Archive for the ‘Επικαιρότητα’ Category

Καλή Χρονιά

1 Ιανουαρίου, 2023

  πιὸ φοβερὴ καὶ ἡ πιὸ ἀνεξιχνίαστη δύναμη στὸν κόσμο εἶναι ὁ Χρόνος, ὁ Καιρός. Καλὰ-καλὰ τί εἶναι αὐτὴ ἡ δύναμη δὲν τὸ ξέρει κανένας, κι ὅσοι θελήσανε νὰ τὴν προσδιορίσουνε, μάταια πασκίσανε. Τὸ μυστήριο τοῦ Χρόνου ἀπόμεινε ἀκατανόητο, κι ἂς μᾶς φαίνεται τόσο φυσικὸς αὐτὸς ὁ Χρόνος.

Τὸν ἴδιο τὸν Χρόνο δὲ μποροῦμε νὰ τὸν καταλάβουμε τί εἶναι, ἀλλὰ τὸν νοιώθουμε μοναχὰ ἀπὸ τὴν ἐνέργεια ποὺ κάνει, ἀπὸ τὰ σημάδια ποὺ ἀφήνει πάνω στὴν πλάση. Ἡ μυστηριώδης πνοὴ του ὅλα τ’ ἀλλάζει. Δὲν ἀπομένει τίποτα σταθερό, ἀκόμα κι ὅσα φαίνονται σταθερὰ κι αἰώνια. Μία ἀδιάκοπη κίνηση στριφογυρίζει ὅλα τὰ πάντα, μέρα-νύχτα, κι αὐτὴ τὴν ἄπιαστη καὶ κρυφὴ κίνηση δὲ μπορεῖ νὰ τὴ σταματήσει καμμιὰ δύναμη.

Τοῦτο τὸ πράγμα ποὺ τὸ λέμε Χρόνο, τὸ ἔχουμε συνηθίσει, εἴμαστε ἐξοικειωμένοι μαζί του, ἀλλιῶς θὰ μᾶς ἔπιανε τρόμος, ἂν εἴμαστε σὲ θέση νὰ νοιώσουμε καλὰ τί εἶναι καὶ τί κάνει. Ὅπως εἴπαμε, δουλεύει μέρα-νύχτα, αἰῶνες αἰώνων, ἀδιάκοπα, βουβά, κρυφά, κι ὅλα τ’ ἀλλάζει μὲ μία καταχθόνια δύναμη, ἄπιαστος, ἀόρατος, ἀνυπάκουος, τόσο, ποὺ νὰ τὸν ξεχνᾶ κανένας καὶ νὰ θαρρεῖ πὼς δὲν ὑπάρχει, αὐτὸς ποὺ εἶναι τὸ μόνο πράγμα ποὺ ὑπάρχει καὶ ποὺ δὲ μπορεῖ ἡ διάνοιά μας, μὲ κανέναν τρόπο, νὰ καταλάβει πὼς κάποτε δὲν θὰ ὑπάρχει, πὼς θὰ καταστραφεῖ, πὼς θὰ λείψει.

Πῶς, ἀφοῦ αὐτὸ τὸ «κάποτε» εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χρόνος; Πῶς μπορεῖ νὰ φανταστεῖ κανένας πῶς κάποτε θὰ πάψει νὰ ὑπάρχει αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ «κάποτε»;

Ἂν λείψει ὁ Χρόνος θὰ λείψουνε ὅλα τὰ πάντα. Αὐτὸς τὰ γεννᾶ, κι αὐτὸς πάλι τὰ λυώνει, τὰ κάνει θρύψαλα, καὶ τὰ ἐξαφανίζει. Γι’ αὐτὸ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες λέγανε στὴ Μυθολογία τους πώς ὁ Κρόνος, δηλαδὴ ὁ Χρόνος, ἔτρωγε τὰ παιδιά του. Γέννηση, μεγάλωμα, φθορὰ καὶ θάνατος εἶναι τ’ ἀκατάπαυστα ἔργα του. Ἐνῶ βρίσκεται γύρω μας, ἀπάνω μας, μέσα μας, δὲν τὸν νοιώθουμε ὁλότελα, αὐτὸν τὸν ἀκατανόητο ἄρχοντά μας, αὐτὸν πού εἶναι φίλος κι ἐχθρός μας, γιατί αὐτὸς μᾶς φέρνει ὅλα τὰ καλὰ πού μᾶς χαροποιοῦνε, κι ὅλα τὰ κακὰ πού μᾶς πικραίνουνε.

Μᾶς δίνει τὴ γέννηση, τὴ γλυκειὰ λέξη τῆς ζωῆς, τὴ χαρὰ τῆς νιότης, τὴ δύναμη τῆς ἀντρείας, μᾶς δωρίζει παιδιά, ἐγγόνια, ἔργα λαμπρὰ πού μᾶς ξεγελοῦνε, κάθε λογῆς εὐχαρίστηση κι ἀνάπαψη. Καὶ πάλι, ὁ ἴδιος μᾶς δίνει τὶς στενοχώριες, τὶς θλίψεις, τοὺς πόνους, τὶς ἀρρώστειες, τὸ ἀπίστευτο ἄλλαγμα καὶ χάλασμα τοῦ κορμιοῦ μας καὶ τῶν ἔργων, πού κοπιάσαμε νὰ τὰ κάνουμε, καὶ στὸ τέλος μᾶς ποτίζει τὸ φαρμάκι ἀπὸ τὸ ἴδιο ποτήρι πού μᾶς πότισε τὸ γλυκὸ κρασὶ τῆς χαρᾶς, δίνοντάς μας τὸν θάνατο, σ’ ἐμᾶς καὶ στοὺς δικούς μας.

Ὤ! ποιὸς θὰ πιάσει αὐτὸν τὸν κλέφτη, ποὺ μέρα-νύχτα, χειμώνα καλοκαίρι, τὴν ὥρα ποὺ κοιμόμαστε καὶ τὴν ὥρα ποὺ εἴμαστε ξυπνητοί, ἀδιάκοπα, χωρὶς νὰ σταματήσει μήτε ὅσο ἀνοιγοκλείνει τὸ μάτι μας, τριγυρίζει παντοῦ, ὁλόγυρά μας, μέσα μας, στὸ φῶς καὶ στὸ σκοτάδι, μπαίνει σὲ κάθε μέρος, στὸν οὐρανὸ ποὺ γυρίζουνε τ’ ἄστρα καὶ στὰ καταχθόνια, σὲ κάθε στεριὰ καὶ σὲ κάθε θάλασσα, σὲ κάθε τρύπα, σὲ κάθε ζωντανὸ κι ἄψυχο, σὲ κάθε ἁρμὸ τοῦ βράχου, σὲ κάθε καρδιά, κι ὅλα τὰ παλιώνει, τὰ τρίβει σὰν τὴ μυλόπετρα, τὰ κάνει σκόνη· καὶ πάλι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὁ ἴδιος φτιάνει κάθε λογῆς κτίσμα καὶ κάθε πλάσμα, κάθε κορμί, κάθε τί ποὺ ὑπάρχει σὲ τοῦτον τὸν κόσμο!

Ὅπως λοιπὸν ὅλα τὰ πάντα, ἔτσι κι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε παίγνια στὰ χέρια αὐτοῦ τοῦ ἀκαταμάχητου γίγαντα, ποὺ εἶναι μαζὶ εὐεργέτης μας καὶ τύραννός μας. Καὶ δεχόμαστε τὸ ποτήρι ποὺ μᾶς κερνᾶ μὲ τὸ ʼνα χέρι του καὶ ποὺ ʼναι γεμάτο γλυκὸ κρασί, καὶ πίνουμε, καὶ τ’ ἄλλο ποτήρι ποὺ κρατᾶ στ’ ἄλλο χέρι του καὶ ποὺ ἔχει μέσα τὸ πικρὸ φαρμάκι.

Τί εἶναι λοιπὸν αὐτὸ τὸ σκληρὸ παιχνίδι πού παίζει μ’ ἐμᾶς αὐτὸ τὸ τέρας, ποὺ δὲν ἔχει μήτε μορφή, μήτε φωνή, μήτε τίποτα ἀπ’ ὅ,τι ἔχουνε ὅσα πλάσματα γεννᾶ καὶ σκοτώνει, καὶ πού τὸ παίζει δίχως νὰ γελᾶ, μήτε νὰ κλαίει, ἀδιάφορος κι ἀνέκφραστος, κρύος σὰν φάντασμα, αὐτὸς ὁ ἴδιος πού ἀνάβει τὴ φλόγα τῆς ζωῆς;

Ἀλλοίμονο! Αὐτὴ τὴν ἄσπλαχνη μυλόπετρα ποὺ τ’ ἀλέθει ὅλα στὸν κόσμο, τὴ γιορτάζουμε κάθε πρωτοχρονιά, καὶ τὴ φχαριστοῦμε γιὰ ὅσα μᾶς ἔκανε πρίν, καὶ γιὰ ὅσα θὰ μᾶς κάνει ὕστερα, γιὰ τὰ πολλὰ κακὰ ποὺ θὰ πάθουμε ἀπ’ αὐτή, κοντὰ στὰ λίγα καλὰ ποὺ θὰ μᾶς φέρει καὶ ποὺ θὰ μᾶς τὰ πάρει βιαστικά.

Ἐμεῖς εἴμαστε σὰν τοὺς δυστυχισμένους κατάδικους ποὺ καλοπιάνουνε τὸν δήμιό τους, σὰν τοὺς μονομάχους τῆς Ρώμης ποὺ χαιρετούσανε τὸν Καίσαρα, πρὶν νὰ σφάξει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, κράζοντάς του: «Χαῖρε, ὢ Καίσαρ, οἱ μελλοθάνατοι σὲ χαιρετοῦνε»! Ἔτσι, κ ἐμεῖς, χαιρετᾶμε τὸν καινούριο Χρόνο ποὺ θὰ μᾶς πάει πιὸ κοντὰ στὸ στόμα του γιὰ νὰ μᾶς φάγει, καὶ χοροπηδᾶμε καὶ τραγουδᾶμε οἱ δύστυχοι, σὰν τὰ σαλιγκάρια τοῦ Αἰσώπου, τὴν ὥρα ποὺ ψηνόντανε.

Τοῦτος ὁ ὑλικὸς κόσμος εἶναι τὸ βασίλειο τοῦ Χρόνου, ποὺ τὸν κάνει ν’ ἀνθίζει καὶ νὰ μαραίνεται ἀδιάκοπα. Ἡ φθορὰ εἶναι ὁ σκληρὸς νόμος ποὺ ἔβαλε ἀπάνω του τοῦτος ὁ τύραννος. Μ’ αὐτὴ τὴν ἄσπαστη ἁλυσίδα βαστᾶ καὶ τὸν ἄνθρωπο, σκλάβο ἀνήμπορον κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του.

Μόνο μία ἐλπίδα ὑπάρχει γι’ αὐτόν, νὰ γλυτώσει ἀπὸ τὴ φθορά: ὁ Χριστός, ὁ λυτρωτής, ὁ καθαιρέτης τῆς φθορᾶς. Ἐκεῖνος ποὺ πάτησε τὸν θάνατο καὶ ποὺ εἶπε: «ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ κἄν ἀποθάνη ζήσεται. Ἐγὼ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς. Ἐὰν τις φάγη ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰώνα»!

 ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Κὰλαντα Χριστουγὲννων

24 Δεκεμβρίου, 2022

Μνὴμη τοῦ Ἁγὶου γὲροντα π.Εὐμενὶου Σαριδὰκη ἐφημερὶου Νοσοκομεὶου Λοιμοδῶν νὸσων Ἀγὶας Βαρβὰρας Ἀττικῆς (ἐκοιμὴθη στὶς 23 Μαῒου 1999)

24 Μαΐου, 2021

Αρχιμανδρίτης Ανανιας Κουστενης (1945-2021)

18 Μαΐου, 2021

Προεξάρχοντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης κ.ΕΦΡΑΙΜ, και με την συμμετοχή του Θεοφ. Επισκόπου Ρωγών κ. ΦΙΛΟΘΕΟΥ, κληρικών και πλήθους πιστών, πνευματικών του τέκνων, τελέσθηκε το μεσημέρι της 17ης Μαΐου 2021 στον Ιερό Ναό Αγ. Ανδρέα Πετραλώνων η Εξόδιος ακολουθία του μακαριστού Γέροντος Αρχιμ. π Ανανία Κουστένη.

18 Μαΐου, 2021

Ο Σεβασμιώτατος Ύδρας εκπροσωπόντας και τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟ Β’, εκφώνησε συγκινημένος τον επικήδειο λόγο και αναφέρθηκε στην χαρισματική προσωπικότητα του κοιμηθέντος Γέροντος π. Ανανία. Ηταν σημείωσε «ο έξαρχος» των εξαρχείων, μέσα στο ταπεινό κελί του έγιναν πολλές νεκραναστάσεις, δρόσιζε τις ψυχές, τις ανακούφιζε με τον θεραπευτικό λόγο του. Ο π. Ανανίας μετείχε της αγιότητος, είχε χαρίσματα πολλά. Τον χαρακτήρισε «ακριβό» πνευματικό του Πατέρα και τον αποχαιρέτησε ένδακρυς και συντετριμενος. Η ταφή του σκηνώματος του μακαριστού Γέροντος θα γίνει στην ιδιαίτερα Πατρίδα του.

Ακολουθεί ολόκληρος ο Επικήδειος εκ μέρους του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ύδρας:

«Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, 

Ἅδου τήν καθαίρεσιν,

ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν,

καί σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τόν αἴτιον, 

τόν μόνον εὐλογητόν τῶν πατέρων

Θεόν καί ὑπερένδοξον».

Μέ βαθειά συγκίνηση συναχθήκαμε ἐδῶ στό Ναό τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέα τοῦ Πρωτοκλήτου δακρυρροοῦντες ἀνθρωπίνως, γιά νά καταθέσουμε τήν βαθειά ἀγάπη τῆς βαθείας καρδίας μας καί τόν ἀσπασμόν τόν ἀναστάσιμον εἰς τόν ἀείμνηστον πνευματικό μας πατέρα, τόν μοναδικό στίς ἡμέρες μας -τίς δυσκολεμένες- παρηγορητήν καί διδάσκαλον τῆς ἀληθείας Ἀρχιμ. Ἀνανία Κουστένη!

Συγχωρέστε με πού λαμβάνω τόν λόγον ὄχι ἀπό τό θέλημά μου, ἀλλά καθ΄ ὑπακοήν, φέρνοντας τήν εὐθύνη νά καταθέσω ἀσπασμόν ἀγάπης καί τιμῆς ἐπί τῆς σοροῦ τοῦ ὑπέροχου, μοναδικοῦ καί τετιμημένου ἀρχ. ἀοιδίμου Ἀνανία Κουστένη, ἐκ μέρους τοῦ Προκαθημένου τῆς καθ΄ Ἑλλάδας Ἐκκλησίας, τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἱερωνύμου, ὁ ὁποῖος τόν ἐγνώριζε καλῶς, τόν στήριξε, τόν ἐτίμησε καί χαιρόταν διά τήν παρουσίαν καί τήν τιμιωτάτην προσφοράν του εἰς τό ποίμνιον τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς ἐπί τόσα ἔτη.

Ὁ σοφός καί  χαριτωμένος π. Ἀνανίας ὑπῆρξε βλαστός εὐκλεής τῆς εὐάνδρου Ἀρκαδίας καί μάλιστα τῆς ἱστορικῆς Δημητσάνας, μεγάλωσε σέ μιά χριστιανική καί παραδοσιακή οἰκογένεια μέ ἅγιες καταβολές καί λειτουργική ἀγωγή.

Ὁ ἴδιος θά πεῖ γιά τήν μητέρα του Ἀδαμαντία ∙

«Ἦταν ἡρωίδα, σταθερή, γεμάτη πίστη, ἀγάπη, ταπείνωση, ὑπομονή, εἰλικρίνεια. Στήριζε καί βοηθοῦσε τόν πατέρα μου Βασίλειον. Μᾶς ἔβγαλε πέρα σέ δύσκολους καιρούς, μέ φτώχεια, προβλήματα, μέ βάσανα, μέ θανατικά. Εἶδε νά πεθαίνουν τέσσαρα παιδία της, καί τόσα ἄλλα καί μένα ἰδιαίτερα μέ βοηθοῦσε κρυφά περισσότερο μέ τήν προσευχή της, μέ τήν ἀγάπη της καί μέ τήν εἰλικρίνιά της».

Δύο Ἁγίους ἀγαποῦσε ἐξαιρετικά καί τόν ἀγαπούσαν ∙ τόν ἅγιο Νεκτάριο καί τόν ἅγιο Πορφύριο.

 «Τόν εὐχαριστῶ, ἔλεγε, τόν ἁγιούλη, τόν εὐχαριστῶ πού τόσα χρόνια, 39 μέ ἔφερε ἐδῶ στήν Ἰσαύρων στά Ἐξάρχεια καί κάμαμε τή Θ. Λατρεία, τό ἱερόν κήρυγμα, τήν ἁγία Ἐξομολόγηση.

Πέρασαν ἀπό ἐδῶ, ἀπ΄ αὐτήν τήν φωλιά τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, ἀμέτρητοι ἄνθρωποι. Ἀμέτρητες διαφορετικές ψυχές, οἱ ὁποῖες ξεκουράστηκαν, ὠφελήθηκαν, ἐμψυχώθηκαν, σώθηκαν καί ἀρκετές ἀπ΄ αὐτές ἔχουν περάσει στήν ἄλλη ὄχθη, στήν αἰωνιότητα.

«Εὐχαριστῶ τόν Ἅγιο πού ἀπό παιδάκι μέ βοηθοῦσε. Καί κάποτε, ὅταν πήγαινα στό Γυμνάσιο εἶχα μιά ἀρρώστια μέ τό νεφρικό μου σύστημα καί κινδύνευα, ὁ Ἅγιος μέ βοήθησε μέ δύο λέξεις πού τοῦ εἶπα. Ἤξερε ὅτι θά ἐρχόμουν στήν ὄμορφη ἐκκλησούλα του.

Τόν εὐχαριστῶ θερμά τόν Ἅγιο, γιά ὅλες τίς δωρεές του. Γιά ὅλα τά καλά του. Μέ σκέπασε μέ φρόντισε μέ φύλαξε, μέ φώτισε μέ στήριξε. Δέν ἔγινε κανένα κακό ἐδῶ πέρα, κανένα σκάνδαλο καί καμμία δυσκολία» .

Μιά ἀπό τίς κορυφαῖες ἀποφασιστικές στιγμές τῆς ζωῆς του, ἡ γνωριμία του μέ τόν Γέροντα -ἅγιο σήμερα- Πορφύριον τόν Καυσικαλυβίτην. 1η Μαΐου τοῦ 1980.

«Ἐγώ εὐχαριστῶ -ἔλεγε ὁ μακαριστός π. Ἀνανίας- τόν Ἅγιο Πορφύριο, ὁ ὁποῖος σέ δύσκολους καί χαλεπούς χρόνους, γιά τήν εὐτέλειά μου καί σέ προηγούμενες ἀρρώστιες καί δοκιμασίες μου καί βάσανά μου μοῦ συμπαραστάθηκε ἀμέριστα, ὡς φιλόστοργος πατήρ, ὅ,τι καλλύτερο γιά μένα. Ἔγινε τά πάντα. Μέ τρόπο θαυμαστό, μέ τρόπο ταπεινό, μέ τρόπο πλουσιοπάροχο.

Αὐτά τά λόγια τοῦ Γέροντος Ἀνανία γιά τόν π. Πορφύριο, μποροῦμε νά ἐπαναλάβουμε ὅλοι ἐμεῖς καί ἡ ταπεινότητά μου γιά τόν μακαριστό π. Ἀνανία.

Ὁ Γέροντας Ἀνανίας ἐγνώρισε τόν μεγάλο προφήτη καί ἅγιο Προφύριο.

Καί πῆρε ἀπ΄ αὐτόν πολλά καί ἔμαθε πολλά. Ὅμως πῆρε το ἑξῆς σπουδαῖο ∙ ὅτι ὅλοι, δίκαιοι καί ἁμαρτωλοί ἔχουν ἀνάγκη ἀπό ἀγάπη. Τούς ἔχει λείψει ἡ στοργή τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας πού ὁ ἅγιος Πορφύριος πλουσιοπάροχα δέχθηκε στό Ἅγιο Ὄρος, μέσα στή ζωή τῆς ἡσυχίας.

Ὁ Γέροντας, ὅπως καί ὁ ἅγιος Πορφύριος, ἔβλεπε τούς ἀνθρώπους καί τούς «ἐξαρχίτες» σάν παιδιά προβληματικά, ἀτροφικά καί σαστισμένα. Ὑποσιτιζόμενα μέ μιά ἄψυχη καί ἀναιμική θεολογία καί εὐσέβεια. Ἔχουν ἀνάγκη ἔλεγε ἀπό στοργή καί ἀγάπη, ἀπό ἐλευθερία καί χάρι, ὄχι ἀπό φωνές καί ἐκνευρισμούς.Κοντά στόν ἅγιο Πορφύριο ἔζησε τό γεγονός ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὅλος φῶς, ὅλος χαρά, ὅλος εὐσπλαχνία, ὅλος εὐεργεσία, ὅλος ἀγάπη.

Μᾶς εἶπε πῶς νά ζήσουμε καί νά χαροῦμε τή ζωή μας περιφρονώντας τόν διάβολο καί τά πάθη καί ἀγαπώντας τόν Χριστό. Ζητώντας νά γίνεται πάντοτε τό θέλημά Του, στίς χαρές καί στίς λύπες.

Θώπευε θεραπευτικά τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, μιλοῦσε μέ ὅλους προσωπικά, ἐκφραζόταν ἐλεύθερα. Δέν κρίνει, ἀλλά θεραπεύει. Δέν κάνει ἀρνητικά σχόλια.        

Ἡ προσέλκυσις τόσων ἀνθρώπων στό πετραχήλι τοῦ Γέροντα, ἀποδεικνύει τρανότατα ὅτι κοντά του ἀπολαμβάναμε τήν μυστική καί δροσιστική αὔρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «πού λύει τά δεσμά καί δροσίζει τή φλόγα». Ὅσοι τόν γνώρισαν, ὅσοι συνδέθηκαν μαζί του εἶχαν τήν αἴσθηση πώς βρήκαν τήν δροσερή πηγή καί τά κρυστάλλινα καθαρά ὕδατα πού ξεδιψοῦσαν πνευματικά καί τρέφονταν μέ τόν ἄρτο τῆς ζωῆς.

Μέσα στό ἀπέριττο, φτωχό κελλίον του ἔγιναν πολλές νεκραναστάσεις πνευματικές καί εἶχαν τήν αἴσθηση ὅτι ὁ ἴδιος ὁ μακαριστός Γέροντας τῶν Ἐξαρχείων μετεῖχε τῆς ἁγιότητος καί αὐτό ἦταν ἐμφανές ἀπό τά διάφορα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού παρ΄ ὅτι ἐπιμελῶς τά ἔκρυβε, αὐτά τόν πρόδιδαν.

«Ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς του καί ἡ παρρησία του ἐνώπιον τῶν ἁγίων καί τῆς Παναγίας μας, ἀλλά κυρίως ἡ δύναμή του νά ξεφεύγει ἀπό στενά δικανικά μέτρα, κυρίως ὅμως σήκωνε μέ λεβεντιά τά βάρη τῶν ἁμαρτιῶν μας καί ἔπαιρνε τήν εὐθύνη γιά τήν πνευματική πορεία τοῦ ἀσθενοῦς πολλές φορές.

Μᾶς ὁδηγοῦσε ὁ λόγος του καί μᾶς ὁδηγεῖ στόν τόπο τῆς παραμυθίας καί τῆς εἰρήνης καί τῆς γαλήνης τῶν βασανιζομένων καί δοκιμαζομένων ψυχῶν μας.

Στό ἅγιο κελλάκι του ἔλαμπε τό φῶς τοῦ κεριοῦ καί τό ἱλαρόν φῶς τοῦ καντηλιοῦ. Σ’ αὐτήν τήν ἄνοιξη, τήν ὀμορφιά ἔνοιωθε καί νοιώθαμε μέ τήν προσευχητική του παρουσία, τήν εὐχή καί τήν ἀγάπη ὅλων τῶν ἁγίων.

Κοντά του ἄνοιγε ἡ ψυχή μας καί παίρναμε βοήθεια κι ἀπό τόν οὐρανό καί ἀπό τή γῆ, ἀκόμα καί στίς πιό δύσκολες καί Γολγοθαϊκές ὧρες καί στιγμές. Εἴτε προσωπικές, εἴτε συλλογικές, εἴτε πατριωτικές. Ἡ πατρίδα μας, ἡ Ἑλλάδα μας, ἡ τρισένδοξη ἐλληνορθόδοξη χώρα μας καί ἀγαπημένη μας.  

Ὁ Γέροντάς μας ἀγαποῦσε ὅλους τούς ἀγωνιστές τῆς πατρίδας, μά πάνω ἀπ΄ ὅλους τόν Κολοκοτρώνη καί τόν πρῶτο Κυβερνήτη τῆς Ἑλλάδος Ἰωάννη Καποδίστρια. Εὐχαριστοῦσε καί ὅσους δέν προσκήνυσαν τά σύγχρωνα εἴδωλα καί εἶναι λευκοί, εἶναι λεβέντες κάι ἥρωες. Ἕνας ἀπ΄ αὐτούς ἦταν καί ὁ τρισμακάριστος Γέροντας Ἀνανίας.

Κοντά του ζήσαμε στιγμές ἁπόλυτης πνευματικῆς ἐλευθερίας. Ὁ ἴδιος ἔλεγε ὅτι ἦτο ἔξαρχος τῶν Ἐξαρχείων καί σημείωνε μέ νόημα «ὁ Χριστιανός εἶναι ἀναρχικός, χωρίς ἀρχή καί τέλος, ἀλλά ὁ ἀναρχικός οὔτε δοῦλος εἶναι, οὔτε τύρρανος τοῦ ἄλλου».

Λιτός, λιτοδίαιτος, ἀκτήμων, ἐλεήμων παρηγορητής, ταπεινός, πολλλές φορές καί ἀντισυστημικός.

Ὁ ἀοίδιμος π. Ἀνανίας ἦτο ἐγκρατής – ὅσο λίγοι σήμερα- τοῦ ἕλληνος λόγου. Δεινός φιλόλογος καί μάλιστα τῆς γλώσσας καί τῆς ἐτυμολογίας. Βαθύς θεολόγος. Μελετητής τῶν Πατέρων καί σπουδαῖος πνευματικός σκαπανεύς.

Δύο ἀπ΄ τίς σπουδαῖες μεταφραστικές ἐργασίες του εἶναι ἡ μετάφραση τῆς Χρονογραφίας τοῦ ἁγίου Θεοφάνους τοῦ Ὁμολογητοῦ καί δεύτερο ἡ μετάφραση τοῦ Κοντακίου τοῦ Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ, τοῦ πιό μεγάλου ποιητοῦ τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπου ἕνας λυρικός παλμός Θείας ἀγάπης ξεχύνεται μέσα ἀπ΄ τοῦ Ρωμανοῦ τ΄ ἀριστουργήματα. Ὁ ἅγιος Πορφύριος ἔλεγε ὅτι ὁ Ρωμανός ἦταν ὅλος μέσα στή χάρη καί ὅ,τι ἔγραψε εἶναι τέλειο. Ἡ ἐργασία αὐτή κράτησε 10 χρόνια, 2001 -2011.

Στό πρόλογο ὑπογράφει Ἀρχιμ. Ἀ. Κ. τάχα καί μεταφραστής.

Μέχρι στιγμῆς ἔχουν ἐκδοθεῖ 50 τόμοι μέ τίς ὁμιλίες τοῦ ἁγίου Γέροντός μας.

Γιά τήν προσφορά του στά θεολογικά γράμματα τιμήθηκε κατά τή διάρκεια τῆς 6ης Ἔκθεσης Χριστιανικοῦ Βιβλίου, τό Νοέμβριο τοῦ 2017 στό ξενοδοχεῖον Caravel.

«Ὁ λόγος του -ἔγραψαν- εἶναι λόγος τιμῆς καί ἀρχοντιᾶς, θαλπωρῆς καί παραμυθίας, ἐλπίδας καί χάριτος. Ἕνας λόγος πού ἐμπνέει καί ἐνθουσιάζει, πού διδάσκει καί ξεκουράζει καί πού ἑνώνει τόν Θεό μέ τούς ἀνθρώπους»

Ὁ λόγος του, ὅπως γράφει ὁ ἴδιος γιά τόν Ρωμανό, «μᾶς πιάνει ἀπ΄ τό χεράκι καί πολύ ἁπαλά καί στοργικά μᾶς πηγαίνει ἐκεῖ πού θέλει. Καί ἐμεῖς χαιρόμαστε καί ἀφηνόμαστε σ΄ ἐκεῖνον. Καί τρυγᾶμε ἀχάλαστες χαρές καί ἀλλάζει λίγο- λίγο ἡ ζωή μας».

Στοργικός πατέρας, ἀδελφός καί φίλος.

Πάντοτε μέ σεβασμό  στήν Ἐκκλησία καί τούς Ἐπισκόπους της. Χωρίς «κλαψοφαγούρα» καί μιζέρια. Ζοῦσε μέσα στή χαρά τῆς μοναδικῆς ὑπόσχεσης τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ Χριστοῦ μας «τήν ἐλευθερία ἀπό τόν θάνατο».

Γέροντα, ἀκριβέ πνευματικέ πατέρα, ὁ Θεός θέλησε νά φύγεις ἀπό κοντά μας στή μοναξιά τῆς Μ.Ε.Θ. ἤθελε νά γίνει πιό καθαρός ὁ χρυσός τῆς καρδιᾶς σου, μέσα σ’ αὐτήν τήν κάμινοτῆς Μ.Ε.Θ.

Ἡ τελευταία τηλεφωνική συνομιλία μας ∙   

«Φιλῶ τό χέρι σας. Ἐγώ τό δικό σας. Γέροντα νά κάνω τό ἐμβόλιο; Νά το κάνεις. Ἔκτοτε καί τώρα καί ὅσο ζοῦμε θά γίνει ὅ,τι σοῦ εἶπε ὁ ἅγιος Πορφύριος σέ σχετική ἐρώτησή σου ∙ «Παππούλη, κοίτα μήν πᾶς μεθαύριο πάνω καί ἁγιάσεις καί μᾶς ξεχάσεις. Καί πεῖς δέν μᾶς ξέρεις, δέν μᾶς εἶδες δέν μᾶς ἄκουσες».

Ἅγιος: «Ὄχι παιδί μου. Ἐκεῖ θά σᾶς θυμᾶμαι περισσότερο. Γιατί τώρα εἶμαι ἐδῶ γεροντάκι, εἶμαι φορτωμένος ἀρρώστιες, καί βάσανα καί τόσα ἄλλα. Καί θά σᾶς βοηθάω ἀμέριστα».

Γέροντα, 

Περιμένουμε τήν ἀμέριστη βοήθειά σου, ὁμοῦ μέ τούς ἀγαπημένους Ἁγίους Νεκτάριο καί Πορφύριο.

Καί τῶρα,

«Δεῦτε τελευταῖον ἀσπασμόν δῶμεν ἀδελφοί τῷ θανόντι, εὐχαριστοῦντες τῷ Θεῷ».

Εὐχαριστοῦντες τόν Θεόν πού μᾶς τόν ἔδωσε. Πού τόν γνωρίσαμε, πού μᾶς ἐβοήθησε πού μᾶς ἐφώτισε, πού μᾶς ἐμψύχωσε.

Καί πού μέσα ἀπ΄  τίς πολλες του ἀσθένειες καί τό Γολγοθά τῆς Μ.Ε.Θ. μᾶς ἐδίδαξε ἐμπράκτως τή χριστιανική ὑπομονή. Ὅλη τή χριστιανική πίστη. Ὅλα τά μεγαλεῖα τοῦ Εὐαγγελίου.

Ἄς εἶναι αἰωνία ἡ μνήμη του, τήν εὐχή του νά ἔχωμε. Ὁ Χριστός νά παρηγορεῖ τούς ἀπαρηγόρητους οἰκείους του, τά πνευματικά του τέκνα, τά ἀπορφανισμένα, κληρικούς μοναχούς καί λαϊκούς καί ὅσοι τόν ἀγάπησαν.

Καί εὐχαριστοῦμε καί ἐμεῖς ἐκείνους πού τόν διακόνησαν, τόν βοήθησαν. Τούς ἰατρούς, νοσηλευτάς καί τούς ἄλλους.  Τούς συνεργάτες του γιατί πράγματι ἐκοπίασαν, ὑπέφεραν, στεναχωρήθηκαν, λυπήθηκαν. Ἦσαν ἄμεσοι βοηθοί στό Σταυρό καί στόν Γολγοθά του, στή δυσκολία καί στόν πόνο του.

Πενθυφόρος καί ἀναστάσιμη ὁμήγυρι.

Ἡ ἐλπίδα μας εἶναι ὁ Χριστός. «Ἐφ΄ ὅσον ἀναστήθηκε ὁ Χριστός μας, τό μεγαλύτερο καλό γιά μᾶς συνετελέσθη», ἔλεγε ὁ ἅγιος Πορφύριος καί ἐπαναλάμβανε ὁ Γέροντάς μας, ὅλα τά ἅλλα εἶναι δεύτερα.

«Ὅ,τι πάθεις, ὅ,τι σέ βρεῖ, ὅ,τι σέ δυκολέψει, σκέψου τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὅτι ὁ Χριστός Ἀνέστη ! ».

Χριστός Ἀνέστη!

Χριστός Ἀνέστη!

Χριστός Ἀνέστη!

Δόξα τῇ τριημέρῳ Αὐτοῦ ἐγέρσει. 

Ὅλοι ὁμοῦ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ        

†Ὁ Ὕδρας, Σπετσῶν & Αἰγίνης  ΕΦΡΑΙΜ.
(από την σελίδα ΟΡΔΟΘΟΞΙΑ news)

Η Αγία και μεγάλη Σαρακοστή

15 Μαρτίου, 2021

Λαϊκά έθιμα της Σαρακοστής και του Πάσχα

Τεσσαρακοστή ή απλά Σαρακοστή, ονομάζεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία η περίοδος νηστείας διάρκειας σαράντα ημερών. Αν και υπάρχει αντίστοιχη περίοδος νηστείας πριν από τα Χριστούγεννα η οποία ονομάζεται Μικρή Τεσσαρακοστή ή Σαρανταήμερο, με τον όρο Τεσσαρακοστή αναφερόμαστε κυρίως στην νηστεία της περίοδου πριν το Πάσχα που είναι αρχαιότερη και αυστηρότερη και ονομάζεται Μεγάλη Τεσσαρακοστή ή και Αγία Τεσσαρακοστή και η οποία φέτος αρχίζει τη Δευτέρα, 14 Μαρτίου.

Σύμφωνα με τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, η περίοδος αυτή περιελάμβανε και την Μεγάλη εβδομάδα:
«Ιδού προς το τέλος εφθάσαμεν λοιπόν της Αγίας Τεσσαρακοστής, και της νηστείας διανύσαμε τον πλουν…επειδή εις την μεγάλην ταύτην εβδομάδα εφθάσαμεν τη του Θεού χάριτι». Αυτό επαναλαμβάνει και ο άγιος Νεκτάριος Αιγίνης: «ο χρόνος της κατηχήσεως επερατούτο κατά την Μεγάλην Εβδομάδα της Μεγάλης τεσσαρακοστής».
Σύμφωνα με τον καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του ΕΚΠΑ, Βλ. Φειδά, υπήρξε μια ποικιλία τάσεων για την πασχάλια νηστεία στην αρχαία εκκλησία η οποία «οφειλόταν αφ’ ενός μεν στην ποικιλία των τοπικών παραδόσεων, αφ’ ετέρου δε στην τάση επεκτάσεως της νηστείας προς μίμησιν της πολιτείας του Κυρίου». Aπό τις τάσεις αυτές προέκυψε κατά τo τέλος του 3ου αιώνα η προπασχάλια νηστεία της Μ. Τεσσαρακοστής η οποία μαρτυρείται για πρώτη φορά με την ονομασία Τεσσαρακοστή, στις αρχές του 4ου αιώνα στον 5ο κανόνα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου όπου αναφέρεται:

«Αι δε σύνοδοι γινέσθωσαν, μία μεν προ της Τεσσαρακοστής, ίνα πάσης μικροψυχίας αναιρουμένης, το δώρον καθαρόν προσφέρηται τω Θεώ δευτέρα δε…» δηλ. «Οι σύνοδοι να γίνονται μία πριν από τη σαρακοστή, για να προσφέρεται στο Θεό καθαρό το δώρο, αφού εκλείψει κάθε μικροψυχία και η δεύτερη…».
Παρόμοιες αναφορές κάνει και ο ιστορικός Σωκράτης (380-440) ο οποίος μαρτυρεί διχογνωμία για τη διάρκεια της νηστείας: «Οι δε εν Ιλλυριοίς και όλη τη Ελλάδι, και οι εν Αλεξανδρεία, προ εβδομάδων εξ την προ του Πάσχα νηστείαν νηστεύουσι, Τεσσαρακοστήν αυτήν ονομάζοντες. Άλλοι δε παρά τούτους, οι προ επτά της εορτής εβδομάδων της νηστείας αρχόμενοι, και τρεις μόνας πενθημέρους εκ διαλειμμάτων νηστεύοντες, ουδέν ήττον και αυτοί Τεσσαρακοστήν τον χρόνον τούτον καλούσι. Και θαυμάσαι μοι έπεισι, πως ούτοι περί τον αριθμόν των ημερών διαφωνούντες Τεσσαρακοστήν αυτήν ονομάζουσι».
Ο τελικός χρόνος έναρξης-λήξης της νηστείας ορίστηκε κατά τον 5ο αιώνα.
H νηστεία αυτή έχει θεσπιστεί κατά μίμηση της νηστείας του Χριστού στην έρημο όπως και ο αριθμός των σαράντα ημερών σχετίζεται με την χρονική διάρκεια της νηστείας εκείνης (Ματθ. 4,2). Η διάρκεια της νηστείας εκτείνεται από την Καθαρή Δευτέρα ως το Σάββατο του Λαζάρου, μετά το οποίο αρχίζει η Μεγάλη εβδομάδα. Κατά τη νηστεία εντέλλεται η αποχή από κρέας, ψάρι, αυγό και γαλακτοκομικά, εκτός από την Κυριακή των Βαΐων όπου επιτρέπεται το ψάρι, όπως και την ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, αν δε συμπέσει με τη Μ. Εβδομάδα.
Με την πάροδο του χρόνου, κάθε πολυήμερη περίοδος νηστείας άρχισε να ονομάζεται Τεσσαρακοστή ή Σαρακοστή (και από την ονομασία αυτή, τα επιτρεπτά προς κατανάλωση τρόφιμα ονομάστηκαν «σαρακοστιανά»). Ο Αναστάσιος ο Σιναΐτης (6ος αι.) αναφέρεται σε τρεις τεσσαρακοστές όπου σε αυτές του Πάσχα (49 ημέρες μαζί με τη Μεγάλη εβδομάδα όπου νηστεύουμε σε ανάμνηση των Παθών του Χριστού) και των Χριστουγέννων (40 ημέρες) εντάσσει και αυτή των Αγίων Αποστόλων (από την επομένη των Αγίων Πάντων μέχρι την 28η Ιουνίου). Σε αυτές θα πρέπει να προστεθεί και μία ακόμη σημαντική περίοδος νηστείας, αυτή του Δεκαπενταύγουστου (συνολικά 15 μέρες) όπου εορτάζεται η Κοίμηση της Θεοτόκου.
Το διάστημα μέχρι τη Μεγάλη εβδομάδα περιλαμβάνει τις ακόλουθες εορτές:
Η πρώτη εβδομάδα της Τεσσαρακοστής λέγεται και Καθαρή, επειδή καθαριζόμαστε εσωτερικά με την προσευχή και τη νηστεία, με την οποία στρέφουμε και το σώμα «στην υπηρεσία της ψυχής». 

Η πρώτη Κυριακή της Καθαρής Εβδομάδας λέγεται Κυριακή της Ορθοδοξίας όπου γιορτάζουμε το θρίαμβο της Ορθοδοξίας εναντίον των εχθρών της και την οριστική αναστήλωση των αγίων εικόνων. Η γιορτή αυτή καθιερώθηκε την εποχή της αυτοκράτειρας του Βυζαντίου Θεοδώρας, το έτος 843, όποτε και αναστηλώθηκαν οι άγιες εικόνες.

Η Δεύτερη Κυριακή των Νηστειών ορίσθηκε εις μνήμη του υπερασπιστή της Ορθοδοξίας αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, που έζησε τον δέκατο τέταρτο αιώνα. Η Εκκλησία προβάλλει το παράδειγμα του αγίου Γρηγορίου προς μίμηση από τους πιστούς.
Η Τρίτη Κυριακή των Νηστειών είναι η Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως. Η Εκκλησία προβάλλει προς προσκύνηση τον Τίμιο και ζωοποιό Σταυρό ψάλλοντας τον ύμνο «Τον Σταυρόν Σου προσκυνούμεν, Δέσποτα, και την αγίαν Σου Ανάστασιν υμνούμεν και δοξάζομεν» (όπως και στην εορτή της υψώσεως του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού στις 14 Σεπτεμβρίου), υπενθυμίζοντας στους πιστούς ότι πλησιάζει η χαρμόσυνη ημέρα της Αναστάσεως.
Ακολουθεί η Τετάρτη Κυριακή των Νηστειών όπου γιορτάζουμε τη μνήμη του οσίου Ιωάννου(6ος-7ος αι.), του συγγραφέα του περίφημου βιβλίου της Κλίμακος, ένα βιβλίο με πνευματικές διδαχές που γράφτηκε ώστε «ωσάν κάποια κλίμαξ [σκάλα] που θα φθάνη τις πύλες του ουρανού…θα ανεβάζη εκεί σώους και αβλαβείς όσους θέλουν».
Την Πέμπτη της εβδομάδας αυτής και κατά τον Όρθρο, ψάλλεται η ακολουθία του Μεγάλου κατανυκτικού Κανόνα. Πρόκειται για το εκτενές ποίημα του σημαντικού μελωδού της Εκκλησίας, αρχιεπίσκοπου Κρήτης Ανδρέα (7ος αι.), που αποτελείται από 280 τροπάρια. Στο έργο αυτό περιέχεται ολόκληρη η ιστορία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και μέσω αυτού η Εκκλησία καλεί τον άνθρωπο να μιμηθεί τις αρετές και «όσα δε των φαύλων απόφευγειν».
Κατά την Πέμπτη Κυριακή των Νηστειών τελεί η Εκκλησία τη μνήμη της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας.
Κάθε Παρασκευή, από την πρώτη εβδομάδα της Μ. Τεσσαρακοστής ψάλλεται ο Ακάθιστος Ύμνος ή αλλιώς, οι Χαιρετισμοί, μια καθιερωμένη ονομασία για την ακολουθία του Ακάθιστου ύμνου, η οποία προήλθε από τα αλλεπάλληλα «Χαίρε» που περιλαμβάνει. Στο σύνολό του, ο Ακάθιστος ύμνος περιλαμβάνει 24 οίκους (λειτουργικά άσματα που συνήθως ακολουθούν αλφαβητική ακροστιχίδα) οι οποίοι ψάλλονται τμηματικά σε διάρκεια 5 εβδομάδων ως εξής: καταρχάς 4 ακολουθίες, από 6 οίκους την κάθε φορά, κι έπειτα άλλη μία ακολουθία όπου ψάλλεται ολόκληρος ο Ακάθιστος, και με τους 24 οίκους.
Το Σάββατο της Έκτης Εβδομάδας της Μ. Τεσσαρακοστής τελείται η μνήμη της αναστάσεως του φίλου του Χριστού Λαζάρου, τον οποίο ο Κύριος ήγειρεν εκ νεκρών λέγοντας δεύρο έξω (Ιωάν. 11,43). 
«Η Βαϊοφόρος» (1428) – Μονή Παντάνασσας, Μυστράς.
Την επομένη, Έκτη Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστής, γιορτάζεται η Κυριακή των Βαΐων, προς ανάμνηση της θριαμβευτικής εισόδου του Ιησού στα Ιεροσόλυμα.

================================================================
Ήθη – Έθιμα – Παραδόσεις.
Η μεγάλη Σαρακοστή έχει και αυτή τα πατροπαράδοτα ήθη, έθιμα και παραδόσεις της.
Σαράντα μέρες κράταγε η νηστεία πριν το Πάσχα. Τόσες νήστεψε και ο Χριστός στην έρημο. Τις τρεις πρώτες μάλιστα μερικές γυναίκες δεν έβαζαν στο στόμα τους τίποτα, ούτε καν ψωμί ή νερό και την τέταρτη έτρωγαν μόνο ειδικά φαγητά – καρυδόπιτα, σούπα με φασόλια, πετιμέζι. Πόσο αργά περνούσε η σαρακοστή για όσους νήστευαν και νήστευαν οι περισσότεροι.



Κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής η επάρκεια των φυτών χρησιμοποιείται και από τον άνθρωπο σε όλη την περίοδο της νηστείας. 

Το πρώτο Σάββατο της Σαρακοστής (των Αγίων Θεοδώρων) το έθιμο συνιστά χορτόπιτες και το ίδιο ισχύει των Αγίων Σαράντα (9 Μαρτίου) με τις σαραντόπιτες καθώς και με φαγητά «από σαράντα ειδών χόρτα και όσπρια». 
================================================================
Έθιμα από το χωριό Παπαγιάννη της Φλώρινας.
Στο χωριό Παπαγιάννη της φλώρινας ακόμη διατηρούν τα ακόλουθα έθιμα. Την Καθαρή Δευτέρα καθαρίζουν το σπίτι, ζεσταίνουν μέσα σε καζάνια νερό και πλένουν ρούχα, κουβέρτες και στρωσίδια. Καθαρίζουν καλά τα οικιακά σκεύη, κατσαρόλες, τηγάνια τρίβοντας τα με στάχτη ώστε να μη μείνει λίγδα.Τρώνε νηστίσιμα και το μεσημέρι βάζουν στο τραπέζι κρασί και μ’ αυτό πλένουν το πρόσωπο για να μην τους τσιμπάνε κουνούπια. Περνούν είκοσι κεφάλια από ψάρια σε κλωστή (αρμαθιά), τα ξεραίνουν και τα έχουν για το μάτιασμα.Όλη τη βδομάδα οι περισσότεροι νηστεύουν, δεν τρώνε ούτε λαδερά, και συνεχίζουν μερικοί να νηστεύουν και όλη τη Σαρακοστή, συνήθως οι γυναίκες.Αρκετοί νέοι νήστευαν τρεις μέρες («τριήμηρ»), όπως το λέγαν, περισσότερο οι κοπέλες και λιγότερο τα αγόρια. Μαζεύονταν τρεις κοπέλες «τριμήρκες»» σ’ ένα σπίτι και νήστευαν ξαπλώνοντας για να μη χάνουν τις δυνάμεις τους. Τη Δευτέρα, πρώτη μέρα νηστείας, όταν χτυπούσε η καμπάνα το απόγευμα έτρωγαν μισή

λειτουριά (πρόσφορο) και οι γονείς τους ψώνιζαν διάφορα νηστίσιμα εδέσματα όπως καρύδια και φρούτα, τους έφτιαχναν φασόλια χωρίς λάδι (τρέαν), πιτουλίτσες, κομπόστες με κορόμηλα, αχλάδια, μήλα και σύκα.Την Τετάρτη οι «τριμήρκες» πήγαιναν με τους γονείς τους στην εκκλησία. Οι μητέρες τους κουβαλούσαν μέσα σε «τάμπλες» (καλάθες) τα εδέσματα. Οι κοπέλες, αφού έπαιρναν τον αγιασμό από τον παπά, έβγαιναν έξω και γινόταν ανταλλαγή των εδεσμάτων.Την Παρασκευή, στους Α’ Χαιρετισμούς οι κοπέλες και οι νύφες ντυμένες με τις τοπικές ενδυμασίες και μ’ ένα πιάτο βρασμένο καλαμπόκι όπου μέσα είχε λίγο σιτάρι για να γεννιούνται στην οικογένεια κορίτσια και αγόρια, στα δε κοπάδια αρσενικά και θηλυκά αρνιά.Όταν τελείωνε η λειτουργία, οι γυναίκες δυο-δυο πήγαιναν έξω, κοντά στο ιερό. Η μια είχε την ποδιά απλωμένη και περίμενε το καλαμπόκι που πετούσε η άλλη λέγοντας τρεις φορές, αρσενικά αγόρια Θηλυκά αρνιά.Εν τω μεταξύ οι κοπέλες είχαν πλέξει και κεντήσει σακουλάκια κακοφτιαγμένα και μπερδεμένα, τα γέμιζαν με στάχτη και τα κρεμούσαν κρυφά στις γυναίκες μ’ ένα γαντζάκι στις πλεξούδες τους λέγοντας «Να σας δώσουμε το μπερδεμένο, να μας δώσετε το κέντημα». Φυσικά μ’ αυτόν τον τρόπο ήθελαν να δείξουν πως είναι μικρές και αρχάριες στο πλέξιμο και στο κέντημα και πως μεγάλη είναι η επιθυμία τους να μάθουν ή να κλέψουν την τέχνη του πλεξίματος και του κεντήματος.Επίσης, καθώς έφευγαν μέσα στο σκοτάδι προσπαθούσαν οι κοπέλες να κλέψουν λίγο καλαμπόκι από τα πιάτα των γυναικών που δεν είχαν στην οικογένειά τους δευτεροπαντρεμένους. Το καλαμπόκι που έκλεβαν το έβαζαν στο προσκέφαλο τους, μαζί με ένα καθρεφτάκι για να ονειρευτούν το παλικάρι που Θα παντρευτούν.
Των Αγίων Θεοδώρων (Σάββατο).
Το πρωί πηγαίνουν τα παιδιά, οι γριές και οι γέροι στη εκκλησία για να κοινωνήσουν. Γιορτάζουν οι Θεόδωροι και Θεοδώρες. Τα εδέσματα στα τραπέζια είναι νηστίσιμα.Το μεσημέρι, οι νύφες με τη συνοδεία του πεθερού πηγαίνουν «ποσετβάτσκες» επισκέπτριες για μια βδομάδα στο σπίτι των γονιών τους. Θα στρωθεί τραπέζι προς τιμήν του πεθερού (συμπέθερου) και αφού φάει Θα φύγει. Η νύφη θα επιστρέψει την επόμενη Κυριακή, συνοδεία του πατέρα της, στον οποίο θα στρώσουν τραπέζι. Επιστρέφει Κυριακή για να μην είναι η ίδια μέρα, ώστε να γεννά αγόρια και κορίτσια.Καθ’ όλη τη διάρκεια της φιλοξενίας στο πατρικό της σπίτι, η νύφη φιλοξενείται με τραπέζι από τους συγγενείς της. Στο τέλος, οι γονείς της κάνουν κι ένα δώρο σε ανάμνηση της φιλοξενίας, ένα είδος ρουχισμού ή παντόφλες.
Στις τρεις επόμενες εβδομάδες πηγαίνουν «ποσετβάτσκες» τα κορίτσια σε άλλα χωριά, σε συγγενικά ή και φιλικά σπίτια. Πηγαίνει ο οικοδεσπότης να πάρει την κοπέλα που Θα φιλοξενήσει με τα πόδια, αν ήταν από κοντινό χωριό, ή με τα άλογα και αργότερα με το κάρο, αν ήταν μακρινό. Πηγαίνει πρωινές ώρες και, αφού τον φιλέψουν επιστρέφει στο χωριό του το απόγευμα μαζί με την κοπέλα. Η κοπέλα βάζει μέσα σε ντορβάδες τα ρούχα της που Θα χρειαστεί κατά την φιλοξενία, φιλοξενείται από τυχόν συγγενείς, και φίλους που υπάρχουν στο ξένο χωριό και της κάνουν διάφορα δώρα.Την επόμενη Κυριακή πηγαίνει ο πατέρας της να φέρει πίσω την κόρη του, αλλά παίρνει μαζί του και την κόρη των συγγενών, εάν έχουν, θα την φιλοξενήσουν με την σειρά τους κι αυτήν.0 πατέρας φιλοξενείται στο συγγενικό σπίτι, του κάνουν πλούσιο τραπέζι και αναχωρεί το απόγευμα για το χωριό του. Ακολουθούν οι ίδιες διαδικασίες κατά την φιλοξενία της κοπέλας και μετά από μια εβδομάδα διαμονής, επιστρέφει με πλούσια δώρα όπως ποδιές, παντόφλες, κολιέδες κ.α.Η φιλοξενία κοριτσιών συνεχίζεται και τις επόμενες εβδομάδες μέχρι την Ε’ Κυριακή των Νηστειών που την λένε «Ντι-Λάζαρα» η οποία είναι γιορτή των τσιγγάνων και των μωαμεθανών.
================================================================
Έθιμα από το Κρανίδι της Λακωνίας. 
τα Λαζαράκια
Το Σάββατο του Λαζάρου φτιάνανε οι γονείς στα παιδιά Λάζαρο με πουκάμισο, με γραβάτα κόκκινη και κόκκινο σκουφάκι. Του βάζανε και κίτρινα λουλούδια, τα λούλετ Σεν Λάζαρι (λουλούδια του Άγιου Λάζαρου). Και τα παιδιά τον βάζανε σε δύο ξύλα και τον γυρνούσανε στα σπίτια και λέγανε το τραγουδάκι και του δίνανε αυγό άσπρο και στραγάλια, τέτοια. Οι παλιές φτιάνανε και κουλούρια, λαζαρούδια, με τρύπα στη μέση. Την Κυριακή των Βαΐων, ρίχνανε βάγια χάμω στην εκκλησία. Ο παπάς μετά έδινε φυλλαράκια βάγια και τα βάζανε στις εικόνες. Τα ρίχνανε στη φακή και γινότανε ωραία, αλλά και λιβανίζανε μ’ αυτά τις λεχώνες, τους ματιασμένους. Πλέχανε και σταυρούς με βάγια, δύο κλώνους εκεί, και τους σιάχνανε σταυρό. Όλη την Σαρακοστή κάνανε ευχέλαια.

================================================================
Ποντιακά έθιμα της Σαρακοστής.
Την Καθαρά Δευτέρα κάθε οικογένεια έπαιρνε μία πατάτα και επτά φτερά κότας τα οποία συμβόλιζαν τις επτά εβδομάδες της Σαρακοστής, τ’υλιγε την πατάτα με τα φτερά και την κρεμούσε μέσα στο δωμάτιο. Όταν κάποιο μωρό ζητούσε γάλα ή γιαούρτι, τότε η μάνα χτύπαγε με ένα ξύλο την πατάτα με τα φτερά γιά να τρομάξει το μωρό και του έλεγε: «Αυτά που είπες τα άκουσε η πατάτα και κινήθηκε». Κάθε εβδομάδα που περνούσε κάθε οικογένεια έβγαζε και από ένα φτερό από την πατάτα του σπιτιού της και το πετούσε μέχρι να έρθει το Πάσχα. Όταν τέλειωναν τα φτερά έφτανε και το Πάσχα και τότε έλεγαν: «Τώρα μπορούμε να φάμε κρέας».
================================================================
Το έθιμο της κυρά-Σαρακοστής. 
Η κυρά-Σαρακοστή.
Το έθιμο της κυρά-Σαρακοστής είναι από τα παλιότερα έθιμα που σχετίζονται με τη γιορτή του Πάσχα, σήμερα όμως λίγο πολύ ξεχασμένο. Χρησίμευε πάντα ως ημερολόγιο για να μετράμε τις εβδομάδες από την Καθαρά Δευτέρα μέχρι τη Μεγάλη Εβδομάδα, καθώς η κυρά-Σαρακοστή έχει 7 πόδια, ένα για κάθε εβδομάδα της περιόδου της Σαρακοστής. Πρόκειται για ένα έθιμο που τείνει στις ημέρες μας να εκλείψει, ενώ παλαιότερα το συναντούσαμε σε όλο τον ελλαδικό χώρο με διάφορες παραλλαγές και χρησιμοποιούνταν ως ημερολόγιο που μετρούσε τις εβδομάδες της Μεγάλης Σαρακοστής.

Η κυρά-Σαρακοστή, στις περισσότερες περιοχές, ήταν μια χάρτινη ζωγραφιά, που απεικόνιζε μια γυναίκα, που έμοιαζε με καλόγρια, με 7 πόδια, σταυρωμένα χέρια γιατί προσεύχεται, ένα σταυρό γιατί πήγαινε στην εκκλησία και χωρίς στόμα γιατί νηστεύει.Στο τέλος κάθε εβδομάδας, αρχής γενομένης από το Σάββατο μετά την Καθαρά Δευτέρα, της έκοβαν ένα πόδι. Το τελευταίο το έκοβαν το Μεγάλο Σάββατο. Αυτό το κομμάτι χαρτί το δίπλωναν καλά και το έκρυβαν σε ένα ξερό σύκο ή καρύδι (περιοχή της Χίου), το οποίο τοποθετούσαν μαζί με άλλα. Όποιος το έβρισκε θεωρούνταν τυχερός και γουρλής. Σε κάποιες περιοχές, το έβδομο πόδι το τοποθετούσαν μες στο ψωμί της Ανάστασης και όποιος το έβρισκε του έφερνε γούρι. 
Η κυρά-Σαρακοστή.
Σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, η κυρά-Σαρακοστή φτιάχνεται από ζυμάρι με απλά υλικά και, κυρίως, πολύ αλάτι για να μη χαλάσει. Εξάλλου, δεν τρωγόταν, αφού χρησιμοποιούνταν ως ημερολόγιο. Αλλού πάλι, την έφτιαχναν από πανί και τη γέμιζαν με πούπουλα.

Στον Πόντο, η κυρά-Σαρακοστή ήταν μια πατάτα ή ένα κρεμμύδι που το κρεμούσαν απ’ το ταβάνι και πάνω του είχαν καρφωμένα επτά φτερά κότας, ώστε να αφαιρούν ένα φτερό κάθε εβδομάδα. Εδώ το έθιμο ονομαζόταν «Κουκουράς», ο οποίος ήταν και ο φόβος των παιδιών!
Για το έθιμο της κυρα-Σαρακοστής έχουν γραφτεί οι παρακάτω στίχοι:
Την κυρά Σαρακοστήπου ‘ναι έθιμο παλιόοι γιαγιάδες μας τη φτιάχναν’με αλεύρι και νερό.
Για στολίδι της φορούσανστο κεφάλι ένα σταυρόμα το στόμα της ξεχνούσανγιατί νήστευε καιρό.
Και τις μέρες τις μετρούσανμε τα πόδια της τα επτάκόβαν’ ένα τη βδομάδαμέχρι να ‘ρθει η Πασχαλιά. 
================================================================
Ένα έθιμο με ρίζες από την αρχαία Ελλάδα.
Ένα από τα πιο διαδεδομένα έθιμα, που προέρχεται από την αρχαιότητα, είναι και η τοποθέτηση από τις μανάδες την 1η Μαρτίου ενός μικρού βραχιολιού από άσπρο και κόκκινο νήμα που ονομάζεται Μάρτης στο χέρι των παιδιών τους για να μην τα μαυρίσει ο Ήλιος. Ενώ ακόμη κατάλοιπο της αρχαιότητας είναι και το έθιμο που ήθελε τις ανύπαντρες κοπέλες να βάζουν των Αγίων Θεοδώρων κόλλυβα κάτω από το προσκέφαλό τους για να τους φανερώσουν τον άντρα που θα έπαιρναν.
Επίσης κατά το μήνα αυτό συνηθίζονταν παλιά και το έθιμο της χελιδώνας. Σήμερα, στη δημώδη παράδοση, ο λαός μας έχει δώσει στον Μάρτιο διάφορες ονομασίες που σχετίζονται κυρίως με τις ασταθείς καιρικές συνθήκες που επικρατούν στη διάρκειά του. Γι αυτό είναι γνωστός ως Κλαψομάρτης, αλλά και Πεντάγνωμος, Ο Μάρτης ο Πεντάγνωμος, πέντε φορές εχιόνισε και πάλι το μετάνιωσε πως δεν εξαναχιόνισε, και Μάρτης, γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης, και Κάλιο Μάρτης στις γωνιές, παρά Μάρτης στις αυλές. Παρ όλα αυτά ο Μάρτης θεωρείται ο καταλληλότερος μήνας για φύτεμα δένδρων και γι αυτό ονομάζεται και Φυτευτής, ενώ λόγω της γιορτής του Ευαγγελισμού ονομάζεται και Βαγγελιώτης.
Τον Μάρτη πάντως ξεκινάει και η Άνοιξη, γι αυτό ονομάζεται και Ανοιξιάτης, ενώ χαρακτηριστική είναι και η παροιμία από Μαρτιού καλοκαιριά, κι απ’ Αύγουστο χειμώνας. Ο Μάρτης περιλαμβάνει επίσης και το κύριο μέρος της νηστείας της τεσσαρακοστής, Δεν λείπει ο Μάρτης από την Σαρακοστή, όπως χαρακτηριστικά λέγεται. (Από το ιστολόγιο -περί τέχνης ο λόγος)

Φέτος, το πιο ωραίο Πάσχα >> Γεώργιος Σπυρίδων Μάμαλος

5 Απριλίου, 2020

Δεν χρειάζεται κάποιος, ακούγοντας τους καθ’ ύλην αρμόδιους, να είναι και πολύ προσεκτικός για να καταλάβει ότι εφέτος δεν θα γιορτάσουμε Πάσχα με τον παραδοσιακό τρόπο. Αυτό που λένε πατροπαράδοτο Πάσχα.

Εκείνο το «δύσκολοι μήνες μας περιμένουν» ήρθε και καρφώθηκε στο μυαλό μου, παρασέρνοντας με τη μια όλα τα σχέδια για τον παραδοσιακό εορτασμό του Πάσχα.

Φέτος, δεν θα γιορτάσουμε το παραδοσιακό ελληνικό Πάσχα φεύγοντας κατά χιλιάδες από τις πόλεις στα χωριά της υπαίθρου και τα νησιά. Φέτος, δεν θα συνωστιστούμε σε λιμάνια, διόδια, γκισέ αεροδρομίων για να οδηγηθούμε στον ποθητό προορισμό μας.

Φέτος, δεν θα έχουμε το παραδοσιακό μποτιλιάρισμα χιλιομέτρων στις εθνικές οδούς, βρίζοντας μέσα μας ή και έξω μας τον εξυπνάκια που περνάει από τη ΛΕΑ, ενώ εμείς περιμένουμε υπομονετικά στη σειρά μας.

Φέτος, δεν θα έχουμε τους αιματηρούς απολογισμούς της εξόδου του Πάσχα, τροχαία ατυχήματα και συγκρίσεις με το πέρυσι…

Φέτος, θα είναι έρημοι οι δημοφιλείς προορισμοί του Πάσχα.

Ζάκυνθος, Μύκονος, Πάρος, Ζαγοροχώρια.

Φέτος, θα είναι έρημα τα καντούνια της Κέρκυρας στα οποία συνωστίζονταν, μέχρις ασφυξίας τα τελευταία χρόνια, χιλιάδες θαυμαστές του κερκυραϊκού Πάσχα για να δουν και να καταλάβουν γιατί είναι επιτέλους τόσο ονομαστό το Πάσχα της, με αποκορύφωμα το σπάσιμο των μπότιδων σε σχεδόν απευθείας μετάδοση.

Φέτος, δεν θα στοιβαχτούμε στα τσιπουράδικα τη Μεγάλη Παρασκευή για να γιορτάσουμε με την παρέα μας τη φυγή από την πόλη και το σμίξιμο με συγγενείς και φίλους που είχαμε να δούμε από πέρυσι τον Σεπτέμβριο, μιας και για τη γιορτή του χειμώνα, εκείνη με τα ωραία δέντρα και τα λαμπάκια που στολίζουμε σε δρόμους, πλατείες, σπίτια, τηλεοπτικά στούντιο για έναν και πλέον μήνα, είναι πιο ωραία να είσαι στην πόλη, να τη γιορτάζεις στα θέατρα και στις μεγάλες πίστες.

Έτσι γιορτάζεται παραδοσιακά τα τελευταία χρόνια η γιορτή του χειμώνα, στα τέλη Δεκεμβρίου θαρρώ πέφτει… Φέτος, δεν θα γκρινιάξουμε καν γιατί το ξενοδοχείο ή το airbnb δεν ήταν αυτό που

φαινόταν στην ιστοσελίδα και τώρα που το είδαμε από κοντά έχουμε εκνευριστεί.

Φέτος, δεν θα πάμε ούτε στην Εκκλησία. Έτσι για το καλό. Δεν θα ρωτήσουμε τι ώρα κοινωνάνε Μεγάλη Πέμπτη ή Μεγάλο Σάββατο… Δεν θα ξυπνήσουνε χαλώντας τον ύπνο μας για να πάμε στην Εκκλησία να προλάβουμε να σταθούμε στην ουρά να κοινωνήσουμε, για το καλό πάντα…

Φέτος, δεν θα ξαναπεράσουμε από την Εκκλησία Μεγάλη Πέμπτη βράδυ για να ακούσουμε κάνα δύο ευαγγέλια και μετά το πέμπτο να την κάνουμε γιατί έχουμε κλείσει και τραπέζι με παραδοσιακά νηστίσιμα σε μια καλή ταβέρνα στα «γαριδάδικα», «αλλά πολύς κόσμος, ρε φίλε, καρφίτσα δεν έπεφτε στα ‘’γαριδάδικα’’»

… Φέτος, δεν θα πάμε για καφέ τη Μεγάλη Παρασκευή στα καφενεία, που αν είναι και λιακάδα είναι τέλεια. Εκεί αραχτοί, αν πιάσουμε και καλό τραπέζι, μπορεί να ξεμείνουμε μέχρι αργά να δούμε να περνάει και κανένας επιτάφιος. «Έτσι για το καλό μωρέ».

Φέτος, δεν θα προβληματιστούμε να εξηγήσουμε στο παιδί γιατί στα καλά καθούμενα πρέπει να πάμε και από την Εκκλησία και τι να πούμε γι’ Αυτόν, τον Άγνωστο, στο παιδί, που είναι στο σταυρό καρφωμένος.

Και το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου δεν θα γκρινιάζουμε για την ώρα που θα φάμε την πατροπαράδοτη μαγειρίτσα, πριν ή μετά την Ανάσταση, γιατί έχουμε και να βγούμε στα κλαμπ. Φέτος, δεν θα συρρεύσουμε οι πιστοί κατά χιλιάδες για να εορτάσουμε την Ανάσταση του Θεανθρώπου πέντε λεπτά πριν από το «Χριστός Ανέστη» για να φύγουμε αμέσως μετά, «γιατί έχω παρκάρει άσχημα και έχω κλείσει και κάποιον…». Φέτος, δεν έχει φιλί της αγάπης…

Φέτος, δεν θα ξεχυθούμε στα μαγαζιά για τα πασχαλινά μας ψώνια. Φέτος, δεν θα μπούμε στις μπουτίκ να δούμε τι είναι της μόδας την άνοιξη.

Φέτος, δεν θα ψάξουμε για λαμπάδα νίντζα, λαμπάδα μπάρμπι, λαμπάδα πόκεμον για τα βαφτιστήρια μας. Φέτος, δεν θα πάμε στην αγορά Μέγα Σάββατο πρωί για τα ψώνια μπας και έχουν πέσει οι τιμές.

Φέτος, δεν θα μπορούμε να καλέσουμε για το αρνί τους συγγενείς που έχουμε να δούμε από πέρυσι και τους φίλους που έχουμε να τηλεφωνήσουμε καιρό, «γιατί χαθήκαμε, ρε παιδί μου» και δεν προλαβαίναμε, να γιορτάσουμε όλοι μαζί στην αυλή, στον κήπο, στα μπαλκόνια, ακόμα και στα πεζοδρόμια τη γιορτή της άνοιξης και την έλευση της νέας σεζόν.

Φέτος, τι να πούμε και γι’ αυτήν την τελευταία, πόσοι Γάλλοι, Ιταλοί ή Άγγλοι έχουν κάνει booking; ή αν η αγορά της Κίνας πάει καλά;… Θα δείξουμε κατανόηση, έχουν και αυτοί τα προβλήματά τους.

Φέτος, εμείς που νηστέψαμε και προετοιμαστήκαμε και ως «βουλόμενοι αθλήσαι» απαντήσαμε καταφατικά στην πρόσκληση και μπήκαμε στο «στάδιο των αρετών» όταν εκείνο «ηνέωκται», εμείς που διασχίσαμε το στάδιο των εφτά εβδομάδων, δεν είμαστε σε καλύτερη μοίρα.

Φέτος, δεν θα ακούσουμε τους γλυκασμούς των αγγέλων από τα χείλη καλλικέλαδων ψαλτών. Δεν θα κρατήσουμε θριαμβευτικά «τα Βάια των Φοινίκων». Δεν θα σκύψουμε τον αυχένα όταν ο Νυμφίος θα «αναβαίνει εις Ιεροσόλυμα ίνα συσταυρωθώμεν».

Φέτος, δεν θα κουνήσουμε το κεφάλι ακούγοντας τα «Ουαί» της Μεγάλης Δευτέρας. Φέτος, η Μεγάλη Τρίτη θα στερέψει από «τας πηγάς των δακρύων» της Κασσιανής μοναχής.

Φέτος, τα κεριά του Ευχελαίου δεν θα ανάψουν και οι «ωραίοι πόδες» των μαθητών θα μείνουν άνιφτοι τη Μεγάλη Τετάρτη.

Φέτος, δεν θα νιώσουμε το ρίγος της συγκίνησης όταν «ο των Αγγέλων Βασιλεύς» θα παρακαλεί τον Ουράνιο Πατέρα: «ει δυνατόν εστι παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο».

Φέτος, θα γευθούμε μέχρι τελευταίας σταγόνας την πικρή απουσία του θριάμβου της ελληνικής γλώσσας κατά τους «Μακαρισμούς» και την ανατριχιαστικά ρεαλιστική περιγραφή του Πάθους κατά τους «Αίνους» της Μεγάλης Πέμπτης. Φέτος, δεν θα νιώσουμε την ταπείνωση κατά τις Μεγάλες και Βασιλικές Ώρες μην ακούοντας το «…ημάρτομεν γαρ και ηνομήσαμεν και ουκ εσμεν άξιοι άραι τα όμματα ημών και βλέψαι εις το ύψος του ουρανού διότι κατελίπομεν την οδόν της δικαιοσύνης σου και επορεύθημεν εν τοις θελήμασι των καρδιών ημών…», και δεν θα αναρωτηθούμε «ποίες χερσί» να προσψαύσουμε το ακήρατο Σώμα του Σωτήρος.

Φέτος, θα μείνουμε μακριά από τον θρήνο επί του γλυκού Έαρος και δεν θα «παρηγορήσουμε» τη χαροκαμένη Μάνα όταν η καρδιά της θα διαπερνάται από τη «ρομφαία της θλίψης», την εσπέρα της Μεγάλης Παρασκευής.

Φέτος, δεν θα ακούσουμε τον Άδη να βοά «στένων» για την κατάλυση της εξουσίας του την αυγή του Μεγάλου Σαββάτου ούτε θα γευθούμε τη γλυκύτητα του Σώματος και του Αίματος Εκείνου κατά τη Θεία Κοινωνία.

Φέτος, δεν θα δονηθεί η καρδιά μας όταν ο «τοις ιματίοις εξαστράπτων Άγγελος» θα κάθεται επί του λίθου αναφωνώντας «τι ζητείτε τον Ζώντα μετά των νεκρών, τι θρηνείτε τον άφθαρτον ως εν φθορά;».

Φέτος τα άμφια των διακόνων, των ιερέων και των αρχιερέων θα μείνουν διπλωμένα και δεν θα υπάρξει η ορατή μετάβαση από το μωβ του πένθους, στο χρυσό και λευκό της χαράς.

Φέτος, δεν θα περιπτύξουμε αλλήλους συγχωρώντας «πάντα τη Αναστάσει» ούτε θα αναπαυθούμε εμείς της ενδεκάτης ώρας «ως οι εργασάμενοι από της πρώτης» και θα μείνει χωρίς απάντηση η πρόσκληση «η τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ο μόσχος πολύς, μηδείς εξέλθη πεινών». Τουλάχιστον ως προς την ορατή συμμετοχή μας…

Φέτος, συμβαίνει κάτι συγκλονιστικά πρωτόγνωρο και μοναδικό. Σε αυτή την ανεξήγητη μοναδικότητα όλοι βρισκόμαστε ενεοί εμπρός στη ΜΗ συμμετοχική εορτή. Όλοι εκτός νυμφώνος. Εκ του μακρόθεν. Εμείς οι άθεοι, εμείς οι χλιαροί προς τη θρησκεία, εμείς οι φιλακόλουθοι χριστιανοί. Όλοι ίσοι. Όλοι ίδιοι.

Εμείς θα σκεφτούμε: «έτσι επέτρεψε ο Θεός των Πατέρων ημών». Εμείς πάλι θα πούμε: «τι κρίμα, ούτε εκδρομές αυτό το Πάσχα ούτε χαρά για τη γιορτή της άνοιξης». Εμείς οι Ορθόδοξοι. Εμείς οι Καθολικοί. Εμείς οι Διαμαρτυρόμενοι Χριστιανοί. Ακόμα και οι Εβραίοι.

Ακόμα και οι Μουσουλμάνοι. Όλοι εμείς θα γευτούμε την ίδια κενότητα. Ο Θεός των Αβρααμιαίων Θρησκειών «επέτρεψε;» να κλείσουν τα Ιερά και τα Όσιά τους παντού στην οικουμένη. Από τη Μέκκα μέχρι το Ισραήλ.

Από τον Άγιο Πέτρο στη Ρώμη και τον Άγιο Παύλο στο Λονδίνο, μέχρι τον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι. Και από το Ναό της Γεννήσεως, από όπου ξεκίνησαν όλα, μέχρι εκείνον της Αναστάσεως, όπου κατέληξαν όλα.

Φέτος, όλοι θα σκεφθούμε. Φέτος, όλοι θα αναρωτηθούμε. Για το οικουμενικό extra omnes -έξω όλοι- από τα ιερά και τα όσια όπου Γης, που βιώνουμε αυτή την πιο ιερή περίοδο του χρόνου.

Στο τέλος, είναι σίγουρο, όλοι θα βρούμε την απάντηση.

Έκαστος κατά την καρδίαν αυτού. Έκαστος κατά το περίσσευμα της αγάπης του. Και θα απολαύσουμε αυτό το όντως ανεπανάληπτα μοναδικό Πάσχα.

Φέτος, το πιο ωραίο Πάσχα…

*Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων

Ο κ. Γεώργιος-Σπυρίδων Μάμαλος είναι Σύμβουλος Επικοινωνίας Α, στέλεχος της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διπλωματίας και Θρησκευτικών Υποθέσεων του υπουργείου Εξωτερικών

25η Μαρτίου…(επιλογές από Μπαμπη)

25 Μαρτίου, 2020
  1. 03A1A508-E728-47BB-B1C4-FC4BF5FB6635Όταν οι στρατιώτες του Καραϊσκάκη έπιασαν ένα συνάδελφό τους που είχε λιποτακτήσει κατά την ώρα της μάχης κι ετοιμάζονταν να τον σκοτώσουν, ο μεγάλος στρατηγός του ‘21 τους σταμάτησε και τους είπε:
    – Σταθείτε μια στιγμή. Σας αφήνω να τον κάνετε ό,τι θέλετε. Αλλά σας λέω τούτο μονάχα: Αν τον σκοτώσετε, θα πράξετε δίκαια. Αν τον συγχωρήσετε, θα πράξετε άγια.
    Και οι στρατιώτες «έπραξαν άγια» και τον απελευθέρωσανΟ Κολοκοτρώνης έκανε μια μέρα δριμύτατες παρατηρήσεις σ’ ένα από τους άνδρες της φρουράς. Εκείνος, οξύθυμος καθώς ήταν, κατέβασε από τον ώμο το καρυοφύλλι του, σκόπευσε τον Κολοκοτρώνη στο κεφάλι και τράβηξε τη σκανδάλη. Αλλά το όπλο έπαθε εμπλοκή.
    Ατάραχος, τότε, ο Γέρος του Μοριά του είπε:
    – Σε τιμωρώ με δέκα ημέρες περιορισμό στη σκηνή σου, γιατί δεν συντηρούσες καλά το όπλο σου

    Οι στίχοι του Διον. Σολωμού στον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν» που αναφέρονται στον μαρτυρικό θάνατο του Οικουμενικού Πατριάρχου και Αγίου Γρηγορίου Ε’, στις 10 Απριλίου 1821, ανήμερα το Πάσχα.

    132. Πνίγοντ’ όλοι οι πολεμάρχοι
    Και δεν μνέσκει ένα κορμί
    Χάρου, σκιά του Πατριάρχη,
    Που σ’ επέταξαν εκεί.

    133. Εκρυφόσμιγαν οι φίλοι
    Με τς εχθρούς τους τη Λαμπρή,
    Και τους έτρεμαν τα χείλη
    Δίνοντάς τα εις το φιλί.

    134. Κειές τες δάφνες που εσκορπίστε
    Τώρα πλέον δεν τες πατεί,
    Και το χέρι οπού εφιλήστε
    Πλέον, α! Πλέον δεν ευλογεί.

    135. Όλοι κλαύστε. Αποθαμένος
    Ο αρχηγός της Εκκλησιάς
    Κλαύστε, κλαύστε κρεμασμένος
    Ωσάν νά ‘τανε φονιάς.

    136. Έχει ολάνοικτο το στόμα
    Π’ ώρες πρώτα είχε γευθή
    Τ’ Άγιον Αίμα, τ’ Άγιον Σώμα
    Λες πως θε να ξαναβγή.

    137. Η κατάρα που είχε αφήσει
    Λίγο πριν να αδικηθή
    Εις οποίον δεν πολεμήση
    Και ημπορεί να πολεμή.

    138. Την ακούω, βροντάει, δεν παύει
    Εις το πέλαγο, εις τη γη,
    Και μουγκρίζοντας ανάβει
    Την αιώνιαν αστραπή.

    ….Το κλίμα για τον Γρηγόριο βάρυνε περισσότερο, όταν έφθασαν οι πρώτες πληροφορίες για την κήρυξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο. Οι Οθωμανικές αρχές αποφάσισαν την εξόντωσή του, με την ελπίδα ότι αυτή θα επιδρούσε αρνητικά στο ηθικό των εξεγερμένων Ρωμιών και θα ανέκοπτε την επαναστατική ορμή τους.

  2. Έτσι, στις 10 το πρωί της 10ης Απριλίου του 1821, ανήμερα της εορτής του Πάσχα, ο μέγας διερμηνέας της Υψηλής Πύλης, Σταυράκης Αριστάρχης, μετέβη στο Πατριαρχείο και ανέγνωσε ενώπιον μελών της Ιεράς Συνόδου το σουλτανικό φιρμάνι, με το οποίο ο Γρηγόριος επαύετο από το αξίωμά του «ως  ανάξιος γενόμενος του πατριαρχικού θρόνου, αγνώμων προς την Υψηλήν Πύλην και άπιστος».Αμέσως μετά, ο Γρηγόριος συνελήφθη και οδηγήθηκε στις φυλακές του Μποσταντζίμπαση, όπου υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια. Γύρω στις 3 μ.μ. της ίδιας ημέρας, ο Γρηγόριος επέστρεψε φρουρούμενος στο Φανάρι, ενώ κατά τη διαδρομή ομάδες του μουσουλμανικού και εβραϊκού υποκόσμου της Πόλης τον χλεύαζαν και τον προπηλάκιζαν.
  3. Στη μεσημβρινή πύλη του Πατριαρχείου είχε στηθεί η αγχόνη. Ο δήμιος, αφού του αφαίρεσε το εγκόλπιο, το ράσο, το κομπολόι και ό,τι πολύτιμο βρήκε πάνω του, τοποθέτησε τον βρόχο στον λαιμό του. Λίγες στιγμές αργότερα, το σώμα του Γρηγορίου αιωρείτο στο κενό. Ο Πατριάρχης είχε παραδώσει το πνεύμα, σε ηλικία 76 ετών.Τότε, οι παριστάμενοι Μουσουλμάνοι και Εβραίοι άρχισαν να λιθοβολούν το αιωρούμενο λείψανο, μπροστά από το οποίο πέρασαν όχι μόνο ο μέγας βεζίρης, αλλά και ο ίδιος ο Σουλτάνος, ο οποίος διέταξε να παραμείνει στη θέση αυτή για τρεις ημέρες και να φέρει πάνω του το φιρμάνι της καταδίκης.

    Στις 13 Απριλίου κάποιοι Εβραίοι αγόρασαν το λείψανο αντί 800 γροσίων και αφού το έσυραν από τους κεντρικούς δρόμους της Κωνσταντινούπολης το έριξαν στη θάλασσα, αφού το έδεσαν με ένα μεγάλο λιθάρι, για να βουλιάξει. Όμως, το σχοινί κόπηκε και το λείψανο επέπλεε για τρεις μέρες στον Κεράτιο κόλπο, ώσπου έγινε αντιληπτό από τον Κεφαλλονίτη καπετάνιο του ρωσικού πλοίου «Άγιος Νικόλαος» Μαρίνο Σκλάβο, ο οποίος το ανέσυρε από τη θάλασσα και το μετέφερε στην Οδησσό, όπου εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα και τάφηκε με μεγάλες τιμές στις 16 Ιουνίου του 1821.

    Στις 25 Απριλίου του 1871, το λείψανο του Γρηγορίου Ε μεταφέρθηκε στην Αθήνα και εναποτέθηκε στη Μητρόπολη. Στις 8 Απριλίου του 1921, ο Γρηγόριος Ε ανακηρύχθηκε Άγιος και η μνήμη του εορτάζεται κάθε χρόνο στις 10 Απριλίου.

    Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/812

    Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος

    Η επαναστατική προκήρυξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη [απόσπασμα]

    «….Ημείς, φαινόμενοι άξιοι της προπατορικής αρετής και του παρόντος αιώνος, είμεθα Εύελπεις, να επιτύχωμεν την υπεράσπισιν αυτών και βοήθειαν· πολλοί εκ τούτων φιλελεύθεροι θέλουσιν έλθη, διά να συναγωνισθώσι με ημάς. Κινηθήτε, ω φίλοι, και θέλετε ιδή μίαν Κραταιάν δύναμιν να υπερασπισθή τα δίκαιά μας! Θέλετε ιδή και εξ αυτών των εχθρών μας πολλούς, οίτινες, παρακινούμενοι από την δικαίαν μας αιτίαν, να στρέψωσι τα Νώτα προς τον εχθρόν και να ενωθώσι με ημάς· ας παρρησιασθώσι με ειλικρινές φρόνημα, η Πατρίς θέλει τους εγκολπωθή! Ποίος λοιπόν εμποδίζει τους ανδρικούς σας Βραχίονας; ο άνανδρος εχθρός μας είναι ασθενής και αδύνατος.

  4. Οι στρατηγοί μας έμπειροι και όλοι οι ομογενείς γέμουσιν ενθουσιασμού! ενωθήτε λοιπόν, ω ανδρείοι και μεγαλόψυχοι Έλληνες! ας σχηματισθώσι φάλαγκες εθνικαί, ας εμφανισθώσι Πατριωτικαί λεγεώνες, και θέλετε ιδή τους παλαιούς εκείνους Κολοσσούς του δεσποτισμού να πέσωσιν εξ ιδίων, απέναντι των θριαμβευτικών μας Σημαίων! Εις την φωνήν της Σάλπιγκός μας όλα τα παράλια του Ιωνίου και Αιγέου πελάγους θέλουσιν αντηχήση· τα Ελληνικά πλοία, τα οποία εν καιρώ ειρήνης ήξεραν να εμπορεύωνται, και να πολεμώσι, θέλουσι σπείρη εις όλους τους λιμένας του τυράννου με το πυρ και την μάχαιραν, την φρίκην και τον θάνατον…
    Ποία ελληνική ψυχή θέλει αδιαφορήση εις την πρόσκλησιν της Πατρίδος; Εις την Ρώμην ένας του Καίσαρος φίλος σείων την αιματομένην χλαμύδα του τυράννου εγείρει τον λαόν. Tι θέλετε κάμη Σεις ω Έλληνες, προς τους οποίους η Πατρίς γυμνή δεικνύει μεν τας πληγάς της και με διακεκομμένην φωνήν επικαλείται την βοήθειαν των τέκνων της;
  5. Η θεία πρόνοια, ω φίλοι Συμπατριώται, ευσπλαγχνισθείσα πλέον τας δυστυχίας μας ηυδόκησεν ούτω τα πράγματα, ώστε με μικρόν κόπον θέλομεν απολαύση με την ελευθερίαν πάσαν ευδαιμονίαν. Αν λοιπόν από αξιόμεμπον αβελτηρίαν αδιαφορήσωμεν, ο τύραννος γενόμενος αγριώτερος θέλει πολλαπλασιάση τα δεινά μας, και θέλομεν καταντήση διά παντός το δυστυχέστερον πάντων των εθνών.
    Στρέψατε τους οφθαλμούς σας, ω Συμπατριώται, και ίδετε την ελεεινήν μας κατάστασιν! ίδετε εδώ τους Ναούς καταπατημένους! εκεί τα τέκνα μας αρπαζόμενα διά χρήσιν αναιδεστάτην της αναιδούς φιληδονίας των βαρβάρων τυράννων μας! τους οίκους μας γεγυμνωμένους, τον αγρούς μας λεηλατισμένους και ημάς αυτούς ελεεινά ανδράποδα!
    Είναι καιρός να αποτινάξωμεν τον αφόρητον τούτον Ζυγόν, να ελευθερώσωμεν την Πατρίδα, να κρημνίσωμεν από τα νέφη την ημισέληνον να υψώσωμεν το σημείον, δι’ ου πάντοτε νικώμεν! λέγω τον Σταυρόν, και ούτω να εκδικήσωμεν την Πατρίδα, και την Ορθόδοξον ημών Πίστιν από την ασεβή των ασεβών Καταφρόνησιν…»Αλέξανδρος Υψηλάντης
    Την 24ην Φεβρεαρίου 1821 Εις το γενικόν στρατόπεδον του Ιασίου

Επίκαιρο…Της Όλια Λαζαριδου (από Μπαμπη)

16 Μαρτίου, 2020

Της Όλιας Λαζαρίδου

Ο κινδυνος, εχει κανει αυτο τον καιρο καποιους -αναμεσα τους και καποιους που πραγματικα εκτιμω -να εκφραστουν σκληρα, για πραγματα που αγαπω.
Με πονεσε, κι αυτη η πονεμενη αγαπη με οδηγησε να γραψω αυτο. Ισως κοντρα στο γενικο κλιμα, αλλα ελπιζω ειλικρινές.

Μεσα στο βάθος της καρδιας μου υπάρχει ένα εκκλησάκι.Φτιαγμενο από πολλά δάκρυα που ποτισαν τους ασβεστωμένους του τοίχους. Εκει μεσα έχω κλείσει ό,τι για μένα είναι ιερο.
Για μένα ο Θεός δεν είναι κάτι αόριστο.Ειναι μια πηγη που αναβλύζει καλωσυνη. Μια πηγη που είχα από μικρή αντιληφθεί την παρουσία της και είχα καταλάβει πως ο αγώνας της ζωης μου θα ήταν ακριβώς αυτός. Να παλέψω, ώστε αυτή η πηγη να μη στερέψει ποτε. Μια πηγη που κοινωνώντας δεν την εψαχνα πια εξω και γυρω, αλλα μεσα μου.
Υπηρχαν στιγμές στη ζωη μου που το σώμα μου το ένιωσα σαν κάτι ξένο, κατι ανοίκειο, ακομα και μερικές φορές σαν κάτι μισητό. Αλλες φορές πάλι κάτι αφόρητα κοντινο και φορτικό… που με ξεκούφαινε φωνάζοντας μου εγώ εγώ εγώ/………. ακομα και τότε όμως, τοτε που η πηγη αυτή δεν με δρόσιζε αλλα μονο με τσουρούφλιζε, ακομα και τότε ποτε δεν ξέχασα πως υπάρχει ελεος. Βαλσαμο, ακομα και για την πιο βαθεια πληγή.
Διψω για ανασταση. Δεν ξερω πως αλλιως να περιγραψω αυτη τη διψα που δεν την αναχαιτιζει ο φοβος, ουτε οι περιστασεις, αντιθετα αυτη η εγρηγορση, αυτη η αναγκη για φως ειναι που δινει νοημα στην ιδια τη ζωη μου. Και μονο κατω απο το δικο της πρισμα μπορω να κατανοησω και τον οποιο συνδεσμο μου με τους αλλους.
Η καρδια μου εχει τοπο. Εχει σπιτι. Εκει μεσα ειναι που δοξολογει, που ευγνωμονει. Που λυωνει απο αγαπη σαν κερακι σε μανουαλι.
Ακομα κι αν μια μερα κλεισουν ολες οι εκκλησιες, κλεισουν για παντα, ακομα κι αν ολα σκοτεινιασουν, αυτο το εκκλησακι μεσα μου θα ειναι παντα φωτισμενο. Θα εχει παντα τις πορτες του ορθανοιχτες.
Πηγή: Facebook

Ἁγιοκατὰταξις τοῦ γὲροντος Ἰακὼβου Τσαλὶκη (1920-1991)

28 Νοεμβρίου, 2017

Αποτέλεσμα εικόνας για π.ιακωβος τσαλικης

Η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που συνεδριάζει στο Φανάρι υπό την προεδρία του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου, αποφάσισε πριν από λίγο – σήμερα Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2017 – την αγιοκατάταξη του Γέροντος Ιακώβου Τσαλίκη της Μονής Οσίου Δαυΐδ στην Εύβοια (1920-1991).

Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου*
Ο άγιος Ιάκωβος εγεννήθη το 1920 στα ματωμένα χώματα της Μικράς Ασίας, εις το Λιβίσι της Μάκρης, απέναντι από τη γειτονική μας νήσο Ρόδο.

Ένεκεν αυτής της γειτονίας ένιωθε πάντοτε μια ιδιαίτερη αγάπη για την Κύπρο. Η μάνα του Θεοδώρα, όταν ήθελε να παρακαλέσει την Παναγία, εγύριζε κατά τα βουνά του Κύκκου και φώναζε: «Παναγία του Κύκκου μου. Φύλαγε τα παιδιά του κόσμου και τα δικά μου». Αυτή τη σχέση της μάνας του με την Παναγία του Κύκκου, με την Κύπρο, θα την κληρονομήσει ο γέροντας μαζί με όλη τη μικρασιατική παράδοση και θα τη μεταφέρει πρόσφυγας το 1922 στη βόρεια Εύβοια.

Όταν τα καράβια της προσφυγιάς έφτασαν το 1922 στον Πειραιά, με τους πονεμένους πρόσφυγες να παρηγορούνται με τη σκέψη ότι θα τους αγκάλιαζε η μητέρα Ελλάδα, τότε άκουσαν τους ανθρώπους του λιμανιού να βρίζουν τον Χριστό και την Παναγία:

«Για τους δικούς μας ανθρώπους», έλεγε ο γέροντας, «ήταν πρωτάκουστα ακούσματα και όλοι φωνάξαμε, παρά να βρίζουν τον Χριστό και την Παναγία μας, καλύτερα πίσω στους Τούρκους». Οι κυνηγημένοι πρόσφυγες ήταν φορείς μιας άλλης παράδοσης, αυστηρής, καλογερικής.

Και ο γέροντας ένιωθε πάντοτε ότι ήταν απόγονος αγίων ανδρών, αφού άκουε από τη μάνα του ότι καταγόταν από εφτά γενεές ιερέων. Ένας από αυτούς ήτο ασκητής στα Ιεροσόλυμα, την ίδια δε τη μάνα του Θεοδώρα τη χαρακτήριζε ως ασκήτρια.

Είχε τόση αρετή η ευλογημένη αυτή γυναίκα, που προείδε τον θάνατό της πολλές μέρες πριν και τον ανακοίνωσε στα παιδιά της, για να τα προετοιμάσει.

Την προσφυγική οικογένεια του Τσαλίκη τη δέχτηκαν τα φιλόξενα χώματα της βορείου Ευβοίας, συγκεκριμένα το χωριό Φαράκλα. Εκεί έμαθε τα πρώτα γράμματα στο δημοτικό σχολείο του χωριού, τα οποία ήσαν και τα τελευταία. Δεν συνέχισε ο γέροντας στο γυμνάσιο. Ο πατέρας του ένεκεν της φτώχειας, που είχαν τότε, τον έβγαλε από το σχολείο και τον έπαιρνε μαζί του στα κτίσματα, για να τον βοηθά.

Ο γέροντας Ιάκωβος και η Αγία Παρασκευή

Τα βράδια, όταν όλοι κοιμόντουσαν στο σπίτι, έβγαινε κρυφά και πήγαινε σε ένα ξωκλήσι του χωριού, για να προσευχηθεί, στην Αγία Παρασκευή. Εκεί έκανε πολλές μετάνοιες, όπως τον συνήθισε η μάνα του Θεοδώρα, και προσευχόταν για ώρες πολλές. Μετά γύριζε στο σπίτι, χωρίς να καταλαβαίνει κανείς τίποτα.

Ένα βράδυ εκεί στο ξωκλήσι, που γονατιστός ο μικρός Ιάκωβος προσευχόταν, είδε μια σκιά μέσα στο ιερό. Αυτός φοβήθηκε και το πρωί το είπε στη μάνα του. Η διακριτική κυρία Δωρούλα του λέει: «Μη φοβάσαι, Ιακωβάκο μου, το ράσο του παπά θα είναι και το φεγγάρι του κάνει σκιά». Έτσι διασκέδασε το λογισμό του Ιακωβάκου της.

Το βράδυ πήγε πάλι ο μικρός μας γέροντας στο ξωκλήσι για τον κανόνα του. Όταν τέλειωσε και εξερχόταν από το ταπεινό ξωκλήσι, είδε κάτω από ένα μεγάλο δένδρο μια ψηλή μαυροφορεμένη γυναίκα να του κάνει νόημα να την πλησιάσει.

Πήγε κοντά της και τον ρωτά: «Τι θέλεις, Ιάκωβέ μου, να σου χαρίσω για τις τόσες προσευχές, που κάνεις στο σπίτι μου;».

«Ποια είσαι εσύ, καλή μου κυρία;»

«Εγώ είμαι η Αγία Παρασκευή και ό,τι μου ζητήσεις θα στο δώσω».

«Εγώ είμαι μικρός και δεν ξέρω τι θέλω, θα ρωτήσω όμως τη μάνα μου και ό,τι μου πει θα στο ζητήσω».

Το πρωί λέει στην ευλογημένη μάνα: «Μάνα, ψες έξω από το ξωκλήσι είδα την Αγία Παρασκευή και μου είπε, ό,τι της ζητήσω θα μου το δώσει. Τι να της ζητήσω, μάνα;». Άνοιξε τότε η μάνα τα δυο της χέρια διάπλατα, σαν να ‘θελε να χωρέσουν όλον τον ουρανό, και έκραξε φωνή μεγάλη:

«Την τύχη μου, Αγία Παρασκευή, να μου δώσεις, την τύχη μου».

Την επομένη ο μικρός Ιάκωβος επανέλαβε, σαν γνήσιος υποτακτικός, τα λόγια της γερόντισσάς του στην αγία. Η Αγία Παρασκευή στην απλοϊκή απάντηση της μάνας Θεοδώρας απάντησε προφητικά: «Θα σου δώσω εγώ τύχη, να τη ζηλέψουν πολλοί».

Έλεγε αργότερα σ’ εμάς ο γέροντας: «Και μήπως ψέματα μου είπε, παιδάκι μου, η Αγία Παρασκευή; Μικρή τύχη του έδωκε; Με έκαμε ιερέα των μυστηρίων του Θεού!». Και θυμόταν και μας διηγιόταν με το ιδιαίτερο γεροντικό του χιούμορ. «Όταν λειτουργούσε ο παπάς του χωριού, την ώρα, που οι ψάλτες έψαλλαν, «Οι τα Χερουβείμ μυστικώς εικονίζοντες…» εγώ άκουα φτερουγίσματα γύρω από την Αγία Τράπεζα. Ο παπάς ενόμιζα ότι δεν έχει σώμα. Είναι άγγελος. Έλεγα έχει δυο κόκαλα στους ώμους, σαν κρεμάστρα, και κρέμονται τα ράσα απ’ εκεί».

Έτσι έβλεπαν την ιεροσύνη τα παιδικά μάτια της ψυχής του, και έτσι στ’ αλήθεια τα θεία πράγματα είναι. έβλεπε τον παπά, σαν επίγειο άγγελο, που λειτουργεί με τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ. Από μικρός απόκτησε χερουβικούς οφθαλμούς, να θεωρεί τα επουράνια μυστήρια.

Όταν μια μέρα ο παπάς του χωριού τον πήρε μαζί του στα μελίσσια, που είχε στο δάσος, κάπου πιάστηκαν τα ράσα του παπά και φάνηκε το παντελόνι από κάτω από το αντερί. Τότε για πρώτη φορά άρχισε να υποψιάζεται ότι και ο παπάς είναι άνθρωπος, «σάρκα φορών και τον κόσμο οικών».

Στο χωριό γιατρός τα χρόνια εκείνα δεν υπήρχε. Υπήρχε όμως ο πατήρ Ιάκωβος. Από τον καιρό, που ήτο δεκαπενταετής, όλοι οι κάτοικοι του χωριού έβλεπαν ότι ο Ιάκωβος του Τσαλίκη ήταν άνθρωπος του Θεού, σκεύος εκλογής, γι’ αυτό και τον φώναζαν, πάτερ Ιάκωβε. Όποιος αρρώσταινε καλούσαν τον πατέρα Ιάκωβο, του διάβαζε μια ευχή και γινόταν καλά. Πολλές γυναίκες, που είχαν δυσκολίες στη γέννα, καλούσαν τον πατέρα Ιάκωβο να κάνει προσευχή, και αυτές αμέσως απελευθερώνονταν.

Έτσι μια μέρα ο παπάς του χωριού κάλεσε τον πατέρα Ιάκωβο, που ήτο τότε δώδεκα ή δεκατριών ετών, να διαβάσει την ετοιμόγεννη παπαδιά. «Επήρα και εγώ μια παλαιά εκκλησιαστική φυλλάδα προσευχών, που είχα, και με μεγάλη ντροπή γονάτισα σε μια γωνιά και έκανα την προσευχή για την παπαδιά». Μόλις βγήκε από την πόρτα, γέννησε το Βαγγελάκη.

Η μάνα του Γέροντα, Θεοδώρα

Η μητέρα του Θεοδώρα «διετήρει πάντα τα ρήματα ταύτα εν τη καρδία αυτής», και βλέποντας αυτά τα σημεία στον Ιάκωβό της, αντελήφθη ότι το παιδί αυτό έχει ιερά αποστολή να επιτελέσει. Η μάνα του γέροντα δεν ήτο μια οποιαδήποτε συνηθισμένη γυναίκα του λαού. Ο ίδιος ο γέροντας την αποκαλούσε ασκήτρια.

Περνούσε τη ζωή της με υπομονή στις θλίψεις, συνεχή νηστεία, αδιάλειπτη προσευχή, χαμαικοιτία. Μικρασιάτισσα. Γυναίκα της Ανατολής. Για τον π. Ιάκωβο ήτο η γερόντισσά του, κι υποτασσόταν σ’ αυτή μέχρι την κοίμησή της. Μια μέρα βροχερή της είπε: «Μάνα πάλι βρέχει!». Και η αυστηρή γερόντισσα του απάντησε επιτιμητικά: «Παιδί μου, Θεός είναι, ό,τι θέλει κάνει».

Η μάνα Θεοδώρα προείδε το θάνατό της πολλές μέρες πριν και προετοίμασε τα παιδιά της, για να μη λυπηθούν υπερβαλλόντως. Παρ’ όλα αυτά ο ευαίσθητος π. Ιάκωβος κόντεψε να ξεψυχήσει και αυτός πάνω στον τάφο της αγίας μητέρας του. Ένεκεν αυτής του της στάσεως στον θάνατο της μάνας του πάντα μας τόνιζε να είμεθα εγκρατείς στις θλίψεις και ότι η υπερβολική στενοχωρία ή λύπη είναι αμαρτία.

Το 1952, αφού υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία, ο γέροντας ήλθε στο μοναστήρι του Οσίου Δαβίδ, όπου έμεινε επί τριάντα εννέα έτη, δηλαδή μέχρι της κοιμήσεώς του.

Είχε ήδη περάσει το τριακοστό έτος της ηλικίας ο γέροντας, όταν έφτασε στο μοναστήρι του Οσίου Δαβίδ. Εδώ έμελλε να επιτελέσει την ιερά αποστολή του κατά τα προφητικά λόγια της μάνας Θεοδώρας.

Στην είσοδο της μονής τον περίμενε ο ίδιος ο Όσιος Δαβίδ. Όπως η Αγία Παρασκευή υποσχέθηκε στο μικρό Ιακωβάκο μία ουράνια τύχη, έτσι και τώρα ο μέγας Γέροντας Δαβίδ υποδεχόταν τον αρτιγέννητο γέρο Ιάκωβο με την υπόσχεση: «Αν φυλάξεις ακτημοσύνη, παρθενία και υπακοή, παραμένοντας άχρι τέλους στη μονή, θα σε προσκυνήσουν αρχιερείς, οι πατριάρχες θα σε ευλαβούνται, πλούτος πολύς θα περάσει από μπροστά σου, αλλά δεν θα τον αγγίξεις».

Αυτή η πρώτη συνομιλία με τον Όσιο Δαβίδ έμοιαζε με ακολουθία κουράς, όπου ο γέροντας εισάγει τον υποτακτικό στο μυστικό κήπο της βασιλείας του Θεού. Ο Όσιος Δαβίδ θα είναι πλέον ο γέροντας του πατρός Ιακώβου, όπως άλλοτε η μάνα του Θεοδώρα. Εξάλλου έτσι ήταν και είναι γνωστός ο όσιος σ’ όλη την Εύβοια: Ο Γέροντας. Και το μοναστήρι του η μονή του Οσίου Δαβίδ του Γέροντος.

Η μονή είναι κτισμένη τον 16ο αιώνα, ένα αιώνα καρποφόρο για την Εκκλησία, παρόλα τα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ο αιώνας αυτός προσέφερε πολλούς αγίους – Άγιο Γεράσιμο, τον Διονύσιο εν Ολύμπω, τον Τιμόθεο Πεντέλης, την Φιλοθέη Αθηναία, τον Όσιο Δαβίδ – και άλλους, οι οποίοι έκτισαν μοναστήρια, απ’ όπου αντλούσε ο λαός του Θεού πίστη και ελπίδα.

Ο γέροντας Ιάκωβος στο μοναστήρι του Οσίου Δαβίδ

Το 1952, έτος, που ο π. Ιάκωβος εισήλθε στη Μονή του Γέροντος Δαβίδ, το μοναστήρι ήτο ένα ετοιμόρροπο κτίριο, που επιζητούσε τον ανακαινιστή του. Έμεναν τότε στη μονή δύο τρεις αμόναχοι μοναχοί, ιδιορρυθμίτες, που δεν είδαν με καλό μάτι τον νέο μικρασιάτη καλόγερο.

Του έδωσαν ένα ανώγειο κελί με τρύπιο πάτωμα, όπου στο ισόγειό του έβαζαν τα γίδια της μονής. Σ’ αυτό το περιβάλλον έζησε την αρχή της καλογερικής του ζωής, μόνος με το Μόνο Θεό, προσευχόμενος νυχθημερόν, ως επίγειος άγγελος, προσφέροντας τη λογική λατρεία με τα άλογα ζώα του ισογείου.

Τις καθημερινές ακολουθίες στο καθολικό της μονής τις κάνει με τον ευλαβή και απλοϊκό μοναχό π. Ευθύμιο.

Στα νότια της μονής και σε απόσταση είκοσι λεπτών οδοιπορικώς, πλάι σε χαράδρα, μέσα σε βράχο, βρίσκεται ένα μικρό σπήλαιο, γνωστό ως ασκητήριο του Οσίου Δαβίδ. Σ’ αυτό ο όσιος παρέμενε όλη τη βδομάδα, και το Σάββατο ανέβαινε στη μονή να λειτουργηθεί και να δώσει τις σοφές συμβουλές του. Αυτό το ασκητήριο στην τωρινή εποχή μας, όπου εψυχράνθη ο ζήλος των πολλών, δεχόταν τα βράδια ένα νεαρό επισκέπτη, ένα νέο ευχέτη, να δέεται υπέρ της σωτηρίας του σύμπαντος κόσμου. Ως γνήσιος υποτακτικός του γέροντος Οσίου Δαβίδ, ακολουθεί το παράδειγμά του, νηστεύων, αγρυπνών, προσευχόμενος «εν σπηλαίοις και όρεσι και ταις οπαίς της γης».

Ο γέροντας προσεύχεται στο ασκητήριο του Οσίου Δαβίδ

Όπως τότε ο μικρός Ιάκωβος πήγαινε κρυφά από τους δικούς του στο ταπεινό ξωκλήσι της Αγίας Παρασκευή, έτσι και τώρα μυστικά, όταν οι λίγοι της μονής κοιμόντουσαν, αυτός επήγαινε στο αγιασμένο ασκητήριο του Οσίου Δαβίδ για τη νυχτερινή του προσευχή.

Έλεγε ο γέροντας: «Τότε, παιδί μου, δεν υπήρχε δρόμος, ένα στενό μονοπάτι ήτο, και εμείς, μακριά από τον κόσμο, δεν είχαμε τον τρόπο μας να κινηθούμε τη νύχτα. Ούτε ένα φανάρι δεν είχαμε. Τόσο πόθο όμως είχαν να πηγαίνω τα βράδια στο ασκητήριο του αγίου μας, και ας είμαι εκ φύσεως δειλός, που τολμούσα να πάω. Καθ’ οδόν όμως, αφού δεν έβλεπα, έπεφτα μέσα σε αυλάκια και χαράδρες και έτσι ήτο αδύνατο να φτάσω. Τότε παρακάλεσα: «Θεέ μου, φώτισε μου το δρόμο να φτάσω στο ασκητήριο.

Και ο καλός Θεός άκουσε το αίτημά μου. Από τα πολλά άστρα του ουρανού μου έδωσε κι εμένα ένα. Αυτό πήγαινε μπροστά και μου ‘φεγγε το δρόμο. εγώ από πίσω του. Έτσι έφτανα στο ασκητήριο. Εκεί, «ελθών ο αστήρ, έστη επάνω του σπηλαίου», έκανα την προσευχή μου και μετά πάλιν μπροστά ο αστέρας μου φέγγει μέχρι την πόρτα της μονής. Οι πατέρες εκάθευδον και τίποτα δεν καταλάβαιναν από όλα αυτά».

Ένα βράδυ εκεί στο ασκητήριο οι δαίμονες στην προσπάθειά τους να εκφοβίσουν τον γέροντα, για να εμποδίσουν τις πυρφόρες αναβάσεις του στον ουρανό, μετασχηματίσθηκαν σε ένα σμήνος από σκορπιούς. Τον περικύκλωσαν από όλες τις πλευρές, ακόμη κι’ από την οροφή του σπηλαίου κρεμόντουσαν, σαν τσαμπιά από σταφύλι. Ο γέροντας, επικαλούμενος τις πρεσβείες του Οσίου Δαβίδ και την αψευδή εξουσία του Κυρίου «του περιπατείν επάνω όφεων και σκορπίων», διέλυσε τις μηχανές και φαντασίες του νοερού εχθρού.

Αυτά είναι μερικά περιστατικά, ενδεικτικά των ασκητικών αγώνων του γέροντα, που τον αναδεικνύουν συνεχιστή των παλαιών οσίων του γεροντικού και της ερήμου.

Τα χρόνια περνούσαν, οι παλαιοί πατέρες της μονής απήρχοντο εκ του κόσμου τούτου, και δύο νέοι μοναχοί έρχονται βοηθοί του γέροντος στην αναστήλωση της μονής, αναστήλωση πνευματική και κτιριακή. Το 1962 ήρθε στη μονή ο π. Κύριλλος και αργότερα μετά τον θάνατο της συζύγου του ο π. Σεραφείμ. Το 1975 ο γέροντας γίνεται ηγούμενος και πνευματικός. Η πνευματική πατρότης στο πρόσωπο του π. Ιακώβου δεν ήτο ψιλός τίτλος, αλλά χάρισμα του Αγίου Πνεύματος, που το γευόταν κάθε πονεμένη ψυχή, όταν τον πλησίαζε, και ξεδιψούσε τη δίψα της. Η μονή επί των ημερών του διπλασιάζεται κτιριακά με ξενώνες, τραπεζαρία για τους προσκυνητές, καμπαναριό κλπ., ενώ ταυτόχρονα ο ναός ευπρεπίστηκε έτσι, που να ξαναβρεί η μονή το αρχέγονο κάλλος της.

Το μοναστήρι του Οσίου Δαβίδ

Η φήμη της μονής για τα θαύματα του Οσίου Δαβίδ, τον αγιασμένο ηγούμενό της, και την αβραμιαία φιλοξενία των πατέρων της ξεπερνά τα όρια της Εύβοιας. Γίνεται πανελλήνιο προσκύνημα, πανορθόδοξη αναφορά του αιώνα μας. Από όλα τα μέρη της Ελλάδας φτάνουν προσκυνητές, για να αποθέσουν στο πετραχήλι του γέροντα τον πόνο και τις αμαρτίες τους. Πολλές φορές έκπληκτοι ακούαμε από τον διορατικό γέροντα την αμαρτία ή το πρόβλημά μας, πριν ακόμα το εκφράσουμε.

Ο προσεκτικός προσκυνητής θα έπρεπε να αντιληφθεί ότι οι διάφορες διηγήσεις του γέροντα – ιστορίες της μάνας του από τη Μικρά Ασία και της κατοπινής μοναχικής του ζωής – τον αφορούσαν προσωπικά. Ο γέροντας, ως γνήσιος ανατολίτης, που ήτο, μιλούσε και φώτιζε τις πικραμένες ψυχές με ιστορίες και παραβολές, για να ακούγονται γλυκύτερα οι ιαματικές του συμβουλές. Στην τράπεζα, στην κουζίνα, στη μεγάλη αυλή της μονής, παντού και πάντοτε είχε κάτι να διηγηθεί από τη ζωή του. Και αυτό το κάτι συχνά αφορούσε τη δική μας ζωή. Όλα αυτά τα διηγιόταν με ιδιαίτερη χάρη -αφού τον χαρίτωνε το Άγιο Πνεύμα- παραστατικότητα, με τις ανάλογες κινήσεις και φωνές, που απαιτούσε η κάθε διήγηση. Είχε μιμητική ικανότητα, που τον καθιστούσε χάρμα ακοής και οφθαλμών.

Ο φιλακόλουθος γέροντας Ιάκωβος

Αυτός ήτο ο γέρο-Ιάκωβος πριν την ακολουθία, απλούς και χαριέστατος. Μέσα στο ναό, στη λατρεία, γινόταν άλλος άνθρωπος. Επίγειος άγγελος «συλλειτουργών», όπως ο ίδιος, έλεγε, «με Χερουβίμ και Σεραφίμ». Χωρίς να είναι ιδιαίτερα ψηλός, έδινε την αίσθηση ενός μεγαλοπρεπούς άρχοντα, που με ύψος υψηλού κηρύγματος κατά την ανάγνωση του εξάψαλμου και ευαγγελίου αναγγέλλει την παρουσία του Κυρίου στην κάθε λειτουργία. Ήταν, όπως λέμε, μεγαλοπρεπής εν απλότητι.

Κατά τη διάρκεια των ακολουθιών του συνέβαιναν πολλά πνευματικά γεγονότα, τα οποία μετά μας διηγείτο. Όταν εμνημόνευε στην προσκομιδή, έβλεπε πολλές φορές τις ψυχές των παλαιών πατέρων της μονής να ζητούν τις προσευχές του. Πόση θλίψη είχε, όταν μας περιέγραψε αργότερα τη μετά θάνατο κατάσταση μερικών εξ αυτών.

Όταν εκάλυπταν τα Τίμια Δώρα ευλαβείς ιερείς την ώρα, που έθεταν τον αστερίσκο επάνω του αμνού, έβλεπε ένα φωτοειδή αστέρα επάνω από το κεφάλι του ιερουργούντος ιερέως. Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας την περισσότερη ώρα, όταν το επέτρεπε η στιγμή, ήτο γονυπετής.

Εντύπωση προκαλούσε η άμεση σχέση, που είχε με τον Όσιο Δαβίδ. Όταν κάποτε οι κάτοικοι του χωριού Λιβανάτες ήρθαν, για να πάρουν την κάρα του οσίου στο χωριό τους με σκοπό να βρέξει εκείνη την άνυδρη χρονιά, ο γέροντας πήγε μπροστά στην εικόνα του οσίου και του μίλησε, μάλλον τον διέταξε μετά παρρησίας: «Γέρο, ήρθαν οι χωριανοί σου να σε πάνε στους Λιβανάτες για την ανομβρία. Σε παρακαλώ τώρα, που θα πάμε, να μπουμπουνίσεις. Πρόσεξε, μη με προσβάλεις!». Και ο Όσιος Δαβίδ τον άκουσε αμέσως. Μετά την παράκληση άρχισαν δυνατές βροχές. Αυτή την άμεση σχέση, που είχε με τον Όσιο Δαβίδ, την περιέγραφε σαν ένα τηλέφωνο: «Εγώ, παιδί, τα λέγω στο αυτί του αγίου, και αυτός ανοίγει γραμμή με τον Χριστό μας!».

Ο Όσιος Δαβίδ εξεπλήρωσε τις υποσχέσεις, που έδωκε στον γέροντα, όταν πρωτοεισερχόταν στη μονή, στο ακέραιο. Πατριάρχες και αρχιερείς εξομολογήθηκαν κοντά του και ζητούσαν τις αποτελεσματικές ευχές του. Ο μακαριστός οικουμενικός πατριάρχης Δημήτριος του έστειλε επιστολές και ο νυν πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος τον επισκέφθη. Ο Αλεξανδρείας Νικόλαος επίσης. Οι ένδοξοι της γης μπροστά του εταπεινώθησαν, όπως ο πρώην πρωθυπουργός της Ελλάδας Ανδρέας Παπανδρέου, όταν συναντήθηκαν σε νοσοκομείο των Αθηνών.

Ο ταπεινός Ιακωβάκος, που δεν πήγε γυμνάσιο, για να βοηθά τον φτωχό πατέρα του στα κτίσματα, έγινε διαχειριστής πολλών εκατομμυρίων δραχμών. Κατά το προφητικό λόγιο του Οσίου Δαβίδ δεν τα άγγιξε τα χρήματα. Τα πήρε, για να τα σκορπίσει, ως άλλος Ιωάννης Ελεήμων, σε φτωχούς και άπορους. Αυτό όμως, που πλούσια έδωσε σ’ εμάς τους φτωχούς τότε φοιτητές, είναι η ζωντανή πίστη ότι -όπως τακτικά ο ίδιος ομολογούσε- «ζει Κύριος ο Θεός μου», ποιών στις δύσκολες μέρες μας στο πρόσωπο του αγιασμένου θεράποντα Του ένδοξά τε και εξαίσια.

Ήταν τέτοιας θέρμης η ζέση της πίστεώς του, που το Πάσχα πήγαινε στο κοιμητήριο της μονής και έλεγε: «Χριστός Ανέστη» στους κεκοιμημένους πατέρες, τα δε Χριστούγεννα η ευαίσθητη καρδία του συνέχιζε τον εορτασμό και την πανήγυρη της ημέρας μέσα στο γειτονικό δάσος. Εκεί όλως τυχαία και ξαφνικά ακούσαμε φωνή να ψάλλει: «Χριστός γεννάται δοξάσατε, Χριστός εξ ουρανών απαντήσατε… Άσατε τω Κυρίω πάσα η γη…». Ήταν η φωνή του γέροντα, που έψαλλε με τα χέρια αναπεπταμένα στον εορτάζοντα ουρανό ανάμεσα στα γέρικα πλατάνια, ενώ σμήνος πουλιών συνεόρταζε τριγύρω του.

Αυτές τις καταβασίες έψαλλε την ημέρα των Εισοδίων της Παναγίας κατά το παρελθόν έτος 1991. Μετά εξομολόγησε τον αδελφό Γεννάδιο και τον παρεκάλεσε να μείνει, γιατί «το απόγευμα θα χρειαστεί», όπως είπε, «να τον αλλάξει». Πράγματι το απόγευμα εκοιμήθη, για να κάνει μαζί με τα Εισόδια της Θεοτόκου τη δική του είσοδο στον εορτάζοντα ουρανό.

Ο γέροντας Πορφύριος, που ετοίμαζε εκείνες τις μέρες τη δική του έξοδο από αυτό τον κόσμο, είπε: «Εκοιμήθη ο γέρο-Ιάκωβος, ένας από τους μεγαλύτερους αγίους του αιώνα μας. Είχε μέγα διορατικό και προορατικό χάρισμα το οποίο έκρυβε επιμελώς, για να μη δοξάζεται». Κύριε Παντοκράτορα, ο Θεός των πατέρων ημών Ιακώβου και Πορφυρίου, «γένου ίλεως επί τας αμαρτίας ημών».

* Κείμενο, το οποίο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Ορθόδοξη Μαρτυρία που εκδίδεται στην Κύπρο. Χρόνος συγγραφής: 1991. Και είναι στην ουσία το πρώτο δημοσιευμένο κείμενο που αναφέρεται στο βίο του Γέροντος Ιακώβου.