1)
Πὲς το σὰν ψὲμμα:
πᾶς γι᾽ἀθᾶνατο νερὸ
-γι᾽αὐτὸ λεὶπεις.
2)
Ὃ λα τυχαῖα,
ἐκτὸς ἀπὸ τὴν τὺχη,
ποὺ᾽ναι τὸ ἂλλοθι.
3)
Καπνὸς στὶς στὲγες᾽
Ἰθὰκη ἣ πυρκαγιὰ;
Ἡ στὰχτη ξὲρει.
(ΜΕΓΑΛΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΛΛΗΝΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ -Δαὶδαλος)
1)
Πὲς το σὰν ψὲμμα:
πᾶς γι᾽ἀθᾶνατο νερὸ
-γι᾽αὐτὸ λεὶπεις.
2)
Ὃ λα τυχαῖα,
ἐκτὸς ἀπὸ τὴν τὺχη,
ποὺ᾽ναι τὸ ἂλλοθι.
3)
Καπνὸς στὶς στὲγες᾽
Ἰθὰκη ἣ πυρκαγιὰ;
Ἡ στὰχτη ξὲρει.
(ΜΕΓΑΛΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΛΛΗΝΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ -Δαὶδαλος)
29 Δεκεμβρίου, 2016 στο 1:15 μμ |
Άνθρωποι τύχης είδωλον επλάσαντο, πρόφασιν ιδίης αβουλίης
[οι άνθρωποι επινόησαν τη θεά της Τύχης για να δικαιολογήσουν τη δική τους έλλειψη θέλησης]
Δημόκριτος
29 Δεκεμβρίου, 2016 στο 1:27 μμ |
Χειμωνιάτικη φωτιά
του Γιώργου Θέμελη
Με είχε προφτάσει καταμεσής στο δρόμο
Απ’ τ’ αδειανό μου πίσω σπίτι στ’ άλλο σπίτι,
Η Νύχτα,
Με είχε σκεπάσει το σύθαμπο.
Το ετοιμόρροπο σώμα σαν ένας επερχόμενος σκελετός,
Δέντρο ρικνό απ’ τον άνεμο.
Έπεφτε το αίμα του ήλιου
Έπεφτε, λίμναζε μέσα στη Δύση.
Τα μάτια μάθαιναν τη θάμπωση,
Τα δάχτυλα την παγωμένη αφή.
Και φάνηκε η Αγάπη,
Πρόφτασε πάνω στο σύνορο,
Πρόφτασε, στάθηκε, σταλμένη από μακριά.
Μάζεψε φλόγα κι άναψε μια χειμωνιάτικη φωτιά.
Από τη συλλογή Το Δίχτυ των ψυχών (1965)