για την Αγία Αικατερίνη, παραθέτουμε τον εξής διάλογο και το ενύπνιο, που αφορά στην πνευματική της αναγέννηση.
«-Βρείτε μου έναν νέο που να είναι όμοιός μου στα τέσσερα Χαρίσματα που ομολογείτε πως υπερέχω από τις άλλες κοπέλες, και τότε θα τον πάρω για σύζυγό μου, διότι δεν καταδέχομαι να πάρω κάποιον αναξιότερό μου. Ερευνήστε λοιπόν παντού αν υπάρχει κάποιος όμοιός μου στην ευγένεια, στον πλούτο, στη σοφία και στην ωραιότητα. Και αν του λείπει και ένα από αυτά τα Χαρίσματα, δεν μου είναι άξιος.
Και αυτοί, γνωρίζοντας ότι ήταν αδύνατον να βρεθεί τέτοιος άνθρωπος, αποκρίθηκαν ότι ο γιος τού βασιλιά τής Ρώμης και κάποιοι άλλοι ευγενείς και πλουσιότεροι από αυτήν μόνο στη σοφία και την ωραιότητα δεν της έμοιαζαν. Και εκείνη έλεγε ότι δεν καταδεχόταν να πάρει για σύζυγο κάποιον κατώτερό της.
Η μητέρα της είχε ως Πνευματικό της έναν αγιότατο άνθρωπο, που κατοικούσε έξω από την πόλη, κρυμμένος. Πήρε, λοιπόν, την Αικατερίνη και πήγαν σε αυτόν να συμβουλευθούν. Ο ασκητής, βλέποντας την ευταξία τής κόρης και ακούγοντας τα γνωστικά και μέτρια λόγια της, έβαλε στον νου του να την οδηγήσει προς την επίγνωση του Ουράνιου Βασιλιά Χριστού. Της λέει, λοιπόν:
-Γνωρίζω έναν θαυμάσιο άνθρωπο, ο οποίος σε υπερβαίνει ασύγκριτα σε όλα τα Χαρίσματα που είπες και σε άλλα αμέτρητα. Η ωραιότητά του υπερνικά σε λάμψη τον Ήλιο, η σοφία του κυβερνά όλα τα αισθητά και νοητά κτίσματα, ο πλούτος των θησαυρών του μοιράζεται σε όλον τον κόσμο και ποτέ δεν λιγοστεύει, αλλά, καθώς διαδίδεται, αυξάνεται. Η ευγένειά του είναι απερίγραπτη και ανεκλάλητη.
Αυτά και άλλα περισσότερα λέγοντας ο ασκητής, νόμισε η κόρη ότι έλεγε για κάποιον επίγειο άρχοντα, για αυτό άλλαξε γνώμη και ρωτούσε λεπτομέρειες, αν ήταν αληθινά όλα τα εγκώμια και οι τόσοι έπαινοι που είπε προς αυτήν για τον άνθρωπο εκείνο. Εκείνος βεβαίωνε όσα είπε και διηγούταν και τις υπόλοιπες χάρες του. Τότε τού λέει η κόρη:
-Τίνος γιος είναι αυτός που τόσο επαινείς;
Και ο ασκητής τής αποκρίθηκε:
-Αυτός δεν έχει πατέρα πάνω στη γη, αλλά γεννήθηκε απερίγραπτα και υπερφυσικά από μια ευγενέστατη Υπεραγία και Χαριτωμένη Παρθένο, η οποία αξιώθηκε για την υπερβολική της αγιότητα να μείνει αθάνατη στην ψυχή και το σώμα, αναλαμβανόμενη υπεράνω των ουρανών και προσκυνείται από όλους τους αγίους αγγέλους ως βασίλισσα όλης τής κτίσεως.
Του λέει τότε η Αικατερίνη:
-Είναι δυνατόν να δω αυτόν τον νέο, για τον οποίο διηγείσαι τέτοια θαυμάσια πράγματα;
Και της απάντησε ο γέροντας:
-Αν κάνεις όπως θα σου πω, θα αξιωθείς να δεις το υπέρλαμπρο και πάμφωτο πρόσωπό του.
Του είπε τότε εκείνη:
-Σε βλέπω άνθρωπο γνωστικό και σεβάσμιο γέροντα και πιστεύω ότι δεν ψεύδεσαι σε όσα είπες. Είμαι, λοιπόν, έτοιμη να πράξω όλα όσα θα μου προστάξεις.
Ο ασκητής τής έδωσε μια εικόνα στην οποία ήταν ζωγραφισμένη η Παναγία Θεοτόκος, που είχε αγκαλιά της το Θείο Βρέφος και της λέει:
-Αυτή είναι η Αειπάρθενος Μητέρα εκείνου για τον οποίο σου είπα τέτοια θαυμάσια πράγματα. Πάρ’ την, λοιπόν, στο σπίτι σου και κλείνοντας την πόρτα τού δωματίου σου κάνε ολονύκτια προσευχή με ευλάβεια προς αυτήν, η οποία ονομάζεται Μαρία και παρακάλεσέ την να καταδεχτεί να δείξει σε εσένα τον Υιό της και ελπίζω ότι, αν προσευχηθείς με πίστη, θα σε υπακούσει να δεις εκείνον που ποθεί η ψυχή σου.
Τότε η κόρη, παίρνοντας την ιερή εικόνα, έφυγε για το παλάτι και τη νύκτα κλείστηκε μόνη στην κάμαρα και προσευχόταν, όπως τής είχε εξηγήσει ο γέροντας. Έτσι, λοιπόν, καθώς προσευχόταν, από τον κόπο την πήρε ο ύπνος και βλέπει στο όραμά της τη Βασίλισσα των αγγέλων, όπως ήταν ζωγραφισμένη με το Άγιο Βρέφος, το Οποίο ακτινοβολούσε πιο πολύ από τον Ήλιο, όμως έστρεφε το πρόσωπό Του προς τη Μητέρα Του. Για αυτό, η κόρη έβλεπε μόνο την πλάτη Του. Και, επιθυμώντας να Το δει και στο πρόσωπο, πήγε από το άλλο μέρος. Ο Χριστός, όμως, έστρεφε και πάλι το πρόσωπό Του από την άλλη μεριά. Όταν αυτό έγινε τρεις φορές, ακούει την Παναγία να Του λέει:
-Δες τέκνο μου τη δούλη Σου Αικατερίνη πόσο ωραία και πάγκαλος είναι.
Και Εκείνος αποκρίθηκε:
-Είναι μάλιστα τόσο σκοτεινή και άσχημη, που δεν μπορώ να τη βλέπω.
Του λέει η Θεοτόκος:
-Δεν είναι σοφή περισσότερο από όλους τους ρήτορες, πλούσια και ευγενής περισσότερο από όλες τις νέες όλων των πόλεων;
Και ο Χριστός αποκρίθηκε:
-Μητέρα μου, σου λέω ότι είναι άγνωστη, φτωχή και τόσο άξια περιφρονήσεως, εφόσον βρίσκεται σε τέτοια διάθεση, που δεν καταδέχομαι να με δει στο πρόσωπο.
Κι εκείνη Τού είπε:
-Σε παρακαλώ, γλυκύτατο Τέκνο μου, μην καταφρονήσεις το πλάσμα Σου, αλλά νουθέτησέ την και εξήγησέ της τι να πράξει, για να απολαύσει τη δόξα Σου και να δει το υπέρλαμπρο και πολυπόθητο πρόσωπό Σου, το οποίο επιθυμούν να βλέπουν οι άγγελοι.
Ο Χριστός τότε αποκρίθηκε:
-Ας πάει στον γέροντα, από τον οποίο πήρε την εικόνα, και ας κάνει όπως τη συμβουλέψει, και τότε, αφού βαπτισθεί, θα με δει και θα λάβει πολλή αγαλλίαση και ωφέλεια.
Όταν τα είδε αυτά η κόρη, ξύπνησε. Και, θαυμάζοντας για αυτήν την οπτασία έφυγε το πρωί με λίγες γυναίκες και πήγε στο κελί τού γέροντα και πέφτοντας με δάκρυα στα πόδια του, του διηγήθηκε το όραμα και τον παρακαλούσε θερμά να τη νουθετήσει τι να πράξει, για να απολαύσει αυτό που ποθεί. Και ο όσιος της διηγήθηκε λεπτομερώς όλα τα μυστήρια της αληθινής μας Πίστεως, αρχίζοντας από τη δημιουργία τού κόσμου και την πλάση τού Αδάμ μέχρι και τη Δευτέρα Παρουσία τού Δεσπότου Χριστού. Και για την απερίγραπτη δόξα τού Παραδείσου και για τη γεμάτη ωδίνες και ατελείωτη Κόλαση. Και την κατήχησε σε τέτοιο βαθμό, που γνώριζε σε λίγο διάστημα όλες τις λεπτομέρειες της Πίστεως, επειδή γνώριζε Γράμματα και είχε μεγάλη σοφία. Έτσι, πιστεύοντας με όλη της την καρδιά, έλαβε από αυτόν το Άγιο Βάπτισμα. Μετά τής παρήγγειλε να παρακαλέσει και πάλι με πόθο την Υπεραγία Θεοτόκο για να της εμφανιστεί όπως και πριν. Αφού, λοιπόν, με το Βάπτισμα απέβαλε τον «παλαιό» άνθρωπο και ενδύθηκε αδιάφθορη στολή, επέστρεψε στα ανάκτορα και όλη τη νύκτα παρακαλούσε νηστική και προσευχόταν με δάκρυα, μέχρι που και πάλι την έπιασε ο ύπνος. Και τότε βλέπει την ουράνια Βασίλισσα με το Θείο Βρέφος, το Οποίο έβλεπε την Αικατερίνη με πολλή ευσπλαχνία και ιλαρότητα. Και η μεν Θεομήτωρ ρώτησε τον Δεσπότη αν Του είναι αρεστή η Παρθένος, ο δε Υιός αποκρίθηκε:
-Τώρα έγινε ολόλαμπρη και ένδοξη, αυτή που πριν ήταν σκοτεινή και άχαρη· η φτωχή και άγνωστη έγινε πλούσια και πάνσοφη· η καταφρονεμένη και άσημη έγινε ευγενής και φημισμένη και είναι πλήρης με τόσα αγαθά και χάριτες και τόσο την επιθυμώ, που συμφωνώ να τη μνηστευθώ και να την πάρω για άφθορη νύφη μου.
Τότε η Αικατερίνη έπεσε στη γη με δάκρυα λέγοντας:
-Δεν είμαι άξια, Υπερένδοξε Δέσποτα, να βλέπω τη Βασιλεία Σου, αλλά αξίωσέ με να είμαι κι εγώ μαζί με τους δούλους Σου.
Και η Θεοτόκος πήρε το δεξί χέρι τής κόρης και λέει στον Χριστό:
-Τέκνο μου, δος της για αρραβώνα δακτυλίδι για να τη νυμφευθείς και να την αξιώσεις τής Βασιλείας Σου.
Τότε ο Δεσπότης Χριστός τής έδωσε ένα ωραιότατο δακτυλίδι, λέγοντάς της:
-Από σήμερα θεωρείσαι άφθορη και αιώνια Νύμφη μου και φύλαξε μέ ακρίβεια αυτή τη συμφωνία και να μη λάβεις ποτέ επίγειο νυμφίο.
Και μετά από αυτό τελείωσε το όραμα. Και όταν ξύπνησε η Κόρη, βλέπει ότι αληθινά υπήρχε στο δεξί της χέρι το δακτυλίδι. Και γέμισε από μεγάλη ευφροσύνη και αγαλλίαση, που αιχμαλωτίστηκε η καρδιά της από την ώρα εκείνη από τον Θείο Έρωτα. Και τόσο αλλοιώθηκε με την «καλή αλλοίωση», που δεν φρονούσε πλέον επίγεια πράγματα, αλλά μό-νο τα άφθαρτα κάλλη τού ποθουμένου Χριστού φανταζόταν. Αυτόν ποθούσε, Αυτόν μελετούσε, όταν κοιμόταν και όταν ήταν ξύπνια».
Σύμφωνα με την Παράδοση και τα Συναξάρια τής Αγίας Αικατερίνης, κατά τη διάρκεια των διωγμών τού Αυτοκράτορα Μαξιμίνου, στις αρχές τού 4ου αιώνα, σε ηλικία 18 ετών, ομολόγησε την πίστη της στον Ιησού Χριστό και δημοσίως κατηγόρησε τον Αυτοκράτορα για τις θυσίες του προς τα είδωλα. Εκείνος ανέθεσε σε πενήντα ή, κατ’ άλλους, σε εκατόν πενήντα περίφημους ρήτορες (ο αριθμός εξ αντιθέτου χαρακτηρίζει τη ρητορική δεινότητα της Αγίας), προκειμένου, συζητώντας μαζί της να της αποδείξουν το αβάσιμο και στρεβλό των ιδεών (δοξασιών) της. Αποτέλεσμα, όμως, υπήρξε το αντίθετο. Ο Μιχαήλ ο Αρχάγγελος ήλθε από τον ουρανό και της είπε: «μη φοβού η παις τού Κυρίου. Ιδού γαρ ο Κύριος θέλει δώση σοι σοφίαν εις την σοφίαν σου, να νικήσης τους ρήτορας. Και ου μόνον αυτοί, αλλά και πολλοί να πιστεύσωσι δια σου, και να λάβετε πάντες τού Μαρτυρίου τον στέφανον».
Πράγματι, η Αικατερίνη με την κομψότητα του λόγου της και των επιχειρημάτων της «εφήμωσε λαμπρώς τους κομψούς των ασεβών, του πνεύματος την μαχαίραν» (σύμφωνα με το Απολυτίκιο της Αγίας). Έχουσα μελετήσει σε βάθος το έργο τού μεγάλου Έλληνα ποιητή, του Ομήρου, αναφέρεται στους στοχασμούς και τις δοξασίες του. Ο Όμηρος αναφέρει, για τον μέγιστο Θεό Δία πως είναι ψεύτης, απατεώνας και πανούργος και πως ήθελαν να δέσουν αυτόν η Ήρα, ο Ποσειδώνας και η Αθηνά, αν δεν έφευγε να κρυφθεί. Ομοίως, γράφει και άλλα παρόμοια προς καταφρόνηση των Θεών αυτών. Επιπλέον, η Αγία Αικατερίνη αναφέρει και τη θέση τής σοφής Σίβυλλας, που μαρτυρεί την ένθεη σάρκωση και τη σωτήρια Σταύρωση. Ο Θεός είναι αληθής, δημιουργός ουρανού και γης και θαλάσσης, ηλίου και σελήνης, και παντός ανθρωπίνου γένους, ακατάληπτος, ανεξιχνίαστος και άρρητος.
Η Αγία Αικατερίνη, απευθυνόμενη στους συνομιλητές της, έκανε μνεία σε ποιητές και φιλοσόφους, τον Πλάτωνα, τον Ορφέα και τον Απόλλωνα, οι οποίοι καθαρά και σαφέστατα, αν και χωρίς να το επιδιώκουν, ομολόγησαν την πίστη τους στον Θεό και Χριστό, τον οποίο αυτός ο παντοδύναμος Κύριος οικονόμησε.
Αλλά ακόμη και τα σοφά της επιχειρήματα, με την πειστική ανάπτυξη των ιδεών της, κατάφεραν να προσηλυτίσουν αυτούς οι οποίοι τελικά ασπάσθηκαν τον Χριστιανισμό. Όταν ο Αυτοκράτορας έμαθε το αποτέλεσμα, οργίσθηκε τόσο που διέταξε την θανατική καταδίκη όλων στην πυρά στο μέσον τής πόλης, τη δε Αικατερίνη σε μαρτύρια μέχρι θανάτου. Η Αγία βασανίσθηκε σκληρά, αλλά αντί να καμφθεί το ηθικό της, κατόρθωσε με το ένθεο παράδειγμά της να προσελκύσει στη χριστιανική Πίστη τη σύζυγο του Αυτοκράτορα, Φαυστίνα, η οποία θαύμασε τις αρετές και την καρτερικότητά της, γνώρισε την Αγία και την αγάπησε. Όταν, λοιπόν, έλειπε ο σύζυγός της από την πόλη, ζήτησε να την επισκεφθεί με συνοδεία 200 στρατιωτών υπό τον Φρούραρχο Πορφυρίωνα ή Πορφύριο, άνθρωπο άξιο και έμπιστο, λέγοντας σε αυτόν:
«-Την περασμένη νύχτα είδα σε όραμα την Αικατερίνη καθισμένη μεταξύ πολλών παρθένων. Όταν με είδε, με κάθισε κοντά της και μου έβαλε στο κεφάλι χρυσό στεφάνι λέγοντας: «Ο Δεσπότης Χριστός σού στέλλει αυτό το στεφάνι». Σε παρακαλώ, λοιπόν, Πορφυρίωνα, να βρεις έναν τρόπο να συναντήσω απόψε την κόρη αυτή.»
«-Θα εκπληρώσω την επιθυμία σου, δέσποινα», απάντησε ο Πορφυρίων.
Όταν νύχτωσε, λοιπόν, πήρε διακόσιους στρατιώτες και πήγαν στη φυλακή με τη βασίλισσα.
Έδωσαν χρήματα στον δεσμοφύλακα και εκείνος τους άνοιξε την πόρτα τής φυλακής. Η Αυγούστα έπεσε με δάκρυα στα πόδια τής Μάρτυρος, λέγοντας:
«-Τώρα είμαι καλότυχη και ευτυχισμένη, γιατί σε γνώρισα. Ποθούσα να δω το βασιλικό σου πρόσωπο και διψούσα ν’ ακούσω τα μελίρρυτα λόγια σου. Τώρα και αν στερηθώ τη ζωή και τη βασιλεία μου, δεν θα λυπηθώ καθόλου. Είσαι ζηλευτή συ, που προσκολλήθηκες σε τέτοιο Δεσπότη, που σου χαρίζει τόσες δωρεές και χαρίσματα».
«-Κι’ εσύ είσαι ευτυχισμένη, βασίλισσά μου, γιατί βλέπω, το στεφάνι που σου βάζουν στο κεφάλι οι Άγιοι Άγγελοι. Μετά τρεις μέρες θα το πάρεις, αφού υπομείνεις μαρτύριο. Τότε θα πας κοντά στον Αληθινό Βασιλέα, για να βασιλεύσεις αιώνια», της απάντησε η Αγία Αικατερίνη.
«-Φοβάμαι τα βασανιστήρια και τον σύζυγό μου, γιατί είναι πολύ σκληρός και απάνθρωπος», της είπε η Φαυστίνα.
«-Έχε θάρρος. Στην καρδιά σου θα βρίσκεται ο Χριστός, που θα σε δυναμώνει στη δύσκολη ώρα τού μαρτυρίου. Πολύ λίγο θα πονέσει το σώμα σου εδώ, για να αναπαύεται εκεί αιώνια», της αποκρίθηκε εκείνη.
Ενώ οι δύο γυναίκες έλεγαν αυτά, ρώτησε ο Πορφυρίων την Αγία:
«-Τι χαρίζει ο Χριστός σε όσους πιστεύουν; Θέλω και εγώ να τον γνωρίσω και να γίνω οπαδός του».
«-Δεν διάβασες ποτέ καμιά Γραφή των Χριστιανών; Ούτε έχεις ακούσει τίποτε για αυτά;»
«-Από παιδί βρίσκομαι στους πολέμους και μόνο μ’ αυτούς ασχολούμαι. Δεν έχω φροντίσει για αλλά πράγματα. «Δεν μπορεί η γλώσσα να διηγηθεί τα αγαθά, που ο Θεός ετοιμάζει για όσους Τον Αγαπούν και τηρούν τις εντολές του», τού απάντησε η Αγία.
Τότε η Θεία Χάρη γέμισε την καρδιά τού Πορφυρίωνα. Πίστεψε με όλη του την καρδιά στον Χριστό μαζί με τους διακόσιους στρατιώτες του και, αφού πήραν όλοι δύναμη από τη Μεγαλομάρτυρα, έφυγαν.
Όταν το έμαθε ο Αυτοκράτορας, οργίστηκε και διέταξε τον αποκεφαλισμό τής Φαυστίνας και της ακολουθίας της και την τελική πλέον εκτέλεση της Αγίας. Μέσο θανάτωσης ήταν ο «βασανιστικός τροχός», που έμοιαζε με τροχό, η περιφέρεια του οποίου έφερε καρφιά (ήλους), που ετίθετο σε κίνηση με σχοινιά και τροχαλίες, πλησιάζοντας αργά το ιστάμενα δεμένο σώμα τού καταδίκου) με συνέπεια τις αρχικές εκδορές μέχρι διαμελισμού. Ο θρύλος στο σημείο αυτό αναφέρει πως τα καρφιά τού τροχού, όταν πλησίασαν το σώμα τής Αγίας αυτά ένα-ένα απόσπονταν ή θραύονταν. Κατ’ άλλο θρύλο, ο εν λόγω τροχός, πριν πλησιάσει το σώμα τής Αγίας, διαλύθηκε «στα εξ ων συνετέθη». Έτσι και αποφασίσθηκε τελικά ο αποκεφαλισμός τής Αγίας.
Κατά την Παράδοση, μετά από τον αποκεφαλισμό της (αρχές τού 4ου αιώνα) το πάναγνο σώμα τής Αγίας μεταφέρθηκε υπό «πτερύγων αγγέλων» στην κορυφή τού υψηλότερου όρους τού Σινά, στην κορυφή Χωρήβ, ύψους 1990 μέτρων, όπου ο Μωυσής είχε παραλάβει από τον Θεό τις Δέκα Εντολές, το οποίο σήμερα φέρει και το όνομά της, αφού επί αιώνες το σώμα της έμεινε άταφο, κατά τούς βιογράφους της και την ιερή Παράδοση, μέχρι τον 6ο αιώνα, όπου ερημίτες μοναχοί τής περιοχής μέσω οράματος ειδοποιήθηκαν και κατέβασαν από το όρος το σώμα τής Αγίας, το οποίο και εναπόθεσαν σε μαρμάρινη λάρνακα. Σύμφωνα με τους βιογράφους και τους συναξαριστές της Αγίας Αικατερίνης δύο θαύματα έγιναν την ώρα του αποκεφαλισμού της. Πρώτον, αντί για αίμα έτρεξε από το λαιμό της γάλα και, δεύτερον, το άγιο σκήνωμά της εξαφανίσθηκε αμέσως από το σημείο του μαρτυρίου. Κατά άλλη Παράδοση, Χριστιανοί Αιγύπτιοι Μοναχοί βρήκαν το ιερό σκήνωμα της Αγίας και το μετέφεραν στο Άγιο Βήμα τού Καθολικού τής Μονής Σινά, μέσα σε μία μαρμάρινη λάρνακα. Στη συνέχεια, ενημερώθηκε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, ο οποίος και έκτισε τη γνωστή ιερή Μονή τής Αγίας Αικατερίνης τού Σινά και τον ναό (καθολικό) τής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (που κτίσθηκε μεταξύ 548-565), εντός τού οποίου και τοποθετήθηκε η μαρμάρινη λάρνακα, εξ ου και το όνομα της εκκλησίας «Αγία Αικατερίνη».
Αξιοζήλευτο δώρο τού Θεού στην ιερά Μονή Σινά αποτελούν τα Ιερά Λείψανα της αγίας Αικατερίνης, τα οποία βρέθηκαν στο Παρεκκλήσιο της κορυφής τού όρους, που φέρει σήμερα το όνομά της. Ο τόπος, όπου ανακαλύφθηκε το Άγιο Λείψανο, είναι ακριβώς κάτω από την Αγία Τράπεζα. Δίπλα στο Παρεκκλήσιο υπάρχουν δύο δωμάτια για τους προσκυ-νητές. Η θέα από εδώ είναι θαυμάσια. Ο προσκυνητής μπορεί να δει την Ερυθρά Θάλασσα νοτίως, και τον Κόλπο τού Εϊλάτ ανατολικά.
Το μύρο, που ανάβλυζε και ακόμη αναβλύζει από τη Αγία Κάρα τής αγίας, είναι ένα συνεχές θαύμα. Η ευλάβεια προς την Αγία Αικατερίνη και το όνομά της διαδόθηκε στη Δύση από τους Σταυροφόρους, και από τον 11ο αιώνα και μετά η Μονή τού Θεοβάδιστου Όρους Σινά άρχισε να γίνεται γνωστή και ως Μονή τής Αγίας Αικατερίνης.
Η μαρμάρινη Λάρνακα, στην οποία φυλάσσεται σήμερα το τίμιο λείψανο της Αγίας Αικατερίνης, ευρίσκεται στη νότια πλευρά τού Αγίου Βήματος του Καθολικού. Είναι έργο που συνέθεσε ο λιθοξόος και Σκευοφύλακας της Μονής Προκόπιος, αξιοποιώντας παλαιοχριστιανικά θωράκια. Όλοι οι προσκυνητές έχουν τη δυνατότητα να προσκυνήσουν τα τίμια λείψανα της Αγίας μετά το πέρας των ιερών Ακολουθιών. Τότε τα τίμια λείψανα εκτίθενται για προσκύνηση και δίδεται σε κάθε προσκυνητή ως ευλογία αργυρό ομοίωμα του δακτυλιδιού τής Αγίας. Το δακτυλίδι αυτό συμβολίζει τον πνευματικό αρραβώνα τής Αγίας με τον Χριστό (βλ. «ιερό γάμο») και τον σύνδεσμο κάθε προσκυνητή με τη Μονή· θεωρείται δε μεγάλο φυλακτό, το οποίο οι προσκυνητές συνήθως φορούν δια βίου.
Ιερά λείψανα, όμως, τής Αγίας Αικατερίνης τής Μεγαλομάρτυρος φέρονται να επιδεικνύονται από τα μέσα τού 11ου αιώνα και στη νορμανδική πόλη Ρουάν, όπου, κατά τους Ρωμαιοκαθολικούς, τα έφερε εκεί περί το 1027 ο ερημίτης μοναχός Συμεών.
Το Όρος τής Αγίας Αικατερίνης
Το Όρος τής Αγίας Αικατερίνης είναι το υψηλότερο της χερσονήσου τού Σινά, που φθάνει στα 2.646 μέτρα. Απέχει πέντε ώρες με τα πόδια από τη Μονή. Ο δρόμος είναι ομαλός, κατασκευασμένος από τον αείμνηστο Μοναχό Μωυσή. Η χερσόνησος του Σινά, τριπλάσια της Πελοποννήσου σε έκταση, είναι περιοχή δύσβατη, άγονη, αμμώδης και βουνώδης, και ενώνει τις ηπείρους Ασία και Αφρική. Η βλάστηση είναι υποτυπώδης, τα δένδρα σπανίζουν. Αφθονούν, όμως, οι φοίνικες. Η χερσόνησος αυτή κατέχει σημαντική θέση στη θρησκευτική ιστορία τού ισραηλιτικού λαού, των Χριστιανών και των Μουσουλμάνων. Στο νότιο τμήμα τής χερσονήσου Σινά βρίσκεται το ομώνυμο Όρος. Εκεί ο Μωυσής, βόσκωντας τα πρόβατα του Ιοθώρ, αντίκρισε τη «φλεγομένη και μη καιομένη» Βάτο (Εξ. Γ’, 1 εξ.) και αργότερα στην υψηλότερη κορυφή Χωρήβ, παρέλαβε από τον Θεό τις πλάκες τού Νόμου (Εξ. ΙΘ’, 1-24 και Κ’, 1 εξ.). Στο Σιναίο Όρος αναπτύχθηκε νωρίς ο χριστιανικός Μοναχισμός και ανέδειξε σπουδαία πνευματικά αναστήματα.
Η Ιερά Μονή τής Αγίας Αικατερίνης
Η Μονή κατά τον ρου τής ιστορίας της έζησε τις συνέπειες πολλών πολιτικών και πολιτιστικών αλλαγών. Το 641 μ.Χ. κατακτήθηκε η περιοχή από τους Άραβες. Οι μοναχοί, όμως, εξασφάλισαν την πολιτική προστασία τού Μωάμεθ, ο οποίος με το περίφημο «Αχτιναμέ», που σώζεται στη Μονή, όρισε οι Μουσουλμάνοι να υπερασπίζονται τους αδελφούς τής Μονής. Ακολούθησαν οι Σταυροφόροι (1099-1270), οι οποίοι κατέστησαν γνωστή τη Μονή στους Χριστιανούς τής Δύσεως. Έπονται οι Μαμελούκοι και εν συνεχεία οι Οθωμανοί υπό τον Σουλτάνο Σελήκ Α’ (1517) και ακολουθεί ο Μέγας Ναπολέων (1797-1804), ο οποίος χορήγησε και «ασφαλιστήριον έγγραφον» για την προστασία τής Μονής και την επικύρωση των δικαιωμάτων της.
Η Μονή τού Σινά δεν είναι γνωστή μόνο για την αρχαιότητα και την ιστορικότητά της. Φημίζεται και για το μοναδικό στο είδος του κειμηλιοφυλάκιο και την πλουσιότατη βιβλιοθήκη, που διαθέτει. Στο Καθολικό, το Σκευοφυλάκιο, τα Παρεκκλήσια, τα Κελιά και σε άλλους χώρους τής Μονής, φυλάσσονται περισσότερες από 2.000 εικόνες, που χρονολογούνται από τον 6ο αιώνα ως τον 12ο αιώνα (παλαιοχριστιανικής, βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου). Μνημονεύονται ειδικά οι κηρόχυτες (ή εγκαυστικές), που είναι και οι αρχαιότερες. Ανάμεσά τους οι σπουδαιότερες είναι: ο άγιος Πέτρος, η ένθρονη Θεοτόκος ανάμεσα σε Αγίους και Αγγέλους, η Παναγία η Παράκλησις, ο Χριστός Παντοκράτωρ, η Ανάληψις του Χριστού, ο Χριστός Εμμανουήλ και οι Τρεις Παίδες εν καμίνω.
Υπάρχουν πολλές εικόνες με ποικιλία θεμάτων και περιόδων, με υψηλή τεχνική. Αξιοσημείωτα είναι τα έργα αγιογράφων τής εποχής των Κομνηνών, με εμφανή την επίδραση της Μακεδονικής Σχολής. Η τεράστια συλλογή συμπληρώνεται από σιναϊτικές εικόνες, εικόνες τής Παλαιολόγειας εποχής και της Κρητικής Σχολής.
Η Αγία Αικατερίνη φέρεται στις αγιογραφίες συνήθως εστεμμένη, καθιστή, κρατώντας στο δεξί χέρι κάλαμο ή ιερό κλαδί φοίνικα, ενώ στο αριστερό, σταυρό, που ακουμπά σε ακιδοφόρο τροχό, έχοντας στο βάθος (φόντο) το Όρος Σινά. Πολλοί καλλιτέχνες ζωγράφοι έχουν αποδώσει έργα από τον βίο τής Αγίας Αικατερίνης μεταξύ των οποίων ο Κορέγιος, ο Βερονέζε, ο Ραφαήλ κ.ά.
Σύμβολά της στην Αγιογραφία είναι ο ακιδοφόρος τροχός, η αιμοσταγής μάχαιρα, ο κλάδος φοίνικα, ο ιερός κάλαμος, βιβλία και το όρος Σινά.
Εξαιρετικά εντυπωσιακές είναι οι ξυλόγλυπτες θύρες τού κυρίως Ναού, σκαλισμένες σε κέδρους τού Λιβάνου (έργο του 16ου αιώνα), με παραστάσεις ανθέων, καρπών και ζώων τού κήπου τής Εδέμ.
Η Βιβλιοθήκη τής Μονής, από πλευράς αριθμού και αξίας χειρογράφων, θεωρείται η δεύτερη σε σπουδαιότητα στον κόσμο, μετά από εκείνη τού Βατικανού. Περιέχει 4.000 πολύτιμα χειρόγραφα (τα 2/3 στην ελληνική γλώσσα, τα υπόλοιπα στην αραβική, συριακή, κοπτική, ιβηρική, αρμενική και αιθιοπική). Το περιεχόμενό τους είναι κυρίως χριστιανικό, χωρίς να λείπουν τα έγγραφα ιστορικής αξίας, με υπογραφές Αυτοκρατόρων, Πατριαρχών και Αρχιερέων, Σουλτάνων και Ηγεμόνων. Πολλά από τα χειρόγραφα είναι ωραϊσμένα με θαυμάσιες και σπάνιες μικρογραφίες. Στη συλλογή τής Μονής περιλαμβανόταν και ο περίφημος Σιναϊτικός Κώδιξ (4ου αιώνος), που περιέχει το ελληνικό κείμενο της Αγίας Γραφής. Το 1856 ο Γερμανός μελετητής Τίσεντορφ τον δανείστηκε, χωρίς να τον επιστρέψει… Σήμερα εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο, αγορασμένος το 1933 με 100.000 λίρες. Θησαυρός ανεκτίμητος είναι και ο παλίμψηστος «Συριακός Κώδιξ» τού 400 μ.Χ., με δεύτερη γραφή τού 7ου και 8ου αιώνα, που περιέχει την αρχαιότερη μετάφραση του Ευαγγελίου και άλλα μεταγενέστερα κείμενα. Το αρχαιότερο Ευαγγέλιο στην ελληνική είναι του έτους 717 και αποτελεί δώρο τού αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Γ’. Η Βιβλιοθήκη περιέχει και 5.000 περίπου έντυπες εκδόσεις, πολλές από τις οποίες ανάγονται στα πρώτα χρόνια τής τυπογραφίας. Είναι άριστα οργανωμένη και διαθέτει εργαστήρια μικροφωνήσεως και συντηρήσεως χειρογράφων, για την εξυπηρέτηση των μελετητών.
Στην πνευματική δικαιοδοσία τής Μονής ανήκει το γυναικείο Μετόχιο της Φαράν, με μεγάλο κήπο φυτεμένο με χουρμαδιές, οπωροφόρα δέντρα και λαχανικά. Άλλα Μετόχιά της είναι στη Ραϊθώ, στο Κάιρο, στον Λίβανο, στην Κύπρο, στην Κωνσταντινούπολη και στην Ελλάδα.
Προσκυνηματικοί τόποι κοντά στη Μονή: η Αγία Κορυφή με το Παρεκκλήσιο της Αγίας Τριάδος, ο Ναός τού Προφήτη Ηλία στο όρος Χωρήβ (Δεκαλόγου), το Παρεκκλήσιο της Αγίας Αικατερίνης στην ομώνυμη κορυφή, και των Αγίων Θεοδώρων στον λόφο Ισθόρ κ.ά. Υπό τη σκιά τής Μονής διαβιούν Βεδουίνοι, που προσφέρουν έργο υπηρετικού προσωπικού, οι οποίοι μάλιστα, αν και μουσουλμάνοι, τιμούν τον Μωυσή, τον Άγιο Γεώργιο και την Αγία Αικατερίνη.
Είναι γνωστό ότι η φήμη τής Αγίας διαδόθηκε ταχύτατα σε όλον τον χριστιανικό κόσμο, στην Ανατολή και τη Δύση. Έτσι, απολαμβάνει παντού μεγάλης τιμής. Στη Δύση μάλιστα θεωρείται προστάτιδα της σπουδάζουσας νεολαίας. Η Αγία Αικατερίνη θεωρείται προστάτις των Μηχανικών και ιδιαίτερα των παρθένων και φοιτητριών. Στη Γαλλία, η Φιλοσοφική Σχολή τού Παρισιού από θαυμασμό προς την Αγία, την έχει ανακηρύξει προστάτιδα της Φιλοσοφίας. Την ιδιότητα αυτή τής Αγίας, που διαδόθηκε ταχύτατα, αποδέχθηκαν πλείστες χώρες τής Δύσης. Στην Ελλάδα παλαιότερα η Αγία Αικατερίνη ήταν προστάτις τής Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής. Επίσης, είναι πολιούχος Αγία τής πόλης τής Κατερίνης. Η πρωτεύουσα της Πιερίας ονομάστηκε αρχικά Αικατερίνη από το όνομα της Αγίας.
Είναι αξιοσημείωτο ότι την Αγία Αικατερίνη έχουν τιμήσει με ασματικές Ακολουθίες θεόπνευστοι υμνογράφοι, όπως ο Θεοφάνης ο Γραπτός (9ος αιώνας) και με παρακλητικό Κανόνα ο μακαριστός λόγιος μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης (20ός αιώνας). Ακόμη, τη Μεγαλομάρτυρα έχουν τιμήσει με λαμπρούς εγκωμιαστικούς λόγους, αριστουργήματα ρητορικής τέχνης, πολλοί εκκλησιαστικοί ρήτορες, όπως ο αρχιεπίσκοπος Σινά και Ραϊθώ Κύριλλος, λόγιος κληρικός τού 18ου αιώνα, με δύο εγκωμιαστικούς λόγους στην «πολιούχον Σινά», που εκδόθηκαν στη Βενετία το 1776 και ο σοφότατος ιεροδιδάσκαλος του 18ου αιώνα Μακάριος Καλογεράς, από την Πάτμο, με έναν εγκωμιαστικό λόγο.
Η Εκκλησία τής Αρμενίας την εορτάζει στις 27 Μαρτίου. Στο Συναξάριο της Εκκλησίας τής Κωνσταντινουπόλεως και στο Τυπικό τής Μονής τής Θεοτόκου (Ευεργέτιδος) η μνήμη τής Αγίας σημειώνεται την 24η Νοεμβρίου. Κατά την ημερομηνία αυτή, εορτάζουν τη μνήμη τής Αγίας οι Ρώσοι και οι σλαβικές Εκκλησίες, που τιμούν ιδιαίτερα μέχρι σήμερα την ημέρα τού μαρτυρικού θανάτου τής Αγίας. Η ημέρα τού μαρτυρίου τής Αγίας Αικατερίνης θεωρείται η 24η Νοεμβρίου, της δε εύρεσης των λειψάνων της, η 25η Νοεμβρίου, όμως κατά σύσταση των Μο-ναχών τού Σινά, συνέπτυξαν σε μία και τις δύο αυτές εορτές και όρισαν την 25η Νοεμβρίου ως ημέρα τιμής τής ιερής μνήμης της.
Τα Μετόχια της Μονής Σινά επί της Σιναϊτικής Χερσονήσου
Το Μετόχι των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων απέχει από τη Μονή μια ώρα πεζή. Λίγο πιο πριν, ο προσκυνητής συναντά το βράχο από τον οποίο έβγαλε ο Μωυσής το νερό για να πιει ο Ισραήλ (Εξ. ιζ΄, 1-7).
Το Μετόχι των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού απέχει από τη Μονή 1 ½ ώρα πεζή. Πλησίον υπάρχει η κοιλάδα Θολά και το Σπήλαιο του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος. Ο Άγιος Ιωάννης υπήρξε από τους πρώτους Ηγουμένους της Μονής. Έζησε τον 6ο αιώνα και κατοίκησε στον τόπο αυτόν σαράντα έτη, όπου συνέγραψε την περίφημη Κλίμακα, της οποίας οι τριάντα βαθμίδες περιγράφουν τα στάδια της τελειώσεως του Μοναχού. Η επίδραση του έργου αυτού ήταν τόση, ώστε ο Άγιος Ιωάννης να ονομασθεί δεύτερος Μωυσής.
Δύο ακόμα Μετόχια βρίσκονται πλησίον της Μονής: Οι Άγιοι Απόστολοι και το Μποστάνι με το Ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου.
Η Όαση της Φαράν υπήρξε από τον 4ο αιώνα το μεγαλύτερο Χριστιανικό κέντρο της χερσονήσου του Σινά και έδρα Επισκόπου. Σήμερα διασώζονται τα ερείπια της παλαιάς επισκοπικής Βασιλικής και δίπλα ο πολύ εύφορος κήπος του Γυναικείου Ησυχαστηρίου με το Ναό του Προφήτου Μωυσέως.
Η Ραϊθώ (Ελ Τουρ) είναι παλαιό λιμάνι των Φοινίκων, στη γλώσσα των οποίων σημαίνει «Τόπος Καρπών». Πρόκειται για το μέρος, στο οποίο ο Μωυσής με τους Ισραηλίτες βρήκαν τα εβδομήντα στελέχη των Φοινίκων και τις Δώδεκα Πηγές (Εξ. ιε΄, 27). Από τον 4ο αιώνα η πόλη έγινε Χριστιανική. Σήμερα υπάρχουν τα ερείπια ενός Μοναστηριού που έκτισε εδώ ο Ιουστινιανός, της περίφημης Λαύρας της Ραϊθώ, καθώς και το Μετόχι της Μονής με το Ναό του Αγίου Γεωργίου, πλήθος φοινίκων και τις Ιαματικές Πηγές του Μωυσέως. Ερείπια παλαιών Μοναστηριών, Παρεκκλησίων και Ησυχαστηρίων βρίσκονται επίσης και στις τοποθεσίες Ραχμάν, Χόδρα και αλλού.
Διοικητικό Καθεστώς της Ιεράς Μονής του Όρους Σινά
Η εν γένει λειτουργία της Σιναϊτικής Αδελφότητας είναι διατυπωμένη στους «Θεμελιώδεις Κανονισμούς». Η ιερά Μονή του Θεοβάδιστου όρους Σινά είναι αμιγώς θρησκευτικό καθίδρυμα και σύμφωνα με τις αποφάσεις των Τοπικών Συνόδων και των Ορθοδόξων Πατριαρχών είναι «αδούλωτη, ασύδοτη, ακαταπάτητη, πάντη και παντός ελεύθερη και Αυτοκέφαλη» και δεν εξουσιάζεται από κανένα Ορθόδοξο Πατριάρχη, ούτε από Σύνοδο. Η Ιερά Σιναϊτική Αδελφότητα, συσταθείσα εδώ και αιώνες, είναι συντεταγμένη μοναχικώς και αποτελείται από μοναχούς και ιερωμένους. Αποτελεί την ανώτατη αρχή της Μονής και έχει πνευματικό αρχηγό και Πατέρα το Σεβασμιώτατο Αρχιεπίσκοπο Σινά, Φαράν και Ραϊθώ, ο οποίος τελεί και Ηγούμενος αυτής.
Ο Αρχιεπίσκοπος Σιναίου, είναι αυτόνομος και εκλέγεται από την Ιερά Σιναϊτική Αδελφότητα. Η κανονική του σχέση προς τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων συνίσταται στο ότι χειροτονείται από αυτόν, μνημονεύει το Πατριαρχικό του όνομα, όσες φορές ιερουργεί στην επισκοπική δικαιοδοσία του και έχει προς αυτόν το «έκκλητον». Η Ιερά Μονή Σινά διοικείται από τον Αρχιεπίσκοπο και Ηγούμενο αυτής, καθώς και από την περί αυτού Ιερά Σύναξη των Πατέρων. Η Ιερά Σύναξη των Πατέρων είναι διοικητική και εκτελεστική αρχή, διορίζεται από Γενική Συνέλευση της Σιναϊτικής Αδελφότητας με εισήγηση του Αρχιεπισκόπου και αποτελείται από τα εξής τρία μόνιμα μέλη: το Δικαίο, το Σκευοφύλακα και τον Οικονόμο (σήμερα υπάρχει και τέταρτο μέλος, ο Βιβλιοφύλαξ). Ο Δικαίος αντικαθιστά τον Αρχιεπίσκοπο κατά την απουσία του και διευθύνει τα έχοντα σχέση με την Τάξη των Ιερών Ακολουθιών και την εν γένει διαβίωση των Πατέρων στη Μονή και πρέπει να είναι ιερωμένος. Ο Σκευοφύλαξ είναι ισόβιος και φυλάσσει τα ιερά και πολύτιμα σκεύη της Μονής, φροντίζει για την ευπρεπή εμφάνιση του Καθολικού και των Παρεκκλησίων. Ο Οικονόμος μεριμνά για τη διατροφή των Πατέρων, τα κτήματα, τον Ξενώνα και τις προμήθειες της Μονής.
της Αικατερίνης Διαμαντοπούλου
Θεολόγου ΜΑ, Φιλολόγου – PhD Φιλοσοφίας
Αναπληρώτριας Διαχειρίστριας της Μ.Κ.Ο. «Ρωμηοσύνη»
Πηγές Υλικού:
Αικατερίνης Μοναχής, Αικατερίνα η πάνσοφος η μεγαλομάρτυς, εκδ. Αλήθεια, Αθήνα 1985.
Β. Μυρσιλίδη, Βιογραφία της φιλοσόφου Ελληνίδος Υπατίας, Αθήναι 1926
Β. Μυρσιλίδη, Βιογραφία και περιοδικό «Κιβωτός», Νοέμβριος και Δε-κέμβριος 1953.
Δρος. Χαραλάμπους Μ. Μπούσια, Μεγάλου Υμνογράφου της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας, Η πάνσοφος Μεγαλομάρτυς Αγία Αικατερίνα, Βίος, Μαρτύριος, Κανών Παρακλητικός, Χαιρετιστήριοι Οίκοι και Εγκώμια, Έκδοσις Ιεράς Μονής Θεοβάδιστου Όρους Σινά, Αθήναι 2008.
Ιστοχώρος Ιεράς Μονής Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου Θεσσαλονίκης www.impantokratoros.gr/
Ιστοχώρος Ιεράς Μονής Σινά www.sinaimonastery.com
Κ. Παλαμιώτου-Θωμαΐδου, Δρ. Φ., freemonks.gr
Λέκκου Ε. Π., Αγία Αικατερίνη η Μεγαλομάρτυς, Βίος και Παρακλητικός Κανών, εκδ. Σιναϊτης.
Μαρκουλάκη Α., Η Αγία ένδοξος μεγαλομάρτυς Αικατερίνα η πάνσοφος, εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1999.
Μαυρομάτη Γ., Η Αγία Αικατερίνη η Μεγαλομάρτυς, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη.
Περιγραφή Ιερά του Αγίου και Θεοβάδιστου Όρους Σινά … Ενετίησιν 1773.
P.G. 66, 132
Σιναϊτικά Μετόχια σε Κρήτη και Κύπρο, Ιερά Μονή Σινά, Ίδρυμα Όρους Σινά, Σιναϊτικό Αρχείο Μνημείων, εκδ. Επτάλοφος.
Συμεών τού Μεταφραστού, Ο βίος και το μαρτύριον Αικατερίνης και Ευγενίας, εκδ. Αποστολική Διακονία
Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνη του θεοβάδιστου Όρους Σινά, Ευάγγελου Παπαϊωάννου, Πτ. Θ. & Φ., σελ.62-65
Ἐπὲτειος 28ης Ὀκτωβρὶου 1940-Ἀπὸ τὴν ἐκπομπὴ ἡ μηχανὴ τοῦ χρὸνου-
28 Οκτωβρίου, 2016
Ἃγιος Ἰωὰννης Γ’ Δοὺκας Βατὰτζης ὁ ἐλεὴμων
4 Νοεμβρίου, 2015Ο Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης (Διδυμότειχο 1193 – Νυμφαίο Μικράς Ασίας 3 Νοεμβρίου 1254) ήταν ο δεύτερος αυτοκράτορας της Νικαίας (1222–1254), διάδοχος και γαμπρός του Θεοδώρου Α΄ Λάσκαρη.
Συνετός κυβερνήτης και ικανός στρατιωτικός, υπήρξε συνεχιστής του έργου του προκατόχου του πετυχαίνοντας να υπερδιπλασιάσει τις κτήσεις που παρέλαβε και να ανορθώσει κοινωνικά και οικονομικά το κράτος, θέτοντας τις βάσεις για την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης.
Η τριανταδιάχρονη βασιλεία του χαρακτηρίζεται από συνεχή πρόοδο σε όλους τους τομείς της ζωής τής εξόριστης αυτοκρατορίας. Αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό του αναγνωρίστηκε ως Άγιος και η μνήμη του ετιμάτο με ιδιαίτερη ευλάβεια από τους μικρασιατικούς πληθυσμούς μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα.
Καταγωγή – Πρώιμη δράση
Γεννήθηκε στο Διδυμότειχο της Θράκης το 1193. Παρόλο που από τα μέσα του 12ου αιώνα αρκετές επιφανείς προσωπικότητες του Βυζαντίου (κυρίως στρατιωτικοί) φέρουν το επώνυμο Βατάτζης, δεν μπορεί να ανασυντεθεί με ακρίβεια το γενεαλογικό του δένδρο. Κάποιες πηγές τον θέλουν γιο του στρατηγού Βασιλείου Βατάτζη και κάποιας ανεψιάς των αυτοκρατόρων Ισαάκιου Β΄ Αγγέλου και Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου, της οποίας το όνομα δεν μας διασώζεται. Αλλού πάλι φέρεται ως εγγονός του Κωνσταντίνου Βατάτζη, στρατοπεδάρχη του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1148). Όλες αυτές οι πληροφορίες ελέγχονται για την ακρίβειά τους καθώς προέρχονται, κατά ένα μεγάλο μέρος, από συναξάρια που γράφτηκαν αρκετούς αιώνες μετά την εποχή του και σε πολλές περιπτώσεις συγχέουν τον βίο του Ιωάννη με γεγονότα που συνέβησαν κατά τη βασιλεία του Θεοδώρου Α΄ Λάσκαρη.[1] Πάντως, είχε προγόνους και στην περίφημη οικογένεια των Δουκών, ενώ αδελφός του ήταν ο περίφημος σεβαστοκράτωρ Ισαάκιος Δούκας.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας βρέθηκε στην Νίκαια Βιθυνίας, προφανώς ακολουθώντας το ρεύμα μετανάστευσης από τις λατινοκρατούμενες προς τις υπό βυζαντινό έλεγχο περιοχές. Εκεί, οι αρετές του αλλά και η ευγενική του καταγωγή εκτιμήθηκαν από τον Θεόδωρο Α΄, ο οποίος τίμησε τον νεαρό Ιωάννη με το αξίωμα του πρωτοβεστιάριου (επικεφαλής του πρώτου τμήματος της αυτοκρατορικής φρουράς). Τέλος, ελλείψει άρρενος διαδόχου, ο Θεόδωρος επέλεξε τον Ιωάννη ως διάδοχό του δίδοντάς του την κόρη του Ειρήνη ως σύζυγό του.
Συνωμοσίες και πρώτες κατακτήσεις
Η άνοδος του Ιωάννη στον θρόνο της Νικαίας δεν βρήκε σύμφωνους τους αδερφούς του Θεοδώρου, Ισαάκιο και Αλέξιο Λάσκαρη. Δυσαρεστημένοι, κατέφυγαν στην αυλή του Λατίνου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Ροβέρτου Β΄ ντε Κουρτεναί ζητώντας βοήθεια για την ανατροπή του Ιωάννη. Μάλιστα προς επισφράγιση της συμμαχίας τους, τού πρόσφεραν το χέρι της ανηψιάς τους, κόρης του Θεοδώρου, Ευδοκίας, την οποία είχαν απαγάγει και φέρει μαζί τους στην Κωνσταντινούπολη. Το συνοικέσιο μάλλον δεν ευόδωσε αλλά ο Ροβέρτος βοήθησε τους αδερφούς Λάσκαρη να στρατολογήσουν μισθοφόρους όπως επίσης και προσφέροντάς τους στρατό.
Οι εχθροπραξίες ξεκίνησαν στις αρχές του 1223 όταν ο φραγκικός στρατός των Λασκαριδών διεκπεραιώθηκε στην Βιθυνία. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στο Ποιμανηνό το επόμενο έτος, όπου ο στρατός του Βατάτζη, με τον ίδιο επικεφαλής, συνέτριψε τους αντιπάλους. Πρόκειται για μεγάλης σπουδαιότητας νίκη: οι Φράγκοι έχασαν τις περισσότερες μικρασιατικές κτίσεις τους, προς όφελος της Νικαίας, εξαιρουμένων των παραλίων απέναντι από την Πόλη και την Νικομήδεια, η δε εξασθένισή τους λόγω της καταστροφής μεγάλου τμήματος του στρατού τους, έκανε τον Ιωάννη ακόμα τολμηρότερο. Πράγματι ο αυτοκράτορας της Νίκαιας μετέφερε τον πόλεμο στα ευρωπαϊκά λατινοκρατούμενα εδάφη καθώς και στα απέναντι των παραλίων της Μικράς Ασίας νησιά του Αιγαίου. Με τη βοήθεια στόλου που ναυπηγήθηκε κοντά στην Λάμψακο (απ’ όπου εξεδιώχθησαν οι Ενετοί) τα στρατεύματα του Βατάτζη διέσχισαν τον Ελλήσποντο και κυρίευσαν αρκετές πόλεις της Θράκης, ενώ οι Λατίνοι περιορίστηκαν πίσω από τα τείχη της Πόλης, μη δυνάμενοι να υπερασπίσουν τις κτίσεις τους. Από τα νησιά του Αιγαίου κατελήφθησαν η Χίος, η Λέσβος, η Σάμος, η Ικαρία, η Κως και άλλα μικρότερα. Το σημαντικό νησί της Ρόδου, καθώς και άλλα των Δωδεκανήσων, εκυβερνάτο από τον βυζαντινό άρχοντα Λέοντα Γαβαλά, ο οποίος, κατόπιν αρκετών αμφίρροπων εχθροπραξιών, δέχτηκε εν τέλει την επικυριαρχία του Βατάτζη (1233).
Ενώ όμως όλα έβαιναν καλώς για το κράτος της Νίκαιας, και ενώ ο Ιωάννης είχε ξεκινήσει τη βασιλεία του με τόσο καλούς οιωνούς, άρχισε να εξυφαίνεται στην Νίκαια συνωμοσία κατά του αυτοκράτορα. Επικεφαλής των συνωμοτών, που θέλησαν να εκμεταλλευτούν την απουσία του αυτοκράτορα, ήταν ο εξάδελφος και στενός συνεργάτης του, Ανδρόνικος Νέστογγος. Ο Ιωάννης, όμως, πληροφορήθηκε εγκαίρως τα περί συνωμοσίας και εγκαταλείποντας τις επιχειρήσεις, επέστρεψε ταχέως στην Νίκαια σώζοντας έτσι τον θρόνο του. Ωστόσο μέχρι το 1235 δεν επιχείρησε να ηγηθεί προσωπικά στρατιωτικών επιχειρήσεων για την επέκταση των συνόρων, έχοντας ως πρώτιστο σκοπό την εδραίωση της θέσης του και την ρύθμιση εσωτερικών ζητημάτων.
Η διεκδίκηση του αυτοκρατορικού τίτλου
Οι σχέσεις με τους Βυζαντινούς της Ηπείρου
Στον αντίποδα της μικρασιατικής αυτοκρατορίας είχε δημιουργηθεί το Δεσποτάτο της Ηπείρου, το οποίο ενσάρκωνε τις ελπίδες των Βυζαντινών της Βαλκανικής χερσονήσου για την αποτίναξη του λατινικού όσο και του βουλγαρικού ζυγού. Το Δεσποτάτο, με πρωτεύουσα την Άρτα, περιλάμβανε τμήματα της σημερινής Αλβανίας, Δυτικής Ελλάδας (Ήπειρος, Δυτ. Μακεδονία, Δυτ. Στερεά). Σύντομα, υπό την ηγεσία του ικανού, θυελλώδους όσο και τυχοδιώκτη Θεοδώρου Δούκα Αγγέλου, ακολούθησε επεκτατική πολιτική καταλαμβάνοντας το 1223 την Θεσσαλονίκη καθώς και μεγάλα τμήματα της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Θράκης. Φαινόταν λοιπόν, ότι η Ήπειρος θα πετύχαινε την ανακατάληψη της Βασιλεύουσας. Το 1227 μάλιστα ο μονάρχης της Ηπείρου εγκατέλειψε τον τίτλο του Δεσπότη και στέφθηκε αυτοκράτορας στην Θεσσαλονίκη.
Επίσης, ο βασιλέας των Βουλγάρων Ιωάννης Β΄ Ασάν (1218–1241) διεκδικούσε κι αυτός τον αυτοκρατορικό τίτλο φέροντας την προσωνυμία «αυτοκράτωρ Βουλγάρων και Ρωμαίων».
Μέσα σ’ αυτόν τον γεμάτο αυτοκράτορες[2] βυζαντινό κόσμο, ο Ιωάννης Βατάτζης έπρεπε να υπερασπιστεί τον αυτοκρατορικό τίτλο που είχε κληρονομήσει από τον προκάτοχό του.
Η πρώτη σύγκρουση με το Δεσποτάτο της Ηπείρου ήρθε το 1225 για την κατοχή της Αδριανούπολης. Οι κάτοικοι της πόλης έστειλαν πρεσβεία στον Βατάτζη ζητώντας του να στείλει δυνάμεις για την εκδίωξη την φραγκικής φρουράς. Ο τελευταίος άδραξε την ευκαιρία και το απόσπασμα που έστειλε κατέλαβε αναίμακτα την πόλη. Επίσης αναίμακτα αποχώρησαν, όταν ο Θεόδωρος Δούκας, ευρισκόμενος στην Θράκη, έσπευσε με τον στρατό του να εκδιώξει τη μικρασιατική φρουρά. Κατά τη στιγμή της παράδοσης, ο διοικητής των Νικαέων Ιωάννης Καμμύτζης δεν αφίππευσε, ούτε προσκύνησε τον Θεόδωρο μη αναγνωρίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο άλλον αυτοκράτορα Ρωμαίων, πέραν του Βατάτζη. Τα πνεύματα οξύνθηκαν (ο Θεόδωρος λίγο έλειψε να προβεί σε χειροδικία εναντίον του Καμμύτζη) αλλά τελικά δεν δόθηκε συνέχεια. Το γεγονός αυτό είναι χαρακτηριστικό της έντονης ιδεολογικής αντιπαράθεσης μεταξύ Ηπείρου και Νικαίας. Μάλιστα, ο Καμμύτζης για την πράξη αυτή, τιμήθηκε με αξιώματα από τον Βατάτζη, κατά την επιστροφή του στη Νίκαια, αφού έδειξε στους κατοίκους της Θράκης ότι μόνον ο μονάρχης της Νικαίας ήταν ο γνήσιος «αυτοκράτωρ Ρωμαίων». Ασχολούμενος με εσωτερικά θέματα, όπως προαναφέρθηκε, και με στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Αιγαίο, ο Ιωάννης δεν αντέδρασε σθεναρά στην απώλεια της Αδριανούπολης. Απέστειλε πρεσβεία με τον πατριάρχη Γερμανό Β΄ (1222–1240) στον Θεόδωρο (μετά τη στέψη του τελευταίου) απαιτώντας να αποποιηθεί τον τίτλο του αυτοκράτορα και να δεχθεί αυτόν του δεσπότη, κυβερνώντας ανενόχλητος τα εδάφη του υπό την τυπική επικυριαρχία της Νίκαιας. Ωστόσο και πάλι δεν προχώρησε σε ουσιαστικές ενέργειες εναντίον του Θεοδώρου όταν εκείνος απέρριψε τις προτάσεις του. Και αυτό επειδή είχε να αντιμετωπίσει νέα εισβολή των Φράγκων της Πόλης, που υπό την ηγεσία του νέου τους αυτοκράτορα, του ηλικιωμένου όσο και ιπποτικού Ιωάννη Βριέννου (de Brienne) προσπάθησαν να ανακαταλάβουν τα μικρασιατικά εδάφη που είχαν χάσει μετά τη μάχη στο Ποιμανηνό. Τελικά οι Φράγκοι εκδιώχθηκαν, ενώ οι βλέψεις της Ηπείρου εξανεμίστηκαν μετά τη μάχη της Κλοκοτνίτσα ή Κλοκοτινίτζα, κατά την οποία ο Ιωάννης Ασάν συνέτριψε τον στρατό του Θεοδώρου Δούκα. Στον θρόνο της Θεσσαλονίκης ανήλθε ο αδελφός του Θεοδώρου και γαμπρός τού Ασάν, Μανουήλ, ο οποίος εξακολουθούσε να φέρει τα αυτοκρατορικά διάσημα μολονότι ήταν ουσιαστικά υποτελής τού πεθερού του.
Οι σχέσεις με τους Βουλγάρους και προσπάθειες κατάληψης της Πόλης
Ο ισχυρότερος, πλέον, άνδρας της Βαλκανικής ήταν ο Βούλγαρος ηγεμόνας και ο Βατάτζης έσπευσε να συμμαχήσει μαζί του. Η συμμαχία επισφραγίστηκε, κατά το έθος της εποχής, με τον γάμο τού γιου τού Βατάτζη, Θεοδώρου, με την κόρη του Ασάν Ελένη. Μετά την υπογραφή των συμφωνιών, οι δύο σύμμαχοι ξεκίνησαν εκστρατείες στην Θράκη. Αμφότεροι έφτασαν μέχρι τα τείχη της Κωνσταντινούπολης την οποία και πολιόρκησαν από κοινού το 1235 και το 1236, χωρίς όμως επιτυχία. Η επέμβαση Βενετών και Φράγκων της Πελοποννήσου αντίστοιχα απέτρεψε την πτώση της Πόλης. Είχε γίνει όμως σαφές ότι η πτώση της λατινοκρατούμενης Κωνσταντινούπολης δεν ήταν παρά θέμα χρόνου. Ο ίδιος ο Πάπας αφόρισε τον Ασάν,[3] απαίτησε από τον βασιλέα της Νίκαιας να σταματήσει τις εχθροπραξίες και κάλεσε τους ηγεμόνες της Δύσης να συνδράμουν με στρατεύματα τούς εν τη Πόλει ομοεθνείς τους. Τότε, ο ηγεμόνας των Βουλγάρων αποκήρυξε τη συμμαχία του με τον Βατάτζη, αντιλαμβανόμενος ότι ο σύμμαχός του ωφελείται πολύ περισσότερο από τον ίδιο. Επεδίωξε, μάλιστα, και πέτυχε να προσεταιριστεί τους Λατίνους της Πόλης, με την ελπίδα να γίνει κύριός της κατόπιν κάποιου διακανονισμού ή συνοικεσίου. Τελικά, εξ αιτίας αστάθμητων παραγόντων,[4] η συμμαχία Βουλγάρων και Φράγκων δεν ευόδωσε. Εγκαταλείποντας τις κοινές με τους Λατίνους επιχειρήσεις, ο Ιωάννης Ασάν ανανέωσε τις συνθήκες και τις συμφωνίες με τον Βατάτζη. Το 1241 ο Βούλγαρος ηγεμόνας απεβίωσε, αφήνοντας στον θρόνο τον δεκαετή γιο του, Καλλιμάν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η αυτοκρατορία της Νίκαιας απαλλάχθηκε από έναν επικίνδυνο και ικανό αντίπαλο και ο Βατάτζης έστρεψε την προσοχή του στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. Ήθελε να στερεώσει τις ευρωπαϊκές κτίσεις του πριν δώσει το οριστικό χτύπημα στην παραπαίουσα Κωνσταντινούπολη.
Επιχειρήσεις στα Βαλκάνια και τελική σύγκρουση με τους Βυζαντινούς της Δύσης
Εν τω μεταξύ, τα πράγματα στην αυτοκρατορία της Θεσσαλονίκης εξελίχτηκαν ως εξής: ο Θεόδωρος Δούκας, μετά τη μάχη της Κλοκότνιτζα, κατέστη αιχμάλωτος του Ιωάννη Ασάν. Μερικά χρόνια αργότερα, συνελήφθη να συνωμοτεί εναντίον του τελευταίου και τιμωρήθηκε με την ποινή της τύφλωσης. Τον θρόνο της Θεσσαλονίκης είχε καταλάβει ο Μανουήλ, αδερφός του τυφλού Θεοδώρου και την Ήπειρο ο Μιχαήλ Β’ Κομνηνός Δούκας, ανιψιός του τελευταίου. Όταν ο Ιωάννης Ασάν χήρεψε, ο Θεόδωρος του πρόσφερε την κόρη του. Έτσι, κατάφερε τελικά να αφεθεί ελεύθερος. Μπήκε κρυφά στην Θεσσαλονίκη όπου ανέτρεψε τον αδερφό του, Μανουήλ, και ανέβασε στον θρόνο τον γιο του, Ιωάννη. Ο Μανουήλ κατέφυγε αρχικά στους Σελτζούκους του Ικονίου και κατόπιν στη Νίκαια. Υποσχέθηκε στον Βατάτζη ότι αν τον συνέδραμε ώστε να καταλάβει τη συμβασιλεύουσα, θα την κυβερνούσε υπό την επικυριαρχία του. Όντως, ο αυτοκράτορας του έδωσε στρατό και στόλο και ο Μανουήλ απέπλευσε για την Ελλάδα. Αποβιβάστηκε στην Θεσσαλία, στον Παγασητικό το 1239. Χρησιμοποιώντας τον στρατό του ως μέσω πίεσης και χωρίς να πραγματοποιηθούν στρατιωτικές επιχειρήσεις, κατάφερε να γίνει διανομή των εδαφών του Βασιλείου της Θεσσαλονίκης. Ο ίδιος έλαβε την Θεσσαλία, ο αδερφός του, Θεόδωρος τη δυτική Μακεδονία και ο Ιωάννης παρέμεινε στην Θεσσαλονίκη.
Δύο χρόνια αργότερα, απεβίωσαν ο Μανουήλ και ο Ιωάννης Β΄ Ασάν, αφήνοντας τον Θεόδωρο (που ουσιαστικά κινούσε τα νήματα πίσω από τον Ιωάννη της Θεσσαλονίκης) και τον Μιχαήλ Β΄ της Ηπείρου κυρίαρχους στη νότια Βαλκανική. Με τον θάνατο του Μανουήλ, ο Βατάτζης βρήκε το κατάλληλο πρόσχημα για να διεκδικήσει ενεργά την υποταγή της περιοχής. Πρώτη ενέργειά του ήταν ο αφοπλισμός του ενεργητικού και πανούργου Θεοδώρου. Το πέτυχε με έναν ειρηνικό και “έντιμο” τρόπο: προσκάλεσε τον Θεόδωρο στη Νίκαια όπου τον υποδέχτηκε με τιμές. Όταν όμως αυτός ετοιμάστηκε να επιστρέψει στη Μακεδονία πληροφορήθηκε ότι ήταν αιχμάλωτος.
Την άνοιξη του 1242, ο αυτοκράτορας εκστράτευσε κατά της Θεσσαλονίκης με στρατό και στόλο. Δεν πολιόρκησε την πόλη, αλλά απέσπασε όρκο υποταγής από τον συνονόματό του κυβερνήτη της και γύρισε εσπευσμένα στη Μικρά Ασία. Αιτία της αιφνίδιας διακοπής των επιχειρήσεων ήταν η εμφάνιση των μογγολικών ορδών που σάρωσαν την ανατολική Μ. Ασία καθιστώντας υποτελείς τους Σελτζούκους Τούρκους και τους Βυζαντινούς της Τραπεζούντας. Μπροστά στον κοινό κίνδυνο η Νίκαια και οι Σελτζούκοι συμμάχησαν. Η τύχη όμως ευνόησε ακόμα μια φορά τον Ιωάννη. Οι Μογγόλοι εγκατέλειψαν ξαφνικά την περιοχή, λόγω εσωτερικών προβλημάτων, αφήνοντας αλώβητο το κράτος της Νίκαιας και αρκούμενοι σε έναν φόρο υποτελείας από τον Βατάτζη. Έτσι ακολούθησε μια περίοδος ανάπαυλας καθώς όλα τα γύρω κράτη ήταν εξασθενημένα (Ικόνιο, Λατινική Κωνσταντινούπολη, Βουλγαρία) ή υποτελή (Θεσσαλονίκη) στον Βατάτζη.
Το 1246 βρέθηκε στην Θράκη, όπου επιθεωρούσε τις φρουρές των πόλεων, εν όψει της λήξης ανακωχής με τους Φράγκους. Μαθαίνοντας ότι ο βασιλιάς της Βουλγαρίας Καλιμάν, πέθανε αφήνοντας στον θρόνο τον ανήλικο αδερφό του, επετέθη κατά των Βουλγάρων. Σε σύντομο διάστημα προσαρτήθηκε στο βασίλειο της Νικαίας ολόκληρη η νότια και νοτιοδυτική Βουλγαρία και τμήματα της Μακεδονίας. Σημαντικές πόλεις, όπως οι Σέρρες, η Βέροια, το Μελένικο και τα Σκόπια περιήλθαν υπό βυζαντινό έλεγχο, οι περισσότερες εξ αυτών αμαχητί. Στράφηκε τότε και κατά της Θεσσαλονίκης την οποία κατέλαβε σε συνεργασία με δυσαρεστημένους από τη διακυβέρνηση του νέου δεσπότη Δημήτριου, αριστοκράτες της πόλης. Με τη συμβασιλεύουσα υπό την κατοχή του, ο Βατάτζης εδραίωσε τη θέση του ως μοναδικός βυζαντινός αυτοκράτορας στη συνείδηση του λαού. Προσεταιρίστηκε, επίσης, τον δεσπότη της Ηπείρου, Νικηφόρο, διάδοχο του Μιχαήλ Β΄ με την προοπτική συνοικεσίου. Μα ο Νικηφόρος αθέτησε τη συμφωνία και το 1251 επιτέθηκε κατά των πόλεων της Μακεδονίας που υπάγονταν στη Νίκαια. Χρειάστηκε μια ακόμα εκστρατεία και πολλές αμφίρροπες μάχες μέχρι τελικά να συνθηκολογήσει ο Νικηφόρος – με την προοπτική συνοικεσίου πάλι και λαμβάνοντας τον τίτλο του δεσπότη όπως οι προκάτοχοί του, αλλά με ακόμα λιγότερα εδάφη.
Οι σχέσεις με τις δυτικοευρωπαϊκές δυνάμεις
Συμμαχία με τον Γερμανό αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β΄ Χοενστάουφεν
Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην εποχή του Ιωάννη Βατάτζη ήταν ο Φρειδερίκος Β’ Χοενστάουφεν (1194 – 1250, αυτοκράτορας από το 1220). Μεγαλωμένος στην νορμανδική Σικελία, όπου συνυπήρχαν Άραβες, Έλληνες, Ιταλόφωνοι και Ιουδαίοι, είχε αναπτύξει μια πολύ διαφορετική αντίληψη και νοοτροπία από τους υπόλοιπους ηγεμόνες της Δύσης.[5] Υπέρμαχος της «ελέω Θεού μοναρχίας», δεν συμμεριζόταν την τάση του Ποντίφηκα για επιβολή και κυριαρχία της εκκλησιαστικής εξουσίας επί της πολιτικής. Δεν άργησε, λοιπόν, να έρθει σε σύγκρουση με το παπικό κράτος.
Από την άλλη πλευρά, ο Βατάτζης, για να αντισταθμίσει την επιρροή και τη δύναμη του πάπα, του οποίου οι ενέργειες μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να κατευθύνουν ακόμα μία σταυροφορία εναντίον των βυζαντινών χωρών, αναζητούσε έναν βάσιμο σύμμαχο στη Δύση. Τα κοινά συμφέροντα αλλά και οι κοινές εκκλησιαστικές και πολιτικές αντιλήψεις των δύο μοναρχών οδήγησαν στη σύναψη συμμαχίας με τον Ιωάννη τύποις υποτελή του Γερμανού αυτοκράτορα.[6] Η συμμαχία σφραγίστηκε με τον γάμο του Ιωάννη (η πρώτη σύζυγός του, Ειρήνη, πέθανε το 1239) με την κόρη του Φρειδερίκου, Κονστάνς, το 1245. Μετά από αυτό, ο Πάπας Ιννοκέντιος Δ΄ αφόρισε τον Φρειδερίκο και αποκύρηξε το γένος των Βυζαντινών. Ενδεικτική των αντιλήψεων του Γερμανού μονάρχη είναι η επιστολή που έστειλε στον Ιωάννη, σχολιάζοντας την πολιτική του πάπα. Θεωρεί ότι κακώς η Κωνσταντινούπολη είχε αφαιρεθεί από τους Βυζαντινούς, τους δικαιωματικούς κατόχους της, και ότι κακώς πάλι οι τελευταίοι θεωρούνταν σχισματικοί, αφού ο πρωταίτιος του σχίσματος ήταν ο ίδιος ο πάπας.[7]
Αν και η συμμαχία δεν απέδωσε όσο θα ήθελε ο Βατάτζης, υπήρξε αρκετά συμφέρουσα και για τα δύο κράτη. Ο Φρειδερίκος εμπόδισε τα στρατεύματα, που κατόπιν αιτήματος του πάπα ετοιμάζονταν να συνδράμουν τους Λατίνους της Πόλης, να περάσουν από την επικράτειά του στην Βόρειο Ιταλία, ενώ έλαβε από τον σύμμαχό του ενισχύσεις (κυρίως πεζούς και τοξότες) για τις επιχειρήσεις του στην Νότιο Ιταλία.
Οι σχέσεις με τον πάπα
Έντονη διπλωματική δραστηριότητα αναπτύχθηκε μεταξύ Νίκαιας και Αγίας Έδρας, επί των ημερών του Ιωάννη Βατάτζη. Έχοντας απέναντί του τον πανίσχυρο πάπα Γρηγόριο Θ΄ (1227–1241), που ακολουθούσε την ανατολική πολιτική των προκατόχων του προτρέποντας του ηγεμόνες της Δύσης να ενισχύσουν τους Λατίνους της Πόλης, ο αυτοκράτορας απέστειλε αίτηση διά του πατριάρχη Γερμανού Β΄ για την ένωση των Εκκλησιών. Συνήλθε, λοιπόν, σύνοδος στο Νυμφαίο της Μικράς Ασίας το 1232 που όμως γρήγορα διαλύθηκε χωρίς να επέλθη κάποια συμφωνία. Ο Βατάτζης είχε θέσει ως όρο την μη αποστολή βοήθειας προς τους Φράγκους της Κωνσταντινούπολης, πράγμα που ο πάπας απέρριπτε ασυζητητί. Παρόμοια προσπάθεια κατά τα επόμενα έτη (1234) κατέληξε σε ανταλλαγή ύβρεων.[8] Μολονότι ο αυτοκράτορας αντιλήφθηκε ότι δεν μπορούσε να κερδίσει πολλά μέσω διαπραγματεύσεων, εξακολούθησε να κρατά επαφές με το Βατικανό. Οι θέσεις και οι επιδιώξεις του, όμως, παρέμεναν σταθερές, έτσι ώστε οι υπήκοοί του (κλήρος και λαός) δεν αισθάνθηκαν ποτέ ότι θίγονται οι θρησκευτικές πεποιθήσεις τους χάριν πολιτικών στόχων.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο πάπας Γρηγόριος είχε ενεργό ρόλο στη λύση της συμμαχίας μεταξύ Βουλγάρων υπό τον Ιωάννη Ασάν και Νίκαιας αφού αφόρισε τον Βούλγαρο βασιλέα. Κατόπιν έστειλε επιπλητική επιστολή στον Βατάτζη απαιτώντας να σταματήσει τις εχθροπραξίες εναντίον της Πόλης. Χαρακτηριστική είναι η απάντηση[9] του αυτοκράτορα: θεωρεί το γένος των Ρωμαίων (Βυζαντινών) ως το μόνο που έχει δικαιώματα στον θρόνο του Μεγάλου Κωνσταντίνου. «Τις αγνοεί ότι ο κλήρος της διαδοχής εκείνου (σ.σ. του Μ. Κωνσταντίνου) εις το ημέτερον διέβη γένος, και ότι ημείς είμεθα οι τούτου κληρονόμοι και διάδοχοι;» Επίσης βεβαιώνει τον πάπα ότι δεν θα σταματήσει τις εχθροπραξίες εάν δεν καταλάβει την Πόλη («ως ουδέποτε παυσόμεθα μαχόμενοι και πολεμούντες τοις κατέχουσι την Κωνσταντινούπολιν»). Στις δε απειλές περί σταυροφορίας υπέρ των δοκιμαζόμενων Φράγκων, απαντά ότι «εάν δε τις δια τούτο αγανακτή και δυσχεραίνη και οπλίζηται καθ’ ημών, έχομεν πως κατά τούτου να αμυνθώμεν, πρώτον μεν διά της βοηθείας του Θεού, έπειτα δε διά των υπαρχόντων και παρ’ ημίν αρμάτων και ίππων και πλήθους ανδρών μαχίμων και πολεμιστών, οίτινες πολλάκις επολέμησαν τους σταυροφόρους». Μετά το γεγονός αυτό, οι σχέσεις Ρώμης και Νικαίας επιδεινώθηκαν περισσότερο. Μάλιστα, ο πάπας απέτρεψε και σύναψη συμμαχίας μεταξύ Νίκαιας και Ουγγαρίας, εξοργισμένος από την κατάληξη της συνόδου στο Νυμφαίο.
Και πάλι, όμως, ο μονάρχης της Νίκαιας δεν διέκοψε τις επαφές με την παπική έδρα. Πληροφόρησε τον διάδοχο τού Γρηγορίου Θ΄, Ιννοκέντιο Δ΄ (1243–1254), ότι επιθυμεί την ένωση των Εκκλησιών και άρχισαν εκ νέου συζητήσεις με τους απεσταλμένους του πάπα στην Νίκαια. Πάντως, φαίνεται ότι δεν έτρεφε, πλέον, ελπίδες για κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα πέραν της καθυστέρησης αποστολής φραγκικών ενισχύσεων στην Κωνσταντινούπολη. Εν τούτοις, ο νέος πάπας ήταν πιο διαλλακτικός και διατεθημένος να θυσιάσει την Κωνσταντινούπολη με αντάλλαγμα την υποταγή την Ανατολικής Εκκλησίας. Από την άλλη, ο αυτοκράτορας χάριν της Κωνσταντινούπολης σκεπτόταν σοβαρά να συμβιβαστεί στο θέμα του πρωτείου της παπικής Έδρας. Η αντίδραση όμως του ορθόδοξου Πατριάρχη πάνω σε δογματικά ζητήματα, εμπόδισε την περαιτέρω προσέγγιση. Ένας ακόμη βασικός λόγος καθυστέρησης των προσπαθειών προσέγγισης (η οποία, ομολογουμένως, ήταν μεγαλύτερη από ποτέ) ήταν η ισχυροποίηση της θέσης της Νίκαιας έναντι όλων των γειτονικών κρατών. Δεν ήθελε ο Ιωάννης να έρθει σε σύγκρουση με το ιερατείο, αλλά και τον λαό του από την στιγμή που δεν συνέτρεχε κάποια ουσιαστική εξωτερική αιτία. Οριστικό τέρμα στο θέμα αυτό έθεσε ο σχεδόν ταυτόχρονος θάνατος των Ιννοκέντιου Δ’ και Βατάτζη.
Αντιπαράθεση με τις ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες
Τον 13ο αιώνα η Μεσόγειος βρισκόταν υπό την κυριαρχία και τον έλεγχο των ιταλικών ναυτικών δημοκρατιών. Ιδίως η Βενετία διήνυε το χρυσό αιώνα της. Είχε αποκομίσει τεράστια οφέλη από την υποταγή της Κωνσταντινούπολης στους σταυροφόρους το 1204, από τα οποία προσπαθούσε ζηλότυπα να κρατήσει μακριά τις υπόλοιπες ανταγωνίστριές της, κυρίως τη Γένουα.
Ο Ιωάννης εκμεταλλευόμενος τις αντιζηλίες των ιταλικών πόλεων (που αρκετές φορές έφταναν μέχρι και την ανοικτή σύγκρουση), προσπάθησε να αποκομίσει ποικίλα οφέλη, κυρίως την οικονομική αποδέσμευση από αυτές και τον περιορισμό του εμπορικού μονοπωλίου, από τα οποία υπέφερε το Βυζάντιο κατά τις τελευταίες δεκαετίες πριν την άλωση. Έτσι αρνήθηκε επίμονα να ανανεώσει τα προνόμια που ο προκάτοχός του είχε παραχωρήσει στην Βενετία.[10] Επιπλέον, εκδίωξε τους Βενετούς από αρκετές παραλιακές πόλεις της Μικράς Ασίας, όπως η Λάμψακος. Εναντίον της Βενετίας στρέφονταν και οι κινήσεις προσέγγισης με την Γένουα, που επιδίωξε κατά τα πρώτα έτη της βασιλείας του, αν και δεν τελεσφόρησαν. Ωστόσο, φρόντισε για την κατασκευή στόλου, ώστε να έχει τη δυνατότητα έμπρακτης αμφισβήτησης της κυριαρχίας των Ιταλών στο Αιγαίο. Σε ευθεία σύγκρουση με την Βενετία ήρθε, όταν η τελευταία υποστήριξε τον άρχοντα της Ρόδου Λέοντα Γαβαλά στην προσπάθειά του να μείνει μακριά από την επιρροή του Βατάτζη. Την ίδια εποχή, ο στόλος της Νίκαιας έφτασε μέχρι την Κρήτη προς βοήθεια των επαναστατημένων Κρητών. Τελικά οι Βενετοί απώθησαν τους Νικαείς από την Κρήτη, αλλά η Ρόδος δέχτηκε την επικυριαρχία του Ιωάννη (1233). Η ένοπλη αντιπαράθεση με τους Βενετούς συνεχίστηκε καθώς ο κλοιός έσφιγγε γύρω από την Κωνσταντινούπολη. Επανειλημμένως ο μικρασιατικός στόλος της Νίκαιας καταναυμαχήθηκε από τον αντίστοιχο βενετικό, αλλά και πάλι, χάριν της οικονομικής ευρωστίας της Νίκαιας, αναγεννιόταν και εμφανιζόταν στο Αιγαίο και την Προποντίδα.
Οι σχέσεις με τη Γένουα ήταν πιο πολύπλοκες. Τις προσπάθειες προσέγγισης και συνεργασίας διαδέχονταν περίοδοι συγκρούσεων μικρής εμβέλειας. Η οριστική ρήξη ήρθε το 1247, όταν ο συνασπισμένος στόλος Γένουας και Πριγκιπάτου της Αχαΐας επιτέθηκε κατά της Ρόδου, τη στιγμή που ο αυτοκράτορας ετοιμαζόταν να πολιορκήσει την Πόλη. Εν τούτοις, αντέδρασε ταχύτατα αποσπώντας μεγάλο μέρος των δυνάμεών του για να υπερασπίσει το σημαντικό αυτό νησί που πάντοτε εποφθαλμιούσαν οι ιταλικές πόλεις.
Εσωτερική πολιτική
Σπουδαίο έργο επιτέλεσε ο Βατάτζης και ως προς την εσωτερική αναδιοργάνωση της χώρας, σε όλα τα επίπεδα. Ακολουθώντας ένα πρόγραμμα οικονομικής ανόρθωσης, έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για ευημερία των υπηκόων του και κυρίως των χαμηλών και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων. Αναζωογονήθηκαν η γεωργία και η κτηνοτροφία, το εμπόριο γνώρισε σπουδαία άνθηση, ενώ παράλληλα υπήρξε ιδιαίτερα αυστηρός απέναντι στις καταχρήσεις και σπατάλες που παρατηρούντο από την μεριά της διοίκησης. Έτσι μπόρεσε να εφαρμόσει πολιτική ελαφριάς φορολογίας, χωρίς να παρατηρηθεί ποτέ έλλειψη οικονομικών πόρων.[11] Περιόρισε τις εισαγωγές ειδών πολυτελείας και με το προσωπικό του παράδειγμα προέτρεψε τον λαό να αποφεύγει την πολυτέλεια και τη χλιδή χάριν της λιτότητας. Αναφέρεται ότι επέπληξε τον γιο και διάδοχό του όταν κάποια μέρα τον είδε ντυμένο με ακριβά ενδύματα.[12]
Στην ιστορία έμεινε το «ωάτον» στέμμα που πρόσφερε στην γυναίκα του. Επρόκειτο για ένα στέμμα κατασκευασμένο από μαργαριτάρια, το οποίο χρηματοδοτήθηκε αποκλειστικά από τις πωλήσεις αυγών του κτήματός του.[13] Μ’ αυτόν τον τρόπο ήθελε να δείξει που μπορεί να φτάσει κάποιος με συνετή και συνεπή διαχείριση. Μάλιστα, αναφέρεται ότι ασχολείτο και ο ίδιος με αγροτικές εργασίες στα κτήματά του, όταν του το επέτρεπαν οι κρατικές υποθέσεις.
Η μείωση των εισαγωγών ακολουθήθηκε από αύξηση των εξαγωγών. Ειδικά μετά την επιδρομή των Μογγόλων, το καταστραμμένο Σουλτανάτο του Ικονίου εισήγαγε από την Νίκαια είδη διατροφής έναντι χρυσού, ακριβών υφασμάτων και άλλων πολυτελών ειδών.
Σπουδαία άνθηση, επίσης, γνώρισαν τα γράμματα και οι τέχνες. Ο αυτοκράτορας έδειξε προσωπικό ενδιαφέρον για την παιδεία και τις επιστήμες. Σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο ιστορικός Γεώργιος Ακροπολίτης και ο μοναχός και λόγιος Νικηφόρος Βλεμμύδης, έδρασαν την εποχή εκείνη στην Νίκαια. Ακόμη, με ειδική μέριμνα του Ιωάννη και της πρώτης συζύγου του, ιδρύθηκαν μοναστήρια, ναοί, νοσοκομεία και άλλα φιλανθρωπικά ιδρύματα.
Όλα αυτά διασφαλίστηκαν με την ισχυρή φρούρηση των συνόρων, που επετεύχθη με μια σειρά αποτελεσματικών μέτρων που ελήφθησαν προς αυτήν την κατεύθυνση. Συγκεκριμένα χτίστηκαν ή/και επανδρώθηκαν ισχυρά φρούρια κατά μήκος των συνόρων και χορηγήθηκαν ατέλειες και πρόνοιες σε συνοριακούς πληθυσμούς. Ουσιαστικά αναβίωσε ο θεσμός των ακριτών, χάρις στην επανίδρυση των στρατιωτικών αγροκτημάτων.[14] Η άμυνα και προστασία των συνόρων ήταν αποτελεσματική όσο λίγες φορές, ακόμα και εναντίον των αεικίνητων τουρκομανικών φυλών που ζούσαν στις παρυφές της βυζαντινοσελτζουκικής μεθορίου, και από τις οποίες η Μικρά Ασία υπέφερε από τα μέσα σχεδόν του 11ου αιώνα
Προσωπική ζωή
Ο Ιωάννης Γ΄ νυμφεύτηκε δύο φορές:
- Την Ειρήνη Λασκαρίνα το 1212, κόρη του Θεοδώρου Α΄ Λάσκαρη. Μαζί της απέκτησε ένα γιο, τον διάδοχό του Θεόδωρο Β΄ Βατάτζη (κατά τη συνήθεια της εποχής, το επώνυμο της μητέρας προτασσόταν αυτού του επωνύμου του πατέρα, έτσι αναφέρεται ως Θεόδωρος Β’ Λάσκαρης Βατάτζης). Η Ειρήνη κατά τη διάρκεια ενός κυνηγιού, έπεσε από το άλογό της και τραυματίστηκε άσχημα με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να τεκνοποιήσει έκτοτε. Πέθανε το 1239 αφού πρώτα είχε αποσυρθεί σε ιερά μονή με το όνομα Ευγενία.
- Την Κωνσταντία Χοχενστάουφεν το 1245, νόθη κόρη του Γερμανού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β΄ Χοχενστάουφεν, η οποία κατά το έθιμο άλλαξε το όνομά της σε Άννα. Δεν απέκτησαν παιδιά.
Επίσης, συνήψε, σχέσεις με μια γυναίκα από την ακολουθία της Κονστάνς-Άννας, που οι βυζαντινές πηγές αποκαλούν «Μαρκεσίνα» (ίσως από τον τίτλο της ‘‘μαρκησίας’’ που πιθανώς έφερε). Η επιρροή αυτής της γυναίκας πάνω στον αυτοκράτορα ήταν μεγάλη για ένα διάστημα. Αυτό είχε ως συνέπεια η «Μαρκεσίνα» να συμπεριφέρεται υπεροπτικά και αλαζονικά. Εξαιτίας της στάσης αυτής αλλά και της δυτικής καταγωγής της, δεν άργησε να τραβήξει επάνω της τα πυρά της κοινής γνώμης, ο δε Ν. Βλεμμύδης καταφερόταν ανοικτά εναντίον της με βαρείς χαρακτηρισμούς. Όταν δε απαγόρευσε την παραμονή εκείνης και της συνοδείας της στην μονή όπου ήταν ηγούμενος, η «Μαρκεσίνα» ζήτησε την παραδειγματική τιμωρία του λόγιου ιερομόναχου. Ο Βατάτζης όμως, μετανιωμένος για την παράνομη αυτή σχέση, αρνήθηκε οποιαδήποτε τέτοια ενέργεια. Από τότε, η επιρροή της «Μαρκεσίνας» άρχισε να εξασθενεί.[15]
Επίλογος
Ο Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης πέθανε στις 3 Νοεμβρίου του 1254 στο Νυμφαίο και ενταφιάστηκε με μεγάλες τιμές και λαϊκό πένθος στην Μονή Σωσάνδρων, που ο ίδιος είχε χτίσει προς τιμήν της Παναγίας. Έπασχε από επιληψία, που με τον καιρό εκδηλωνόταν όλο και πιο έντονα. Ωστόσο η βασιλεία του υπήρξε ιδιαίτερα επιτυχημένη και η δράση του υμνείται ομόφωνα από όλους τους ιστορικούς, σύγχρονους ή μεταγενέστερους, κάτι εξαιρετικά σπάνιο στην Ιστορία. Υπήρξε πολύ αγαπητός στον λαό του και αρκετά χρόνια μετά το θάνατό του αναγνωρίστηκε ως άγιος με το όνομα Άγιος Ιωάννης Βατάτζης ο Ελεήμων.
Τιμή ως αγίου
Ως Άγιος Ιωάννης Βατάτζης ο Ελεήμων, η μνήμη του ετιμάτο με ιδιαίτερη ευλάβεια από τους μικρασιατικούς πληθυσμούς μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα. Η μνήμη του αγίου-αυτοκράτορα διατηρήθηκε μέχρι τους νεότερους χρόνους, κυρίως στη μητρόπολη της Εφέσου. Το 14ο αιώνα ο επίσκοπος Πελαγονίας Γεώργιος συνέγραψε το Βίον του αγίου Ιωάννου βασιλέως του Ελεήμονος σε μορφή συναξαρίου, ενώ του αποδόθηκαν πολλά θαύματα. Στον επίσκοπο Γεώργιο πιθανόν βασίστηκε και ο Νικόδημος ο Αγιορείτης (1749-1809), ο οποίος κατά παραγγελία του μητροπολίτη Εφέσου συνέταξε ακολουθία προς τιμήν του αγίου-αυτοκράτορα. Η Εκκλησία δεν τον αναγνώρισε επίσημα ως άγιο, ωστόσο στα μηναία αναφέρεται η μνήμη του «Ιωάννη Δούκα Βατάτζη» στις 4 Νοεμβρίου. Στο Διδυμότειχο έχει ανεγερθεί το 2010 ο πρώτος Ναός αφιερωμένος στον άγιο Ιωάννη Βατάτζη.
Αποτίμηση
Ο Ιωάννης Βατάτζης υπήρξε κατά κοινή ομολογία όλων των ιστορικών ένας από τους μεγαλύτερους αυτοκράτορες του Βυζαντίου. Στην περίπτωσή του επαληθεύεται η ρήση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, του τελευταίου Αυτοκράτορα, ο οποίος απευθυνόμενος προς τον αδερφό του, Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο, είπε τα εξής: «Από την ιστορία μας έχουμε το δίδαγμα πως όσο κυβερνούσαν βασιλιάδες στρατιώτες, το Βυζάντιο δοξαζόταν, ενώ μόλις έπαιρναν την αρχή οι ευνούχοι, το κράτος διαλυόταν». Ο Ιωάννης Βατάτζης ανήκει στην πρώτη κατηγορία, μόνο που δεν τον διέκρινε η ιμπεριαλιστική νοοτροπία και η επιθυμία για αποκόμιση πλούτου και δόξας. Αντίθετα πρώτιστο μέλημα του Ιωάννου ήταν ο λαός του. Για αυτό έμεινε στην ιστορία γνωστός ως πατέρας των Ρωμαίων.
Τα επιτεύγματά του μπορούν να εκτιμηθούν καλύτερα εάν ληφθεί υπόψιν το ιστορικό πλαίσιο εντός του οποίου έδρασε. Ο βυζαντινός κόσμος, μετά το 1204, βρισκόταν σε πλήρη αποσύνθεση, με τοπικιστικά και αυτονομιστικά κινήματα να διαδέχονται το ένα το άλλο. Οι ιταλικές δημοκρατίες μονοπωλούσαν το εμπόριο της ανατολικής Μεσογείου, ενώ παράλληλα αποτελούσαν σημαντικό αποσταθεροποιητικό παράγοντα εξαιτίας των πειρατικών επιχειρήσεων στις οποίες επιδίδονταν. Τα Βαλκάνια ήταν κατακερματισμένα μεταξύ Σλάβων, Βυζαντινών και Φράγκων που πολεμούσαν αδιάκοπα μεταξύ τους. Παρόμοια κατάσταση επικρατούσε και στην Μικρά Ασία με τις τουρκομανικές φυλές να αποτελούν μόνιμο κίνδυνο για κάθε οργανωμένη κοινωνία (ακόμα και για τους ομοφύλους τους, Σελτζούκους). Η εμφάνιση των Μογγόλων έκανε την κατάσταση ακόμη πιο δύσκολη και πολύπλοκη, αν και τελικά απέβη θετική για το κράτος της Νίκαιας. Τέλος, μολονότι η λατινική αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης γρήγορα έπαψε να παίρνει επιθετικές πρωτοβουλίες, αποτελούσε πάντα μια δυνητική αιτία μίας ακόμα σταυροφορίας την οποία οι πάπες εκείνη της περιόδου ήταν πρόθυμοι να κηρύξουν.
Μέσα σ’ αυτό το σύνθετο γεωπολιτικό και ιστορικό πλαίσιο, ο Ιωάννης κατάφερε να υπερδιπλασιάσει τις κτήσεις του κράτους του με μακρόχρονους και πολυμέτωπους αγώνες σε Μ. Ασία, Βαλκάνια και Αιγαίο. Οι αγώνες αυτοί τροφοδοτήθηκαν από μια στιβαρή και ανθούσα οικονομία, που ήταν το αποτέλεσμα συνετής και συνεπούς εσωτερικής πολιτικής. Δεν συμμεριζόταν την οπτική της κωνσταντινουπολίτικης αριστοκρατίας, η οποία ήθελε το κράτος της Νίκαιας ως απλό μέσο για την επάνοδο στην Βασιλεύουσα.[10] Η οπτική αυτή είχε δημιουργήσει προστριβές μεταξύ των αριστοκρατών προσφύγων από την Πόλη και των ντόπιων μικρασιατικών πληθυσμών, ιδίως κατά τη βασιλεία του Θεοδώρου Α΄. Παλαιότερα, παρόμοια οπτική (αλλά και πρακτική) αδιαφορίας για τις επαρχίες από μέρους της κεντρικής διοίκησης είχε οδηγήσει στην αποξένωση της πρωτεύουσας από τις επαρχίες, με συνέπεια οι τελευταίες να αδιαφορήσουν με την σειρά τους για την τύχη της Βασιλεύουσας το 1204. Για να αποφευχθεί κάτι παρόμοιο, ο αυτοκράτορας δόμησε και οργάνωσε την επικράτειά του σε υγιείς βάσεις ώστε η ευημερία να απλωθεί και στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα (απ’ όπου αντλούσε μεγάλο ποσοστό των στρατιωτών του).
Όλα αυτά είχαν ως άμεση συνέπεια η αυτοκρατορία της Νίκαιας να καταστεί σημαντική δύναμη στον Βαλκανικό και Μικρασιατικό χώρο και να επιτύχει, λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Ιωάννη, την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης.
(πηγὴ:Βικιπαὶδεια)