Ἂν διψάσεις ἐγὼ θὰ σοὺ γίνω νερὸ
Σὲ μένα θὰ σκύψει τὸ στόμα σου
ἐμένα θὰ εὐχαριστήσεις
Σὲ μένα θὰ δώσεις τὴ γύμνια σου
Ἐσὺ ἡ ρίζα ἀπὸ μένα τὸ ὑγρὸ χῶμα θὰ περιβληθεῖς
Κι ὁ κόσμος θ’ ἀκούσει τὴ χαρούμενη κραυγή σου
Ἐσὺ θ’ ἁπλώσεις ἀποφυάδες στὸ κορμί μου
Ποῦ ἀπὸ μέσα θὰ μὲ πονοῦν διασχίζοντας μὲ
Κι ἂς μὲ πονοῦν, ἡ χαρούμενη κραυγή σου
μὲ φέρνει στὴ θάλασσα
Μὲ πάει πιὸ μακριὰ μὲ ξυπνάει πάνω σὲ χορτάρια
Ὁδηγεῖ τὰ χέρια μου, τὰ θρυμματίζει
σὲ ἄπειρες μικρὲς φωτιὲς
Ποῦ ἡ φεγγοβολῆ τοὺς μεγαλύνει τὴν ψυχὴ τοῦ πλησίον
Ἂν νυστάξεις ἐγὼ θὰ σοὺ γίνω μαλακὸ κρεβάτι
νὰ κοιμηθεῖς
Κι ἀπὸ κάθε τῆς καρδιά μου χτύπο θὰ πετιέται
Κι ἕνα ὄνειρο. Τὸ πρωὶ ἐγὼ θὰ ‘μαὶ τὰ παιδιὰ
Ποῦ θὰ τοὺς λὲς τὰ ὄνειρα
Ἐγὼ θὰ ‘μαὶ ἡ χαρά τους νὰ σ’ ἀκοῦν καὶ νὰ σὲ βλέπουν
Νὰ σ’ ἀγγίζουν μὲ τῶν ματιῶν τοὺς τὸ μυστήριο
Καὶ νὰ σ’ ἀφήνουν ὕστερα μ’ ἕναν τρόπο
σὰν τὰ πουλιὰ
Ἂν κρυώνεις ἐγὼ θὰ σοὺ γίνω τὸ ἔνδυμα
Κι ἂν ἤμουν ὡς τώρα κρύος ἀγέρας θὰ τὸ ξεχάσω
Θὰ γίνω ἡ γλυκιὰ φωτιὰ σ’ ὅσους κρυώνουν
Ἂχ τὰ κρύα χέρια τῶν ἀνθρώπων κι ἡ φωτιὰ
Ἂν πεινάσεις ἐγὼ θὰ ‘μαὶ τὸ ψωμὶ
Τὸ ξεχασμένο στὴ σκοτεινιὰ τοῦ ντουλαπιοῦ
Θέ μου ἡ ψυχὴ τοῦ πεινασμένου
Φωτίζει πάντα ἕνα ψωμὶ