Archive for the ‘Εορτές’ Category

Ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας

5 Ιουνίου, 2023

Ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας

Ἦταν Πέμπτη, γράφει ὁ Μοτοβίλωφ (ὁ κτηματίας Νικόλαος Μοτοβίλωφ, πού τό 1831 θεραπεύθηκε θαυματουργικά ἀπό σοβαρή ἀσθένεια μέ τήν προσευχή τοῦ ὁσίου Σεραφείμ). Ἡμέρα συννεφιασμένη. Τό χιόνι στή γῆ εἶχε ἀνεβῆ στούς 25 πόντους, ἐνῶ ἀπό τόν οὐρανό ἐξακολουθοῦσαν νά πέφτουν πυκνές νιφάδες, ὅταν ὁ πατήρ Σεραφείμ ἄρχισε νά συζητᾶ μαζί μου. Μέ ἔβαλε νά καθήσω στόν κορμό ἑνός δένδρου πού μόλις εἶχε κόψει, καί ὁ ἴδιος κάθησε ἀπέναντί μου. Βρισκόμασταν μέσα στό δάσος, κοντά στό ἐρημητήριό του, πάνω στόν λόφο πού κατέληγε στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Σάρωφκα.

 — Ὁ Κύριος μοῦ ἀπεκάλυψε, εἶπε ὁ μεγάλος στάρετς, ὅτι ἀπό τά παιδικά σας χρόνια ἐπιθυμούσατε πολύ νά μάθετε ποιός εἶναι ὁ σκοπός τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, καί εἴχατε ρωτήσει πολλές φορές μεγάλες πνευματικές προσωπικότητες.

 — Πράγματι, ἀπάντησα, ἀπό τήν ἡλικία τῶν δώδεκα ἐτῶν μέ ἀπασχολοῦσε ἐπίμονα αὐτός ὁ λογισμός καί εἶχα ἀπευθυνθῆ σέ πολλούς πνευματικούς ἀνθρώπους, ἀλλά οἱ ἀπαντήσεις τους δέν μέ ἱκανοποιοῦσαν.

 — Μάλιστα, συνέχισε ὁ πατήρ Σεραφείμ. Κανείς σέν σᾶς εἶχε δώσει ὁριστική ἀπάντησι. Νά ποιός εἶναι ὁ σκοπός τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, ἔλεγαν: Νά πηγαίνεις στήν ἐκκλησία, νά προσεύχεσαι στόν Θεό, νά τηρῆς τίς ἐντολές Του, νά κάνεις τό καλό. Ὡρισμένοι δυσανασχετοῦσαν μαζί σας καί σᾶς ἔλεγαν ὅτι ἀσχολεῖσθε μέ μία περιέργεια πού δέν ἀρέσει στόν Θεό. «Μή ζητᾶς πράγματα πάνω ἀπό τίς δυνάμεις σου», συμπλήρωναν. Κανείς ὅμως δέν σᾶς ἔδωσε τή σωστή ἀπάντησι. Ὁρίστε λοιπόν, ἐγώ ὁ πτωχός Σεραφείμ θά σᾶς ἐξηγήσω τώρα ποιός εἶναι πράγματι αὐτός ὁ σκοπός:

 Ἡ προσευχή, ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία καί κάθε χριστιανικό ἔργο, ὅσο κι ἄν εἶναι καλό καθ᾽ ἑαυτό, δέν ἀποτελεῖ τόν σκοπό τῆς χριστιανικῆς μας ζωῆς, ἀλλά χρησιμεύει σάν μέσο γιά τήν ἐπιτυχία του. Ὁ πραγματικός σκοπός τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτησις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

 Τά καλά ἔργα

Πρέπει νά γνωρίζετε, ἀγαπητέ, πώς μόνο ὅταν γίνεται χάριν τοῦ Χριστοῦ ἕνα καλό ἔργο φέρνει τούς καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τό καλό βέβαια, κι ἄν ἀκόμη δέν ἔχει γίνει γιά τόν Χριστό, δέν παύει νά εἶναι καλό. Ἡ Γραφή λέει: «Ἐν παντί ἔθνει ὁ φοβούμενος αὐτόν καί ἐργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτός αὐτῷ ἐστι» (Πράξ. ι´ 35). Πόσο εὐάρεστος εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἐργάζεται τή δικαιοσύνη, φαίνεται στήν περίπτωσι τοῦ ἑκατοντάρχου Κορνηλίου στήν εὐαγγελική ἱστορία. Ὁ Κορνήλιος ἦταν θεοφοβούμενος καί πολύ ἐλεήμων. Σ᾽ αὐτόν λοιπόν, ἐνῶ προσευχόταν, ἐμφανίσθηκε ἄγγελος Κυρίου καί τοῦ εἶπε: «Πέμψον εἰς Ἰόππην καί μετακάλεσαι Σίμωνα ὅς ἐπικαλεῖται Πέτρος· οὗτος ξενίζεται ἐν οἰκίᾳ Σίμωνος βυρσέως… ὅς παραγενόμενος λαλήσει σοι» (Πράξ. ι´ 32). Ὁ Πέτρος μίλησε στόν Κορνήλιο γιά τήν αἰώνια ζωή καί πίστεψε κι αὐτός καί ὅλη ἡ οἰκογένειά του.

 Ὁ Κύριος χρησιμοποιεῖ ὅλα τά θεϊκά Του μέσα, γιά νά δώση τήν εὐκαιρία σ᾽ ἕνα τέτοιον ἄνθρωπο, σάν ἀμοιβή γιά τά καλά του ἔργα, νά μή στερηθῆ τήν αἰώνια μακαριότητα.

 Ἀπό τήν εὐαγγελική αὐτή διήγησι συμπεραίνουμε πώς ὁ Κύριος, ὅσον ἀφορᾶ τά καλά ἔργα πού δέν γίνονται γι᾽ Αὐτόν, περιορίζεται στό νά μᾶς δώση τά μέσα γιά νά τά ἀξιοποιήσουμε. Καί ἀπό ἐμᾶς πλέον ἐξαρτᾶται, ἄν θά τά ἀξιοποιήσουμε ἤ ὄχι. Νά γιατί εἶπε ὁ Κύριος στούς Ἑβραίους: «Εἰ τυφλοί ἦτε, οὐκ ἄν εἴχετε ἁμαρτίαν· νῦν δέ λέγετε ὅτι βλέπομεν· ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν μένει» (Ἰωάν. θ´ 41).

 Ὅταν λοιπόν κάποιος ἀγαθοεργῆ σάν τόν Κορνήλιο ὄχι γιά τόν Χριστό, ἀλλά κατόπιν πιστέψη σ᾽ Αὐτόν, τότε τά καλά του ἔργα εἶναι σάν νά ἔγιναν γιά τόν Χριστό. Ἄν ὅμως δέν πιστέψη στόν Χριστό, δέν ἔχει δικαίωμα νά παραπονεθῆ ὅτι τά καλά του ἔργα δέν καρποφόρησαν. Γιατί τό καλό ἔργο ἀποβαίνει ὠφέλιμο μόνο ὅταν γίνεται χάριν τοῦ Χριστοῦ ὁπότε καί στή μέλλουσα ζωή μᾶς ἐξασφαλίζει τό στεφάνι τῆς δικαιοσύνης, ἀλλά καί στήν παροῦσα μᾶς γεμίζει μέ τή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί καθώς ἔχει γραφῆ:«Οὐ γάρ ἐκ μέτρου δίδωσιν ὁ Θεός τό Πνεῦμα» (Ἰωάν. γ´ 34).

Ἔτσι εἶναι φιλόθεε. Ὁ σκοπός τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτησις τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Ἡ προσευχή, ἡ ἀγρυπνία, ἡ νηστεία, ἡ ἐλεημοσύνη καί τά ἄλλα καλά ἔργα, πού γίνονται χάριν τοῦ Χριστοῦ, εἶναι μόνο μέσα γιά τήν ἀπόκτησι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

— Τί σημαίνει ἀπόκτησις; ρώτησα τόν στάρετς. Δέν μπορῶ νά τό καταλάβω.

— Ἀποκτῶ, σημαίνει μαζεύω, συγκεντρώνω, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος. Γνωρίζω τί σημαίνει ἀποκτῶ χρήματα. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τήν ἀπόκτησι τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Γνωρίζεις τή σημασία τῆς λέξεως «ἀποκτῶ» μέ τή κοσμική ἔννοια; Ὁ σκοπός τῆς ζωῆς τῶν κοσμικῶν ἀνθρώπων εἶναι ἡ ἀπόκτησις χρημάτων, ἐνῶ τῶν εὐγενῶν — ἐκτός ἀπό τά χρήματα — καί ἡ ἀπόκτησις τιμῶν, διακρίσεων, καί ἄλλων ἀνταμοιβῶν γιά τίς ὑπηρεσίες τους στό κράτος.

Ἡ ἀπόκτησις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι κάτι παρόμοιο, μόνο πού εἶναι εὐλογημένο καί αἰώνιο. Ἀποκτᾶται μέ τούς ἴδιους περίπου τρόπους, ὅπως τό χρηματικό κεφάλαιο ἤ τά διάφορα ἀξιώματα.

Ὁ Θεός Λόγος, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός, παρωμοίασε τή ζωή μας μέ ἀγορά καί τά ἔργα μας μέ ἐμπορευόμενα πράγματα καί μᾶς λέει: «Πραγματεύσασθε ἐν ᾧ ἔρχομαι»(Λουκ. ιθ´ 13), «ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι» (Ἐφεσ. ε´16). Δηλαδή, ἐκμεταλλευθῆτε τό χρόνο σας, ὥστε μέ τά ἐπίγεια ἀγαθά νά ἀποκτήσετε τά οὐράνια. Ἐπίγεια ἐμπορεύματα εἶναι τά καλά ἔργα πού γίνονται γιά τόν Χριστό καί μᾶς ἐξασφαλίζουν τή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Χωρίς Αὐτό δέν ὑπάρχει σωτηρία.

Τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐγκαθίσταται μόνο Του στίς ψυχές μας. Γιά νά κατοικήση ὅμως καί νά συμπαραμείνη μέ τό δικό μας πνεῦμα, πρέπει προηγουμένως νά ἀγωνισθοῦμε μέ ὅλες μας τίς δυνάμεις γιά νά τό ἀποκτήσουμε. Τότε ἐκεῖνο θά προετοιμάση στήν ψυχή καί στό σῶμα μας τήν κατοικία Του, σύμφωνα μέ τόν ἀψευδῆ λόγο τοῦ Κυρίου: «Ἐνοικήσω ἐν ὑμῖν καί ἐμπεριπατήσω καί ἔσομαι ὑμῶν Θεός, καί ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι λαός» (πρβλ. Λευϊτ. κστ´ 12).

 Ἡ προσευχή

Κάθε ἀρετή πού γίνεται γιά τόν Χριστό μᾶς δίνει τή χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Περισσότερο ὅμως ἀπ̉ ὅλες μᾶς τή δίνει ἡ προσευχή, γιατί αὐτή τήν ἔχουμε πάντοτε στά χέρια μας σάν ἕνα εὔχρηστο πνευματικό ὅπλο. Θά θέλατε π.χ. νά πᾶτε στήν ἐκκλησία, ἀλλά ἐκκλησία δέν ὑπάρχει ἤ μπορεῖ ἡ ἀκολουθία νά ἔχη τελειώσει. Θά θέλατε νά δώσετε κάτι στόν ἐπαίτη, ἀλλά ἐπαίτης δέν ὑπάρχει ἤ μπορεῖ νά μήν ἔχετε νά τοῦ δώσετε. Θά θέλατε ἴσως νά φυλάξετε παρθενία, ἀλλά εἴτε ἡ ἰδιοσυγκρασία σας εἴτε ἡ πίεσις τῶν τεχνασμάτων τοῦ ἐχθροῦ ἐν συνδυασμῷ μέ τήν ἀδυναμία σας δέν σᾶς ἀφήνουν νά ἀντισταθῆτε καί νά ἐκπληρώσετε αὐτή τήν ἐπιθυμία σας. Θά θέλατε ἀκόμη νά κάνετε καί κάποια ἄλλη ἀρετή χάριν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά δέν ἔχετε δυνάμεις ἤ δέν δίδεται ἡ κατάλληλη εὐκαιρία.

Μέ τήν προσευχή ὅμως δέν συμβαίνει τό ἵδιο. Γι᾿ αὐτή ὑπάρχει πάντοτε καί γιά τόν καθένα ἡ δυνατότης: γιά τόν πλούσιο καί τόν πτωχό, τόν ἰσχυρό καί τόν ἀδύνατο, τόν διάσημο καί τόν ἄσημο, τόν ὑγιῆ καί τόν ἀσθενῆ, τόν δίκαιο καί τόν ἁμαρτωλό. Μεγάλη εἶναι ἡ δύναμις τῆς προσευχῆς. Αὐτή περισσότερο ἀπ̉ ὅλα μᾶς παρέχει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, καί αὐτήν εὐκολώτερα ἀπ̉ ὅλα μπορεῖ καθένας νά τήν ἐπιτελέση. Μέ τήν προσευχή ἀξιωνόμαστε νά συζητᾶμε μέ τόν Πανάγαθο Θεό καί Σωτῆρα μας. Πρέπει ὅμως νά προσευχώμαστε μόνο μέχρις ὅτου ὁ Θεός, τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μᾶς ἐπισκεφθῆ μέ τή χάρι Του στό μέτρο πού Αὐτός γνωρίζει. Καί ὅταν Αὐτός εὐδοκήση νά μᾶς ἐπισκεφθῆ, τότε πρέπει νά σταματήσουμε τήν προσευχή. Γιατί νά τοῦ λέμε «ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν», ἀφοῦ ἤδη βρίσκεται μέσα στίς ψυχές μας;

 Οἱ ἄλλες ἀρετές

— Μέχρι τώρα, μπάτουσκα, μιλήσατε μόνο γιά τήν προσευχή. Τί θά λέγατε γιά τίς ἄλλες ἀρετές πού γίνονται γιά τόν Χριστό καί τήν ἀπόκτησι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;

— Τή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μπορεῖτε νά τήν ἀποκτήσετε καί μέ ὅλες τίς ἄλλες ἀρετές, πού γίνονται χάριν τοῦ Χριστοῦ. Ἐμπορευθῆτε ἀπό τίς ἀρετές ἐκεῖνες ποῦ σᾶς δίνουν περισσότερο κέρδος. Συγκεντρῶστε κεφάλαιο ἀπό τά εὐλογημένα κέρδη τῆς θείας χάριτος καί νά τά καταθέσετε στό αἰώνιο ταμιευτήριο, πού θά σᾶς ἀποφέρη τόκο σέ κάθε πνευματικό ρούβλι ὄχι 4 ἤ 6%, ἀλλά 100%, καί ἀναρίθμητες φορές περισσότερο.

Ἄν π.χ. σᾶς δίνη περισσότερη χάρι ἡ προσευχή καί ἡ ἀγρυπνία, ἀγρυπνεῖτε καί προσεύχεσθε. Ἄν σᾶς δίνη περισσότερη ἡ νηστεία, νηστεύετε. Ἄν σᾶς δίνη ἡ ἐλεημοσύνη, δῶστε ἐλεημοσύνη. Παρόμοια σκεφθῆτε καί γιά κάθε ἄλλη ἀρετή πού γίνεται γιά τόν Χριστό.

Ἔτσι νά ἐμπορεύεσθε πνευματικά μέ τίς ἀρετές. Κι ἀφοῦ ἀποκτήσετε μ̉ αὐτόν τόν τρόπο τή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νά τή μοιράσετε σέ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη, παίρνοντας παράδειγμα ἀπό τό ἀναμμένο κέρι. Αὐτό, ἄν καί εἶναι ἀναμμένο μέ γήϊνο φῶς, ἀνάβει καί ἄλλα κεριά, φωτίζει καί ἄλλα μέρη, χωρίς νά λιγοστεύη τό δικό του φῶς. Ἄν γίνεται ἔτσι μέ τό γήϊνό φῶς, τί νά ποῦμε τότε γιά τό φῶς τῆς χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος τοῦ Θεοῦ;

 Προσέγγισις μέ τίς αἰσθήσεις

— Mπάτουσκα, μιλᾶτε διαρκῶς γιά τήν ἀπόκτησι τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σάν τόν σκοπό τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Πῶς ὅμως καί ποῦ μπορῶ νά τό δῶ; Τά καλά ἔργα φαίνονται. Θά μποροῦσα ἄραγε νά δῶ καί τό Ἅγιον Πνεῦμα; Πῶς μπορῶ νά γνωρίζω, ἐάν τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι μαζί μου ἤ ὄχι;

— Στίς ἡμέρες μας, ἀποκρίθηκε ὁ στάρετς, ὑπάρχει γενική ψυχρότης πρός τήν ἁγία πίστι τοῦ Χριστοῦ καί ἀδιαφορία πρός ὅσα ἐνεργεῖ ἡ θεία Πρόνοια γιά νά μᾶς φέρη κοντά Του. Ἡ ψυχρότης καί ἡ ἀδιαφορία αὐτή μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι μᾶς ἀπεμάκρυναν σχεδόν ἐντελῶς ἀπό τήν ἀληθινή χριστιανική ζωή. Μᾶς φαίνονται τώρα κάπως παράξενα τά λόγια τῆς Γραφῆς, ὅπως π.χ. ἐκεῖνα πού εἶπε ὁ προφήτης Μωϋσῆς γιά τούς πρωτοπλάστους: «Ἤκουσαν τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ…» (Γεν. γ´ 8), ἤ τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Κωλυθέντες ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος λαλῆσαι τόν λόγον ἐν τῇ Ἀσίᾳ ἐζητήσαμεν ἐξελθεῖν εἰς Μακεδονίαν, συμβιβάζοντες ὅτι προσκέκληται ἡμᾶς ὁ Κύριος εὐαγγελίσασθαι αὐτούς » (Πράξ. ιστ´ 7-10).

Συχνά ἀναφέρεται ἡ ἐμφάνισις τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους καί σέ ἄλλα μέρη τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού μερικοί ὑποστηρίζουν καί λένε: «Τά χωρία αὐτά εἶναι ἀκατανόητα. Πῶς μποροῦν οἱ ἄνθρωποι μέ τά ἴδια τους τά μάτια νά δοῦν τόν Θεό;» Τίποτε ὅμως ἀκατανόητο δέν ὑπάρχει ἐδῶ. Ἡ δυσκολία προέρχεται ἀπό τό ὅτι ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό τήν ἁπλότητα τῆς πρωταρχικῆς χριστιανικῆς γνώσεως, καί μέ τήν πρόφασι τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσεως μπήκαμε σέ τέτοιο σκοτάδι ἀγνοίας, ὥστε μᾶς φαίνονται ἀκατανόητα ἐκεῖνα πού γιά τούς παλαιούς ἦσαν τόσο κατανοητά. Καί στίς καθημερινές ἀκόμη συζητήσεις τους ἡ ἔννοια τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Θεοῦ δέν ἦταν γι̉ αὐτούς κάτι παράξενο. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί δέν ἔβλεπαν τόν Θεό καί τή χάρι τοῦ Ἁγίου Του Πνεύματος στόν ὕπνο καί στούς ρεμβασμούς τους οὔτε σέ μία φανταστική καί ἀρρωστημένη ἔκστασι, ἀλλά φανερά καί ἀληθινά.

Σήμερα δυστυχῶς γίναμε πολύ ἀδιάφοροι γιά τή σωτηρία μας, μέ ἀποτέλεσμα νά δίνουμε λανθασμένη ἑρμηνεία σέ πολλά ἁγιογραφικά χωρία. Αὐτό συμβαίνει γιατί δέν ζητᾶμε τή χάρι τοῦ Θεοῦ, δέν τῆς ἐπιτρέπουμε ἐξ αἰτίας τοῦ ἐγωϊσμοῦ νά κατοικήση στήν ψυχή μας. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού δέν ἔχουμε τόν πραγματικό φωτισμό. Ὁ Κύριος στέλνει τόν φωτισμό Του μόνο στίς καρδιές πού μέ ὅλη τους τή δύναμι καρτεροῦν καί διψοῦν τήν ἀλήθεια.

 Ἡ θεία χάρις στά μυστήρια

Τή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος λαμβάνουν ὅλοι οἱ χριστιανοί στό μυστήριο τοῦ ἁγίου χρίσματος, ὅταν σφραγίζωνται στά κυριώτερα μέλη τοῦ σώματος, καθώς ὁρίζει ἡ ἁγία μας ἐκκλησία, ὁ αἰώνιος φύλακας αὐτῆς τῆς χάριτος.

Στό μυστήριο τοῦ ἁγίου χρίσματος ἀναφέρεται: «Σφραγίς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου». Ἐμεῖς οἱ χοϊκοί, φιλόθεε, βάζουμε τή σφραγῖδα μας σέ σκεύη πού κρύβουν κάτι πολύτιμο. Τί πολυτιμότερο ὅμως ὑπάρχει ἀπό τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού μᾶς δίνονται ἄνωθεν κατά τό μυστήριο τοῦ ἁγίου βαπτίσματος;

Ἄν δέν ἁμαρτάναμε ποτέ μετά τή βάπτισί μας, θά παραμέναμε αἰωνίως ἅγιοι, ἄσπιλοι, ἀπηλλαγμένοι ἀπό κάθε σωματικό καί ψυχικό μολυσμό καί εὐάρεστοι στόν Θεό. Δυστυχῶς ὅμως αὐξανόμενοι στήν ἡλικία δέν αὐξανόμεθα καί στή σοφία ὅπως ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἀντιθέτως σιγά‑σιγά διαφθειρόμεθα, χάνουμε τή θεία χάρι καί ἁμαρτάνουμε μέ ποικίλες καί βαρειές ἁμαρτίες.

Ἄν παρακινηθῆ κάποιος ἀπό τή σοφία τοῦ Θεοῦ καί ἀποφασίση νά ἀφιερώση τή ζωή του σ̉ Αὐτόν, πρέπει νά μετανοήση εἰλικρινά γιά ὅλες τίς ἁμαρτίες του καί νά ἐπιδοθῆ στίς ἀντίθετες ἀρετές. Μέ τήν ἐξάσκησι τῶν ἀρετῶν αὐτῶν θά ἀποκτήση τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο ἐνεργεῖ μέσα μας καί θεμελιώνει τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού δίδεται κατά τό ἅγιο βάπτισμα εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, λάμπει στήν καρδιά μας σάν ἀνέσπερο φῶς τοῦ Χριστοῦ. Λάμπει παρ̉ ὅλες τίς ἁμαρτωλές μας πτώσεις, παρ̉ ὅλο τό σκοτάδι πού περιβάλλει τήν ψυχή μας. Τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὅταν ὁ ἁμαρτωλός ἀκολουθήση τόν δρόμο τῆς μετανοίας, ἐξαλείφει ἐντελῶς καί τά ἴχνη ἀκόμη τῶν ἁμαρτιῶν του καί ἐνδύει τόν πρώην ἔνοχο πάλι μέ τήν ἄφθαρτη στολή, τήν ὑφασμένη μέ τή χάρι Του, γιά τήν ἀπόκτηση τῆς ὁποίας—σάν σκοπό τῆς χριστιανικῆς ζωῆς—σοῦ μιλῶ τόση ὥρα.

 Τό ἄκτιστο φῶς

Ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι φῶς πού φωτίζει τόν ἄνθρωπο.

Ὁ Κύριος συχνά φανέρωνε ἐνώπιον πολλῶν μαρτύρων τήν ἐνέργεια τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σ̉ ἐκείνους τούς ἀνθρώπους πού εἶχε ἁγιάσει καί φωτίσει. Θυμήσου τόν Μωϋσῆ μετά τή συζήτησι πού εἶχε στό Σινᾶ μέ τό Θεό. Οἱ ἄνθρωποι δέν μποροῦσαν νά τόν ἀντικρύσουν, γιατί ἀκτινοβολοῦσε μέ ἕνα ἀσυνήθιστο φῶς πού τόν περιέβαλλε. Ἀναγκαζόταν λοιπόν νά ἐμφανίζεται στούς Ἰσραηλῖτες μέ τό πρόσωπο καλυμμένο.

Θυμήσου ἀκόμη τή θεία Μεταμόρφωσι τοῦ Σωτῆρος στό ὄρος Θαβώρ. «Καί τά ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένοντο στίλβοντα, λευκά λίαν ὡς χιών» (Μαρκ. θ´ 3), καί «ἀκούσαντες οἱ μαθηταί ἔπεσον ἐπί πρόσωπον αὐτῶν καί ἐφοβήθησαν σφόδρα» (Ματθ. ιζ´ 6). Ὅταν ἐμφανίσθηκαν κοντά στόν Κύριο ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας, «ἐπεσκίασεν αὐτούς νεφέλη φωτεινή». Ἡ χάρις λοιπόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος φανερώνεται μέ ἕνα ἀνέκφραστο φῶς.

— Πῶς εἶναι δυνατόν, ρώτησα τόν μπάτουσκα, νά καταλάβω ὅτι βρίσκομαι στή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;

— Εἶναι κάτι πολύ ἁπλό, μοῦ ἀπήντησε. Ὁ Κύριος λέει ὅτι ὅλα εἶναι ἁπλᾶ σ̉ ἐκείνους πού ἀποκτοῦν τή γνῶσι. Οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν αὐτή τή γνῶσι, γι᾿ αὐτό πάντοτε καταλάβαιναν ἄν βρισκόταν τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μαζί τους ἤ ὄχι. Ποτισμένοι λοιπόν μέ τή γνώσι καί βλέποντας τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα τους, ἔλεγαν μέ βεβαιότητα ὅτι τό ἔργο τους εἶναι ἅγιο καί κατά πάντα εὐάρεστο στόν Θεό. Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί ἔγραφαν στίς ἐπιστολές τους: «Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν» (Πράξ. ιε´ 28), καί μόνο μέ αὐτές τίς προϋποθέσεις συνιστοῦσαν τίς ἐπιστολές τους σάν ἀδιάψευστη ἀλήθεια γιά τήν ὠφέλεια ὅλων τῶν πιστῶν. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔνοιωθαν αἰσθητά μέσα τους τήν παρουσία τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Βλέπεις λοιπόν, ἀγαπητέ, ὅτι τό πρᾶγμα εἶναι ἁπλό;

— Παρ̉ ὅλα ταῦτα δέν καταλαβαίνω πῶς μπορῶ νά εἶμαι ἀπολύτως βέβαιος ὅτι βρίσκομαι στή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πῶς μπορῶ νά ἀντιλαμβάνωμαι τήν πραγματική Του ἐπιφοίτησι;

— Σᾶς εἶπα ἤδη, φιλόθεε, ὅτι εἶναι κάτι πολύ ἁπλό καί σᾶς διηγήθηκα λεπτομερῶς πῶς οἱ ἄνθρωποι βρίσκονται ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καί πῶς πρέπει νά καταλαβαίνουμε τήν παρουσία Του μέσα μας. Τί ἄλλο θέλεις λοιπόν;

— Θέλω νά τό κατανοήσω αὐτό πολύ καλά, ἀπήντησα.

 Τότε ὁ πατήρ Σεραφείμ μέ ἔπιασε δυνατά ἀπό τούς ὤμους καί μοῦ εἶπε:

— Τώρα βρισκόμαστε καί οἱ δύο μέσα στό Ἅγιον Πνεῦμα. Γιατί δέν μέ κοιτᾶς;

— Δέν μπορῶ νά κοιτάξω, γιατί ἀπό τά μάτια σας βγαίνουν λάμψεις. Τό πρόσωπό σας ἔγινε λαμπρότερο ἀπό τόν ἥλιο καί τά μάτια μου πονοῦν.

— Μήν ταράζεσαι. Εἶσαι τώρα κι ἐσύ φωτεινός σάν κι ἐμένα. Βρίσκεσαι κι ἐσύ στήν πληρότητα τοῦ θείου Πνεύματος, διαφορετικά δέν θά μποροῦσες νά μέ δῆς σ̉ αὐτή τήν κατάστασι.

 Καί σκύβοντας ἀργά μοῦ εἶπε στό αὐτί:

— Εὐχαρίστησε τόν Θεό γιά τό ἀνέκφραστο σ̉̉ ἐσένα ἔλεός Του. Θά πρόσεξες ὅτι οὔτε κἄν σταυροκοπήθηκα, παρά μόνο προσευχήθηκα νοερά μέ τήν καρδιά μου καί εἶπα: «Κύριε, ἀξίωσέ τον νά δῆ φανερά καί μέ τά σωματικά του μάτια τήν ἐπιφοίτησι τοῦ Πνεύματος Σου, μέ τήν ὁποία ἀξιώνεις τούς δούλους Σου, ὅταν εὐδοκήσης νά τούς φανερωθῆς μέ τό φῶς τῆς μεγαλοπρεποῦς δόξης Σου».Καί νά, ἀγαπητέ ὁ Κύριος ἱκανοποίησε ἀμέσως τήν ταπεινή παράκλησι τοῦ πτωχοῦ Σεραφείμ. Πῶς νά μήν τόν εὐγνωμονοῦμε καί οἱ δύο γιά τήν ἀνέκφραστη δωρεά Του! Μέ τή μορφή αὐτή σπανίως φανερώνει ὁ Κύριος τό ἔλεος Του καί στούς μεγάλους ἀκόμη ἐρημῖτες. Αὐτή ἡ θεία χάρις σάν φιλόστοργη μητέρα εὐδόκησε νά παρηγορήση τή συντετριμμένη καρδιά σου ὕστερα ἀπό τή μεσιτεία τῆς ἴδιας τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὅμως, ἀγαπητέ μου, δέν μέ κοιτᾶς στά μάτια; Κοίταξέ με χωρίς νά φοβᾶσαι. Ὁ Κύριος εἶναι μαζί μας!

Ὕστερα ἀπό τά λόγια αὐτά ἔρριξα μία ματιά στό πρόσωπό του καί μέ κατέλαβε ἀκόμη μεγαλύτερο δέος. Φαντάσου πώς συζητᾶς μέ κάποιον τό μεσημέρι, ἐκτεθειμένος στίς πιό καυτερές ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου, καί τόν κοιτάζεις στό πρόσωπο. Βλέπεις τά χείλη του νά κινοῦνται, βλέπεις τήν ἀλλοιωμένη ἔκφρασι τῶν ματιῶν του, ἀκοῦς τή φωνή του, αἰσθάνεσαι ὅτι κάποιος σέ κρατᾶ ἀπό τούς ὤμους, ἀλλά δέν βλέπεις οὔτε τά χέρια οὔτε τό σχῆμα του, μά οὔτε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό σου. Βλέπεις μόνο ἕνα ἐκτυφλωτικό φῶς, ποῦ ξεχύνεται μερικά βήματα τριγύρω καί χαρίζει τή λάμψι του στό πέπλο τοῦ χιονιοῦ πού καλύπτει τό ξέφωτο, καί στίς νιφάδες πού πέφτουν πάνω σ̉ ἐμένα καί στόν μεγάλο στάρετς. Εἶναι ἀδύνατον νά φαντασθῆ κανείς ἐκείνη τήν κατάστασι, στήν ὁποία βρισκόμουν τότε!

 Οἱ καρποί τοῦ Πνεύματος

— Τί αἰσθάνεσαι τώρα; μέ ρώτησε ὁ πατήρ Σεραφείμ.

— Πολύ εὐχάριστα!

— Πές μου συγκεκριμένα τί νοιώθεις.

— Nοιώθω τέτοια γαλήνη καί εἰρήνη στήν ψυχή μου πού μέ κανένα λόγο δέν μπορῶ νά τήν ἐκφράσω.

— Αὐτό, φιλόθεε, εἶναι ἐκείνη ἡ εἰρήνη γιά τήν ὁποία ἔκανε λόγο ὁ Κύριος στούς μαθητάς Του: «Εἰρήνη τήν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν∙ οὐ καθώς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγώ δίδωμι ὑμῖν» (Ἰωάν. ιδ´ 27). «Ὅτι δέ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ̉ ἐγώ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διά τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος» (Ἰωάν. ιε´ 19). «Ἀλλά θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον» (Ἰωάν. ιστ´ 33). Σ᾿ αὐτούς τούς ἀνθρώπους πού εἶναι μισητοί στόν κόσμο, ἀλλά ἐκλεκτοί ἀπό τόν Χριστό, δίνει ὁ Κύριος αὐτή τήν εἰρήνη πού νοιώθεις τώρα ἐσύ μέσα σου. Αὐτή εἶναι «ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν» (Φιλ. δ´ 7) σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου. Τί ἄλλο ασθάνεσαι;

— Ἀσυνήθιστη χαρά σ᾿ ὅλη τήν καρδιά μου.

— Ὅταν τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, συνέχισε ὁ μπάτουσκα, κατέρχεται στόν ἄνθρωπο καί τόν περιβάλλη μέ τήν πληρότητα τῆς ἐνεργείας Του, τότε ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου γεμίζει μέ μία ἀνέκφραστη χαρά, γιατί τό Ἅγιον Πνεῦμα κάνει τά πάντα χαροποιά, ὅπου κι ἄν ἐγγίση. Αὐτή εἶναι ἡ χαρά, γιά τήν ὁποία ὁ Κύριος λέει στό Εὐαγγέλιο: «Ἡ γυνή ὅταν τίκτῃ, λύπην ἔχει, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς· ὅταν δέ γεννήσῃ τό παιδίον, οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως διά τήν χαράν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τόν κόσμον. Καί ὑμεῖς οὖν λύπην μέν νῦν ἔχετε· πάλιν δέ ὄψομαι ὑμᾶς καί χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καί τήν χαράν ὑμῶν οὐδείς αἴρει ἀφ᾿ ὑμῶν» (Ἰωάν. ιστ´ 21- 22). Μά ὅσο καί ἄν εἶναι παρήγορη ἡ χαρά αὐτή, πού τώρα νοιώθεις στήν καρδιά σου, δέν εἶναι τίποτε συγκριτικά μ᾿ ἐκείνη, τήν ὁποία ἑτοίμασε ὁ Κύριος «τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν», μαζί μέ ὅλα ἐκεῖνα «ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» (Α´ Κορινθ. β´ 9). Τώρα σ᾿ ἐμᾶς δίδεται ἡ πρόγευσις αὐτῆς τῆς χαρᾶς. Κι ἄν τώρα νοιώθουμε τόση γλυκύτητα καί εὐφροσύνη στήν καρδιά μας, τί θά ποῦμε τότε γιά τή χαρά ἐκείνη, πού ἔχει ἑτοιμασθῆ στόν οὐρανό γι᾿ αὐτούς πού κοπιάζουν ἐδῶ στή γῆ; Ἀλλά κι ἐσύ, ἀγαπητέ μου, ἀρκετά ὑπέφερες στή ζωή σου. Κοίταξε ὅμως τώρα μέ ποιά χαρά σέ παρηγορεῖ ὁ Κύριος στήν παροῦσα ἀκόμη ζωή! Τί ἄλλο νοιώθεις;

— Ἀσυνήθιστη θερμότητα, ἀπήντησα.

— Μά πῶς ἀγαπητέ μου; Εἴμαστε καθισμένοι χειμῶνα καιρό στήν αὐλή τοῦ κελλιοῦ μέσα στό δάσος, πατᾶμε στό χιόνι, ἀπό τόν οὐρανό συνεχίζουν νά πέφτουν νιφάδες καί μᾶς ἔχουν σκεπάσει πάνω ἀπό ἕνα βερσόκ. [Ἕνα βερσόκ=4,4 ἑκατοστά.] Τί θερμότητα μπορεῖ νά αἰσθάνεσαι;

— Αἰσθάνομαι τέτοια θερμότητα, σάν κι ἐκείνη πού δημιουργεῖται μέσα σ᾿ ἕνα λουτρό, ὅταν ρίξουν νερό στήν πέτσκα κι ἀρχίση νά βγαίνη σάν στῦλος ὁ ἀτμός.

— Μήπως αἰσθάνεσαι καί τή μυρωδιά του; ρώτησε ὁ στάρετς.

— Ὄχι, ἀπήντησα. Ἐπάνω στή γῆ δέν ὑπάρχει παρόμοια εὐωδία. Ὅταν ἀκόμη ζοῦσε ἡ μητέρα μου, ἐπειδή μοῦ ἄρεσε ὁ χορός καί πήγαινα στίς χοροεσπερίδες, μέ ράντιζε μέ ἀρώματα, τά ὁποῖα ἀγόραζε ἀπό τά καλύτερα καταστήματα μόδας τῆς πόλεως Καζάν. Ἀλλά κι ἐκεῖνα δέν ἀνέδιδαν τέτοια εὐωδία.

— Τό γνωρίζω. Εἶναι ἔτσι, ὅπως ἀκριβῶς τό λές. Σέ ρώτησα ὅμως ἐπίτηδες γιά νά δῶ ἄν αἰσθάνεσαι κι ἐσύ τό ἴδιο. Πράγματι. Ἡ πιό εὐχάριστη εὐωδία πάνω στή γῆ δέν μπορεῖ νά συγκριθῆ μ᾿ αὐτή πού νοιώθουμε τώρα, γιατί μᾶς πλημμυρίζει ἡ εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Ποιά ἐπίγεια εὐωδία μπορεῖ νά συγκριθῆ μ᾿ αὐτή;

Μοῦ εἶπες ὅτι γύρω μας ὑπάρχει θερμότης ὅπως καί στό λουτρό. Κοίταξε ὅμως! Τό χιόνι ἐπάνω μας δέν ἔχει λειώσει, ἐνῶ ἀπό τό οὐρανό ἐξακολουθεῖ νά πέφτη. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ θερμότης δέν βρίσκεται στόν ἀέρα, ἀλλά μέσα μας. Εἶναι ἐκείνη ἡ θερμότης, γιά τήν ὁποία μᾶς προτρέπει τό Ἅγιον Πνεῦμα νά ἀναφωνοῦμε πρός τόν Κύριο: «Μέ τή θερμότητα τοῦ Πνεύματός Σου τοῦ Ἁγίου θέρμανέ με»!

Μ᾿ αὐτή θερμαίνονταν οἱ ἐρημῖτες, ἄνδρες καί γυναῖκες, καί ἀψηφοῦσαν τήν παγωνιά τοῦ χειμῶνος. Ἔνοιωθαν σάν νά ἦσαν ντυμένοι μέ ζεστές γοῦνες. Αὐτό συμβαίνει τώρα καί σ᾿ ἐμᾶς, γιατί μέσα μας ἀναπαύεται ἡ θεία χάρις, καθώς εἶπε ὁ Κύριος: «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι» (Λουκ. ιζ´ 21). Λέγοντας ἐδῶ βασιλεία, ὑπονοεῖ ὁ Κύριος τή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

 Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ

 Νά λοιπόν! Αὐτή ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται τώρα μέσα μας καί μᾶς φωτίζει ἐξωτερικά, μᾶς θερμαίνει καί γεμίζει μέ κάθε εἴδους εὐωδία τόν ἀέρα πού μᾶς περιβάλλει. Ἐπίσης εὐφραίνει τίς αἰσθήσεις μας μέ τήν οὐράνια εὐφροσύνη καί γεμίζει τήν καρδιά μας μέ ἀνέκφραστη χαρά. Γιά τήν κατάσταση, στήν ὁποία βρισκόμαστε τώρα, ὁ Ἀπόστολος λέει: «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ οὐ γάρ ἐστιν βρῶσις καί πόσις, ἀλλά δικαιοσύνη καί εἰρήνη καί χαρά ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Ρωμ. ιδ´ 17). Ἡ πίστις μας συνίσταται «οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ᾿ ἐν ἀποδείξει Πνεύματος καί δυνάμεως» (Α´ Κορινθ. β´ 4).

 Σ᾿ αὐτήν ἀκριβῶς τήν κατάστασι βρισκόμαστε τώρα κι ἐμεῖς. Γι᾿ αὐτή κυρίως ὁ Χριστός εἶπε:« Εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μή γεύσωνται θανάτου ἕως ἄν ἴδωσι τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει» (Μαρκ. θ´ 1).

 Νά λοιπόν, ἀγαπητέ μου, κοίταξε τί ἀνέκφραστη χαρά μᾶς ἀξίωσε νά δοκιμάσουμε τώρα ὁ Κύριος! Νά τί σημαίνει νά βρισκώμαστε στήν πληρότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος γράφει κάπου τό ἑξῆς: «Βρισκόμουν ὁ ἴδιος στήν πληρότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Μέ αὐτή τήν πληρότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὑπερπλήρωσε τώρα ὁ Κύριος κι ἐμᾶς τούς πτωχούς. Νομίζω λοιπόν πώς δέν ὑπάρχει πλέον λόγος νά ρωτᾶς περισσότερα γιά τό πῶς βρίσκονται οἱ ἄνθρωποι στή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος! Θά θυμᾶσαι ἄραγε τό ἀνέκφραστο ἔλεος τοῦ Θεοῦ πού φανερώθηκε σήμερα σ᾿ ἐμᾶς;

— Δέν γνωρίζω, μπάτουσκα, ἄν θά μέ ἀξιώση ὁ Θεός νά τό θυμᾶμαι τόσο ζωντανά καί καθαρά, ὅπως τό αἰσθάνομαι τώρα.

— Ἐγώ νομίζω, παρετήρησε ὁ στάρετς, ὅτι ὁ Κύριος θά σέ βοηθήση νά συγκρατήσης γιά πάντα αὐτή τή φανέρωσι στή μνήμη σου.

 Διαφορετικά, δέν θά ἀπαντοῦσε ἡ ἀγαθότης Του τόσο ἀστραπιαῖα στήν ταπεινή παράκλησι τοῦ πτωχοῦ Σεραφείμ. Πολύ περισσότερο, γιατί ἡ γνῶσις αὐτή δέν δόθηκε σ᾿ ἐσένα μόνο γιά τόν ἑαυτό σου, ἀλλά καί γιά ὅλο τόν κόσμο, ὥστε κι ἐσύ νά στερεωθῆς στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, καί τούς ἄλλους νά ὠφελήσης.

Ὅσον ἀφορᾶ τό γεγονός ὅτι ἐγώ εἶμαι μοναχός, ἐνῶ ἐσύ λαϊκός, αὐτό δέν πρέπει νά τό σκέπτεσαι. Ὁ Θεός ζητᾶ ὀρθή πίστι σ᾿ Αὐτόν καί στόν μονογενῆ Του Υἱό. Καί τότε προσφέρει ἀπό τόν οὐρανό πλούσια τή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Κύριος ζητᾶ μία καρδιά γεμάτη ἀγάπη γιά τόν Θεό καί τόν πλησίον. Αὐτή εἶναι ὁ τόπος, στόν ὁποῖον Ἐκεῖνος ἀναπαύεται καί ἐμφανίζεται μέ τήν πληρότητα τῆς ἐπουρανίου δόξης Του.

«Υἱέ, δός μοι σήν καρδίαν» (Παροιμ. κγ´ 26), μᾶς λέει ὁ Κύριος, κι Ἐκεῖνος ὑπόσχεται νά μᾶς δώση τό κάθε τι. Ζητᾶ τήν καρδιά μας ὁ Κύριος, γιατί μέσα σ᾿ αὐτή θέλει νά ἐγκαθιδρύση τή βασιλεία Του. «Ἐγγύς Κύριος πᾶσι τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτόν, πᾶσι τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτόν ἐν ἀληθείᾳ» (Ψαλμ. ρμδ´ 18).

Ὁ Κύριος εἰσακούει ἐξ ἴσου τόν μοναχό καί τόν λαϊκό, ἀρκεῖ νά εἶναι καί οἱ δύο ὀρθόδοξοι, νά ἀγαποῦν τόν Θεό ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς τους καί νά ἔχουν πίστι σ᾿ Αὐτόν, ἔστω σάν τόν κόκκο τοῦ σιναπιοῦ. Ἄν συμβαίνουν αὐτά, τότε καί οἱ δύο θά μετακινήσουν ὄρη. «Διώξεται εἷς χιλίους καί δύο μετακινήσουσι μυριάδας» (Δευτερ. λβ´ 30).

Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέει: «Πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι» (Μαρκ. θ´ 23), ἐνῶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφωνεῖ: «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (Φιλιπ. δ´ 12). Ὁ Κύριος λέει γιά ὅσους πιστεύουν σ᾿ Αὐτόν: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, τά ἔργα ἅ ἐγώ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει, καί μείζονα τούτων ποιήσει» (Ἰωάν. ιδ´ 12). Ἕως ἄρτι οὐκ ᾐτήσατε οὐδέν ἐν τῷ ὀνόματί μου· αἰτεῖτε καί λήψεσθε, ἵνα ἡ χαρά ὑμῶν ᾖ πεπληρωμένη» (Ἰωάν. ιστ´ 24).

Ὅσα λοιπόν, φιλόθεε, ζητήσης ἀπό τόν Κύριο, ὅλα θά τά λάβης, ἀρκεῖ μόνο αὐτό πού θά ζητήσης νά εἶναι γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ ἤ γιά τήν ὠφέλεια τοῦ πλησίον, γιατί καί τήν ὠφέλεια πρός τόν πλησίον ὁ Θεός πρός δόξαν Του τή δέχεται. Γι᾿ αὐτό καί λέει: «Ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε» (Ματθ. κε´ 40). Μήν ἀμφιβάλλης καθόλου γιά τό ἄν ὁ Κύριος θά ἐκπληρώση τά αἰτήματά σου, ἀρκεῖ, ὅπως εἴπαμε, νά γίνωνται πρός δόξαν Θεοῦ καί ὠφέλεια τοῦ πλησίον.

Ἀλλά καί ἄν ἀκόμη ζητήσης κάτι γιά προσωπική σου ἀνάγκη ἤ ὠφέλεια, πολύ σύντομα καί πρόθυμα θά σοῦ τό στείλη ὁ Κύριος, ἀρκεῖ νά σοῦ εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαῖο. Γιατί ὁ Κύριος ἀγαπᾶ ὅσους τόν ἀγαποῦν καί εἶναι ἀγαθός σέ ὅλους. «Θέλημα τῶν φοβουμένων αὐτόν ποιήσει καί τῆς δεήσεως αὐτῶν εἰσακούσεται» (Ψαλμ. ρμδ´ 19

Ἁγίου Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ

Πεντηκοστή

3 Ιουνίου, 2023

                                                Πεντηκοστήν ἑορτάζομεν

καί Πνεύματος ἐπιδημίαν

καί προθεσμίαν ἐπαγγελίας

καί ἐλπίδος συμπλήρωσιν·

καί τό μυστήριον ὅσον;

῾Ως μέγα τε καί σεβάσμιον.

Διό βοῶμέν σοι·

Δημιουργέ τοῦ παντός,

Κύριε, δόξα σοι”.

Αὐτόν τόν θαυμάσιο ὕμνο θέτει ἡ ᾿Εκκλησία μας σάν προπύλαιο στήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς. Καί σ᾿ αὐτόν ἀνακεφαλαιώνει τό “μέγα καί σεβάσμιον” μυστήριον, τό ὁποῖον πανηγυρίζει: Τήν συμπλήρωσι τῆς ἐλπίδος, τήν προθεσμία τῆς ἐπαγγελίας, τήν ἐπιδημία τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου.

 Γιατί πράγματι τό ἑορταζόμενο γεγονός, ἡ ἐπιφοίτησις τοῦ ἁγίου Πνεύματος στούς ἀποστόλους τοῦ Χριστοῦ, ἀποτελεῖ τό τέλος καί τό ἐπιστέγασμα ὅλου τοῦ ἔργου τῆς σωτηρίας. ῞Ολο τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἔλευσις, ἡ διδασκαλία, τό πάθος, ἡ ἀνάστασις, ἡ ἀνάληψις ἀπέβλεπαν σ᾿ αὐτό· στήν ἔλευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος στόν κόσμο, στήν νέα δημιουργία.

᾿Ακριβῶς γιά τό λόγο αὐτό στό τροπάριο πού ἀκούσαμε καί σέ ὅλη τήν ὑμνογραφία τῆς Πεντηκοστῆς ἀνυμνεῖται ὁ δημιουργός τοῦ παντός, ὁ Πατήρ, πού διά τοῦ Λόγου, τοῦ Υἱοῦ τῆς ἀγάπης Του, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι δημιουργεῖ τόν κόσμο, ἀναδημιουργεῖ, ξανακτίζει τήν κτίσι καί τήν μεταβάλλει σέ νέα, τήν ἀνακαινίζει.

῎Ετσι ἡ ἡμέρα αὐτή συνδέει τήν ἀνάμνησι τῆς γενεθλίου ἡμέρας τοῦ νέου κόσμου μέ τήν ἀνάμνησι τῆς γενεθλίου ἡμέρας τοῦ παλαιοῦ. Τίς δύο γεννήσεις, τήν φυσική καί τήν ὑπερφυσική. Στήν πρώτη μᾶς μεταφέρουν οἱ πρώτες γραμμές τῆς Βίβλου:

“῾Η δέ γῆ ἦν ἀόρατος καί ἀκατασκεύαστος καί σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου καί πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος. Καί εἶπεν ὁ Θεός· Γενηθήτω φῶς. Καί ἐγένετο φῶς. Καί εἶδεν ὁ Θεός τό φῶς ὅτι καλόν” (Γεν. 1,2—4). Στήν δευτέρα συμβαίνει τό ἴδιο.

᾿Επάνω στήν ἄμορφο ὕλη τῶν ἐθνῶν καί τό σκότος τῆς πλάνης ἐκχύνεται ἡ βιαία πνοή τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. ῾Ο λόγος Του ἀνακαινίζει τήν παλαιωθεῖσα κτίσι. “Πάρθοι καί Μῆδοι καί ᾿Ελαμῖται καί οἱ κατοικοῦντες τήν Μεσοποταμίαν, ᾿Ιουδαίαν τε καί Καππαδοκίαν, Πόντον καί τήν ᾿Ασίαν, Φρυγίαν τε καί Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καί τά μέρη τῆς Λυβίης τῆς κατά Κυρήνην…. Ρωμαῖοι, ᾿Ιουδαῖοι τε καί προσήλυτοι, Κρῆτες καί ῎Αραβες” (Πράξ. 2,9—11) εἶναι ἡ νέα ἄβυσσος, τό γέννημα τῆς διασπορᾶς, τῆς κατατμήσεως καί τῆς ἀποσυνθέσεως τοῦ κόσμου. ᾿Επάνω ἀπό αὐτούς τώρα ἐπιφέρεται τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί ὁ Λόγος Του καλεῖ ὅλους εἰς συμφωνίαν, εἰς ἑνότητα Πνεύματος ἁγίου, εἰς τό φῶς.

“῾Ο εἰπών ἐκ σκότους φῶς λάμψαι” (Β.´ Κορ. 4,6) τούς καλεῖ νά ἐπιστρέψουν “ἀπό σκότους εἰς φῶς” (Πράξ. 26,18), νά γίνουν “φῶς ἐν Κυρίῳ” (Ἐφεσ. 5,8).

Καί ἡ ἀναχώνευσις γίνεται μέ τάς πυριμόρφους γλώσσας τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πού διεμερίσθησαν στούς ἀποστόλους. “Καί ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεί πυρός” (Πράξ. 2,3). ῾Η γλῶσσα, τό σύμβολο, τό ἀποτέλεσμα καί τό αἴτιο τοῦ χωρισμοῦ, γίνεται τώρα σύμβολο ἑνότητος, τῆς ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ἑνότητος τοῦ νέου λαοῦ τοῦ Θεοῦ.

῾Ο ἐγκαινισμός τοῦ Πνεύματος συμβολίζεται μέ τήν καινουργία τῶν γλωσσῶν. Διά τοῦ Χριστοῦ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι λαλεῖται τώρα τό μυστήριο τῆς αἰωνίου σωτηρίας. Αὐτό ἀκριβῶς ὑπογραμμίζει τό δεύτερο στιχηρό τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς Πεντηκοστῆς τοῦ α´ ἤχου:

                                        “Γλώσσαις ἀλλογενῶν

ἐκαινούργησας, Χριστέ, τούς σούς μαθητάς,

ἵνα δι᾿αὐτῶν σε κηρύξωσι

τόν ἀθάνατον Λόγον καί Θεόν,

τόν παρέχοντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τό μέγα ἔλεος”.

 ῾Ο λαός λοιπόν τοῦ Θεοῦ, ἡ ᾿Εκκλησία ἑορτάζει κατά τήν Πεντηκοστή τήν γέννησί της. Τήν γενέθλιο ἡμέρα της, ἀλλά καί αὐτό τό μυστήριο τῆς ἰδίας τῆς ζωῆς της. Γιατί ἡ ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν ἔζησε τό μυστήριο τῆς Πεντηκοστῆς σέ μία στιγμή χρόνου κατά τό μακάριο ἐκεῖνο ἔτος καί τήν ἱστορική ἐκείνη ἡμέρα, πού “ἐπλήσθησαν” οἱ μαθηταί “Πνεύματος ἁγίου”.

᾿Αλλά τό ζῇ καθημερινῶς, διαρκῶς, σέ κάθε στιγμή χρόνου, ἀπό τήν ἡμέρα ἐκείνη τήν γενέθλιο μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Γιατί τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἦλθε τότε καί ἔκτοτε μένει καί θά μένῃ εἰς τόν αἰῶνα στόν κόσμο γιά νά συγκροτῇ τήν ᾿Εκκλησία. Πνεῦμα καί ᾿Εκκλησία εἶναι ἀδιασπάστως ἡνωμένα.

Τό ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἡ ψυχή, ἡ ζωή, ἡ ὕπαρξις τῆς ᾿Εκκλησίας, τῆς ἐν ἁγίῳ Πνεύματι καινῆς ζωῆς. Σ᾿ αὐτό ὀφείλεται ἡ ἑνότης, ἡ ἁγιότης, ἡ καθολικότης τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Από αὐτό πηγάζουν τά χαρίσματα, οἱ θεσμοί, ἡ πίστις καί ἡ θεολογία τῆς ᾿Εκκλησίας.

Τήν βιαία Του πνοή καί τήν πυρίμορφο δρόσο Του αἰσθάνεται σέ κάθε βῆμα, σέ κάθε ἐκδήλωσι, σέ κάθε κίνησί της. ᾿Από αὐτό πηγάζουν οἱ ὑπερφυσικές ἐνέργειες τῶν μυστηρίων, πού ζωογονοῦν, πού τροφοδοτοῦν καί ἁγιάζουν τό σῶμά της. Αὐτό θεολογεῖ καί ὁ ποιητής τοῦ τρίτου στιχηροῦ τοῦ ἑσπερινοῦ:

                                        “Πάντα χορηγεῖ τό Πνεῦμα τό ἅγιον·

βρύει προφητείας,

ἱερέας τελειοῖ,

ἀγραμμάτους σοφίαν ἐδίδαξεν,

ἁλιεῖς θεολόγους ἀνέδειξεν,

ὅλων συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς ᾿Εκκλησίας.

῾Ομοούσιε καί ὁμόθρονε

τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ,

Παράκλητε, δόξα σοι”.

Στήν ἱστορική λοιπόν Πεντηκοστή, ἀλλά καί στήν διαρκῆ Πεντηκοστή, στήν ὁποία ζῇ ἡ ᾿Εκκλησία, θά μᾶς μεταφέρῃ κατά τήν ἐπέτειο τοῦ γεγονότος αὐτοῦ. Θά μᾶς καλέσῃ νά κλίνωμε τά γόνατα στάς αὐλάς τοῦ Κυρίου καί νά προσκυνήσωμε τήν ἀήττητο δύναμί Του, νά δοξολογήσωμε τήν ἁγία Τριάδα, πού φωτίζει καί ἁγιάζει τίς ψυχές μας.

Καί στήν στάση αὐτή τῆς ταπεινώσεως, τῆς κλίσεως τῶν γονάτων καί τοῦ αὐχένος, νά ὑποδεχθοῦμε τήν χάρι τοῦ Παρακλήτου. Νά ἀνανεώσωμε καί νά ἀναρριπίσωμε τήν φλόγα τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Νά συνειδητοποιήσωμε τήν θέσι μας καί τήν ὑπόστασί μας σάν μελῶν τῆς ᾿Εκκλησίας, σάν ναῶν τοῦ ἁγίου Πνεύματος.

Ναῶν καί σκευῶν καθαρῶν, δοχείων τοῦ Παρακλήτου, τῶν ὁποίων κάθε σκέψις θά ὑπαγορεύεται ἀπό τό Πνεῦμα τῆς σοφίας, κάθε ἐνέργεια ἀπό τό Πνεῦμα τῆς συνέσεως, τό ἀγαθόν, τό εὐθές, τό νοερόν, τό ἡγεμονεῦον, τό καθαῖρον τά πταίσματα.

Τό Πνεῦμα τό ἅγιον, τό Κύριον καί ζωοποιόν, τό θεῖον πού θεοποιεῖ τούς ἀνθρώπους, πού διά τῆς χάριτός Του μᾶς μεταβάλλει σέ “Θεούς κατά μέθεξιν”.

Αὐτό τό ὑπερφυές γεγονός τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Παρακλήτου περιγράφουν τά τρία θαυμάσια τροπάρια τῶν αἴνων καί τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ δ´ ἤχου. Αὐτό τό Πνεῦμα ἐγκωμιάζουν καί αὐτοῦ τήν χάρι ἐπικαλοῦνται μαζί μέ τό δοξαστικό τοῦ πλ. β´ ἤχου.

“Παράδοξα σήμερον

εἶδον τά ἔθνη πάντα ἐν πόλει Δαυίδ,

ὅτε τό Πνεῦμα κατῆλθε τό ἅγιον

ἐν πυρίναις γλώσσαις,

καθώς ὁ θεηγόρος Λουκᾶς ἀπεφθέγξατο.

Φησί γάρ· Συνηγμένων τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ,

ἐγένετο ἤχος, καθάπερ φερομένης βιαίας πνοῆς,

καί ἐπλήρωσε τόν οἶκον, οὗ ἦσαν καθήμενοι·

καί πάντες ἤρξαντο φθέγγεσθαι

ξένοις ρήμασι, ξένοις δόγμασι,

ξένοις διδάγμασι τῆς ἁγίας Τριάδος”.

“Τό Πνεῦμα τό ἅγιον,

ἦν μέν ἀεί καί ἔστι καί ἔσται

οὔτε ἀρξάμενον οὔτε παυσόμενον,

ἀλλ᾿ ἀεί Πατρί καί Υἱῷ συντεταγμένον

καί συναριθμούμενον.

Ζωή καί ζωοποιοῦν·

φῶς καί φωτός χορηγόν·

αὐτάγαθον καί πηγή ἀγαθότητος·

δι᾿ οὗ Πατήρ γνωρίζεται

καί Υἱός δοξάζεται

καί παρά πάντων γινώσκεται,

μία δύναμις, μία σύνταξις,

μία προσκύνησις τῆς ἁγίας Τριάδος”.

“Τό Πνεῦμα τό ἅγιον,

φῶς καί ζωή καί ζῶσα πηγή νοερά,

Πνεῦμα σοφίας, Πνεῦμα συνέσεως·

ἀγαθόν, εὐθές, νοερόν,

ἡγεμονεῦον, καθαῖρον τά πταίσματα.

Θεός καί θεοποιοῦν·

πῦρ ἐκ πυρός προϊόν·

λαλοῦν, ἐνεργοῦν,

διαιροῦν τά χαρίσματα·

δι᾿ οὗ προφῆται ἅπαντες

καί Θεοῦ ἀπόστολοι

μετά μαρτύρων ἐστέφθησαν.

Ξένον ἄκουσμα, ξένον θέαμα,

πῦρ διαιρούμενον εἰς νομάς χαρισμάτων”.

“Βασιλεῦ οὐράνιε,

Παράκλητε, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας,

ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν,

ὁ θησαυρός τῶν ἀγαθῶν καί ζωῆς χορηγός·

ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν

καί καθάρισον ἡμᾶς ἀπό πάσης κηλῖδος

καί σῶσον, ἀγαθέ, τάς ψυχάς ἡμῶν”.

Ἀπόσπασμα ἀπό τήν σειρά “Λογική Λατρεία”

Κυριακή πρὶν τὴν Πεντηκοστή

27 Μαΐου, 2023

Metropolitan Anthony Bloom

Ἔχουμε ἀκούσει στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων πώς, καθὼς ἡ Ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς πλησίαζε, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶχε ἀρχίσει τὸ ταξίδι του πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα για νὰ βρεθεῖ μὲ ὅλους αὐτοὺς ποὺ ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν ἡμέρα εἶχαν λάβει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

Ἀπό ὅλους αὐτούς, ἦταν ὁ μόνος ὁ ὁποῖος δὲν ἦταν παρών στὸ ὑπερῶο ὅπου συνέβη τὸ γεγονός. Κι ὅμως, ὁ Θεὸς τοῦ εἶχε δώσει μιὰ τέλεια, μιὰ πραγματικὴ μεταστροφὴ στὴν καρδιά, στὸ νοῦ, στὴ ζωὴ καὶ τοῦ εἶχε δωρίσει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σὲ ἀπάντηση τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφοσοίωσής του σ’ Ἐκεῖνον ποὺ λάτρεψε ἄν καὶ δὲν Τὸν εἶχε γνωρίσει.

Καὶ ἐμεῖς πορευόμαστε πρὸς τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς· θὰ ἑορτάσουμε τὸ γεγονὸς τὴν ἑπόμενη ἑβδομάδα. Ὅταν ὁ Παῦλος ἦταν καθ’ ὁδόν, ἀναλογιζόταν τὶ τοῦ εἶχε συμβεῖ στὸ μοναχικὸ του ταξίδι ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ στὴ Δαμασκὸ καὶ τὴν Δωρεὰ τοῦ Πνεύματος ποὺ εἶχε λάβει μέσῳ τοῦ Ἀνανία.

Ἔτσι καὶ ἐμεῖς θὰ πρέπει νὰ ἀναλογιστοῦμε τὶ μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός. Μᾶς ἔδωσε ὀντότητα καὶ ἐνεφύσησε τὴ ζωὴ μέσα μας, ὄχι μόνο τὴν σωματική, ἀλλὰ μιὰ ζωὴ ποὺ μᾶς ἔκανε συγγενεῖς μὲ Αὐτόν, συγγενεῖς μὲ τὴν δική Του ζωή. Μᾶς ἔδωσε τὴν δυνατότητα νὰ Τὸν γνωρίσουμε, Αὐτὸν τὸν Ζωντανὸ Θεό, καὶ νὰ συναντήσουμε, στὸ Εὐαγγέλιο και στὴ ζωή, τὸν Μονογενῆ Υιό Του, τὸν Κύριο μας Ἰησοῦ Χριστό.

Ἡ συνάντηση αὐτὴ συμβαίνει, στὸ Βάπτισμα, στὸ Ἅγιο Χρῖσμα, στὴν Κοινωνία μὲ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, στὴν μυστηριώδη, σιωπηλὴ κοινωνία τῆς προσευχῆς, στὶς στιγμὲς ὅπου ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἦρθε κοντά μας, ἄν καὶ δὲν Τὸν σκεφτόμασταν· μᾶς ἔχει δώσει τόσα πολλά.

Ἄς συλλογιστοῦμε ὅλα ὅσα μᾶς ἔχει δώσει, ρωτώντας τὸν ἑαυτό μας ἄν ὄντως εἴμαστε μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Ξέρουμε ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο τὶ σημαίνει νὰ εἶναι κάποιος μαθητής: ὅλη του ἡ ζωὴ εἶναι ὁ Χριστός, τὸ νὰ πεθάνει εἶναι ὄφελος γιατὶ ὅσο ζεῖ εἶναι χωρισμένος ἀπὸ τὸν Χριστὸ ποὺ ἀγαπάει καὶ εἶναι τὰ πάντα γιὰ τὴν ζωή του, ὄχι μόνο στὴν ἐποχή του, ἀλλὰ στὴν αἰωνιότητα.

Ὡστόσο λέει ὁ Ἀπόστολος ὅτι εἶναι προετοιμασμένος νὰ ζήσει καὶ ὄχι νὰ πεθάνει γιατὶ ἡ παρουσία του στὴ γῆ εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τοὺς ἄλλους.

Αὐτὸ εἶναι τὸ μέτρο τῆς κοινωνίας ποὺ εἶχε μὲ τὸν Χριστό. Καὶ αὐτὸ φαίνεται τόσο συγκινητικὰ σὲ ἕναν παραλληλισμὸ μεταξὺ μιᾶς μικρῆς φράσης στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καὶ στὸ Εὐαγγέλιο: Καὶ ὁ Χριστὸς καὶ ὁ μαθητὴς λένε ὅτι τώρα πᾶνε πίσω στὸν Πατέρα, ὅτι ἡ ὥρα τῆς ἀναχώρησής τους ἔχει ἔρθει.

Ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ τοῦ μαθητῆ ἔχει ταυτιστεῖ σὲ τέτοιο βαθμό μὲ ὅ,τι ἀντιπροσώπευε ὁ Χριστός, καὶ, πέρα ἀπὸ αὐτό, μὲ αὐτὸ ποὺ ἦταν ὁ Χριστός, ὥστε ὅ,τι ἔγινε πράξη στὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ἔγινε καὶ στὸν μαθητή.

Ὄντως, γιὰ τὸν μαθητή, ἡ ζωὴ του ἦταν ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Χριστὸς ἦταν ἡ ζωή του καὶ ἀποζητοῦσε τὸν θάνατο του, ἀλλὰ εἶχε μάθει ἀπὸ τὸν Θεὸ κάτι παραπάνω ἀπ’ αὐτὴν τὴν λαχτάρα γιὰ ἐλευθερία, γιὰ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ ποὺ εἶχε λατρέψει καὶ ὑπηρετήσει τόσο πιστά – εἶχε μάθει ὅτι τὸ νὰ δίνει εἶναι μεγαλύτερη χαρὰ ἀπὸ τὸ νὰ λαμβάνει.

Οἱ ἅγιοι εἶχαν ἀκούσει τὸν Χριστὸ νὰ λέει, «Κανεὶς δὲν ἀγαπάει περισσότερο ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ θυσιάζει τὴ ζωή του γιὰ τοὺς φίλους του».

Ὁ Παῦλος, οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι, και ἀμέτρητοι μεταγενέστερα ἅγιοι ἔδωσαν τὶς ζωές τους, ἀψηφώντας την μέρα μὲ τὴ μέρα ξεχνώντας τοὺς ἑαυτούς τους, ἀπορρίπτοντας κάθε σκέψη, κάθε ἔγνοια γιὰ τοὺς ἴδιους, ἔχοντας στὴν σκέψη τους μόνο αὐτοὺς ποὺ χρειάζονταν τὸν Θεό, αὐτούς ποὺ χρειάζονταν τὸν λόγο τῆς ἀλήθειας, τὴν Θεία ἀγάπη.

Ἔζησαν γιὰ τοὺς ἄλλους, δίνοντας τόσο γενναιόδωρα ὅσα ἔλαβαν.

Καλούμαστε ἐπίσης νὰ μάθουμε τὴ χαρά, τὴν εὐφρόσυνη καὶ θαυμάσια χαρὰ τῆς προσφορᾶς, τὴ χαρὰ τοῦ νὰ ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας ὥστε νὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι νὰ προσφέρουμε, καὶ νὰ τὸ κάνουμε σὲ ὅλες τὶς περιστάσεις, στὰ πιὸ μικρὰ καὶ στὰ πιὸ σπουδαῖα πράγματα.

Καὶ αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ μάθουμε μόνο μέσῳ τῆς δύναμης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ μᾶς ἑνώνει μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μᾶς κάνει ἕνα σῶμα μὲ Αὐτόν, ἕνα σῶμα ἀνθρώπων ἑνωμένων μὲ τὰ δεσμὰ μιᾶς ἀπόλυτης συντροφικότητας, ἕνα μὲ τὸν Θεὸ ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ἑνότητα μας.

Ἄς σκεφτοῦμε ὅλα ὅσα ἔχουμε δεχθεῖ ἀπό τὸν Θεὸ καὶ ἄς ἀναρωτηθοῦμε: Τὶ μποροῦμε νὰ δώσουμε πρῶτα σὲ Αὐτόν, ὥστε νὰ χαρεῖ γιὰ μᾶς, ὥστε νὰ ξέρει ὅτι δὲν ἔχει ζήσει καὶ δὲν ἔχει πεθάνει μάταια;

Καὶ τὶ μποροῦμε νὰ δώσουμε σὲ ὅλους ὅσους εἶναι γύρω μας, ξεκινώντας ἀπὸ τὶς μικρότερες, τὶς πιὸ ταπεινὲς δωρεὲς πρὸς αὐτοὺς ποὺ εἶναι πιὸ κοντὰ μας καὶ τελειώνοντας μὲ τὸ νὰ προσφέρουμε ὅτι μποροῦμε σὲ αὐτοὺς ποὺ χρειάζονται περισσότερα;

Τότε ἡ Πεντηκοστὴ θὰ ἔρθει σὰν ἕνα δῶρο ζωῆς, ἕνα δῶρο ποὺ μᾶς ἑνώνει σέ ἕνα σῶμα τὸ ὁποῖο εἶναι ἱκανὸ νὰ εἶναι γιὰ τοὺς ἄλλους ἕνα ἐπίγειο ὅραμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ πηγὴ ζωῆς καὶ χαράς, ὥστε πραγματικὰ ἡ χαρά μας καὶ ἡ χαρὰ ὅλων αὐτῶν ποὺ συναντοῦμε νὰ γίνει πραγματικότητα. Ἀμήν.

Η ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

24 Μαΐου, 2023

 π.Ἀλεξάνδρου Σμέμαν

Ἕνα ρίγος χαρᾶς διαπερνᾶ τὴ λέξη “ἀνὰληψη”, πού δείχνει μιὰ πρόκληση πρὸς τοὺς ἀποκαλούμενους “νόμους τῆς φύσεως”, πρὸς τὴ διαρκῆ κάθοδο καὶ πτώση· εἶναι μιὰ λέξη πού ἀκυρώνει τοὺς νόμους τῆς βαρύτητας καὶ πτώσης. Ἐδῶ ἀντίθετα τὰ πάντα εἶναι ἐλαφράδα, πέταγμα, μιὰ ἀτέλειωτη ἄνοδος.

Ἡ Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου γιορτάζεται σαράντα μέρες μετὰ τὸ Πάσχα, τὴν Πέμπτη τῆς ἕκτης ἑβδομάδας μετὰ τὴ γιορτὴ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ.

Τὴν Τετάρτη, τὴν παραμονή, ἡ Ἐκκλησία τελεῖ τὴν ἀποκαλούμενη “Ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα”, σὰν νὰ χαιρετᾶ δηλ. τὸ Πάσχα.

Ἡ ἀκολουθία εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἴδια, ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους, ὅπως αὐτὴ τῆς νύχτας τοῦ Πάσχα, μὲ τὴν ἀπαγγελία ἀκριβῶς τῶν ἴδιων στίχων:

“Ἀναστήτω ὁ Θεὸς καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ Αὐτοῦ…”, “Αὕτη ἡ ἡμέρα ἥν ἐποίησεν ὁ Κύριος, ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ”.

Ὅταν ψάλλει αὐτοὺς τοὺς στίχους ὁ ἱερεύς, κρατᾶ τὴν πασχάλια λαμπάδα καὶ θυμιατίζει ὁλόκληρη τὴν ἐκκλησία, ἐνῶ σὲ ἀπάντηση ψάλλεται τὸ “Χριστὸς ἀνέστη”. Ἀποχωριζόμαστε τὸ Πάσχα, τὸ “ἀποδίδουμε” στὸ ἑπόμενο ἔτος.

Ἴσως νὰ ἔπρεπε νὰ αἰσθανόμαστε λυπημένοι. Ἀντί ὅμως γιὰ λύπη, μᾶς δίνεται νέα χαρά: ἡ χαρὰ νὰ στοχαζόμαστε καὶ νὰ γιορτάζουμε τὴν Ἀνάληψη.

Σύμφωνα μὲ τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, ὁ Κύριος ἀφοῦ ἔδωσε τὶς τελευταῖες ὁδηγίες στοὺς μαθητές, «ἐξήγαγε … αὐτοὺς ἔξω ἕως εἰς Βηθανίαν, καὶ ἐπάρας τὰς χεῖρας αὐτοῦ εὐλόγησεν αὐτούς. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν. καὶ αὐτοὶ προσκυνήσαντες αὐτὸν ὑπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ μετὰ χαρᾶς μεγάλης», (Λουκ. 24, 50-52). “Μετὰ χαρᾶς μεγάλης…”.

Ποιὰ εἶναι ἡ πηγὴ αὐτῆς τῆς μεγάλης χαρᾶς πού ἀντέχει μέχρι σήμερα καὶ ἐκρήγνυται μὲ τέτοια ἐκπληκτικὴ λαμπρότητα τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναλήψεως; Ἐπειδὴ φαίνεται σὰν ὁ Χριστὸς νὰ ἔφυγε καὶ νὰ ἄφησε μόνους τούς μαθητές· ἦταν μιὰ μέρα χωρισμοῦ.

Μπροστά τους βρίσκεται ὁ πολὺ μακρὺς δρόμος τοῦ κηρύγματος, τῶν διωγμῶν, τοῦ πόνου καὶ τοῦ πειρασμοῦ πού γεμίζουν μέχρι ὑπερχείλισης τὴν ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Φαίνεται πώς παρῆλθε ἡ χαρά, ἡ χαρὰ τῆς ἐπίγειας καὶ καθημερινῆς συντροφιᾶς μὲ τόν Χριστό, πώς ἔφθασε στὸ τέλος ἡ προστασία πού παρεῖχε ἡ δύναμη καὶ ἡ θεότητά Του.

Πόσο σωστὰ ὅμως ἔκανε κάποιος ἱερέας πού ὀνόμασε τὴν ὁμιλία του γιὰ τὴν Ἀνάληψη “χαρὰ τοῦ χωρισμοῦ”! Φυσικὰ ἡ Ἐκκλησία δὲν ἑορτάζει τὴν ἀναχώρηση τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Χριστὸς εἶπε: «μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος». (Ματθ. 28, 20), καὶ ὁλόκληρη ἡ χαρὰ τῆς Χριστιανικῆς πίστης βρίσκεται στὴ συνειδητοποίηση τῆς παρουσίας Του, ὅπως ἀκριβῶς τὴν ὑποσχέθηκε:

«οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. 18, 20). Δὲν γιορτάζουμε τὴν ἀναχώρηση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά τὴν ἀνάληψή Του στοὺς οὐρανούς.

Ἡ ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως ἀποτελεῖ γιορτασμὸ τοῦ ἀνοίγματος τοῦ οὐρανοῦ στοὺς ἀνθρώπους, τοῦ οὐρανοῦ ὡς τοῦ νέου καὶ αἰώνιου οἴκου, τοῦ οὐρανοῦ ὡς τῆς ἀληθινῆς μας πατρίδας.

Ἡ ἁμαρτία χώρισε βίαια τὴ γῆ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ μᾶς ἔκανε γήινους καὶ χοντροκομμένους, προσήλωσε τὸ βλέμμα μας σταθερὰ στὸ ἔδαφος καὶ ἔκανε τὴ ζωὴ μας ἀποκλειστικὰ γεωτροπική. Ἁμαρτία εἶναι ἡ προδοσία τοῦ οὐρανοῦ μέσα στὴν ψυχή. Αὐτὴ ἀκριβῶς τὴ μέρα, τὴν ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως, νιώθουμε τρομοκρατημένοι ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄρνηση πού γεμίζει ὁλόκληρο τὸν κόσμο.

Ὁ ἄνθρωπος μὲ ὑπεροψία καὶ περηφάνια ἀναγγέλλει πώς εἶναι μόνο ὑλικός, πώς ὁλόκληρος ὁ κόσμος εἶναι ὑλικός, καὶ πώς τίποτε δὲν ὑπάρχει πέρα ἀπὸ τὸ ὑλικό. Καὶ γιὰ κάποιο λόγο εἶναι ἀκόμη καὶ χαρούμενος γι’ αὐτό, καὶ μιλᾶ μὲ οἶκτο καὶ συγκατάβαση γι’ αὐτοὺς πού ἀκόμη πιστεύουν σὲ κάποιου εἴδους “οὐρανὸ” σὰν νὰ πρόκειται γιὰ γελωτοποιοὺς ἤ γιὰ ἀγροίκους.

Ἐλᾶτε ἀδελφοί, “οὐρανοὶ” εἶναι ἁπλῶς ὁ οὐρανός, εἶναι τόσο ὑλικὸς ὅσο καὶ καθετί ἄλλο··δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο, δὲν ὑπῆρξε οὔτε καὶ θὰ ὑπάρξει. Πεθαίνουμε, ἐξαφανιζόμαστε· ἔτσι στὸ μεταξὺ ἂς κτίσουμε ἕναν ἐπίγειο παράδεισο καὶ ἂς ξεχάσουμε τὶς φαντασίες τῶν παπάδων.

Αὐτὸ ἐν συντομία εἶναι τὸ τελικὸ ἀποτέλεσμα καὶ ἡ οὐσία τοῦ πολιτισμοῦ μας, τῆς ἐπιστήμης μας, τῆς ἰδεολογίας μας. Ἡ πρόοδος καταλήγει στὸ νεκροταφεῖο, μὲ τὴν πρόοδο τῶν σκουληκιῶν ποῦ τρέφονται ἀπὸ τὰ πτώματα.

Ἀλλά τί μᾶς προτείνετε, μᾶς ἐρωτοῦν, ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ οὐρανὸς γιὰ τὸν ὁποῖο μιλᾶτε, στὸν ὁποῖο ὁ Χριστὸς ἀνελήφθη; Τέλος πάντων, τίποτε δὲν ὑπάρχει στὸν οὐρανὸ γιὰ τὸ ὁποῖο μιλᾶτε.

Ἂς ἀπαντήσει σ’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος, ὁ μεγάλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας πού ἔζησε δέκα ἔξι αἰῶνες πρίν. Μιλώντας γιὰ τὸν οὐρανό, ἀναφωνεῖ:

«Τί ἀνάγκη ἔχω ἀπὸ τὸν οὐρανό, ὅταν ἐγώ ὁ ἴδιος θὰ γίνω οὐρανὸς;». Ἂς ἔρθει ἡ ἀπάντηση ἀπό τούς Πατέρες μας πού ὀνόμαζαν τὴν Ἐκκλησία “ἐπίγειο οὐρανό”.

Τὸ οὐσιαστικὸ σημεῖο αὐτῶν τῶν δύο ἀπαντήσεων εἶναι τὸ ἑξῆς: οὐρανὸς εἶναι τὸ ὄνομα τῆς αὐθεντικῆς κλήσης μας ὡς ἀνθρώπινα πλάσματα, οὐρανὸς εἶναι ἡ τελικὴ ἀλήθεια γιὰ τὴ γῆ. Ὄχι.

Ὁ οὐρανὸς δὲν βρίσκεται κάπου στὸ ἀπώτερο διάστημα πέρα ἀπό τούς πλανῆτες ἤ σὲ κάποιον ἄγνωστο γαλαξία.

Οὐρανὸς εἶναι αὐτὸ πού μᾶς ἐπιστρέφει ὁ Χριστός, ὅ,τι χάσαμε μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ὑπερηφάνεια, μὲ τὶς ἐπίγειες, ἀποκλειστικὰ γήινες, ἐπιστῆμες καὶ ἰδεολογίες, καὶ τώρα εἶναι ἀνοικτός, μᾶς τὸν προσφέρει καὶ μᾶς τὸν ἐπιστρέφει ὁ Χριστός.

Οὐρανὸς εἶναι τὸ βασίλειο τῆς αἰώνιας ζωῆς, τὸ βασίλειο τῆς ἀλήθειας, τῆς καλωσύνης καὶ τῆς ὀμορφιᾶς. Οὐρανὸς εἶναι ὁλόκληρη ἡ πνευματικὴ μεταμόρφωση τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς· οὐρανὸς εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ νίκη πάνω στὸ θάνατο, ὁ θρίαμβος τῆς ἀγάπης καὶ τῆς φροντίδας· οὐρανὸς εἶναι ἡ ἐκπλήρωση αὐτῆς τῆς ἔσχατης ἐπιθυμίας, γιὰ τὴν ὁποία εἰπώθηκε:

«ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α’ Κορ. 2, 9).

Ὅλα αὐτὰ μᾶς ἔχουν ἀποκαλυφθεῖ, μᾶς ἔχουν δοθεῖ ἀπὸ τὸν Χριστό. Καὶ ἔτσι ὁ οὐρανὸς διαπερνᾶ τὴ ζωή μας ἐδῶ καὶ τώρα, ἡ ἴδια ἡ γῆ γίνεται μιὰ ἀντανάκλαση, ἕνα εἴδωλο τῆς οὐράνιας ὀμορφιᾶς. Ποιὸς κατῆλθε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ γιὰ νὰ μᾶς ἐπιστρέψει τὸν οὐρανό; Ὁ Θεός.

Ποιὸς ἀνέβηκε ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό; Ὁ ἄνθρωπος Ἰησοῦς.

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέει πώς “ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος θεός”.

Ὁ Θεὸς κατέβηκε στὴ γῆ γιὰ νὰ μπορέσουμε ἐμεῖς νὰ ἀνεβοῦμε στὸν οὐρανό! Αὐτὸ ἀκριβῶς γιορτάζουμε τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναλήψεως! Αὐτὴ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς λαμπρότητας καὶ τῆς ἄρρητης χαρᾶς. Ἂν ὁ Χριστὸς βρίσκεται στὸν οὐρανό, κι ἂν Τὸν πιστεύουμε καὶ Τὸν ἀγαποῦμε, τότε εἴμαστε κι ἐμεῖς μαζί Του, στὸ δεῖπνο Του, στὴ Βασιλεία Του.

Ἂν ἡ ἀνθρωπότητα ἀναληφθεῖ μαζί Του, καὶ δὲν πέσει, τότε θὰ ἀνέβω μαζί Του κι ἐγὼ προσκεκλημένος ἀπ’ Αὐτόν. Καὶ “ἐν Αὐτῷ” μοῦ ἀποκαλύπτεται ὁ σκοπός, τὸ νόημα καὶ ἡ ἔσχατη χαρὰ τῆς ζωῆς μου. Τὸ καθετί γύρω μας μᾶς τραβᾶ πρὸς τὰ κάτω.

Ἀτενίζω ὅμως τὴ θεϊκὴ σάρκα νὰ ἀνέρχεται στὸν οὐρανό, τὸν Χριστὸ νὰ τραβᾶ πρὸς τὰ πάνω «ἐν φωνῇ σάλπιγγος», καί λέω στόν ἑαυτό μου καί στόν κόσμο: ἐδῶ βρίσκεται ἡ ἀλήθεια γιά τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο, ἐδῶ εἶναι ἡ ζωή στήν ὁποία ὁ Χριστός μᾶς καλεῖ ἀπό τήν αἰωνιότητα.

Τήν ὑπέρ ἡμῶν πληρώσας οἰκονομίαν καί τά ἐπί γῆς ἑνώσας τοῖς οὐρανίοις, ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, οὐδαμόθεν χωριζόμενος, ἀλλά μένων ἀδιάστατος καί βοῶν τοῖς ἀγαπῶσί σε· Ἐγώ εἰμι μεθ’ ὑμῶν καί οὐδείς καθ’ ὑμῶν.

Η ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΣ

13 Μαΐου, 2023

π.Ἀλέξανδρος Σμέμαν

18[1]

Τέσσερις ἑβδομάδες μετὰ τὸ Πάσχα τὸ εὐαγγέλιο πού διαβάζεται στὶς ἐκκλησίες εἶναι ἡ ἀφήγηση τοῦ εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη γιὰ τὴν ἐκπληκτικὴ συζήτηση τοῦ Χριστοῦ μὲ μιὰ Σαμαρείτισσα.

Σύμφωνα μὲ τὸ εὐαγγέλιο, ὁ Χριστὸς σταματᾶ σ’ ἕνα πηγάδι κοντὰ στὴν πόλη Σιχάρ. ἐνῶ οἱ μαθητὲς Του πᾶνε στὴν πόλη γιὰ νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα.

Μιὰ γυναίκα ἔρχεται στὸ πηγάδι γιὰ νὰ πάρει νερό, καὶ ὁ Χριστὸς τῆς ζητεῖ νὰ πιεῖ.

Ἀρχίζουν μιὰ συζήτηση, καὶ κάποια στιγμὴ ἡ γυναίκα ἐρωτᾶ τὸν Χριστό,

“οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτω προσεκύνησαν καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν Ἱεροσολύμοις ἐστὶν τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν“ (Ἰωάν. 4, 20).

Τὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἀφορᾶ μιὰ πολύχρονη ἀντιδικία μεταξὺ Ἰουδαίων καὶ Σαμαρειτῶν, πού εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν ὀρθόδοξο Ἰουδαϊσμό. Γιὰ τοὺς Ἰουδαίους τὸ θρησκευτικὸ κέντρο ἦταν ἡ Ἱερουσαλήμ· γιὰ τοὺς Σαμαρεῖτες ἕνα βουνὸ στὴ Σαμάρεια.

Εἶναι σαφὲς πώς ἦταν μιὰ διαμάχη γιὰ τὰ ἐξωτερικά, τελετουργικὰ χαρακτηριστικά τῆς θρησκείας.

Ἀπαντώντας της ὁ Χριστὸς τῆς λέει:

«γύναι, πίστευσόν μοι ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν ῾Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ πατρί. ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων ἐστίν. ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν». (Ἰωάν. 4, 21-24).

Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία πώς οἱ στίχοι αὐτοὶ ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννη εἶναι κρίσιμοι στὴν κατανόηση τοῦ Χριστιανισμοῦ. Αὐτὰ τὰ λόγια ἐκφράζουν καὶ αἰώνια διακηρύσσουν μιὰ γνήσια θρησκευτικὴ ἐπανάσταση, μιὰ ἐπανάσταση στὴν ἔννοια τῆς θρησκείας· σ’ αὐτὲς τὶς λίγες γραμμὲς βλέπουμε τὴ γέννηση τοῦ Χριστιανισμοῦ.

“Ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ”. Ἡ θρησκεία μέχρι τότε καὶ γιὰ αἰῶνες ἀποτελεῖτο ἀπὸ κανόνες, νόμους καὶ διατάξεις, καὶ ἔτσι ἡ τήρηση τῆς θρησκείας συνίστατο ἀποκλειστικὰ ἀπὸ μιὰ τυφλή, ἀναντίρρητη ὑποταγὴ σ’ αὐτοὺς τοὺς κανόνες. Ὄχι σ’ αὐτὸ τὸ βουνὸ ἀλλά στὰ Ἱεροσόλυμα· ὄχι ἐδῶ, ἀλλά ἐκεῖ· ὄχι μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀλλά μ’ ἐκεῖνον.

Ἔτσι προσφέροντας στὸν Θεὸ χιλιάδες τέτοιες συνταγές, οἱ ἄνθρωποι προστατεύονταν ἀπό τούς μπελάδες, ἀπὸ τὸ φόβο καὶ ἀπὸ τὴν ἐπώδυνη ἀναζήτηση. Εἶχαν κατασκευάσει ἕνα κλουβὶ στὸ ὁποῖο τὸ καθετί ἦταν προσεκτικὰ καὶ σαφῶς καθορισμένο καὶ δὲν ὑπῆρχε ἄλλη ἀπαίτηση ἀπὸ τὴν ἀκριβῆ τήρησή του.

Ὅλα αὐτὰ τώρα σβήνονται καὶ ἀνατρέπονται μὲ λίγες λέξεις. Ἡ προσκύνηση δὲν γίνεται σ’ αὐτὸ τὸ βουνό, οὔτε στὰ Ἱεροσόλυμα, ἄλλα “ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ”. Μ’ ἄλλα λόγια ὄχι μὲ φόβο καὶ στὰ τυφλά, ὄχι μὲ ἀγωνία καὶ στενοχώρια, ἀλλά μὲ γνώση καὶ ἐλευθερία, μὲ ἐλεύθερη ἐπιλογὴ καὶ ἀγάπη, ὅπως ἡ ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ γιὰ τὸν πατέρα του.

Τώρα στὸ κέντρο τῆς θρησκείας, στὴν καρδιά της, δὲν βρίσκεται ὁ νόμος, ἡ ὑποταγή, ἡ συνταγή, ἀλλά ἡ ἀλήθεια: “γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν”, εἶπε ὁ Χριστός, “καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς” (Ἰωάν. 8, 32). Στὴν καρδιὰ της τώρα βρίσκεται ἡ διαδικασία τῆς ἀναζήτησης: “ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε” (Ματθ. 7, 7).

Ὄχι καθησυχασμός, ἀλλά δίψα: “μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην” (Ματθ. 5, 6). Ὄχι δουλεία, ἀλλά ἐλευθερία: “οὐκέτι ὑμᾶς λέγω δούλους, ὅτι ὁ δοῦλος οὐκ οἶδε τί ποιεῖ αὐτοῦ ὁ κύριος” (Ἰωάν. 15, 15).

Ὄχι φιλονομία ἀλλά ἀγάπη: “ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν” (Μάτθ. 9, 13)· “ἐντολήν καινὴν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα καὶ ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους” (Ἰωάν. 13, 34).

Φυσικὰ στὴν Ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ οἱ ἄνθρωποι συχνὰ ξέχασαν τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ἀλήθεια καὶ ἐπέστρεψαν στὴ θρησκεία τοῦ φόβου καὶ τῆς τυπολατρίας, στὴ διαμάχη γιὰ τὸ βουνὸ καὶ τὴν Ἱερουσαλήμ. Ἀπ’ ἔξω δὲ ὁ Χριστιανισμὸς πολὺ συχνὰ φαίνετει νὰ εἶναι μόνο νόμοι καὶ συνταγές.

Δὲν πρέπει ὅμως νὰ κριθεῖ ἀπὸ τὰ ἐξωτερικά, οὔτε ἀπὸ τὶς ἧττες καὶ τὶς παραμορφώσεις, ἀλλά ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ θεία φώτιση. Πρέπει νὰ κριθεῖ ἐπὶ τῇ βάσει αὐτῶν πού δέχθηκαν σοβαρὰ καὶ χωρὶς καμιὰ ἐπιφύλαξη αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ἀλήθεια, καὶ πού ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τους ἔχει γίνει μιὰ συνεχὴς πτήση ἀγάπης, ἐλευθερίας, χαρᾶς καὶ πνευματικῆς μεταμόρφωσης.

Παρ’ ὅλες τὶς ἱστορικὲς πτώσεις καὶ ἀποτυχίες του, ὁ Χριστιανισμὸς ποτὲ δὲν ἔσβησε αὐτὰ τὰ λόγια ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο, καὶ γι’αὐτὸ κρίνεται μὲ βάση αὐτά.

Ἡ ἀντιθρησκευτικὴ προπαγάνδα, μὲ πολὺ πιὸ τραγικὰ ἀποτελέσματα, μὲ τὸ τυφλὸ μίσος της πρὸς τὴ θρησκεία, ἀγνοεῖ αὐτὰ τὰ λόγια σὰν νὰ μὴν εἰπώθηκαν ποτέ, καὶ γιὰ νὰ ξεμπερδέψει μὲ τὴ θρησκεία μὲ τὴ μεγαλύτερη εὐκολία, τὴν ἐξισώνει μὲ τὰ ἐξωτερικὰ χαρακτηριστικά, τὶς προλήψεις καὶ τὸ φόβο.

Ὁ Χριστιανισμὸς ὅμως κατεξοχὴν εἶναι ὁ Χριστός, καὶ ἡ διδασκαλία Του, τὸ εὐαγγέλιο. Τὸ εὐαγγέλιο ἀφηγεῖται πώς οἱ ἄνθρωποι προτίμησαν τὴ δική τους γνώμη, τὴ δική τους ἰδεολογία, τὸ δικό τους νόμο ἀπὸ τὸ “ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ”, καὶ πόσο ἀφόρητη ἦταν αὐτή ἡ πρόσκληση γιὰ ἀπελευθέρωση.

Ἐδῶ, σ’ αὐτὴ τὴν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων πού ἀπέρριψαν Αὐτὸν πού τοὺς κάλεσε νὰ ζήσουν “ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ”, βρίσκεται ὁλόκληρο τὸ νόημα τοῦ εὐαγγελίου. Ἔτσι τὸ ἴδιο τὸ εὐαγγέλιο μᾶς δίνει μιὰ ἐξήγηση γιὰ τὸ μίσος ἐνάντια στὸν Χριστό, τὸ ἴδιο μίσος πού σήμερα ἀναγκάζει τοὺς ἀνθρώπους νὰ ψεύδονται, νὰ συκοφαντοῦν καὶ σιωπηλὰ νὰ Τὸν ἀγνοοῦν.

Ἀκόμη καὶ τώρα ἡ ἀπειλή πού θέτει ὁ Χριστιανισμὸς σὲ κάθε ἰδεολογία εἶναι αὐτὸ τὸ “ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ”. Αὐτὰ τὰ λόγια εἶναι μιὰ αἰώνια χειρονομία περιφρόνησης κάθε εἰδώλου, θρησκευτικοῦ ἢ ἰδεολογικοῦ· ὅσο δὲ αὐτὲς οἱ λέξεις δὲν ἔχουν ἐντελῶς ξερριζωθεῖ ἀπὸ τὴ μνήμη, ὁ ἄνθρωπος ποτὲ δὲν θὰ δεχθεῖ ὁλοκληρωτικὰ μιὰ διδασκαλία πού τὸν σκλαβώνει στὴν ὕλη καὶ πού τὸν μετατρέπει σὲ ἕναν ὀδοντωτὸ τροχὸ μίας ἀπρόσωπης πορείας, σὲ ἕναν ὑπηρέτη μιᾶς ἀπρόσωπης συλλογικότητας.

Ὅταν λοιπὸν οἱ ὀπαδοὶ τέτοιων ἰδεολογιῶν προσβάλλουν τὴ θρησκεία μὲ τὴ δικαιολογία πώς ξερριζώνουν τὴν πρόληψη, αὐτὸ γίνεται μόνο γιὰ ἐπίδειξη.

Ὄχι, ἡ θρησκεία ὡς πρόληψη, ὡς νόμος, ὡς δουλεία τοὺς εἶναι ἀκόμη χρήσιμη, ἐπειδὴ ἐπαληθεύει τὰ ἐπιχειρήματά τους. Αὐτὸ πού τοὺς φοβίζει περισσότερο ἀπὸ καθετί ἄλλο στὸν κόσμο, εἶναι μήπως κάποιος ἀνακαλύψει τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς πίστεως, αὐτὰ τὰ ἐκπληκτικὰ καὶ ἀπελευθερωτικὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: “ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ”. Ἡ δύναμη βρίσκεται τώρα μὲ τὸ πλευρὸ τῆς στρατευμένης ἀθεΐας.

Ἡ πίστη ἔχει φιμωθεῖ. Καὶ μόνο αὐτὸ ὅμως ἀποδεικνύει τὴ δύναμή της. Ἡ φωνὴ της εἶναι φιμωμένη ἀκριβῶς ἐπειδὴ μέσα στὰ βάθη της συντηρεῖ ἀκόμη τὴ διδασκαλία τοῦ “ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ”, πού σημαίνει πώς δίχως τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ἀλήθεια ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει, πώς τὸ πνεῦμα καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι ἰσχυρότερα ἀπ’ ὁτιδήποτε ἄλλο πάνω στὴ γῆ.

Ἡ συζήτηση πού ἄρχισε δίπλα ἀπὸ τὸ πηγάδι ἐκεῖνο τὸ ζεστὸ μεσημέρι ἀκόμη συνεχίζεται, ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι ποτὲ δὲν θὰ σταματήσουν νὰ ψάχνουν, νὰ ἀναζητοῦν, νὰ διψοῦν καὶ νὰ ἀνακαλύπτουν ξανὰ καὶ ξανὰ πώς αὐτὴ ἡ δίψα, αὐτὴ ἡ ἀναζήτηση, αὐτή ἡ πνευματικὴ πείνα δὲν μπορεῖ νὰ ἱκανοποιηθεῖ μὲ τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο μὲ τὸ Θεό, πού εἶναι Πνεῦμα καὶ Ἀλήθεια, Ἀγάπη καὶ Ἐλευθερία, αἰώνια Ζωὴ καὶ πληρότητα τῶν πάντων.

Ἀπό τό βιβλίο:ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ

ἐκδ. Ἀκρίτας

ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΑ

13 Μαΐου, 2023

  Ἀρχιμ. Ἀνανία Κουστένη,

74e937b1f40334bd13733b8565b690cb_Generic[1]

         Προοίμιον

Ὅταν ὁ Κύριος ἦρθε στὸ πηγάδι,

ἡ Σαμαρείτις τὸν Σπλαχνικὸ παρακαλοῦσε:

«Δῶσε μου τὸ νερὸ τῆς πίστεως,

καὶ θὰ βαπτισθῶ στῆς κολυμπήθρας τὰ νάματα

καὶ θὰ λάβω

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία».

                               Οἶκοι

Α΄ Τὰ χαρίσματα, ψυχή μου, πού σοῦ δόθηκαν, μὴν τὰ

παρατήσης δίχως καλλιέργεια,

γιὰ νὰ μὴν τραβήξης τὴν ντροπὴ τῆς τεμπελιᾶς

στὴν ἡμέρα ἐκείνη ποὺ θὰ κρίνη ὁ Θεὸς τὴν οἰκουμένη.

Γιατί τότε ἐρχόμενος ἀμέσως θὰ σὲ κρίνη ἀπαιτητικά.

Θὰ κάνη τὸ λογαριασμὸ καὶ θὰ σὲ φορολογήση μὲ βάση

ὅσο κέρδισες καὶ ὄχι ὅσο ἔλαβες.

Γιατί παίρνει μὲ τόκο τὸ δάνειο ἀπ’ τὸν καθένα.

Ψυχή μου, μὴν τεμπελιάζης, ψυχή μου, γίνε ἔμπορος,

ψυχή μου, δῶσε καὶ πάρε,

γιὰ νὰ σοῦ δώση σὰν ἔρθη ὁ βασιλιάς σου ἀνταμοιβή,

γιὰ τὴ φιλότιμη προσπάθεια καὶ τὸν κόπο,

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.

β΄ Δὲν σοῦ πρέπει νὰ ἔχης, ψυχή μου, καὶ ὅσα ἔχεις καὶ

βαστᾶς

τὰ χρωστᾶς στὴ Χάρι Ἐκείνου πού σοῦ τάδωκε. Μὴν

παραμελῆς, λοιπόν, νὰ διαμοιράζης

τὰ καλά σου σὲ ὅσους τὰ ζητοῦνε, ὅπως τὰ διέδωσε

κάποτε ἡ Σαμαρείτις.

Γιατί ἐνῶ ἄντλησε μόνη πρόσφερε καὶ στοὺς ἄλλουτς ἀπὸ

αὐτὸ ποὺ ἔλαβε.

Κανεὶς δὲν τῆς ἐγύρευε καὶ σ’ ὅλους δῶρο πρόσφερνε

ἁπλόχερα ἀπ’ τὸ χάρισμα.

Διψᾶ καὶ ὁλόγυρα σκορπίζει, δίχως νὰ πιῆ ποτίζει.

Ἀκόμα δὲν καλογεύτηκε καὶ σὰν μεθυσμένη στοὺς

συμπατριῶτες της φωνάζει:

«Ἐλᾶτε καὶ δεῖτε νερὸ ποὺ εὑρῆκα. Μήπως Αὐτὸς εἶναι

πράγματι

Ἐκεῖνος ποὺ δίνει

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία;»

γ΄ Ἀπὸ τ’ ἀθάνατα νερὰ λοιπόν, ἀπ’ τὰ ὁποῖα ἡ πιστὴ

Σαμαρείτις

χόρτασε καθὼς τὰ βρῆκε, τώρα ἐμεῖς μὲ λαχτάρα

ἀφοῦ ἤπιαμε ἂς ψάξουμε καλὰ ὅλες τὶς φλέβες τους.

Λιγάκι δὲ καὶ τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου νὰ μελετήσουμε,

βλέποντας τὸ Φῶς, τὸν Χριστό, τὸ Νερὸ ποὺ τότε ἤπιε ἡ

Σαμαρείτις,

καὶ πῶς αὐτὴ ἀπὸ νερὸ ἄλλο νερὸ ἐπρόσφερε,

καὶ γιὰ ποιὸ λόγο τότε δὲν ἔδωκε νερὸ στὸν Ἰησοῦ ποὺ

δίψαγε καὶ ποιὸ ἦταν τὸ ἐμπόδιο.

Γιατί ὅλα αὐτὰ τὰ μεγαλεῖα ἡ Ἁγία Γραφὴ περιέχει

καὶ προσφέρει

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.

δ΄ Τί, λοιπόν, μᾶς διδάσκει ἡ Βίβλος; Ὁ Χριστός, λέει,

πού δίνει

τὴ ζωὴ στοὺς ἀνθρώπους, ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία

ἐπειδὴ κουράστηκε καθότανε κοντὰ στὸ πηγάδι τῆς

Σαμάρειας.

Καὶ τὸ λιοπύρι ἔκαιγε, γιατί ἐμεσημέριαζε, καθὼς ἡ

Βίβλος γράφει.

Ἔτσι καταμεσήμερο ἔφτασεν ὁ Μεσσίας γιὰ νὰ φωτίση

τῆς νύχτας τὰ παιδιά.

Ἔπιασε τὸ πηγάδι ἡ Πηγὴ τῆς ἀγάπης ὄχι γιὰ νὰ πιῆ

ἀλλὰ γιὰ νὰ ξεπλύνη.

Ὄντας Πηγὴ ἀθάνατου Νεροῦ στ’ αὐλάκι τῆς ταλαίπωρης

ἀνθρωπότητος παρουσιάστηκε σὰν

ἀναγκεμένος.

Κουράζεται ποὺ περπατᾶ Αὐτὸς ποὺ βάδισε στὴ θάλασσα

χωρὶς κόπο,

Ἐκεῖνος ποὺ προσφέρει

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.

ἐ΄ Τὴν ὥρα ποὺ ὁ Εὔσπλαχνος βρισκόταν, ὅπως εἶπα, στὸ

πηγάδι

νὰ καὶ μία γυναίκα ἀπ’ τὴ Σαμάρεια ποὺ στὸν ὦμο τὴ

στάμνα της

ἐπῆρε καὶ ἦρθε βγαίνοντας ἀπ’ τὴν Συχάρ, τὴν πατρίδα

της.

Καὶ ποιὸς δὲν καλοτυχίζει τὴν ἔξοδο ἐκείνης καὶ τὴν

εἴσοδο;

Βγῆκε κριματισμένη καὶ μπῆκε σφραγισμένη σὰν

καθαρὴ ἐκκλησιά.

Ἐβγῆκε κι ἐρούφηξε τὴ ζωὴ σὰν τὸ σφουγγάρι.

Βγῆκε νερὸ νὰ πάρη κι ἐμπῆκε κουβαλώντας τὸν Θεό.

Καὶ ποιὸς δὲ μακαρίζει

ἐτούτη τὴ γυναίκα; ἢ καλλίτερα ποιὸς δὲν σέβεται αὐτὴ

τὴν ἐθνική, ποὺ τὸ βάπτισμα

ἔλαβε

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία;

στ΄ Ἦρθε, λοιπόν, στὸν Χριστὸ ἡ ἁγιασμένη κι ἐφέρθηκε μὲ

φρονιμάδα.

Καθὼς εἶδε δηλαδὴ τὸν Κύριο κατάκοιτο καὶ διψασμένο

καὶ νὰ λέει: «Γυναίκα, δῶσε μου νὰ πιῶ», δὲν φέρθηκε

μ’ ἀγένεια,

μὰ ἔπιασε κουβέντα καὶ εἶπε: «Καὶ πῶς ἐσύ μοῦ ζήτησες

νερὸ ὄντας Ἰουδαῖος;»

Τοῦ θύμισε τὴ θρησκευτικὴ διαφορά, κι ὕστερα τὸ πιοτὸ

μὲ φρονιμάδα τοῦ ἔταξε.

Δὲν τοῦπε δηλαδή: «Δὲν δίνω σὲ Σένα τὸν ἀλλόφυλο νερό»,

ἀλλ’ εἶπε: «Πῶς ἐζήτησες;» Ὅπως κάποτε στὸν Ἄγγελο

ἀποκρίθηκεν ἡ Θεοτόκος:

«Πῶς θὰ συμβῆ αὐτό, πῶς Ἐκεῖνος ποὺ μάνα δὲν ἔχει

ἐμένα μητέρα θὰ κάνη,

Αὐτὸς ποὺ προσφέρει

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία;»

ζ΄ Ἔχω τὴ γνώμη πὼς δύο εἰκόνες ἡ Σαμαρείτις

ἐζωγράφισε,

στὴ Συχὰρ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Μαρίας.

Γι’ αὐτὸ ἂς μὴν τὴν προσπεράσουμε, γιατί χαρὰ προσφέρει.

Ἂς πῆ λοιπὸν ἡ γυναίκα καὶ πάλι στὸ Δημιουργό: «Πῶς

μοῦ ἐζήτησες;

Ἄν σοῦ δώσω θὰ πιῆς, καὶ πίνοντας θ’ ἀφήσης τὸ

Ἰουδαϊκὸ δόγμα,

καὶ θὰ σὲ φέρω στὴ δική μου πίστι ἀπ’ τὸ νερὸ ποὺ

γύρεψες.»

Πόσο μ’ ἀρέσουνε τὰ λόγια της Σαμαρείτιδας,

ἐξεικονίζουνε

τὴν κολυμπήθρα στὸ πηγάδι, ἀπ’ τὴν ὁποία κάνει δούλη

Του τὴ γυναίκα

Ἐκεῖνος ποὺ παρέχει

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.

ἡ΄ «Τώρα ἄκουσέ με, γυναίκα», ἔλεγεν ὁ Ἰησοῦς:

«τί προσφέρω ἂν ἤξερες, καὶ ποιὸς εἰν’ Αὐτὸς πού σοῦ

εἶπε

‘δῶσε μου νερό’, ἐσὺ θὰ Τοῦ ζητοῦσες ἀληθινὸ νερό,

γιατί Αὐτὸς προσφέρει ἀθάνατο νερό.» Ἀπάντησε σὲ

τοῦτα αὐτὴ μ’ ἀμφιβολία:

«Δὲν ἔχεις δοχεῖο νὰ βγάλης νερό, κι εἶν’ βαθὺ τὸ

πηγάδι, κι ἀπὸ ποῦ θὰ βρῆς τὸ νερὸ πού μοῦ

λές;

Μήπως εἶσαι μεγαλύτερος ἢ πιὸ καλὸς ἀπ’ τὸν πατέρα

μας τὸν Ἰακώβ;

Γιατί αὐτὸς μᾶς ἔδωκε παλιὰ ἐτοῦτο τὸ πηγάδι. :Καὶ

πῶς τώρα Ἐσὺ λές:

‘μπορῶ νὰ σοῦ δώσω νερὰ ἀθάνατα ποὺ δὲν στερεύουν

καὶ δίνουν

σὲ ὅποιον τὰ ζητάει

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία’;»

θ΄ «Δὲν ἐκατάλαβες καλά, γυναίκα, αὐτὸ ποὺ λέω· δὲν

ἔφτασες ἐκεῖ ποὺ θέλω·

γι’ αὐτὸ σκύψε ν’ ἀκούσης κι ἄνοιξέ μου τὸν νοῦ σου

μέσα γιὰ νὰ μπῶ καὶ νὰ μείνω, ἀφοῦ αὐτὸ μ’ εὐχαριστεῖ·

γιατί ἀπ’ τὸ νερὸ αὐτὸ αὐτὸς ποὺ πίνει κάθε μέρα θὰ

διψάση ξανά,

ὅμως τὸ Νερὸ ποὺ θὰ δώσω Ἐγὼ σ’ ὅσους διαθέτουν

πίστι φλογερὴ σίγουρα θὰ τοὺς ξεδιψάση.

Ἀφοῦ ὅσοι τὸ πίνουν θὰ τρέξη ἀπὸ μέσα τους

πηγὴ ἀθάνατου νεροῦ ποὺ θὰ πηδᾶ καὶ θ’ ἀναβρύζη τὴν

αἰώνια ζωή.

Αὐτὸ τὸ νερὸ βέβαια παλιὰ στὴν ἔρημο οἱ Ἑβραῖοι τὸ

δοκίμασαν

ἀλλὰ δὲ βρήκανε

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.»

ι΄ Μ’ αὐτὰ τὰ λόγια πρὸς τὴ δίψα ἔφτασε ἡ Σαμαρείτις

χωρὶς νὰ καταλάβη.

κι ἄλλαξε ἡ τάξι τῶν πραγμάτων. Γιατί αὐτὴ ποὺ λίγο

πρὶν ἐπρόσφερνε νερὸ

τώρα διψοῦσε κι Αὐτὸς ποὺ πρωτοδίψασε τώρα ποτίζει.

Καὶ πέφτει μπρὸς στὰ πόδια Του ἡ γυναίκα καὶ λέει:

«Δῶσε μου, Κύριε, αὐτὸ τὸ νερό,

γιὰ νὰ μὴν ἔρχομαι πιὰ σ’ αὐτὸ τὸ πηγάδι, πού μοῦ ’δωκεν

ὁ Ἰακώβ.

Αὐτὰ ποὺ γέρασαν νὰ φύγουν καὶ τὰ καινούργια ν’

ἀνθίσουν.

Τὰ πρόσκαιρα ἂς πάρουν πόδι. Γιατί ἦρθε πράγματι ἡ

ὥρα τοῦ Νεροῦ ποὺ διαθέτεις.

Αὐτὸ ἂς ἀναβρύζη κι ἂς ποτίζη ἐμένα κι ὅσους μὲ πίστι

θερμὴ

ζητᾶνε

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.»

ια΄ «Ἄφθονα νερὰ καθάρια, ἐὰν θέλης νὰ σοῦ δώσω,

πήγαινε, φώναξε τὸν ἄντρα σου. Δὲν μιμοῦμαι τὸν τρόπο

σου,

δὲν θὰ σοῦ πῶ: ‘Σαμαρείτιδα εἶσαι καὶ πῶς νερὸ

ἐγύρεψες;’

Δὲν σὲ ταλαιπωρῶ μὲ τὴ δίψα, ἀφοῦ ἐγὼ πρὸς τὴ δίψα

μὲ τὴ δίψα μου σὲ ἔφερα.

Παράστησα τὸ διψασμένο κι ὅτι ἀπόκαμα γιὰ νερὸ γιὰ

νὰ σὲ κάμω νὰ διψάσης.

Πήγαινε τὸ λοιπόν, φώναξε τὸν ἄντρα σου κι ἔλα.»

Καὶ ἡ γυναίκα εἶπε: «Ἀλοίμονο δὲν ἔχω ἄντρα.» Κι

ὁ Πλάστης πρὸς ἐκείνη:

«Σίγουρα δὲν ἔχεις; Γιατί εἶχες πέντε, καὶ τὸν ἕκτο θὰ

ἀφήσης

γιὰ νὰ κερδίσης

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.»

ιβ΄ Ὢ τί σοφοὶ ὑπαινιγμοί, τί ταιριαστὰ χαρακτηριστικά.

Ὅλα τὰ γνωρίσματα τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν πίστι τῆς

ἁγιασμένης

ἐξεικονίζονται μὲ χρώματα ζωντανά, ἁπαλαίωτα.

Δηλαδὴ μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἡ γυναίκα μὲ τοὺς πολλοὺς

ἄντρες ἀρνήθηκε τὸν ἄντρα,

ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία ποὺ σὰν ἄντρες εἶχε τοὺς πολλοὺς

θεοὺς τοὺς ἀρνήθηκε καὶ τοὺς ἄφησε

καὶ ἐμνηστεύθηκε μὲ τὸ βάπτισμα τὸν Ἕνα Θεό.

Ἡ Σαμαρείτις πέντε ἄντρες ἀπόχτησε καὶ τὸν ἕκτο

παράνομο εἶχε. Ἡ δὲ Ἐκκκλησία τοὺς πέντε

ἄντρες

τῆς ἀσεβείας τώρα ἄφησε τὸν ἕκτο μὲ τὸ βάπτισμα

Ἐσένα παίρνει,

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.

ιγ΄ Ἂς μισήσουμε τὰ εἴδη τῆς εἰδωλολατρίας.

Ἡ Ἐκκλησία ποὺ ἔλαβε Νυμφίο τὸν Χριστὸ τὴν

ἀποστρέφεται

καὶ τὴν ἀπαρνιέται γιατί εἶναι μισητή, κι ἔτσι

ἀποχτάει ρίζα γλυκειά.

Καὶ ἴσως ρωτήσει κάποιος: «Ποιὰ εἶναι αὐτὰ τὰ πέντε

εἴδη τῆς εἰδωλολατρίας;»

Ἡ εἰδωλολατρικὴ πλάνη εἶναι πολλῶν εἰδῶν καὶ ἔχει

πέντε κέρατα:

τὴν ἀσέβεια, τὴν ἀκολασία καὶ τὴν πορνεία,

κι ἀκόμα τὴν ἀσπλαχνία καὶ τὴν παιδοκτονία, ὅπως μᾶς

λέει καὶ ὁ Δαβίδ:

«Ἐθυσίασαν στοὺς δαίμονες γιοὺς καὶ θυγατέρες

καὶ δὲ βρήκανε

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.»

ιδ΄ Ἀρνήθηκε λοιπὸν τὰ τόσο μεγάλα κακὰ ἡ Ἐκκλησία ποὺ

μνηστεύθηκε

κι ἀπὸ ’κει πέρα τρέχει στῆς κολυμπήθρας τὸ πηγάδι,

καὶ ἀπαρνιέται τὰ παλιά, ὅπως ἔκανε τότε ἡ Σαμαρείτις.

Δηλαδή, δὲν ἔκρυψε τίποτα αὐτὴ ἀπὸ Κεῖνον ποὺ ξέρει τὰ

πάντα ἀκόμα καὶ πρὶν νὰ γίνουν,

μονάχα εἶπε: «Δὲν ἔχω». Δὲν εἶπε φυσικά· «Δὲν εἶχα»,

καὶ νομίζω πὼς ἐννοοῦσε τὸ ἑξῆς:

«Κι ἂν εἶχα προηγουμένως ἄντρες, τώρα δὲν θέλω νὰ ἔχω

ἐκείνους τοὺς ὁποίους εἶχα, γιατί τώρα Ἐσένα ἔχω

ἐξουσιαστή, ποὺ μὲ ἐσήκωσες καὶ μ’ ἔβγαλες

ἀπὸ τὴ λάσπη τῶν κακῶν μου, γιατί μὲ πίστι ἄντλησα

γιὰ νὰ λάβω

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.»

ιε΄ Καθὼς ἡ ἁγιασμένη κατανόησε τοῦ Σωτήρα τὴν ἀξία,

ἀπὸ αὐτὰ ποὺ τῆς φανέρωσε, λαχταροῦσε περισσότερο

νὰ μάθη καλὰ τί καὶ Ποιὸς εἶναι Αὐτὸς ποὺ κάθεται

κοντὰ στὸ πηγάδι.

Καὶ πιθανὸν μὲ τὸ δίκιο της τέτοιες σκέψεις νὰ ἔκανε:

«Εἶναι ἄραγε Θεὸς ἢ ἄνθρωπος Αὐτὸς πού βλέπω;

Οὐράνιος ἢ γήινος;

Γιατί νὰ καὶ τὰ δύο μοῦ τὰ γνωρίζει μὲ τὸν Ἕνα

Θεάνθρωπο,

πού διψάει μαζὶ καὶ ποτίζει, ποὺ μαθαίνει καὶ προφητεύει

καὶ πάλι μὲ καλεῖ κοντά Του

τὴν παράνομη, καὶ μοῦ φανερώνει ὅλα τὰ σφάλματα,

γιὰ νὰ λάβω

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.

ιστ΄ Εἶναι λοιπὸν οὐράνιος καὶ φέρνει ἐπίγεια φύση;

Ἂν λοιπὸν εἶναι Θεάνθρωπος, σὲ μένα σὰν ἄνθρωπος

παρουσιάστηκε,

κι ἐνῶ σὰν ἄνθρωπος δίψασε, σὰν Θεὸς μὲ ποτίζει καὶ

μοῦ προφητεύει.

Γιατί στὸν οὐρανὸ δὲν ἤτανε σὰν ἄνθρωπος γιὰ νὰ ξέρη

τὴ ζωή μου κι ὅλα νὰ τὰ θυμᾶται,

ἀφοῦ αὐτὸ ’ναι γνώρισμα τοῦ Ἀόρατου ποὺ τώρα Τὸν

ἔχω μπροστά μου, νὰ μοῦ δείξη καὶ νὰ μὲ

ἐλέγξη.

Αὐτὸς εἶναι σὲ θέσι νὰ ξέρη ἐμένα καὶ νὰ φανερώση ποιὰ

εἶμαι.

Αὐτοῦ θὰ πάρω τὴ σοφία, Αὐτοῦ θὰ ρουφήξω τὴ γνῶσι,

μ’ Αὐτοῦ τὰ λόγια θὰ πλύνω

ὅλων τῶν σφαλμάτων μου τὴν ἀσχήμια ὥστε μὲ καθαρὴ

ψυχὴ

ν’ ἀποκτήσω

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.

ιζ΄ Υἱὲ ἀνθρώπου καθὼς σὲ βλέπω, Υἱὲ Θεοῦ καθὼς Σὲ

νοιώθω,

Ἐσὺ τὸ νοῦ φώτισέ μου, καὶ μάθε μου

Ποιὸς εἶσαι;» εὐγενικὰ παρακαλοῦσε τὸ Χριστὸ ἡ

Σαμαρείτις:

«Νὰ καθαρὰ Σὲ βλέπω καὶ μὲ τὴν πίστι Σὲ αἰσθάνομαι

καὶ νὰ μὴ μοῦ τὸ κρύψης.

Μήπως λοιπὸν εἶσαι Σὺ ὁ Χριστός, τὸν Ὁποῖο

προανήγγειλαν οἱ προφῆτες πώς θὰ ἔρθη;

Ἂν εἶσαι Σύ, καθὼς εἶπαν, πὲς το μου καθαρά.

Διαπιστώνω σίγουρα ὅτι ὄντως ξέρεις τὰ ὅσα ἔπραξα,

καθὼς καὶ τῆς καρδιᾶς μου

ὅλα τὰ μυστικά. Καὶ γι’ αὐτὸ μ’ ὅλη μου τὴν ψυχὴ

παρακαλῶ,

γιὰ νὰ πάρω

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.»

ιη΄ Κι ὅταν διάβασεν ὁ Παντογνώστης τὰ λόγια τῆς

συνετῆς γυναίκας

καὶ τὴν πίστι τῆς καρδιᾶς, αὐτοστιγμῆς ἀπάντησε

σ’ αὐτήν: «Αὐτόν, ποὺ ἀποκαλεῖς Μεσσία, αὐτὸν ποὺ οἱ

προφῆτες προεῖπαν ὅτι τώρα ἔρχεται, Αὐτὸν βλέπεις

μπροστά σου καὶ τὴ λαλιὰ Του ἀκοῦς.

Ἐγὼ εἶμαι ποὺ βλέπεις, Ἐγὼ εἶμαι ποὺ μ’ ἔχεις στὴ

μέση τῆς καρδιᾶς σου.

Ἐγὼ ἦρθα ποὺ λαχτάραγα κοντά μου νὰ σὲ φέρω νὰ σωθῆς.

Τώρα διαλάλησε σὲ ὅλους ὅσους θέλουν νὰ σωθοῦνε μέσα

στὴν πόλη τῆς Συχάρ,

στοὺς συγγενεῖς καὶ συμπατριῶτες σου, κι ἐλᾶτε ’δῶ

ὅλοι μαζὶ

ὅσοι διψᾶτε

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.

ιθ΄ Τώρα, γυναίκα, λευτερώθηκες ἀπ’ τοῦ κακοῦ τὸ λάκκο

τὸν ἀβάσταχτο.

Ἐγώ, ὁ Ὁποῖος δὲν ἔχω οὔτε κουβὰ νὰ βγάλω νερό, τὴν

καρδιά σου καθάρισα

δίχως νερὸ καὶ ξελαμπικάρισα τὸν νοῦ σου καὶ νερὸ δὲ

χρειάστηκα.

Τόθελα καὶ σ’ ἔκαμα κατοικία μου καὶ σοῦ φανέρωσα

Ποιὸς εἶμαι καὶ νερὸ δὲν ἤπια.»

Πάνω στὴν ὥρα ποὺ λεγόντουσαν καὶ συνέβαιναν αὐτὰ

ἔφτασαν οἱ μαθητές.

Γιατί δὲν ἦσαν, ὅπως λέει ἡ γραφή, στὸ πηγάδι ἐνῶ

γινόντουσαν τὰ παραπάνω,

ἀλλὰ ἦρθαν τὸ κατόπιν καὶ καθὼς τὰ πληροφορήθηκαν

μὲ θαυμασμὸ ἐφώναξαν:

«Ὢ τῆς φιλανθρωπίας τῆς ἀνείπωτης, καταδέχτηκε

καὶ κατέβηκε τὴ γυναίκα νὰ βοηθήση,

Ἐκεῖνος ποὺ παρέχει

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.»

κ΄ Ἐνίσχυσι καὶ δύναμι ἐπῆρε ἡ Σαμαρείτις καὶ τρέχει

στοὺς Σαμαρεῖτες

ἀφοῦ ἄφησε τὴ στάμνα κι ἔλαβε στοὺς ὤμους

τῆς καρδιᾶς της Ἐκεῖνον ποὺ γνωρίζει τὶς καρδιὲς καὶ

τὶς ἐπιθυμίες τῶν ἀνθρώπων.

Καὶ καθὼς ἔφτασε στὴν πόλι ἐδιαλάλησε παντοῦ μὲ

τέτοια λόγια:

«Γέροντες καὶ παιδιά, νεαροὶ καὶ κορίτσια, στὸ πηγάδι

τρέξτε γρήγορα.

Ξεχείλισε τὸ νερὸ καὶ ἄφθονο χύνεται γιὰ ὅλους.

Ἐκεῖ εὑρῆκα ἄνθρωπο, ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τὸν λέω

ἄνθρωπο, γιατί ἔχει ἔργα Θεοῦ,

ὅλα τὰ προλέγει καὶ τὰ προφητεύει, Αὐτὸς ποὺ θέλει

ὅλους νὰ σώση

καὶ παρέχει

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.»

κα΄ Δὲν εἶπαν ἀπολύτως τίποτα οἱ ἀπόστολοι τοῦ Σωτῆρος

πού βρῆκαν νὰ συνομιλῆ μὲ τὴ γυναίκα Ἐκεῖνον ποὺ

ἦρθε

κι ἐγεννήθηκε στὴ γῆ ἀπ’ τὴν Παρθένο ἀπὸ μέριμνα

στοργικὴ παρακινούμενος.

Γιατί ἐνῶ ἐπῆγαν τρόφιμα γιὰ νὰ φέρουν, Τὸν βρῆκαν

φαγητὸ ὑπερφυσικὸ

νὰ δίνη σ’ ὅσους τὸ ζητοῦν, τροφὴ π’ ἀθανάτους τούς

κάνει. Κι ἀπάντησε στοὺς ἀποστόλους:

«Δικό μου φαγητὸ ποὺ μὲ χορταίνει εἶναι νὰ κάμνω

πάντοτε τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα μου.

Γι’ αὐτὸ τρώω φαγητὸ Ἐγὼ ποὺ σεῖς δὲν τὸ γνωρίζετε,

τὸ ὁποῖο ὅσοι τρῶνε

τοὺς προσφέρει τέλεια ζωὴ καὶ πίστι ἀναφαίρετη

πού δίνει

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.»

κβ΄ Συγκεντρώθηκε κοντὰ στὸν Πλάστη ὁ λαός τῆς

Σαμάρειας,

ἄφησε τὰ σπίτια του κι ἔγινε μὲ τὴν πίστι

σὰν σπίτια Ἐκείνου ποὺ εἶπε στὶς θεόπνευστες Γραφές:

«Θὰ κατοικήσω μέσα τους καὶ θὰ περπατήσω ἀνάμεσά

τους», καθὼς εἶναι γραμμένο.

Σὲ τέτοια σπίτια, στοὺς πιστούς, ποὺ ἄφησαν τὰ πάντα,

γονεῖς, χωράφια κι ὅ,τι ἄλλο ἀγαπημένο,

Θεὸς τους θά ’μαι καὶ Σωτήρας ἀπ’ τὶς παγίδες τοῦ κακοῦ.

Κι αὐτοὶ θὰ μοῦ εἶναι λαὸς ἁγιασμένος καὶ θὰ προσφέρουν

κατοικία

στὴν ἄναρχη κι ἀχώριστη Ἁγία Τριάδα, ποὺ

πλουσιοπάροχα

πηγάζει

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο, Ρωμανοῦ Μελωδοῦ «Ὕμνοι»,

ἀπόδοση στὰ νέα ἑλληνικὰ Ἀρχιμ. Ἀνανία Κουστένη, τ. Α΄

ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

9 Μαΐου, 2023
Ο Κυριος διδ.

Σέ λίγους πιστούς εἶναι γνωστή ἡ ἑορτή, μέ τήν ὁποία θά ἀσχοληθοῦμε τώρα.

Ἐκτός ἀπό τούς ἱερεῖς καί μερικούς ἄλλους χριστιανούς, πού ἔχουν ἕνα στενότερο σύνδεσμο μέ τήν Ἐκκλησία μας, οἱ περισσότεροι δέν γνωρίζουν κἄν τήν ὕπαρξί της. Λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι πού ἐκκλησιάζονται κατ᾽ αὐτή καί περισσότεροι δέν ὑποπτεύονται κἄν ὅτι τήν Τετάρτη μετά τήν Κυριακή τοῦ Παραλύτου πανηγυρίζει ἡ Ἐκκλησία μία μεγάλη δεσποτική ἑορτή, τήν ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς.

Καί ὅμως κάποτε ἡ ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς ἦταν ἡ μεγάλη ἑορτή τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί συνέτρεχαν κατ᾽ αὐτή στόν μεγάλο ναό πλήθη λαοῦ.

Δέν ἔχει κανείς παρά νά ἀνοίξῃ τήν Ἔκθεσι τῆς Βασιλείου Τάξεως (Κεφ. 26) τοῦ Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου γιά νά ἰδῇ τό ἐπίσημο τυπικό τοῦ ἑορτασμοῦ, ὅπως ἐτελεῖτο μέχρι τήν Μεσοπεντηκοστή τοῦ ἔτους 903 στόν ναό τοῦ ἁγίου Μωκίου στήν Κωνσταντινούπολι, μέχρι δηλαδή τήν ἡμέρα πού ἔγινε ἡ ἀπόπειρα κατά τῆς ζωῆς τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος ΣΤ’ τοῦ Σοφοῦ (11 Μαΐου 903).

Ἐκεῖ ὑπάρχει μία λεπτομερής περιγραφή τοῦ λαμπροῦ πανηγυρισμοῦ, πού καταλαμβάνει ὁλόκληρες σελίδες καί καθορίζει μέ τήν γνωστή παράξενη βυζαντινή ὁρολογία, πῶς ὁ αὐτοκράτωρ τό πρωΐ τῆς ἑορτῆς μέ τά ἐπίσημα βασιλικά του ἐνδύματα καί τήν συνοδεία του ξεκινοῦσε ἀπό τό ἱερό παλάτιο γιά νά μεταβῇ στόν ναό τοῦ ἁγίου Μωκίου, ὅπου θά ἐτελεῖτο ἡ θεία λειτουργία.

Σέ λίγο ἔφθανε ἡ λιτανεία μέ ἐπί κεφαλῆς τόν πατριάρχη, καί βασιλεύς καί πατριάρχης εἰσήρχοντο ἐπισήμως στόν ναό. Ἡ θεία λειτουργία ἐτελεῖτο μέ τήν συνήθη στίς μεγάλες ἑορτές βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Μετά ἀπό αὐτήν ὁ αὐτοκράτωρ παρέθετε πρόγευμα, στό ὁποῖο παρεκάθητο καί ὁ πατριάρχης.

Καί πάλι ὁ βασιλεύς ὑπό τίς ἐπευφημίες τοῦ πλήθους «Εἰς πολλούς καί ἀγαθούς χρόνους ὁ Θεός ἀγάγει τήν βασιλείαν ὑμῶν» καί μέ πολλούς ἐνδιαμέσους σταθμούς ἐπέστρεφε στό ἱερό παλάτιο.

Ἀλλά καί στά σημερινά μας λειτουργικά βιβλία, στό Πεντηκοστάριο, βλέπει κανείς τά ἴχνη τῆς παλαιᾶς της λαμπρότητος. Παρουσιάζεται σάν μία μεγάλη δεσποτική ἑορτή, μέ τά ἐκλεκτά της τροπάρια καί τούς διπλοῦς της κανόνες, ἔργα τῶν μεγάλων ὑμνογράφων, τοῦ Θεοφάνους καί τοῦ Ἀνδρέου Κρήτης, μέ τά ἀναγνώσματά της καί τήν ἐπίδρασί της στίς πρό καί μετά ἀπό αὐτήν Κυριακές καί μέ τήν παράτασι τοῦ ἑορτασμοῦ της ἐπί ὀκτώ ἡμέρες κατά τόν τύπο τῶν μεγάλων ἑορτῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους.

Ποιό ὅμως εἶναι τό θέμα τῆς ἰδιορρύθμου αὐτῆς ἑορτῆς; Ὄχι πάντως κανένα γεγονός τῆς εὐαγγελικῆς ἱστορίας. Τό θέμα της εἶναι καθαρά ἑορτολογικό καί θεωρητικό. Ἡ Τετάρτη τῆς Μεσοπεντηκοστῆς εἶναι ἡ 25η ἀπό τοῦ Πάσχα καί ἡ 25η πρό τῆς Πεντηκοστῆς ἡμέρα.

Σημειώνει τό μέσον τῆς περιόδου τῶν 50 μετά τό Πάσχα ἑορτασίμων ἡμερῶν. Εἶναι δηλαδή ἕνας σταθμός, μία τομή. Ὡραῖα τό τοποθετεῖ τό πρῶτο τροπάριο τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς:

«Πάρεστιν ἡ μεσότης ἡμερῶν, τῶν ἐκ σωτηρίου ἀρχομένων ἐγέρσεως Πεντηκοστῇ δέ τῇ θείᾳ σφραγιζομένων, καί λάμπει τάς λαμπρότητας ἀμφοτέρωθεν ἔχουσα καί ἑνοῦσα τάς δύο καί παρεῖναι τήν δόξαν προφαίνουσα τῆς δεσποτικῆς ἀναλήψεως σεμνύνεται».

Χωρίς δηλαδή νά ἔχῃ δικό της θέμα ἡ ἡμέρα αὐτή συνδυάζει τά θέματα, τοῦ Πάσχα ἀφ᾽ ἑνός καί τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀφ᾽ ἑτέρου, καί «προφαίνει» τήν δόξαν τῆς ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, πού θά ἑορτασθῇ μετά ἀπό 15 ἡμέρες.

Ἀκριβῶς δέ αὐτό τό μέσον τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν ἔφερνε στό νοῦ καί ἕνα ἑβραϊκό ἐπίθετο τοῦ Κυρίου, τό «Μεσσίας».

Μεσσίας στά ἑλληνικά μεταφράζεται Χριστός. Ἀλλά ἠχητικά θυμίζει τό μέσον. Ἔτσι καί στά τροπάρια καί στό συναξάριο τῆς ἡμέρας ἡ παρετυμολογία αὐτή γίνεται ἀφορμή νά παρουσιασθῇ ὁ Χριστός σάν Μεσσίας – μεσίτης Θεοῦ καί ἀνθρώπων, «μεσίτης καί διαλλάκτης ἡμῶν καί τοῦ αἰωνίου αὐτοῦ Πατρός».

«Διά ταύτην τήν αἰτίαν τήν παροῦσαν ἑορτήν ἑορτάζοντες καί Μεσοπεντηκοστήν ὀνομάζοντες τόν Μεσσίαν τε ἀνυμνοῦμεν Χριστόν», σημειώνει ὁ Νικηφόρος Ξανθόπουλος στό συναξάριο.

 Σ᾽ αὐτό βοήθησε καί ἡ εὐαγγελική περικοπή, πού ἐξελέγη γιά τήν ἡμέρα αὐτή (Ἰω. 7, 14-30). Μεσούσης τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Πάσχα ὁ Χριστός ἀνεβαίνει στό ἱερό καί διδάσκει. Ἡ διδασκαλία Του προκαλεῖ τόν θαυμασμό, ἀλλά καί ζωηρά ἀντιδικία μεταξύ αὐτοῦ καί τοῦ λαοῦ καί τῶν διδασκάλων.

Εἶναι Μεσσίας ὁ Ἰησοῦς ἤ δέν εἶναι; Εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ ἐκ Θεοῦ ἤ δέν εἶναι; Νέο λοιπόν θέμα προστίθεται: ὁ Χριστός εἶναι διδάσκαλος. Αὐτός πού ἐνῷ δέν ἔμαθε γράμματα κατέχει τό πλήρωμα τῆς σοφίας, γιατί εἶναι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ ἡ κατασκευάσασα τόν κόσμον. Ἀκριβῶς ἀπό αὐτόν τόν διάλογο ἐμπνέεται μεγάλο μέρος τῆς ὑμνογραφίας τῆς ἑορτῆς.

Ἐκεῖνος πού διδάσκει στόν ναό, στό μέσον τῶν διδασκάλων τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, στό μέσον τῆς ἑορτῆς, εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ Χριστός, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτός πού ἀποδοκιμάζεται ἀπό τούς δῆθεν σοφούς τοῦ λαοῦ Του εἶναι ἡ τοῦ Θεοῦ Σοφία. Ἐκλέγομε ἕνα ἀπό τά πιό χαρακτηριστικά τροπάρια, τό δοξαστικό τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ πλ. δ΄ ἤχου:

Μεσούσης τῆς ἑορτῆς διδάσκοντός σου, Σωτήρ, ἔλεγον οἱ Ἰουδαῖοι· Πῶς οὗτος οἶδε γράμματα, μή μεμαθηκώς; ἀγνοοῦντες ὅτι σύ εἶ ἡ Σοφία ἡ κατασκευάσασα τόν κόσμον. Δόξα σοι».

Λίγες σειρές πιό κάτω στό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου, ἀμέσως μετά τήν περικοπή πού περιλαμβάνει τόν διάλογο τοῦ Κυρίου μέ τούς Ἰουδαίους «Τῆς ἑορτῆς μεσούσης», ἔρχεται ἕνας παρόμοιος διάλογος, πού ἔλαβε χώραν μεταξύ Χριστοῦ καί τῶν Ἰουδαίων «τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς», δηλαδή κατά τήν Πεντηκοστή.

Αὐτός ἀρχίζει μέ μία μεγαλήγορο φράσι τοῦ Κυρίου.«Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω.ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθώς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. 7, 37-38). Καί σχολιάζει ὁ Εὐαγγελιστής.«Τοῦτο δέ εἶπε περί τοῦ Πνεύματος, οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν» (Ἰω. 7, 39). Δέν ἔχει σημασία ὅτι οἱ λόγοι αὐτοί τοῦ Κυρίου δέν ἐλέχθησαν κατά τήν Μεσοπεντηκοστή, ἀλλά λίγες ἡμέρες ἀργότερα.

Ποιητικῇ ἀδείᾳ μπῆκαν στό στόμα τοῦ Κυρίου στήν ὁμιλία Του κατά τήν Μεσοπεντηκοστή. Ταίριαζαν ἐξ ἄλλου τόσο πολύ μέ τό θέμα τῆς ἑορτῆς. Δέν μποροῦσε νά βρεθῇ πιό παραστατική εἰκόνα γιά νά δειχθῇ ὁ χαρακτήρ τοῦ διδακτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Στό διψασμένο ἀνθρώπινο γένος ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἦλθε σάν ὕδωρ ζῶν, σάν ποταμός χάριτος πού ἐδρόσισε τό πρόσωπο τῆς γῆς.

 Ὁ Χριστός εἶναι ἡ πηγή τῆς χάριτος, τοῦ ὕδατος τοῦ ἁλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον, πού ξεδιψᾷ καί ἀρδεύει τίς συνεχόμενες ἀπό βασανιστική δίψα ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Πού μεταβάλλει τούς πίνοντας σέ πηγές. «Ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσι ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. 7, 38).

«Καί γενήσεται αὐτῷ πηγή ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον», εἶπε στήν Σαμαρείτιδα (Ἰω. 4, 14). Πηγή πού μετέτρεψε τήν ἔρημο τοῦ κόσμου σέ θεοφύτευτο παράδεισο ἀειθαλῶν δένδρων φυτευμένων παρά τάς διεξόδους τῶν ὑδάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τό γόνιμο αὐτό θέμα ἔδωσε νέες ἀφορμές στήν ἐκκλησιαστική ποίησι καί στόλισε τήν ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς μέ ἐξαιρέτους ὕμνους.

Διαλέγομε τρεῖς, τούς πιό χαρακτηριστικούς: Τό κάθισμα τοῦ πλ. δ΄ ἤχου πρός τό «Τήν Σοφίαν καί Λόγον», πού ψάλλεται μετά τήν γ΄ ᾠδή τοῦ κανόνος στήν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου:

«Τῆς σοφίας τό ὕδωρ καί τῆς ζωῆς ἀναβρύζων τῷ κόσμῳ, πάντας, Σωτήρ, καλεῖς τοῦ ἀρύσασθαι σωτηρίας τά νάματα· τόν γάρ θεῖον νόμον σου δεχόμενος ἄνθρωπος, ἐν αὐτῷ σβεννύει τῆς πλάνης τούς ἄνθρακας.

Ὅθεν εἰς αἰῶνας οὐ διψήσει, οὐ λήξει τοῦ κόρου σου δέσποτα, βασιλεῦ ἐπουράνιε. Διά τοῦτο δοξάζομεν τό κράτος σου, Χριστέ ὁ Θεός, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν αἰτούμενοι καταπέμψαι πλουσίως τοῖς δούλοις σου».

Τό ἀπολυτίκιο καί τό κοντάκιο τῆς ἑορτῆς, τό πρῶτο τοῦ πλ. δ΄ καί τό δεύτερο τοῦ δ΄ ἤχου:

 «Μεσούσης τῆς ἑορτῆς διψῶσάν μου τήν ψυχήν εὐσεβείας πότισον νάματα· ὅτι πᾶσι, Σωτήρ ἐβόησας· Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω. Ἡ πηγή τῆς ζωῆς, Χριστέ ὁ Θεός, δόξα σοι».

«Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης ὁ τῶν ἁπάντων ποιητής καί δεσπότης πρός τούς παρόντας ἔλεγες, Χριστέ ὁ Θεός· Δεῦτε καί ἀρύσασθαι ὕδωρ ἀθανασίας. Ὅθεν σοι προσπίπτομεν καί πιστῶς ἐκβοῶμεν· Τούς οἰκτιρμούς σου δώρησαι ἡμῖν, σύ γάρ ὑπάρχεις πηγή τῆς ζωῆς ἡμῶν».

Καί τέλος τό ἀπαράμιλλο ἐξαποστειλάριο τῆς ἑορτῆς:

«Ὁ τόν κρατῆρα ἔχων τῶν ἀκενώτων δωρεῶν, δός μοι ἀρύσασθαι ὕδωρ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν· ὅτι συνέχομαι δίψῃ, εὔσπλαγχνε μόνε οἰκτίρμον».

Αὐτή μέ λίγα λόγια εἶναι ἡ ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Ἡ ἔλλειψις ἱστορικοῦ ὑποβάθρου τῆς στέρησε τόν ἀπαραίτητο ἐκεῖνο λαϊκό χαρακτῆρα, πού θά τήν ἔκανε προσφιλῆ στόν πολύ κόσμο.

Καί τό ἐντελῶς θεωρητικό της θέμα δέν βοήθησε τούς χριστιανούς, πού δέν εἶχαν τίς ἀπαραίτητες θεολογικές προϋποθέσεις, νά ξεπεράσουν τήν ἐπιφάνεια καί νά εἰσδύσουν στήν πανηγυριζόμενη δόξα τοῦ διδασκάλου Χριστοῦ, τῆς Σοφίας καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, τῆς πηγῆς τοῦ ἀκενώτου ὕδατος.

Συνέβη μέ αὐτή κάτι ἀνάλογο μέ ἐκεῖνο πού συνέβη μέ τούς περιφήμους ναούς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, πού ἀντί νά τιμῶνται στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ὡς Σοφίας τοῦ Θεοῦ, πρός τιμήν τοῦ ὁποίου ἀνηγέρθησαν, κατήντησαν, γιά τούς ἰδίους λόγους, νά πανηγυρίζουν στήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς ἤ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἤ τῆς ἁγίας Τριάδος ἤ τῶν Εἰσοδίων ἤ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἤ καί αὐτῆς τῆς μάρτυρος Σοφίας καί τῶν τριῶν θυγατέρων της Πίστεως, Ἐλπίδος καί Ἀγάπης.

῾Η δυσπιστία τοῦ Θωμᾶ καί οἱ ἀναλλοίωτοι μαθητές

22 Απριλίου, 2023

METR. ΑΝΤΗΟΝΥ ΒLΟΟΜ

Incredintarea-lui-Toma

Σήμερα εἶναι ἡ Κυριακή τοῦ ᾿Αποστόλου Θωμᾶ.

Πολύ συχνά τόν θεωροῦμε δύσπιστο καί ὄντως εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀμφισβήτησε τό μήνυμα τῶν ᾿Αποστόλων, ὅταν τοῦ εἶπαν: «῾Εωράκαμεν τόν Κύριον».

Τόν εἴδαμε ζωντανό! ῾Ο Θωμᾶς ὅμως δέν παρέμεινε δύσπιστος σέ ὅλη του τή ζωή οὔτε ἄπιστος πρός τό πλήρωμα τῆς θείας ἀποκαλύψεως τοῦ Χριστοῦ.

Μήν ξεχνᾶμε ὅτι ὅταν οἱ ᾿Απόστολοι καί ὁ Κύριος ἔμαθαν γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, ὁ Χριστός εἶπε:

«῎Ας ἐπιστρέψουμε στήν ῾Ιερουσαλήμ».

Οἱ ἄλλοι εἶπαν:

«Μά οἱ ᾿Ιουδαῖοι σέ ἀναζητοῦν γιά νά σοῦ κάνουν κακό. Γιατί πρέπει νά ἐπιστρέψουμε;».

Καί μόνον ὁ ᾿Απόστολος Θωμᾶς ἀπάντησε: «῎Ας πᾶμε μαζί Του καί ἄς πεθάνουμε μαζί μ’ Αὐτόν» (᾿Ιωάν. 11, 1-44). ῏Ηταν προετοιμασμένος ὄχι μόνο νά εἶναι μαθητής Του στά λόγια, ὄχι μόνο νά Τόν ἀκολουθεῖ ὅπως ἀκολουθεῖ κανείς ἕνα δάσκαλο, ἀλλά καί νά πεθάνει μαζί Του, ὅπως πεθαίνει κανείς μέ ἕνα φίλο ἤ καί γιά χάρη ἑνός φίλου, ἄν χρειαστεῖ.

 ῎Ας θυμόμαστε λοιπόν τό μεγαλεῖο του, τήν πιστότητα καί τήν ἀκεραιότητά του. Τί συνέβη ὅμως ὅταν, μετά τήν ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ, οἱ ᾿Απόστολοι εἶπαν στόν Θωμᾶ πού ἦταν ἀπών ἀπό τή συντροφιά τους, ὅτι εἶχαν δεῖ τόν ᾿Αναστημένο Χριστό;

Γιατί δέν δέχθηκε τή μαρτυρία τους; Γιατί τήν ἀμφισβήτησε; Γιατί εἶπε ὅτι ἤθελε χειροπιαστές, ἁπτές ἀποδείξεις; ᾿Επειδή κοιτάζοντάς τους, τούς εἶδε μέν χαρούμενους γι’ αὐτό πού εἶχε συμβεῖ, χαρούμενους πού ὁ Χριστός δέν ἦταν νεκρός, πού ὁ Χριστός ἦταν ζωντανός, χαρούμενους πού ἡ νίκη εἶχε κερδηθεῖ, ἀλλά δέν εἶδε καμία διαφορά σ’ αὐτούς, καμία ἀλλοίωση…

῏Ηταν οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι, μόνο πού ἦταν χαρούμενοι καί ὄχι φοβισμένοι.

 Καί ὁ Θωμᾶς εἶπε: «῎Αν δέν τό δῶ, ἄν δέν πιστοποιήσω τήν ᾿Ανάσταση, δέν μπορῶ νά σᾶς πιστέψω».

Μά τό ἴδιο δέν θά ἔλεγε καί σέ μᾶς καθένας πού θά μᾶς συναντοῦσε; Πρίν ἀπό λίγες μέρες διακηρύξαμε τήν ᾿Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ μέ πάθος, μέ εἰλικρίνεια, μέ βεβαιότητα.

Πιστεύουμε σ’ Αὐτήν μέ ὅλο μας τό εἶναι· ὅταν ὅμως συναντοῦμε τούς ἀνθρώπους στό σπίτι μας, στόν δρόμο, στή δουλειά, ὁπουδήποτε, ἄραγε λένε ὅταν μᾶς βλέπουν·

Ποιοί εἶναι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι; Τί τούς ἔχει συμβεῖ; Οἱ ᾿Απόστολοι εἶχαν δεῖ τόν ᾿Αναστημένο, ἀλλά ἡ ᾿Ανάσταση δέν εἶχε γίνει μέρος τῆς δικῆς τους ἐμπειρίας. Δέν εἶχαν περάσει ἀπό τόν θάνατο στήν αἰώνια ζωή.

Τό ἴδιο κι ἐμεῖς· ἐκτός ἀπό τούς ἁγίους, τούς ὁποίους ὅταν τούς βλέπουμε, ξέρουμε ὅτι τό μήνυμά τους εἶναι ἀληθινό. Τί ὑπάρχει στό μήνυμά μας πού δέν ἀκούγεται; Εἶναι ὅτι μιλᾶμε, ἀλλά δέν εἴμαστε.

Θά ἔπρεπε νά εἴμαστε τόσο διαφορετικοί ἀπό τούς ἀνθρώπους πού δέν ἔχουν γευθεῖ τήν ἐμπειρία τοῦ ζωντανοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀναστημένου, πού μοιράστηκε τή ζωή Του μαζί μας, πού μᾶς ἔστειλε τό ῞Αγιο Πνεῦμα! ῞

Οπως κάποιος λόγιος ἔλεγε,  ἕνας ζωντανός ἄνθρωπος διαφέρει ἀπό ἕνα ἄγαλμα. Τό ἄγαλμα μπορεῖ νά εἶναι ὄμορφο, μεγαλόπρεπο, λαμπρό, ἀλλά εἶναι πέτρα.

῞Ενας ἄνθρωπος μπορεῖ νά εἶναι λιγότερο ἐντυπωσιακός ἐξωτερικά, ἀλλά εἶναι ζωντανός, ἀποτελεῖ μαρτυρία ζωῆς.

 ῎Ας ἐξετάσουμε λοιπόν τόν ἑαυτό μας καί ἄς τόν ρωτήσουμε ποῦ βρίσκεται.

Πῶς γίνεται καί οἱ ἄνθρωποι πού μᾶς συναντοῦν δέν αἰσθάνονται ποτέ ὅτι εἴμαστε μέλη τοῦ ᾿Αναστημένου Χριστοῦ, ναοί τοῦ ῾Αγίου Του Πνεύματος;

Γιατί ἄραγε; ῾Ο καθένας μας πρέπει νά δώσει τή δική του ἀπάντηση στό ἐρώτημα.

῎Ας ἀναρωτηθοῦμε ὅμως καί ἄς εἴμαστε ἕτοιμοι νά ἀπαντήσουμε ἐνώπιον τῆς συνειδήσεώς μας καί ἄς κάνουμε αὐτό πού χρειάζεται, ὥστε ἡ ζωή μας νά ἀλλάξει μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε ὅποιος μᾶς συναντᾶ, νά μπορεῖ νά μᾶς βλέπει καί νά λέει· Τέτοιους ἀνθρώπους δέν ἔχουμε ξαναδεῖ.

῾Υπάρχει κάτι σ’ αὐτούς πού δέν τό ἔχουμε δεῖ σέ κανέναν.

Τί εἶναι αὐτό; Καί νά μποροῦμε νά ἀπαντήσουμε. Εἶναι ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ πού τήν ἀπολαμβάνουμε ἄφθονη. Εἴμαστε μέλη Του.

Εἶναι ἡ ζωή τοῦ Πνεύματος μέσα μας. Εἴμαστε ναός Του!

Ἀπό τό βιβλίο: “Στό φῶς τῆς Κρίσης τοῦ Θεοῦ”

Ἐκδόσεις  “ἐν πλῷ”

“Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν”

18 Απριλίου, 2023

«Χαίρετε ἄνθρωποι»

Aὐτὸ εἶπε ὁ ἄγγελος· αὐτὸ εἶδαν καὶ οἱ γυναῖκες· αὐτὸ μαρτυροῦν καὶ οἱ σφραγίδες τοῦ Πιλάτου·

ὁ ἄδειος τάφος τὸ φωνάζει δυνατά·

τὸ μαρτυρεῖ ὁ κυλισμένος λίθος· οἱ φύλακες ἐλέγχονται μὲ τὴν φυγή τους· ἡ κουστωδία (φρουρὰ) τὸ ὁμολογεῖ καὶ λαμβάνει τὰ χρήματα·

οἱ ἀρχιερεῖς (Ἄννας καὶ Καϊάφας) ἀποδεικνύονται ἔνοχοι· ὁ Πιλάτος αἰσθάνεται ἐντροπή· ὁ κεντυρίων (ἑκατόνταρχος), μὲ τὸ σχίσιμο τοῦ καταπετάσματος, πιστεύει·

ὁ ἥλιος τὸ ἐδίδαξε (ἔδειξε) πρίν, σκοτεινιάζοντας εἰς τὸν Σταυρό· τὰ ἀναστημένα σώματα τῶν νεκρῶν τὴν ἀλήθεια διετράνωσαν·

ὅλη ἡ φύσι τὴν Ἀνάστασι ἐμαρτύρησε, ποὺ ἔγινε εἰς τὸ τέλος τοῦ Σαββάτου πρὸς τὴν ἀρχὴ τῆς πρώτης ἡμέρας.

Χαίρετε ἄνθρωποι· Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν· ἡ μαρτυρία εἶναι παναληθής· ἀγαλλιάσθε, ἐλευθερωθήκατε· ὁ Ἅδης ἐδεσμεύθη εὐφραίνεσθε·

Ἀναστάσεως ἡμέρα, ὑψώσατε τὴν φωνή· ὁ ἀρχηγὸς τῆς σωτηρίας μας ἀνέστη ἐκ νεκρῶν· χαῖρε ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ· ἰδού, ἁρμονία μεταξὺ ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων, διὰ τῆς Ἀναστάσεως· χαίρετε τὰ φυτά· ἡ νέκρωσι τοῦ Χριστοῦ ἔγινε εἰς τὸν Σταυρό, ἀλλὰ δι’ αὐτοῦ συνετελέσθη ἡ Ἀνάστασι·

συνανέστησε τὸν Ἀδάμ· ἡ Εὔα ἐλύθη ἀπὸ τὰ δεσμά της· οἱ προφῆτες προπορεύονται ἀπὸ τὸν Δεσπότη· οἱ βασιλεῖς, Σολομῶν καὶ Δαυίδ, προσφέρουν τοὺς ἐπινίκιους ὕμνους.

Χαίρετε ἄνθρωποι· ἐμειώθη τὸ σκότος, εἰσῆλθε τὸ φῶς· ἔφυγε τροχάδην ἡ σκιά, ἐπῆλθε ἡ χάρις· τὸ ἔαρ (ἄνοιξι) τῆς ζωῆς ἀνέτειλε. Μήπως κανεὶς πρέπει νὰ διδάξη τὸν Κύριο;

μά, δὲν Τὸν γνωρίζουν ὅλοι ἀναστημένο ἐκ τῶν νεκρῶν; Ὁ Πιλάτος γιατί μαίνεται ὀργισμένος; ὁ Καϊάφας σκέπτεται, ποῦ νὰ λάβει χώρα τὸ συμβούλιο τῶν βουλευτῶν.

Εὐφραίνου καὶ σύ, ὁ ληστής, καὶ εἴσελθε, μὲ τὴν συνέλευσι ὅλων, εἰς τὸν παράδεισο· ἰδού, ἡ φλογίνη ρομφαία ἔστρεψε τὰ νῶτα· ὁ προπάτωρ ἐλευθερώθη· τὰ παιδιά του, εὐφραίνεσθε.

Ἀπὸ τὴν προμήτορα Εὔα προῆλθε ἡ πτῶσι, ἀπὸ τὴν ἁγνὴ Θεομήτορα ἡ ἀνόρθωσι· μὲ τὴν παρακοὴ ἐπῆλθε ὁ θάνατος, μὲ τὴν ταπείνωσι τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἐδόθη, ὡς βραβεῖο, ἡ Ἀνάστασι.

Καὶ πάλι λέγω: Χαίρετε ἄνθρωποι· ἐδεσμεύθη ὁ Ἅδης· πρὸς τὰ ἄνω τρέχετε γρήγορα· κάθε φιλόθεος καὶ φιλάρετος ἂς τρέξει νὰ ἰδεῖ τὴν Ἀνάστασι· ἂς μὴ νικήσει ἡ ὀλιγωρία τῶν γυναικῶν, ἀλλ’ ἂς προλάβει ἡ ἀνδρεία·

οἱ γυναῖκες κραυγάζουν: Χαίρετε εἰς τὸ ἑξῆς· σὰν θερμοτέρες εἰς τὸν ζῆλο, κινοῦνται· κι ἐμεῖς, ἂς μὴ ναρκωθοῦμε· γιατί δὲν εἶναι χάριν τοῦ θεάτρου ἡ ὁδοιπορία, ἀλλὰ χάριν τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ὁ ἦχος τῶν σαλπίγγων·

εἰς τὶς πανηγύρεις ἤδη ἀντηχεῖ τῶν γυναικῶν ὁ λόγος, ποὺ ἐλέχθη πρὶν εἰς τὴν Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ γυναίκα προῆλθε ἡ πτῶσι καὶ μὲ γυναίκα κηρύσσεται ἡ Ἀνάστασι.

Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν· οἱ νεφέλες ἂς ράνουν (ραντίσουν) μὲ νερὸ ἀγαλλιάσεως, τὰ φυτὰ ἂς φέρουν χλωρὰ φύλλα κι ἂς δώσει ἡ γῆ τὸν καρπό της·

ὁ Δημιουργὸς τῶν πάντων ἀνέστη ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ σεῖς βλαστήσατε· τῆς ἀρετῆς οἱ κλάδοι ἀνθήσατε, γιατί ὁ Ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν.

Ποιὸς δὲν χαίρει σήμερα; ποιὸς δὲν ἐνθουσιάζεται; ποιὸς δὲν τέρπεται; καὶ ποιός, γιὰ νὰ τὸ εἰπῶ ἔτσι, δὲν εὐφραίνεται;

Ἀνέστη ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ τοῦ Ἅδου τὸ βασίλειο κατέλυσε· ἀνέστη, καὶ τὸν διάβολο κατήργησε· ἀνέστη, καὶ τὴν ἁμαρτία ἐξήλειψε·

ἀνέστη, καὶ τὴν εἰδωλομανία ἐμείωσε· ἀνέστη, καὶ τὴν πλάνη ἀπεδίωξε· ἀνέστη, καὶ τὸν Ἀδὰμ διέσωσε· ἀνέστη καὶ τοὺς ἀγγέλους ἔκαμε ἀμετακίνητους πρὸς τὸ κακό· ἀνέστη, καὶ τὸν ἄνθρωπο ἔσωσε·

ἀνέστη, καὶ τὰ οὐράνια συνέδεσε μὲ τὰ ἐπίγεια, ὑποδεικνύοντας τὸν Ἑαυτὸ Του παγκόσμιο βασιλέα καὶ ὑπέρτατο Δεσπότη ὅλων: τῶν ἀγγέλων, τῶν ἀνθρώπων, τῶν στοιχείων, τῶν στοιχειωτῶν καί, πρωτοφανές, τῶν δαιμόνων.

Χαίρετε, λοιπόν, μὲ ἀνεκλάλητη χαρά· ὅσοι ἀκούετε ὅτι, ὁ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, εὐφραίνεσθε· ποιὸς δὲν προσκυνεῖ τὸν Πρῶτο καὶ τὸν Ἔσχατο, κατὰ τὴν θεηγόρο φωνή· ποιὸς δὲν Τὸν δοξάζει;

Διελύθη τὸ σκοτάδι· ἐλευθερωθήκαμε ἀπὸ τὰ δεσμά· πρὸς τὴν ἄνω βασιλεία ὑψωθήκαμε.

Ἀναστάσεως ἡμέρα· καὶ ποιὸς δὲν θὰ λάβει πνευματικὴ κινύρα (κιθάρα) γιὰ νὰ ψάλει ἐπαναλαμβανόμενο μέλος (ἄσμα), μὲ ὠδὲς καὶ ψαλμοὺς καὶ ἀγαλλίασι μεγάλη, καὶ μὲ διαπεραστικὴ μελωδία νὰ ἀλαλάξει καὶ νὰ βοήσει τό, ἀνέστη ἐκ τῶν νεκρῶν;

Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν. Φύγε μακριὰ μας κάθε δαιμονικὴ φάλαγγα· κι ὁ ἀρχηγὸς τοῦ σκότους, μὲ τὴν στρατιά σου κάτελθε πρὸς τὰ τάρταρα·

γιατί ἀνέστη ὁ Ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς καὶ τὸ βασίλειό σου ἐσκύλευσε·

Κανείς, ὢ πιστοί, μὲ πενιχρὰ ἐνδύματα ἂς μὴ συνδράμει (συντρέξει) εἰς τὴν ἑορτή· ἂς λαμπροφορήσωμε, οἱ ὀρθόδοξοι, στὶς αἰσθητὲς αἰσθήσεις μας καὶ στὶς νοητές, τῶν ἀρετῶν· ἂς λαμπροφορήσωμε, οἱ ὀρθόδοξοι· ὁ ἀντικείμενος (διάβολος) ἀπέθανε·

ὁ Δεσπότης ἀνέστη· ἡ χθεσινὴ λύπη, ἀπὸ χαρὰ διεβιβάσθη πρὸς χαρά· τί μᾶς ἐμποδίζει νὰ συμψάλωμε μὲ τοὺς μαθητές; νὰ ψάλωμε τὰ ἐπινίκια μαζὶ μὲ τὶς Μαρίες;

Ἡ θεία οἰκονομία συνετελέσθη· ἡ συγκατάβασι, ἡ σύλληψι, ὁ τόκος ὁ ἐκ Παρθένου, τὸ Βάπτισμα, οἱ θεοσημεῖες, τὰ Πάθη καὶ ἡ Ἀνάστασι, Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν· χαίρετε λαοὶ καὶ ἀγαλλιάσθε.

Ἔτσι, λοιπόν, κι ἐμεῖς κατὰ τὸ Μέγα Σάββατο, μὲ θεῖο ὕμνο μελωδοῦμε τὸν Δεσπότη Χριστόν, τὸν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν· τὸν ἀληθῶς ἀναστάντα· τὸν ἀληθῶς καὶ πέραν πάσης ἀμφισβητήσεως.

Θεοδώρου Δούκα τοῦ Λάσκαρι

“ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΜΕΓΑ ΣΑΒΒΑΤΟΝ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ”

Ἡ Κυριακή του Πάσχα

16 Απριλίου, 2023

Fr.Lev Gillet

imagesCAXPADS4

«Αὔτη ἡ κλητὴ καὶ ἁγία ἡμέρα, ἡ μία τῶν Σαββάτων, ἡ βασιλὶς καὶ κυρία, ἑορτὴ ἑορτῶν καὶ πανήγυρις ἐστὶ πανηγύρεων!…» ψάλλουμε στὴν ὀγδόη ὠδὴ τοῦ πασχαλιάτικου Ὄρθρου.

Ἡ Κυριακή του Πάσχα ὀνομάζεται «πανήγυρις πανηγύρεων». Θὰ ἦταν θεολογικὰ ἀνακριβὲς νὰ ποῦμε ὅτι τὸ Πάσχα εἶναι, κατὰ τρόπο ἀπόλυτο, ἡ μεγαλύτερη ἀπὸ τὶς γιορτὲς τῆς Χριστιανοσύνης.

Εἶναι βέβαια σπουδαιότερη ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα ἢ τὰ Θεοφάνεια, δὲν μποροῦμε ὅμως νὰ ποῦμε ὅτι ἡ Πεντηκοστὴ εἶναι λιγότερο σημαντικὴ ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση.

Ὡστόσο οἱ Πασχάλιες πανηγύρεις -καὶ ἐδῶ πρέπει στὴν Κυριακή τοῦ Πάσχα νὰ συνδέσουμε καὶ τὴ Μεγάλη Πέμπτη καὶ τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ- δίνουν στὸ Μυστήριο τῶν Χριστουγέννων τὸ πλήρωμα τοῦ περιεχομένου τους καὶ ἀποτελοῦν τὸ ἀναγκαῖο προοίμιο τῆς Πεντηκοστῆς.

Τὸ Πάσχα εἶναι λοιπὸν τὸ κέντρο, ἡ καρδιὰ καὶ ὁ πυρήνας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Ἀπὸ τὴν ἡμερομηνία αὐτὴ ἐξαρτᾶται ὅλος ὁ λειτουργικὸς κύκλος, ἐπειδὴ ἀπὸ αὐτὴ καθορίζονται ὅλες οἱ κινητὲς γιορτὲς τοῦ ἡμερολογίου.

Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ διακηρύσσεται μὲ κάθε ἐπισημότητα κατὰ τὸν Ὄρθρο τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, μία ἀκολουθία ποὺ τελεῖται εἴτε τὴν Κυριακὴ τὸ πρωὶ πολὺ νωρίς, εἴτε κατὰ τὰ μεσάνυχτα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου.

Πρὶν ἀρχίσει ἡ ἀκολουθία ὁ κεντημένος «Ἐπιτάφιος», ποὺ εἶχε τοποθετηθεῖ πάνω στὸ ἀνθοστόλιστο κουβούκλιο τοῦ Ἐπιταφίου στὸ μέσον τοῦ ναοῦ, μεταφέρεται στὸ ἱερὸ καὶ τοποθετεῖται στὴν Ἁγία Τράπεζα. Μετὰ ἀπὸ τὸν κανόνα μὲ τὶς ἐννέα Ὠδὲς ποὺ ψάλλονται καὶ ἀπόψε, ὁ προεξάρχων ἐπίσκοπος ἢ ἱερέας ἐμφανίζεται στὴν Ὡραία Πύλη.

Κρατᾶ ἕνα ἀναμμένο κερί, ἐνῶ ὁ χορὸς ψάλλει τό, «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτὸς καὶ δοξάσατε Χριστὸν τὸν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν» .

Γιὰ ἄλλη μία φορὰ ἡ Ἐκκλησία μᾶς παρουσιάζει τὸ μυστήριο τῆς χριστιανικῆς μας πίστης ὡς μυστήριο τοῦ Φωτός. Ἐκεῖνο τὸ Φῶς, τοῦ ὁποίου τὴ γέννηση ὑπέδειξε τὸ ἄστρο τῆς Βηθλεέμ, ἔλαμψε ἀνάμεσά μας μὲ μία λάμψη διαρκῶς αὐξανόμενη· τὸ σκότος τοῦ Γολγοθᾶ δὲν μπόρεσε νὰ τὸ σβήσει. Ξαναφέγγει τώρα ἀνάμεσά μας καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ἀναμμένα κεριὰ ποὺ κρατοῦν στὰ χέρια τους οἱ πιστοὶ μαρτυροῦν τὸν θρίαμβό Του.

Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ δηλώνεται ἡ βαθιὰ πνευματικὴ σημασία τοῦ Πάσχα. Ἡ σωματικὴ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ θὰ ἦταν γιὰ μᾶς χωρὶς σημασία, ἂν τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ δὲν καταύγαζε ταυτοχρόνως καὶ τὸ ἐσωτερικό μας. Δὲν μποροῦμε νὰ γιορτάσουμε ἐπάξια τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἂν μέσα στὴν ψυχή μας τὸ φῶς ποὺ ἔφερε ὁ Σωτήρας μας δὲν νικήσει ἐντελῶς τὸ σκοτάδι τῶν ἁμαρτιῶν μας.

Σχηματίζεται πομπὴ ἡ ὁποία βγαίνει ἀπὸ τὸ ἱερὸ καὶ σταματᾶ ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, μπροστὰ στὴν εἴσοδο. Διαβάζουν τότε τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Ἀναστάσεως ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστὴ Μάρκο (16: 1-8) καὶ στὴ συνέχεια ψάλλουν τὸ μεγαλόπρεπο θριαμβευτικὸ ἀντίφωνο τοῦ Πάσχα:

«Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτω θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος».

Τὸ ἀντίφωνο αὐτὸ ἐπαναλαμβάνεται πολλὲς φορές. Ὅταν ἡ πομπὴ ἐπιστρέψει στὸν ναό, ψάλλεται ὁ Ἀναστάσιμος Κανόνας ποὺ ἀποδίδεται στὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό:

«Ἀναστάσεως ἡμέρα, λαμπρυνθῶμεν λαοί…» «Φωτίζου, φωτίζου, ἡ Νέα Ἱερουσαλήμ…» «Ώ, Πάσχα τὸ μέγα καὶ ἱερώτατον, Χριστέ…»

Οἱ πιστοὶ ἀσπάζονται ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Ὁ χαιρετισμὸς εἶναι «Χριστὸς Ἀνέστη! Ἀληθῶς  Ἀνέστη!».

Ὁ Ὄρθρος ἀκολουθεῖται ἀπὸ τὴ Θεία Λειτουργία τοῦ Χρυσοστόμου. Τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ἀναφέρεται στὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως: Στοὺς ἀποστόλους ὁ Ἀναστημένος «παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις».

Ἴσως μᾶς φανεῖ παράξενο ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο δὲν εἶναι μία ἀκόμη διήγηση τῆς Ἀναστάσεως. Ἡ Ἐκκλησία στὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα ἐπιλέγει τὴν ἀρχὴ τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου: «Ἐν ἀρχὴ ἦν ὁ Λόγος…».

Ἴσως ὁ λόγος αὐτῆς τῆς ἐπιλογῆς νὰ εἶναι ἡ προτίμηση τῶν Ἑλλήνων χριστιανῶν γιὰ ὅ,τι συμβαίνει «ἐν πνεΰματι» -πέρα ἀπὸ τὴν κατὰ σάρκα ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ- ὑπάρχει ἡ νίκη τοῦ φωτὸς ἐπὶ τοῦ σκότους.

Διότι ὁ στίχος «καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτία φαίνει καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβε» δὲν σημαίνει ὅτι τὸ σκότος δὲν δέχθηκε τὸ φῶς, ἀλλὰ μᾶλλον ὅτι τὸ σκότος στάθηκε ἀνίκανο νὰ ἐλέγξει καὶ νὰ σβήσει τὸ φῶς, αὐτὸ τὸ φῶς τοῦ ὁποίου τὸν θρίαμβο βλέπουμε σήμερα. «Καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ…».

Ἴσως, ἐπίσης, ἐπειδὴ ἡ γιορτὴ αὐτὴ μιλᾶ περισσότερο στὴν ψυχὴ τῶν χριστιανῶν τῆς Ἀνατολῆς, θέλησε ἡ Ἐκκλησία νὰ τοὺς δώσει αὐτὴ τὴ συγκλονιστικὴ περικοπὴ ἀπὸ τὸ τέταρτο Εὐαγγέλιο, ὡς ἐπιτομὴ ὁλόκληρου τοῦ χριστιανικοῦ μηνύματος.

Στὸ τέλος τῆς Λειτουργίας διαβάζεται ἡ ὡραία Ὁμιλία ποὺ ἀφιερώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στὸ Ἅγιο Πάσχα. Παραθέτουμε ἀποσπασματικὰ κάποιες φράσεις:

«…Εἴ τις ἀπὸ τῆς πρώτης ὥρας εἰργάσατο, δεχέσθω σήμερον τὸ δίκαιον ὄφλημα… εἴ τις μετὰ τὴν ἕκτην ἔφθασε, μηδὲν ἀμφιβαλλέτω, καὶ γὰρ οὐδὲν ξημιοῦται. Εἴ τις ὑστέρησεν εἰς τὴν ἐνάτην προσελθέτω μηδὲν ἐνδοιάζων.

Εἴ τις εἰς μόνην ἔφθασε τὴν ἑνδεκάτην, μὴ φοβηθῆ τὴν βραδύτητα. Φιλότιμος γὰρ ὤνν ὁ Δεσπότης, δέχεται τὸν ἔσχατον καθάπερ καὶ τὸν πρῶτον… εἰσέλθετε πάντες εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου ἡμῶν… ἐγκρατεῖς καὶ ράθυμοι τὴν ἡμέραν τιμήσατε, νηστεύσαντες καὶ μὴ νηστεύσαντες, εὐφράνθητε σήμερον… πάντες ἀπολαύσατε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως… Μηδεὶς ὀδυρέσθω πταίσματα, συγγνώμη γὰρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε…»

Αὐτὰ τὰ ὑπέροχα λόγια δημιουργοῦν ἕνα πρόβλημα: Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μοιάζει νὰ θεωρεῖ ἴσους ἐκείνους ποὺ ἔχουν πνευματικὰ προετοιμαστεῖ γιὰ τὴν ἑορτὴ μὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἔμειναν ἀπροετοίμαστοι. Καλεῖ καὶ τοὺς μὲν καὶ τοὺς δέ.

Μιλᾶ σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει καμία διαφορὰ ἀνάμεσά τους, σὰν νὰ δέχονται ὅλοι τὴν ἴδια Χάρη. Καὶ ὅμως, ξέρουμε ὅτι τὴ Χάρη τῆς Ἀναστάσεως τὴν ἀπολαμβάνουν ἐκεῖνοι ποὺ σήκωσαν καὶ τὸν Σταυρό Του καὶ πέθαναν μαζί Του.

Ξέρουμε ὅτι ἡ ὀδύνη τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴ χαρὰ τοῦ Πάσχα. Αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια. Ὡστόσο ὁ Κύριός μας, μέσα στὸ μέγα Του ἔλεος, ἐπιφυλάσσει ἀπόψε στὸν ἑαυτὸ Του τὸ δικαίωμα νὰ ἀνατρέψει τὴν τάξη τῶν πραγμάτων.

Ἀποκάλυψε στοὺς ἀποστόλους τὸν θρίαμβό Του, πρὶν τοὺς συνδέσει μὲ τὸ Πάθος Του. Ὅλοι, ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν, Τὸν ἐγκατέλειψαν κατὰ τὶς ὀδυνηρὲς ὧρες τοῦ Γολγοθᾶ, κι ὅμως τοὺς δέχεται ἀπευθείας στὴ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεώς Του.

Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἄλλαξε ἡ οἰκονομία τῆς σωτηρίας μας: χωρὶς τὸν Σταυρὸ ἡ δόξα τῆς Ἀναστάσεως δὲν μπορεῖ νὰ γίνει δική μας.

Ἀλλὰ ὁ Σωτήρας οἰκονομεῖ τὴν ἀδυναμία τῶν μαθητῶν Του. Τοὺς χαρίζει σήμερα τὴ χαρὰ τοῦ Πάσχα, παρότι εἶναι τόσο λίγο προετοιμασμένοι γι’ αὐτή. Ἀργότερα, αὔριο, θὰ τοὺς μυήσει καὶ στὸ Πάθος:

«Ὅτε ἦς νεώτερος, ἐζώννυες ἑαυτὸν καὶ περιεπάτεις ὅπου ἤθελες, ὅταν δὲ γηράσεις, ἐκτενεῖς τὰς χείρας σου, καὶ ἄλλος σὲ ζώσει καὶ οἴσει ὅπου οὐ θέλεις».

Τὸ λέει στὸν Πέτρο ὁ Κύριος, ὅταν ἐμφανίστηκε στοὺς ἀποστόλους στὴν ὄχθη τῆς λίμνης τῆς Γαλιλαίας. μετὰ τὴν Ἀνάσταση. Καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς μᾶς ἐξηγεῖ τὸ νόημα τῆς φράσης:

«Τὸ εἶπε αὐτό, γιὰ νὰ δείξει μὲ ποιὸ θάνατο θὰ δοξάσει τὸν Θεό».

Ὁ Πέτρος καὶ οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι θὰ μετάσχουν, μὲ τὸ μαρτύριό τους, στὸ Πάθος τοῦ Διδασκάλου τους, ἀλλὰ μόνον ἀφοῦ γίνουν κοινωνοὶ τῆς δυνάμεως τῆς Ἀναστάσεως.

Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο λειτουργεῖ ὁ Κύριός μας καὶ μὲ ἐμᾶς. Ἀπέχουμε πολὺ -τουλάχιστον οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐμᾶς- ἀπὸ τοῦ νὰ ἔχουμε πιεῖ τὸ ποτήρι τοῦ Πάθους.

Δὲν βοηθήσαμε τὸν Ἰησοῦ νὰ σηκώσει τὸν Σταυρό Του. Δὲν συσταυρωθήκαμε μαζί Του. Τὴν ὥρα τῆς ἀγωνίας Του κοιμόμασταν. Τὸν ἐγκαταλείψαμε.

Τὸν ἀρνηθήκαμε μὲ τὶς ποικίλες ἁμαρτίες μας. Κι ὅμως, παρὰ τὴν ἐλάχιστη ἑτοιμασία μας, παρὰ τὸ ὅτι δὲν εἴμαστε καθαροί, ὁ Ἰησοῦς μᾶς προσκαλεῖ νὰ εἰσέλθουμε στὴν Πασχάλια χαρά.

Ἂν ἀνοίξουμε εἰλικρινὰ τὴν καρδιά μας στὴ συγγνώμη ποὺ ἀνέτειλε ἀπὸ τὸν Τάφο Του· ἂν ἀφήσουμε νὰ τὴν πλημμυρίσει τὸ Φῶς τῆς Ἀναστάσεως, ἂν προσκυνήσουμε τὴν παρουσία τοῦ Ἀναστάντος, θὰ δεχθοῦμε κι ἐμεῖς τὴ δύναμη τῆς Ἀναστάσεως, τὴν ὁποία τὸ δῶρο τῆς Πεντηκοστῆς θὰ τελειοποιήσει.

Τότε καὶ μόνο τότε θὰ καταλάβουμε τὸ νόημα τοῦ Σταυροῦ καὶ θὰ μπορέσουμε νὰ διεισδύσουμε, ὅσο μᾶς ἐπιτρέπουν οἱ φτωχές μας δυνάμεις, στὸ Μυστήριο τοῦ Πάθους.

Νὰ λοιπὸν πὼς ἐξηγεῖται ἡ ἔκκληση τοῦ Χρυσοστόμου, ἢ μᾶλλον ἡ ὑπόσχεσή του, σὲ ὅσους δὲν εἶναι ἕτοιμοι, στοὺς «μὴ νηστεύσαντες». Ἡ Ἐκκλησία ἔκανε μία θαυμάσια ἐπιλογὴ ἐντάσσοντας αὐτὴ τὴν ὁμιλία στὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα.

Ἂς τὴν ξαναδιαβάσουμε, δὲν θὰ βροῦμε γιὰ τὴ σημερινὴ μέρα καλύτερο ὑλικὸ γιὰ μελέτη.